(2007) 2 ΑΑΔ 100
[*100]22 Φεβρουαρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7858, 7860)
Ποινή ? Βιασμός ? Εφεσείων, νεαράς ηλικίας, ήλθε σε σεξουαλική επαφή μέσα στο αυτοκίνητό του με αλλοδαπή γυναίκα παρά τη θέλησή της, χρησιμοποιώντας την πρόφαση ότι ήταν αστυνομικός και θα τη μετέφερε στο Αστυνομικό Τμήμα για έλεγχο ? Λευκό ποινικό μητρώο ? Προσωπικές περιστάσεις και ιδιαίτερα προβλήματα όπως φαίνονται στην Έκθεση Κοινωνικής Έρευνας ? Απουσία προσχεδιασμού ? Μικρή διάρκεια επεισοδίου ? Περιορισμένη βία ? Απουσία πρόκλησης σωματικής βλάβης και ψυχικών προβλημάτων ? Συνθήκες μάλλον επιπολαιότητας και νεανικού αυθορμητισμού ? Επιβολή ποινής φυλάκισης 6 ετών ? Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Απόδειξη ? Ενισχυτική μαρτυρία ? Σεξουαλικά αδικήματα ? Βιασμός ? Πρώτο παράπονο ? Αποτέλεσε αποδεκτή μαρτυρία, η οποία μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία της παραπονούμενης και των θεληματικών ομολογιών του δράστη, οδήγησε σε στοιχειοθέτηση της σχετικής κατηγορίας.
Απόδειξη ? Αξιολόγηση μαρτυρίας ? Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση βιασμού, απαγωγής, απειλής βιαιοπραγίας και οπλοφορίας προς διέγερση τρόμου ? Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου.
Απόδειξη ? Μάρτυρες ? Επανακλήτευση μαρτύρων ? Κατά πόσο έπρεπε να διαταχθεί επανακλήτευση μαρτύρων σε υπόθεση διάπραξης σεξουαλικού αδικήματος.
[*101]Δικαιώματα κατηγορούμενου ? Δίκαιη δίκη ? Κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμα κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη λόγω του ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης δόθηκε κεκλεισμένων των θυρών σε υπόθεση βιασμού.
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαδραματίστηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες της 23/9/03 όταν η παραπονούμενη κατευθυνόμενη προς το διαμέρισμά της, περπατούσε μόνη στον παραλιακό δρόμο της Λεμεσού, αφού είχε σχολάσει από την εργασία της σε Internet café και συνάντησε τον εφεσείοντα ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητό του σε εκείνο το δρόμο. Σύμφωνα με την εκδοχή της παραπονούμενης, ο εφεσείων σταμάτησε κοντά της, της είπε ότι ήταν αστυνομικός, της έδειξε «στα γρήγορα» μια ταυτότητα και της ζήτησε να εισέλθει στο αυτοκίνητό του ώστε να μεταβούν για έλεγχο στο Αστυνομικό Τμήμα. Αυτή συμμορφώθηκε, γρήγορα όμως αντιλήφθηκε πως ο εφεσείων κατευθυνόταν αλλού. Οι διαμαρτυρίες της δεν είχαν καμιά απήχηση στον εφεσείοντα. Όταν ο εφεσείων έφτασε σε κάποιο οικόπεδο, αφού την εκφόβισε με μεταλλικό αντικείμενο ότι θα την σκοτώσει αν συνέχιζε να φωνάζει, τη βίασε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Όταν τελείωσε, την απείλησε δύο φορές πως θα την σκότωνε αν ανέφερε σε άλλους οτιδήποτε από όσα συνέβησαν και την άφησε να φύγει έξω από την πολυκατοικία στην οποία διέμενε με το σύζυγό της. Η παραπονούμενη αμέσως μετά την είσοδό της στο σπίτι, κλαίγοντας και σε κατάσταση υστερίας αφηγήθηκε στο σύζυγο της όσα συνέβησαν. Κατάγγειλε την υπόθεση στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λεμεσού περί την 9.00 π.μ.
Ο εφεσείων ομολόγησε το έγκλημα του στις 18.45 της 23/9/2003 στον ανακριτή της υπόθεσης Σ. Σολωμού και στο συνάδελφο του στο ΤΑΕ Χ. Χαραλάμπους, δηλώνοντας ότι «εγώ το έκαμα, ήμουν πιωμένος». Μετά προέβη σε γραπτή κατάθεσ? ομολογώντας τη διάπραξη του βιασμού. Ακολούθησαν και άλλες ενοχοποιητικές δηλώσεις του εφεσείοντος, ως ακολούθως: Με τη γραπτή συγκατάθεσή του για έρευνα του αυτοκινήτου του παραλήφθηκαν ένα κατσαβίδι που βρισκόταν στη θήκη της πόρτας του οδηγού, μια άδεια οδηγού στο όνομα του εφεσείοντος και ένα ρολό αποχωρητηρίου. Όπως και προηγουμένως του επιστήθηκε η προσοχή και απάντησε: «εν τούτο που χρησιμοποίησα και έδειξα της κοπέλας που γάμησα».
Μετά τη σύλληψή του με δικαστικό ένταλμα σύλληψης, έδωσε στο Αστυνομικό Τμήμα την ακόλουθη απάντηση: «Παραδέχομαι έκαμα το είχα τα ποτά μου».
Το ίδιο βράδυ, στις 21.00, ο εφεσείων προτίμησε αντί αναγνωριστικής παράταξης να αφεθεί η παραπονούμενη να τον δει και όταν [*102]εκείνη είπε «αυτός είναι», μετά από προειδοποίηση, απάντησε «απολογούμαι». Ενώ και στις 21.45, όταν δυνάμει δικαστικού εντάλματος πραγματοποιήθηκε έρευνα στο σπίτι του, κατά την παραλαβή εσωρούχου του δήλωσε, «εφορούσα το εψές τζιαι έβαλα το να πλυθεί».
Η κατηγορούσα αρχή ζήτησε όπως αποκλεισθεί το κοινό από ολόκληρη τη διαδικασία. Η υπεράσπιση υπέβαλε ένσταση ενόψει του ότι τόσο η παραπονούμενη όσο και ο εφεσείων ήταν ενήλικες. Το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως μαρτυρήσει κεκλεισμένων των θυρών μόνο η παραπονούμενη.
Κατά τη διάρκεια της δίκης ο εφεσείων αρνήθηκε ότι προέβη στην πρώτη ενοχοποιητική προφορική δήλωση και στην ομολογία όπως την περιέχει η γραπτή κατάθεση που υπέγραψε. Προέβαλε την εκδοχή ότι η παραπονούμενη του πρότεινε να κάμουν παρέα, εκείνη όταν μπήκε στο αυτοκίνητό του άρχισε να τον χαϊδεύει λέγοντας του ότι είναι φτωχή, ότι έχει μωρό και χρειάζεται χρήματα. Και επειδή αυτός δεν της έδωσε χρήματα μετά τη σεξουαλική επαφή που είχαν, κατασκεύασε την όλη ιστορία για να τον εκδικηθεί.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες για βιασμό, απαγωγή, απειλή βιαιοπραγίας και οπλοφορία προς διέγερση τρόμου. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών στην κατηγορία για βιασμό ενώ στις άλλες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε ποινή. Με ξεχωριστές εφέσεις, που ακούστηκαν μαζί, προσβάλλεται η καταδίκη και η ποινή.
Έφεση εναντίον καταδίκης.
Λόγοι έφεσης:
1. Η δίκη δεν ήταν δίκαιη αφού η μαρτυρία της παραπονούμενης δόθηκε κεκλεισμένων των θυρών.
2. Το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να δώσει πίστη στην εκδοχή της παραπονούμενης και των μελών της αστυνομικής δύναμης, έναντι των οποίων βρισκόταν η αξιόπιστη ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντος.
3. Η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου για μη επανακλήτευση μαρτύρων, είναι εσφαλμένη.
∞ÔÊ·Û›ÛÙËÎÂ fiÙÈ:
1. Το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρω[*103]παϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με το Ν. 39/62, κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δημόσια ακροαματική διαδικασία, ως μέρος της έννοιας της δίκαιης δίκης. Όμως το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο και ασκείται με φειδώ και υπό όρους που προβλέπονται στο Άρθρο 30(2) και στο ουσιαστικά ταυτόσημο Άρθρο 6(1) της Σύμβασης.
Το Κακουργιοδικείο δεν έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας στην εξεταζόμενη υπόθεση.
2. Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης εντός δίκης, και, στην ολότητά της, στο τέλος. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως η παραπονούμενη και οι άλλοι μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή είπαν την αλήθεια και πως ψεύτικη ήταν η εκδοχή του εφεσείοντος. Σε αυτή τη βάση και θεωρώντας πως από τη μαρτυρία της παραπονούμενης αυτοτελώς αλλά και ενόψει του πρώτου παραπόνου στο οποίο προέβη και των θεληματικών, όπως έκρινε, ομολογιών του εφεσείοντος, στοιχειοθετούνταν όλα τα συστατικά των κατηγοριών.
3. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου για μη επανακλήτευση μαρτύρων ως προς τα θέματα που εξειδικεύθηκαν από πλευράς του εφεσείοντος είναι πλήρως αιτιολογημένη και εξηγεί γιατί αυτά θα μπορούσαν να είχαν αναδειχθεί προηγουμένως ώστε να μην ήταν ενδεδειγμένο, στο προχωρημένο εκείνο στάδιο της δίκης, να προχωρήσει το Κακουργιοδικείο στην προταθείσα παλινδρόμηση.
4. Όσα συζητήθηκαν αναφορικά με τα κίνητρα της παραπονούμενης στηρίχθηκαν και αυτά σε υποθέσεις ώστε τα θέματα που συναρτήθηκαν προς αυτά να στερούνται υπόβαθρου από μαρτυρία που θα τα αναδείκνυε ως σχετικά προς την υπόθεση.
5. Το Κακουργιοδικείο τόνισε την προσοχή με την οποία προσέγγισε κάθε πτυχή της υπόθεσης, με αναφορά στις θεμελιωμένες αρχές κάτω από τις οποίες προσεγγίζεται η μαρτυρία σε σεξουαλικής φύσης αδίκημα. Στη βάση της μαρτυρίας, όπως αξιολογήθηκε από το Κακουργιοδικείο, δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο εφεσείων ήταν ένοχος.
Έφεση εναντίον ποινής.
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην επιμέτρηση της ποινής αφού συνυπολόγισε όλα τα δεδομένα. Δεν διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ούτε και μπορεί να θεωρηθεί πως ενόψει του συνόλου των δεδομένων η ποινή για το διαπραχθέν αδίκημα, για το οποίο ο νόμος προβλέπει [*104]ισόβια φυλάκιση, ήταν εκτός πλαισίου ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Theodorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 245,
In Re S (FC) (a child) [2004] UKHL 47,
Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259,
Γιάγκου (Μόγγολου) ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67,
Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489,
Billam a.o. [1986] 8 Cr. App. R. (S). 48.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθ.�Αρ. 14886/03), ημερομηνίας 19/10/04.
Μιχ. Κυπριανού με Ε. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες για βιασμό, απαγωγή, απειλή βιαιοπραγίας και οπλοφορία προς διέγερση τρόμου. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών στην κατηγορία για βιασμό ενώ στις άλλες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε ποινή. Με ξεχωριστές εφέσεις, που ακούστηκαν μαζί, προσβάλλεται η καταδίκη και η ποινή.
[*105]Ερείσματα της καταδίκης ήταν η μαρτυρία της παραπονούμενης σε συνάρτηση προς όσα ταξινομήθηκαν ως πρώτο παράπονό της. Ταυτόχρονα, οι ομολογίες του εφεσείοντα σε σειρά καταθέσεών του και δηλώσεών του, πριν τη δίκη. Ήταν η κεντρική θέση τού εφεσείοντα πως ήταν με τη θέληση της παραπονούμενης που είχαν σεξουαλική επαφή και, σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο, με αναζητήσεις σε πτυχές της ιδιωτικής της ζωής, πρότεινε κίνητρά της για εκ του μη όντως κατασκευή των ισχυρισμών της για βιασμό και τα άλλα. Ενώ, παράλληλα, επίσης αποδίδοντας κίνητρα και στα μέλη της αστυνομικής δύναμης που συμμετέσχαν στη διερεύνηση της υπόθεσης, αμφισβήτησε τις ομολογίες του.
Οι λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης είναι εκτεταμένοι. Κατ’ αρχάς αφορούν στο γεγονός της λήψης της μαρτυρίας της παραπονούμενης κεκλεισμένων των θυρών. Κατά τα άλλα, καλύπτουν σειρά λεπτομερειών με τη γενική εισήγηση πως δεν έπρεπε να αποδοθεί πίστη στην εκδοχή της παραπονούμενης και των μελών της αστυνομικής δύναμης, έναντι των οποίων βρισκόταν η δική του, αξιόπιστη, όπως εισηγείται, ένορκη μαρτυρία. Επίσης επεκτείνεται σε παράπονα αναφορικά με δικονομικούς χειρισμούς, τον αποκλεισμό ορισμένης μαρτυρίας και την αποτίμηση άλλης μαρτυρίας που προσήγαγε η υπεράσπιση. Ως προς την ποινή, για λόγους που εξειδικεύθηκαν, υποστηρίζεται πως είναι έκδηλα υπερβολική.
Θα μας απασχολήσει, ως πρώτο θέμα, η εισήγηση πως η δίκη δεν ήταν δίκαιη αφού η μαρτυρία της παραπονούμενης δόθηκε κεκλεισμένων των θυρών. Το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής ήταν να αποκλειστεί το κοινό από ολόκληρη τη διαδικασία. Έρεισμά του ήταν η φύση του αδικήματος του βιασμού σε συνάρτηση προς τα γεγονότα της κατ’ ισχυρισμόν διάπραξής του αλλά και ευρύτερα προς προστασία της ιδιωτικής ζωής και της υπόληψης της παραπονούμενης, ως του κατ’ ισχυρισμόν θύματος. Η αντίθετη άποψη της υπεράσπισης θεμελιώθηκε στην ηλικία της παραπονούμενης αλλά και εκείνης του εφεσείοντα. Ήταν ενήλικες. Η παραπονούμενη 35 ετών που, μάλιστα, όπως τέθηκε, «εργάζεται τα βράδια».
Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ειδικά από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Petros Theodorou ν. The Police (1971) 2 C.L.R. 245. H υπόθεση εκείνη αφορούσε σε κατηγορία για άσεμνη επίθεση και κρίθηκε πως το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά άσκησε τη διακριτική του εξουσία με διαταγή για λήψη της μαρτυρίας της δεκατετράχρονης παραπονούμενης κεκλεισμένων των θυ[*106]ρών, προς προστασία του συμφέροντός της. Δεν ενέκρινε, λοιπόν, το Κακουργιοδικείο το αίτημα όπως υποβλήθηκε. Με αναφορά στη φύση της κατηγορίας, την ηλικία της παραπονούμενης και του κατηγορούμενου και τις αρχές που θα έπρεπε να συγκερασθούν, έκρινε πως η παραπονούμενη θα προστατευόταν επαρκώς αν αποκλειόταν το κοινό μόνο κατά τη διάρκεια της δικής της μαρτυρίας.
Ο εφεσείων θεωρεί πως το αίτημα θα έπρεπε να είχε απορριφθεί στην ολότητά του. Επικαλείται την αγγλική νομολογία που αναφέρεται στην υπόθεση Theodorou (ανωτέρω) και θα σημειώναμε συναφώς και την πρόσφατη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Ιn Re S (FC) (a child) [2004] UKHL 47. To επίδικο ζήτημα εκεί ήταν διαφορετικό αλλά στο πλαίσιο της ανάλυσης εξηγήθηκε πως, πλέον, ενόψει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, παρέλκει η συζήτηση υπό το πρίσμα της συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου. Όσο και αν η προηγούμενη αγγλική νομολογία, όπως μπορούσε να διαπιστωθεί, ήταν αξιοσημείωτα όμοια με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε σχέση με την τελική στάθμιση (ultimate balancing exercise), όπως χαρακτηρίστηκε, αναφορικά με το πρακτέο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με αναφορά, για τις ανάγκες της υπόθεσης εκείνης, και στους περιορισμούς που επιβάλλει το άρθρο 1 της Sexual Offences (Amendment) Act (1992), σε σχέση με τη διατήρηση της ανωνυμίας θυμάτων σεξουαλικών αδικημάτων. Περαιτέρω, ο εφεσείων επικαλείται αποσπάσματα από τα συγγράμματα των Βen Emerson και Andrew Αshworth - Human Rights and Criminal Justice σελ. 400 και Richard Clayton and Hugh Tomlinson - The Law of Human Rights, (reprint) 2000, 583, όλα σε σχέση με το αναμφισβητήτως θεμελιώδες του δικαιώματος σε δημόσια δίκη και όχι σε σχέση με κάποια νομολογία αναφορικά με χειρισμό από δικαστήριο σε προσομοιάζουσα περίπτωση. Ως προς την υπόθεση Theodorou (ανωτέρω), εισηγήθηκε την ηλικία της παραπονούμενης ως διαφοροποιητικό στοιχείο. Επισημαίνοντας και την εν τέλει αναποτελεσματικότητα του εγχειρήματος ενόψει των δημοσίως λεχθέντων στο πλαίσιο της υπόλοιπης δίκης. Η εφεσίβλητη υποστήριξε τον πρωτόδικο χειρισμό με τη γενική εισήγηση πως ήταν ορθά που ασκήθηκε η διακριτική εξουσία του Κακουργιοδικείου.
Το δικαίωμα σε δημόσια ακροαματική διαδικασία, ως μέρος της έννοιας της δίκαιης δίκης, είναι κατοχυρωμένο από το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και, βεβαίως, από το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 39/62. Δεν είναι, όμως, απόλυτο και επιδέχεται περιο[*107]ρισμό. Με φειδώ και υπό όρους που προβλέπονται.
Κατά το Άρθρο 30(2)
«….οσάκις απαιτή τούτο το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή των δημοσίων ηθών ή το συμφέρον των ανηλίκων ή η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή υπό ειδικάς συνθήκας, καθ’ ας κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η δημοσιότης θα ηδύνατο να επηρεάση δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης».
Και κατά το ουσιαστικά ταυτόσημο άρθρο 6(1) της Σύμβασης
«…in the interests of morals, public order or national security in a democratic society, where the interests of juveniles or the protection of the private life of the parties so require, or to the extent strictly necessary in the opinion of the court in special circumstances where publicity would prejudice the interests of justice».
Το Κακουργιοδικείο διαμόρφωσε την κρίση του εν γνώσει των ουσιωδών δεδομένων. Τα στάθμισε και οι παράγοντες που μέτρησαν εντάσσονται θεματικά στις δυνατότητες που παρέχονται. Θεωρούμε πως δεν έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας και δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε πως, για το λόγο που προσδιορίστηκε, ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Βεβαίως, άλλο Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε αχθεί σε διαφορετική απόφαση. Και εμείς οι ίδιοι. Δεν πρέπει, επομένως, να εκληφθεί πως διατυπώνουμε κανόνα γενικής εφαρμογής. Το ζήτημα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αφού δεν μπορεί να τίθεται θέμα υποκατάστασής της, με την πιο πάνω διαπίστωση πρέπει να θεωρηθεί ότι τελειώνει.
Τα ερείσματα της καταδίκης τα έχουμε, στις γενικές τους γραμμές, προδιαγράψει. Οι λεπτομέρειες καταγράφονται στην εμπεριστατωμένη απόφαση του Κακουργιοδικείου στην οποία συνοψίστηκε και όλος ο όγκος της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί. Μπορούν να διαχωριστούν σε δυο τομείς. Ο πρώτος αφορά στα διατρέξαντα από τη στιγμή της παραδεκτής συνάντησης της παραπονούμενης με τον εφεσείοντα, γύρω στις 1.30 π.μ. της 23.9.03, μέχρι την καταγγελία της παραπονούμενης προς την αστυνομία, γύρω στις 11.00 π.μ. της ίδιας μέρας, πως ο εφεσείων, άγνωστός της μέχρι τότε, την απήγαγε και με την απειλή χρήσης βίας τη βίασε. Ο δεύτερος αφορά στη δράση της αστυνομίας και στη στάση του εφε[*108]σείοντα από τη στιγμή του εντοπισμού του το απόγευμα της ίδιας μέρας μέχρι και την τελική απαγγελία γραπτών κατηγοριών εναντίον του, στις 30.9.03.
Συνοψίζουμε πρώτα τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Μετά το τέλος της εργασίας της στο Internet cafe στη Λεμεσό, όπως κατέθεσε και η συνάδελφός της Tatiana Zinchenko που τη συνόδευε μέχρι κάποιου σημείου, κάτω από περιστάσεις που παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, γύρω στις 1.30 π.μ., κατευθυνόμενη προς το διαμέρισμά της, περπατούσε μόνη σε δρόμο της Λεμεσού, όταν σταμάτησε κοντά της αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων. Της είπε πως ήταν αστυνομικός και της έδειξε «στα γρήγορα» μια ταυτότητα. Της υπέβαλε ορισμένες ερωτήσεις στα αγγλικά, του έδειξε την κάρτα αλλοδαπού που κατείχε και της ζήτησε να εισέλθει στο αυτοκίνητο ώστε να μεταβούν στο Αστυνομικό Τμήμα για έλεγχο. Συμμορφώθηκε, κάθισε δίπλα του, αλλά όταν αντιλήφθηκε πως δεν κατευθυνόταν προς το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής, θορυβήθηκε. Ζήτησε και της έδειξε ξανά την ταυτότητά του αλλά με τα δάχτυλά του να καλύπτουν τη φωτογραφία. Προσπάθησε να τα μετακινήσει και θεώρησε πως η φωτογραφία που είδε απεικόνιζε άλλο πρόσωπο. Πανικοβλήθηκε, του ζήτησε να σταματήσει και τα γεγονότα, σύμφωνα με το απόσπασμα από τη μαρτυρία της που παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση, εξελίχθηκαν ως ακολούθως:
«Του είπα να σταματήσει το αυτοκίνητο και ότι θέλω να βγω έξω. Ο Κατηγορούμενος εκείνη τη στιγμή, όταν προσπαθούσα να ανοίξω το αυτοκίνητο, ενώ προχωρούσε το αυτοκίνητο, το κλείδωσε με αυτόματη κλειδωνιά και αύξησε ταχύτητα. Όταν αύξησε την ταχύτητα άρχισα να κλαίω και να του ζητώ να σταματήσει το αυτοκίνητο. Αυτός μου είπε ότι αν δεν θα σιωπήσω θα με σκοτώσει… Φθάσαμε σε κάποιο οικόπεδο, αυτός σταμάτησε το αυτοκίνητο, άναψε εσωτερικό φως μέσα στο αυτοκίνητο, που άνοιγε από πάνω, και έχοντας στα χέρια του ένα μεταλλικό αντικείμενο μου είπε να γδυθώ. Το μεταλλικό αυτό αντικείμενο το πήρε από κάπου από την μεριά της πόρτας του. Αφού το πήρε, το έβαλε πάνω μου, μου είπε να σιωπήσω αλλιώς θα με σκοτώσει. Το έβαλε στο δεξιό μου πλευρό κάτω από το στήθος… Μου είπε να γδυθώ. Σκεφτόμουνα ότι θα με σκοτώσει και άρχισα να γδύνομαι. Φορούσα άσπρη μπλούζα φερμουάρ μπροστά και μακρύ παντελόνι. Όταν γδυνόμουνα έγειρε πίσω τα καθίσματα, άνοιξε τα καθίσματα, (μετά έβαλε το κάθισμά μου στην αρχική θέση). Ο Κατηγορούμενος φορούσε αθλητικό παντελόνι σκούρου χρώματος και πουκάμισο σκούρου χρώματος με κοντό μανίκι. Την ώρα που γδυνόμουνα ο [*109]Κατηγορούμενος, δεν θυμούμαι τι έκανε, δεν τον κοιτούσα. Μετά πήγε στα πίσω καθίσματα και τραβώντας με κοντά του ζήτησε να πάω και εγώ πίσω. (Τα ρούχα μου δεν θυμούμαι τι έγιναν). Μετά ζήτησε να του κάνω στοματικό έρωτα. Εγώ αρνήθηκα. Του είπα δεν θα κάνω, δεν ξέρω. Τότε αυτός προσπάθησε να με φιλήσει στα χείλια. Έσπρωξα το πρόσωπο του, τότε αυτός ξεκίνησε να φιλάει το σώμα μου. Μετά αυτός έκατσε στο πίσω κάθισμα και μου είπε να κάτσω πάνω του. Μετά εγώ έκατσα… Θεέ μου… έκατσα απάνω στο γεννητικό του όργανο. Σε λίγα δευτερόλεπτα περίπου αυτός έχυσε, τέλειωσε. Προηγουμένως εγώ καθόμουνα στο πίσω κάθισμα και αυτός ήταν από πάνω μου και με φιλούσε. (όλη αυτή την ώρα εγώ έκλαιγα και αυτός κρατούσε στα χέρια του το μεταλλικό αντικείμενο προς το δεξί πλευρό μου και μου έλεγε να σταματήσω να κλαίω). Το σώμα του (ήταν) μισοξαπλωμένος, μισοκαθισμένος. Έχυσε μέσα μου. Δεν παρακολουθούσα τις κινήσεις του, δεν θυμάμαι, καθόμουν χωρίς να κινούμαι. Το γεννητικό του όργανο ήταν σε όρθια κατάσταση, σε στύση. Κατάλαβα ότι τέλειωσε διότι στον κόλπο μου έτρεχε το σπέρμα του».
Της έδωσε ρολό με χαρτί υγείας και καθαρίστηκε, την απείλησε δυο φορές πως θα τη σκότωνε αν ανέφερε σε άλλους οτιδήποτε από όσα συνέβησαν και την άφησε να φύγει ακριβώς έξω από την πολυκατοικία στην οποία διέμενε με το σύζυγό της.
Ήταν 4.00 π.μ. περίπου όταν εισήλθε στο σπίτι της και αμέσως αφηγήθηκε στο σύζυγό της όσα συνέβησαν. Αισθανόταν βρώμικη και πλύθηκε στο μπάνιο δυο φορές. Ο σύζυγος της, που και εκείνος κατέθεσε αποδίδοντας με τον ίδιο τρόπο την ουσία των όσων κλαίοντας και σε κατάσταση υστερίας τού ανέφερε η παραπονούμενη, συζήτησε το θέμα μαζί της και προσπάθησε να την καθησυχάσει λέγοντάς της πως θα τη στήριζε σε όποια απόφαση θα έπαιρνε. Αποφάσισε να επικοινωνήσει με τη φίλη τους Irina Απέργη. Και, περί την 9.00 π.μ., την επισκέφθηκαν στο κατάστημα στο οποίο εργαζόταν. Έφθασε εκεί και ο σύζυγος της Irina, Α. Απέργης, αστυνομικός στη Λιμενική Αστυνομία, τους εξιστόρησε τα συμβάντα και με το αστυνομικό όχημα που οδηγούσε τη μετέφεραν στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λεμεσού (ΤΑΕ) όπου και προέβη σε καταγγελία.
Οι υποψίες του ανακριτή της υπόθεσης Σ. Σολωμού, μετά από συζήτηση και με το συνάδελφό του στο ΤΑΕ Χ. Χαραλάμπους, στράφηκαν αμέσως προς την κατεύθυνση του εφεσείοντα. Αυτό ενόψει της ομοιότητας με προηγούμενο περιστατικό καταγγελίας Kινέζας για άσεμνη επίθεση που οδήγησε στον εφεσείοντα, χωρίς [*110]όμως και να είχε διατυπωθεί οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον του. Ο Χ. Χαραλάμπους που γνώριζε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του εφεσείοντα αλλά και την οικογένειά του από προηγούμενες υποθέσεις, του τηλεφώνησε. Του θύμισε ποιος ήταν, του είπε πως ήθελε να συναντηθούν, ο εφεσείων προτίμησε να γίνει η συνάντησή τους όχι στο Αστυνομικό Τμήμα αλλά «στο Woolworth» και τα πράγματα, σύμφωνα με τη μαρτυρία των Σ. Σολωμού και Χ. Χαραλάμπους κυρίως στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης που διεξάχθηκε, εξελίχθηκαν ως ακολούθως:
Η συνάντηση έγινε στις 18.45 της 23ης Σεπτεμβρίου 2003. Κάθισαν στο αστυνομικό αυτοκίνητο, ο Σ. Σολωμού του εξήγησε το λόγο για τον οποίο θέλησαν τη συνάντηση μαζί του, του είπαν πως υποψιάζονται ότι εκείνος ήταν ο δράστης, του επέστησαν την προσοχή πληροφορώντας τον πως δεν ήταν υποχρεωμένος να πει οτιδήποτε και πως οτιδήποτε έλεγε μπορούσε να διδόταν ως μαρτυρία και ο εφεσείων προέβη στην πρώτη του ομολογία. Απάντησε «εγώ το έκαμα, ήμουν πιωμένος». Ο Σ. Σολωμού είχε μαζί του έντυπα κατάθεσης και ο εφεσείων προθυμοποιήθηκε να προβεί σε γραπτή κατάθεση. Κλαίοντας και ζητώντας να τον βοηθήσουν υπαγόρευσε και ο Σ. Σολωμού έγραψε όσα ήθελε να πει. Του τα διάβασε και αυτό το γεγονός ο εφεσείων το αναγνώρισε χειρογράφως. Όπως και την πληροφόρηση που είχε πως μπορούσε να κάμει οποιεσδήποτε διορθώσεις, αλλαγές ή προσθήκες σ’ αυτή. Παραθέτουμε την κατάθεσή του:
«Κατά η ώρα 03.00 το πρωί οδηγούσα το αυτοκίνητο μου με αρ. εγγραφής ΗΑΗ 958 στον παραλιακό δρόμο με κατεύθυνση προς την Αστυνομία Γ/σόγειας. Όπως πήγαινα είδα μιαν κοπέλλα να περπατά μόνη της στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Εσταμάτησα δίπλα της και της είπα ότι είμαι αστυνομικός του ημικρέϊσον και της ζήτησα τα στοιχεία της. Μου έδωσε το άλιεν καρτ της και είπα της και μπήκεν στο αυτοκίνητο μου για να την πάρω να ελέγξω τα στοιχεία της. Εγώ έκαμα επαναστροφή και πήγα ανατολικά. Επήρα την τζιαμέ στο ξενοδοχείο το Κάραβελ. Τζίνη η κοπέλλα έκλαιεν και εγώ έπιασα ένα κατσαβίδι που είχα δίπλα μου στο αυτοκίνητο και είπα της να δεχτεί να κάμομεν σεξ. Έβγαλεν τα ρούχα της και εγώ τα δικά μου και εγάμησα την μέσα στο αυτοκίνητον και της έχυσα μέσα. Μετά της έδωσα χαρτιά και εσκουπίστηκε. Ντύθηκε και επήρα την και την κατέβασα σε μιαν πολυκατοικία τζιαμέ κοντά που την έπιασα. Τα χαρτιά τα πέταξα τζιαμέ που εγαμήσαμε. Το κατσαβίδι και την άδεια οδηγού που της έδειξα ότι είμαι αστυνομικός τα έχω στο αυτοκίνητο μου. Aπολογούμαι που έκαμα έτσι πράγμα [*111]ήμουν μεθυσμένος».
Ακολούθησαν και άλλες ενοχοποιητικές δηλώσεις του εφεσείοντα, ως ακολούθως: Με τη γραπτή συγκατάθεσή του για έρευνα του αυτοκινήτου του παραλήφθηκαν ένα κατσαβίδι που βρισκόταν στη θήκη της πόρτας του οδηγού, μια άδεια οδηγού στο όνομα του εφεσείοντα και ένα ρολό αποχωρητηρίου. Όπως και προηγουμένως του επιστήθηκε η προσοχή και απάντησε: «εν τούτο που χρησιμοποίησα και έδειξα της κοπέλας που γάμησα».
Ο εφεσείων συγκατατέθηκε να τους ακολουθήσει στο Αστυνομικό Τμήμα και οδήγησε εκεί το αυτοκίνητό του με τον Χ. Χαραλάμπους δίπλα του. Στο Αστυνομικό Τμήμα, αφού εκδόθηκε στο μεταξύ δικαστικό ένταλμα σύλληψης, συνελήφθη οπότε και έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Παραδέχομαι έκαμα το είχα τα ποτά μου».
Το ίδιο βράδυ, στις 21.00, ο εφεσείων προτίμησε αντί αναγνωριστικής παράταξης να αφεθεί η παραπονούμενη να τον δει και όταν εκείνη είπε «αυτός είναι», μετά από προειδοποίηση, απάντησε «απολογούμαι». Ενώ και στις 21.45, όταν δυνάμει δικαστικού εντάλματος πραγματοποιήθηκε έρευνα στο σπίτι του, κατά την παραλαβή εσωρούχου του δήλωσε, «εφορούσα το εψές τζιαι έβαλα το να πλυθεί».
Επισκέφθηκαν τον εφεσείοντα η μητέρα του και δυο δικηγόροι και την επομένη, στις 24.9.03, προσάχθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο με αίτημα την κράτησή του για οκτώ μέρες. Εξηγήθηκαν τα προηγηθέντα, με αναφορά και στην ομολογία του, η αντεξέταση του μάρτυρα δεν αφορούσε σ’ αυτή και το Επαρχιακό Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα. Ακολούθησαν υποδείξεις σκηνών και συναφείς δηλώσεις του εφεσείοντα, ως εξής: «εν που δαμαί που την έπιασα», «εν δαμαί που την εβίασα, τούτη η αντρωσιά εν του αυτοκινήτου μου» και «εν δαμαί που την άφησα και μπήκε που την πόρτα στην πολυκατοικία».
Το ανακριτικό έργο συμπληρώθηκε στις 30.9.03. Απαγγέλθηκαν κατά του εφεσείοντα γραπτές κατηγορίες για βιασμό, απαγωγή, απειλή και μεταφορά επιθετικού οργάνου, δηλαδή του κατσαβιδιού, με τρόπο που προκάλεσε τρόμο και αφού και πάλιν του γνωστοποιήθηκαν τα δικαιώματά του, έδωσε απάντηση που και αυτή του διαβάστηκε και την υπέγραψε, ως εξής: «Παραδέχομαι όλες τις κατηγορίες».
[*112]Από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσης της πρόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής να εισάξει ως μαρτυρία τις δηλώσεις και τις καταθέσεις του εφεσείοντα, διατυπώθηκε ένσταση. Το Κακουργιοδικείο διαπιστώνει αντιφατικότητα στις θέσεις που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα ιδιαιτέρως σε σχέση με το κατά πόσο δεχόταν ότι προέβη σ’ αυτές ή αμφισβητούσε τη θεληματικότητά τους ή άλλους όρους που θα καθιστούσαν επιτρεπτή την αναφορά τους. Δεν ήταν άστοχες οι παρατηρήσεις του Κακουργιοδικείου, αλλά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει το ζήτημα από τέτοια σκοπιά. Συνοψίζουμε, λοιπόν, κατ’ αρχάς τη θέση του εφεσείοντα όπως την προώθησε, πρώτα στο πλαίσιο της αντεξέτασης των μελών της αστυνομικής δύναμης που κατέθεσαν και, μετά, της δικής του ένορκης μαρτυρίας στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης που διεξάχθηκε.
Ισχυρίστηκε ο εφεσείων πως ουδέποτε προέβη στην πρώτη ενοχοποιητική προφορική δήλωση ούτε καν στην ομολογία όπως την περιέχει η γραπτή κατάθεση που υπέγραψε. Ουδέποτε τη διάβασε, κανένας δεν του την ανέγνωσε και την υπέγραψε μετά από παρότρυνση των αστυνομικών που είχαν εμφανιστεί ως πρόθυμοι να τον βοηθήσουν επειδή γνώριζαν την οικογένειά του, με την υπόδειξη πως με την κατάθεσή του, που εκείνοι έγραψαν, θα ζητούσε συγνώμη και εκείνοι θα φρόντιζαν να κλείσει η υπόθεση. Μεταφέρουμε από την πρωτόδικη απόφαση το σχετικό απόσπασμα από τη μαρτυρία του:
«E. Λοιπόν τι έγινε;
Α. Αφού μου σύστησε τον κ. Σολή κατέβηκε ο κ. Σολής από το αυτοκίνητο, ήρθε στο πίσω κάθισμα μαζί μου, με ρώτησε ‘ίντα που κάμνει η μάμα σου ρε, έσιη τζαιρό να τη δούμε’.
Ε. Εσύ τι του είπες;
Α. Του είπα είναι καλά.
Ε. Κρατούσε τίποτε ο κ. Σολής;
Α. Κρατούσε κάτι κόλλες.
Ε. Είπες του καλά και τι σου είπε;
Α. Είπε μου ‘άκου ρε Δημήτρη εφέραμε σε δαχαμέ εν σε επήραμε στην αστυνομία γιατί εν ηθέλαμε να γίνει σούσουρο. Έχουμε καταγγελία από μια ρωσίδα που την έφερε ένας άλλος συνάδελφος ότι την εβίασες. Μου λέει ‘Εμείς τούτες εν τζιαι πιστεύκουμε τες. Ξέρουμε ότι ότι είπε είπε το για να μείνει παραπάνω τζιαιρό στην Κύπρο.
Ε. Τότε είπες του τίποτε;
Α. Εγώ είπα του πράγματι εχτές ήμουν με μια ρωσίδα αλλά ήρτε μαζί μου τζιαι έκαμαμε ότι εκάμαμε με τη θέλησή της.
[*113]Ε. Και τι σου είπε;
Α. Είπε μου ότι έπρεπε να υπογράψω μια κατάθεση όπου θα ζητώ συγνώμη, την κατάθεση να τη γράψει ο ίδιος που ξέρει τι του είπε η Ρωσίδα. Μου είπε να μεν φοούμαι, ‘είμαστε φίλοι σου εμείς, εν 18 χρόνια που ξέρουμε την οικογένεια σου τζιαι τη μάνα σου. Μεν φοάσαι ρε τζιαι εν να κάμουμε μια επιστολή στο Γενικό Εισαγγελέα όπου εν να του λέμε να κλείσει την υπόθεση. Μεν φοάσαι τζιαι εσύ εν θα πάεις φυλακή’.
Ε. Εσύ τι του είπες;
Α. Εγώ του είπα: ‘Κύριε Σολή εν κρίμα τζιαι άδικο. Εγώ ότι έκαμα στο Caravel μαζί της έκαμα το γιατί το ήθελε τζιαι η ίδια’».
Από εκεί και πέρα, μέσα στο ίδιο κλίμα απόλυτης εμπιστοσύνης, υπέγραφε ότι του υποδείκνυαν, ακόμα και την τελική ομολογία του, επτά μέρες αργότερα, ενώ στο μεταξύ είχε και επανειλημμένες συναντήσεις με τους δικηγόρους του. Με τους οποίους, όμως, όπως εξήγησε, δεν συζήτησε την υπόθεση, ούτε καν για τις ανάγκες της διαδικασίας για την προσωποκράτησή του, στην οποία τον εκπροσώπησαν. Ενώ, την ίδια στιγμή, καταλογίζει στους αστυνομικούς και άρνηση να του επιτρέψουν να δει δικηγόρο πριν την τελική ομολογία του, όταν κατηγορήθηκε γραπτώς, στις 30.9.03. Ισχυρισμό τον οποίο, όπως σημειώνει το Κακουργιοδικείο, ουδέποτε έθεσε στους αστυνομικούς όταν εκείνοι κατέθεταν.
Ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως και στο πλαίσιο της κυρίως δίκης, μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Πρόβαλε τους ακόλουθους ισχυρισμούς, όπως αυτοί καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:
«Ερχόμενος προς Λεμεσό με κατεύθυνση το σπίτι μου πήρα τον παραλιακό δρόμο που είναι τα ξενοδοχεία. Καθώς προχωρούσα είδα μια κοπέλα στα αριστερά μου να περπατά 100 μέτρα από το ξενοδοχείο Απολλώνια και να μου νεύει με το χέρι να σταματήσω. Η Αστυνομία Γερμασόγειας είναι σε κοντινή απόσταση (προς την ίδια κατεύθυνση) προς την αριστερή πλευρά μου. Σταμάτησα δίπλα της, ήρθε κοντά στο παράθυρο του αυτοκινήτου, με ρώτησε αν θέλω παρέα, της είπα «ναι» και μπήκε στο αυτοκίνητο. Λίγο πιο κάτω έκανα επαναστροφή με κατεύθυνση και πάλι τα ξενοδοχεία Amathus και Ποσειδώνια… Στη διαδρομή καθώς πηγαίναμε ήρθε πολύ κοντά μου, δίπλα μου, άρχισε να με χαϊδεύει και να μου λέει στα σπαστά αγγλικά-ελ[*114]ληνικά ότι είναι φτωχή, ότι έχει μωρό και ότι χρειάζεται χρήματα. Εντάξει της είπα θα σου δώσω χρήματα (στα αγγλικά της είπα). Προχώρησα, έστριψα από το Caravel αριστερά πάνω, ήταν άσφαλτος. Συνεχίσαμε και συναντήσαμε ένα μικρό round about… Προχωρήσαμε 100 μέτρα. Μετά αφού φτάσαμε, έσβησα το αυτοκίνητο, εγώ ήμουν στη θέση του οδηγού και η Tamara στη θέση του συνοδηγού… Αρχίσαμε να φιλιόμαστε και να χαϊδευόμαστε. Μετά κατεβήκαμε και οι δύο από αυτοκίνητο, εγώ από τη θέση του οδηγού και εκείνη από τη θέση του συνοδηγού. Ο καθένας άνοιξε τη δική του πόρτα. Το αυτοκίνητο είχε central locking αλλά ήταν χαλασμένο… Οι πόρτες ανοίγουν από μέσα ασχέτως αν υπήρχε και το central locking ο καθένας μπορεί να ανοίγει την πόρτα του μόνος του… Αφού κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο σπρώξαμε τους μοχλούς προς τα πάνω, τα καθίσματα ήρθαν μπροστά και μπήκαμε στο πίσω κάθισμα και οι δύο… Αφού μπήκαμε στο πίσω κάθισμα αρχίσαμε και βγάλαμε τα ρούχα μας (ο καθένας τα δικά του). Αφού τα βγάλαμε έπιασα το προφυλακτικό το οποίο βρισκόταν μπροστά στο συρταράκι του συνοδηγού δίπλα και το έπιασα. Αυτή μόλις το είδε μου είπε «Νο, no. No babies», στα αγγλικά… Εγώ κατάλαβα ότι δεν κάνει παιδιά και ξαπόλυσα το προφυλακτικό. Αφού το άφησα το προφυλακτικό δίπλα από το κάθισμα, μ’ έσπρωξε ελαφριά προς τα πίσω, μου έκανε στοματικό έρωτα και μετά έκατσε πάνω μου. Τόσο εκείνη όσο και εγώ με κινήσεις τέλειωσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Τέλειωσα σε 5-10 δευτερόλεπτα… Μετά έπιασα από το ταμπλό του αυτοκινήτου χαρτί υγείας, της έδωσα και της Tamaras και σκουπιστήκαμε. Αφού πέταξα τα χαρτιά έξω από το αυτοκίνητο ντυθήκαμε και μου είπε που είναι το σπίτι της για να την πάρω…
Μόλις φθάσαμε στο σπίτι της μου έκανε έτσι το χέρι και μου είπε «my money». Εγώ της είπα «no money» και της έκανα με το χέρι μου «ύστερα» ».
Η διαδικασία συμπληρώθηκε με τη μαρτυρία επτά μαρτύρων υπεράσπισης, σε σχέση με ορισμένες επιμέρους πτυχές θέσεων του εφεσείοντα στις οποίες και θα αναφερθούμε στην έκταση που συναρτήθηκε προς τους λόγους έφεσης.
Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης εντός δίκης και, στο σύνολό της, στο τέλος. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως η παραπονούμενη και οι άλλοι μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή είπαν την αλήθεια και πως ψεύτικη ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα. Σε αυτή τη βάση και θεωρώντας [*115]πως από τη μαρτυρία της παραπονούμενης αυτοτελώς αλλά και ενόψει του πρώτου παραπόνου στο οποίο προέβη και των θεληματικών, όπως έκρινε, ομολογιών του εφεσείοντα, στοιχειοθετούνταν όλα τα συστατικά των κατηγοριών.
Το γενικό περίγραμμα των λόγων έφεσης το έχουμε ήδη καταγράψει στην αρχή. Θα τους προσδιορίσουμε τώρα με αναφορά στο θέμα στο οποίο αναφέρονται. Ακολουθώντας τη σειρά στο διάγραμμα του εφεσείοντα, αναφερόμαστε πρώτα στα επιχειρήματα σε σχέση με το παραδεκτό των ομολογιών.
Είναι η εισήγηση του εφεσείοντα πως οι δυο έμπειροι λοχίες που ανέλαβαν την ανάκριση, αφού εκμεταλλεύτηκαν το νεαρό της ηλικίας και την απειρία του σε αστυνομικές διαδικασίες, ουσιαστικά κατασκεύασαν τις πρώτες ομολογίες. Στο πλαίσιο δε ενός καλά στημένου σεναρίου τού επέβαλαν συνάντηση όχι σε αστυνομικό σταθμό, που θα ήταν το φυσιολογικό, αλλά σε δρόμο της Λεμεσού που δεν ήταν και τόπος που εύλογα θα μπορούσε να οριστεί ενόψει του άρθρου 5(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, για να υποβαθμίσουν τη σοβαρότητα της υπόθεσης και να καταστήσουν τον εφεσείοντα πιο ευάλωτο, απομακρύνοντας έτσι και την πιθανότητα κάποιος να τον δει και να ειδοποιήσει την οικογένειά του ή δικηγόρο. Εκεί, με διαβεβαιώσεις πως θα τον βοηθούσαν ενόψει των σχέσεών τους με την οικογένειά του και της πεποίθησής τους πως η καταγγελία ήταν ψεύτικη, τον εξώθησαν να υπογράψει τη γραπτή ενοχοποιητική κατάθεση την οποία, αφού γνώριζαν όσα η παραπονούμενη είχε ήδη καταγγείλει, οι ίδιοι ετοίμασαν και την οποία ουδέποτε διάβασε. Επικαλούμενος ενώπιόν μας, ο ίδιος πλέον, και το περιστατικό της Κινέζας ως λόγο για τον οποίο θεώρησε ότι μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στους αστυνομικούς. Ενώ, την ίδια στιγμή, ψευδώς ισχυρίστηκαν και πως προηγουμένως είχε προβεί στην προφορική ενοχοποιητική δήλωση. Ανεξάρτητα από αυτά, αφού οι αστυνομικοί όφειλαν εξ αρχής να τον ενημερώσουν για το δικαίωμά του να διορίσει δικηγόρο και, πάντως, αφού ήταν υπό ουσιαστική σύλληψη, όπως υποστηρίζει, από την πρώτη στιγμή της συνάντησής τους και, στη συνέχεια, κατά τη μεταφορά του στον αστυνομικό σταθμό, οι αρχικές ομολογίες ήταν απαράδεκτες ως το προϊόν παραβίασης συνταγματικών του δικαιωμάτων. Όπως και οι επόμενες, ως μολυσμένες από τα προηγηθέντα.
Ψευδής και κατασκευασμένη ήταν, σύμφωνα με τους λόγους έφεσης, και η μαρτυρία της παραπονούμενης. Τα επιχειρήματα είχαν δυο άξονες. Ο πρώτος αφορούσε στα διατρέξαντα μετά τη συ[*116]νάντησή τους. Ήταν παράλογο να είχε πράγματι πειστεί η παραπονούμενη πως ο εφεσείων ήταν αστυνομικός. Φορούσε σκουλαρίκι, παντελόνι αθλητικής φόρμας και αθλητικά παπούτσια και, ως έμπειρη γυναίκα, θα έπρεπε εξ αρχής να είχε θορυβηθεί. Έγινε αναδρομή στην ιδιωτική της ζωή με αναφορά σε προηγούμενη εργασία της σε καμπαρέ και σε κατ’ ισχυρισμόν σκόπιμη προσπάθειά της να μην αποκαλύψει το γεγονός, παρουσιάζοντας φωτοτυπίες μόνο μερικών σελίδων του διαβατηρίου της, για να αποκρυβεί σχετικό ταξίδι της στη Βηρυτό. Σε σχέση δε με αυτό το θέμα βάλλεται και η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου να μην επιτρέψει την προσαγωγή ως μαρτυρίας του φακέλου των αιτήσεων για πολιτικό άσυλο του συζύγου της ή και της ίδιας. Περαιτέρω, η μαρτυρία της είχε αδυναμίες και αντιφάσεις που δεν αποτιμήθηκαν ορθά. Ο σύζυγός της και η Irina Απέργη, αποδίδοντας όσα εκείνη τους είπε, τοποθετούσαν τη χρησιμοποίηση του κατσαβιδιού από τον εφεσείοντα σε διαφορετική στιγμή της εξέλιξης των γεγονότων και, ενόψει της μαρτυρίας του Μ. Ορφανίδη που κάλεσε, δεν ήταν πειστικός ο ισχυρισμός της αναφορικά με το ρίξιμο των μπροστινών καθισμάτων του αυτοκινήτου προς τα πίσω, αλλά, στη συνέχεια, και τη δυνατότητα να μετακινηθούν, χωρίς να βγουν από το αυτοκίνητο, στα πίσω καθίσματα. Με ξεχωριστό, ταυτόχρονα, λόγο έφεσης πως κακώς η αστυνομία δεν υπέβαλε το αυτοκίνητο σε σχετικό μηχανικό έλεγχο. Επιπρόσθετα, θα έπρεπε να της είχαν προκληθεί κάποιες κακώσεις, έστω και αιχμές ενώ και ο τρόπος τού βιασμού της όπως τον περιέγραψε, ήταν ανέφικτος. Όπως ήταν αντιφατικό, στο πλαίσιο της ιστορίας της, να ήταν στο τέλος τόσο ιπποτικός ο εφεσείων ώστε να της δώσει χαρτί για να καθαριστεί.
Ο δεύτερος άξονας αφορούσε στη μαρτυρία της αφότου ο εφεσείων την άφησε έξω από την πολυκατοικία της. Όσα εντάσσονται σ’ αυτόν είναι αλληλένδετα προς τις εισηγήσεις αναφορικά με τα κίνητρά της για κατασκευή της ψεύτικης ιστορίας του βιασμού της. Ως τέτοιο κίνητρο προσδιορίστηκε κατ’ αρχάς η απόφασή της για εκδίκηση του εφεσείοντα επειδή δεν την πλήρωσε αλλά, παράλληλα, για να προωθηθεί άλλη διαζευκτική εκδοχή, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, υποστηρίχθηκε πως θα πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα πως, μέχρι και τη συνάντησή της με το ζεύγος Απέργη, δεν είχε πρόθεση να προβεί σε καταγγελία. Αναφέρθηκε, σ’ αυτό το πλαίσιο, στο ότι δεν πήρε τον αριθμό του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, δεν κατάγγειλε βιασμό της σε θαμώνες παρακείμενης δισκοθήκης, έκαμε δυο φορές μπάνιο εξαφανίζοντας κάθε δυνατότητα να εντοπιστεί ο εφεσείων με επιστημονικές αναλύσεις, πέταξε το σλίπ που φορούσε και ένα σερβιετάκι και, όπως είπε και [*117]η ίδια, φοβόταν τη δημοσιότητα.
Ως δεύτερο κίνητρο προσδιορίστηκε η προσπάθειά της να δικαιολογηθεί στο σύζυγό της για την καθυστέρησή της να επιστρέψει στο διαμέρισμά τους. Παράλληλα, όμως, προσδόθηκε έμφαση στο ποιοι άλλοι βρίσκονταν στο διαμέρισμα. Η παραπονούμενη και ο σύζυγός της κατέθεσαν ότι έμενε μαζί τους ένας φίλος τους, τον οποίο κατονόμασαν, ο οποίος όμως δεν είχε βγει από το δωμάτιό του. Οι πληροφορίες της υπεράσπισης ήταν πως έμενε εκεί και άλλο πρόσωπο και, κατά την εισήγηση, θα είχε σημασία τι εκείνοι θα είχαν να πουν αναφορικά με τα διατρέξαντα στο διαμέρισμα, όπως ενδεχόμενη συμπλοκή μεταξύ της παραπονούμενης και του συζύγου της, οπότε θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να είχε ληφθεί κατάθεση, τουλάχιστον από τον κατονομασθέντα. Αυτά, ενώ η υπόθεση πως η παραπονούμενη μίλησε στο σύζυγό της για βιασμό για να δικαιολογήσει την καθυστέρησή της, θα επαγόταν πως και ο όποιος άλλος αυτό θα άκουσε. Εν πάση περιπτώσει, με ξεχωριστό λόγο έφεσης, ο εφεσείων θεωρεί σχετικό το περιστατικό της απόπειρας επιδότη να επιδώσει, σε μεταγενέστερο στάδιο, κλήση μάρτυρος σε πρόσωπα που ενδεχομένως διέμεναν μαζί με την παραπονούμενη και στην ενέργειά της να σχίσει μια από αυτές, όπως κατέθεσε ο επιδότης. Όπως και την απόρριψη αιτήματος για επανακλήτευση της παραπονούμενης αλλά και του συζύγου της.
Ως τρίτο κίνητρο αναφέρθηκε η προσπάθειά της να παρατείνει την παραμονή της στην Κύπρο μέσα από την εκκρεμότητα της καταγγελίας της για βιασμό. Σ’ αυτή την προσπάθεια εμφανίζει πλέον και το σύζυγο της παραπονούμενης ως συμμετέχοντα αλλά, στη συνέχεια, και τον Α. Απέργη, ως έχοντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Προωθήθηκε σε αυτό το πλαίσιο ο ισχυρισμός πως η παραπονούμενη είχε σεξουαλικές σχέσεις μαζί του οπότε και αποφασίστηκε η καταγγελία αφού μέσω της παράτασης της παραμονής της στην Κύπρο που αυτή θα συνεπαγόταν, θα ήταν δυνατή και η συνέχιση της σχέσης τους. Μέσα σ’ αυτή τη λογική προσκομίστηκε μαρτυρία αναφορικά με το διαζύγιο του Α. Απέργη και της Irina Απέργη και την άρνηση του Κακουργιοδικείου να επιτρέψει επανακλήτευση της παραπονούμενης και των άλλων, αφού έκλεισε η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής και κατέθεταν μάρτυρες υπεράσπισης. Εν πάση περιπτώσει, διατυπώθηκε και λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο τα αναφερθέντα ως λεχθέντα από την παραπονούμενη στο ζεύγος Απέργη στερούνταν αμεσότητας ώστε να ήταν δυνατό να ταξινομηθούν ως πρώτο παράπονο.
Τα υπόλοιπα που συζητήθηκαν αφορούσαν σε επιμέρους πτυχές της μαρτυρίας, σημαντικές κατά τον εφεσείοντα, για την ορθή [*118]αποτίμηση της αξίας της μαρτυρίας που προσάχθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. Έγινε συναφώς αναφορά σε διαφορές σε χρόνους ή τόπους της ανακριτικής διαδικασίας. Επίσης στο γεγονός ότι ο Σ. Σολωμού, στη γραπτή του κατάθεση, ανέφερε πως βρήκε στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα το κατσαβίδι, το ρολό και την άδεια οδηγού ενώ αυτά, όπως κατέθεσε ο Χ. Χαραλάμπους αλλά και ο ίδιος ο Σ. Σολωμού στο τέλος, τους παραδόθηκαν από τον εφεσείοντα. Ενώ, παράλληλα, υποστηρίχτηκε και πως θα έπρεπε να προσδοθεί σημασία στο γεγονός ότι η αστυνομία δεν εξέτασε επιστημονικά το κατσαβίδι, που ανήκε, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, στον πατέρα του, ώστε με αυτόν τον τρόπο να διαπιστωθεί αν το κράτησε ποτέ στα χέρια του. Περαιτέρω, κατά τις εισηγήσεις του εφεσείοντα, έπρεπε να είχε προβληματιστεί σοβαρά το Κακουργιοδικείο ενόψει της ένορκης δήλωσης αστυνομικού για την εξασφάλιση του εντάλματος σύλληψης, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ήταν στο ΤΑΕ που ανακρινόμενος παραδέχτηκε. Καταλήγει ο εφεσείων με την εισήγηση πως κακώς απορρίφθηκε η δική του μαρτυρία ως αναξιόπιστη. Δεν δέχεται πως είχε τις αδυναμίες που εντόπισε το Κακουργιοδικείο, και θεωρεί πως, στην ουσία, η κρίση ως προς την αξιοπιστία του, επηρεασμένη και από μαρτυρία που δεν έπρεπε να είχε προσαχθεί, όπως το προηγούμενο περιστατικό της Κινέζας αλλά και αναφορά σε ανώνυμα απειλητικά τηλεφωνήματα που η παραπονούμενη αναφέρει ότι δέχτηκε, ήταν το δεσμευτικό αποτέλεσμα των συμπερασμάτων από την προηγηθείσα δίκη εντός δίκης.
Το Κακουργιοδικείο, στο οποίο ανήκει βεβαίως το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, εξονύχισε κάθε λεπτομέρειά της. Αναφέρθηκε σε έκταση σε κάθε πτυχή, χωρίς να παραγνωρίσει επουσιώδεις όπως τις θεώρησε διαφορές και αιτιολόγησε την κρίση του, ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα, που βρίσκεται στο επίκεντρο των λόγων έφεσης, με αναφορά στο σύνολό της αλλά και με σχολιασμό των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν, όπως αυτά στην ουσία επαναλήφθηκαν και ενώπιόν μας. Σε συμφωνία με την εισήγηση της εφεσίβλητης, που συνοδεύτηκε από παραπομπή στις αντίστοιχες προσεγγίσεις του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τα θέματα που συζητήθηκαν, έχουμε καταλήξει πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος, που να δικαιολογεί παρέμβασή μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Η παραπονούμενη, αλλοδαπή αιτήτρια πολιτικού ασύλου, εύλογα θα μπορούσε να είχε πειστεί για την ιδιότητα του αστυνομικού που επικαλέστηκε ο εφεσείων. Άλλωστε, μόνο για ελάχιστο [*119]χρόνο ενήργησε κάτω από αυτή την αντίληψη. Γρήγορα, όπως εξήγησε, θορυβήθηκε, πανικοβλήθηκε και αντέδρασε και δεν διαπιστώνουμε σφάλμα ως προς την αποτίμηση της κατάστασης με αναφορά στο λογικό, όπως την έκαμε το Κακουργιοδικείο. Όπως δεν διαπιστώνουμε και σφάλμα σε σχέση με τα άλλα που αναπτύχθηκαν αναφορικά με τα διατρέξαντα μέσα στο αυτοκίνητο. Ήταν πράγματι μόνο θεωρητικής αξίας η μαρτυρία του Μ. Ορφανίδη σε σχέση με τη λειτουργία των καθισμάτων, αφού είχε στη βάση της έλεγχο που είπε ότι διενήργησε σε άλλο, άγνωστο, αυτοκίνητο έστω του ίδιου τύπου και συναφώς δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως δημιούργησε κενό στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής η μη υποβολή του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείων σε μηχανικό έλεγχο. Όπως και η μη επιστημονική εξέταση του κατσαβιδιού το οποίο ο ίδιος ο εφεσείων παρέδωσε. Σημειώνουμε δε επ’ αυτού την παρατήρηση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το γεγονός ότι η παραπονούμενη γνώριζε την ύπαρξη του κατσαβιδιού, μάλιστα με δυνατότητα περιγραφής του χρώματός του, ενώ αυτό υποτίθεται ότι συνεχώς βρισκόταν στη θήκη της πόρτας του οδηγού. Όπως και την παρατήρησή του αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα πως η παραπονούμενη, αγρεύουσα, όπως ήταν η εισήγηση επ’ αυτού, πελάτες για σεξουαλική επαφή έναντι πληρωμής, θεώρησε αχρείαστη τη χρήση προφυλακτικού και δεν μερίμνησε εκ των προτέρων για την αμοιβή της, που υποτίθεται ήταν ο μόνος στόχος της, τουλάχιστον για τον καθορισμό του ύψους. Περαιτέρω ήταν εντελώς αστήρικτα τα αναφερθέντα ως προς τον αριθμό του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, τον οποίο η παραπονούμενη εξήγησε γιατί δεν μπόρεσε να σημειώσει.
Εύλογο ήταν, όπως κρίθηκε, να αναφέρει η παραπονούμενη το γεγονός κατ’ αρχάς στο σύζυγό της. Ήδη βρισκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας τους και όσα υποστηρίχτηκαν σε σχέση με τα διατρέξαντα στο διαμέρισμα μόνο υποθέσεις ήταν. Δεν είχαν στήριξη σε οποιαδήποτε μαρτυρία και οι λόγοι έφεσης σε σχέση με την επανακλήτευση μαρτύρων, μη λήψης κατάθεσης ενός από τους ενοίκους, ο οποίος κατά τη μαρτυρία παρέμεινε στο δωμάτιό του και την απόπειρα κλήτευσης άλλων πιθανών ενοίκων δεν είναι λόγοι για τους οποίους δικαιολογείται να υποστηριχθεί πως πάσχει η κρίση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξία της προσαχθείσας μαρτυρίας. Αυτά, ανεξάρτητα και από το γεγονός πως δεν εντοπίζουμε και σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση για μη επανακλήτευση μαρτύρων, είτε ως προς αυτό το θέμα είτε ως προς τα άλλα που εξειδικεύθηκαν. Η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, και αυτή πλήρως αιτιολογημένη όπως ήταν, εξηγεί γιατί αυτά θα μπορούσαν να είχαν αναδειχτεί προηγουμένως ώστε να μην [*120]ήταν πλέον ενδεδειγμένο, σε εκείνο το προχωρημένο στάδιο της δίκης, να προχωρήσει το Κακουργιοδικείο στην προταθείσα παλινδρόμηση.
Σε υποθέσεις στηρίχτηκαν και όσα συζητήθηκαν αναφορικά με τα κίνητρα της παραπονούμενης ώστε και τα θέματα που συναρτήθηκαν προς αυτά να στερούνται υπόβαθρου από μαρτυρία που θα τα αναδείκνυε ως σχετικά προς την υπόθεση. Πέραν αυτού, σημειώνουμε την επισήμανση του Κακουργιοδικείου πως αφύσικο θα ήταν να πλενόταν δυο φορές η παραπονούμενη και να απαλλαγόταν από άλλα πιθανά τεκμήρια όταν, υποτίθεται, με πρόθεση εκδίκησης, επειδή δεν την πλήρωσε ο εφεσείων ή για να εξηγήσει στο σύζυγό της την καθυστέρηση να επιστρέψει στο σπίτι, αποφάσισε να δημιουργήσει ψεύτικη ιστορία βιασμού της. Ενώ, κατά την άλλη εισήγηση, προφανώς αναιρούσα την πρώτη, ήταν κοινή απόφαση της παραπονούμενης και του συζύγου της να δημιουργήσουν την ιστορία του βιασμού, ως προς το σύζυγο εκ του μη όντος ή εν γνώσει της εθελούσιας συνουσίας για να παραταθεί, κατά κάποιο απροσδιόριστο τρόπο, η παραμονή της παραπονούμενης στην Κύπρο. Για να ενταχθεί, στη συνέχεια, στη συνομωσία και ο Α. Απέργης αλλά αυτός με άλλο, δικό του, προφανώς άγνωστο στο σύζυγο της παραπονούμενης απώτερο στόχο, να παραταθεί η παραμονή της παραπονούμενης για να συνεχίσει το δεσμό της μαζί του. Όλα αυτά, αντίθετα προς τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί. Εκείνη του συζύγου, του A. Απέργη αλλά και της ίδιας της Irina Απέργη, υποτίθεται αντιζήλου της παραπονούμενης, η σχέση της οποίας με τον Α. Απέργη αποκαταστάθηκε, όπως εξηγήθηκε. Παρατηρούμε σ’ αυτό το πλαίσιο πως και τα διαμειφθέντα κατά την επίσκεψη της παραπονούμενης και του συζύγου της στο κατάστημα της Irina Απέργη, σημειώθηκαν ως ενισχυτικά συνεπούς αναφοράς, όταν ήδη η παραπονούμενη προέβη σε πρώτο παράπονο στο σύζυγό της και ως τέτοια, ανεξάρτητα από την όποια ταξινόμησή τους, να μην ήταν ουσιώδη, ως αυτοτελές στοιχείο μαρτυρίας που θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχτεί ότι επηρέασε την κρίση του Κακουργιοδικείου. Τούτο δε, πέρα από το ότι εν τέλει και ο εφεσείων επικαλέστηκε λεπτομέρειες από τη μαρτυρία της Irina Απέργη και του συζύγου της. Υπενθυμίζουμε συναφώς τη διαφορά με τη μαρτυρία της παραπονούμενης αναφορικά με το πότε ακριβώς ο εφεσείων προέταξε το κατσαβίδι και καταγράφουμε τη συμφωνία μας με την πρωτόδικη αποφαση αναφορικά με τη δυνατότητα τέτοιων επιμέρους διαφορών, ανάλογα με τον τρόπο της διατύπωσης ή το πώς ο κάθε ένας αντιλήφθηκε τι ακριβώς λέχθηκε. Σημειώνουμε και το γεγονός πως ο εφεσείων επικαλείται τέτοιες διαφορές όταν η βασική εισήγηση ήταν πως η καταγγελία σε βάρος του ήταν, ουσια[*121]στικά, το αποτέλεσμα συνωμοσίας για ενοχοποίησή του.
Υποτίθεται πως και οι Σ. Σολωμού και Χ. Χαραλάμπους στην πραγματικότητα δημιούργησαν ομολογίες εκεί που τέτοιες δεν υπήρχαν. Είπαν ψέματα για την πρώτη προφορική ομολογία και τη γραπτή κατάθεση του εφεσείοντα, εκείνοι την κατασκεύασαν και εκείνος την υπέγραψε χωρίς να τη διαβάσει. Δεν ήταν αυτή η αποτίμηση του Κακουργιοδικείου. Εξήγησε γιατί, με αναφορά στο σύνολο της μαρτυρίας, πείστηκε χωρίς να διατηρεί οποιαδήποτε αμφιβολία ότι τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως εκείνοι περιέγραψαν. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ήταν όψιμοι, αντίθετοι προς όσα ο ίδιος με κάθε ευκαιρία ομολογούσε. Και επεσήμανε το γεγονός ότι η παραπονούμενη υπέδειξε τόπο διάπραξης του βιασμού άλλο από εκείνο που υπέδειξε ο εφεσείων. Ο εφεσείων, επειδή αποδείχτηκε πως ο πραγματικός τόπος της συνουσίας ήταν εκείνος που υπέδειξε ο ίδιος, χρησιμοποίησε το γεγονός ως ένδειξη αναξιοπιστίας της παραπονούμενης. Ήταν, όμως, παραδεκτή η συνουσία στο αυτοκίνητό του και η παραπονούμενη δικαιολογημένα, όπως αξιολογήθηκε, μπορούσε να κάμει τέτοιο λάθος. Το σημαντικότερο, αφού τον ορθό τόπο τον προσδιόρισε εξ αρχής με τη γραπτή του κατάθεση, κατέρρεε ο ισχυρισμός για κατασκευή αυτής της κατάθεσης από τους αστυνομικούς που, ενώ γνώριζαν ήδη τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης, κατέγραψαν τόπο άλλο από τον τόπο που εκείνη υπέδειξε.
Επιπρόσθετα, η κατ’ ισχυρισμόν εντύπωση του εφεσείοντα αναφορικά με το ποιού περιεχομένου γραπτή κατάθεση υπέγραψε το απόγευμα της 23.9.03, θα έπρεπε να είχε διαλυθεί ενόψει των όσων ακολούθησαν. Παρά τα περί πλήρους εμπιστοσύνης προς τους Σ. Σολωμού και Χ. Χαραλάμπους, που δεν θα προωθούσαν την υπόθεση, εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης και ακολούθησε η υπόλοιπη διερεύνηση όπως την καταγράψαμε. Προσάχθηκε στο Δικαστήριο, εξασφαλίστηκε διάταγμα κράτησής του για οκτώ μέρες και ακολούθησε και η απαγγελία γραπτής κατηγορίας εναντίον του, επτά μέρες αργότερα. Σε όλη την πορεία παραδεχόταν τη διάπραξη των αδικημάτων, αφού, μάλιστα, είχε δει και τους δικηγόρους του, για να εξηγήσει όμως πως δεν τους είχε ενημερώσει για οτιδήποτε αναφορικά με την υπόθεση. Ενώ, την ίδια στιγμή, θεωρεί ότι άργησε η αστυνομία να τον πληροφορήσει για το δικαίωμά του να δει δικηγόρο και ότι στο τέλος αρνήθηκε να του επιτρέψει να δει δικηγόρο πριν απαντήσει στις γραπτές κατηγορίες. Ούτε επί της αξιολόγησης αυτής της μαρτυρίας διαπιστώνουμε σφάλμα του Κακουργιοδικείου και, πάντως, δεν δεχόμαστε και την εισήγηση πως το γεγονός της πληροφόρησης του εφεσείο[*122]ντα για το δικαίωμά του να δει δικηγόρο στο ΤΑΕ, ενόψει της εξέλιξης των γεγονότων, αποκτά τη σημασία που του προσδίδει ο εφεσείων. Παρεμβάλλουμε συναφώς πως, στη βάση της μαρτυρίας που προσάχθηκε, ορθά κρίθηκε πως ο εφεσείων, αφού ο ίδιος προτίμησε να συναντηθεί με τους αστυνομικούς εκτός του αστυνομικού σταθμού, προθύμως οδήγησε το αυτοκίνητό του στη συνέχεια στον αστυνομικό σταθμό, χωρίς οτιδήποτε, περιλαμβανομένου και του γεγονότος ότι ένας από τους αστυνομικούς τον συνόδευσε, να δικαιολογεί την άποψη πως τελούσε υπό σύλληψη. Σημειώνουμε δε πως ομολογίες ακολούθησαν και μετά την πράγματι σύλληψη του εφεσείοντα δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
Το Κακουργιοδικείο τόνισε την προσοχή με την οποία προσέγγισε κάθε πτυχή της υπόθεσης, με αναφορά στις θεμελιωμένες αρχές κάτω από τις οποίες προσεγγίζεται η μαρτυρία σε σεξουαλικής φύσης αδίκημα. Είδε την παραπονούμενη και τους άλλους μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιόν του, εξονύχισε τη μαρτυρία τους, την αντιπαρέβαλε προς τη μαρτυρία που προσήγαγε η υπεράσπιση και κατέληξε, χωρίς καμιά αμφιβολία, ότι η παραπονούμενη κάθε άλλο παρά, για τους διάφορους λόγους που προτάθηκαν, έπλασε μόνη της ή και με τη σύμπραξη του συζύγου της και του Α. Απέργη ή και της συζύγου του, ανύπαρκτη ιστορία βιασμού. Για να αναλάβουν στη συνέχεια και οι αστυνομικοί έργο παγίδευσης και κατασκευής ανύπαρκτων ομολογιών. Ήταν αστήριχτοι οι ισχυρισμοί πως τα πράγματα δεν μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί με τον τρόπο που περιέγραψε η παραπονούμενη και στη βάση της μαρτυρίας, όπως την αξιολόγησε, την οποία δεν άγγιζε η μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης, δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο εφεσείων ήταν ένοχος. Ορθά δεν έχει αμφισβητηθεί πως στη βάση της μαρτυρίας όπως τη δέχθηκε το Κακουργιοδικείο στοιχειοθετούνται τα συστατικά όλων των κατηγοριών και καταλήγουμε πως η έφεση κατά της καταδίκης πρέπει να απορριφθεί.
Το Κακουργιοδικείο, όπως σημειώσαμε, επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 6 ετών για το αδίκημα του βιασμού ενώ στις άλλες κατηγορίες δεν επέβαλε ποινή. Καθοδηγήθηκε συναφώς από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αγγλικές αναφορικά με τις αρχές που διέπουν τον τρόπο προσέγγισης αδικημάτων αυτής της φύσης. (βλ. Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, Γιάγκου (Μόγγολου) ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67, Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 489 και Κeith Billam & Others [1986] 8 Cr. App. R. (S.) 48).
Με τους λόγους έφεσης καταλογίζεται στο Κακουργοδικείο σφάλμα σε σχέση με τη στόχευση της ποινής σε τέτοιες περιπτώ[*123]σεις και σε παρερμηνεία της νομολογίας συναφώς. Ιδιαίτερα της Βillam (ανωτέρω), χωρίς όμως και εξειδίκευση του σφάλματος. Θεωρεί πως κακώς εκλήφθηκε πως αδικήματα αυτής της φύσης βρίσκονται σε έξαρση, ταυτόχρονα όμως παραπονείται γιατί το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρθηκε και σε πιο σχετικές υποθέσεις, στις οποίες όμως ούτε ο ίδιος εξειδίκευσε. Υποστηρίχτηκε πως το Κακουργιοδικείο επηρεάστηκε από τη μαρτυρία για την Kινέζα και τα απειλητικά τηλεφωνήματα ενώ δεν αποτίμησε ορθά σειρά στοιχείων ώστε πράγματι να εξατομικευθεί η ποινή. Αναφέρθηκε στην ηλικία του και συναφώς στο χώρο φυλάκισης νεαρών στις Κεντρικές Φυλακές, στο λευκό του μητρώο, στις προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει όπως αυτά φαίνονται στην Έκθεση Κοινωνικής Ερευνας που παρουσιάστηκε. Περαιτέρω, στις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, που έδειχναν μάλλον επιπολαιότητα και νεανικό αυθορμητισμό παρά προσχεδιασμό, τη μικρή διάρκεια του επεισοδίου, την περιορισμένη βία που ασκήθηκε, τον τύπο του «όπλου» που χρησιμοποιήθηκε για εκφοβισμό, το ότι οι απειλές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως σοβαρές και τη μη πρόκληση σωματικής βλάβης αλλά ούτε και ψυχικών προβλημάτων. Τελικά επικαλέστηκε, παρά την εν τέλει αμφισβήτηση της ενοχής του με τους ισχυρισμούς για κατασκευή ψεύτικης καταγγελίας βιασμού, στο πλαίσιο της οποίας η παραπονούμενη υποβλήθηκε σε έντονη αντεξέταση, με εισηγήσεις και ως προς το χαμηλό ποιόν της, τη συνδρομή και συνεργασία του με την αστυνομία κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Όσα ο εφεσείων υποστήριξε ενώπιόν μας αναπτύχθηκαν και ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στην απόφαση του οποίου και συνοψίζονται. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην επιμέτρηση της ποινής αφού συνυπολόγισε όλα τα δεδομένα, στα οποία και αναφέρεται. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής ούτε και μπορούμε να συμφωνήσουμε πως, ενόψει του συνόλου των δεδομένων, όπως είχαμε και εμείς την ευκαιρία να τα εξετάσουμε, η ποινή, για αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει ισόβια φυλάκιση, ήταν εκτός πλαισίου ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική. Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο