Rushdi Thai Al Salay ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 74

(2007) 2 ΑΑΔ 74

[*74]21 Φεβρουαρίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

THAI AL SALAY RUSHDI,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 43/2006)

 

Ποινή ? Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ? Εφεσείων, αλλοδαπός ηλικίας 23 ετών, λευκού ποινικού μητρώου, τραυματίστηκε και ο ίδιος κατά το δυστύχημα με αποτέλεσμα να υποφέρει από πονοκεφάλους και ζαλάδες ? Η οδήγησή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ακραία περίπτωση κακής οδήγησης ? Άθλιες οικονομικές συνθήκες ? Επιβολή ποινής φυλάκισης 2½ χρόνων ? Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Απόδειξη ? Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων σε υπόθεση πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ? Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων ? Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ? Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ? Λήψη δείγματος από το αίμα κατηγορουμένου ενώ αυτός βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, μετά από εμπλοκή του σε τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα, για εξέταση ύπαρξης αλκοόλ στο αίμα του ? Κατά πόσο παραβιάσθηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορουμένου.

Στις 6.25 μ.μ. της 31/10/2004, ο εφεσείων οδηγώντας αυτοκίνητο στην οδό Ελαιώνων στο Στρόβολο συγκρούστηκε μετωπικά με το μοτοποδήλατο του Φρέτερικ Ψυλλίδη με αποτέλεσμα ο Ψυλλίδης να τραυματιστεί σοβαρά και να απωλέσει τη ζωή του και ο εφεσείων και οι δύο συνεπιβάτες του να τραυματιστούν σοβαρά.

[*75]Εναντίον του εφεσείοντος απαγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, κατηγορίες για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς και για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Δεν παραδέχθηκε ενοχή και κατόπιν ακρόασης βρέθηκε ένοχος και στις δύο κατηγορίες και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ½ χρόνων στην πρώτη κατηγορία, ενώ στην άλλη, όπως και στις κατηγορίες για οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης και χωρίς ασφαλιστήριο υπέρ του τρίτου, τις οποίες παραδέχθηκε, δεν του επιβλήθηκε ποινή.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

1.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν στην πορεία του θύματος.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα και/ή εφάρμοσε εσφαλμένα κριτήρια για την αξιολόγηση και τελικά την απόρριψη της μαρτυρίας των δύο φίλων και συνεπιβατών του εφεσείοντος, οι οποίοι είχαν κληθεί ως μάρτυρες κατηγορίας.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε επαρκώς τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα αναπαράστασης τροχαίων ατυχημάτων της Αστυνομίας και/ή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ότι η μαρτυρία αυτή στηρίχθηκε σε υποθετικά και/ή σε λανθασμένα στοιχεία.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε την έκθεση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης αίματος του Γενικού Χημείου που έγινε για να διαπιστωθεί κατά πόσο το αίμα του εφεσείοντος περιείχε ποσότητα αλκοόλης.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε ότι η Αστυνομία εξασφάλισε νόμιμα το δείγμα αίματος του εφεσείοντος αν και χωρίς τη συγκατάθεσή του.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διαπίστωσε ότι η μεταφράστρια των καταθέσεων του εφεσείοντος, όπως και των καταθέσεων των δύο φίλων του, μετέφρασε ορθά τις καταθέσεις τους από τη μητρική τους γλώσσα.

7.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε διαφορετικά κριτήρια κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος από ότι της κατηγορούσας αρχής.

[*76]8.        Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Αστυνομία δεν βρήκε μαρτυρία σχετικά με την πορεία προπορευομένου οχήματος στην πορεία του εφεσείοντος.

9.  Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, είναι έκδηλα υπερβολική.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ουδείς εκ των λόγων έφεσης εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντος ευσταθούσε και την επικύρωσε. Σε σχέση με το θέμα της ποινής το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, ως είχαν τα γεγονότα, η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή του.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ.�Αρ. 26584/04), ημερομηνίας 27/2/06 και 28/2/06.

Δ. Κακουλλής, για τον Εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 6.25μ.μ. της 31.10.2004, ενώ ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο υπ’ αρ. NJ281 στην οδό Ελαιώνων, στο Στρόβολο, συγκρούστηκε μετωπικά με το μοτοποδήλατο υπ’ αρ. ΚΒΕ449, που οδηγούσε από την αντίθετη κατεύθυνση ο Φρέτερικ Ψυλλίδης, από το Στρόβολο. Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης, ο εφεσείων και άλλα δύο πρόσωπα, που ήταν μέσα στο αυτοκίνη[*77]το, ήτοι ο Chamindra Kumara και ο Dinesh Kurukulasuriya, τραυματίστηκαν σοβαρά και μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο. Το ίδιο και ο Φρέτερικ Ψυλλίδης ο οποίος, λίγο αργότερα, απεβίωσε.

Το δυστύχημα διερευνήθηκε από το Λοχία 3137 Κ. Φλώρο που κατέφθασε στη σκηνή στις 6.30μ.μ. μαζί με τον Αστυφύλακα 1144 Α. Ανδρέου. Ο Κ. Φλώρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, βρήκε το σημείο σύγκρουσης μεταξύ του αυτοκινήτου και του μοτοποδηλάτου στη βάση των ιχνών πλαγιολίσθησης που άφησε στη σκηνή το αυτοκίνητο. Πριν το σημείο σύγκρουσης εντόπισε ίχνη πλαγιολίσθησης του αυτοκινήτου, στην αντίθετη πορεία κυκλοφορίας, μήκους είκοσι μέτρων. Πριν τη σύγκρουση, μόνο ένας τροχός άφησε ίχνη πλαγιολίσθησης. Μετά το σημείο σύγκρουσης εντόπισε ίχνη πλαγιολίσθησης του δεξιού μπροστινού τροχού, δεξιού πισινού τροχού, αριστερού μπροστινού τροχού και αριστερού πισινού τροχού. Μετά, δηλαδή, τη σύγκρουση, άφησαν ίχνη πλαγιολίσθησης και οι τέσσερις τροχοί. Το συμπέρασμά του ήταν ότι, πριν τη σύγκρουση, το αυτοκίνητο δεν καθόταν και στους τέσσερις τροχούς ενώ, μετά τη σύγκρουση, έκατσε και στους τέσσερις. Τα ίχνη πλαγιολίσθησης των τεσσάρων τροχών απέδιδαν την ακριβή εικόνα της πορείας του αυτοκινήτου μετά το δυστύχημα. Κατέγραψε τα ευρήματά του το ίδιο βράδυ σε πρόχειρο σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 2). Αργότερα, ετοίμασε και σχεδιάγραμμα με κλίμακα (Τεκμήριο 3). Το ίδιο, επίσης, βράδυ, υπέδειξε τα ευρήματά του στον Α. Ανδρέου, ο οποίος και τα φωτογράφησε (Τεκμήριο 8). Αργότερα, πάντοτε το ίδιο βράδυ, παρέλαβε δείγμα αίματος του εφεσείοντος από το Νοσοκομείο και το μετέφερε στο Κρατικό Χημείο.

Εναντίον του εφεσείοντος απαγγέλθηκαν, μεταξύ άλλων, κατηγορίες για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς και για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης. Ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή και διεξήχθη ακρόαση. Τελικά, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού άκουσε την εκατέρωθεν μαρτυρία και επιχειρηματολογία, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και στις δύο κατηγορίες και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2½  χρόνων στην πρώτη κατηγορία, ενώ στην άλλη, όπως και στις κατηγορίες για οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης και χωρίς ασφαλιστήριο υπέρ τρίτου, τις οποίες παραδέχθηκε, δεν του επέβαλε ποινή.

Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δι[*78]καστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν στην πορεία του θύματος και εκτός της πορείας του εφεσείοντος. Και τούτο διότι το πρόχειρο σχεδιάγραμμα, Τεκμήριο 2, και το σχεδιάγραμμα με κλίμακα, Τεκμήριο 3, (τα οποία σχεδιάστηκαν και κατατέθηκαν από τον Κ. Φλώρο) παρουσίαζαν διάσταση ως προς το σημείο σύγκρουσης (Χ). Συγκεκριμένα, στο Τεκμήριο 2 παρουσιαζόταν το σημείο σύγκρουσης να απέχει 3.70 μέτρα από το πεζοδρόμιο, ενώ στο Τεκμήριο 3 το ίδιο σημείο παρουσιαζόταν να απέχει 2.20 μέτρα από το πεζοδρόμιο. Και τούτο παρά το γεγονός ότι ο Κ. Φλώρος, ενώ αρχικά ανέφερε ότι τα δύο τεκμήρια “είναι το ένα πιστό αντίγραφο του άλλου και ότι υπήρχε στο πρόχειρο υπήρχε και στο άλλο σχέδιο”, στη συνέχεια έδωσε τρεις εντελώς διαφορετικές εκδοχές, ήτοι (α) ότι στο Τεκμήριο 2 δεν φαίνεται η απόσταση της άκρης του δρόμου σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, (β) ότι η απόσταση 3.70 που φαίνεται στο ίδιο τεκμήριο είναι η απόσταση του σημείου σύγκρουσης σε σχέση με το πεζοδρόμιο και (γ) ότι η απόσταση 3.70 μέτρα που φαίνεται στο Τεκμήριο 2 είναι η απόσταση μεταξύ του σημείου σύγκρουσης και του σημείου που αρχίζουν τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης πριν τη σύγκρουση. Αυτή η αντιφατικότητα καθιστούσε, σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, τη μαρτυρία του Κ. Φλώρου αναξιόπιστη, με αποτέλεσμα η παρουσίαση του σημείου σύγκρουσης Χ στο σχεδιάγραμμα με κλίμακα, Τεκμήριο 3, ως απέχοντος από το πεζοδρόμιο μόνο 2.20 μέτρα, έτσι, δηλαδή, που αυτό να βρίσκεται στην πορεία του θύματος, να είναι εντελώς ακροσφαλής.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι η μαρτυρία του Κ. Φλώρου αναφορικά με τις μετρήσεις του στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα, Τεκμήριο 2, σε αντιπαραβολή με το σχεδιάγραμμα του επί κλίμακος, Τεκμήριο 3, είναι σε αρκετά σημεία ασαφής, και, εν πολλοίς, ανακόλουθη. Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε στο εύρημα ότι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν στην πορεία του θύματος στηριζόμενο στα σχεδιαγράμματα του Κ. Φλώρου. Στηρίχθηκε στις φωτογραφίες, Τεκμήριο 8, που λήφθηκαν τη νύκτα του δυστυχήματος (όπως αναφέρεται ρητά στο ευρετήριο του Τεκμηρίου 8 που υπογράφεται από το φωτογράφο-αστυφύλακα 1144 Α. Ανδρέου) στη βάση των υποδείξεων του Κ. Φλώρου. Από τις φωτογραφίες αυτές, ιδιαίτερα από τη φωτογραφία 7, αλλά και τις φωτογραφίες 8 και 9, προκύπτει με απόλυτη καθαρότητα ότι το σημάδι που περικλείεται από την κίτρινη μπογιά είναι το σημείο σύγκρουσης μεταξύ των δύο οχημάτων. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η φωτογραφία 7 απεικονίζει την πραγματικότητα, ήτοι ότι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν καθαρά στην πορεία του θύματος και όχι στο [*79]κέντρο του δρόμου όπως ήταν η θέση της υπεράσπισης. Είναι το ίδιο σημείο που παρουσιάζεται ως Χ στο Τεκμήριο 3 και απέχει 2.20 μέτρα από το πεζοδρόμιο.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα και ή εφάρμοσε εσφαλμένα κριτήρια για την αξιολόγηση και, τελικά, την απόρριψη της μαρτυρίας των δύο φίλων του εφεσείοντος, ήτοι των Chamindra Kumara και Dinesh Kurukulasuriya, οι οποίοι κλήθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας· και τούτο διότι η ευνοϊκή για τον εφεσείοντα μαρτυρία τους παρέμεινε σε διάφορα σημεία αναντίλεκτη, ιδιαίτερα όσον αφορούσε τον ισχυρισμό τους ότι κτυπήθηκαν από την Αστυνομία ενώ, ταυτόχρονα, η μαρτυρία τους συγκρουόταν, σε ουσιώδη σημεία, όπως π.χ. αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης, με την υπόλοιπη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής.

Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Έχουμε μελετήσει με προσοχή όλα τα σημεία τα οποία έθιξε ο δικηγόρος του εφεσείοντος. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβασή μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνουμε, απλώς, ότι, ανεξάρτητα του περιεχομένου ή του τρόπου της αντεξέτασης των μαρτύρων, το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε την ευχέρεια να απορρίψει συγκεκριμένη μαρτυρία, είτε εν μέρει, είτε στο σύνολό της.

Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε επαρκώς τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα αναπαράστασης τροχαίων ατυχημάτων της Αστυνομίας, ΜΚ4, Χάρη Ευριπίδη και ή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ότι η μαρτυρία αυτή στηρίχθηκε σε υποθετικά και ή σε λανθασμένα στοιχεία. Και τούτο διότι οι μετρήσεις και τα ευρήματα του εν λόγω εμπειρογνώμονα στηρίχθηκαν στο Τεκμήριο 3 που είναι αντίθετο, τουλάχιστον ως προς το σημείο σύγκρουσης Χ, με το Τεκμήριο 2, πράγμα που σημαίνει ότι εάν το σημείο σύγκρουσης δεν ήταν στο σημείο Χ στο Τεκμήριο 3, αλλά κάπου αλλού, ή σε άλλη απόσταση, τα ευρήματα του μάρτυρα θα ήταν, όπως επιβεβαίωσε και ο [*80]ίδιος, διαφορετικά.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Έχουμε ήδη αποφασίσει, στα πλαίσια του πρώτου λόγους έφεσης, ότι το σημείο σύγκρουσης Χ και η απόσταση 2.20 μέτρων, όπου το τοποθέτησε ο Κ. Φλώρος στο Τεκμήριο 3, αποδίδει την πραγματικότητα. Οι μετρήσεις, επομένως, του ΜΚ4, που στηρίχθηκαν στο Τεκμήριο 3, εύλογα κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ορθές, με αποτέλεσμα την κατάληξη στο εύρημα ότι η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντος ήταν 91χλμ την ώρα αντί 50χλμ την ώρα, που ήταν το επιτρεπτό όριο ταχύτητας.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι το Τεκμήριο 23, ήτοι η έκθεση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης αίματος του Γενικού Χημείου, ανάλυσης που έγινε για να διαπιστωθεί κατά πόσο το αίμα περιείχε ποσότητα αλκοόλης, αφορούσε το δείγμα αίματος που λήφθηκε από τον εφεσείοντα το βράδυ του δυστυχήματος για ιατρικούς σκοπούς. Και τούτο διότι το όνομα που αναγράφεται στο φιαλίδιο που περιείχε το αίμα που εξετάστηκε δεν είναι εκείνο του εφεσείοντος. Στο μπουκαλάκι αναγράφεται το όνομα Thalal Sallay, ενώ το όνομα του εφεσείοντος είναι Thai Al Sallay Rushdi.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Κατά τη διαδικασία η υπεράσπιση παραδέχθηκε ως γεγονότα (α) ότι το δείγμα αίματος λήφθηκε από τον εφεσείοντα κάτω από τις σωστές συνθήκες και (β) ότι η αλυσίδα κατοχής του δεν παρουσίαζε κενά, με την έννοια ότι το αίμα του εφεσείοντος παραλήφθηκε από τον Αστυφύλακα 2476 Σπ. Νικολάου ο οποίος το παρέδωσε στον Κ. Φλώρο, ο δε τελευταίος το παρέδωσε στην Δρα Μαρία Αυξεντίου την 1.11.2004 συσκευασμένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές. Σ’ αυτό το δείγμα δόθηκε εργαστηριακή ένδειξη 18853/04, τα δε αποτελέσματα των αναλύσεων περιέχονται στο Τεκμήριο 23. Εφόσον, επομένως, η αλυσίδα κατοχής δεν παρουσίαζε κανένα κενό, η δε έκθεση Τεκμήριο 23 περιείχε τα αποτελέσματα της εργαστηριακής ανάλυσης του αίματος που περιείχετο στο συγκεκριμένο φιαλίδιο, το γεγονός ότι στο φιαλίδιο δεν αναγραφόταν ορθά το όνομα του εφεσείοντος δεν ήταν, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, “αρκετό για να δημιουργήσει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι τα αποτελέσματα που αναφέρονται στο Τεκμήριο 23 αφορούν το ποσοστό αλκοόλης στο αίμα του κατηγορουμένου”.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η Αστυνομία εξασφάλισε νόμιμα το δείγ[*81]μα αίματος του εφεσείοντος αν και χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας κατά νου τη Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51,

“Στη δική μας περίπτωση το δείγμα αίματος λήφθηκε όταν ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και όπως προκύπτει από τα παραδεκτά γεγονότα για ιατρικούς λόγους. Η αστυνομία πήρε ένα δείγμα από το αίμα για να εξετάσει για αλκοόλη στο αίμα του κατηγορούμενου. Η αστυνομία δεν παραβίασε κανένα συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορούμενου και ούτε προέβη σε παρανομία αφού το δείγμα είχε ληφθεί από τους ιατρούς για άλλους λόγους. Η αστυνομία είχε δικαίωμα να κάνει χρήση αυτής της πραγματικής μαρτυρίας όπως θα έκανε χρήση οποιασδήποτε άλλης πραγματικής μαρτυρίας που εντόπιζε στη σκηνή του δυστυχήματος για να διερευνήσει τα αίτια του δυστυχήματος.”

Ο έκτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μεταφράστρια των καταθέσεων του εφεσείοντος, όπως και των καταθέσεων των δύο φίλων του, μετέφρασε ορθά τις καταθέσεις τους από τη μητρική τους γλώσσα, παρά το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του εφεσείοντος, όπως και των δύο φίλων του, διαφάνηκε ότι σε κάποια σημεία δεν έγινε απολύτως ορθή μετάφραση των καταθέσεων.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ζήτημα της ορθότητας της μετάφρασης των υπό συζήτηση καταθέσεων ήταν καθόλα ορθή και εύλογη. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Η Λέσλικα Ιακωβίδου είναι το πρόσωπο που βοήθησε την αστυνομία κατά τη λήψη των καταθέσεων. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι είχε τα προσόντα και την πείρα για να κάνει τις μεταφράσεις. Η διαδικασία που ακολουθούσε για να κάνει τη μετάφραση ήταν ορθή, δηλαδή η ΜΚ6 κατέγραφε την κατάθεση των ΜΚ2, ΜΚ3 και του κατηγορούμενου στη μητρική τους γλώσσα. Παράλληλα μετάφραζε αυτά που έγραφε στα ελληνικά και ο ΜΚ1 κατέγραφε αυτά που έλεγε η ΜΚ6 σε μετάφραση της κατάθεσης στα ελληνικά. Η μακρά αντεξέταση της ΜΚ6 έδειξε ότι η μετάφραση της ΜΚ6 είναι ορθή εκτός από μικρές λεκτικές διαφορές που οφείλονται στο γεγονός ότι η κάθε γλώσσα είναι διαφορετική και είναι αδύνατον να γίνει λέξη προς λέξη με[*82]τάφραση ενός κειμένου και να αποδοθεί ορθά στην άλλη γλώσσα το νόημα του κειμένου. Η ορθότητα της μετάφρασης επιβεβαιώνεται και από την Malkanthi Παπαγεωργίου η οποία εκτελούσε καθήκοντα διερμηνέα στο Δικαστήριο αφού οι καταθέσεις των ΜΚ2 και 3 υιοθετήθηκαν απ΄ αυτούς στη μητρική τους γλώσσα και η κα Παπαγεωργίου εκτελούσε καθήκοντα διερμηνέα στο Δικαστήριο.”

Ο έβδομος λόγος έφεσης είναι ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε διαφορετικά κριτήρια για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος απ’ ότι της κατηγορούσας αρχής. Και τούτο διότι, ενώ δεν έλαβε υπόψη τις σοβαρές αντιφάσεις των μαρτύρων κατηγορίας, έδωσε ιδιαίτερη σοβαρότητα σε “ανύπαρκτες και ή δευτερεύουσες και ή ασήμαντες αντιφάσεις της μαρτυρίας του κατηγορουμένου”.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε σε έκταση και με απόλυτη αντικειμενικότητα την εκατέρωθεν μαρτυρία και έδωσε καθόλα πειστικούς λόγους γιατί προτίμησε τη μια και γιατί απέρριψε την άλλη.

Ο όγδοος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Αστυνομία δεν βρήκε μαρτυρία σχετικά με την ύπαρξη προπορευομένου οχήματος στην πορεία του εφεσείοντος. Και τούτο διότι η Αστυνομία βρήκε τέτοια μαρτυρία. Ήταν η μαρτυρία του εκ των φίλων του εφεσείοντος Chamindra Kumara.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Αστυνομία δεν βρήκε μαρτυρία σχετικά με την ύπαρξη προπορευόμενου οχήματος στην πορεία του εφεσείοντος, αναφέρεται σε αξιόπιστη μαρτυρία και όχι στη μαρτυρία του Chamindra Kumara την οποία, για τους λόγους που εξήγησε, εύλογα απέρριψε ως αναξιόπιστη στο σύνολό της.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την ποινή φυλάκισης 2 ½ χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, η ποινή αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. Και τούτο διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν έλαβε επαρκώς και ή καθόλου υπόψη το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντος, που είναι μόλις 23 ετών, τις άθλιες οικονομικές συνθήκες τόσο του ίδιου όσο και της οικογένειάς του, το γεγονός ότι κατά την ακροαματική διαδικασία, διάρκειας 15 μηνών, ο εφεσείων δεν είχε κανένα απολύτως εισόδημα, με αποτέλεσμα να ζήσει εξαθλιωμένος επαιτώντας από τους [*83]φίλους του τα στοιχειώδη για να ζήσει, το συγκλονισμό που πρέπει να νιώθει για την απώλεια της ζωής ενός ανθρώπου, το γεγονός ότι τραυματίστηκε και ο ίδιος κατά το δυστύχημα με αποτέλεσμα να υποφέρει από πονοκεφάλους και ζαλάδες, το γεγονός ότι η παραμονή του στην Κύπρο θα οδηγήσει, πιθανότατα, στην πώληση της οικίας του στη χώρα του, και, τέλος, το λευκό ποινικό του μητρώο.

Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επαρκώς υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν στην περίπτωσή του. Προέβη, όμως, ταυτόχρονα, και στις ακόλουθες ορθές παρατηρήσεις:

“Έχουμε σοβαρό πρόβλημα στην Κύπρο με τα θανατηφόρα δυστυχήματα. Έχουμε καλούς δρόμους, έχουμε μικρό οδικό δίκτυο και παρόλα αυτά έχουμε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα με τα θανατηφόρα δυστυχήματα. Στις πλείστες περιπτώσεις τα δυστυχήματα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί και οφείλονται στον ανθρώπινο παράγοντα. Η δραματική αύξηση που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια στα θανατηφόρα δυστυχήματα οφείλεται σε εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας άλλων οδηγών ή πεζών και αδιαφορία σε σχέση με το γεγονός ότι το αυτοκίνητο είναι ένα επικίνδυνο αντικείμενο που μπορεί να επιφέρει θάνατο όταν βρίσκεται σε κίνηση. Αυτές οι κακές συνήθειες και αντιλήψεις μπορούν εν μέρει να διορθωθούν με την επιβολή αποτρεπτικού χαρακτήρα ποινής εκεί όπου η οδήγηση του παραβάτη είναι τέτοια που να δικαιολογεί τέτοια μεταχείριση.

...............................................................................................................

Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι στην παρούσα περίπτωση θα ήταν φανερό σε οποιονδήποτε που έχει ελάχιστες γνώσεις για την οδήγηση ότι αυτό που έκανε ο κατηγορούμενος είναι παράδειγμα προς αποφυγή. Η περίπτωση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ακραία περίπτωση κακής οδήγησης.”

Ως είχαν τα γεγονότα, η ποινή φυλάκισης 2 ½ χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο