Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aram Makamian (2007) 2 ΑΑΔ 405

(2007) 2 ΑΑΔ 405

[*405]19 Ιουλίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ARAM MAKAMIAN,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 258/2006)

 

Ποινή ― Ανεπαρκής ποινή ― Έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα για ανεπάρκεια ποινής (£1.000 πρόστιμο) σε κατηγορία κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού ― Το Εφετείο δεν έκρινε, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, δικαιολογημένη την επέμβασή του για αύξηση της ποινής.

Παιδική πορνογραφία ― Κατοχή παιδικής πορνογραφίας σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή σε μέσον αποθήκευσης δεδομένων ηλεκτρονικού υπολογιστή ― Ο περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικός) Νόμος του 2004, Ν. 22 (ΙΙΙ)/2004 ― Τιμωρία παραβατών με την επιβολή αυστηρών ποινών ― Επιδιωκόμενος σκοπός του νόμου είναι κυρίως η προστασία των παιδιών από τη χρησιμοποίησή τους ως αντικειμένων ηδονής ― Τι περιλαμβάνει η παιδική πορνογραφία ― Κριτήρια και παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής ― Πηγές άντλησης καθοδήγησης για τα Δικαστήρια.

Ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε κατηγορία κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £1.000.-. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή.

Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι το συγκεκριμένο πορνογραφικό υλικό φυλαγόταν από τον εφεσίβλητο για προσωπική χρήση και ότι δεν το διέδωσε περαιτέρω με οποιοδήποτε τρόπο. Το στοιχείο αυτό καθώς και τα ακόλουθα στοιχεία λήφθηκαν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής: Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ήταν συγκροτημένο άτομο λευκού ποινικού μητρώου, δεν γνώριζε ότι η κατοχή τέτοιου υλικού απα[*406]γορευόταν από το νόμο, παραδέχθηκε άμεσα στην αστυνομία και εξέφρασε μεταμέλεια προς το Δικαστήριο, το αδίκημα που διέπραξε δεν ήταν διαδεδομένο στην Κύπρο ώστε να προκαλείται ιδιαίτερη ανησυχία και τέλος οι προσωπικές του περιστάσεις σύμφωνα με έκθεση κοινωνικής έρευνας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην απουσία πλήρη στοιχείων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το περιεχόμενο του πορνογραφικού υλικού έτσι ώστε να υπάρχει σαφής αντίληψη του επιπέδου της πορνογραφίας, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Η επιβληθείσα ποινή βρίσκεται στο μεταίχμιο της επιείκειας και της έκδηλης ανεπάρκειας.

2.  Ωστόσο, με δεδομένη την απουσία στοιχείων στη βάση των οποίων θα μπορούσε να βρεθεί το μέτρο και συνακόλουθα ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής, δεν δικαιολογείται επέμβαση για παραμερισμό της εφεσιβαλλόμενης απόφασης και αντικατάσταση της επιβληθείσας ποινής με αυστηρότερη ποινή.

3.  Η παραπομπή στο Explanatory Report to the Convention on Cybercrime και στην υπόθεση R.v. Oliver and Others [2003] 2 Cr.App.R.(S) 64 του Αγγλικού Εφετείου θα είναι πάντοτε χρήσιμη, με τις ανάλογες προσαρμογές και με αναφορά στις ανάγκες της υπόθεσης.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

R. v. Oliver and Others [2003] 2 Cr.App.R. (S) 64.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 16731/06), ημερομηνίας 16/11/06.

Η. Στεφάνου, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Χαραλάμπους και Κ. Μηνά, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*407]ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορία κατοχής παιδικού πορνογραφικού υλικού και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £1000. Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής και με την παρούσα έφεση, ζητά τον παραμερισμό της.

Αρχές Σεπτεμβρίου του 2006 η Ιντερπόλ Γερμανίας διαβίβασε στο Αρχηγείο Αστυνομίας Κύπρου πληροφορία ότι υπήρχε χρήση διαδικτυακής πλατφόρμας για ανταλλαγή παιδικού πορνογραφικού υλικού. Η αστυνομία, κατόπιν διερεύνησης, διαπίστωσε ότι στις 15.9.06 ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε δύο φορές την προαναφερόμενη διαδικτυακή πλατφόρμα. Στις 16.10.06 η αστυνομία με βάση δικαστικό ένταλμα, ερεύνησε το σπίτι του εφεσίβλητου και ανακάλυψε 13 ψηφιακούς δίσκους με παιδικό πορνογραφικό υλικό. Επρόκειτο για φωτογραφίες και ταινίες μικρού μήκους παιδικής πορνογραφίας με απεικονίσεις πραγματικών παιδιών. Όπως διαπιστώθηκε, ο εφεσίβλητος εντόπισε  το εν λόγω πορνογραφικό υλικό από το διαδίκτυο και το αποθήκευσε μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή στους προαναφερόμενους 13 ψηφιακούς δίσκους.

Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι το συγκεκριμένο πορνογραφικό υλικό φυλαγόταν από τον εφεσίβλητο μόνο για δική του προσωπική χρήση και ότι δεν το διέδωσε περαιτέρω με οποιοδήποτε τρόπο. Τα στοιχεία αυτά, καθώς και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ήταν άτομο συγκροτημένο και λευκού ποινικού μητρώου, λήφθηκαν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Προσμέτρησαν επίσης ως παράγοντες μετριαστικοί της ποινής η άγνοια του εφεσίβλητου ότι η κατοχή τέτοιου υλικού απαγορευόταν από το νόμο εφόσον η σχετική νομοθεσία θεσπίσθηκε πρόσφατα. Λήφθηκαν ακόμα υπόψη η άμεση παραδοχή του στην αστυνομία, η μεταμέλεια του προς το δικαστήριο και ότι το συγκεκριμένο αδίκημα δεν είναι διαδεδομένο στην Κύπρο ώστε να προκαλείται ιδιαίτερη ανησυχία. Τέλος λήφθηκαν ευνοϊκά υπόψη υπέρ του εφεσίβλητου οι προσωπικές του περιστάσεις όπως περιγράφονται στην έκθεση κοινωνικής έρευνας που τέθηκε ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου. Προκύπτει από το περιεχόμενο της έκθεσης ότι οι σεξουαλικές ιδιαιτερότητες του εφεσίβλητου αποτέλεσαν εμπόδιο στο να δημιουργήσει σχέση με άτομα του αντίθετου φύλου και να προχωρήσει στη δημιουργία οικογένειας. Ωστόσο, ο πρωτόδικος δικαστής ορθά επισημαίνει ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις του εφεσίβλητου, αποτελούν καθαρά προσωπικό του θέμα που είναι σεβαστό.

Ο περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικός) Νόμος του 2004, Ν. 22(ΙΙΙ)/2004 («ο νόμος») – άρθρα 2, 3 και 11(1)(ε)* του νόμου, αποτέλεσε το νομικό υπόβαθρο της κατηγορίας που αντιμετώπισε ο εφεσίβλητος. Είναι γεγονός ότι πρόκειται για σχετικά νέα νομοθεσία, κυρωτική της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου που υπογράφηκε στη Βουδαπέστη στις 23.11.2001 και τέθηκε σε ισχύ στην Κύπρο με το νόμο τον Απρίλιο 2004.

Με βάση το άρθρο 11(1)(ε) του νόμου, το αδίκημα της κατοχής παιδικής πορνογραφίας σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή σε μέσον αποθήκευσης δεδομένων ηλεκτρονικού υπολογιστή, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων κατ’ ανώτατο όριο ή με χρηματική ποινή μέχρι £25.000 ή και με τις δύο ποινές. Στην προκείμενη περίπτωση, η σοβαρότητα του αδικήματος αντανακλάται από τις προβλεπόμενες ποινές και πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη. Σε κάθε περίπτωση, η σοβαρότητα του αδικήματος αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην επιμέτρηση της ποινής  ο οποίος συνεκτιμάται μαζί με άλλους παράγοντες της υπόθεσης, σχετικούς με το θέμα.

Σύμφωνα με το Explanatory Report to the Convention on Cybercrime παρ. 91 επ., η Σύμβαση και κατ’ επέκταση ο νόμος, αντανακλούν την ανησυχία της διεθνούς κοινότητας για την πάταξη της εκμετάλλευσης και ειδικότερα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών μέσω του εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας των κρατών. Η ανάγκη προέκυψε από την αυξανόμενη διάδοση της παιδικής πορνογραφίας και ειδικότερα από την παρατηρούμενη ευκολία διακίνησης τέτοιου υλικού μέσω του διαδικτύου όπου η ανωνυμία διαφυλάσσει την εύκολη διάδοση χωρίς μεγάλη δυνατότητα εντοπισμού των εμπλεκομένων. Στην παράγραφο 93 της προαναφερόμενης Σύμβασης αναφέρεται:

«It is widely believed that such material and on-line practices, such as the exchange of ideas, fantasies and advice among [*409]paedophiles, play a role in supporting, encouraging or facilitating sexual offences against children.»

Προκύπτει γενικά από το περιεχόμενο του νόμου ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι κυρίως η προστασία των παιδιών από τη χρησιμοποίησή τους ως αντικειμένων ηδονής. Επιδιώκεται βασικά η προστασία των ανήλικων παιδιών που εξαναγκάζονται να λαμβάνουν μέρος σε τέτοιες πράξεις όσον και των παιδιών που γίνονται θύματα των παιδόφιλων οι οποίοι, βλέποντας αυτές τις εικόνες, τους δημιουργείται η επιθυμία ενόχλησης άλλων ανήλικων παιδιών. Η αναζήτηση και η κατοχή μέσω διαδικτύου τέτοιου πορνογραφικού υλικού αυξάνει τη ζήτηση και ενθαρρύνει τους εμπνευστές της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων να συνεχίζουν το έργο τους.

Παιδική πορνογραφία, σύμφωνα με το άρθρο 11 του νόμου, περιλαμβάνει πορνογραφικό υλικό που οπτικώς αναπαριστά ανήλικο πρόσωπο να εμπλέκεται σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά, πρόσωπο που παριστάνει ανήλικο να εμπλέκεται σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά, ρεαλιστικές εικόνες που παριστάνουν ανήλικο να εμπλέκεται σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά. Στα πλαίσια του εν λόγω άρθρου «σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά» περιλαμβάνει συνουσία μεταξύ ανηλίκων ή ανηλίκου και ενήλικα του ιδίου ή αντιθέτου φύλου, κτηνοβασία, αυνανισμό, σαδιστική ή μαζοχιστική συμπεριφορά στα πλαίσια σεξουαλικής πράξης.

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν τέθηκαν στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το περιεχόμενο του πορνογραφικού υλικού έτσι ώστε να υπάρχει σαφής αντίληψη του επιπέδου της πορνογραφίας. Το δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του επαρκή εικόνα αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Στην υπόθεση R. v. Oliver and Others [2003] 2 Cr.App.R. (S) 64 το αγγλικό εφετείο, υπό μορφή καθοδήγησης προς τα κατώτερα δικαστήρια, παρέθεσε σειρά κριτηρίων και παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής σε υποθέσεις παρόμοιας φύσης.

Θεωρούμε πως εδώ η περίπτωση δεν είναι η πλέον κατάλληλη για την καταγραφή κατευθυντήριων γραμμών υπό μορφή καθοδήγησης προς τα δικά μας δικαστήρια. Καταλήξαμε σ’ αυτό το συμπέρασμα γιατί δεν έχουμε σαφή εικόνα των γεγονότων που αφορούν άμεσα τη συγκεκριμένη υπόθεση. Θεωρούμε ωστόσο, πως η παραπομπή στο Explanatory Report to the Convention on Cybercrime και στην υπόθεση Oliver (ανωτέρω) θα είναι πάντοτε [*410]χρήσιμη, με τις ανάλογες προσαρμογές και με αναφορά στις ανάγκες της κάθε υπόθεσης.

Αναμφίβολα η ποινή προστίμου των £1000 που το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο βρίσκεται στο μεταίχμιο της επιείκειας και της έκδηλης ανεπάρκειας. Νομίζουμε ωστόσο, ότι η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη ώστε να δικαιολογείται επέμβαση για παραμερισμό της εφεσιβαλλόμενης απόφασης και αντικατάσταση της επιβληθείσας ποινής με άλλη αυστηρότερη. Όπως έχουμε προαναφέρει, ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είχαν τεθεί πλήρη στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να βρεθεί το μέτρο και συνακόλουθα ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο