Χριστοφόρου Χριστόφορος ν. Φάνου Γιάγκου (2007) 2 ΑΑΔ 145

(2007) 2 ΑΑΔ 145

[*145]12 Μαρτίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΦΑΝΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 106/2006)

 

Πτώχευση — Εξασφάλιση πίστωσης από πτωχεύσαντα που δεν αποκαταστάθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 117(α) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 ? Επίδοση σε εμπόριο ή διεξαγωγή εργασιών με άλλο όνομα από εκείνο με βάση το οποίο ο πτωχεύσας κηρύχθηκε σε πτώχευση, κατά παράβαση του Άρθρου 117(β) ? Ανάληψη χρέους ή υποχρέωσης εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση του Άρθρου 118(α) του ιδίου Νόμου ? Ποία η σημασία της γνώσης για κήρυξη σε πτώχευση του κατηγορουμένου ? Κατά πόσο ο κατηγορούμενος είχε τέτοια γνώση στην παρούσα υπόθεση και/ή δικαστική γνώση ? Κατά πόσο η δικαστική γνώση θα μπορούσε να εξισωθεί με την απαιτούμενη γνώση ως συστατικό ποινικού αδικήματος.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου στις κατηγορίες για τα αδικήματα (α) εξασφάλισης πίστωσης από πτωχεύσαντα που δεν αποκαταστάθηκε, κατά παράβαση του Άρθρου 117(α) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, (β) επίδοσης σε εμπόριο ή διεξαγωγής εργασιών με άλλο όνομα από εκείνο με βάση το οποίο κηρύχθηκε σε πτώχευση, κατά παράβαση του ?ρθρου 117(β) και (γ) ανάληψης χρέους ή υποχρέωσης εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση του Άρθρου 118(α) του ιδίου Νόμου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το στοιχείο της γνώσης ότι ο εφεσίβλητος κηρύχθηκε σε πτώχευση, το οποίο αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία των αδικημάτων, δεν είχε αποδειχθεί.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος υποστήριξε [*146]ότι λόγω του γεγονότος ότι κηρύχθηκε σε πτώχευση στην απουσία του-και αυτό αποτελούσε παραδεκτό γεγονός-δεν ήταν δυνατόν να πληροφορήσει τον κατήγορο ότι ήταν πτωχεύσας, αφού δεν γνώριζε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η θέση του εφεσείοντα-κατήγορου ήταν ότι, αφού στις 20/12/02 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η ειδοποίηση του διατάγματος παραλαβής, το γεγονός υπόκειτο σε δικαστική γνώση και κατ’ επέκταση ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος θα έπρεπε να θεωρείται ότι γνώριζε ότι κηρύχθηκε σε πτώχευση. Παρέπεμψε δε στην απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαριλάου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 479, όπου κρίθηκε ότι το Δικαστήριο μπορούσε να λάβει δικαστική γνώση του περιεχομένου μητρώου (register), που αφορούσε κινηματογραφικές ταινίες, αφού το αρχείο αυτό ετηρείτο ή χρησιμοποιείτο με βάση εξουσία που παρεχόταν από το Άρθρο 3 του Νόμου 159/90.

Το μόνο θέμα που εγείρεται στην έφεση είναι κατά πόσο η δημοσίευση της ειδοποίησης του διατάγματος παραλαβής κατέστησε το διάταγμα δημόσιο έγγραφο του οποίου το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει δικαστική γνώση και κατ’ επέκταση την ύπαρξή του έπρεπε να γνωρίζει και ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έπραξε διαφοροποιώντας την απόφαση στην Χαριλάου (ανωτέρω) από την παρούσα υπόθεση, αφού στην περίπτωση εκείνη το δημόσιο έγγραφο είχε νομοθετική ισχύ, ενώ κάτι τέτοιο δεν μπορεί να λεχθεί για τη δημοσίευση της ειδοποίησης διατάγματος παραλαβής. Στην υπόθεση Χαριλάου ο κατάλογος ο οποίος είχε καταρτισθεί και εκδοθεί στη βάση του περί Προστασίας της Εμπορικής Εκμετάλλευσης Κινηματογραφικών Ταινιών Νόμου 159/90, τηρήθηκε και δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, σε αντίθεση με την προκειμένη περίπτωση.

2.  Περαιτέρω, θα ήταν αχρείαστο να απαιτείται να πληροφορηθεί ο συναλλαττόμενος από τον πτωχεύσαντα για την πτώχευσή του, εάν υπήρχε δικαστική γνώση και κατ’ επέκταση γενική γνώση των συναλαττομένων, αφού, σε τέτοια περίπτωση, θα θεωρείτο ότι ο εφεσείων θα έπρεπε να γνωρίζει για την κήρυξη του εφεσίβλητου σε πτώχευση.

3.  Το θέμα ως προς το κατά πόσο, αν εθεωρείτο ότι υπήρχε δικαστική γνώση, αυτό θα ήταν αρκετό για να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε και την απαιτούμενη γνώση ως συστατικό ποινικού [*147]αδικήματος, ώστε να θεωρηθεί ότι είχε και την ένοχη πρόθεση (mens rea) διάπραξης των αδικημάτων, δεν θα εξετασθεί και παραμείνει ανοικτό.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα

εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαριλάου κ.ά. (2004) 2 Α.Α.Δ. 479.

Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Υπόθ.�Αρ. 13125/05), ημερομηνίας 12/5/06.

Γ. Ζαχαρίου, για ??? Εφεσείοντα.

Γ. Λουκα?δης, για ??? Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος αντιμετώπιζε πρωτόδικα τρεις κατηγορίες για τα αδικήματα (α) εξασφάλισης πίστωσης από πτωχεύσαντα που δεν αποκαταστάθηκε, κατά παράβαση του άρθρου 117(α) του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ. 5, (β) επίδοσης σε εμπόριο ή διεξαγωγής εργασιών με άλλο όνομα από εκείνο με βάση το οποίο κηρύχθηκε σε πτώχευση, κατά παράβαση του άρθρου 117(β) και (γ) ανάληψης χρέους ή υποχρέωσης εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση του άρθρου 118(α) του ιδίου Νόμου.

Με βάση τις λεπτομέρειες που δίδονται στο κατηγορητήριο, ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος εξασφάλισε ποσό Λ.Κ.1.650 από τον κατήγορο ως προκαταβολή για εγκατάσταση κουζίνας, χωρίς να τον πληροφορήσει ότι ήταν πτωχεύσας που δεν είχε αποκατασταθεί, χωρίς να τον πληροφορήσει το όνομα, με βάση το οποίο κηρύχθηκε σε πτώχευση και παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως φερέγγυο, αποκρύπτοντάς του ότι ήταν πτωχεύσας που δεν αποκαταστάθηκε.

[*148]Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο στάδιο της συμπλήρωσης της υπόθεσης του κατήγορου, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου-κατηγορούμενου, αφού ένα από τα βασικά στοιχεία των αδικημάτων, δηλαδή η γνώση ότι είχε κηρυχθεί σε πτώχευση δεν είχε αποδειχθεί. Ως εκ τούτου, αθώωσε τον εφεσίβλητο-κατηγορούμενο.

Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσίβλητος κηρύχθηκε σε πτώχευση στην απουσία του. Ήταν η θέση του εφεσίβλητου πως δεν ήταν δυνατόν να πληροφορήσει τον κατήγορο ότι ήταν πτωχεύσας, αφού δεν γνώριζε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η θέση του εφεσείοντα-κατήγορου ήταν ότι, αφού στις 20.12.02 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η  ειδοποίηση του διατάγματος παραλαβής, το γεγονός υπόκειτο σε δικαστική γνώση και κατ’ επέκταση ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος θα έπρεπε να θεωρείται ότι γνώριζε ότι κηρύχθηκε σε πτώχευση. Παρέπεμψε δε στην απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαριλάου κ.ά.  (2004) 2 Α.Α.Δ. 479, όπου κρίθηκε ότι το Δικαστήριο μπορούσε να λάβει δικαστική γνώση του περιεχομένου μητρώου (register), που αφορούσε κινηματογραφικές ταινίες, αφού το αρχείο αυτό ετηρείτο ή χρησιμοποιείτο με βάση εξουσία που παρεχόταν από το άρθρο 3 του Νόμου 159/90.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφοροποίησε τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από την πιο πάνω, τονίζοντας ότι το αρχείο στην υπόθεση εκείνη αφορούσε δημόσιο έγγραφο που γινόταν ή εκδιδόταν με βάση Νόμο και που είχε «νομοθετική ισχύ.» Στην υπό κρίση περίπτωση έκρινε ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο σε σχέση με τη δημοσίευση του διατάγματος παραλαβής.

Το μόνο θέμα που εγείρεται στην έφεση είναι κατά πόσο η δημοσίευση της ειδοποίησης του διατάγματος παραλαβής κατέστησε το διάταγμα δημόσιο έγγραφο του οποίου το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει δικαστική γνώση και κατ’ επέκταση την ύπαρξή του έπρεπε να γνωρίζει και ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος.

Στο άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 δίδεται ο ορισμός του όρου «δημόσιο έγγραφο» («public instrument»):

«΄δημόσιο έγγραφο΄ σημαίνει διάταγμα Υπουργικού Συμβουλίου, διάταγμα, διακήρυξη, κανονισμούς, κανόνες, διατάξεις, ειδοποίηση, ή μητρώο που έγινε, εκδόθηκε ή τηρήθηκε με βάση εξουσία Νόμου.»

[*149]Περαιτέρω, το άρθρο 7 του ιδίου Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:

«7. Κάθε Νόμος και κάθε δημόσιο έγγραφο, που γίνεται ή εκδίδεται με βάση το Νόμο αυτό ή άλλη νόμιμη εξουσία και που έχει νομοθετική ισχύ θα πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτόν διαφορετικά, θα ισχύει και θα τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης και θα είναι δικαστικά γνωστός (judicially noticed)»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

Τόσο ο συνήγορος του εφεσίβλητου-κατηγορούμενου όσο και το ίδιο το Δικαστήριο διαφοροποιούν την απόφαση Χαριλάου (πιο πάνω) από την παρούσα, αφού στην περίπτωση εκείνη το δημόσιο έγγραφο είχε νομοθετική ισχύ, ενώ κάτι τέτοιο δεν μπορεί να λεχθεί για τη δημοσίευση της ειδοποίησης διατάγματος παραλαβής. Η θέση αυτή μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και σχετικά με τη διαφοροποίηση της Χαριλάου από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης παραθέτουμε και υιοθετούμε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

«Η υπόθεση Χαριλάου ανωτέρω διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση αφού στην Χαριλάου ο εν λόγω κατάλογος τηρήθηκε ή χρησιμοποιήθηκε με βάση την εξουσία του άρθρου 3 του Περί Προστασίας της Εμπορικής Εκμετάλλευσης Κινηματογραφικών Ταινιών Νόμου 159/90, σύμφωνα με τον οποίον απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει να τυγχάνει εμπορικής εκμετάλλευσης με την μορφή πώλησης ή ενοικίασης των για ιδιωτική χρήση σε κοινό κινηματογραφικό έργο που περιλαμβάνεται στον κατάλογο. Το άρθρο 4 του πιο πάνω Νόμου αναφέρεται στην κατάρτιση και έκδοση του καταλόγου σύμφωνα με τον οποίο ο Υπουργός Εσωτερικών καταρτίζει και εκδίδει τον κατάλογο με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Στην υπόθεση Χαριλάου ο κατάλογος τηρήθηκε και δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, σ’ αντίθεση με την προκειμένη περίπτωση.»

Περαιτέρω, όπως σωστά επεσήμανε στο διάγραμμά του και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου-κατηγορούμενου, θα ήταν αχρείαστο να απαιτείται να πληροφορηθεί ο συναλλαττόμενος από τον πτωχεύσαντα για την πτώχευσή του, εάν υπήρχε δικαστική γνώση και κατ’ επέκταση γενική γνώση των συναλλαττομένων, αφού, σε τέτοια περίπτωση,  θα θεωρείτο ότι και ο εφεσεί[*150]ων θα έπρεπε να γνωρίζει για την κήρυξη του εφεσίβλητου σε πτώχευση.

Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνουμε πως δεν εξετάζουμε και αφήνουμε ανοικτό το θέμα κατά πόσο, αν εθεωρείτο ότι υπήρχε δικαστική γνώση, αυτό θα ήταν αρκετό για να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε και την απαιτούμενη γνώση ως συστατικό ποινικού αδικήματος, ώστε να θεωρηθεί ότι είχε και την ένοχη πρόθεση (mens rea) διάπραξης των αδικημάτων.

Ως συνέπεια των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο