(2006) 2 ΑΑΔ 512
[*512]12 Δεκεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 67/2006)
ΜΑΝΟΣ ΤΕΒΛΕΤΙΑΝ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 68/2006)
ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 67/2006, 68/2006)
Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ― Κατά πόσο καθιστούν τη μαρτυρία τους στο Δικαστήριο εκ προοιμίου αναξιόπιστη ― Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.
Απόδειξη ― Συνεργοί ― Αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού ― Διενεργείται ενιαία ― Θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας εγείρεται μόνο εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος ― Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού, λόγω της συμμετοχής ή σύμπραξής του στο έγκλημα.
Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Μαρτυρία συνεργού ή μάρτυρα υπόπτων ελατηρίων ― Το Δικαστήριο ως θέμα πρακτικής, πρέπει να δί[*513]δει την κατάλληλη προειδοποίηση για την ανάγκη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας.
Απόδειξη ― Ψεύδη κατηγορουμένου ― Ψευδής άρνηση κατηγορουμένου για τη γνωριμία και τη σχέση του με συνεργό ― Ποία η σημασία της.
Οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στη Λάρνακα σε κατηγορίες συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, προμήθειας ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Α από άλλο πρόσωπο, κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Α και κατοχής του ιδίου φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλα πρόσωπα. Το φάρμακο συνίστατο σε 5.900 χάπια έκσταση.
Το Κακουργιοδικείο στήριξε την απόφασή του στη μαρτυρία του Μ.Κ.2 Νικόλα Ζαχαρίου. Η μαρτυρία του Μ.Κ.2 συνίστατο στην προφορική του κατάθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου και επίσης σε δύο προηγούμενες θεληματικές καταθέσεις του οι οποίες τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως τεκμήρια 25 και 26. Ο Μ.Κ.2 Ζαχαρίου ενέπλεξε τους εφεσείοντες, κατονομάζοντάς τους ως συμμετόχους του στα αδικήματα, από την πρώτη στιγμή που αποφάσισε να μιλήσει στην Αστυνομία. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε τη μαρτυρία αυτή του Μ.Κ.2 ως ουσιαστικό στοιχείο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 Ζαχαρίου ως απόλυτα αξιόπιστη και βρήκε ότι υπήρχε και ενισχυτική μαρτυρία που υποστήριζε τη μαρτυρία του, δεδομένου ότι αυτός ήταν συναυτουργός, του οποίου η μαρτυρία θα έπρεπε να κριθεί με την απαραίτητη καχυποψία. Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τους εφεσείοντες σε πολύχρονες ποινές φυλάκισης ενώ ο Μ.Κ.2 Ζαχαρίου καταδικάστηκε ενωρίτερα με δική του παραδοχή σε κατηγορίες κατοχής και εμπορίας ναρκωτικών (μεταξύ άλλων) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών, δηλαδή πολύ επιεικέστερη από εκείνη που επιβλήθηκε στους δύο εφεσείοντες.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η καταδίκη των εφεσειόντων. Οι λόγοι εφέσεως επικεντρώνονται ουσιαστικά στα ευρήματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Μ.Κ.2 από το Κακουργιοδικείο. Οι συνήγοροι των εφεσειόντων υποστήριξαν ότι ο Μ.Κ.2 περιέπεσε σε αντιφάσεις ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε σύγκριση με τις προηγούμενές του καταθέσεις (τεκμήρια 25 και 26), καθοδηγήθηκε λανθασμένα και προς το τι συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία αλλά και λανθασμένα θεώρησε την υποτιθέμενη ενισχυτική μαρτυρία ως διαδραματίζουσα ρόλο και στο κατά πόσο ήταν αξιόπιστη η μαρτυρία του Μ.Κ.2.
[*514]
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία του Μ.Κ.2 είναι άμεμπτα και δεν τεκμηριώθηκε οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο αυτά θα μπορούσαν να ανατραπούν.
2. Το τελικό κριτήριο για την αποτίμηση αντιφάσεων είναι η προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε και το Κακουργιοδικείο, ο Μ.Κ.2 ήταν απόλυτα σταθερός στη βασική θέση του αναφορικά με την εγκληματική δράση των εφεσειόντων, και τα ψεύδη στα οποία αρχικά κατέφυγε είχαν σκοπό να ελαφρύνουν τη δική του θέση. Στη συνέχεια όμως όταν η θέση του δεν θα μπορούσε να ελαφρυνθεί και μάλιστα αφού ο ίδιος παραδέχθηκε ενοχή και του επιβλήθηκε και ποινή, ο Μ.Κ.2 δεν είχε πλέον κανένα λόγο να καταφύγει στο ψεύδος και είπε όλη την αλήθεια στην προφορική του κατάθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
3. Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία σε σχέση με τη μαρτυρία του συναυτουργού Μ.Κ.2 Ζαχαρίου, είναι ορθή. Η μαρτυρία αυτή συνίστατο σε ψέματα των εφεσειόντων ως προς τη σχέση τους με τον Μ.Κ.2. Είναι θεμελιωμένο ότι ψευδής άρνηση ενός κατηγορούμενου για τη γνωριμία και τη σχέση του με συνεργό του μπορεί να αποτελέσει ενισχυτική μαρτυρία δεδομένου ότι πληρούνται τα θεμελιωμένα κριτήρια αναφορικά με το πότε ψέματα που λέγονται από ένα κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία εις βάρος του κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.
4. Η ενδεδειγμένη διαδικασία χειρισμού της μαρτυρίας συνενόχου ή μάρτυρα υπόπτων ελατηρίων είναι, κατ’ αρχήν, η αξιολόγηση της μαρτυρίας τέτοιου μάρτυρα συνολικά, στο πλαίσιο δηλαδή της όλης μαρτυρίας, και όχι απομονωμένα από την υπόλοιπη μαρτυρία. Αν εξεταζόμενη κατ’ αυτό τον τρόπο τέτοια μαρτυρία κριθεί ως αναξιόπιστη, η μαρτυρία απορρίπτεται χωρίς άλλο. Αν κριθεί ως αξιόπιστη, το Δικαστήριο στη συνέχεια προειδοποιεί τον εαυτό του για τον κίνδυνο καταδίκης κατηγορουμένου στη βάση μόνο μαρτυρίας συνενόχου ή μάρτυρα υπόπτων ελατηρίων. Αν αποφασίσει ότι είναι ασφαλές να καταδικάσει στη βάση μόνο τέτοιας μαρτυρίας, τότε μπορεί να το πράξει. Αν όμως κρίνει ότι δεν είναι ασφαλές να ενεργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο, τότε αναζητεί ενισχυτική μαρτυρία και αν βρει τέτοια μαρτυρία τότε καταδικάζει τον κατηγορούμενο, αν όμως δεν βρει τέτοια μαρτυρία τότε τον απαλλάσσει.
[*515]
5. Στην προκείμενη περίπτωση ο αποφασιστικός παράγων που οδήγησε το Κακουργιοδικείο στην τελική του κρίση σε σχέση με την αξιοπιστία του Μ.Κ.2, ήταν η εξαιρετικά θετική εντύπωση που αυτός έκαμε στο δικαστήριο.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,
Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260,
Nvoorwzefr v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 505,
Attorney-General of Hong Kong v. Wong Munk-ping [1987] 2 All E.R. 488,
Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,
Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 14.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 10095/05), ημερομηνίας 5.4.06 και 2.9.06.
Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 67/06.
Γ. Παπαϊωάννου με Α. Πηλείδου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 68/06.
Ηλ. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
[*516]
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αντιμετώπισαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδρίασε στη Λάρνακα κατηγορίες συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, προμήθειας ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Α από άλλο πρόσωπο, κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Α και κατοχής του ιδίου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα. Το φάρμακο συνίστατο σε 5.900 χάπια γνωστά ως έκσταση.
Το Κακουργιοδικείο βρήκε τους εφεσείοντες ένοχους σε όλες τις κατηγορίες και τους επέβαλε πολύχρονες ποινές φυλάκισης με τις οποίες όμως δεν θα ασχοληθούμε εκτενώς εφόσον οι εφέσεις εναντίον των ποινών αποσύρθηκαν. Εκείνο που θα μας απασχολήσει είναι η καταδίκη των εφεσειόντων.
Η πιο ουσιαστική μαρτυρία εναντίον των εφεσειόντων ήταν εκείνη του Μ.Κ. 2 Νικόλα Ζαχαρίου την οποία το Κακουργιοδικείο συζήτησε σε μεγάλη έκταση και την αξιολόγησε προσεκτικά. Η μαρτυρία του Μ.Κ. 2 συνίστατο στην προφορική του κατάθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου και επίσης σε δύο προηγούμενες θεληματικές καταθέσεις του οι οποίες τέθηκαν ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως τεκμήρια 25 και 26. Στην πρώτη κατάθεση του Μ.Κ. 2 (τεκμήριο 25, ημερ. 20.8.2005) ο μάρτυρας περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες περιήλθαν στην κατοχή του τα χάπια έκσταση, εμπλέκοντας ταυτόχρονα στην όλη υπόθεση και τους εφεσείοντες. Σύμφωνα με το τεκμήριο 25 οι εφεσείοντες πρότειναν στο Ζαχαρίου να μεταφέρει ο ίδιος τα προαναφερόμενα χάπια από την περιοχή Στροβιλιών, στη Λάρνακα και σε αντάλλαγμα οι εφεσείοντες θα του κατέβαλλαν συνολικό ποσό £1.500, £500 όταν θα μετέφερε ο Ζαχαρίου τα χάπια και το υπόλοιπο ποσό των £1.000 όταν οι εφεσείοντες θα τα πουλούσαν. Στη δεύτερη κατάθεση του Μ.Κ. 2 (τεκμήριο 26, ημερ. 30.8.2005) ο Ζαχαρίου τόνισε και πάλι ότι «όσον αφορά τα λεφτά για τα χάπια εγώ δεν είχα καμιά σχέση. Εγώ, όπως σας είπα, πήρα £500 στην αρχή και θα έπαιρνα ακόμα £1.000 μετά από λίγες μέρες.».
Η προφορική μαρτυρία του Μ.Κ. 2 Ζαχαρίου ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν πολύ εκτεταμένη. Σ’ αυτήν ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι μετά την απόφαση του να μεταφέρει τα προαναφερόμενα χάπια και να τα φυλάξει στο σπίτι του (κατόπιν εισηγήσεως των εφεσειόντων) ενεπλάκη και ο ίδιος στην εμπορία των συγκεκριμένων ναρκωτικών και η προηγούμενη συμφωνία των εφεσειόντων και του Ζαχαρίου για πληρωμή στο Ζαχαρίου του ποσού των £1.500 συνολικά, για τη μεταφορά των χαπιών ακυρώθηκε. Ανέ[*517]φερε συγκεκριμένα ο Ζαχαρίου ότι από τη στιγμή που διακινδύνευε ο ίδιος λόγω της φύλαξης των ναρκωτικών στο σπίτι του αποφάσισε και συμφώνησε με τους εφεσείοντες να πωλούν μαζί τα ναρκωτικά και να μοιράζονται και οι τρεις τους το κέρδος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναλύοντας πολύ προσεκτικά τη μαρτυρία του Ζαχαρίου, ιδιαίτερα κατά την αντεξέταση, σημείωσε ότι αρχικά αυτός επιχείρησε να δώσει στην Αστυνομία την όσο το δυνατόν ευνοϊκότερη εκδοχή για τον ίδιο περιορίζοντας δηλαδή τη δική του εμπλοκή, ενώ στη συνέχεια όταν ανευρέθησαν τόσα πολλά χάπια στο σπίτι του, απεφάσισε να αποκαλύψει τον πλήρη ρόλο του καθενός από τους τρεις εμπλεκομένους, δηλαδή του ιδίου και των δύο εφεσειόντων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 Ζαχαρίου ως απόλυτα αξιόπιστη και βρήκε ότι υπήρχε και ενισχυτική μαρτυρία που υποστήριζε τη μαρτυρία του, δεδομένου ότι αυτός ήταν συναυτουργός, του οποίου η μαρτυρία θα έπρεπε να κριθεί με την απαραίτητη καχυποψία. Το Κακουργιοδικείο, όπως αναφέραμε, καταδίκασε τους εφεσείοντες σε πολύχρονες ποινές φυλάκισης ενώ ο Μ.Κ. 2 Ζαχαρίου καταδικάστηκε ενωρίτερα με δική του παραδοχή σε κατηγορίες κατοχής και εμπορίας ναρκωτικών (μεταξύ άλλων) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών, δηλαδή πολύ επιεικέστερη από εκείνη που επιβλήθηκε στους δύο εφεσείοντες.
Οι λόγοι εφέσεως επικεντρώνονται ουσιαστικά στα ευρήματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2, από το Κακουργιοδικείο. Εισηγήθηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων ότι ο Μ.Κ. 2 ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας ή τουλάχιστον ότι θα έπρεπε να είχε δημιουργηθεί υποψία ως προς την αξιοπιστία του, στο πρωτόδικο δικαστήριο, και επομένως ότι η μαρτυρία του δεν θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή. Ουσιαστικά επικεντρώθηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων στις αντιφάσεις που παρατηρούνται στη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε σύγκριση με τις προηγούμενες καταθέσεις του (τεκμήρια 25 και 26). Επίσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων υπέβαλαν ότι το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε λανθασμένα και ως προς το τί συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία αλλά και λανθασμένα θεώρησε την υποτιθέμενη ενισχυτική μαρτυρία ως παράγοντα που διαδραμάτιζε ρόλο και στο κατά πόσο η μαρτυρία του Μ.Κ. 2 ήταν αξιόπιστη.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή την απόφαση του Κακουργιοδικείου και ιδιαίτερα στα σημεία που αναλύεται η μαρτυρία του Μ.Κ. 2, στα ευρήματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας αυτής, στην ενι[*518]σχυτική μαρτυρία την οποία βρήκε ότι υπάρχει το Κακουργιοδικείο και στο ρόλο που στο μυαλό του πρωτοδίκου δικαστηρίου διαδραμάτισε η ενισχυτική μαρτυρία σε σχέση με το εύρημά του πως η μαρτυρία του Μ.Κ. 2, ενώπιον του δικαστηρίου, ήταν καθόλα αξιόπιστη.
Θα πρέπει από την αρχή να πούμε πως η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι πολύ εμπεριστατωμένη και πολύ προσεκτικά διατυπωμένη. Θεωρούμε πως το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλους τους σχετικούς παράγοντες και καθοδηγήθηκε από τις ορθές νομικές αρχές και αυθεντίες. Δεν παραγνώρισε καμιά από τις αντιφάσεις στη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 και ιδιαίτερα τις διαφορετικές θέσεις που εξέφρασε ο Μ.Κ. 2 στη πρώτη του κατάθεση, στη δεύτερη του κατάθεση και αργότερα στην προφορική του μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου. Παρατήρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι όταν συνελήφθηκε αρχικά ο Μ.Κ. 2 έχοντας στο ταξί που οδηγούσε αριθμό χαπιών έκσταση προέβαλε τον ισχυρισμό ότι τα χάπια ανήκαν σε πελάτη του που τα είχε ξεχάσει εκεί. Συγκατάνευσε, στη συνέχεια, να ερευνηθεί το σπίτι του. Ο εντοπισμός ενός χαπιού έκσταση στο υπνοδωμάτιο του δεν ήταν αρκετός για να μεταβάλει τη θέση του ως προς τη μη ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ του και των ναρκωτικών. Μετά την ανεύρεση όμως, σε σύντομο χρόνο, μεγάλης ποσότητας χαπιών στην ταράτσα του σπιτιού του αποφάσισε να μιλήσει και κατονόμασε τους εφεσείοντες ως τους συνεργάτες του. Το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το αφύσικο ή το ύποπτο σ’ αυτήν την εξέλιξη των γεγονότων και θεώρησε πως ήταν απόλυτα κανοητή και φυσιολογική η αντίδραση του Μ.Κ. 2. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο πρόσθεσε πως το κάθε στάδιο της υπόθεσης αντικατοπτρίζει την απέλπιδα προσπάθεια του Μ.Κ. 2, να αποφύγει κατά το δυνατό, χειρότερες και πλέον επιβαρυντικές για τον ίδιο καταστάσεις. Ο εντοπισμός όμως της τεράστιας ποσότητας ναρκωτικών χαπιών στην ταράτσα της οικίας του, όπως το έθεσε το Κακουργιοδικείο, «θρυμμάτισε κάθε ελπίδα του να αποφύγει τα χειρότερα. Είχε πια εκλείψει κάθε περιθώριο διαφυγής του. Η απόφασή του να μιλήσει στην Αστυνομία και να ανατρέψει τις προηγούμενες θέσεις του, ήταν πλέον το φυσιολογικό αποτέλεσμα των δεδομένων που διαμορφώθηκαν κάτω από αυτές τις συνθήκες.”.
Ουσιαστικό στοιχείο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2 από το Κακουργιοδικείο θεωρήθηκε και το ότι ο Μ.Κ. 2 ανέπλεξε τους εφεσείοντες, κατονομάζοντας τους ως συμμετόχους του στα αδικήματα, από την πρώτη στιγμή που αποφάσισε να μιλήσει στην Αστυνομία. Η θέση του αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι τέλους. [*519]Εκείνο που διαφοροποιήθηκε στην όλη πορεία της παράθεσης των θέσεων του Μ.Κ. 2 Ζαχαρίου, είτε στην Αστυνομία είτε στο Δικαστήριο, ήταν η παροχή περαιτέρω λεπτομερειών ως προς την όλη συμμετοχή των εφεσειόντων και των γεγονότων που περιέβαλαν την, κατ’ ισχυρισμό, κοινή εγκληματική τους συμπεριφορά. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως σε κανένα στάδιο των αναφορών του Μ.Κ. 2 δεν εντοπίζονται αντιφατικές θέσεις τέτοιας μορφής που να κηλιδώνουν τον πυρήνα της βασικής θέσης του, περί εμπλοκής των εφεσειόντων στην όλη παράνομη συμπεριφορά. Οι αντιφάσεις που παρατηρήθηκαν σχετίζονταν με περιφερειακά μόνο θέματα και ουδόλως ήγειραν ερωτηματικά ως προς την αλήθεια της απόλυτα σταθερής θέσης του περί εμπλοκής των εφεσειόντων στην όλη παράνομη συμπεριφορά. Το Κακουργιοδικείο τόνισε πως προτού καταθέσει στο δικαστήριο ο Μ.Κ. 2 παρουσίαζε το ρόλο του ιδίου ως δευτερεύοντα, δηλαδή ως ρόλο απλού μεταφορέα των ναρκωτικών, έναντι συγκεκριμένης αμοιβής. Ενώπιον του δικαστηρίου όμως ο Μ.Κ. 2 έδωσε μια διαφορετική εικόνα και με κάθε λεπτομέρεια παρέθεσε και τη δική του σύμπραξη στη διακίνηση των ναρκωτικών. Όχι μόνον πωλούσε και ο ίδιος χάπια σε κάποιο δικό του πελάτη αλλά και διαχειριζόταν, κατόπιν συμφωνίας με τους εφεσείοντες, και τα οικονομικά οφέλη που απέφερε στους τρεις η όλη εγκληματική τους δραστηριότητα. Το Κακουργιοδικείο ορθά παρατήρησε πως στο αρχικό στάδιο ο Μ.Κ. 2 είχε κάθε λόγο να επιχειρήσει ελαχιστοποίηση της δικής του συμμετοχής ενώ αργότερα όταν ο μάρτυρας έδινε πλέον προφορικά στο δικαστήριο τη μαρτυρία του τα δεδομένα είχαν μεταβληθεί. Κάθε λόγος απόκρυψης και του παραμικρού στοιχείου είχε πια εκλείψει. Στο στάδιο εκείνο (της ακροαματικής διαδικασίας για τους δύο εφεσείοντες) ο Μ.Κ. 2 είχε ήδη καταδικαστεί με δική του παραδοχή σε κατηγορίες σοβαρής μορφής και του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 6 ετών. Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως η έντονη επιθυμία του Μ.Κ. 2, όταν κατέθετε ενώπιον του με κάθε λεπτομέρεια για την όλη δράση των τριών δραστών, ήταν να αποτινάξει από τους ώμους του κάθε κομμάτι του αμαρτωλού του παρελθόντος. Το Κακουργιοδικείο ακόμη δεν εντόπισε σοβαρές αντιφάσεις στην ίδια την προφορική μαρτυρία του Μ.Κ. 2, ενώπιόν του, παρά τη μακρά εξέτασή του και την πολύωρη αντεξέτασή του.
Δεν έχουμε οποιοδήποτε ενδοιασμό στο να συμφωνήσουμε απόλυτα με τις παρατηρήσεις του πρωτοδίκου δικαστηρίου, το οποίο πραγματικά εξονύχισε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 και δεν παρεγνώρισε οτιδήποτε το σχετικό. Τα συμπεράσματα του δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Μ.Κ. 2 είναι, κατά την κρίση μας, άμεμπτα και δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο αυτά θα μπο[*520]ρούσαν να ανατραπούν.
Ως προς το ζήτημα προηγούμενων αντιφατικών καταθέσεων ενός μάρτυρα και το κατά πόσο τέτοιες καταθέσεις καθιστούν τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού, εκ προοιμίου, αναξιόπιστη, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, στην οποία το προαναφερόμενο ερώτημα απαντήθηκε αρνητικά. Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στην υπόθεση Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510 όπου παρατηρήθηκε πως τα κριτήρια για την αποτίμηση αντιφάσεων σχετίζονται άμεσα με τους διαφαινόμενους λόγους που οδηγούν στην προβολή διϊστάμενων θέσεων και με την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδη ή ανακρίβιες, προς εξυπηρέτηση ιδίου συμφέροντος. Το τελικό κριτήριο είναι η προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε και το Κακουργιοδικείο, ο Μ.Κ. 2 ήταν απόλυτα σταθερός στη βασική θέση του αναφορικά με την εγκληματική δράση των εφεσειόντων, και τα ψεύδη στα οποία αρχικά κατέφυγε είχαν σκοπό να ελαφρύνουν τη δική του θέση. Στη συνέχεια όμως όταν η θέση του δεν θα μπορούσε να ελαφρυνθεί και μάλιστα αφού ο ίδιος παραδέχθηκε ενοχή και του επιβλήθηκε και ποινή, ο Μ.Κ. 2 δεν είχε πλέον κανένα λόγο να καταφύγει στο ψεύδος και είπε όλη την αλήθεια στην προφορική του κατάθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Το δεύτερο ουσιαστικό θέμα που ηγέρθη με την υπό εξέταση έφεση ήταν εκείνο της ενισχυτικής μαρτυρίας που το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι υπήρχε, και της συνάφειας της ενισχυτικής μαρτυρίας με το εύρημα αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2. Το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία σε σχέση με τη μαρτυρία του συναυτουργού Μ.Κ. 2 Ζαχαρίου. Η μαρτυρία αυτή συνίστατο σε ψέματα των εφεσειόντων ως προς τη μεταξύ τους και του Μ.Κ. 2 σχέση. Είναι θεμελιωμένο ότι ψευδής άρνηση ενός κατηγορούμενου για τη γνωριμία και τη σχέση του με συνεργό του μπορεί να αποτελέσει ενισχυτική μαρτυρία δεδομένου ότι πληρούνται τα θεμελιωμένα κριτήρια αναφορικά με το πότε ψέματα που λέγονται από ένα κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία εις βάρος του κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (Δέστε: Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, 268 και Nvoorwzefr ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 505, 512). Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο βρήκε, και συμφωνούμε με το εύρημα αυτό, ότι οι εφεσείοντες είχαν πει ψέματα αναφορικά με τη γνωριμία και την έκταση της σχέσης τους με τον Μ.Κ. 2 και ότι τα ψεύδη εκείνα συνι[*521]στούσαν ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2 εναντίον των εφεσειόντων, εφόσον τα σχετικά κριτήρια πληρούνταν. Εκείνο που ιδιαίτερα ξένισε τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των εφεσειόντων ήταν η αναφορά του Κακουργιοδικείου στο ότι μια μαρτυρία πρέπει να κρίνεται συνολικά, ως ενιαίο σύνολο, προτού το δικάζον δικαστήριο προχωρήσει σε τελική κρίση ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας συνεργού. Στην πραγματικότητα το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι είχε πάντα κατά νουν την πατροπαράδοτη προσέγγιση των δικαστηρίων να εξετάζεται σε πρώτο στάδιο η αξιοπιστία ενός μάρτυρα συνενόχου ή υπόπτου και στη συνέχεια να αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία μόνον όταν ο μάρτυρας συνένοχος ή ύποπτος κρίνεται, κατ’ αρχήν, ως αξιόπιστος. Στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι καθοδηγήθηκε επίσης και από την αγγλική απόφαση στην υπόθεση Attorney-General of Hong Kong v. Wong Munk-ping [1987] 2 All E.R. 488 η οποία υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Ρόπας (ανωτέρω) και πιο πρόσφατα στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 14. Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή των αυθεντιών, μια μαρτυρία πρέπει να κρίνεται συνολικά, ως ενιαίο σύνολο, προτού το εκδικάζον δικαστήριο προχωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συνεργού. Όπως τέθηκε στη Ρόπας (ανωτέρω) εγείρεται θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, μόνον εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού διενεργείται ενιαία. Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Μάρτυρας εμφανώς αναξιόπιστος δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης εφόσον ελλείπει το αντικείμενο της ενίσχυσης, δηλαδή το κατ’ αρχήν παραδεκτό της εκδοχής του. Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού, λόγω της συμμετοχής ή σύμπραξής του στο έγκλημα.
Μας φαίνεται ότι η ενδεδειγμένη διαδικασία χειρισμού της μαρτυρίας συνενόχου ή μάρτυρα υπόπτων ελατηρίων είναι, κατ’ αρχήν, η αξιολόγηση της μαρτυρίας τέτοιου μάρτυρα συνολικά, στο πλαίσιο δηλαδή της όλης μαρτυρίας, και όχι απομονωμένα από την υπόλοιπη μαρτυρία. Αν εξεταζόμενη κατ’ αυτό τον τρόπο τέτοια μαρτυρία κριθεί ως αναξιόπιστη, η μαρτυρία απορρίπτεται χωρίς άλλο. Αν κριθεί ως αξιόπιστη, το Δικαστήριο στη συνέχεια προειδοποιεί τον εαυτό του για τον κίνδυνο καταδίκης κατηγορουμένου στη βάση μόνο μαρτυρίας συνενόχου ή μάρτυρα υπόπτων ελατηρίων. Αν αποφασίσει ότι είναι ασφαλές να καταδικάσει στη βάση μόνο τέτοιας μαρτυρίας, τότε μπορεί να το πράξει. Αν όμως κρίνει ότι δεν είναι ασφαλές να ενεργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο, τότε ανα[*522]ζητεί ενισχυτική μαρτυρία και αν βρεί τέτοια μαρτυρία τότε καταδικάζει τον κατηγορούμενο, αν όμως δεν βρεί τέτοια μαρτυρία τότε τον απαλλάσσει.
Στην προκείμενη περίπτωση ουσιαστικά το πρωτόδικο δικαστήριο ενέταξε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 στο σύνολο της μαρτυρίας που πρόσφερε η Κατηγορούσα Αρχή, αναλύοντας τη σφαιρικά και σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, και έκρινε τον μάρτυρα ως απολύτως αξιόπιστο. Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο αναζήτησε και ενισχυτική μαρτυρία, την οποία βρήκε (ήταν τα δύο ψέματα που οι εφεσείοντες είπαν αναφορικά με τη σχέση τους με τον Μ.Κ. 2). Παρά την ύπαρξη και ενισχυτικής μαρτυρίας το Κακουργιοδικείο πρόσθεσε πως θα δεχόταν τη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 έστω και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, λόγω της ποιότητάς της. Θεώρησε όμως σκόπιμο, το Κακουργιοδικείο, να προσθέσει πως η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας δεν ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας, ούτε και επέδρασε συντριπτικά στην τελική του κρίση για την αξιοπιστία του Μ.Κ. 2. Ο αποφασιστικός παράγοντας που οδήγησε το Κακουργιοδικείο στην τελική του κρίση ήταν η εξαιρετικά θετική εντύπωση που ο Μ.Κ. 2 έκαμε στο δικαστήριο. Δεν παρατηρούμε οτιδήποτε το μεμπτό στις ενέργειες του Κακουργιοδικείου.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι οι εφέσεις είναι αβάσιμες και ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο