(2007) 2 ΑΑΔ 341
[*341]4 Ιουλίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 113/2006)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 130/2006)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΜΙΧΑΛΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 113/2006, 130/2006)
Ποινή ― Βιασμός ― Εφεσείων διέπραξε το αδίκημα του βιασμού ασκώντας σωματική και ψυχική βία εναντίον της παραπονούμενης ― Εφεσείων εβαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες που επίσης είχαν το στοιχείο της βίας ― Προσωπικές περιστάσεις ― Έκθεση κοινωνικής έρευνας ― Επιβολή ποινής φυλάκισης οκτώ ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Αποδοχή μαρτυρίας θύματος βιασμού χωρίς ενισχυτική μαρτυρία και κατόπιν συνεχών προειδοποιήσεων ως προς τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας αυτής ― Προσέγγιση Κακουργιοδικείου κρίθηκε ορθή κατ’ έφεση.
[*342]Απόδειξη ― Πρώτο παράπονο ― Ο περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ.9, Άρθρο 10 ― Βιασμός ― Παράπονο από το θύμα στην Αστυνομία αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος με το οποίο ανέφερε τον αριθμό του αυτοκινήτου του δράστη ― Ορθά θεωρήθηκε ως πρώτο παράπονο ― Το πρώτο παράπονο μπορεί να θεωρηθεί και ως ενισχυτική μαρτυρία.
Απόδειξη ― Ιατρική μαρτυρία ― Μαρτυρία ιατροδικαστή σε υπόθεση βιασμού ― Κατά πόσο η απουσία τραυμάτων στο σώμα του θύματος, παρά τη θέση του ότι δέχτηκε κτύπημα για να ενδώσει στις ορέξεις του δράστη, ήταν ασυμβίβαστη με τη μαρτυρία του ιατροδικαστή ότι ασκήθηκε στο θύμα σωματική βία ― Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση απαγωγής, βιασμού και κλοπής χρηματικού ποσού ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της ετυμηγορίας του Κακουργιοδικείου ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε τρεις κατηγορίες για απαγωγή, βιασμό και κλοπή του ποσού των £ 150.- και του επιβλήθηκαν, αντιστοίχως, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, τριών, οκτώ και ενός έτους. Άσκησε έφεση κατά της καταδίκης και κατά της ποινής, ως έκδηλα υπερβολικής. Η Δημοκρατία άσκησε έφεση κατά της ποινής των οκτώ ετών για το βιασμό, ως έκδηλα ανεπαρκούς.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκαν από το Κακουργιοδικείο, η παραπονούμενη, Λετονή υπήκοος ηλικίας 40 ετών, συνάντησε τον εφεσείοντα καθ’ οδόν προς το κέντρο Παραλιμνίου, τον οποίο δεν είχε ξαναδεί και ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο υπ’ αρ. εγγραφής UΗ225. Του είπε ότι ήθελε να πάει στο Παραλίμνι και αυτός προθυμοποιήθηκε να την μεταφέρει, εξηγώντας του με τα λίγα αγγλικά που γνώριζε καθώς και με νοήματα τον ακριβή προορισμό της. Ο εφεσείων αντί να την μεταφέρει στον προορισμό της, άλλαξε πορεία οδηγώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση και εισήλθε σε πάροδο της λεωφόρου Πρωταρά. Η παραπονούμενη, η οποία είχε αντιληφθεί τις προθέσεις του αντέδρασε κλαίοντας και έχοντας την πόρτα του αυτοκινήτου ανοικτή ελπίζοντας ότι θα γινόταν αντιληπτή από κάποιο άλλο οδηγό ο οποίος θα αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε και θα προσέτρεχε σε βοήθειά της. Ο εφεσείων σε απάντηση στις παρακλήσεις της παραπονούμενης να την αφήσει να φύγει, απάντησε “θέλω σεξ”. Όταν ο εφεσείων έφθασε σε ερημική περιοχή στάθμευσε το αυτοκίνητό του και η παραπονούμενη μη έχο[*343]ντας άλλη επιλογή του είπε “ok., you want sex, ok.”. Τότε ο εφεσείων για μια περίπου ώρα ήλθε σε σαρκική επαφή μαζί της στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και τελείωσε μόνος του εκσπερματώνοντας στην κοιλιά και στο στήθος της. Όταν τελείωσε ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Αμέσως μετά σταμάτησε και πάλι και της ζήτησε την τσάντα της. Αυτή αρνήθηκε να του τη δώσει και του έδωσε το ποσό των £ 150.- στην προσπάθειά της να αποφύγει την απώλεια ολόκληρης της τσάντας της. Αμέσως μετά ο εφεσείων άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και την έσπρωξε έξω αφήνοντάς την στο σημείο αυτό και εγκαταλείποντας τη σκηνή ο ίδιος. Αμέσως μετά η παραπονούμενη κατήγγειλε το βιασμό της από τον εφεσείοντα στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν τον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Συγκεκριμένα ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα προσέδωσε βαρύτητα στο παράπονο που η παραπονούμενη προέβη για το βιασμό και επίσης στη μαρτυρία της αναφορικά με τη βία που ασκήθηκε. Σε σχέση με το θέμα της βίας υποβλήθηκε πως η μαρτυρία που δόθηκε ήταν ασυμβίβαστη προς τις διαπιστώσεις του ιατροδικαστή ΜΚ4 πως δεν εντοπίστηκαν οι εξωτερικές κακώσεις τις οποίες η παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί από τον εφεσείοντα στην κοιλιά και στο τριχωτό μέρος της κεφαλής της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο εφεσείων απέτυχε να τεκμηριώσει οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο το Εφετείο δικαιολογείται να παρέμβει στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο.
2. Το Εφετείο παρεμβαίνει σε έφεση εναντίον της ποινής όταν σημειώθηκε σφάλμα αρχής ή εφόσον η ποινή είναι έκδηλα εκτός μέτρου. Στην υπό κρίση έφεση δεν έχει διαπιστωθεί τέτοιο σφάλμα ή τέτοια υπέρβαση προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση.
H έφεση κατά της καταδίκης και οι εφέσεις κατά της ποινής απορρίφθηκαν.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 850/06), ημερομηνίας 25/5/06.
[*344]Γρ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 113/06 και για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση Αρ. 130/06.
Ηλ. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση Αρ. 113/06 και για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 130/06.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, για απαγωγή, βιασμό και κλοπή του ποσού των £150.- και του επιβλήθηκαν, αντιστοίχως, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, τριών, οκτώ και ενός έτους. Άσκησε έφεση κατά της καταδίκης και κατά της ποινής, ως εκδήλως υπερβολικής. Η Δημοκρατία άσκησε έφεση κατά της ποινής των οκτώ ετών για το βιασμό, ως εκδήλως ανεπαρκούς.
Έρεισμα της καταδίκης ήταν η μαρτυρία της παραπονούμενης που περιέγραψε με λεπτομέρεια όσα, κατά την εκδοχή της, υπέστη από τη στιγμή της εισόδου της στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα, γύρω στις 1.30 π.μ. της 26.2.06, στη λεωφόρο Πρωταρά στο Παραλίμνι, ως τη στιγμή που ο εφεσείων την εγκατέλειψε, αφού της απέσπασε και το ποσό των £150.- σε ένα χωράφι, σε ερημική περιοχή. Συναφώς και η μαρτυρία του αστυφύλακα Τ. Δημητρίου του Αστυνομικού Σταθμού Παραλιμνίου όπου η παραπονούμενη κατέφυγε, αμέσως μετά. Σημειώνουμε πως η υπόλοιπη μαρτυρία για την κατηγορούσα αρχή προερχόταν από αστυνομικό που κατέθεσε διάφορες φωτογραφίες, από τον ιατροδικαστή Σ. Σοφοκλέους τη μαρτυρία του οποίου επικαλείται ο εφεσείων και από τον αστυνομικό που εξέτασε την υπόθεση. Ο εφεσείων δεν κάλεσε μάρτυρες αλλά κατέθεσε ο ίδιος, ενόρκως. Παραδεχόταν πως είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη. Με τη θέλησή της, όμως, και δεν της έκλεψε το ποσό των £150. Τη μαρτυρία του τη συνόψισε το Κακουργιοδικείο ως ακολούθως:
«Κατέθεσε ότι το βράδυ της 25.2.06 βρισκόταν σε μπυραρία. Φεύγοντας απ’ εκεί πέρασε από περίπτερο απ’ όπου αγόρασε τρεις με τέσσερις μπύρες και ακολούθως πήγε στην παραλία για να ηρεμήσει.Ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει. Γύρω στις 1:00 με 2:00 π.μ. της 26.2.06 και οδηγώντας το αυτοκίνητο του επί της λεωφόρου Πρωταρά αντιλήφθηκε μία κοπέλα, την πα[*345]ραπονούμενη, να κάνει ωτοστόπ και σταμάτησε. Η παραπονούμενη ‘ήρτεν βουρητή στο αυτοκίνητο μου και μου λέγει Παραλίμνι’. Μπήκε στο αυτοκίνητο. Καθοδόν προς το Παραλίμνι ο κατηγορούμενος έβαλε το χέρι του ‘στη ζάμπα της’. Αυτή δεν αντιστάθηκε και ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να συνεννοηθεί μαζί της ‘μισά Ελληνικά, μισά Εγγλέζικα μισά την γλώσσα της’. Επειδή δεν έφερε αντίσταση στο άγγιγμα του θεώρησε ότι ‘τα ήθελε’, έτσι βγήκε από τον κύριο δρόμο και προχώρησε στα χωράφια. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και στη συνέχεια κατέβηκε και η παραπονούμενη. Προσπαθούσε να συνεννοηθεί μαζί της και την αγκάλιασε για να ‘βοηθήσει την κατάσταση’. Η παραπονούμενη ‘δεν αντιστεκόταν σε τίποτε’. Έκατσε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και έβγαλε το παντελόνι της. Αυτός της κατέβασε το εσώρουχο και ακολούθως έκαναν έρωτα. Η μόνη στιγμή που αντιστάθηκε η παραπονούμενη ήταν όταν ο κατηγορούμενος προσπάθησε να βάλει το δάκτυλο του στον πρωκτό της. Του πήρε το χέρι και αυτός σταμάτησε. Ουδέποτε άσκησε οποιαδήποτε βία εναντίον της ούτε την κτύπησε, ούτε αντιλήφθηκε σε κανένα σημείο να μην θέλει να κάνουν έρωτα. Το μόνο που αντιλήφθηκε είναι ότι μόλις εισήλθε στο αυτοκίνητο και όταν την άγγιζε στο πόδι και χωρίς να φέρνει καμία αντίσταση, του είπε ότι δεν είναι ‘κούρβα’, δηλαδή, όπως κατάλαβε ο κατηγορούμενος, ‘πουτάνα’. Αρνήθηκε επίσης ότι της πήρε οποιαδήποτε χρήματα. Επεξηγώντας γιατί μετά τη σαρκική επαφή τους την εγκατέλειψε στα χωράφια, είπε τα εξής: ‘Διότι από τη στιγμή που μπήκε στο αυτοκίνητο και είχα το χέρι πάνω στη ζάμπα της χωρίς να μου φέρει αντίσταση, χωρίς τίποτε και γυρίζει μου λέγει δεν είμαι πουτάνα, όπως το είπα προηγουμένως, δεν ξέρω αν έχει κάποια σημασία ο τρόπος που το λέγω τώρα, πήγαμε κάναμε έρωτα χωρίς πρόβλημα, μετά που είχε να φύγουμε την άφησα εκεί, έτσι μου ήρθε εκείνη την ώρα όπως το είπα. Αυτό σκέφτηκα εκείνη την ώρα. Που τη στιγμή που μου λέγει δεν είμαι πουτάνα ενώ έχω το χέρι πάνω και δεν μου φέρνει καμία αντίσταση, έτσι μου ήρθε εκείνη την ώρα και έφυγα και την άφησα. Δεν το θεώρησα κάτι το, εντάξει σίγουρα ήταν λάθος».
Παραθέτουμε και τις περαιτέρω επεξηγήσεις του κατά την αντεξέτασή του, επίσης όπως τις συνόψισε το Κακουργιοδικείο. Δέκτηκε πως κάποια στιγμή η παραπονούμενη είπε «στοπ – στοπ, όχι» αλλά ήταν καθαρό από την ενέργειά της πως δεν το εννοούσε. Και, περαιτέρω:
«Επέμενε ότι όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητο του η παρα[*346]πονούμενη ήρθε κοντά του και την αγκάλιασε. Στη συνέχεια προσπάθησε να μιλήσουν ‘για να κάνουμε έρωτα, δεν βρίσκαμεν άκρη’. Τότε αυτός άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου. Η παραπονούμενη κατάλαβε, κατέβασε το παντελόνι της ‘και τα ρούχα της που πάνω’ και ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα. Ο ίδιος δεν της ζήτησε να κάνουν στοματικό έρωτα. Έκαναν όμως φυσιολογικά έρωτα για μία περίπου ώρα. Στη συνέχεια βγήκε από μέσα της και αφού τον χάιδεψε εκσπερμάτωσε στο στήθος και την κοιλιά της. Επέμενε ότι όλα έγιναν με τη συναίνεση της και ένιωθαν και οι δύο ‘ωραία’. Η μόνη αντίσταση που προέβαλε η παραπονούμενη ήταν όταν αυτός προσπάθησε να βάλει το δάκτυλο του στον πρωκτό της. Κατέληξε αντεξεταζόμενος λέγοντας ότι στη συνέχεια της πρόσφερε τσιγάρο και αφού κάπνισαν μαζί ξεκίνησαν να φύγουν. Μόλις προχώρησαν λίγο σταμάτησε και της είπε να κατεβεί από το αυτοκίνητο. Αυτή όχι μόνο κατέβηκε αλλά και τον καληνύχτισε.».
Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία και κατέληξε πως η παραπονούμενη είπε την αλήθεια. Τα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφασή του είναι χαρακτηριστικά:
«Η παραπονούμενη μέσα από τη μαρτυρία της παρέθεσε με συγκλονιστική παραστατικότητα χρονολογικά και βήμα προς βήμα τις αντιδράσεις του κατηγορούμενου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συναίνεσε τελικά να έχει σαρκική επαφή μαζί του. Προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα να ξεφύγει. Η ψυχολογική κατάσταση του κατηγορούμενου, οι απειλές του και η βία που ασκούσε εναντίον της είχαν ως αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσει – απόλυτα δικαιολογημένα υπό το φως του συνόλου των συνθηκών – ότι η μόνη διέξοδος διαφυγής της ήταν να υποκύψει στις ορέξεις του.
………………….
Η όλη παρουσία της παραπονούμενης στο Δικαστήριο μας έκανε εξαιρετικά θετική εντύπωση. Τίποτα δεν κλόνισε τη μαρτυρία της. Έχουμε κατά νουν τη φύση του αδικήματος του βιασμού, το οποίο εμπίπτει σε αυτά που καλύπτονται από το στοιχείο της σεξουαλικής υφής και την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Όχι ως θέμα νομοθετικής επιταγής αλλά πρακτικής. Είναι βεβαίως γνωστό ότι η αναγκαιότητα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας δεν είναι απόλυτη. Το Δικαστήριο, νοουμένου ότι αποδέχεται [*347]τη μαρτυρία της παραπονούμενης σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα, μπορεί να ενεργήσει στηριζόμενο μόνο σε αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι προειδοποιεί τον εαυτό του για τους κινδύνους να βασιστεί αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρία χωρίς ενίσχυση.
Έχουμε ήδη καταλήξει ως προς την εξαιρετικά θετική εντύπωση που έκανε η παραπονούμενη στο Δικαστήριο καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της. Αναλύσαμε επίσης και αξιολογήσαμε τα όσα ενώπιον μας έθεσε σφαιρικά και σε συσχέτιση με την υπόλοιπη μαρτυρία. Σταθμίσαμε κάθε λεπτομέρεια και κάθε απάντηση της και χωρίς να κατατεμαχίσουμε τη μαρτυρία της εστιάσαμε την προσοχή μας στα σημεία εκείνα που απετέλεσαν το πυρήνα της υπόθεσης. Διαπιστώσαμε, ως αποτέλεσμα εξονυχιστικής ανάλυσης της μαρτυρίας της, ότι αυτή αποτελεί ένα συμπαγές σύνολο και την αποδεχόμαστε χωρίς κανένα ενδοιασμό ως αξιόπιστη. Έχοντας αναλογισθεί σε υπέρτατο βαθμό τους κινδύνους της αποδοχής της μαρτυρίας αυτής χωρίς ενίσχυση και κατόπιν συνεχών και έντονων αυτοπροειδοποιήσεων μας, καταλήξαμε ότι η ποιότητα, η δύναμη και η πειστικότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης είναι τέτοια που μπορούμε, και έτσι αισθανόμαστε με βεβαιότητα, να βασιστούμε με απόλυτη ασφάλεια σ’ αυτήν χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη μας καταγράφουμε, παρενθετικά πλέον, ότι ενισχυτική μαρτυρία σε σχέση με το σεξουαλικό αδίκημα υπάρχει. Είναι το παράπονο που έγινε από την παραπονούμενη στον Αστυνομικό, ΜΚ2, τις πρωινές ώρες τις 26.2.06. Η άμεση αυτή καταγγελία κατατάσσεται στις παραμέτρους που συνιστούν πρώτο παράπονο, όπως αυτό ορίζεται από το άρθρο 10 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. O Αστυνομικός ήταν υπό τις συνθήκες των γεγονότων το πρόσωπο στο οποίο ήταν φυσικό ότι θα παραπονείτο η ΜΚ1 αναφορικά με το αδίκημα. Δεν αναμένεται να υπέβαλλε παράπονο στο άγνωστο της πρόσωπο που συνάντησε προηγουμένως και το οποίο την μετέφερε στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου. Υπό τις δοσμένες περιστάσεις της υπόθεσης η υποβολή του παραπόνου έγινε ευθύς αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος. Περαιτέρω η είσοδος της παραπονούμενης στον Αστυνομικό Σταθμό και η άμεση προσπάθεια της να περιγράψει τι έγινε κατατάσσουν τις όλες ενέργειες της στα πλαίσια του αυθόρμητου, προϋπόθεση η οποία επίσης τίθεται από το άρθρο 10».
Ενώ η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν εντελώς αναξιόπιστη. [*348]Παραθέτει συναφώς το Κακουργιοδικείο αντιφάσεις, παλινδρομήσεις και αφύσικες προσεγγίσεις και καταλήγει ως ακολούθως:
«Συνοψίζοντας καταγράφουμε ότι η όλη εκδοχή του κατηγορούμενου στερείται λογικής. Είναι αφύσικο να εισέρχεται μία γυναίκα στο αυτοκίνητό του, να αντιλαμβάνεται ο ίδιος – όπως παραδέχθηκε – ότι κάπου ήθελε να μεταβεί, να την αγγίζει με το χέρι του στα πόδια της, να του ζητά αυτή να σταματήσει να το κάνει, να μην μπορούν στης συνέχεια να συνεννοηθούν, να την μεταφέρει σε απόμακρη και απομονωμένη περιοχή, να μην αντιλαμβάνεται η γυναίκα μέχρι σ’ αυτό το σημείο ότι αυτός ήθελε να κάνουν έρωτα και αμέσως μετά ο κατηγορούμενος να ανοίγει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου του και η γυναίκα καταλαβαίνοντας πλέον τις επιθυμίες του να βγάζει το παντελόνι της και να ξαπλώνει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου συναινώντας στη μεταξύ τους σαρκική επαφή.
Το σύνολο των πιο πάνω νεφελωδών τοποθετήσεων του κατηγορούμενου δεν είναι παρά εκ των υστέρων σκέψεις και κατασκευάσματα. Η μαρτυρία του ως αναξιόπιστη απορρίπτεται».
Στη βάση, λοιπόν, της μαρτυρίας της παραπονούμενης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στις διαπιστώσεις αναφορικά με τα γεγονότα και, συνακολούθως, στην κρίση πως αποδείχθηκαν όλες οι κατηγορίες. Ως ακολούθως:
«Η παραπονούμενη, 40 ετών, διαζευγμένη και μητέρα μίας θυγατέρας 20 ετών, είναι Λετονή υπήκοος. Αφίχθηκε στην Κύπρο την 6.8.05 προκειμένου να εργαστεί και διαμένει στο συγκρότημα διαμερισμάτων La Rome, το οποίο βρίσκεται στη λεωφόρο Πρωταρά στο Παραλίμνι. Λίγο μετά την άφιξη της και μέχρι, τουλάχιστον, το χρόνο ακρόασης της υπόθεσης διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με αλλοδαπό. Το βράδυ της 25.2.06 πήγε με την κόρη της σε μπυραρία της περιοχής Παραλιμνίου. Έφυγαν γύρω στα μεσάνυχτα περπατητές επιστρέφοντας στο διαμέρισμα τους. Όταν έφθασαν η παραπονούμενη είπε της κόρης της να κοιμηθεί και η ίδια έφυγε προκειμένου να επισκεφθεί το πρόσωπο με το οποίο συνδεόταν. Είχαν τσακωθεί προηγουμένως και ήθελε να αποκαταστήσει τις σχέσεις τους ζητώντας του συγνώμη. Ξεκίνησε περπατώντας με κατεύθυνση το κέντρο Παραλιμνίου όπου και διαμένει το πρόσωπο αυτό. Θα χρειαζόταν 20 με 30 περίπου λεπτά για να φθάσει. Ενώ προχώρησε λίγο σταμάτησε δίπλα της ο κατηγορούμενος, τον οποίο δεν είχε ξαναδεί, ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο υπ’ αρ. εγγραφής UΗ [*349]225. Του είπε ότι ήθελε να πάει στο Παραλίμνι και αυτός προθυμοποιήθηκε να την μεταφέρει. Μπήκε στο αυτοκίνητο του και με τα λίγα Αγγλικά που γνωρίζει, καθώς επίσης και με νοήματα, του εξηγούσε τον ακριβή προορισμό της. Πλησιάζοντας στο σημείο αποβίβασης της ο κατηγορούμενος ελάττωσε ταχύτητα και η παραπονούμενη άνοιξε την πόρτα για να κατεβεί. Τη στιγμή αυτή ο κατηγορούμενος ανέπτυξε και πάλιν ταχύτητα και η συμπεριφορά του άλλαξε. Ενώ προηγουμένως ήταν φυσιολογική άρχισε να θυμώνει και να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα. Η παραπονούμενη έκλαιε και τον παρακαλούσε να σταματήσει για να κατεβεί. Αντί αυτού ο κατηγορούμενος αλλάζοντας πορεία οδήγησε το αυτοκίνητό του προς την αντίθετη κατεύθυνση και εισήλθε σε πάροδο της λεωφόρου Πρωταρά, η οποία – πάροδος – βρίσκεται κοντά στην υπεραγορά Ορφανίδη. Η παραπονούμενη εξακολουθούσε να κλαίει και να έχει την πόρτα του αυτοκινήτου ανοικτή ελπίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι κάποιος άλλος οδηγός θα αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε και θα προσέτρεχε σε βοήθεια της. Όταν το αυτοκίνητο εισήλθε στην πάροδο η παραπονούμενη έκλεισε την πόρτα και άρχισε με ήρεμο τόνο να μιλά στον κατηγορούμενο, προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Του έλεγε ότι είναι ‘φυσιολογική γυναίκα’ και του ζητούσε να την αφήσει να φύγει. Αυτός της απάντησε ‘θέλω σεξ’. Φθάνοντας σε ερημική περιοχή ο κατηγορούμενος σταμάτησε το αυτοκίνητο του και κατέβασε το παντελόνι του. Η παραπονούμενη επιχείρησε να βρει ευκαιρία διαφυγής, αρχικά λέγοντας του ψέματα ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα, αργότερα ότι θα έκανε εμετό και ακολούθως προτρέποντας τον να την μεταφέρει στο σπίτι της και να κάνουν εκεί έρωτα. Όταν αυτός αντιλήφθηκε τις προθέσεις της, θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να της φωνάζει ‘I kill you’. Η παραπονούμενη γονατιστή τον παρακάλεσε να την αφήσει να φύγει. Άρχισε να συμπεριφέρεται και αυτή ‘υστερικά’ και ο κατηγορούμενος της έκλεισε το στόμα με το χέρι του για να μην φωνάζει. Την κτύπησε επίσης στην κοιλιά και κρατώντας την από τα μαλλιά έσπρωχνε το κεφάλι της στο μπακάζ του αυτοκινήτου. Η παραπονούμενη προσπαθούσε να προστατευθεί βάζοντας τα χέρια της μπροστά από το πρόσωπο της. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και αντιλαμβανόμενη ότι δεν είχε κανένα περιθώριο διαφυγής είπε στον κατηγορούμενο ‘οk, you want sex, ok’. Τότε ο κατηγορούμενος άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου του και αφού η παραπονούμενη ξάπλωσε ανάσκελα της κατέβασε το παντελόνι, έβγαλε και αυτός τα ρούχα του και της ζήτησε να του κάνει στοματικό έρωτα. Αυτή το απέφυγε αναφέροντάς του ότι θα έκανε εμετό. Στη συνέχεια έβαλε το πέος του στα γεννη[*350]τικά της όργανα και για μία περίπου ώρα και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες είχαν σαρκική επαφή. Η παραπονούμενη καθ’ όλο το διάστημα έκλαιε, πονούσε και είχε τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές κοντά στο στόμα της. Ο κατηγορούμενος αδυνατούσε να εκσπερματώσει και βγάζοντας το πέος του από τον κόλπο της παραπονούμενης της ζήτησε να τον χαϊδέψει. Αυτή όμως βρισκόμενη σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και κλαίοντας συνεχώς αρνήθηκε. Έτσι αυτός τέλειωσε μόνος του εκσπερματώνοντας στην κοιλιά και στο στήθος της. Ακολούθως, έχοντας πλέον ηρεμήσει, της είπε να καθίσει στη θέση του συνοδηγού και ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Αμέσως μετά όμως σταμάτησε και πάλιν και της ζήτησε την τσάντα της. Αυτή αρνήθηκε να του την δώσει γιατί είχε προσωπικά της έγγραφα και δεν ήθελε να τα απωλέσει. Τότε ο κατηγορούμενος της είπε να του δώσει τα λεφτά που υπήρχαν στην τσάντα και τα οποία ήταν Λ.Κ.150. Η παραπονούμενη λόγω της άσχημης ψυχολογικής κατάστασης της και στην προσπάθεια της να αποφύγει την απώλεια ολόκληρης της τσάντας του τα έδωσε. Αμέσως μετά ο κατηγορούμενος άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και την έσπρωξε έξω αφήνοντας την στο σημείο αυτό και εγκαταλείποντας ο ίδιος την σκηνή. Η παραπονούμενη φοβούμενη μήπως επιστρέψει ξανά μετακινήθηκε προς το κεντρικό δρόμο, τη λεωφόρο Πρωταρά, συνεχίζοντας να κλαίει δυνατά. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε και του ζήτησε να την μεταφέρει στην Αστυνομία. Την πήρε στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου, όπου κλαίοντας περιέγραψε με νοήματα και με τα λίγα αγγλικά που γνωρίζει τον βιασμό της από τον κατηγορούμενο στον επί καθήκοντι Αστυνομικό, ΜΚ2. Πάνω σε μία κόλλα χαρτί έγραψε τον αριθμό αυτοκινήτου UΗ 225.
Η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας μέσα από τη μαρτυρία που προσέφερε και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο τα συστατικά στοιχεία του συνόλου των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος».
Οι λόγοι έφεσης δεν αφορούν σε οτιδήποτε από την καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με όσα κρίθηκε ότι έδειχναν πως ο εφεσείοντας ήταν εντελώς αναξιόπιστος. Αφορούν, αποκλειστικά, στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε η μαρτυρία της παραπονούμενης. Και αυτό, με αποσπασματική αναφορά σε ορισμένες λεπτομέρειες, ενδεικτικές όμως κατά τον ίδιο, του επισφαλούς της στήριξης σ’ αυτή της καταδίκης. Επικαλούμενος τη μαρτυρία του αστυφύλακα Τ. Δημητρίου, συνεπώς αποδεχόμενος πως αμέσως μετά τα συμβάντα η παραπονούμενη μετέβη στον αστυνο[*351]μικό σταθμό και υπέβαλε το παράπονό της για το βιασμό και τα άλλα, θεωρεί πως η λέξη «autostop» που εκείνος είπε ότι χρησιμοποίησε, βρίσκεται σε ουσιώδη αντίθεση προς τη δική της μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία ήταν ο εφεσείων που σταμάτησε και προσφέρθηκε να τη μεταφέρει. Επίσης τη μαρτυρία του, όπως την αποδίδει ο ίδιος, πως η παραπονούμενη ήταν καλοντυμένη και κτενισμένη και πως ήταν εκείνος που της είπε να γράψει τον αριθμό του αυτοκινήτου και όχι αντιστρόφως. Θεωρεί επίσης πως η μαρτυρία αναφορικά με τη βία που ασκήθηκε είναι ασυμβίβαστη προς τη διαπίστωση του ιατροδικαστή πως δεν βρέθηκαν κακώσεις στο σώμα της. Ενώ, ως προς αυτό, υποστηρίζει και πως στην κατάθεσή της στην αστυνομία η παραπονούμενη δεν ανέφερε πως ο εφεσείων άσκησε βία εναντίον της.
Αυτές ήταν εισηγήσεις που υποβλήθηκαν και πρωτοδίκως και το Κακουργιοδικείο τις εξέτασε παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους είτε δεν είχαν έρεισμα είτε αφορούσαν σε αδιάφορες λεπτομέρειες. Το διαπιστώνουμε και εμείς πως δεν υπάρχει η προβληθείσα διαφορά μεταξύ της ένορκης κατάθεσης της παραπονούμενης και της γραπτής κατάθεσής της στην Αστυνομία. Ούτε είναι ακριβές ότι ο αστυφύλακας κατέθεσε ότι είδε την παραπονούμενη καλοντυμένη και κτενισμένη. Η παραπονούμενη, όπως κατέθεσε, ήταν ντυμένη κανονικά και η περαιτέρω αναφορά του πως και η εμφάνισή της ήταν κανονική, σαφώς τελούσε και υπό τα άλλα σύμφωνα με τα οποία παρουσίασε μια άσχημη εικόνα, έκλαιγε και έτρεμε. Και σημειώνουμε πως από μόνη τη χρήση της λέξης ‘autostop’ όταν η παραπονούμενη ελάχιστα αγγλικά γνώριζε και ταυτοχρόνως χρησιμοποιούσε νοήματα για να συνεννοηθεί, δεν μπορεί να έχει τις προεκτάσεις που επιδιώκει να της προσδώσει ο εφεσείων. Όπως συμφωνούμε και με την ανάλυση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τη μαρτυρία του ιατροδικαστή, ως προς την οποία ο εφεσείων ουδέν ανέφερε. Εξήγησε το Κακουργιοδικείο, με αναφορά και στην ίδια τη μαρτυρία του ιατροδικαστή, πως δεν ήταν ανακόλουθο να είχε υποστεί τις πράξεις βίας που περιέγραψε προς το μη εντοπισμό εξωτερικών κακώσεων. Παραθέτουμε και ως προς αυτή την πτυχή το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου:
«Η παραπονούμενη κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος άσκησε βία εναντίον της. Την εξειδίκευσε σε κτύπημα στην κοιλιά και τράβηγμα των μαλλιών με ταυτόχρονη επαφή του τριχωτού της κεφαλής της στο μπακάζ του αυτοκινήτου. Κατέθεσε περαιτέρω ότι η ίδια σε καμία περίπτωση δεν κτύπησε τον κατηγορούμενο. Ο ΜΚ4 εξήγησε ότι ο εντοπισμός κακώσεων από κτυπή[*352]ματα εξαρτάται από την ένταση τους και τον τρόπο πρόκλησης τους. Είναι το κατάλληλο στάδιο να αναφέρουμε ότι τα όσα ο Ιατροδικαστής κατέθεσε τεκμηριώθηκαν επιστημονικά. Ο μάρτυρας επεξήγησε ενώπιόν μας τις θέσεις του και αιτιολόγησε τα ευρήματά του. Παρέμενε ουσιαστικά αναντίλεκτο το σύνολο της μαρτυρίας του και γίνεται αποδεκτό. Ο μη εντοπισμός τραύματος στην κοιλιά της παραπονούμενης παρά τη θέση της ότι δέχθηκε κτύπημα, δικαιολογείται από το ΜΚ4 με αναφορά στην ιδιομορφία του συγκεκριμένου σημείου του σώματος. Επεξήγησε ότι η έλλειψη κοκάλων στο μέρος αυτό και η ελαστικότητα του, έχουν ως αποτέλεσμα την μη πρόκληση σε πολλές περιπτώσεις εξωτερικών κακώσεων. Όσον αφορά την έλλειψη τραυμάτων στο κεφάλι η παραπονούμενη διευκρίνισε ενώπιόν μας – και οι σχετικές αναφορές της συνάδουν πλήρως με τα όσα από το αρχικό στάδιο παρέθεσε στη γραπτή κατάθεση της στην Αστυνομία, Τεκμηριο 20 – ότι ο κατηγορούμενος κρατώντας την από τα μαλλιά της έσπρωχνε το κεφάλι προς το μπακάζ του αυτοκινήτου. Η ίδια, στην προσπάθεια της να αποφύγει τραυματισμό, προστάτευε το πρόσωπο της βάζοντας μπροστά τα χέρια. Έτσι σε επαφή με το αυτοκίνητο ερχόταν το τριχωτό μέρος της κεφαλής της. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η απουσία τραυμάτων δικαιολογείται και συνάδει με τα όσα ο ΜΚ4 κατέθεσε περί των παραμέτρων που συνηγορούν στην πρόκληση κακώσεων».
Δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος για τον οποίο θα ήταν δυνατό να παρέμβουμε στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία.
Η ποινή
Ο εφεσείων θεωρεί πως η ποινή που επιβλήθηκε, ιδίως η οκταετής φυλάκιση για το βιασμό, είναι εκδήλως υπερβολική αφού, όπως υποστηρίζει, δεν προσδόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα στις προσωπικές του περιστάσεις, όπως αυτές περιγράφονται στην έκθεση κοινωνικής έρευνας που είχε κατατεθεί. Η Δημοκρατία, αντίθετα, εισηγείται πως, όσο και αν υπό άλλες συνθήκες, στη βάση της νομολογίας μας, τέτοια ποινή δεν θα ήταν χαμηλή, εδώ, ενόψει ιδιαίτερων επιβαρυντικών στοιχείων, αναδεικνύεται εκδήλως ανεπαρκής. Σε αυτό το πλαίσιο, με εκτεταμένη αναφορά στην προσέγγιση του ζητήματος στην Αγγλία, τόνισε τον τρόπο της απαγωγής, το γεγονός ότι η παραπονούμενη ήταν πρόσωπο άγνωστο στον εφεσείοντα, και την παράλληλη κλοπή και την εγκατάλειψη της παραπονούμενης στην ερημική περιοχή. Θεωρεί πως, για να [*353]ανταποκρινόταν η ποινή στην ανάγκη να είναι αποτρεπτική, θα έπρεπε να ήταν κατά πολύ αυστηρότερη. Αφού, μάλιστα, ο κατηγορούμενος βαρυνόταν και με δυο προηγούμενες καταδίκες που είχαν το στοιχείο της βίας.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε όλες τις παραμέτρους με αναφορά και στη νομολογία μας. Επεσήμανε και σχολίασε το κάθε ένα από τα πιο πάνω, τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα αλλά και όσα προέκυπταν ως επιβαρυντικά στοιχεία. Ό,τι εδώ τίθεται αφορά στην εκτίμηση ως προς την ορθή αντανάκλασή τους στο ύψος της ποινής αλλά, βεβαίως, υπό τις αρχές που διέπουν την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρεμβαίνει, όπως είναι η πάγια νομολογία μας, ενόψει σφάλματος αρχής ή εφόσον η ποινή είναι εκδήλως εκτός μέτρου. Εξετάσαμε τα δεδομένα και δεν διαπιστώνουμε τέτοιο σφάλμα ή τέτοια υπέρβαση, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Η έφεση κατά της καταδίκης και οι εφέσεις κατά της ποινής απορρίπτονται.
H έφεση κατά της καταδίκης και οι εφέσεις κατά της ποινής απορρίπτονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο