(2006) 2 ΑΑΔ 435
[*435]20 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
FOAAD AL METHYED,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 139/2006)
Ποινή ― Οδήγηση αυτοκινήτου χωρίς άδεια οδηγού, χωρίς ασφάλεια υπέρ τρίτου και ενώ ήταν ακυρωμένη η εγγραφή του αυτοκινήτου ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης, η μεγαλύτερη των οποίων ήταν φυλάκιση δεκαπέντε μηνών ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.
Με την έφεση αυτή επικυρώθηκε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη δεκαπέντε μηνών, που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στις κατηγορίες οδήγησης αυτοκινήτου χωρίς άδεια οδηγού, χωρίς ασφάλεια υπέρ τρίτου, και ενώ ήταν ακυρωμένη η εγγραφή του αυτοκινήτου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λάβει δεόντως υπ’ όψιν τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος, αλλοδαπού παραμένοντος στην Κύπρο παράνομα, πριν καταλήξει στις επιβληθείσες ποινές.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Borisov v. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2004) 2 Α.Α.Δ. 204.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 6074/06), ημερομηνίας 21/6/06.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Α. Φράγκου, [*436]Ασκούμενη Δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.
Ex-tempore.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ανακόπηκε για έλεγχο τροχαίας και διαπιστώθηκε ότι οδηγούσε αυτοκίνητο χωρίς άδεια οδηγού, χωρίς ασφάλεια υπέρ τρίτου και ενώ ήταν ακυρωμένη η εγγραφή του αυτοκινήτου. Παράλληλα όμως διαπιστώθηκε πως είχε εισέλθει και παρέμενε παρανόμως στην Κυπριακή Δημοκρατία, μάλιστα ενώ είχε ήδη απελαθεί δύο φορές το 2003 και 2004 εφόσον ήταν απαγορευμένος μετανάστης, χωρίς να του είχαν τότε απαγγελθεί συναφείς κατηγορίες.
Προσάφθηκαν κατηγορίες εναντίον του σε σχέση με τα πιο πάνω, παραδέχθηκε ενοχή και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη δεκαπέντε μηνών. Άσκησε έφεση αυτοπροσώπως με το γενικό αιτιολογικό ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι υπερβολική. Μας δήλωσε πως ήθελε να προωθήσει την έφεση του προσωπικώς και ζήτησε την κατά το δυνατό μείωση της ποινής, όχι επισημαίνοντας οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση αλλά επικαλούμενος τις προσωπικές του περιστάσεις, ειδικά ότι διέπραξε τα αδικήματα εξ αιτίας των οικογενειακών προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζει. Πρόσθεσε πως αντιμετωπίζει και κάποια προβλήματα υγείας, τα οποία δεν εξειδίκευσε εν πάση περιπτώσει, και πως, αφού κατανόησε το σφάλμα του για το οποίο απολογείται, εφόσον απελαθεί, δεν θα ξαναεπιστρέψει πλέον στην Κύπρο.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και εισηγήθηκε πως δεν παρέχονται περιθώρια για παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τόνισε την ιδιαίτερη σοβαρότητα των αδικημάτων γενικά αλλά και με αναφορά στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και επικαλέστηκε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου με έμφαση στην Borisov ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2004) 2 Α.Α.Δ. 204 στην οποία, για παρόμοιας φύσης αδικήματα που διαπράχθηκαν κάτω από παρόμοιες συνθήκες, η ποινή των δεκαπέντε μηνών φυλάκισης που επιβλήθηκε χαρακτηρίστηκε ως επιεικής.
Εξετάσαμε όλα τα δεδομένα και, πράγματι, δεν διαπιστώνουμε λόγο που θα δικαιολογούσε παρέμβαση μας. Δεν εντοπίζεται σφάλμα στην αιτιολόγηση της απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο οποίο ανήκει πρωταρχικά η ευθύνη για την επιμέτρηση της ποινής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του προς κάθε σχετικό παράγοντα και, μάλιστα, ήταν με δική του πρωτοβουλία [*437]που ο εφεσείων μπόρεσε να αναφερθεί στις προσωπικές του περιστάσεις τις οποίες και σήμερα επικαλείται.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή όταν διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. Δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο και η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο