(2006) 2 ΑΑΔ 291
[*291]28 Ιουνίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 51/2006)
Οδοί και Οικοδομές ― Ανέγερση προσωρινής οικοδομής από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ) άνευ αδείας από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε ― Κατά πόσο η ΑΤΗΚ (α) είναι τμήμα της κυβέρνησης, μέσα στην έννοια του Άρθρου 25 του Κεφ. 96, το οποίο εξαιρεί την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή οποιοδήποτε τμήμα της από τις διατάξεις του Κεφ. 96 και (β) θα έπρεπε, ούτως ή άλλως, να είχε εξασφαλίσει άδεια οικοδομής για την ανέγερση της οικοδομής ― Κατά πόσο η οικοδομή ενέπιπτε ή όχι εντός της εννοίας του όρου “οικοδομή” στο Άρθρο 2 του Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε.
Λέξεις και φράσεις ― “Οικοδομή” στο Άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε.
Λέξεις και Φράσεις ― “Τμήμα” στο Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1.
Η ΑΤΗΚ, οι εφεσείοντες, ύστερα από γραπτή συμφωνία με τον ιδιοκτήτη οικοδομής, ανήγειραν στην οροφή της δωμάτιο συνολικού εμβαδού 3.15τ.μ., το οποίο τοποθετήθηκε πάνω σε μεταλλική βάση και στερεώθηκε στην οροφή. Σε αυτό τοποθέτησαν εξοπλισμό για τη λειτουργία αναμεταδότη κινητής τηλεφωνίας. Ανήγειραν επίσης κεραία και πύργο κινητής τηλεφωνίας. Για τις κατασκευές αυτές ο ιδιοκτήτης υπέβαλε στις 3/12/2004 αίτηση για άδεια οικοδομής.
Οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι στην κατηγορία ανέγερσης οικο[*292]δομής άνευ αδείας από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε. Εφεσίβαλαν την καταδίκη τους προβάλλοντας ουσιαστικά τα ίδια θέματα που είχαν εγερθεί και στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα υποστήριξαν ότι:
1. Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θεωρούνται τμήμα της κυβέρνησης της Δημοκρατίας, μέσα στην έννοια του Άρθρου 25 του Κεφ. 96, το οποίο εξαιρεί την κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή οποιοδήποτε τμήμα της από τις διατάξεις του Κεφ. 96.
2. Ενώ η εγκατάσταση έγινε τον Οκτώβριο του 2002, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η εγκατάσταση έγινε το 2004.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε το δωμάτιο που περικλείει το σταθμό βάσης ως οικοδομή ή προσάρτημα, εντός της εννοίας του Άρθρου 2 του Κεφ. 96.
4. Στην προκείμενη περίπτωση εφαρμοζόταν το περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Γενικό Διάταγμα Ανάπτυξης του 2003, Κ.Δ.Π. 859/03.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το τι συνιστά «τμήμα της κυβέρνησης» δεν διευκρινίζεται στο Κεφ. 96, αλλά στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, όπου το Άρθρο 2 ορίζει:
“Τμήμα” σημαίνει Τμήμα Κυβερνήσεως που εκτελεί δημόσιο καθήκον με εξουσιοδότηση και για λογαριασμό της Δημοκρατίας.» Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες είναι αρχή ή όργανο εν τη Δημοκρατία δεν τους καθιστά και τμήμα της κυβέρνησης, εντός της εννοίας των Άρθρων 2 του Κεφ. 1 και 25 του Κεφ. 96.
Μετά τη θέσπιση του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002, Ν.19(Ι)/2002, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμο του 2004, Ν.112(Ι)/2004, απαιτείται, ούτως ή άλλως, η Αρχή να είχε ζητήσει άδεια οικοδομής. Ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 22/3/2002 και οι εφεσείοντες έχουν παραδεκτεί ότι η κατασκευή της οικοδομής έγινε κατά ή περί την πρώτη τριμηνία του 2002 και προ της 6/10/2004. Η χρονική αυτή περίοδος περιλαμβάνει και την περίοδο που καλύπτεται από τη νομοθεσία και συνεπώς η ΑΤΗΚ, ούτως η άλλως, ανεξαρτήτως του πιο πάνω επιχειρήματος, θα έπρεπε να είχε εξασφαλίσει άδεια οικοδομής.
2. Ο λόγος 2 της έφεσης καταρρίπτεται από τα γεγονότα. Συνεπώς το [*293]πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε. Και αυτό πέραν της κατάληξης ότι η ΑΤΗΚ, μη ούσα τμήμα της κυβέρνησης έπρεπε, ούτως ή άλλως να εξασφαλίσει άδεια.
3. Το κατά πόσο η κατασκευή θεωρείται «οικοδομή» ή όχι είναι θέμα πραγματικό. Λαμβάνονται υπ’ όψιν όλα τα συναφή γεγονότα. Στην προκείμενη περίπτωση το δωμάτιο περικλείει και οριοθετεί χώρο και ασφαλώς βρίσκεται εντός της εννοίας του Άρθρου 2 του Κεφ. 96. Το γεγονός ότι μπορούσε εύκολα ή δύσκολα να αποσπαστεί, δεν συνιστά ουσιώδες στοιχείο. Σημασία δεν έχει επίσης, ούτε και η πρόθεση ή μη των εφεσειόντων να διατηρήσουν το συγκεκριμένο δωμάτιο μόνιμα ή για κάποιο χρονικό διάστημα μόνο.
4. Εκτός του ότι η Κ.Δ.Π. 859/03 τέθηκε σε εφαρμογή μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, άδεια οικοδομής απαιτείται από το Άρθρο 3 του Κεφ. 96 και όχι από τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο, επί τη βάσει του οποίου εκδόθηκε το πιο πάνω Διάταγμα, το οποίο εξαιρεί κάποιες κατηγορίες ανάπτυξης από την υποχρέωση να ζητήσουν πολεοδομική άδεια και όχι άδεια οικοδομής.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά., Υπόθ. Αρ. 145/04, ημερ. 9/2/2005,
Tsiolis v. District Officer Nicosia (1982) 2 C.L.R. 11,
South Wales Aluminium Co. Ltd. v. Assessment Committee for the Neath Assessment Area [1943]2 All E. R. 587.
Έφεση εναντίον Καταδίκης
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 26939/04), ημερομηνίας 10/3/06.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Φλωρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί [*294]από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι στην κατηγορία ανέγερσης οικοδομής άνευ αδείας από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε. Προσέβαλαν την καταδίκη τους με την παρούσα έφεση.
Οι εφεσείοντες, ύστερα από γραπτή συμφωνία με τον ιδιοκτήτη, ανήγειραν στην οροφή οικοδομής, δωμάτιο συνολικού εμβαδού 3.15 τετραγωνικών μέτρων, το οποίο τοποθετήθηκε πάνω σε μεταλλική βάση και στερεώθηκε στην οροφή. Το δωμάτιο ήταν κλιματιζόμενο και περιείχε εξοπλισμό για τη λειτουργία αναμεταδότη κινητής τηλεφωνίας. Ανήγειραν επίσης κεραία και πύργο κινητής τηλεφωνίας ύψους 6 μέτρων, ο οποίος είχε μεταλλικό σκελετό στη μέση και ήταν στερεωμένος στην ταράτσα του κλιμακοστασίου της οικοδομής. Η κεραία στηριζόταν στην ταράτσα του κλιμακοστασίου της οροφής με δύο μεταλλικούς βραχίονες και ήταν καλωδιομένη με τον εξοπλισμό που βρισκόταν στο δωμάτιο. Για τις κατασκευές αυτές ο ιδιοκτήτης υπέβαλε στις 3.12.2004 αίτηση για άδεια οικοδομής.
Ενώπιόν μας ηγέρθηκαν ουσιαστικά τα ίδια θέματα που είχαν εγερθεί και στο πρωτόδικο δικαστήριο. Υποστηρίκτηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν θεωρούνται τμήμα της κυβέρνησης της Δημοκρατίας, μέσα στην έννοια του άρθρου 25 του Κεφ. 96, το οποίο εξαιρεί την κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή οποιοδήποτε τμήμα της από τις διατάξεις του Κεφ. 96. Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι όταν οποιαδήποτε ιδιοκτησία που ανήκει στη Δημοκρατία εκμισθώνεται ή παραχωρείται η χρήση της σε οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται, προκειμένου να ανεγείρει οποιαδήποτε οικοδομή επί της ιδιοκτησίας αυτής, να εξασφαλίσει προηγουμένως κάθε δυνάμει του νόμου απαιτούμενη άδεια, ως εάν η εν λόγω ιδιοκτησία να μην ανήκε στη Δημοκρατία.
Το τι συνιστά «τμήμα της κυβέρνησης» δεν διευκρινίζεται στο Κεφ. 96, αλλά στον περί ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1, όπου το άρθρο 2 ορίζει:
«‘Τμήμα’ σημαίνει Τμήμα Κυβερνήσεως που εκτελεί δημόσιο καθήκον με εξουσιοδότηση και για λογαριασμό της Δημοκρατίας.»
Έχει τεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι [*295]το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψιν ότι στην υπόθεση Α.ΤΗ.Κ. ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.ά., Υπόθ. Αρ. 145/04, ημερ. 9.2.2005, κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες είναι αρχή ή όργανο εν τη Δημοκρατία, εντός της εννοίας του Άρθρου 139 του Συντάγματος. Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε ότι η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου συνιστά αρχή ή όργανο εν τη Δημοκρατία, εντός της εννοίας του Άρθρου 139 του Συντάγματος, το οποίο δίδει αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίζει οριστικά επί κάθε προσφυγής που αφορά σε σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας που εγείρεται μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις των εφεσειόντων που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου ελέγχονται βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κατά τη γνώμη μας όμως, το γεγονός ότι οι εφεσείοντες είναι αρχή ή όργανο εν τη Δημοκρατία δεν τους καθιστά και τμήμα της κυβέρνησης, εντός της εννοίας των άρθρων 2 του Κεφ. 1 και 25 του Κεφ. 96.
Εν πάση περιπτώσει, δεν έχει καν σημασία αν οι εφεσείοντες είναι τμήμα της κυβέρνησης της Δημοκρατίας ή όχι, γιατί μετά τη θέσπιση του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002, Ν.19(Ι)/2002, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμο του 2004, Ν.112(Ι)/2004, απαιτείται, ούτως ή άλλως, η Αρχή να είχε ζητήσει άδεια οικοδομής. Ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 22.3.2002 και οι εφεσείοντες έχουν παραδεκτεί ότι η κατασκευή της οικοδομής έγινε κατά ή περί την πρώτη τριμηνία του 2002 και προ της 6.10.2004. Η χρονική αυτή περίοδος περιλαμβάνει και την περίοδο που καλύπτεται από τη νομοθεσία και συνεπώς η ΑΤΗΚ, ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως του πιο πάνω επιχειρήματος, θα έπρεπε να είχε εξασφαλίσει άδεια οικοδομής.
Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτό. Υποστηρίζεται ότι ενώ η εγκατάσταση είχε γίνει τον Οκτώβριο του 2002, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η εγκατάσταση έγινε το 2004. Ο λόγος αυτός καταρρίπτεται από τα παραδεκτά γεγονότα. Οι εφεσείοντες δέκτηκαν ότι προέβηκαν στην κατασκευή κατά τη χρονική περίοδο από την πρώτη τριμηνία του 2002, μέχρι και προ της 6.10.2004. Δηλαδή άρχισαν την ανέγερση του υποστατικού την 1.1.2002. Συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο σωστά έκρινε. Και αυτό πέραν της προηγούμενης μας κατάληξης ότι η ΑΤΗΚ, μη ούσα τμήμα της κυβέρνησης έπρεπε, ούτως ή άλλως να εξασφαλίσει άδεια.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε το δωμάτιο που περικλείει το σταθμό [*296]βάσης ως οικοδομή ή προσάρτημα, εντός της εννοίας του άρθρου 2 του Κεφ.96. Εσφαλμένα έκρινε, υποστηρίζουν, ότι οτιδήποτε περικλείει χώρο είναι οικοδομή, παραγνωρίζοντας τη μονιμότητα που πρέπει να έχει η κατασκευή, ενώ εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι το δωμάτιο συνιστά προσάρτημα, αφού ήταν λυόμενο και όχι προσαρτημένο μόνιμα στην οικοδομή, η οποία εσκοπείτο να είναι προσωρινή.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κεφ.96:
«‘Οικοδομή’ σημαίνει οποιαδήποτε κατασκευή, είτε από λίθους, σκυρόδεμα, πηλό, σίδερο, ξύλο ή άλλη ύλη και περιλαμβάνει οποιοδήποτε λάκκο και οποιοδήποτε θεμέλιο, τοίχο, στέγη, καπνοδόχο, βεράντα, εξώστη, κορωνίδα, ή προεξοχή ή τμήμα οικοδομής, ή οποιοδήποτε πράγμα που είναι προσαρτημένο σε αυτή, ή οποιοδήποτε τοίχο, ανάχωμα, φράκτη, περίφραγμα ή άλλη κατασκευή που περικλείει ή οροθετεί ή έχει σκοπό να περικλείει ή να οροθετεί οποιαδήποτε γη ή χώρο.»
Το κατά πόσο κατασκευή θεωρείται «οικοδομή» ή όχι είναι θέμα πραγματικό (Tsiolis v. The District Officer Nicosia (1982) 2 C.L.R. 11). Λαμβάνονται υπ΄ όψιν όλα τα συναφή γεγονότα, όπως επί παραδείγματι, το σχήμα και το μέγεθος της κατασκευής, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, ο τρόπος κατασκευής της οικοδομής, κατά πόσο είναι προσαρτημένη στη λοιπή οικοδομή, η σχέση της κατασκευής με τα υπόλοιπα κατασκευάσματα και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει χρήση της οικοδομής. Κανένας από τους πιο πάνω παράγοντες δεν είναι καθοριστικός, αλλά όλα μαζί βοηθούν στην απάντηση του τιθέμενου ερωτήματος (βλέπε South Wales Aluminium Co. Ltd. v. Assessment Committee for the Neath Assessment Area [1943] 2 All E.R. 587).
Ακόμα και η τοποθέτηση πασσάλου παράλληλα προς υφιστάμενο τοίχο και η τοποθέτηση στέγης κρίθηκε ότι αποτελεί κατασκευή η οποία περικλείει και οριοθετεί χώρο (Κυπριανού ν. Δήμου Στροβόλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 344, 347).
Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσείοντες κατασκεύασαν μεταλλικές βάσεις τις οποίες στερέωσαν στην ταράτσα με βίδες. Επί των βάσεων στερέωσαν το προκατασκευασμένο δωμάτιο εντός του οποίου τοποθέτησαν τον εξοπλισμό. Το δωμάτιο περικλείει και οριοθετεί χώρο και ασφαλώς βρίσκεται εντός της εννοίας του άρθρου 2. Το γεγονός ότι μπορούσε εύκολα ή δύσκολα να αποσπαστεί, δεν συνιστά ουσιώδες στοιχείο. Σημασία δεν έχει επίσης, ούτε και [*297]η πρόθεση ή μη των εφεσειόντων να διατηρήσουν το συγκεκριμένο δωμάτιο μόνιμα ή για κάποιο χρονικό διάστημα μόνο.
Εξ ίσου άνευ σημασίας είναι και η αναφορά των εφεσειόντων στο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Γενικό Διάταγμα Ανάπτυξης του 2003, Κ.Δ.Π. 859/03 και στο επιχείρημα ότι αυτή αναφέρεται σε αναπτύξεις και όχι οικοδομές. Εκτός του ότι η Κ.Δ.Π. 859/03 τέθηκε σε εφαρμογή στις 28.11.2003, μετά δηλαδή τη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, άδεια οικοδομής απαιτείται από το άρθρο 3 του Κεφ. 96 και όχι από τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο, επί τη βάσει του οποίου εκδόθηκε το πιο πάνω Διάταγμα, το οποίο εξαιρεί κάποιες κατηγορίες ανάπτυξης από την υποχρέωση να ζητήσουν πολεοδομική άδεια και όχι άδεια οικοδομής.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο