(2007) 2 ΑΑΔ 128
[*128]26 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
TALAL FAEG MAHMOUD ABED,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 299/2005)
Ποινή ? Ένοπλη ληστεία κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283, 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ? Εφεσείων, αλλοδαπός, έστησε καρτέρι με το συνεργό του στον παραπονούμενο, ο οποίος μετέβαινε με την αλλοδαπή φίλη του σε διαμέρισμα πολυκατοικίας, και αφού τον κτύπησαν με ρόπαλο προκαλώντας του σοβαρά τραύματα, απέσπασαν χαρτοφύλακα με σεβαστό χρηματικό ποσό ? Προσχεδιασμός εγκλήματος ? Επιβολή ποινής φυλάκισης 9 ετών ? Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ποινή ? Μετριαστικοί παράγοντες ? Ένοπλη ληστεία ? Προσχεδιασμός εγκλήματος ? Απόσπαση οικονομικού οφέλους με τη χρήση βίας, χωρίς σεβασμό στην προσωπικότητα και ακεραιότητα των θυμάτων ? Προσωπικές περιστάσεις κατηγορουμένου ? Είναι περιθωριακοί παράγοντες ? Μόνο η παραδοχή και απολογία αποτελούν σοβαρό παράγοντα που λαμβάνεται ευνοϊκά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής διαδραματίστηκαν το βράδυ της 23/8/2004, όταν ο εφεσείων αραβικής καταγωγής, μαζί με τον άγνωστο συνεργό του, έστησαν καρτέρι στον παραπονούμενο, ο οποίος συνοδευόμενος από αλλοδαπή φίλη του, πήγαινε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας. Ο εφεσείων και ο συνεργός του κτύπησαν επανειλημμένα τον παραπονούμενο με ρόπαλο στο κεφάλι και σε άλλα μέρη του σώματός του και του άρπαξαν χαρτοφύλακα με σεβαστό ποσό χρημάτων. Στην συνέχεια διέφυγαν. Τα χρήματα τα οποία οικειοποιήθηκαν ο εφεσείων και ο συνεργός του, ήταν περίπου £6.000.
Ο εφεσείων επέστρεψε στην Κύπρο μετά τη διάπραξη του εγκλή[*129]ματος. Το όνομά του ήταν γραμμένο στο stop list.
Ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία. Το Κακουργιοδικείο Λεμεσού του επέβαλε ποινή φυλάκισης 9 ετών, την οποία προσβάλλει με την παρούσα έφεση ως έκδηλα υπερβολική. Ο συνήγορός του υποστήριξε με έμφαση πως ενώ βρισκόταν στην πατρίδα του, όπου θα απέφευγε μονίμως τη δίωξη από τις κυπριακές αρχές, εν τούτοις, όχι μόνο επέστρεψε, αλλά και δήλωσε κατά την επιστροφή του, ότι ήταν στο stop list και ήλθε για να αντιμετωπίσει την υπόθεση για την οποία κατηγορείτο. Πρόσθεσε δε πως ο ίδιος ο εφεσείων έδωσε συγκεκριμένα στοιχεία και πληροφορίες στην Αστυνομία αναφορικά με το συνεργό του, ο οποίος διέφυγε τη σύλληψη, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει μόνος τις εις βάρος του κατηγορίες, την καταδίκη και ποινή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη νέα μορφή που έχει προσλάβει το έγκλημα της απόσπασης από εγκληματίες με τη χρήση βίας, ενίοτε σκληρής και άγριας, περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε φιλήσυχους και ανυποψίαστους πολίτες, όπως στην εξεταζόμενη περίπτωση, καθώς επίσης και στην ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών για καταστολή του, έκρινε πως η ποινή που επέβαλε στον εφεσείοντα το Κακουργιοδικείο ήταν μεν αυστηρή, όχι όμως έκδηλα υπερβολική για να προκαλέσει την επέμβασή του.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 20402/04), ημερομηνίας 6/12/05.
Ε. Ευσταθίου με Κ. Καμένο, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Ουστά – Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Χρ. Ρασπόπουλο ασκούμενο δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 5.12.2005 ο εφεσείων κρίθηκε, μετά το πέρας ακροαματικής διαδικασίας, ένοχος από το κακουργιοδικείο Λεμεσού σε κατηγορία ένοπλης ληστείας, κατά παράβαση των άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 ετών, την οποία προσβάλλει με την παρούσα έφεση [*130]ως έκδηλα υπερβολική.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι, σε συντομία, τα ακόλουθα: ο εφεσείων, μαζί με τον άγνωστο συνεργό του, έστησαν καρτέρι στις 9.00 το βράδυ της 23.8.2004 στον παραπονούμενο, ο οποίος, συνοδευόμενος από την αλλοδαπή φίλη του, πήγαινε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας. Χρησιμοποίησαν τον ανελκυστήρα για να ανέβουν στο δεύτερο όροφο. Μόλις άνοιξε η πόρτα του ανελκυστήρα ο εφεσείων και ο συνεργός του επιτέθηκαν εναντίον του παραπονούμενου με ρόπαλο και τον κτύπησαν επανειλημμένα στο κεφάλι και άλλα μέρη του σώματος προκαλώντας του βαθύ τραύμα στο κεφάλι, χείλη και αριστερό ώμο. Σκοπός τους, και τον πέτυχαν, ήταν να του αποσπάσουν χαρτοφύλακα ο οποίος περιείχε ένα αρκετά σεβαστό χρηματικό ποσό σε δολάρια, ευρώ, στερλίνες και κυπριακές λίρες. Αφού άρπαξαν τον χαρτοφύλακα άρχισαν να τρέχουν. Τους καταδίωξε η φίλη του παραπονούμενου, σε μια προσπάθεια να τους προλάβει. Ο εφεσείων όμως και ο συνεργός του κατόρθωσαν να διαφύγουν και εξαφανίστηκαν. Κατά τη φυγή τους μέρος των χρημάτων, που περιείχε ο χαρτοφύλακας, έπεσε στο δρόμο. Το υπόλοιπο που παρέμεινε στο χαρτοφύλακα, και οικειοποιήθηκαν ο εφεσείων με το συνεργό του, ήταν περίπου £6.000. Αυτό το ποσό δεν ανευρέθη, μήτε και επεστράφη.
Στην εμπεριστατωμένη απόφαση του κακουργιοδικείου, όπου εκφράζεται η σκέψη του για την επιμέτρηση της ποινής, αφού τονίζεται η σοβαρότητα του εγκλήματος, λήφθησαν υπόψη ως μετριαστικοί παράγοντες, που το κακουργιοδικείο χαρακτήρισε ως περιθωριακής σημασίας, τα εξής: Ο εφεσείων είναι αλλοδαπός, αραβικής καταγωγής, νυμφευμένος με κύπρια. Το ίδιο βράδυ της ληστείας διέφυγε, εγκαταλείποντας την Κύπρο, για την πατρίδα του. Επέστρεψε όμως μετά σαράντα περίπου ημέρες. Στο αεροδρόμιο παρουσιάστηκε στον επί καθήκοντι λειτουργό ασφαλείας, στον οποίο ανέφερε πως γνώριζε ότι βρισκόταν στο stop list, κάτι που πράγματι διαπιστώθηκε ως ορθό. Στη συνέχεια ανέφερε στον υπεύθυνο λειτουργό πως επέστρεψε για την υπόθεση που έδωσε αφορμή να τοποθετηθεί το όνομα του στο stop list. Το θύμα της ληστείας δήλωσε στο Δικαστήριο πως δεν είχε παράπονο από το εις βάρος του έγκλημα.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος, υποστηρίζοντας την εισήγηση του πως η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, έδωσε έμφαση στο γεγονός πως, ενώ βρισκόταν στην πατρίδα του, όπου θα απέφευγε μονίμως τη δίωξη από τις κυπριακές αρχές, εντούτοις, όχι μόνο επέστρεψε, αλλά και δήλωσε κατά την επιστροφή του, ότι ήταν στο [*131]stop list και ήλθε για να αντιμετωπίσει την υπόθεση για την οποία κατηγορείτο. Πρόσθεσε δε πως ο ίδιος ο εφεσείων έδωσε συγκεκριμένα στοιχεία και πληροφορίες στην Αστυνομία αναφορικά με το συνεργό του, ο οποίος διέφυγε τη σύλληψη, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει μόνος τις εις βάρος του κατηγορίες, την καταδίκη και ποινή.
Έχουμε τη γνώμη πως δόθηκε από την υπεράσπιση εσφαλμένη διάσταση στην επάνοδο του εφεσείοντος στην Κύπρο και στη δήλωση που έκανε στις Αρχές Ασφαλείας του αεροδρομίου, πως γνώριζε δηλαδή ότι το όνομα του βρισκόταν στο stop list και πως ήλθε στην Κύπρο για να αντιμετωπίσει την υπόθεση για την οποία κατηγορείτο. Η ερμηνεία που δίδεται από το δικηγόρο του εφεσείοντος είναι πως αυτόβουλα ήλθε για να παραδοθεί στις κυπριακές αρχές, παραδεχόμενος το έγκλημα που διέπραξε. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Επέστρεψε μεν στην Κύπρο, αλλά δεν παραδέχτηκε την κατηγορία ενώπιον του Δικαστηρίου. Αντίθετα, πρόβαλε τον ισχυρισμό πως υπεύθυνος για το έγκλημα ήταν το άλλο πρόσωπο, και πως ο ίδιος δεν κτύπησε τον παραπονούμενο. Το γεγονός πως ο εφεσείων έδωσε στην Αστυνομία τα στοιχεία του συνεργού στο έγκλημα σε τίποτε δεν ωφελούσε, γιατί γνώριζε καλά πως αυτός δεν βρισκόταν στην Κύπρο, εφόσον προφανώς έφυγαν μαζί για την πατρίδα τους το ίδιο βράδυ της διάπραξης του εγκλήματος. Η Αστυνομία ως εκ τούτου, δεν μπορούσε, εξ αντικειμένου, να εντοπίσει το συνεργό του. Αναφορικά δε με την πληροφορία που έδωσε σε λειτουργό της ασφάλειας του αεροδρομίου, πως το όνομα του βρισκόταν στο stop list, είναι φυσικό να ανέμενε πως τούτο, εν πάση περιπτώσει, θα διαπιστωνόταν στο συνήθη έλεγχο.
Τα δικαστήρια μας, εκδηλώνοντας την έντονη αγωνία του κοινού, αντιμετωπίζουν, και δικαιολογημένα, με αυστηρότητα την παρανομία. Οι κάτοικοι της χώρας μας θυμούνται τους καιρούς που ένιωθαν, και ζούσαν την ασφάλεια. Την άνεση π.χ. να αφήνουν ανοιχτές τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους, ξεκλείδωτα τα αυτοκίνητα τους, εκτεθειμένη την περιουσία τους και κυρίως να διακινούνται χωρίς να αισθάνονται οποιοδήποτε κίνδυνο από ελλοχεύοντες εγκληματίες. Η διαπίστωση της πραγματικής, και άκρως ανησυχητικής κατάστασης, που επικρατεί σήμερα στον τόπο μας είναι επαρκής λόγος για να δράσουν τα δικαστήρια προς την κατεύθυνση της πάταξης της παρανομίας. Μέχρις ότου οι ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και εγκληματολόγοι προσφέρουν τις μακροπρόθεσμες δικές τους υπηρεσίες στην καλυτέρευση της κοινωνίας, τα δικαστήρια δεν έχουν άλλη επιλογή, αντίθετα είναι καθήκον τους, να διασφαλίσουν τη νομιμότητα.
[*132]
Το έγκλημα έχει, δυστυχώς, προσλάβει νέα μορφή. Εν πολλοίς, εξελίχτηκε, σε επάγγελμα. Μισθοφόροι διαπράττουν εγκλήματα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις εγκληματίες αποσπούν με τη χρήση βίας, ενίοτε σκληρής και άγριας, περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε φιλήσυχους και ανυποψίαστους πολίτες, όπως στην περίπτωση που είναι ενώπιον μας. Η ποινή που επέβαλε στον εφεσείοντα το κακουργιοδικείο είναι αυστηρή. Επικροτούμε όμως και την αυστηρότητα και το ύψος της. Οι προσωπικές περιστάσεις, με τα γνωστά στοιχεία που αφορούν στις οικογενειακές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του κατηγορουμένου αποτελούν μετριαστικούς παράγοντες όταν το έγκλημα και οι περιστάσεις που διεπράχθη δεν είναι του είδους που περιγράφουμε πιο πάνω. Σε εγκλήματα προσχεδιασμένα και όπου ο σκοπός είναι η παράνομη απόσπαση οικονομικού οφέλους, χωρίς σεβασμό στην προσωπικότητα και ακεραιότητα των θυμάτων, μόνο η παραδοχή και απολογία αποτελούν σοβαρό παράγοντα που λαμβάνεται ευνοϊκά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Οι υπόλοιποι παράγοντες είναι πράγματι περιθωριακοί.
Η νομολογία μας δίδει το μέτρο εξισορρόπησης των διαφόρων παραγόντων, που προσμετρούν στην επιμέτρηση της ποινής σε υποθέσεις ένοπλης ληστείας, έγκλημα για το οποίο, όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 283, προβλέπεται ως μέγιστη ποινή η φυλάκιση δια βίου. Και εδώ ο εφεσείων αντιμετώπιζε αυτή την κατηγορία, γιατί διέπραξε τη ληστεία μαζί με συνεργό και χρησιμοποίησε ρόπαλο για να ακινητοποιήσει το θύμα.
Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε πως το κακουργιοδικείο επέβαλε μεν αυστηρή ποινή, η οποία όμως δεν θεωρείται έκδηλα υπερβολική για να προκαλέσει την επέμβαση μας. Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο