Καριπίδης Τζώννης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 237

(2007) 2 ΑΑΔ 237

[*237]22 Mαΐου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΤΖΩΝΝΗΣ ΚΑΡΙΠΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 28/2007)

 

Ποινικός Κώδικας — Κατοχή περιουσίας για την οποία υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαία, κατά παράβαση του Άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Η εύλογη υπόνοια αποδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός από το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε κατηγορία κατοχής περιουσίας για την οποία υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαία. Αντικείμενα της κατηγορίας ήταν, μεταξύ άλλων, ένα βίντεο, ένα ηλεκτρικό τράπανο, εξαρτήματα μπάνιου και ένα σετ από κατσαβίδια συνολικής αξίας £422. Για ορισμένα αντικείμενα, ο εξεταστής της υπόθεσης, καθώς είπε στο Δικαστήριο, «έκρινε» πως ο εφεσείων έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις για την κατοχή τους, σε αντίθεση με άλλα. Το Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα και του επέβαλε πρόστιμο £300. Τον διέταξε επίσης να πληρώσει και £85 έξοδα, στα οποία υπεβλήθη η κατηγορούσα αρχή.

Ο εφεσείων υποστήριξε κατ’ έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, πως η εύλογη υπόνοια, που αναφέρεται στο Άρθρο 309 του Ποινικού Κώδικα επί του οποίου στηρίζεται η κατηγορία, αποδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός από το σύνολο της μαρτυρίας. Δεν αποδεικνύεται με την έκφραση της υποκειμενικής κρίσης και αντίληψης του οποιουδήποτε, εδώ του εξεταστή της υπόθεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

Από το κείμενο της απόφασης ότι «είναι ολοφάνερο ότι υπήρχαν [*238]ικανοποιητικά στοιχεία για τη δημιουργία από τις διωκτικές αρχές της εύλογης υπόνοιας που απαιτεί ο Νόμος», φαίνεται καθαρά η εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το σημαντικό αυτό στοιχείο του αδικήματος. Το κατά πόσο αποδείχθηκαν ή όχι τα στοιχεία του αδικήματος έπρεπε να το κρίνει το Δικαστήριο με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία.

Η έφεση επιτράπηκε. Η καταδίκη και η ποινή του εφεσείοντος ακυρώθηκαν. Ακυρώθηκε επίσης η διαταγή για έξοδα εις βάρος του.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθ. Αρ. 2068/04), ημερομηνίας 19/1/07.

Χ. Φωτίου, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Χ”Αθανασίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ex tempore

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε στις 19.1.2007 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου πως είχε στην κατοχή του περιουσία για την οποία υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ήταν κλοπιμαία. Στις λεπτομέρειες της κατηγορίας αναφέρονται τα αντικείμενα της κατηγορίας που είναι:  ένα βίντεο, ένα ηλεκτρικό τράπανο, ένας ηλεκτρικός θερμολουτήρας στιγμής, κιάλια και διάφορα εξαρτήματα μπάνιου, ένας νιπτήρας και άλλα ηλεκτρικά εξαρτήματα, καθώς επίσης και ένα φανάρι χεριού, σιλικόνη και ένα σετ από κατσαβίδια, όλα συνολικής αξίας £422.

Ο εφεσείων αρνήθηκε την κατηγορία και ως εκ τούτου διεξήχθη ακροαματική διαδικασία. Βασικός μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης, ο οποίος κατέθεσε πως το βίντεο και το τηλεχειριστήριο που βρέθηκαν στο σπίτι του εφεσείοντος συνδέθηκαν με συγκεκριμένη κλοπή, γι’ αυτό και επιστράφηκαν στον ιδιοκτήτη τους. Για ορισμένα αντικείμενα, όπως π.χ. ένα κιβώτιο με μεγάφωνα ο εξεταστής, καθώς είπε στο Δικαστήριο, «έκρινε» πως ο εφεσείων έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις για την κατοχή τους, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα. Ο εφεσείων στην κατάθεση του [*239]στην Αστυνομία υποστήριξε πως δεν έκανε τίποτε το παράνομο.

Το συγκεκριμένο άρθρο του Ποινικού Κώδικα, επί του οποίου στηρίζεται η κατηγορία και είναι σημαντικό να το παραθέσουμε, έχει ως εξής:

«Άρθρο 309. Όποιος έχει στην κατοχή του κινητό, χρήματα, αξιόγραφο ή οποιαδήποτε άλλην περιουσία, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι είναι κλοπιμαία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν αποδείξει με αυτό τον τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι απόκτησε νόμιμα την κατοχή τους».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο, τον καταδίκασε και του επέβαλε πρόστιμο £300. Τον διέταξε επίσης να πληρώσει και £85 έξοδα, στα οποία υπεβλήθη η κατηγορούσα αρχή.

Ένας από τους λόγους έφεσης, ο οποίος και αναπτύχθηκε στην αγόρευση του δικηγόρου, είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στη βάση της υπόνοιας που ο ίδιος ο εξεταστής διαμόρφωσε, καθώς με τη μαρτυρία του προώθησε στο Δικαστήριο, ότι δηλαδή τα αντικείμενα που βρέθηκαν στο σπίτι του εφεσείοντος ήταν κλοπιμαία. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε πως η εύλογη υπόνοια, που αναφέρεται στο σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα, αποδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός από το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται.  Δεν αποδεικνύεται με την έκφραση της υποκειμενικής κρίσης και αντίληψης του οποιουδήποτε, εδώ του εξεταστή της υπόθεσης. 

Ο συνήγορος έχει, κατά την άποψη μας, απόλυτο δίκαιο.  Πράγματι η κρίση του δικαστή καθοδηγήθηκε λαθεμένα αναφορικά με το σημαντικό αυτό στοιχείο του αδικήματος, που δημιουργείται με το σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα. Η εσφαλμένη δε προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνεται καθαρά από το ίδιο το κείμενο της απόφασης του, από την οποία και ενθέτουμε την κρίσιμη περικοπή.

«Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια ‘εύλογη υπόνοια ότι ένα περιουσιακό στοιχείο είναι κλοπιμαίο’, θα πρέπει να δημιουργείται στο μυαλό της διωκτικής αρχής και όχι στο μυαλό οποιουδήποτε άλλου και ειδικά του υπόπτου προσώπου ή κατηγορουμένου προσώπου».

[*240]Επίσης, στο τέλος της ίδιας παραγράφου διαβάζουμε τα εξής:  «είναι ολοφάνερο ότι υπήρχαν ικανοποιητικά στοιχεία για τη δημιουργία στις διωκτικές αρχές της εύλογης υπόνοιας που απαιτεί ο Νόμος». Εν ολίγοις, το δικαστικό έργο, της κρίσης δηλαδή των στοιχείων του αδικήματος με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, μεταβιβάστηκε από το Δικαστή στις διωκτικές αρχές οι οποίες, εφόσον οι ίδιες είχαν την εύλογη υπόνοια που απαιτείται, το στοιχείο αυτό του αδικήματος ικανοποιείται. Η θέση αυτή, όπως εκφράστηκε στην πρωτόδικη απόφαση, και οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος, είναι νομικά εσφαλμένη.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η καταδίκη του εφεσείοντος και η ποινή που του επιβλήθηκε ακυρώνονται. Ο εφεσείων απαλλάσσεται και αθωώνεται της κατηγορίας.  Ακυρώνεται επίσης η διαταγή για έξοδα εις βάρος του.

Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη και η ποινή του εφεσείοντος ακυρώνονται. Ακυρώνεται επίσης η διαταγή για έξοδα εις βάρος του.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο