Παπαδήμας Κώστας ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 251

(2007) 2 ΑΑΔ 251

[*251]24 Μαΐου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6/2007)

 

Ποινικός Κώδικας ? Άσεμνη επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ? Δύο γυναίκες μέλη προσωπικού σε Πρεσβεία της Κύπρου στο εξωτερικό είχαν υποστεί άσεμνη επίθεση από τον Πρέσβη ? Ακύρωση καταδίκης κατ’ έφεση, λόγω απουσίας ενισχυτικής μαρτυρίας.

Σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένων ? Κατά παράβαση σειράς άρθρων του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου του 2002 (Ν.205(?)/02) ? Καταδίκη Πρέσβη διαπιστευμένου σε Πρεσβεία της Κύπρου στο εξωτερικό ακυρώθηκε κατ’ έφεση λόγω απουσίας ενισχυτικής μαρτυρίας.

Απόδειξη ? Εξ ακοής μαρτυρία ? Άμεσο παράπονο ? Αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα για μη αποδοχή της εξ ακοής μαρτυρίας ? Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 ? Προϋποθέσεις αποδοχής παραπόνου ως άμεσου παραπόνου.

Απόδειξη ? Ενισχυτική μαρτυρία ? Σεξουαλικά αδικήματα ? Ανάγκη για ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας η οποία να επαληθεύει τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

Ο εφεσείων, ο οποίος κατά το χρόνο που αφορούν οι κατηγορίες κατείχε τη θέση Πρέσβη στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Στοκχόλμη κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε κατηγορίες άσεμνης επίθεσης και σεξουαλικής παρενόχλησης εργαζομένων και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη των οποίων είναι 7 μή[*252]νες.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο τα αδικήματα διαπράχθησαν στο γραφείο του εφεσείοντος στη Στοκχόλμη κατά το χρόνο της εκεί υπηρεσίας του μεταξύ των αρχών του έτους 2002 και Μαΐου του έτους 2005. Στις 25/5/05, ο εφεσείων, μετακόμισε στις Βρυξέλλες, όπου είχε μετατεθεί. Παραπονούμενες είναι η Αλεξάνδρα Ζιώγα ΜΚ1 και η Σοφία Ραπτίδου ΜΚ10, οι οποίες μαζί με τον Δημήτρη Βασιλείου ΜΚ2, αρχικά φίλο και στη συνέχεια αρραβωνιαστικό της ΜΚ1, αποτελούν τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας. Οι σχετικές καταγγελίες ήσαν γραπτές και δόθηκαν στον Γενικό Διευθυντή του αρμόδιου Υπουργείου στην Κύπρο από τις παραπονούμενες στις 19/5/05.

Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε το ότι οι ενέργειές του προς την ΜΚ1 αποτελούσαν άσεμνη επίθεση και/ή σεξουαλική παρενόχληση. Υποστήριξε όμως τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση ότι γίνονταν με τη συγκατάθεσή της και μέσα στα πλαίσια ερωτικής σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ τους από τις πρώτες ημέρες που αυτός τοποθετήθηκε στην πρεσβεία.

Αναφορικά με την ΜΚ10 ο εφεσείων υποστήριξε ότι αυτή ουδέποτε υπήρξε θύμα άσεμνης επίθεσης και/ή σεξουαλικής εκμετάλλευσης από τον ίδιο. Προέβη όμως σε ψευδή κατάθεση εναντίον του για να βοηθήσει και ικανοποιήσει τη στενή της φίλη ΜΚ1, αφού η ΜΚ10 αποτελούσε τον άλλο εαυτό (alter ego) της ΜΚ1.

Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η μαρτυρία της ΜΚ1 ήταν συμβατή με τον ισχυρισμό της ότι δεν είχε σχέσεις με τον εφεσείοντα και ότι όλα γίνονταν χωρίς η ίδια να δώσει τη συγκατάθεσή της.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της καταδίκης.

Το θέμα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν η μαρτυρία της ΜΚ1 ήταν προϊόν μάρτυρα τέτοιας αξιοπιστίας που να ήταν ασφαλές για το Κακουργιοδικείο να στηρίξει καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία με αρκετή μόνο την προειδοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό τίθεται και το ερώτημα αν τα γεγονότα που περιέγραψε η ΜΚ1 στη μαρτυρία της, ήταν απίθανο να συνάδουν και με την εκδοχή του εφεσείοντος ότι δηλαδή οι ενέργειές του γίνονταν μέσα στα πλαίσια σχέσης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους και κατά πόσο συνάδει με τη λογική εξήγηση της ΜΚ1 να μην καταγγείλει ενωρίτερα τον εφεσείοντα.

[*253]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ΜΚ1 δεν ήταν αξιόπιστη μάρτυρας.

2.  Τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου δεν δικαιολογούνται από την όλη μαρτυρία όπως αυτή προκύπτει από την εκδοχή των ΜΚ1 και του ΜΚ2.

3.  Τα γεγονότα όπως ήσαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήσαν τέτοια που μπορούσαν λογικά να συνάδουν και με την εκδοχή του εφεσείοντος.

4.  Η μαρτυρία της ΜΚ10 δεν ήταν ασφαλής για να στηρίξει καταδίκη.

5.  Η μαρτυρία ήταν τόσο αναξιόπιστη και αδύνατη με αποτέλεσμα η καταδίκη του εφεσείοντος να καθίσταται ακροσφαλής ως εκ του γεγονότος ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, όπως απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις ως θέμα πρακτικής, απλώς προειδοποιώντας τον εαυτό του για τον κίνδυνο τέτοιας καταδίκης. Τα όσα συζητούνται στην απόφαση ότι αποτελούν ενισχυτική μαρτυρία, καταγράφονται μόνο σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση «παρενθετικά πλέον».

6.  Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι τα όσα η ΜΚ1 έλεγε ως παράπονο στον ΜΚ2, αποτελούν άμεσο παράπονο με την έννοια του Άρθρου 10 του Κεφ. 9, δεν είναι ορθή. Η άλλη μαρτυρία που το δικαστήριο έκρινε ότι αποτελούσε ενίσχυση της μαρτυρίας της ΜΚ1 είναι ασαφής και αόριστη και δεν αναφέρεται σε γεγονότα που καλύπτονται από το κατηγορητήριο.

7.   Η εσφαλμένη εντύπωση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με μέρος των όσων θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία, δεν μπορεί να αφήσει άθικτη την καταδίκη ενόψει της αρχικής κατάληξης ότι η μαρτυρία του συνεργού ήταν από μόνη της αρκετή χωρίς ενίσχυση.

Η έφεση επιτράπηκε. Η καταδίκη και ποινή του εφεσείοντος ακυρώθηκαν. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205,

[*254]Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104,

Α. Κοιλιάρης Λτδ. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194,

Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ.143,

Πετράκης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 455,

Constantinou v. Police (1984) 2 C.L.R. 458,

Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 12,

Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224,

Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259,

Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434,

Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1,

Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251,

Αναστασίου ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 492,

Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 100,

Nvoorwzefr v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 505.

Παρατηρήσεις Εφετείου:

Έστω και αν ακόμα τα γεγονότα είχαν διαδραματιστεί κάτω από τις συνθήκες που ο εφεσείων ισχυρίστηκε, η όλη διαγωγή του ήταν απαράδεκτη, ηθικά ανεπίτρεπτη, και εξέθετε τόσο τον ίδιο υπό την ιδιότητά του ως επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής όσο και την Κυπριακή Δημοκρατία.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

ŒÊÂÛË από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 25191/05), ημερομηνίας 20/12/06.

Ε. Ευσταθίου με Γ. Μυλωνά, για τον Eφεσείοντα.

[*255]Κ. Κυθραιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, που κατά τον ουσιώδη χρόνο που αφορούν οι σχετικές κατηγορίες κατείχε τη θέση του Πρέσβη στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στην Στοκχόλμη, κρίθηκε ένοχος στις 20/12/06, μετά από ακροαματική διαδικασία από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας που συνεδρίασε στη Λευκωσία (υποθ. αρ. 25191/05) σε διάφορες κατηγορίες άσεμνης επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και για σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένων κατά παράβαση σειράς άρθρων του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου του 2002 (Ν. 205(?)/02) και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη των οποίων είναι 7 μήνες. Η ποινή αυτή επιβλήθηκε στις κατηγορίες 27 και 28 που αφορούσαν άσεμνη επίθεση κατά της Αλεξάνδρας Ζώγια. Τα εν λόγω αδικήματα διαπράχθηκαν στην πρεσβεία της Κύπρου, στη Στοκχόλμη.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της καταδίκης. Υπήρχε και έφεση κατά της ποινής η οποία όμως τελικά αποσύρθηκε.

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης το θεωρούμε ορθό να παραθέσουμε τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά προκύπτουν από την απόφαση του Κακουργιοδικείου και στην έκταση που αυτά αποτελούν κοινό έδαφος:

«Ο κατηγορούμενος είναι Κύπριος πολίτης, ηλικίας 50 περίπου ετών. Από το 1984 μέχρι και σήμερα βρίσκεται στην υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα στη Διπλωματική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Είναι κάτοχος της μόνιμης θέσης Πρέσβη. Την 3.12.01 τοποθετήθηκε στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Στοκχόλμη, Σουηδία, (θα αναφέρεται στη συνέχεια της απόφασης ως η Πρεσβεία), ως αρχηγός αποστολής. Βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου αντιμέτωπος με σειρά κατηγοριών σε σχέση με αδικήματα που κατ’ ισχυρισμό της Κατηγορίας διαπράχθηκαν στη Στοκχόλμη κατά το χρόνο της εκεί υπηρεσίας του. Με πιο συγκεκριμένο χρονικό [*256]προσδιορισμό, μεταξύ αρχών του έτους 2002 και Μαΐου του έτους 2005.

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ

Τόσο με τους αρχικούς λόγους έφεσης, όσο και τους συμπληρωματικούς που καταχωρήθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο, αυτό που ουσιαστικά προσβάλλεται είναι θέματα αξιοπιστίας των βασικών μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα των ΜΚ1 Αλεξάνδρας Ζιώγα (πρώτης και βασικής παραπονούμενης), του ΜΚ2 Δημήτρη Βασιλείου, αρχικά φίλου και στη συνέχεια αρραβωνιαστικού της Ζιώγα, της ΜΚ10 Σοφίας Ραπτίδου (δεύτερης παραπονουμένης) αλλά και άλλων μαρτύρων κατηγορίας στους οποίους θα αναφερθούμε σε κατάλληλο στάδιο, μεταξύ των οποίων και ο προαναφερθείς Ανδρέας Κεττής.

Προωθώντας τους λόγους έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα χώρισε αυτούς σε ενότητες. Εισηγήθηκε καταρχήν ότι η όλη δομή της απόφασης είναι τέτοια που το Κακουργιοδικείο έκρινε εκ προοϊμίου τις παραπονούμενες αξιόπιστες απομονώνοντας τη μαρτυρία τους από την υπόλοιπη μαρτυρία. Ο τρόπος αυτός αξιολόγησης της μαρτυρίας ισοδυναμεί με μεταφορά του βάρους απόδειξης στον κατηγορούμενο/εφεσείοντα. Έδιδε μάλιστα την εντύπωση, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντιδικούσε με την υπεράσπιση, υπερασπίζοντας τις θέσεις των παραπονουμένων.  Επίσης εσφαλμένα το δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστες τις δυο μάρτυρες υπεράσπισης Βάνα Σπυριδωνίδου και Φραγκέσκα Παπαδοπούλου. Η αιτιολογία απόρριψης της μαρτυρίας τους είναι τέτοια που φανερώνει προκατάληψη του δικαστηρίου η οποία φαίνεται επίσης και από τη φύση των παρεμβάσεών του. Έπρεπε η μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 να μη γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη για το λόγο ότι αυτή ήταν ασυμβίβαστη (inconsistent) με τη κοινή λογική. Άλλο σφάλμα του Κακουργιοδικείου σύμφωνα με τον εφεσείοντα, είναι ότι θεώρησε ως άμεσο παράπονο τα όσα ο Μ.Κ.2 (φίλος και αργότερα αρραβωνιαστικός της Μ.Κ.1) κατάθεσε ότι του είχε πει η Μ.Κ.1.

Αναφορικά με τη δεύτερη παραπονουμένη Σοφία Ραπτίδου (Μ.Κ.10) πέραν του λάθους του πρωτόδικου δικαστηρίου να δεχθεί ως αξιόπιστη εκ προοϊμίου την μαρτυρία της, το δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τα γεγονότα εκείνα που ισχυρίστηκε η υπεράσπιση και είχαν γίνει αποδεκτά από τις δυο παραπονούμενες. Περαιτέρω εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο, όπως επίσης εσφαλμένα βασί[*257]στηκε σε απόφαση του Αρείου Πάγου σχετικά με απόφαση πρωτόδικου, πολιτικού δηλαδή δικαστηρίου, για να θεμελιώσει καταδίκη σε ποινική υπόθεση.

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης το κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε το εξής: αναφορικά με την Μ.Κ.1 η θέση του εφεσείοντα δεν είναι ότι η μάρτυρας αυτή είπε ψέματα ως προς τις εναντίον της ενέργειες του εφεσείοντα που λάμβαναν χώρα στο γραφείο του στην πρεσβεία και τις οποίες το δικαστήριο δέχθηκε ότι αποτελούσαν άσεμνη επίθεση και/ή σεξουαλική παρενόχληση εργαζόμενου, αλλά ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι ενέργειες αυτές του εφεσείοντα λάμβαναν χώρα. Ήταν η θέση του εφεσείοντα, τόσο πρωτόδικα όσο και στο στάδιο της έφεσης, ότι αυτές γίνονταν με τη συγκατάθεση της Μ.Κ.1 και μέσα στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ τους από τις πρώτες ημέρες που ο εφεσείων τοποθετήθηκε στην πρεσβεία. Άλλωστε το ότι οι ενέργειες αυτές (νοουμένου ότι έγιναν χωρίς τη συγκατάθεση της Μ.Κ.1) αποτελούσαν άσεμνη επίθεση και/ή σεξουαλική παρενόχληση δεν έχει αμφισβητηθεί.

Αναφορικά με την Μ.Κ.10 Ραπτίδου η θέση του εφεσείοντα είναι ότι ουδέποτε έπραξε οτιδήποτε έναντι της από τα όσα η ίδια ισχυρίστηκε στη μαρτυρία της. Η εξήγηση γιατί η Ραπτίδου να καταθέσει ψέματα εναντίον του είναι ότι το έπραξε για να βοηθήσει και ικανοποιήσει τη στενή φίλη της (Μ.Κ.1) αφού η Μ.Κ.10 αποτελούσε τον άλλο εαυτό (alter ego) της Μ.Κ.1.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΛΟΓΩΝ ΕΦΕΣΗΣ

Προτιμούμε να εξετάσουμε πρώτα τους λόγους που αφορούν την Μ.Κ.1 αφού όπως ήδη αναφέραμε αυτοί είναι διαφορετικοί από αυτούς που αφορούν την Μ.Κ.10. Βέβαια στην έκταση που υπάρχουν λόγοι που συμπίπτουν, όπως για παράδειγμα ο ισχυρισμός περί εκ προοϊμίου αξιολόγησης και αποδοχής της μαρτυρίας των παραπονουμένων, θα εξεταστούν μαζί.

Πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκουν κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο και το δικαστήριο τούτο επεμβαίνει μόνο στις αραιές περιπτώσεις που καθιέρωσε η νομολογία η οποία είναι πλούσια στο θέμα αυτό.  Αρκούμαστε να αναφερθούμε μόνο σε μερικές (βλ. Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205, 209, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104,120, Α. Κοιλιάρης Λτδ. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194, 202, Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ.143,156 και Πετράκης ν. Αστυνομίας [*258](2003) 2 Α.Α.Δ 455, 457).

Στην Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) σελ. 120 το θέμα διατυπώθηκε ως εξής από τον Γαβριηλίδη Δ.:

«Οι αρχές με βάση τις οποίες το εφετείο επεμβαίνει, για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του, έχουν καθιερωθεί με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεων του.  Όπως λέχθηκε επανειλημμένα το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το δικαστήριο ήσαν εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της, ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Σε τέτοια περίπτωση, το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ. μεταξύ άλλων, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enter. ν. Διευθ. Κοιν. Ασφαλίσ. (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αεροπόρος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220).»

Αρχίζοντας από τη δομή της πρωτόδικης απόφασης, ότι δηλαδή είναι τέτοια που το Δικαστήριο εκ προοιμίου αποφάσισε ότι οι δύο παραπονούμενες ήσαν αξιόπιστες προτού καν αντιπαραβάλει τη μαρτυρία τους με άλλη αντίθετη μαρτυρία, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στήριξε την όλη επιχειρηματολογία του μεταξύ άλλων και στο ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 49 της πρωτόδικης απόφασης:

«Παρακολουθήσαμε τις παραπονούμενες κατά τη μακρά παράθεση των θέσεων τους στην εξέτασή τους και βήμα προς βήμα και με ιδιαίτερη προσοχή την όλη εμφάνιση και συμπεριφορά τους κατά την εξαντλητική αντεξέτασή τους. Είχαμε πλήρη επίγνωση αφενός της σπουδαιότητας του περιεχομένου των όσων κατέθεταν, αλλά και αφετέρου της ίδιας της φύσης των αδικημάτων. Διαπιστώσαμε ότι με σταθερότητα, αποφασιστικότητα, φυσικότητα και αμεσότητα έδιναν λεπτομερείς απαντήσεις, πε[*259]ριγράφοντας ενώπιον μας το όλο φάσμα των γεγονότων.»

Περιέγραψε ο ευπαίδευτος συνήγορος την πιο πάνω διατύπωση ως ολέθριο σφάλμα. Αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας έμενε ως εδώ, τότε η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου θα ήταν ορθή. Όμως, επιβάλλεται όπως το πιο πάνω κείμενο διαβαστεί και αξιολογηθεί σε συνδυασμό με τα όσα ακολουθούν, που έχουν ως εξής:

«Θεωρούμε σκόπιμο προτού καταλήξουμε στην τελική μας κρίση ως προς την αξιοπιστία των παραπονουμένων να εμπλέξουμε τις όλες θέσεις τους και να τις εξετάσουμε σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία. Θεωρούμε επίσης επιβεβλημένο να θέσουμε τις βασικές αναφορές τους κάτω από το πρίσμα των όσων η υπεράσπιση επικαλέστηκε, στην προσπάθειά της να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των προσώπων αυτών. Μέσα στα πλαίσια αυτά θα παραθέσουμε αρχικά, και με πιο αναλυτικό τρόπο, τις προσεγγίσεις της υπεράσπισης, όπως αυτές τέθηκαν κατά την τελική αγόρευση, που σκοπό είχαν να πλήξουν την αξιοπιστία των παραπονουμένων. Ακολούθως θα παραθέσουμε τα ουσιαστικά μέρη της μαρτυρίας τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας, των ΜΚ3, 4, 5 και 8. Είναι μαρτυρία καταλυτικής σημασίας και διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην προσπάθεια σφαιρικής αξιολόγησης των εξεταζομένων θέσεων της υπεράσπισης.

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι βασική θέση της υπεράσπισης ήταν ότι τα όσα ανέφεραν οι παραπονούμενες είναι ασύμβατα με την κοινή λογική και ανθρώπινη πείρα, καθότι, αν τα όσα περιέγραψαν λάμβαναν χώρα, αναμενόμενη θα ήταν διαφορετική αντίδραση και συμπεριφορά τους. Είναι το κατάλληλο στάδιο να δώσουμε λεπτομέρειες που καλύπτουν αυτή τη θέση. ....»

Προχωρεί το Κακουργιοδικείο και δίνει λόγους για την κάθε πτυχή της μαρτυρίας και τις θέσεις της υπεράσπισης και καταλήγει στα τελικά του ευρήματα.

Όπως έχει ήδη αποφασιστεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Constantinou v. Police (1984) 2 C.L.R. 458, 461 και Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 12, σελ. 36), το Δικαστήριο τούτο εξετάζει την ουσία μιας απόφασης και όχι τη συντακτική μορφή που έχει πάρει. Είναι εντάξει η απόφαση αν προβάλλονται σ’ αυτή τα επίδικα θέματα και παρέχεται αιτιολογία από το δικαστήριο για τα συμπεράσματά του.

[*260]Στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση (Κορέλλης ν. Δημοκρατίας) όπου προβλήθηκε παρόμοιος ισχυρισμός (βλ. σελίδα 24), στη σελίδα 36 ο Κωνσταντινίδης, Δ., ανέφερε τα εξής:

«Η άποψη της υπεράσπισης πως το Κακουργιοδικείο διέπραξε τόσο κεφαλαιώδες λάθος ώστε να εκλάβει εξ αρχής την παραπονούμενη ως αξιόπιστη και να χρησιμοποιήσει τη μαρτυρία της ως το γνώμονα για την αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας, αδικεί την πρωτόδικη απόφαση και δεν βρίσκει έρεισμα σ’ αυτή. Η σειρά της εξέτασης των διαφόρων θεμάτων και γενικά η δομή μιας απόφασης μπορεί να ποικίλλει και δεν είναι αφ΄ εαυτής υπό κρίση. Το Κακουργιοδικείο είχε πλήρη συνείδηση, και το δήλωσε ρητά, πως ολόκληρη η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής δομήθηκε στη μαρτυρία της παραπονουμένης, η αξιοπιστία της οποίας ήταν το κεντρικό ζήτημα. Καθηκόντως εξέτασε όσα η υπεράσπιση η ίδια πρόβαλε ως ανατρεπτικά της εκδοχής της ή ως επηρεάζοντα τη μαρτυρία της και δε διακρίνουμε κανένα σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσήγγισε το θέμα.

Επίσης δεν ευσταθεί η άποψη της υπεράσπισης για αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Η βάση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής ήταν η μαρτυρία της παραπονουμένης.....»

Στη δική μας περίπτωση προσέχουμε ότι το Κακουργιοδικείο παρέθεσε με λεπτομέρεια τα επίδικα θέματα, εξέτασε τη μαρτυρία στην ολότητά της και έδωσε λόγους για την τελική του απόφαση. Στο απόσπασμα στο οποίο έδωσε έμφαση ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο μίλησε για μια εκ πρώτης όψης εικόνα για την αξιοπιστία των παραπονουμένων σε στάδιο που είχε ήδη υπόψη του το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας. Η εικόνα μιας δίκης είναι ήδη ολοκληρωμένη κατά το πέρας αυτής και δεν αρχίζει από το στάδιο ετοιμασίας της γραπτής απόφασης. Μελετώντας την απόφαση στο σύνολό της καταλήγουμε ότι ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης εκ προοιμίου κατάληξης του Κακουργιοδικείου ότι οι παραπονούμενες ήσαν αξιόπιστες χωρίς συνολική εξέταση της μαρτυρίας, δεν ευσταθεί. Αυτός λοιπόν ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Αυτό που μένει για εξέταση είναι (α) αν ορθά δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής και (β) αν με βάση τη μαρτυρία που ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δικαιολογείτο ή όχι η τελική του κατάληξη.

Παρεμβάλλουμε εδώ ότι ούτε ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε με προκατάληψη εναντίον του ευ[*261]σταθεί. Εξετάσαμε τα πρακτικά στο σύνολό τους και όλες τις παρεμβάσεις του Δικαστηρίου. Κρίνουμε ότι όλες ήσαν μέσα στα επιτρεπτά όρια. Προχωρούμε λοιπόν να εξετάσουμε τους ισχυρισμούς της πλευράς του εφεσείοντα ότι οι ισχυρισμοί των παραπονουμένων περί άσεμνης επίθεσης και σεξουαλικής παρενόχλησης εξεταζόμενοι κάτω από το φως γεγονότων που έγιναν αποδεκτά από αυτές, είναι ασύμβατοι με την κοινή λογική.

Αναφορικά με τη μαρτυρία της Αλεξάνδρας Ζιώγα (ΜΚ1) ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε σε αρκετά σημεία της μαρτυρίας της, όπως αυτή διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης, που, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, καθιστούσαν την εκδοχή του εφεσείοντα ότι οι άσεμνες επιθέσεις και σεξουαλικές παρενοχλήσεις λάμβαναν χώρα με τη συγκατάθεση της μάρτυρος και μέσα στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης, πιο πειστική, ενώ αντίθετα καθιστούσαν τη μαρτυρία της ΜΚ1 μη συμβατή με την κοινή λογική. Ως τέτοια γεγονότα αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

(α) Ότι από τη στιγμή που ο ισχυρισμός της ΜΚ1 ήταν ότι την παρενοχλούσε καθημερινά (το κατηγορητήριο περιοριζόταν μόνο σε δέκα περιπτώσεις) εν τούτοις για διάστημα σχεδόν τεσσάρων ετών δεν κατάγγειλε τον εφεσείοντα.

(β) Όχι μόνο δεν τον κατάγγειλε, αλλά αντίθετα συνέχισε να τον συναντά και σε χώρους εκτός της Πρεσβείας. Για παράδειγμα, ενώ είχε ήδη προβεί ο εφεσείων σε άσεμνη επίθεση εναντίον της κατά την εκδήλωση που έλαβε χώρα στην Πολωνική Πρεσβεία, με δική της εισήγηση (βλ. σελίδα 81 πρ.) συναντήθηκαν για καφέ στο ξενοδοχείο ELITE. Η υποβολή ήταν ότι η εν λόγω συνάντηση ήταν το Μάρτη του 2002 και είχε ως εξής:

«Ε. Εισηγηθήκατε να συναντηθείτε στο ξενοδοχείο Elite; Στη καφετέρια του ξενοδοχείου Elite;

Α. Αυτό είναι γεγονός. Ήταν πρωί, αλλά όχι από δικό μου τηλεφώνημα. Δεν έγινε εκείνη την περίοδο, έγινε το 2005 και ήταν άλλες δύο, τρεις φορές τις οποίες εγώ δεν τις αρνούμαι. Κύριε Πρόεδρε, να σημειώσω κάτι εδώ, ότι καθόμασταν απέναντι, απέναντι πάντα και εγώ πλήρωνα τους καφέδες.»ook oi re yeap

«Ε. Σε ποια άλλα καφενεία πήγατε;

Α. Ήταν ένα στο ξενοδοχείο που είπα, ένα στον πεζόδρομο, ένα στο Blue Cat και η τελευταία συνάντηση στο Elcate που τον βρήκα μπροστά μου.

Ε. Σε αυτές τις συναντήσεις οι συνομιλίες σας ήταν ερωτικού [*262]περιεχομένου;

Α. Για τη δική του τη μεριά.

Ε. Και εσείς του μιλούσατε αναλόγως;

Α. Ναι.

Ε. Πόση ώρα διαρκούσαν αυτές;

Α. Ένα δεκαπεντάλεπτο, το πολύ με μισή ώρα. Πλήρωνα πάντα εγώ τους καφέδες.»

Σημειώνουμε εδώ ότι ο ΜΚ2 (αρχικά φίλος και αργότερα αρραβωνιαστικός) παρόλο που σύμφωνα με τη μαρτυρία της  ΜΚ1 αλλά και τη δική του μαρτυρία, που έγιναν δεκτές από το δικαστήριο, πληροφορείτο καθημερινώς από τη ΜΚ1 για τις εναντίον της άσεμνες επιθέσεις και σεξουαλικές παρενοχλήσεις, άφησε την Μ.Κ.1 να πηγαίνει σε τέτοιες συναντήσεις με τη συγκατάθεσή του, αφού του έλεγε ότι ο πρέσβης την «είχε πρήξει» για να πάει, δηλαδή στο ραντεβού και αυτός της έλεγε να πάει αφού θα έχει και άλλο κόσμο εκεί. Χαρακτηριστικά η ΜΚ1 είπε τα εξής:

«Ε. Οι συνεννοήσεις σας για να συναντηθείτε στα καφενεία πώς γίνονταν; Φεύγατε μαζί από την Πρεσβεία και πηγαίνατε; Πώς γίνονταν οι συναντήσεις αυτές;

Α. Όχι αυτός κανόνιζε το μέρος. Το κανόνιζε από πριν μια, δυο μέρες. Με έπρηζε στο ενδιάμεσο εντάξει.

Ε. Εφόσον ήσουν στην Πρεσβεία δεν είχατε άμεση επαφή να διευθετήσετε τη συνάντηση;

Α. Ναι, αλλά έλεγε ότι ήταν καλύτερα να βρεθούμε κάπου έξω μόνοι μας για να μπορεί να μου μιλάει πιο άνετα.»

(γ) Ενώ εγνώριζε η ΜΚ1 ότι διαδιδόταν στο χώρο της Πρεσβείας ότι έχει δεσμό με τον εφεσείοντα και ενώ συνέχιζαν οι παρενοχλήσεις εκ μέρους του, αυτή όχι μόνο δεν τις κατάγγειλε στους ανωτέρους της αλλά τις διέψευδε, τόσο η ίδια όσο και ο ΜΚ2 όταν ερωτήθηκε σχετικά από τη σύζυγό του εφεσείοντα, παρόλο που ήξερε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, κάθε μέρα τι γινόταν. Χαρακτηριστικά η ΜΚ1 είπε τα εξής:

«Ε. Υπήρχε η ρετσινιά, διαδίδετο ότι εσείς τα φτιάξατε με τον κατηγορούμενο;

Α. Ναι, ότι ήμουν η γκόμενά του. Ελέγετο αυτή η ρετσινιά. Αυτό θέλω να φύγει από πάνω μου.

Ε. Και το έμαθε η σύζυγός του. Περιήλθε αυτή η διάδοση εις γνώση της γυναίκας του;

Α. Ούτως ή άλλως η γυναίκα του, από τη στιγμή που της έλεγαν ότι πέρναγα ώρα στο γραφείο του πρέσβη, έπαιρνε συνέ[*263]χεια τηλέφωνο τις άλλες γραμματείς για να βλέπει τις ώρες, και έπαιρνε και τον ίδιο κάθε 10 λεπτά τηλέφωνο και αυτό το θυμάμαι γιατί έκοβε τη ροή των μηνυμάτων και μετά χρειαζόταν και να τα διαβάζει ξανά από την αρχή για να βρει τη ροή του.»

Δικαιολόγησε την ενέργεια της διάψευσης των όσων γίνονταν εναντίον της από τον εφεσείοντα με διάφορες εκδοχές: Μια ήταν ότι κράτησε την υπόσχεσή της προς τον εφεσείοντα ότι θα τα διέψευδε όλα όσα έγιναν ενώ αυτός δεν κράτησε την υπόσχεσή του να σταματήσει. Αυτό που έκανε όλο τον καιρό, όπως είπε, ήταν να προστατεύει τον εφεσείοντα από τον εαυτό του. Άλλη δικαιολογία ήταν ότι φοβόταν μήπως ενεργήσει ο εφεσείων για να την απολύσουν, άλλη ότι λυπόταν τη σύζυγο και παιδιά του εφεσείοντα που δεν είχαν φταίξει σε τίποτε και τέλος ότι δεν ήθελε να πληγεί το καλό όνομα της Πρεσβείας και κατ΄ επέκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

(δ) Άλλη ενέργεια της ΜΚ1 που είναι δεκτό από την ίδια ότι έγινε και σύμφωνα με την εισήγηση του εφεσείοντα είναι ασύμβατη με την εκδοχή της ότι οι εναντίον της άσεμνες επιθέσεις και παρενοχλήσεις γινόντουσαν χωρίς τη δική της συγκατάθεση, είναι τα διάφορα δώρα που η ίδια έκανε στον εφεσείοντα ή έκανε ο εφεσείων προς αυτήν στο ενδιάμεσο των παρενοχλήσεων. Ενώ ήταν η θέση της ότι οι εναντίον της ενέργειες του εφεσείοντα ήταν τόσο συχνές και τέτοιας φύσης που η ίδια ήταν «τσαντισμένη, εξοργισμένη, αηδιασμένη» όπως εξοργισμένος ήταν και ο ΜΚ2 γι΄ αυτά που άκουγε από την ίδια καθημερινά (την απασχολούσαν είπε τα θέματα αυτά συνεχώς 365 μέρες το χρόνο για 6 χρόνια), έκανε στον εφεσείοντα ή δεχόταν δώρα από τον εφεσείοντα. Μεταξύ των δώρων που δέχθηκε ήταν ένα δακτυλίδι που της έφερε από τη Λετονία. Στην ερώτηση γιατί το δέχθηκε μετά από τα προαναφερθέντα αισθήματά της εναντίον του, είπε τα εξής: «Γιατί ήθελα να κρατώ στοιχεία όπως το είπα χθες. Ήθελα να τον έχω στο χέρι αν κινδύνευε η δουλειά μου.». Δέχθηκε ότι πήρε και κολιέ που της έφερε από άλλο ταξίδι λέγοντας ότι του είπε να μην της φέρει άλλα δώρα. Τα κρατούσε τα δώρα αυτά αλλά είχε σκοπό να τα δώσει στη σύζυγο του εφεσείοντα όταν θα έφευγαν από τη Στοκχόλμη.

Από δικής της πλευράς, αυτή του έφερε ένα ναργιλέ και ένα επίχρυσο νόμισμα με τον Άγιο Κωνσταντίνο, που είναι το όνομά του «με σκοπό να τον προστατεύει» και για «γούρι». Ανέφερε συγκεκριμένα τα εξής:

[*264]«Ε. Το χρυσό νόμισμα;

Α. Ναι το έδωσα εγώ.

Ε. Πώς συμβιβάζεται;

Α. Ήταν σε μία κατάσταση που ήταν πολύ αγχωμένος, να δώσει εξετάσεις, δεν θυμάμαι πού στο καλό ήταν να πάει. Ήταν ασήμαντης αξίας. Το είχα στο συρτάρι και είναι το λάθος μου που έχω κάνει και του λέγω πάρε και αυτό για γούρι. Λάθος. Λάθος. Δεν δικαιολογούμαι να κάνω τέσσερα λάθη σε τόσο χρόνο; Αυτός κάθε μέρα έκανε και κάτι. Αυτό τι υποδεικνύει; Ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του, ότι ήμουν καψούρα μαζί του;»

Για να τον έχει στο χέρι σε περίπτωση που θα κινδύνευε η θέση της είπε ότι κρατούσε και τα «χαρτάκια» τα ερωτικά δηλαδή σημειώματα που της έγραφε. Στην ερώτηση πώς θα προστάτευε τον εαυτό της κρατώντας αυτά τα πράγματα, απάντησε ως εξής:  «εκβιάζοντας τον.  Θα του έλεγα δεν μπορείς να λες αυτό το πράγμα γιατί έχω αυτά τα στοιχεία.»

(ε) Άλλο γεγονός, παραδεκτό από την ΜΚ1, είναι το εξής:  Ενώ από τη μια δεχόταν καθημερινά άσεμνες επιθέσεις και σεξουαλικές παρενοχλήσεις στο γραφείο του εφεσείοντα, η ίδια πήγαινε σπίτι του εφεσείοντα δικαιολογώντας βέβαια ότι ήταν και ο αρραβωνιαστικός της μαζί καθώς και η σύζυγος του εφεσείοντα και ταυτόχρονα «τραπέζωσε» και αυτή τον εφεσείοντα και τη σύζυγο του δυο φορές.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση των καθημερινών άσεμνων επιθέσεων και σεξουαλικών παρενοχλήσεων που την έκαναν να νιώθει χάλια, να φτάσει στο σημείο να θέλει να παραιτηθεί ήλθε στην Κύπρο για διακοπές και πήγε και στο σπίτι του εφεσείοντα. Στην ερώτηση γιατί πήγε στο σπίτι αυτού του παλιανθρώπου που την καταπίεζε και ένιωθε γιαυτόν αηδία, η Μ.Κ.1 είπε τα εξής:

«Α. Γιατί ήμουν σε δίλημμα από την άποψη ότι δεν ήθελα να πάω στο διάστημα που ήμουν στην Κύπρο. Είχε μεσολαβήσει η τελευταία συνάντηση, που γύρισα να πληρώσω τα καλλυντικά και συνάντησα το διάβολο μπροστά μου. Σε εκείνο το καφέ με ερώτησε αν θα τους επισκεπτόμαστε στην Κύπρο και γυρνάω και του λέγω κοίταξε να δεις, ξέρεις πώς είναι το πράγμα με τη Μαίρη, γιατί είχαμε παρεξηγηθεί και μου λέγει εσύ πάρε την ένα τηλέφωνο, κατεβαίνουμε στην Κύπρο με το Δημήτρη, του το λέγω του Δημήτρη το σκηνικό Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, δε θυμούμαι πότε μεσολάβησε το τηλέφωνο, είχα προβληματιστεί, από την άλλη εκείνη δεν ήξερε τίποτε για την κατάσταση, ήξερε όμως ότι θα ερχόμαστε [*265]στην Κύπρο. Κάποια στιγμή μιλώ με τη μητέρα μου στο τηλέφωνο. Η Μαίρη έπαιρνε τηλέφωνο και μιλούσε με την μητέρα μου. Πώς τα περνάτε στην Κύπρο λέγει η μητέρα μου, λέγω καλά. Μετά γυρνάω και της λέγω ρε μάνα έτσι και έτσι και δε ξέρω τι να κάνω. Ρωτήστε την όταν θα έρθει. Δε θέλω να πάω και μου λέγει μην παρεξηγηθεί, πάρε την ένα τηλέφωνο αφού ξέρει ότι είσαι στην Κύπρο και την παίρνω τηλέφωνο και της λέγω «έλα Μαίρη τι κάνεις;» Α ήρθατε, πώς περάσατε και μπλά μπλά και μου κανονίζει αυτή ποιά μέρα θα πάω και το πρόγραμμα δε θυμούμαι ήταν Πέμπτη όντως πήγαμε δεν το αρνούμαι.»

Εξηγεί στη συνέχεια ότι έφαγαν μαζί συνοδευόμενη από τον Μ.Κ.2 και κουβέντιαζαν διάφορα θέματα παίζοντας θέατρο, όπως το είπε, ότι δε συνέβαινε τίποτε.

Ακόμα και όταν αποφάσισαν να τον καταγγείλουν (η καταγγελία έφερε ημερομηνία 19/5/05) παρευρέθηκε μαζί με τον Μ.Κ.2 σε αποχαιρετιστήριο πάρτυ για τον εφεσείοντα σε χρόνο δηλαδή που ήδη έπαυσε να είναι υπό την επιρροή του ως ανωτέρου της.  Τον επισκέφθηκαν επίσης στο σπίτι του στην Κύπρο, έφαγαν μαζί στην κουζίνα και η ίδια ήταν με το σουτιέν του μαγιό και στη συνέχεια πήγαν μαζί για μπάνιο στην πισίνα του ξενοδοχείου Αμαθούς.  Περιγράφουμε και αυτή την περίπτωση, την οποία ήταν δεκτό ότι δεν την ανάφερε στην κατάθεση που έδωκε στην αστυνομία:

«Ε. Γιατί δεν το είπατε στην αρχική σας κατάθεση;

Α. Ήταν λεπτομέρειες οι οποίες εκείνη τη στιγμή δεν ήταν του παρόντος, δεν το κρύβω δε λέγω ότι δεν πήγα. Πήγα. Αλλά ήταν άλλη ιστορία πώς πήγα.

Ε. Μας είπατε ότι ήταν τυπική εντελώς η επίσκεψη.

Α. Ήταν τυπική-φιλική.

Ε. Μάλιστα ευχέρεια να έχετε την άνεση να φάτε στην κουζίνα μαζί και λόγω της ζέστης βγάλατε την μπλούζα μείνετε με το σουτιέν.

Α. Του μαγιό.

Ε. Δηλαδή είχατε την ελευθερότητα και την φιλικότητα, θάρρος να το κάνετε;

Α. Αυτό το έκανα όταν ετοιμαστήκαμε να πάμε για μπάνιο.  Πήγα και άλλαξα, φορούσα ρούχα φορούσα μπλούζα.

Ε. Όταν τρώγατε;

Α. Δε θυμάμαι να το είχα βγάλει.

Ε. Το βγάλετε λόγω του ότι είχατε ζεσταθεί;

Α. Όχι, το έκανα μετά όταν άλλαξα και φορούσα το μαγιό μου και θυμαμαι χαρακτηριστικά ήταν ροζ.»

[*266]

(ζ) Άλλη ενέργεια της Μ.Κ.1 ήταν να βοηθήσει τη σύζυγο του εφεσείοντα να του ετοιμάσει «surprise πάρτυ» για τα γενέθλια του στις 4/1/03 παρόλο που για ολόκληρο το 2002 της επιτίθετο και/ή την παρενοχλούσε άσεμνα.

(η) Ένα άλλο σημαντικό γεγονός στην όλη υπόθεση είναι ο «αρραβώνας» της Μ.Κ.1 με τον Μ.Κ.2.  Ανέφερε η ΜΚ1 ότι αυτός έγινε με πίεση και νουθεσίες της συζύγου του εφεσείοντα.  Καλεσμένοι ήταν τόσο ο εφεσείων όσο και η σύζυγος του η οποία τους άλλαξε και τις αρραβώνες. Έγινε πρόποση και ανέφερε η ΜΚ1 (όπως και ο ΜΚ2) ότι ήταν μεγάλη τους τιμή που ήταν παρών ο εφεσείων τον οποίο μάλιστα ευχαρίστησε που την «ανέχτηκε για δύο χρόνια». Όταν ρωτήθηκε πώς η ενέργεια της αυτή συμβιβάζεται με τον ισχυρισμό της περί ασέμνων επιθέσεων κ.λ.π. απάντησε ότι εκεί στους αρραβώνες ήταν ο πρέσβης και όχι ο Κώστας Παπαδήμας και ότι την ανέχτηκε για δύο χρόνια πάνω στη δουλειά ως πεζοναύτη. Παραθέτουμε μέρος της μαρτυρίας της που έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο:

«Ε. Θέλω να σε ερωτήσω τώρα αν στην ομιλία που κάνετε τη μικρη τον ευχαριστήσετε για το ότι σας ανέχτηκε για τα δύο αυτά χρόνια που είσαστε μαζί.

Α. Για τα δύο χρόνια πάνω στη δουλειά ως πεζοναύτη.

Ε. Σας ευχαριστώ που με ανεχτήκετε για τα δύο χρόνια.

Α. Τέλος πάντων. Το είπα, δεν το είπα, τέλος πάντων, ναι. 

Ε. Τι εννοούσετε ότι σας ανέχτηκε;

Α. Εγώ όταν δουλεύω είμαι ένας άνθρωπος που δεν βλέπω μπροστά μου. Αν κάτι μου φταίει θα το πω. Ας αφήσουμε τα σεξουαλικά στην άκρη. Π.χ. θα λείψουνε οι συνδετήρες, θα πω ρε γιατί δε βάζετε συνδετήρες; Ή είμαι ένας τύπος που δουλεύω πολύ ατσούμπαλα και μιλούσα καθαρά για το κομμάτι του αρχηγού της αποστολής. Δε μιλούσα σε προσωπικό επίπεδο.  Υπήρχε και άλλη συζήτηση που αναφέρεται σε προσωπικό επίπεδο. Ήταν καθαρά για το κομμάτι σαν προϊστάμενος πάνω σε εργασιακή κατάσταση και φυσικά μπροστά στον κόσμο και τη γυναίκα του εγώ έπρεπε να τον εκθειάσω; Τι να πω εκείνη τη στιγμή, επειδή το θυμούμαι ακριβώς και για ποιό λόγο το είπα.  Το θυμάμαι παρα πολύ καλά.

Ε. Δηλαδή να ανακεφαλαιώσουμε επιγραμματικά. Όλα αυτά τα δεινά που υποστήκατε, είχαν ήδη σημαδέψει τη ζωή σας, έχετε μελαγχολία μέχρι σήμερα και εσείς του βγάζετε κουβέντα, ομιλία, ενώπιον όλων των φίλων σας, ευχαριστώντας τον που σας [*267]ανέχθηκε;

Α. Εκείνη η λέξη μου ήρθε εκείνη τη στιγμή.»

(θ) Σε αρκετά μέρη της μαρτυρίας αναφέρει ότι είπε ψέματα, ότι έπαιζαν θέατρο (δηλαδή αυτή και ο Μ.Κ.2) και προχώρησε να πει ότι και ο αρραβώνας ήταν εικονικός και έγινε με σκοπό «ίσως ξεκολλήσει ο κατηγορούμενος». Ο Μ.Κ.2 περιέγραψε τους αρραβώνες ως «παρωδία αρραβώνων.»  Η δε Μ.Κ.1 προχώρησε να πει τα εξής:

«Ε. Ήταν εικονικό;

Α. Πολύ εικονικό. Παρα πολύ εικονικό. Να φανταστείτε όταν έφυγε ο κατηγορούμενος από την Στοκχόλμη τις βέρες μας δεν τις ξαναφορέσαμε. Τις βάλαμε στο συρτάρι............»

Όμως στη μαρτυρία της περιέγραφε τον Μ.Κ.2 ότι ήταν ο άνδρας της τον οποίο όμως έχει «πρήξει» με όσα του έλεγε «6 χρόνια επί 365 μέρες το χρόνο».

(ι) Παρά την αρχική της άρνηση, αναφορικά με αυτό της υποβάλλετο από την υπεράσπιση ότι δηλαδή τον Μάρτη του 2005 που έμαθε ότι θα φύγει ο πρέσβης έλεγε ότι αν φύγει θα πάει μαζί του, τελικά κατάληξε ότι «δε θυμάται», μετά ότι «ίσως να το είπε» και τελικά ανάφερε «άς το βεβαιώσουν οι υπόλοιποι». Στην ερώτηση του δικαστηρίου «αν το είπατε, γιατί να το είπατε» είπε τα εξής:

«Α. Να σας εξηγήσω. Δεν έχει να κάμει με τον πρέσβη, όλη αυτή η κατάσταση που πέρασα ήταν πολύ δύσκολη και περιμέναμε ότι θα έλθει ένας καινούργιος πρέσβης που είναι εργασιομανής. Αυτό το πράγμα εγώ έπρεπε να δώσω άλλο 100% maximum στην απόδοση και ήθελα ένα διάστημα να ξεκουραστώ. Δηλαδή τέλος πάντων έτσι το είχα τοποθετήσει. Τίποτε περισσότερο. Τίποτε λιγότερο. Πράγμα βέβαια που δεν ισχύει και ήταν λάθος μου εντύπωση.»

(κ) Σε παρα πολλές περιπτώσεις ανάφερε η ΜΚ.1 όπως και ο ΜΚ.2 ότι έλεγαν ψέματα. Είπαν ψέματα στη σύζυγο του εφεσείοντα, ψέματα στον κ. Παντελίδη, Μ.Κ.8 (ήταν ο προηγούμενος πρέσβης) όταν τον επισκέφθηκε η Μ.Κ.1 στην Αθήνα. Του είπε ότι σταμάτησε να την ενοχλεί ο εφεσείων αλλά όταν του έλεγε δεν τον κοίταζε στα μάτια αφού ήταν ψέματα. Ψέματα είπαν και όταν εκθείαζαν τον εφεσείοντα κατά τους «αρραβώνες».

[*268]

(λ) Σύμφωνα με την Μ.Κ.10, Ραπτίδου, η Μ.Κ.1 της είπε ότι αν ο εφεσείων της έκανε και της ίδιας αυτά που έκανε προς αυτή και δεν της το έλεγε, δεν ξέρει τι θα γίνει.  Σύμφωνα δε με τον Μ.Κ.9 Κεττή, που έγινε επίσης πιστευτός από το Κακουργιοδικείο, η Μ.Κ.1 του είπε ότι είναι βέβαιη ότι ο εφεσείων αποκλείεται να έκανε τα ίδια και στην Ραπτίδου και ότι αν έκανε οτιδήποτε μαζί της «θα τον καθαρίσει». Όταν δε αργότερα άκουσε ότι παρενοχλούσε και την Ραπτίδου έγινε έξαλλη και αποφάσισε να τον καταγγείλουν.

(μ) Η Μ.Κ.1 ενοχλήθηκε γιατί ο εφεσείων της αφαίρεσε από τα καθήκοντα της την ετοιμασία του προγράμματος του και την έδωσε σε άλλο υπάλληλο.

Παραθέσαμε πιο πάνω τη μαρτυρία εκείνη που η Μ.Κ.1 είχε δεχθεί ότι έτσι είχε. Δεν ασχοληθήκαμε με απαντήσεις της μάρτυρος που χαρακτηρίζονται από «δε θυμάμαι, ίσως έτσι να ήταν» κ.λ.π.

Αυτό που πρέπει να απαντήσουμε είναι αν, με την πιο πάνω μαρτυρία, έχουμε μάρτυρα τέτοιας αξιοπιστίας που να ήταν ασφαλές για το Κακουργιοδικείο να στηρίξει καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία με αρκετή μόνο την προειδοποίηση, όπως έπραξε στην παρούσα περίπτωση. Στο πλαίσιο αυτό τίθεται και το ερώτημα αν τα γεγονότα αυτά ήταν απίθανο να συνάδουν και με την εκδοχή του εφεσείοντα ότι οι ενέργειες του προς τη Μ.Κ.1 ήταν μέσα στα πλαίσια σχέσης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους και κατά πόσο συνάδει με τη λογική η εξήγηση που είχε δώσει η Μ.Κ.1 να μην καταγγείλει τον εφεσείοντα ενωρίτερα. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι οι διάφορες εξηγήσεις της Μ.Κ.1 ήσαν συμβατές με τον ισχυρισμό της ότι δεν είχε σχέσεις με τον εφεσείοντα και ότι όλα γινόντουσαν χωρίς τη συγκατάθεση της.  Δέχθηκε, για τους λόγους που παρατίθενται στην απόφαση, ότι υπό τις περιστάσεις που επικαλέστηκαν οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, ήταν λογικό να μην καταγγείλουν ενωρίτερα την υπόθεση από ότι έπραξαν.

Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και τους λόγους για τους οποίους κατάληξε το Κακουργιοδικείο ότι οι δικαιολογίες που έδωσε η Μ.Κ.1 γιατί να μην καταγγείλει ενωρίτερα την όλη υπόθεση ευσταθούν. Έχουμε όμως καταλήξει ότι τα συμπεράσματά του δε δικαιολογούνται από την όλη μαρτυρία όπως αυτή προκύπτει από την εκδοχή των Μ.Κ.1 και του Μ.Κ.2. Η όλη συμπεριφορά της Μ.Κ.1 να συνεχίζει όλα τα πιο πάνω, παρά το ότι οι άσεμνες επιθέσεις συνέβαιναν καθημερινά, αλλά και η θέση [*269]του Μ.Κ.2 ότι από το πρώτο επεισόδιο ενημερωνόταν καθημερινά το ίδιο απόγευμα που παραλάμβανε την Μ.Κ.1 μετά που σχόλανε, για τις διάφορες άσεμνες επιθέσεις που της έκαμνε ο εφεσείων και αυτοί όχι μόνο να μην καταγγείλουν την υπόθεση αλλά αντίθετα να φροντίζουν να μη βγει στην επιφάνεια η όλη υπόθεση, δε συνάδει με τη λογική. Η Μ.Κ.1 ανάφερε ότι όταν ενημέρωσε τον Μ.Κ.2 ότι ο εφεσείων την χούφτωσε και την χάϊδεψε στον μηρό κατά την εκδήλωση στην Πολωνική πρεσβεία (αυτή ήταν η πρώτη φορά που της επιτίθετο άσεμνα) ο Μ.Κ.2 εξοργίστηκε. Ακολούθησαν όλες οι υπόλοιπες επιθέσεις και παρενοχλήσεις για τις οποίες ενημερωνόταν ο Μ.Κ.2 και αυτός εξοργιζόταν όταν την έβλεπε να είναι ράκος και να κλαίει. Τσαντιζόταν και «πούστη» ανέβαζε, «πούστη» κατέβαζε τον εφεσείοντα. Τέτοια συμπεριφορά σίγουρα δεν συνάδει με τη λογική. Αν οι πράξεις του εφεσείοντα ήταν μόνο απλές σεξουαλικές παρενοχλήσεις ίσως να δικαιολογείτο κάπως η Μ.Κ.1 να μην το καταγγείλει στην αστυνομία. Όμως ενέργειες όπως αυτές της 7ης κατηγορίας, ή της 27ης και της 28ης δεν είναι καθόλου λογικό να μην τις καταγγείλει αμέσως. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό κατά το οποίο ο εφεσείων εκσπερμάτωσε ως αποτέλεσμα αυνανισμού στην παρουσία της (γεγονός το οποίο δεν αποτελεί μέρος του κατηγορητηρίου) και αυτή όχι μόνο ανέχθηκε την κατάσταση αλλά πήγε και του έφερε και χαρτί για να σκουπιστεί.  Εφόσον όλα αυτά γίνονταν χωρίς την συγκατάθεση της αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία για την Μ.Κ.1 να φωνάξει τους υπόλοιπους συναδέλφους της και να εκθέσει τον εφεσείοντα που θα τον έβλεπαν σε αυτή την κατάσταση, αλλά δεν το έπραξε. Αν οι υπόλοιποι συνάδελφοι της έβλεπαν αυτό που έγινε, τότε ο εφεσείων θα βρισκόταν σε τέτοια δύσκολη και αδύναμη θέση που ο φόβος της ότι δυνατό να ενεργούσε για να απολυθεί θα εξουδετερωνόταν. Ενώ έδωσε ως δικαιολογία για το ότι δεν κατάγγειλε νωρίτερα τον εφεσείοντα, ότι το έκανε για χάρη της οικογένειας του και για να διατηρηθεί το καλό όνομα της πρεσβείας, ανεξήγητα, έπαυσαν αυτοί οι λόγοι να υπάρχουν.

Σημειώνουμε εδώ ότι οι παραπονούμενες ήσαν άτομα με αρκετή μόρφωση. Η Μ.Κ.1, περίπου 32 τότε ετών, είχε αποκτήσει στην Ελλάδα πτυχίο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και στον τομέα Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Είχε εργαστεί εκεί ως δημοσιογράφος.  Η Μ.Κ.10 περίπου 32 τότε ετών είχε πανεπιστημιακή μόρφωση.  Ήταν αρχαιολόγος/ οστεολόγος. Το όλο λεξιλόγιο της Μ.Κ.1 επίσης δείχνει πρόσωπο μη αφελές που αν αυτά που γίνονταν εναντίον της ήταν χωρίς τη συγκατάθεση της δεν ήταν λογικό να τα ανεχτεί. Για παράδειγμα στην υποβολή ότι είχε ερωτικό δεσμό με τον εφεσείοντα ενώ θα μπορούσε απλώς να αρνηθεί, απάντησε ως [*270]εξής:

«Α. Καμιά σχέση. Με αυτό τον άνθρωπο απαντώ ότι δεν έχω κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι ποτέ, δεν έχω κάμει έρωτα ποτέ μαζί του, το πέος δεν έχει μπει ποτέ στον κόλπο μου ή αντίστροφα.  ..........»

Σε άλλο μέρος της μαρτυρίας της, αναφερόμενη σε μια περίπτωση που ισχυρίστηκε ότι λίγο ενωρίτερα την παρενόχλησε ο εφεσείων, ρώτησε τον συνάδελφο της Νίκο να της πει αν στο μέτωπο της γράφει «πουτάνα». Σε άλλη περίπτωση ανάφερε ότι όταν ο εφεσείων της πρότεινε να του κάνει πεοθηλασμό αυτή αρνήθηκε και φεύγοντας του είπε «εγώ αυτά τα πράγματα τα κάνω με τον άντρα μου». Η θέση της ότι κρατούσε τα δώρα και χαρτάκια με σκοπό να «εκβιάσει αν χρειαστεί» τον εφεσείοντα δείχνει επίσης το χαρακτήρα και το επίπεδο πονηριάς της Μ.Κ.1.

Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι τα γεγονότα όπως ήσαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήσαν τέτοια που μπορούσαν λογικά να συνάδουν και με την εκδοχή του εφεσείοντα αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι άσεμνες ενέργειες λάμβαναν χώρα, ότι δηλαδή ήταν με τη συγκατάθεση της Μ.Κ.1 στα πλαίσια σχέσης που δημιουργήθηκε μεταξύ τους.

Στρεφόμαστε τώρα στην περίπτωση της Μ.Κ.10 Ραπτίδου. Ήδη αναφέραμε ότι η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι εναντίον της δεν έκανε οτιδήποτε από όσα του καταλογίστηκαν. Τα όσα η Μ.Κ.10 κατάθεσε στο δικαστήριο ήταν απλώς για να τον ενοχοποιήσει ικανοποιώντας έτσι την στενή φίλη και συνάδελφο της, Μ.Κ.1.

Τα όσα αναφέραμε για την Μ.Κ.1, ότι δηλαδή δεν ήταν λογικό να αναμένει τόσα χρόνια για να προβεί σε καταγγελία, ισχύουν σε κάποιο βαθμό και για την Μ.Κ.10. Σημειώνουμε εδώ ότι σε κάποιο στάδιο την ρώτησε ο Ανδρέας Κεττής, Μ.Κ.9 που ήταν ο δεύτερος τη τάξει εκεί στην πρεσβεία αν την παρενοχλούσε και αυτήν ο εφεσείων και η Μ.Κ.10 του απάντησε αρνητικά. Πριν τον Μάϊο του 2005 δεν του έκανε παράπονο, ούτε η Μ.Κ.10 αλλά ούτε και η Μ.Κ.1 παρόλο που ο ίδιος αναπληρούσε 2-3 φορές το χρόνο τον εφεσείοντα. Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι όπως η ίδια η Μ.Κ.10 αλλά και η Μ.Κ.1 κατάθεσαν, η Μ.Κ.10 κατάληξε να καταγγείλει την υπόθεση μετά από πιέσεις της Μ.Κ.1 για την οποία μάρτυρα ήδη αποφανθήκαμε ότι δεν ήταν αξιόπιστη μάρτυρας, καθώς επίσης και το γεγονός ότι οι παραπονούμενες αυτές είχαν τέτοια στενή φιλία σε σημείο που να περιγράφεται η Μ.Κ.10 ως ο άλλος εαυ[*271]τός (alter ego) της Μ.Κ.1, καταλήγουμε ότι ούτε η μαρτυρία αυτής της μάρτυρος ήταν ασφαλής για να στηρίξει καταδίκη. Η ίδια δεν είχε πει οτιδήποτε ούτε και στην Μ.Κ.1 αναφορικά με τις εναντίον της κατ’ ισχυρισμό παρενοχλήσεις μέχρι τον Μάϊο του 2005, παρόλο που η Μ.Κ.1 της είχε πει, όπως ισχυρίστηκε, από το Φεβρουάριο του 2003 ότι υφίστατο άσεμνες επιθέσεις και σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Λόγω της στενής τους φιλίας ήταν λογικό να αποκάλυπτε και αυτή στην Μ.Κ.1 τις εναντίον της επιθέσεις, αν πράγματι λάμβαναν χώρα.

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο προχώρησε σε καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, όπως απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις ως θέμα πρακτικής, απλώς προειδοποιώντας τον εαυτό του για τον κίνδυνο τέτοιας καταδίκης, κρίνουμε ότι η μαρτυρία ήταν τόσο αναξιόπιστη και αδύνατη ούτως ώστε η καταδίκη να καθίσταται ακροσφαλής. Τα όσα συζητούνται στην απόφαση ότι αποτελούν ενισχυτική μαρτυρία, καταγράφονται μόνο, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, «παρενθετικά πλέον».

Με βάση τα πιο πάνω και εφόσον οι παραπονούμενες έχουν κριθεί αναξιόπιστες δεν τίθεται θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας.

Παρά τα πιο πάνω, εξετάσαμε και το μέρος της απόφασης που το Κακουργιοδικείο καταγράφει τη μαρτυρία εκείνη που θεωρεί ότι αποτελεί ενίσχυση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1. Ο λόγος που το κάμνουμε θα γίνει αντιληπτός από την κατάληξή μας στο θέμα αυτό, που θα ακολουθήσει. Για το σκοπό αυτό λάβαμε υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (ως έχει τροποποιηθεί) όπως έχουν ερμηνευθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων, Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, Λιασίδης κ.?. ν. Αστυνομίας κ.?. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1, Καϊλής ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251, Αναστασίου ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 492, Δημήτρης Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ?.?.?. 100).

Στην Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) ο Αρτεμίδης Δ. (όπως ήταν τότε) σελ. 14 ανάφερε τα ακόλουθα:

«Δε συμφωνούμε με τις πιο πάνω σκέψεις και ιδιαίτερα με αυτά που υπογραμμίζουμε. Εμείς δε θα σχολιάσουμε την πιθανή [*272]συμπεριφορά της κυπριακής κοινωνίας όταν καταγγέλλονται τέτοιου είδους υποθέσεις. Ο νόμος, εκφραστής της αναμενόμενης ανθρώπινης συμπεριφοράς, αναμένει την άμεση αντίδραση και καταγγελία από το θύμα της παράνομης πράξης, ιδιαίτερα της σεξουαλικής. Η άμεση μάλιστα εκδήλωση παραπόνου θεωρείται τόσο σημαντική ώστε θεσμοθετημένη πρόνοια στον περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, άρθρο 10, να επιτρέπει, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της μη αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας, την κατάθεση στο Δικαστήριο του παραπόνου αυτού ως απόδειξη του καταγγελλόμενου γεγονότος ή και ενισχύσεως του. Και τούτο παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε το πιο πάνω άρθρο σε πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Λιασίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434). Εκείνο που έχει σημασία είναι η σκέψη του νομοθέτη πίσω από τη σχετική πρόνοια.»

Στην υπόθεση Γεωργιάδης τα αδικήματα (σεξουαλικής φύσης) είχαν διαπραχθεί σε χρόνο που οι παραπονούμενες ήταν σε ηλικία 14-15 ½ ετών και η καταγγελία στην αστυνομία έγινε όταν ενηλικιώθηκαν. Το Κακουργιοδικείο, για τους λόγους που είχε παραθέσει, δέχθηκε ότι η περίπτωση ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 10 του Κεφ. 9.

Το Εφετείο στις σελ. 18 και 19 ανάφερε τα εξής:

«Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τις πιο πάνω εξηγήσεις, και μάλιστα εξέφρασε την άποψη πως η συμπεριφορά των παραπονουμένων ήταν συμβατή με την ισχύουσα αντίδραση της κυπριακής κοινωνίας σε τέτοιας φύσεως θέματα. Έχουμε ήδη εκφράσει τη δική μας άποψη επί του ζητήματος. Εδώ θα μας απασχολήσει το ίδιο θέμα από μια άλλη, αυστηρά νομική γωνία.  Διαβάζοντας με προσοχή τη μαρτυρία των παραπονουμένων διαπιστώνουμε να ισχυρίζονται πως ό,τι έγινε εις βάρος τους ήταν χωρίς τη θέληση τους, εξ’ ου βέβαια και η καταδίκη του εφεσείοντα. Αυτός όμως ο ισχυρισμός παίρνει διαφορετική διάσταση όταν εξεταστεί το σύνολο της μαρτυρίας της κάθε παραπονούμενης, ιδιαίτερα κάτω από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για χρόνια δεν ανέφεραν τίποτε σε κανένα. Οι ίδιες μάλιστα είπαν πως η σοβαρότητα της εις βάρος τους διαγωγής του εφεσείοντα αξιολογήθηκε ορθά κατά την ενηλικίωση τους. Πρόβαλαν δηλαδή κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας τους τα συμβάντα πίσω στο χρόνο για να μεταφέρουν τις σοβαρές τους επιπτώσεις χρόνια μετά ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Έχουμε τη γνώμη πως η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας των [*273]παραπονουμένων, μαζί με τα υπόλοιπα δεδομένα της υπόθεσης, μειώθηκε σημαντικά. Η ίδια σκέψη θα έπρεπε να προβληματίσει το Κακουργιοδικείο, που αναμενόταν να συζητήσει την υπόθεση στο πλαίσιο που παρουσιάστηκε ενώπιον του. Αντί αυτού περιορίστηκε ουσιαστικά στην έκφραση της πεποίθησης του πως οι παραπονούμενες είπαν την αλήθεια.»

Στη δική μας περίπτωση, η μαρτυρία της Μ.Κ.1 και του Μ.Κ.2 ήταν ότι η Μ.Κ.1 προέβαινε σε παράπονο προς τον Μ.Κ.2 που θεωρείτο ως «ο άνδρας της» όπως το είπε, καθημερινά αμέσως μετά που λάμβαναν χώρα οι άσεμνες επιθέσεις και παρενοχλήσεις και για το μεγάλο χρονικό διάστημα που ήδη αναφέραμε. Όμως οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 όχι μόνο δεν προώθησαν αυτά τα παράπονα σε καταγγελία για σκοπούς δίωξης, αλλά αντίθετα φρόντιζαν να καλύπτουν και να διαψεύδουν τα συμβάντα. Εξάλλου η μαρτυρία για τα παράπονα της Μ.Κ.1 προς τον Μ.Κ.2 δεν ήταν για συγκεκριμένη διαγωγή αναφορικά με τα αδικήματα του κατηγορητηρίου, αλλά γενικά και αόριστα και για περιόδους που δεν καλύπτονται από το κατηγορητήριο. Μ’ αυτά τα γεγονότα και λαμβάνοντας εδώ υπόψη την ηλικία και μόρφωση των παραπονουμένων, διαφωνούμε με το Κακουργιοδικείο ότι τα όσα η Μ.Κ.1 έλεγε ως παράπονο στον Μ.Κ.2 αποτελούν άμεσο παράπονο με την έννοια του άρθρου 10 του Κεφ. 9. Καμιά από τις προαναφερθείσες υποθέσεις που ερμήνευσαν το άρθρο 10 δικαιολογεί τη θεώρηση των παραπόνων, στη δική μας περίπτωση, ως τέτοιων όπως τα θεώρησε το Κακουργιοδικείο. Σημειώνουμε ότι ο βασικός μάρτυρας που επανάλαβε αυτά που ισχυρίστηκε η Μ.Κ.1 ότι έχει υποστεί είναι ο Μ.Κ.2. Η άλλη μαρτυρία που το δικαστήριο έκρινε ότι αποτελούσε ενίσχυση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 είναι ασαφής, γενική και δεν αναφέρεται σε γεγονότα που καλύπτονται από το κατηγορητήριο.  Για παράδειγμα το Κακουργιοδικείο θεώρησε τα χειρόγραφα σημειώματα τεκμ. 2, 3 και 4 ότι αποτελούσαν ενίσχυση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1. Αυτά ήσαν πολύ σύντομα στιχάκια, ερωτικού περιεχομένου, που είχαν γραφεί από τον εφεσείοντα. Εξετάζοντας το περιεχόμενο τους έχουμε καταλήξει ότι αυτό δεν ήταν τέτοιο που η μοναδική του ερμηνεία να υποστήριζε την εκδοχή της Μ.Κ.1 για άσεμνες επιθέσεις ή σεξουαλική παρενόχληση. Σημειώνουμε ότι τα ίδια χειρόγραφα σημειώματα αποτέλεσαν αντικείμενο των κατηγοριών 9, 10 και 11 αντίστοιχα για σεξουαλική παρενόχληση αλλά ο εφεσείων αθωώθηκε για το λόγο ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι αυτά γράφηκαν σε χρόνο που ο σχετικός νόμος στον οποίο βασίζονταν ήταν σε ισχύ.

Παρόμοια, το γεγονός ότι ο Μ.Κ.9 Κεττής είχε δει σε κάποιο [*274]στάδιο (πολύ πριν την καταγγελία της υπόθεσης) την Μ.Κ.1 να εξέρχεται από το γραφείο του εφεσείοντα «σε έξαλλη κατάσταση και να βρίζει σε έντονο ύφος» χωρίς να είχε παραπονεθεί τότε η Μ.Κ.1 ότι ο θυμός της και η υβρισία συνδέονταν με οποιοδήποτε παράπονο για άσεμνη επίθεση ή σεξουαλική παρενόχληση από τον εφεσείοντα δεν ήταν αρκετό για ενίσχυση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1.

Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Nvoorwzefr v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 505) η εσφαλμένη εντύπωση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με  μέρος των όσων θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία, δεν μπορεί να αφήσει άθικτη την καταδίκη ενόψει της αρχικής κατάληξης ότι η μαρτυρία του συνεργού ήταν από μόνη της αρκετή, χωρίς ενίσχυση.

Έτσι, και γιαυτό το λόγο, θα έπρεπε και πάλιν η καταδίκη να ακυρωθεί.

Tελειώνοντας, παρατηρούμε ότι έστω και αν τα γεγονότα είχαν διαδραματιστεί κάτω από τις συνθήκες που ο εφεσείων ισχυρίστηκε, η όλη διαγωγή του ήταν απαράδεκτη, ηθικά ανεπίτρεπτη, πολλές φορές χυδαία, αλλά και ταπεινωτική, τόσο γιαυτόν όσο και για όσους αυτή επηρέαζε. Η συμπεριφορά του αυτή στον χώρο εργασίας εξέθετε και τον ίδιο υπό την ιδιότητά του ως επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής, αλλά και την διπλωματική υπηρεσία του κράτους γενικά και κατ’ επέκταση και την Κυπριακή Δημοκρατία, που του εμπιστεύθηκε την εκπροσώπησή της στην ξένη χώρα.

Με βάση όλα τα πιο πάνω η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η καταδίκη και ποινή του εφεσείοντα ακυρώνονται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες.

Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη και ποινή του εφεσείοντος ακυρώνονται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο