Χαραλάμπους Χαράλαμπος ν. Δημοκρατίας (2006) 2 ΑΑΔ 388

(2006) 2 ΑΑΔ 388

[*388]27 Ιουλίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7663)

 

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Ναρκωτικά ― Καταδίκη βασιζόμενη σε περιστατική μαρτυρία και στην ομολογία-κατάθεση του κατηγορουμένου ― Το σωρευτικό αποτέλεσμα της εν λόγω μαρτυρίας δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για την ενοχή του κατηγορουμένου στις κατηγορίες της εισαγωγής, της κατοχής και της κατοχής για σκοπούς προμήθειας σε τρίτους μεγάλης ποσότητας κάνναβης.

Απόδειξη ― Ναρκωτικά ― Πρόθεση εμπορίας ― Η μεγάλη ποσότητα των ναρκωτικών, αφ’ εαυτής, μπορεί να αποδείξει την πρόθεση εμπορίας τους.

Αστυνομία ― Διερεύνηση ποινικών υποθέσεων από την Αστυνομία ― Συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού ― Η Αστυνομία δεν έχει υποχρέωση να ειδοποιεί τον ύποπτο σχετικά με το θέμα αυτό.

Απόδειξη ― Ψεύδη κατηγορουμένου ― Αποτελούν επιπρόσθετο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εις βάρος του.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Παραλαβή αποτσίγαρου του τσιγάρου που κάπνισε ο κατηγορούμενος στο στάδιο της αστυνομικής ανάκρισης, με σκοπό τον εντοπισμό γενετικού υλικού ― Κατά πόσο η λήψη του αποτσίγαρου ήταν το αποτέλεσμα παγίδευσης του κατηγορουμένου και επίσης κατά πόσο λήφθηκε κατά παράβαση του συνταγματικού του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

Γενικός Εισαγγελέας ― Δικαίωμα αναστολής ποινικής δίωξης ― Δεν [*389]ελέγχεται από το Δικαστήριο.

Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών ― Κατά πόσο έχει παραβιασθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών επειδή αποσύρθηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα κατηγορίες εναντίον των συγκατηγορουμένων του εφεσείοντος.

Ναρκωτικά ― Κατοχή ναρκωτικών ― Άρθρο 2(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν.29/77) όπως τροποποιήθηκε) ― Ποιό άτομο θεωρείται ότι έχει την κατοχή για τους σκοπούς του Νόμου.

Στην υπόθεση αυτή το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στις κατηγορίες της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (κάνναβης), της κατοχής και της κατοχής για σκοπούς προμήθειας σε τρίτα πρόσωπα. Τα ναρκωτικά είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο από την Αθήνα μέσω διεθνούς εταιρείας μεταφοράς και παράδοσης δεμάτων και επιστολών γνωστής ως DHL. Είχαν τοποθετηθεί σε χάρτινο κιβώτιο, μέσα σε σάκο της DHL, στο οποίο ήταν επικολλημένα δύο τιμολόγια. Στο ένα αναγράφετο το βάρος και η αξία του αντικειμένου (ραδιομαγνητόφωνο) και στο άλλο το όνομα του αποστολέα και του παραλήπτη. Μέσα στο ραδιομαγνητόφωνο υπήρχαν κυλινδρικά σκευάσματα περιτυλιγμένα με αυτοκόλλητη ταινία (τέλλα). Οι απαγορευμένες ουσίες, βάρους 6.119,26 κιλών, βρίσκονταν στα κυλινδρικά σκευάσματα, και προέρχονταν από καρποφόρες και ανθοφόρες κορυφές φυτού κάνναβης, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.

Η αεροπορική πτήση με την οποία μεταφέρθηκε ο σάκος της DHL πραγματοποιήθηκε στις 23/11/2001. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων μετέβη αεροπορικώς στην Αθήνα την 20/11/2001 και επέστρεψε στις 22/11/2001.

Ο εφεσείων αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με το χαρτοκιβώτιο. Αρνήθηκε δε να δώσει αίμα για σύγκριση του γενετικού του υλικού με το γενετικό υλικό που υπήρχε στα περιτυλίγματα της κάνναβης. Το γενετικό υλικό του βρέθηκε σε αποτσίγαρο τσιγάρου που αυτός κάπνισε στην αστυνομική διεύθυνση Λάρνακας και διαπιστώθηκε ταύτισή του με το γενετικό υλικό που βρέθηκε στο περιτύλιγμα της κάνναβης.

Ο εφεσείων όταν κλήθηκε σε απολογία στις κατηγορίες επέλεξε να μην πει τίποτα. Ούτε κάλεσε κανένα μάρτυρα-υπεράσπισης.

[*390]Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων ήταν ο αποστολέας και ότι τα ναρκωτικά εισήχθηκαν από τον εφεσείοντα. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε περαιτέρω ότι ο εφεσείων δεν έχει αποσείσει το βάρος ότι η εισαγωγή έγινε κάτω από συνθήκες που την καθιστούν νόμιμη με βάση το εδάφιο (2) του Άρθρου 4 του Ν.29/77. Σχετικά με την κατοχή των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο ανέφερε ότι το Άρθρο 2(3) του ιδίου νόμου θεωρεί ότι υπάρχει κατοχή αντικειμένου, χωρίς να έχει κάποιος φυσική κατοχή, εάν βρίσκεται υπό τη φύλαξη τρίτου προσώπου.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1.  Παραβίαση του δικαιώματός του να τύχει δίκαιης δίκης. Και τούτο γιατί με την αποδοχή ως τεκμηρίου του αποτσίγαρου από το οποίο λήφθηκε γενετικό υλικό του, παραβιάσθηκαν οι αρχές της δίκαιης δίκης γιατί απορρίφθηκε η ένσταση για παγίδευσή του (λόγοι έφεσης 1 και 2) και γιατί παραβιάσθηκε το Άρθρο 23 του Συντάγματος για την ιδιοκτησία του αποτσίγαρου (λόγος έφεσης 3).

2.  Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, που καθιερώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, η οποία, κατ’ ισχυρισμόν, προέκυψε όταν ο Γενικός Εισαγγελέας απέσυρε τις κατηγορίες εναντίον των δύο συγκατηγορούμενων του (κατηγορίες εμπορίας ναρκωτικών).

3.  Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι απεδείχθη ότι ο εφεσείων είχε κατοχή των απαγορευμένων ουσιών, ότι αυτές τελούσαν υπό τον έλεγχό του και ότι τις εισήγαγε στην Κύπρο, είναι εσφαλμένο.

4.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως θεληματική την κατάθεσή του, Τεκμ. 32, για τον λόγο ότι ήταν αποτέλεσμα της παγίδευσής του από αστυνομικό.

5.  Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Τελωνείο ενήργησε νόμιμα κατά το άνοιγμα του κιβωτίου για έλεγχο.

6.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κατείχε τα ναρκωτικά με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα, είναι εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι ίδιες εισηγήσεις που αναφέρονται στο λόγο έφεσης 1 ανωτέρω, προβλήθηκαν και πρωτοδίκως από τον εφεσείοντα και απορρίφθηκαν με την ακόλουθη αιτιολογία: «Το γεγονός και μόνο ότι ο λο[*391]χίας Παναγιώτου φρόντισε να καθαρίσει το στακτοδοχείο όταν ο κατηγορούμενος άρχισε να καπνίζει, δεν αποτελεί στοιχείο που να οδηγεί σε παγίδευση και στον αποκλεισμό της μαρτυρίας. Θεωρούμε επίσης το γεγονός ότι ο λοχ. Παναγιώτου παρέλαβε το αποτσίγαρο από το σταχτοδοχείο αμέσως μετά την εναπόθεση του σ’ αυτό από τον κατηγορούμενο δεν επηρεάζει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Η εναπόθεση στο σταχτοδοχείο υποδηλεί ξεκάθαρα ότι αυτός δεν είχε πρόθεση να διατηρήσει οποιοδήποτε δικαίωμα σ’ αυτό. Συνεπώς η εισήγηση της υπεράσπισης δεν γίνεται δεκτή».

     Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και υποστηρίζεται από τη νομολογία που παραθέτει.

2.  Το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να αναστέλλει την ποινική δίωξη κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα. Το δικαίωμα αυτό δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Δεν ελέγχεται, πολύ περισσότερο, για παραβίαση της αρχής της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος γιατί ούτε αναγνωρίζεται ούτε νοείται ισότητα στην παρανομία.

3.  Όπως αναφέρει και το Δικαστήριο η ύπαρξη και η διαπίστωση της κατοχής όπως και η πιστοποίηση της αναγκαίας γνώσης ως προς το περιεχόμενο, εξάγεται πλειστάκις, από περιστατική μαρτυρία η οποία εξίσου οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα, κάποτε δε με μεγαλύτερη ασφάλεια. Το Δικαστήριο αναλύει στην απόφασή του την περιστατική και άλλη μαρτυρία που αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο εφεσείων εισήγαγε τις παράνομες ναρκωτικές ουσίες. Αναφέρεται συγκεκριμένα στην ομολογία-κατάθεση του εφεσείοντα, την ανεύρεση γενετικού υλικού του εφεσείοντα στην κολλητική ταινία με την οποία ήταν περιτυλιγμένα τα ναρκωτικά και στα δύο μεγάφωνα, τη σημείωση που βρέθηκε στο πορτοφόλι του που ανέγραφε τον αριθμό τηλεφώνου του γραφείου εξυπηρέτησης της DHL Αθηνών, το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων μετέβηκε στην Αθήνα στις 20/11/2001 και επέστρεψε στις 22/11/2001, ημερομηνία παράδοσης του κιβωτίου στην DHL Αθηνών. Περαιτέρω ότι  αποστολέας εφέρετο ως ο Ανδρέας Χαραλάμπους και παραλήπτης η Γεωργία Χαραλάμπους με διεύθυνση την WHITE ARCHES (sic), BLOCK J, Διαμ. 166. Ο εφεσείων διέμενε στο WHITE ARCHES, BLOCK J, Διαμ. 157.

     Η περιστατική μαρτυρία είναι τόσο ισχυρή που σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε εξήγησης από τον εφεσείοντα, δεν επιτρέπει άλλο λογικό συμπέρασμα εκτός αυτό που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή όπως εξη[*392]γήθηκε και αναλύθηκε σε αγγλικές υποθέσεις.

4.  Ο εφεσείων όχι μόνο δεν παγιδεύθηκε από τον αστυνομικό για να δώσει κατάθεση αλλά εγνώριζε το γεγονός της ταύτισης του γενετικού υλικού που ανευρέθη στο κιβώτιο με το δικό του από τον δικηγόρο του.

5.  Η θέση του εφεσείοντος ότι έπρεπε να κληθεί ο ιδιοκτήτης προτού ανοιχθεί το κιβώτιο παραμένει μετέωρη και θεωρητική αφού ο ίδιος αρνείτο ότι ήταν ο αποστολέας. Σύμφωνα με την υπόθεση Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186 κατά τη διερεύνηση μιας υπόθεσης η αστυνομία συγκεντρώνει αποδεικτικό υλικό χωρίς να έχει υποχρέωση να ειδοποιεί τον οποιοδήποτε ύποπτο.

6.  Η ομολογία του εφεσείοντος ότι ο ίδιος απέστειλε από την Αθήνα τα ναρκωτικά για να επιλύσει τα οικονομικά του προβλήματα δεν αφήνει περιθώρια για οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα. Επιπλέον η όλη περιστατική μαρτυρία, όπως την δέχτηκε το Δικαστήριο, ενισχύει την παραδοχή του. Πέραν όμως της ομολογίας του εφεσείοντος για τη γνώση του για τη μεγάλη ποσότητα των ναρκωτικών και των οικονομικών προβλημάτων που ήθελε να επιλύσει, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι αφ’ εαυτής η μεγάλη ποσότητα μπορεί να αποδείξει την πρόθεση εμπορίας των ναρκωτικών.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143,

Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171,

Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51,

R. v. Blake 68 Cr.R.1,

R. v. Pearston 69 Cr. App.R. 203,

Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186,

Τουμάζου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 63,

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301.

[*393]Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 2/02), ημερομηνίας 5/4/04.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Η. Στεφάνου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 23.11.2001 με τη πτήση CY349 των Κυπριακών Αερογραμμών, μετεφέρθησαν στην Κύπρο από την Αθήνα 9 σάκοι της διεθνούς εταιρείας μεταφοράς και παράδοσης δεμάτων και επιστολών γνωστής ως DHL.  Τους 9 σάκους συνόδευαν δύο υπάλληλοι της εταιρείας.

Η εταιρεία DHL είναι ταχυμεταφορέας με εργασίες σε παγκόσμια κλίμακα και μεταφέρει εμπορεύματα ή άλλα αντικείμενα και επιστολές από και προς την Κύπρο.  Όταν παραλαμβάνεται αντικείμενο για μεταφορά συμπληρώνεται από την εταιρεία έντυπο εις τετραπλούν.  Σ’ αυτό προσδιορίζεται ο αποστολέας και ο αποδέκτης, ο προσδιορισμός του αντικειμένου και η διεύθυνση όπου θα παραδοθεί στην Κύπρο. Στο ίδιο έγγραφο υπάρχουν οι όροι της συμφωνίας μεταξύ του αποστολέα και της DHL.  Η εταιρεία λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του αποστολέα και σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης έχει το δικαίωμα να ανοίξει ένα πακέτο για σκοπούς ελέγχου.

Στις 24.11.2001 ανοίχτηκαν οι 9 σάκοι της DHL ενώπιον τελωνειακού λειτουργού.  Σ’ ένα από τους σάκους υπήρχε χάρτινο κιβώτιο στο οποίο ήταν επικολλημένα δύο τιμολόγια.  Στο ένα αναγράφετο το βάρος και η αξία του αντικειμένου (ραδιομαγνητόφωνο) και στο άλλο αναγράφετο το όνομα του αποστολέα (CHARALAMBOUS ANDREAS) και του παραλήπτη (CHARALAMBOUS, διεύθυνση WHITE ARGES (sic), BLOCK “K”, FLAT 166, LIMASSOL, CYPRUS). Ο τελωνειακός λειτουργός άνοιξε το χαρτοκιβώτιο και διαπίστωσε ότι στο ραδιομαγνητόφωνο υπήρχαν κυλινδρικά σκευάσματα περιτυλιγμένα με καφέ αυτοκόλλητη ταινία (τέλλα).  Ειδοποιήθηκε η αστυνομία η οποία διαπίστωσε ότι στα κυλινδρικά σκευάσματα υπήρχαν ναρκωτικές ουσίες, δηλαδή κάνναβη.  Η Δρ. Πόπη Κανάρη, [*394]Ανώτερη Χημικός στο Γενικό Χημείο του Κράτους εξέτασε τα ανευρεθέντα και διαπίστωσε ότι είχαν βάρος 6.119,26 κιλά και προέρχονταν από καρποφόρες και ανθοφόρες κορυφές φυτού κάνναβης, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.

Απεφασίσθη η αντικατάσταση των συσκευασμάτων με άλλα πανομοιότυπα τα οποία περιείχαν σανό. Τοποθετήθησαν αυτά στο κιβώτιο και η αστυνομία απεφάσισε να γίνει ελεγχόμενη παράδοση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Ν. 3(Ι)/95).  Ενημέρωσε δε προς τούτο τον Αρχηγό της Αστυνομίας, το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και τη Διευθύντρια Τελωνείων.  Προωθήθηκε το χαρτοκιβώτιο για παράδοση στον παραλήπτη, στη διεύθυνση WHITE ARCHES που αναγραφόταν σ’ αυτό.  Δεν ανευρέθη ο παραλήπτης εκεί.  Από τις 26.11.2001 μέχρι τις 30.11.2001 το χαρτοκιβώτιο παρέμεινε στα γραφεία της DHL Λεμεσού αλλά κανένας δεν αποτάθηκε για να το παραλάβει, παρά τα συνεχή τηλεφωνήματα στους αριθμούς τηλεφώνων που είχαν δοθεί από την DHL στην Αθήνα.  Τελικά μεταφέρθηκε στο Αρχηγείο Αστυνομίας όπου κρατήθηκε μέχρι τις 19.12.2001.

Στις 19.12.2001 μια γυναίκα, η οποία δήλωσε ότι ονομαζόταν Γεωργία Χαραλάμπους, τηλεφώνησε στη DHL Λεμεσού και ζήτησε όπως της παραδοθεί το πακέτο στη διεύθυνση της, οδός Ζαΐμη αρ. 10, στη Λεμεσό. Την επομένη, πράγματι, έγινε η ελεγχόμενη παράδοση του χαρτοκιβωτίου στην πιο πάνω γυναίκα, η οποία τελικά αποκαλύφθηκε ότι ήταν η Μαρίνα Αβρααμίδου.  Τελικά αυτή συνελήφθη από την αστυνομία, ομολόγησε τη συμμετοχή της και δέχθηκε να συνεργαστεί με την αστυνομία γα την παράδοση του χαρτοκιβωτίου σε τρίτο πρόσωπο που το ανέμενε.  Πράγματι το χαρτοκιβώτιο παραλήφθηκε από το Μιχάλη Γεωργίου.  Αυτός συνελήφθη και δέχθηκε όπως συνεργαστεί για να παραδοθεί το χαρτοκιβώτιο στον τελικό παραλήπτη του.  Πράγματι, κατόπιν συνεννόησης με τον τελικό παραλήπτη, το χαρτοκιβώτιο μεταφέρθηκε στο ραφτάδικο της μάνας του Μιχάλη Γεωργίου για να το παραλάβει.  Ο τελευταίος μαζί με τον Υπαστυνόμο Χ. Γιάγκου μετέβησαν στις 12.45 στο ραφτάδικο όπου περί ώρα 13.20 έφθασε ο εφεσείων και αφού συνομίλησε με τον Μιχάλη Γεωργίου απεχώρησε.  Ο εφεσείων τελικά συνελήφθηκε από την αστυνομία την ίδια μέρα και περί ώρα 15.00.  Κατά την έρευνα που επακολούθησε διαπιστώθηκε ότι μέσα στο πορτοφόλι του υπήρχε σημείωση που ανέγραφε “DHL ATHINA-ΚΕΝΤΡΙΚΟ-30-1-9890000”.

Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με το χαρτοκιβώτιο.  Του ζητήθηκε όπως συγκατατεθεί να δώσει αίμα για εξε[*395]τάσεις γενετικής και σύγκριση του με γενετικό υλικό που υπήρχε στα περιτυλίγματα της κάνναβης.  Ο εφεσείων αρνήθηκε.  Αργότερα στην αστυνομική διεύθυνση Λάρνακας ο εφεσείων άρχισε να καπνίζει.  Τότε τοποθετήθηκε καθαρό τασάκι όπου τελικά εγκατέλειψε το αποτσίγαρο αφού το έσβησε.  Ο αστυνομικός που παρακολουθούσε, θεωρώντας ότι το αποτσίγαρο εγκαταλείφθηκε από τον εφεσείοντα, το παρέλαβε, το τοποθέτησε σε φάκελο και ζήτησε από τον εφεσείοντα να του υπογράψει αλλά αυτός αρνήθηκε.  Το αποτσίγαρο προωθήθηκε στο Ινστιτούτο Γενετικής όπου ο Δρ. Καριόλου διαπίστωσε ταύτιση του γενετικού υλικού που βρέθηκε στο περιτύλιγμα της κάνναβης με αυτό του εφεσείοντα.

Στις 3.1.2002 ο λοχίας Ε. Παναγιώτου πληροφόρησε τον εφεσείοντα για την ταύτιση του γενετικού υλικού του με αυτό που βρέθηκε στα περιτυλίγματα της κάνναβης.  Του επέστησε την προσοχή του στο νόμο και ο εφεσείων απάντησε «τί να σου πω, εν να σου πω την αλήθεια, ήδη είπε μου το για το DNA και ο δικηγόρος μου».  Αφού του επέστησε ξανά την προσοχή του στο νόμο ο εφεσείων έδωσε θεληματική κατάθεση στην οποία παραδέχθηκε την ενοχή του.  Ανέφερε στην κατάθεση του μεταξύ άλλων:  «Εγώ πήγα στην Ελλάδα και κανόνισα τα ναρκωτικά να έρθουν στην Κύπρο και αυτό το έκανα σε μια στιγμή απελπισίας. Έχω οικονομικά προβλήματα και επίσης βοηθώ τον αδελφό μου και την οικογένεια μου.»

Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων μετέβηκε το πρωί της 20.11.2001 με τη πτήση CY318 από το αεροδρόμιο Λάρνακας στο αεροδρόμιο των Σπάτων των Αθηνών από όπου και επέστρεψε στις 22.11.2001 με τη πτήση CY337.

Ο εφεσείων όταν κλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε απολογία στις κατηγορίες επέλεξε να μην πει οτιδήποτε.  Δεν κάλεσε ακόμα κανένα μάρτυρα υπεράσπισης.

Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη απόφαση του βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες ήτοι της εισαγωγής ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β, της κατοχής και της κατοχής για σκοπούς προμήθειας σε τρίτα πρόσωπα.

Με 14 λόγους έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη.

Έξι από τους λόγους έφεσης προβάλλουν ισχυρισμούς ότι ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης.  Και τούτο γιατί με την αποδοχή [*396]ως τεκμηρίου του αποτσίγαρου από το οποίο λήφθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα παραβιάσθηκαν οι αρχές της δίκαιης δίκης γιατί απορρίφθηκε η ένσταση για παγίδευση του (λόγοι έφεσης 1 και 2) και γιατί παραβιάσθηκε το Άρθρο 23 του Συντάγματος για την ιδιοκτησία του αποτσίγαρου (λόγος έφεσης 3).

Ακριβώς τις ίδιες εισηγήσεις είχε προβάλει ο εφεσείων και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο τις είχε απορρίψει αναφέροντας στην απόφαση του τα εξής:-

«Πριν προχωρήσουμε στη διατύπωση των ευρημάτων μας θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε σε αυτό το στάδιο την εισήγηση της υπεράσπισης ως προς την ύπαρξη παγίδευσης του κατηγορούμενου.  Ο κ. Καλλής, όπως αναφέραμε πιο πάνω, εισηγήθηκε πως το Δικαστήριο θα πρέπει στο στάδιο της τελικής του απόφασης, και παρά το εύρημα που έχει διατυπώσει στην ενδιάμεση του απόφαση ημερομηνίας 31.7.2003 να εξετάσει κατά πόσο η λήψη του αποτσίγαρου Τεκμ. 21 ήταν το αποτέλεσμα παγίδευσης και επίσης κατά πόσο λήφθηκε κατά παράβαση του συνταγματικού του δικαιώματος που προστατεύεται με το άρθρο 23 του Συντάγματος.

Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η εισήγηση του κ. Καλλή και αποτελούν μέρος των ευρημάτων μας δεν έχουν αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση εκείνο που εισηγείται ο κ. Καλλής είναι ότι συνιστούν παγίδευση.  Τα γεγονότα αυτά προσομοιάζουν με τα γεγονότα των υποθέσεων Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143 και Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171Στην παρούσα υπόθεση όπως και στις δύο πιο πάνω, ο λοχ. Παναγιώτου δεν έκανε οτιδήποτε το θετικό που να ισοδυναμεί με εξαπάτηση ή τέχνασμα προς τον κατηγορούμενο.  Το γεγονός και μόνο ότι φρόντισε να καθαρίσει το σταχτοδοχείο όταν ο κατηγορούμενος άρχισε να καπνίζει, δεν αποτελεί στοιχείο που να οδηγεί σε παγίδευση και στον αποκλεισμό της μαρτυρίας.  Θεωρούμε επίσης το γεγονός ότι ο λοχ. Παναγιώτου παρέλαβε το αποτσίγαρο από το σταχτοδοχείο αμέσως μετά την εναπόθεση του σ’ αυτό από τον κατηγορούμενο δεν επηρεάζει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος.  Η εναπόθεση στο σταχτοδοχείο υποδηλεί ξεκάθαρα ότι αυτός δεν είχε πρόθεση να διατηρήσει οποιοδήποτε δικαίωμα σ’ αυτό.  Συνεπώς η εισήγηση της υπεράσπισης δεν γίνεται δεκτή.»

Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και [*397]υποστηρίζεται από τη νομολογία που παραθέτει. Στην υπόθεση Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171 στη σελίδα 184 αναφέρονται τα εξής:-

«Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων, κάπνισε δύο τσιγάρα και άφησε τα αποτσίγαρα στο καθαρό σταχτοδοχείο από το οποίο οι αστυνομικοί τα παρέλαβαν στη συνέχεια.  Όπως ορθά παρατηρεί το δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση, το δικαίωμα του κατηγορουμένου που διασφαλίζεται από το άρθρο 15.1 του Συντάγματος για «ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή» δεν επεκτείνεται στα αποτσίγαρα των τσιγάρων που κάπνισε.  Αλλά και αν ακόμα είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, η εγκατάλειψή τους στο σταχτοδοχείο χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη πρόθεσης ότι τα διεκδικεί, λογικά θεωρείται ότι εγκατέλειψε κάθε δικαίωμα επί των εν λόγω αντικειμένων. Ο τρόπος με τον οποίον ενήργησαν οι αστυνομικοί κατά την παραλαβή των τεκμηρίων δεν ήταν νομικά επιλήψιμος.  Οι αστυνομικοί δεν έπραξαν οτιδήποτε που να συνιστά ταπεινωτική μεταχείριση του εφεσείοντα όπως έχει βασικά διαμορφώσει το παράπονό του ο εφεσείων ούτε βέβαια, συνιστά παραβίαση οποιουδήποτε άλλου συνταγματικού δικαιώματος.»

Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο Υπόμνημα 352,  Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51.  Ο λόγος αυτός της έφεσης αποτελεί παραλλαγή των πιο πάνω τριών λόγων που έχουν απορριφθεί.  Δεν είναι σαφής η ανάλυση που επιχειρήθηκε στο διάγραμμα.  Δεν αναφέρεται, ειδικά, πως επηρέασε τα δικαιώματα του εφεσείοντα η εφαρμογή ή η ερμηνεία της απόφασης στο Υπόμνημα 352.  Ο εφεσείων είχε εγείρει ένσταση στην παρουσίαση του τεκμηρίου γιατί, όπως ισχυρίζετο, υπήρξε παγίδευση του από την αστυνομία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση για τους λόγους που αναφέρει στο απόσπασμα της απόφασης του που παραθέσαμε πιο πάνω.

Ο όγδοος λόγος της έφεσης αναφέρεται και αυτός σε δίκαιη δίκη.  Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το λόγο έφεσης και την αιτιολογία του όπως αναγράφεται στην ειδοποίηση έφεσης:-

«ΟΓΔΟΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιας δίκης και ίσης μεταχείρισης από την κατηγορούσα αρχή κατά τρόπο που παραβιάστηκαν τα Συνταγ[*398]ματικά του δικαιώματα.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ:

Παρά το ότι από την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσαν μαρτυρία ότι η δεύτερη κατηγορούμενη προμήθευσε τον 1ον κατηγορούμενο με τα ναρκωτικά και ο δεύτερος κατηγορούμενος είχε σκοπό να τα προμηθεύσει στον εφεσείοντα απέσυραν όλες τις κατηγορίες εναντίον των πλην της κατηγορίας για κατοχή των ναρκωτικών, με βάση το άρθρο 28 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του Ν. 39/62 (ΕΣΑΔ).»

Παραπονείται δηλαδή ο εφεσείων ότι η απόσυρση κατηγοριών από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον των δύο συγκατηγορουμένων του (κατηγορίες εμπορίας ναρκωτικών) προσέβαλε, εάν ορθά έχουμε αντιληφθεί, την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αφού παρόμοιες κατηγορίες αντιμετώπιζε και ο ίδιος και δεν απεσύρθησαν.

Το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να αποσύρει κατηγορίες που διατυπώθησαν εναντίον ατόμου ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως επίσης και το δικαίωμα του να αναστέλλει την ποινική δίωξη ή να διακόπτει τη δίκη κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα.  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το δικαίωμα αυτό του Γενικού Εισαγγελέα δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο.  Δεν ελέγχεται, πολύ περισσότερο, για παραβίαση της αρχής της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος γιατί ούτε αναγνωρίζεται ούτε νοείται ισότητα στην παρανομία.  Ο λόγος αυτός είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.  Οι περαιτέρω ισχυρισμοί που προβάλλει ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο γραπτό διάγραμμα του, μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε γεγονότα πριν από την επιβολή ποινής στους συγκατηγορουμένους που επηρέαζαν τον εφεσείοντα, είναι εκτός της εμβέλειας του λόγου αυτού της έφεσης.  Προβάλλονται όμως οι ίδιοι ισχυρισμοί στο λόγο έφεσης 9.  Είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκδικάσει την υπόθεση του αφού προηγουμένως άκουσε γεγονότα κατά την επιβολή ποινής στους συγκατηγορουμένους του.  Έτσι, κατά τη συλλογιστική του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν επηρεασμένο έναντι του.  Εστιάζει δε, αποκλειστικά, ο εφεσείων την αναφορά σε κάποιο «Πάμπο» που λέχθηκε στα γεγονότα για την επιβολή ποινής στο συγκατηγορούμενο του.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα.  Η καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίστηκε απο[*399]κλειστικά στην ομολογία-κατάθεση του εφεσείοντα και την περιστατική μαρτυρία, ιδιαίτερα την ταύτιση του γενετικού του υλικού με το ανευρεθέν γενετικό υλικό στα περιτυλίγματα της κάνναβης και στο στερεοφωνικό.  Πέραν τούτου η θέση αυτή αντιφάσκει με όσα ο εφεσείων ισχυρίζεται στους λόγους έφεσης 12 και 14 όπως θα τους εξετάσουμε αργότερα.  Επίσης ο εφεσείων μέμφεται τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας και ιδιαίτερα ότι η μαρτυρία δεν είχε συνοχή.  Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη θέση αυτή.  Η μαρτυρία ήταν δεδομένη την οποία το Δικαστήριο αξιολόγησε.  Ο περαιτέρω ισχυρισμός ότι μια ερώτηση επετράπη να υποβληθεί στη δίκη εντός δικής και δεν επετράπη στην κυρίως δίκη, κρίνεται ανεδαφικός.  Άλλος είναι ο σκοπός της δίκης εντός δίκης και άλλος ο σκοπός της κυρίως δίκης.  Εν πάση περιπτώσει δεν έχει υποστηριχθεί πως επηρέασε τούτο τα δικαιώματα του εφεσείοντα, ούτε και εμείς έχουμε διαπιστώσει, μετά από εξέταση του θέματος, ότι επηρεάσθησαν οποιαδήποτε δικαιώματα του εφεσείοντα.

Κατά συνέπεια και ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Τέσσερις λόγοι έφεσης (5, 7, 11, 12) δεν είναι μόνο συναφείς αλλά πανομοιότυποι γιατί πραγματεύονται το ίδιο ακριβώς θέμα.  Προσβάλλουν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι απεδείχθη ότι ο εφεσείων είχε κατοχή των απαγορευμένων ουσιών, ότι αυτές τελούσαν υπό τον έλεγχο του και ότι τις εισήγαγε στην Κύπρο.

Τόσο στο διάγραμμα του δικηγόρου του εφεσείοντα όσο και ενώπιον μας, κατά την προφορική ακρόαση, το θέμα που θίγεται με αυτούς τους λόγους έφεσης δεν αναπτύσσεται επαρκώς.  Αναφέρεται απλά ότι δεν αποδείχθηκε η κατοχή και η εισαγωγή των απαγορευμένων ουσιών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στην απόφαση του:-

«Επανερχόμενοι τώρα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θα εξετάσουμε αν από την άφιξη του πακέτου στο αεροδρόμιο Λάρνακας και μετά, τα πράγματα διαφοροποιούνται.  Κατά τη γνώμη μας η απάντηση είναι αρνητική.  Το πακέτο προωθείται στη διεύθυνση που ο αποστολέας προσδιόρισε, τη σχετικότητα της οποίας αναλύσαμε κατά την εξέταση της 2ης κατηγορίας.  Επομένως, η DHL υλοποίησε τις οδηγίες του αποστολέα.  Δεν έγινε η παράδοση του και το πακέτο παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στα γραφεία της DHL Λεμεσού και για ένα διάστημα στα γραφεία της ΥΔΙΝ.  Μετά το εκδηλωθέν ενδιαφέρον της Μ. Αβρααμίδου για παράδοση του αντικειμένου επαναδραστηριο[*400]ποιείται η εμπλοκή της  DHL.  Το ερώτημα που αναφύεται είναι αν εξακολουθούσε ο κατηγορούμενος ως αποστολέας να έχει έλεγχο των ναρκωτικών μέχρι το σημείο που αυτό περιήλθε στη φυσική κατοχή της Μ. Αβρααμίδου η οποία όπως είναι παραδεκτό γεγονός το κατείχε για λογαριασμό τρίτου προσώπου (Μ. Γεωργίου) και ακολούθως περιήλθε στη φυσική κατοχή του Μ. Γεωργίου ο οποίος όπως είναι παραδεκτό συνεργάστηκε για την παράδοση του στον τελικό παραλήπτη.

Άμεση μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος προσκάλεσε την Μ. Αβρααμίδου να εμπλακεί στη διαδικασία δεν υπάρχει. Ούτε άμεση μαρτυρία υπάρχει από τον Μ. Γεωργίου, αφού κανένας από τους δύο τελικώς δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο για να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν. Υπάρχει όμως, όπως σημειώσαμε, περιστατική μαρτυρία.  Ο κατηγορούμενος παραδέχεται με την θεληματική του κατάθεση ότι ο ίδιος μετέβηκε στην Αθήνα και κανόνισε να έρθουν τα ναρκωτικά.  Είναι παράλληλα αποδεχτό ότι στο ίδιο το κιβώτιο προσδιοριζόταν η «Γεωργία Χαραλάμπους» ως το άτομο που θα έπρεπε να το παραλάβει. Το κιβώτιο μετά την παράδοση του στα γραφεία της DHL Αθηνών τοποθετήθηκε σε σάκο και ανοίχθηκε από υπάλληλο της DHL στο αεροδρόμιο Λάρνακας.  Ακολούθως το πακέτο αναζητήθηκε από την Μ. Αβρααμίδου η οποία ανέφερε ότι περίμενε ένα ράδιο από την Αθήνα με διεύθυνση αυτή που αναγραφόταν στο πακέτο, δίδοντας ταυτόχρονα όνομα Γεωργία Χαραλάμπους.

Στη συνέχεια εμφανίζεται ο κατηγορούμενος στο ραφτάδικο της μητέρας του Μ. Γεωργίου, που θα γινόταν η παράδοση των ναρκωτικών στον τελικό αποδέκτη.

Με αυτή την πλοκή των γεγονότων, την απουσία οποιασδήποτε εξήγησης από πλευράς του κατηγορουμένου και την καταφυγή του σε ψεύδη, όπως αναφέραμε και αναλύσαμε πιο πάνω, το μόνο λογικό συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε είναι πως ο κατηγορούμενος, που σύμφωνα με το εύρημα μας ήταν ο αποστολέας και γνώριζε αυτές τις λεπτομέρειες, ήταν το άτομο που ενεργοποίησε την διαφοροποίηση του τόπου παράδοσης του κιβωτίου και είχε τον έλεγχο της παράδοσης του στα δύο πρόσωπα που εμπλέκονται στην περαιτέρω διακίνηση του κιβωτίου προς τον τελικό αποδέκτη.

Συνακόλουθα με γνώμονα το πιο πάνω εύρημα μας, την γνώση του κατηγορούμενου ως προς το περιεχόμενο που πηγάζει από [*401]την ίδια του την κατάθεση, σε συνδυασμό με το αποδεχτό γεγονός ότι το περιεχόμενο ήταν ναρκωτικά, βρίσκουμε ότι για την περίοδο 22.11.2001, τα ναρκωτικά ήταν στην κατοχή του κατηγορούμενου.  Με αυτό το συμπέρασμα μας στοιχειοθετούνται οι κατηγορίες 3, 4 και 5.»

Το άρθρο 6(1)(2) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν. 29/77 όπως τροποποιήθηκε) καθιστά παράνομη την κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου.

Το δε άρθρο 2(3) προνοεί:-

«2(3).  Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παν πρόσωπον θεωρείται ως έχον εν τη κατοχή αυτού οιαδήποτε αντικείμενα τελούντα υπό τον έλεγχον αυτού καίτοι ταύτα ευρίσκονται υπό την φύλαξιν ετέρου προσώπου.»

Όπως αναφέρει και το Δικαστήριο η ύπαρξη και η διαπίστωση της κατοχής όπως και η πιστοποίηση της αναγκαίας γνώσης ως προς το περιεχόμενο, εξάγεται, πλειστάκις, από περιστατική μαρτυρία η οποία εξίσου οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα, κάποτε δε με μεγαλύτερη ασφάλεια.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κιβώτιο με τα ναρκωτικά εισήχθη στην Κύπρο στις 23.11.2001 για λογαριασμό του αποστολέα, δηλαδή του εφεσείοντα.  Το Δικαστήριο αναλύει σε επτά σελίδες της απόφασης του την περιστατική και άλλη μαρτυρία που αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο εφεσείων εισήγαγε τις παράνομες ναρκωτικές ουσίες.  Αναφέρεται συγκεκριμένα στην ομολογία-κατάθεση του εφεσείοντα, (βλέπε πιο πάνω) την ανεύρεση γενετικού υλικού του εφεσείοντα στην κολλητική ταινία με την οποία ήταν περιτυλιγμένα τα ναρκωτικά και στα δύο μεγάφωνα, η σημείωση που βρέθηκε στο πορτοφόλι του που ανέγραφε τον αριθμό τηλεφώνου του γραφείου εξυπηρέτησης της DHL Αθηνών, το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων μετέβηκε στην Αθήνα στις 20.11.2001 και επέστρεψε στις 22.11.2001, ημερομηνία παράδοσης του κιβωτίου στην DHL Αθηνών.  Περαιτέρω ότι αποστολέας εφέρετο ως ο Ανδρέας Χαραλάμπους και παραλήπτης η Γεωργία Χαραλάμπους με διεύθυνση την WHITE ARGES (sic), BLOCK J, Διαμ. 166.  Ο εφεσείων διέμενε στο WHITE ARCHES, BLOCK J, Διαμ. 157.

Το Δικαστήριο κατέληξε ως εξής στην απόφαση του:-

[*402]«Ο εντοπισμός του γενετικού υλικού του κατηγορούμενου στο εξωτερικό μέρος της κολλητικής ταινίας με την οποία ήταν περιτυλιγμένα τα ναρκωτικά, στο εσωτερικό μέρος του ενός από τα δύο μεγάφωνα του ραδιομαγνητοφώνου εντός του οποίου βρέθηκαν τα ναρκωτικά και στο εξωτερικό μέρος του άλλου μεγαφώνου, δεν μπορεί να οδηγήσει σε κανένα άλλο λογικό συμπέρασμα παρά ότι ο κατηγορούμενος ήρθε σε επαφή τόσο με τα κυλινδρικά σκευάσματα των ναρκωτικών όσο και με το ραδιομαγνητόφωνο εντός του οποίου συσκευάστηκαν τα ναρκωτικά προκειμένου να μεταφερθούν στην Κύπρο χωρίς να γίνουν αντιληπτά.  Αυτό σε συνδυασμό και με τη δήλωση που περιέχεται στην κατάθεση του Τεκμ. 32 ότι αυτός μετέβη στην Ελλάδα και «κανόνισε» τα ναρκωτικά να έρθουν στην Κύπρο, η παρουσία του στην Ελλάδα, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος είχε προσωπικά εμπλακεί στη διαδικασία συσκευασίας και απόκρυψης των ναρκωτικών με στόχο να μεταφερθούν στην Κύπρο και διατυπώνουμε σχετικό εύρημα. Περαιτέρω η καταφυγή του κατηγορούμενου σε ψεύδος αποτελεί επιπρόσθετο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εις βάρος του.  Ο κατηγορούμενος σε δύο περιπτώσεις, δηλαδή στις 20.12.2001 όταν συνελήφθηκε και στις 28.12.2001 στην ανακριτική του κατάθεση Τεκμ. 30, είπε ψέματα σε σχέση με το συγκεκριμένο χαρτοκιβώτιο, τα οποία βρίσκουμε ότι έγιναν ηθελημένα, σαφώς αφορούσαν ουσιώδες γεγονός και έγιναν με επίγνωση της ενοχής του κατηγορούμενου και ως αποτέλεσμα του φόβου του για την αλήθεια.  Το γεγονός ότι τα όσα ανέφερε στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις είναι ψέματα, αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία που συνίσταται στην επιστημονική μαρτυρία που παραθέσαμε πιο πάνω αλλά και στην θεληματική κατάθεση του ιδίου του κατηγορούμενου.

...............................................................................................................

...............................................................................................................

Επανερχόμενοι στο ερώτημα ποιος εισήγαγε τα ναρκωτικά έχουμε παραδεκτό γεγονός ότι η DHL ενεργεί ως αντιπρόσωπος του αποστολέα.  Με γνώμονα το εύρημα μας ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο αποστολέας προκύπτει ότι τα ναρκωτικά εισήχθηκαν από τον κατηγορούμενο.  Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος δεν έχει αποσείσει το βάρος ότι η εισαγωγή έγινε κάτω από συνθήκες που την καθιστούν νόμιμη με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 4 του Ν. 29/77.  Συνεπώς η 2η κατηγορία έχει τεκμηριωθεί.

Θα καταλήγαμε στο ίδιο αποτέλεσμα ακόμα και χωρίς εύρημα ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο αποστολέας εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στο [*403]οποίο επίσης στηρίζεται η 2η κατηγορία.»

Τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα και συνάδουν με τη μαρτυρία που αξιολόγησε ως αληθή.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εφεσείων ήταν τελικά ο εισαγωγέας των ναρκωτικών ουσιών.

Σχετικά με την κατοχή των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα, όπως και το Δικαστήριο αναφέρει, το άρθρο 2(3) του νόμου (βλέπε πιο πάνω) θεωρεί ότι υπάρχει κατοχή αντικειμένου, χωρίς να έχει κάποιος φυσική κατοχή, εάν βρίσκεται υπό τη φύλαξη τρίτου προσώπου.

Στην υπόθεση αυτή, όπως ορθά κατέληξε το Δικαστήριο, τα ναρκωτικά εισήχθησαν στην Κύπρο από τον εφεσείοντα.  Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα η DΗL ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του αποστολέα και όπως κατέληξε, ορθά, το Δικαστήριο ως αντιπρόσωπος του εφεσείοντα.  Στη συνέχεια το κιβώτιο παραδόθηκε στη Μαρίνα Αβρααμίδου που ενεργούσε εκ μέρους του Μιχάλη Γεωργίου στον οποίο η Αβρααμίδου το παρέδωσε.  Ο Μιχάλης Γεωργίου το κατείχε υπό τη φύλαξή του για λογαριασμό τρίτου προσώπου, το οποίο ήταν ο εφεσείων.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το κιβώτιο με τα ναρκωτικά σε όλη την περίοδο από την παράδοσή του για μεταφορά στη DHL στην Αθήνα μέχρι τη σύλληψη του εφεσείοντα τελούσε υπό τη φύλαξή του, είναι εύλογη κάτω από τη μαρτυρία που δέχθηκε ως ορθή.  Η περιστατική μαρτυρία είναι τόσο ισχυρή που σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε εξήγησης από τον εφεσείοντα, δεν επιτρέπει άλλο λογικό συμπέρασμα εκτός αυτό που κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή όπως εξηγήθηκε και αναλύθηκε στις αγγλικές υποθέσεις R. v. Blake 68 Cr.R. 1 και R. v. Pearston 69 Cr. App.R. 203.

Και οι πιο πάνω λόγοι έφεσης κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δέχθηκε ως θεληματική την κατάθεση του, Τεκμήριο 32, για ένα και μοναδικό λόγο.  Ότι ο εφεσείων παγιδεύτηκε από τον αστυνομικό Ξενοφώντος να δώσει κατάθεση και να προβεί σε ομολογία όταν του ανέφερε για το γενετικό υλικό του που βρέθηκε στην αυτοκόλλητη ταινία της συσκευασίας των ναρκωτικών καθώς και στα δύο μεγάφωνα.  Και τούτο γιατί ο γενετιστής Δρ. Καριόλου είπε στην κατάθεση του ότι γνωστοποίησε στην αστυ[*404]νομία τα αποτελέσματα την ημερομηνία που αναφέρεται στις γραπτές του εκθέσεις.

Η κατάθεση του εφεσείοντα, Τεκμήριο 32, δόθηκε στις 3.1.2002.  Ο Δρ. Καριόλου ανέφερε ότι περάτωσε την εξέταση και κατέληξε στα ευρήματα του στις 2.1.2002.  Δεν απέκλεισε δε την περίπτωση να είχε επικοινωνία με την αστυνομία, πριν από τη γραπτή του έκθεση, σχετικά με τα αποτελέσματα, πράγμα, που όπως ανέφερε, γινόταν συχνά.

Ο εφεσείων, φάνηκε να ήταν ενήμερος από το δικηγόρο του προτού ο αστυνομικός του αναφέρει για τα αποτελέσματα του Δρ. Καριόλου.  Και τούτο προκύπτει τόσο από την απάντηση του προς τον αστυνομικό όσο και από τη μαρτυρία του αστυνομικού μάρτυρα Λοχία Παναγιώτου που ανέφερε ότι ήταν ενήμερος από το δικηγόρο του.  Ο εφεσείων όταν ενημερώθηκε από τον αστυνομικό απάντησε:  «Τί να σου πω;  Εν να σου πω την αλήθεια, ήδη είπε μου το για το DNA και ο δικηγόρος μου.»

Το Δικαστήριο κατά τη δίκη εντός δίκης αξιολόγησε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ως αξιόπιστη και ορθή και με βάση αυτή κατέληξε στα συμπεράσματα του.  Η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου ήταν εύλογη και συνάδει με τη μαρτυρία.  Ο εφεσείων όχι μόνο δεν παγιδεύθηκε από τον αστυνομικό για να δώσει κατάθεση αλλά εγνώριζε το γεγονός της ταύτισης του γενετικού υλικού που ανευρέθη στο κιβώτιο με το δικό του από τον δικηγόρο του.

Με το δέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι «το Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάσισε ότι το Τελωνείο ενήργησε νόμιμα κατά το άνοιγμα του κιβωτίου για έλεγχο.»

Στη δήλωση των παραδεκτών γεγονότων που έγινε στο Δικαστήριο αναφέρεται ότι ο υπάλληλος της DHL, έθεσε, μεταξύ όλων των άλλων, το αναφερόμενο χαρτοκιβώτιο για φυσικό έλεγχο από το Τελωνείο, ως αντιπρόσωπος του αποστολέα στη βάση του περιεχομένου της μεταξύ τους σύμβασης μεταφοράς.  Το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου είναι ορθό. Υπήρξε συναίνεση και πρόκληση από τον αντιπρόσωπο του ιδιοκτήτη για να ελεγχθεί το κιβώτιο από το Τελωνείο.  Η συναίνεση αυτή που δόθηκε ήταν εντός των εξουσιών του αντιπροσώπου του ιδιοκτήτη, σύμφωνα με το μεταξύ τους συμβόλαιο μεταφοράς.  Η θέση του εφεσείοντα ότι έπρεπε να κληθεί ο ιδιοκτήτης προτού ανοιχθεί το κιβώτιο παραμένει μετέωρη και θεωρητική αφού ο ίδιος αρνείτο ότι ήταν ο αποστολέας.  Σύμφωνα με την υπόθεση Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186 κατά [*405]τη διερεύνηση μιας υπόθεσης η αστυνομία συγκεντρώνει αποδεικτικό υλικό χωρίς να έχει υποχρέωση να ειδοποιεί τον οποιοδήποτε ύποπτο.

Και ο λόγος αυτός ως ανεδαφικός, απορρίπτεται.

Με τους τελευταίους λόγους έφεση 13 και 14 ο εφεσείων θεωρεί ως λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι κατείχε τα ναρκωτικά με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα.

Με δεδομένο ότι ο εφεσείων κατείχε τα ναρκωτικά το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κατείχε με σκοπό να τα προμηθεύσει σε τρίτα πρόσωπα.  Αναφέρει τα εξής:-

«Ο κατηγορούμενος παραδέχεται ότι όχι μόνο διευθέτησε να έρθουν τα ναρκωτικά στην Κύπρο, αλλά το έκαμε με στόχο το οικονομικό όφελος.  Αυτό συνδυαζόμενο με την γνώση του κατηγορούμενου ως προς το περιεχόμενο και την ποσότητα των ναρκωτικών, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος επρόκειτο να εμπορευθεί τα ναρκωτικά (βλ. Τουμάζου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 63).»

Όπως τόνισε και το Δικαστήριο η ομολογία του εφεσείοντα ότι ο ίδιος απέστειλε από την Αθήνα τα ναρκωτικά για να επιλύσει τα οικονομικά του προβλήματα δεν αφήνει περιθώρια για οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα.  Επιπλέον η όλη περιστατική μαρτυρία, όπως την δέχθηκε το Δικαστήριο, ενισχύει την παραδοχή του εφεσείοντα.  Πέραν όμως της ομολογίας του εφεσείοντα για τη γνώση του για τη μεγάλη ποσότητα των ναρκωτικών (6.119,76 κιλά) και των οικονομικών προβλημάτων που ήθελε να επιλύσει, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι αφ’ εαυτής η μεγάλη ποσότητα μπορεί να αποδείξει την πρόθεση εμπορίας των ναρκωτικών. (Βλέπε Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 301).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο