Κυριάκου Μάριος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 354

(2007) 2 ΑΑΔ 354

[*354]4 Ιουλίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 267/2006)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση εναντίον των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Ποινικός Κώδικας ― Είσοδος σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ― Άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Προστατεύει τον κάτοχο της περιουσίας εντός της οποίας διενεργείται η είσοδος.

Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία βρέθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, στις κατηγορίες της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος και της πρόκλησης κακόβουλης βλάβης (Άρθρα 280 και 324 (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, αντίστοιχα). Η καταδίκη στηρίχθηκε στην εκδοχή των παραπονουμένων η οποία κρίθηκε αξιόπιστη. Αντίθετα, η εκδοχή του εφεσείοντος κρίθηκε αναξιόπιστη και απορρίφθηκε.

Με τους λόγους έφεσης προβάλλεται, πρώτο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος ως αναξιόπιστη και, δεύτερο ότι η καταδίκη του στη βάση μόνο της εκδοχής των παραπονουμένων συνιστά αποτυχία εφαρμογής στην πράξ? του τεκμηρίου της αθωότητας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 280 του Κεφ.154 δεν προστατεύει τον ιδιοκτήτη αλλά [*355]τον κάτοχο της περιουσίας και το ότι οι παραπονούμενοι ήταν κάτοχοι της περιουσίας εντός της οποίας εισήλθε ο εφεσείων, με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, δεν αμφισβητήθηκε.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία και αιτιολόγησε με επάρκεια την κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντος, σχολιάζοντας κάθε ισχυρισμό που αυτός πρόβαλε.

3.  Η προτίμηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας των παραπονουμένων, την οποία βρήκε καθ’ όλα αξιόπιστη και πειστική, και η διατύπωση της στοιχειοθέτησης, στη βάση της, των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων ήταν αρκετά για την καταδίκη.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 13513/05), ημερομηνίας 3/11/06.

Παύλος Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.

Άθως Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες:  Η πρώτη αφορά το αδίκημα της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος και η δεύτερη το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης - (Άρθρα 280 και 324(1) του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, αντίστοιχα).

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, ο εφεσείων, στις 28/8/2005, εισήλθε παράνομα σε οικόπεδο, ιδιοκτησία των Πέτρου και Δήμητρας Δημητρίου - (παραπονουμένων 1 και 2, αντίστοιχα) - και εσκεμμένα προξένησε ζημιά σε πασαμάνα, αξίας £300,00, περίπου.

[*356]Με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, οι παραπονούμενοι, οι οποίοι είναι σύζυγοι και κατοικούν στο χωριό Ψευδάς, είχαν συνεχώς προστριβές με τον εφεσείοντα, του οποίου η περιφραγμένη με τοίχο κατοικία βρίσκεται πολύ κοντά στη δική τους. Πλησίον του τοίχου της περίφραξης και εντός ανοικτού χώρου, ιδιοκτησία των παραπονουμένων, οι παραπονούμενοι ανήγειραν διαχωριστικό τοίχο από ευτελή υλικά, πασαμάνα και τσίγκους, στερεωμένο με μπετόν, έτσι ώστε να μην υπάρχει οπτική επαφή από και προς την κατοικία του εφεσείοντα. Σε κάποιο στάδιο, εφεσείων και παραπονούμενος 1 συμφώνησαν όπως ο τελευταίος κατεδαφίσει τον τοίχο που είχε ανεγείρει εντός του ανοικτού χώρου.

Κατά τη δίκη, εφεσείων και παραπονούμενοι πρόβαλαν, ενόρκως, ο κάθε ένας την εκδοχή του ως προς τις συνθήκες αποκοπής των πασαμάνων. Οι παραπονούμενοι ισχυρίστηκαν ότι, πριν την εκπνοή της προθεσμίας, η οποία συμφωνήθηκε για να κατεδαφίσει ο παραπονούμενος 1 τον τοίχο, ο εφεσείων επενέβη εντός του ανοικτού χώρου και απέκοψε τα πασαμάνα από τη βάση τους με σμιρίλιο, αχρηστεύοντάς τα.

Ο εφεσείων, από την πλευρά του, δεν αμφισβήτησε ότι κατεδάφισε τον τοίχο με τον τρόπο που ισχυρίστηκαν οι παραπονούμενοι, το έπραξε όμως, είπε, μετά από συγκατάθεση που έλαβε από την παραπονουμένη 2. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι ο τοίχος ανεγέρθηκε παράνομα, πρώτο, γιατί δεν υπήρχε άδεια οικοδομής και, δεύτερο, γιατί ήταν εντός του οικοπέδου του ή, έστω, σε οριακό σημείο και, εν πάση περιπτώσει, όχι εντός του οικοπέδου των παραπονουμένων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη. Ουσιώδεις πτυχές της εκδοχής του δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές, αφού δεν τις έθεσε στους παραπονουμένους, για να τοποθετηθούν. Έδωσε ως παράδειγμα τον ισχυρισμό του ότι ο τοίχος είχε ανεγερθεί στο δικό του οικόπεδο, ο οποίος όμως, αν ήταν αληθινός, λογικά θα περιλαμβανόταν στην επιστολή - Τεκμήριο 2, την οποία αυτός απηύθυνε στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, στην προσπάθειά του να επιτύχει την κατεδάφιση του τοίχου, και όχι σ’ αυτήν να περιοριστεί στο γεγονός ότι ο τοίχος είχε ανεγερθεί από τον ιδιοκτήτη του διπλανού τεμαχίου με ευτελή υλικά, επικίνδυνα για πρόκληση ατυχήματος.  Απέρριψε, επίσης, τον ισχυρισμό ότι, για την κατεδάφιση, ο εφεσείων εξασφάλισε τη συγκατάθεση της παραπονουμένης 2, λαμβάνοντας υπόψη τις σχέσεις των δύο πλευρών.  Η σπουδή, σημείωσε, με την οποία ο εφεσείων κινήθηκε για να εξασφαλίσει τη συγκατά[*357]θεση και, μάλιστα, όχι από τον παραπονούμενο 1, με τον οποίο συμφώνησε για την κατεδάφιση, δεν επέτρεπε να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός του.

Με την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή, κατέληξε ότι τόσο η είσοδός του στον ανοικτό χώρο όσο και η κατεδάφιση του τοίχου, η οποία είχε ως συνέπεια την πρόκληση ζημιάς στα υλικά από τα οποία αυτός ήταν κατασκευασμένος, ήταν παράνομες.

Με την έφεση, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, σε σχέση με την καταδίκη του, αμφισβητήθηκε με τρεις λόγους έφεσης, οι οποίοι, όμως, με το διάγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του, περιορίστηκαν σε δύο. Προβάλλεται, πρώτο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη και, δεύτερο, ότι η καταδίκη του στη βάση μόνο της εκδοχής των παραπονουμένων συνιστά αποτυχία εφαρμογής στην πράξη του τεκμηρίου της αθωότητας.

Κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της υπόθεσης, ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι οι πτυχές της Υπεράσπισης εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Ειδικά, το ζήτημα της αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας του ανοικτού χώρου θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί και να εξεταστεί ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Οι λόγοι, πρόσθεσε, στους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε το εύρημα ενοχής του εφεσείοντα, είναι εξ’ αντικειμένου ανεπαρκείς, για να δημιουργήσουν τη βεβαιότητα ότι η εκδοχή των παραπονουμένων και, κατ’ επέκταση της Κατηγορούσας Αρχής, είναι η αληθής. Το επαρκές ή μη της αξιολόγησης της μαρτυρίας, κατέληξε ο συνήγορος, θα πρέπει να κρίνεται σε άμεση συνάρτηση με το τεκμήριο της αθωότητας και δεν είναι δυνατό σε ποινικές υποθέσεις να αποσυνδέεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το βάρος απόδειξης.

Είναι καλά γνωστό ότι δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαμόρφωση κρίσης ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αυτό ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο, ανάλογα με την εικόνα που αφήνουν οι μάρτυρες και τη λογικότητα των ισχυρισμών τους, υπό το φως της ανθρώπινης πείρας και συμπεριφοράς, καταλήγει για το αξιόπιστο ή όχι αυτών. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο, εάν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα.

[*358]Έχουμε εξετάσει όλα τα σημεία της μαρτυρίας, στα οποία ο συνήγορος μας παρέπεμψε για να καταδείξει το εσφαλμένο της αξιολόγησης και, εξ αυτού, τον επηρεασμό του τεκμηρίου της αθωότητας, χωρίς όμως να εντοπίσουμε οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την επέμβασή μας. Η μαρτυρία ως προς κάθε επί μέρους ζήτημα εξετάστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε με επάρκεια την κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα, σχολιάζοντας κάθε ισχυρισμό που αυτός πρόβαλε. Τα αποσπάσματα της μαρτυρίας, στα οποία ο συνήγορος μας παρέπεμψε, με σκοπό να καταδείξει το εσφαλμένο της απόρριψης της θέσης του εφεσείοντα - ότι η ιδιοκτησία του ανοικτού χώρου τελούσε υπό αμφισβήτηση - όπως υποδείξαμε και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεν επιδρούν και ούτε επηρεάζουν, δεδομένου ότι το Άρθρο 280 του ΚΕΦ. 154 δεν προστατεύει τον ιδιοκτήτη αλλά τον κάτοχο της περιουσίας και το ότι οι παραπονούμενοι ήταν κάτοχοι δεν αμφισβητήθηκε. Η προτίμηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας των παραπονουμένων, την οποία βρήκε καθ’ όλα αξιόπιστη και πειστική, και η διατύπωση της στοιχειοθέτησης, στη βάση της, των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων ήταν αρκετά για την καταδίκη. Δεν ετίθετο θέμα αναζήτησης άλλης μαρτυρίας, ανεξάρτητης.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο