Χριστοδούλου Ανδρέας ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 389

(2007) 2 ΑΑΔ 389

[*389]12 Ιουλίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 79/2006)

 

Αμελής οδήγηση ― Αμελής οδήγηση κατά παράβαση των Άρθρων 8, 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, όπως τροποποιήθηκε ― Επικύρωση καταδικαστικής απόφασης κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Αμελής οδήγηση ― Πραγματική μαρτυρία ― Χρησιμοποιήθηκε ως γνώμονας ελέγχου της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση στην κρίση του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων, ο οποίος οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του στην οδό Αμαθούντος στη Λεμεσό με ανατολική κατεύθυνση, έχοντας και συνεπιβάτη, συγκρούστηκε με το όχημα της Μ.Κ.3 το οποίο ακολουθούσε την ίδια κατεύθυνση και επεχείρησε να στρίψει για να εισέλθει σε χώρο στάθμευσης, κοινοποιώντας τη σχετική πρόθεσή της με τη χρήση του δείκτη του αυτοκινήτου της. Κατά το χρόνο που το όχημα της Μ.Κ.3 είχε πάρει κλίση προς τα αριστερά, το μπροστινό μέρος της μοτοσυκλέτας συγκρούστηκε στον αριστερό πίσω προφυλακτήρα του οχήματος. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η μοτοσυκλέτα να ανατραπεί και να συρθεί στην άσφαλτο και ο εφεσείων και ο συνεπιβάτης του, να πέσουν στην άσφαλτο και να τραυματιστούν.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε για αμελή οδήγηση κατά παράβαση των Άρθρων 8, 19 και 20Α του περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και [*390]Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, όπως τροποποιήθηκε. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αμέλεια του εφεσείοντος συνίστατο στο ότι δεν άσκησε τη δέουσα παρατηρητικότητα έτσι ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί την κίνηση και τις προθέσεις του προπορευόμενου οχήματος και να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης. Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε την πραγματική μαρτυρία (σημείο σύγκρουσης και ζημιές στα οχήματα) ως γνώμονα για να ελέγξει την αξιοπιστία των μαρτύρων, και στη βάση κυρίως αυτής της μαρτυρίας απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ότι το όχημα της Μ.Κ.3, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κινήθηκε από αριστερά προς δεξιά, ενώ αποδέχθηκε τη? εκδοχή της Μ.Κ.3 ότι το όχημα της θα έστριβε αριστερά.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας κυρίως ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αδικαιολόγητη και/ή παράλογη λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού επεσήμανε πως έστω και αν η Μ.Κ.3 είχε μέρος της ευθύνης, αυτό δεν επηρεάζει την καταδίκη του εφεσείοντος, αποφάνθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και αιτιολογημένη και οι λόγοι έφεσης αβάσιμοι.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 1651/05), ημερομηνίας 6/4/06.

Τ. Κατσικίδης, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Χ”Αθανασίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο για αμελή οδήγηση κατά παράβαση των άρθρων 18, 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, όπως τροποποιήθηκε από τους Ν. 166/87 και 80(Ι)/2000.

[*391]Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στη νομική πτυχή του θέματος και αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε σε συμπεράσματα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι την 15.7.04 η Μ.Κ.3 οδηγούσε το όχημα της στην οδό Αμαθούντος στη Λεμεσό, με ανατολική κατεύθυνση, τηρώντας την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και κατά τον ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο ο εφεσείων οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του και βρισκόταν πίσω από το όχημα της Μ.Κ.3 σε απόσταση περίπου 5 μέτρων. Η Μ.Κ.3 έδωσε σήμα με το δείκτη του οχήματος της για την πρόθεση της να στρίψει αριστερά και επιχείρησε να στρίψει αριστερά για να εισέλθει σε παρακείμενο χώρο στάθμευσης. Κατά το χρόνο που το όχημα της Μ.Κ.3 είχε πάρει κλίση προς τα αριστερά, το μπροστινό μέρος της μοτοσυκλέτας του εφεσείοντα-κατηγορούμενου συγκρούστηκε στον αριστερό πίσω προφυλακτήρα του οχήματος της Μ.Κ.3. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η μοτοσυκλέτα να ανατραπεί και να συρθεί στην άσφαλτο, και ο εφεσείων καθώς και ο συνεπιβάτης του, Μ.Κ.4, να πέσουν στην άσφαλτο και να τραυματιστούν.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, Αστυφύλακα 1611 Ν. Χρυσάνθου, αλλά διαπίστωσε ότι υπήρξαν αρκετές διαφορές στη μαρτυρία των Μ.Κ. 2 και 3, δηλαδή του Αστυφύλακα 3139 Γ. Προδρόμου και της κας Φυτούλας Συμεωνίδου. Ο εφεσείων ήταν ο οδηγός μοτοσυκλέτας που συγκρούστηκε στο πίσω  μέρος του αυτοκινήτου της Μ.Κ.3. Ο Μ.Κ.2 ήταν ο εξεταστής του δυστυχήματος. Οι κύριες διαφορές στη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων ήταν ως προς το σημείο συγκρούσεως και τις ζημιές του αυτοκινήτου της Μ.Κ.3. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι επειδή η αρχική εντύπωση του Μ.Κ.2 ήταν πως το δυστύχημα δεν ήταν σοβαρό δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις ζημιές που προκλήθηκαν. Το δικαστήριο δέχθηκε το σημείο συγκρούσεως που υπέδειξε ο Μ.Κ.2, επειδή ήταν αποτέλεσμα των διεργασιών του ως Εξεταστή και ειδικά σε συνάρτηση με τα γδαρσίματα της μοτοσυκλέτας στην άσφαλτο. Απέρριψε όμως τη θέση του σε σχέση με τις ζημιές του αυτοκινήτου της Μ.Κ.3. Ως προς τις ζημιές, δέχθηκε την εκδοχή της Μ.Κ.3  η οποία διευκρίνισε στο δικαστήριο ποιές ζημιές προκλήθηκαν από το επίδικο δυστύχημα και ποιές προϋπήρχαν. Με τις ζημιές, όπως τις ανέφερε η Μ.Κ.3, συμφώνησε και ο εφεσείων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως πραγματική μαρτυρία το σημείο σύγκρουσης και τις ζημιές των οχημάτων και με γνώμονα και την πραγματική μαρτυρία προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων και ευρήματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα. Αναφορικά με τη μαρτυρία της Μ.Κ.3 κατέληξε ως εξής:

[*392]«Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.Κ.3 μπορώ να πώ ότι έχω πεισθεί αναφορικά με τον τρόπο που περίγραψε την κίνηση της στο δρόμο πριν τη σύγκρουση καθώς και την κατεύθυνση που αυτή ακολουθούσε με το όχημα της. Η μαρτυρία της στο σημείο αυτό βρίσκεται σε αρμονία με την πραγματική μαρτυρία και δη με τη ζημιά που προκλήθηκε στο όχημα της. Σε ότι αφορά τα σημεία της μαρτυρίας της επί των θεμάτων αυτών υπήρξε σταθερή η θέση της και με βάση τα πιο πάνω την αποδέχομαι ως την πλέον ορθή και λογική σε αντίθεση με αυτή που παρουσίασε ο κατηγορούμενος.»

Σε σχέση με τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι η μαρτυρία του δεν συνάδει με την πραγματική μαρτυρία. Παρά το ότι αυτός ήταν σταθερός στη θέση του ότι το όχημα της Μ.Κ.3, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κινήθηκε από αριστέρα προς δεξιά, αυτό δεν μπορούσε λογικά να είχε συμβεί, δεδομένης της πραγματικής μαρτυρίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι η σύγκρουση έγινε στο πίσω αριστερό μέρος του οχήματος της Μ.Κ.3, απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα.

Με βάση τα προαναφερόμενα το πρωτόδικο δικαστήριο  βρήκε ότι ο κατηγορούμενος-εφεσείων υπήρξε αμελής. Η αμέλεια του συνίστατο στο ότι δεν άσκησε τη δέουσα παρατηρητικότητα έτσι ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί την κίνηση και τις προθέσεις του προπορευόμενου οχήματος και να λάβει όλα τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης. Αν ο εφεσείων ήταν πιο προσεκτικός θα μπορούσε να αντιληφθεί έγκαιρα το όχημα της Μ.Κ.3 και τις προθέσεις της έτσι ώστε να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης.

Οι λόγοι εφέσεως είναι οι εξής:

(1)   Η πρωτόδικη απόφαση είναι αδικαιολόγητη και/ή παράλογη και/ή ανασφαλής λόγω εσφαλμένης αποδοχής και αξιολόγησης της μαρτυρίας. Συγκεκριμένα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.3 είχε κλονισθεί σε τέτοιο βαθμό από τις αντιφάσεις και αναλήθειες που περιέχει και δε θα έπρεπε να βασισθεί σ’ αυτή το πρωτόδικο δικαστήριο και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο.

(2)   Τα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου δεν υποστηρίζονται από την πραγματική μαρτυρία. Συγκεκριμένα ο εφεσείων λέγει ότι ενώ η Μ.Κ.3 στη μαρτυρία της ανέφερε ότι έδειχνε με το δείκτη της ότι θα έστριβε αριστερά, για 50 μέτρα, [*393]το  πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε πως αυτή άρχισε να δείχνει για πρώτη φορά πλησίον του χώρου στάθμευσης στον οποίο προτίθετο να κατευθυνθεί.

(3)   Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα καταδίκασε τον εφεσείοντα, η καταδίκη του δεν είναι λογική και οι αμφιβολίες που προκύπτουν θα έπρεπε να επενεργήσουν υπέρ του εφεσείοντα  και να οδηγήσουν στην αθώωσή του. Αναφορικά με αυτό το ζήτημα ο εφεσείων παραπονείται για το ότι αν και η εκδοχή της Μ.Κ.3, σε ουσιώδη σημεία, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, εν τούτοις το δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία της Μ.Κ.3 αναφορικά με τον τρόπο σύγκρουσης των οχημάτων.

(4)   Χωρίς επαρκή αιτιολογία το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα.

(5)   Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα στηριζόμενο στην υπόθεση πως αν η εκδοχή του ήταν ορθή, δηλαδή αν ήταν ορθή η θέση του πως το όχημα της Μ.Κ.3 κινήθηκε από αριστερά προς δεξιά αμέσως πριν τη σύγκρουση, οι ζημιές στο όχημα της Μ.Κ.3 θα έπρεπε να ήταν στο πίσω αριστερό πλευρό του αυτοκινήτου, ενώ στην προκείμενη περίπτωση η σύγκρουση έγινε στο πίσω αριστερό μέρος του οχήματος της Μ.Κ.3.

Αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.3 δεν βρίσκουμε οτιδήποτε που να οδηγεί στο συμπέρασμα πως το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε απορρίψει την εκδοχή της.   Το ότι η Μ.Κ.3 και ο Αστυνομικός Εξεταστής Μ.Κ.2 υπέδειξαν διαφορετικά σημεία σύγκρουσης και το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προτίμησε το σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε ο Μ.Κ.2, δεν συνεπάγεται, κατά την κρίση μας, ότι η εκδοχή της Μ.Κ.3 και ιδιαίτερα ως προς το πώς συνέβηκε το επίδικο δυστύχημα, θα έπρεπε να είχε απορριφθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά προτίμησε τη μαρτυρία της Μ.Κ.3 και απέρριψε εκείνη του Μ.Κ.2, ως προς τις προκληθείσες ζημιές. Ο Μ.Κ.2 εξέτασε το επίδικο δυστύχημα ως ένα μη σημαντικό δυστύχημα και είδε τις ζημιές κάπως επιπόλαια, ενώ η Μ.Κ.3 εξήγησε ποιές ζημιές υπέστη από το δυστύχημα και δεν έδωσε σημασία, ούτε και αναφέρθηκε στις ζημιές που προϋπήρχαν. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, επίσης, έκρινε το σημείο σύγκρουσης και τις προκληθείσες ζημιές ως πραγματική μαρτυρία και χρησιμοποίησε την πραγματική μαρτυρία ως γνώμονα για να ελέγξει την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ορθά κατά την εκτίμησή μας το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του κατηγορούμενου-εφεσείοντα όχι μόνον επειδή ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία της Μ.Κ.3 και εν μέρει και με τη μαρτυρία του [*394]Μ.Κ.4 (που ήταν επιβάτης στη μοτοσυκλέτα του εφεσείοντα) αλλά και επειδή η μαρτυρία του ερχόταν σε αντίθεση με την πραγματική μαρτυρία και ιδιαίτερα τις ζημιές. Οι ζημιές στο αυτοκινήτο της Μ.Κ.3 έδειχναν πως η σύγκρουση της μοτοσυκλέτας του εφεσείοντα έγινε στο πίσω αριστερό μέρος του αυτοκινήτου της Μ.Κ.3. Με δεδομένο ότι η σύγκρουση έγινε κατ’ αυτόν τον τρόπο και αφού το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι η Μ.Κ.3 είχε δώσει ένδειξη με το δείκτη του αυτοκινήτου της  ότι θα έστριβε αριστερά, για κάποια απόσταση πριν το σημείο όπου άρχισε να στρίβει αριστερά (και κατά την εκτίμηση μας δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν ήταν ακριβώς 50 μέτρα η απόσταση αυτή ή κάπως μικρότερη), ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο αμέλειας, για τους λόγους που ανέφερε και συγκεκριμένα για το ότι αυτός δεν άσκησε τη δέουσα παρατηρητικότητα έτσι ώστε να μπορέσει έγκαιρα να αντιληφθεί την κίνηση και τις προθέσεις του προπορευομένου οχήματος και να λάβει τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης. Έστω και αν η Μ.Κ.3 είχε μέρος της ευθύνης, αυτό δεν επηρεάζει την καταδίκη του εφεσείοντα.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ορθή και αιτιολογημένη και τους λόγους έφεσης αβάσιμους.    Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο