Μιχαήλ Βάσος ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 428

(2007) 2 ΑΑΔ 428

[*428]17 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΒΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 263/2006)

 

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Ένοπλη ληστεία ― Καταδίκη βασιζόμενη σε περιστατική μαρτυρία ― Ακύρωση καταδίκης κατ’ έφεση ― Απουσίαζε ο κρίκος που να συνέδεε, με τη δέουσα επαρκή ασφάλεια της περιστατικής μαρτυρίας, το δεδομένο του εντοπισμού του γενετικού υλικού του εφεσείοντος με την κατάληξη ότι αυτό εναποτέθηκε κατά το χρόνο της ληστείας από τον ίδιο το ληστή και ότι αυτός ήταν ο εφεσείων.

Στις 7.10.2004 διαπράχθηκε ένοπλη ληστεία σε κατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στο Λιοπέτρι και κλάπηκε ποσό Λ.Κ.1843. Ο δράστης είχε καλυμμένο το κεφάλι με μαύρη κουκούλα και φορούσε μεγάλα γυαλιά με φακούς καθρέφτη χρώματος μπλε βαθύ. Η φανέλλα που φορούσε ήταν μαύρη μακρομάνικη και τα γάντια του ήταν επίσης μαύρα.

Στον πάγκο του ταμείου της τράπεζας εντοπίστηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντος το οποίο αποτέλεσε το στοιχείο σύνδεσής του με τη διάπραξη της ληστείας.

Στις 2.9.2005, η Αστυνομία, μετά από πληροφορία η οποία ενέπλεκε τον εφεσείοντα στη ληστεία τον κάλεσε να παρουσιαστεί και αυτός προσήλθε αυτόβουλα και έδωσε γραπτή συγκατάθεση για λήψη παρειακού επιχρίσματος προς το σκοπό διενέργειας επιστημονικών εξετάσεων DNA. Έδωσε επίσης κατάθεση. Στις 22.5.2006 ταυτοποιήθηκε το γενετικό υλικό του εφεσείοντος με αυτό που βρέθηκε στον πάγκο του ταμείου της τράπεζας.

Είναι παραδεκτό γεγονός πως ο εφεσείων διατηρεί λογαριασμό στο υποκατάστημα που έλαβε χώρα η ληστεία και ότι η τελευταία [*429]πράξη στο λογαριασμό του έγινε από τον ίδιο στις 7.5.2004 δηλαδή, πέντε μήνες πριν τη ληστεία.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο για τη διάπραξη της ληστείας τον εφεσείοντα αφού θεώρησε τον εντοπισμό του γενετικού υλικού του ως το «μόνο και ουσιαστικό» στοιχείο περιστατικής σύνδεσής του με τη ληστεία – «κομβικό», όπως το χαρακτήρισε, ελλείψει οποιασδήποτε άλλης περιστατικής ή βεβαίως και άμεσης μαρτυρίας.

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση εναντίον της καταδίκης του. Με τους λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα των συμπερασμάτων του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων – μεταξύ των οποίων ήταν ο εφεσείων και η μητέρα του. Αμφισβητείται επίσης η ορθότητα της διαπίστωσης του Κακουργιοδικείου ότι το γενετικό υλικό του εφεσείοντος που εντοπίστηκε στον πάγκο του ταμείου, εναποτέθηκε εμμέσως κατά το χρόνο της διάπραξης της ληστείας από επιμολυσμένα με αυτό ρούχα ή γάντια του δράστη. Και στην απουσία οποιασδήποτε άλλης εξήγησης ως προς το πώς ήταν δυνατό να επιμολύνθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο τα ρούχα ή γάντια του ληστή με γενετικό υλικό του εφεσείοντος, το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι ο ληστής ήταν το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όπου η καταδίκη στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία, αυτή πρέπει να οδηγεί εκεί ως τη μόνη λογική κατάληξη και να μην υπάρχουν κενά στην πορεία της. Η ύπαρξη του γενετικού υλικού του εφεσείοντος επέτρεπε λογικά την ταύτισή του με αυτό, αλλά όχι το περαιτέρω συμπέρασμα ότι αυτό εναποτέθηκε «κατά το χρόνο της ληστείας από το δράστη», και δη μέσω των επιμολυσμένων ενδυμάτων του, με τη βεβαιότητα και ασφάλεια στην οποία μπορεί να στηριχθεί καταδίκη ως η μόνη λογική κατάληξη, εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ή λογική που να δικαιολογούσε το εύρημα ότι η εναπόθεση του γενετικού υλικού έγινε από το δράστη την ώρα της ληστείας.

2.  Ο εντοπισμός του γενετικού υλικού του εφεσείοντος, όσο σημαντικό στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας και αν ήταν, δεν δικαιολογούσε από μόνο του την καταδίκη. Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε άλλης περιστατικής μαρτυρίας αφαιρούσε την ασφάλεια του υπόβαθρου της καταδίκης από το Κακουργιοδικείο.

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάγηκε.

[*430]Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθ.�Αρ. 3797/06), ημερομηνίας 28/11/06.

Π. Χριστοδουλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της�Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Στις 7.10.2004 περί τις 10.00 π.μ., διαπράχθηκε ένοπλη ληστεία σε κατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στο Λιοπέτρι και κλάπηκαν ΛΚ 1843. Για τη ληστεία κατηγορήθηκε ο εφεσείων ο οποίος, κατόπιν δίκης, κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 χρόνων. Η υπό εξέταση έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης.

Κατά την έναρξη της δίκης, δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα και εκ συμφώνου, κατατέθηκαν τεκμήρια, ανάμεσα στα οποία και γραπτή κατάθεση του εφεσείοντα προς την Αστυνομία ημερ. 10.4.06 (τεκμ. 2).

Τα παραδεκτά γεγονότα, που εγκρίθηκαν από το Κακουργιοδικείο και καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι τα ακόλουθα:

«Η Λαϊκή Τράπεζα Λτδ διατηρεί υποκατάστημα στη λεωφόρο Γρίβα Διγενή 10 στο Λιοπέτρι. Σ’ αυτό λειτουργούν δύο ταμεία. Η Γιαννούλα Γεωργίου εργάζεται σε ένα από αυτά, αυτό που βρίσκεται κοντά στον τοίχο και προς το δυτικό μέρος της τράπεζας. Την 7.10.04 και περί ώρα 10:00 π.μ. διαπράχθηκε ληστεία στο υποκατάστημα. Ο δράστης φορούσε στο κεφάλι μαύρη μάλλινη κουκούλα η οποία κάλυπτε τόσο το κεφάλι όσο και το λαιμό. Το μόνο σημείο που παρέμενε ακάλυπτο ήταν η περιοχή των ματιών. Στο μέρος όμως αυτό έφερε γυαλιά, μεγάλα, τετράγωνα, με φακούς καθρέφτη χρώματος μπλε βαθύ. Πελάτης της τράπεζας διέκρινε κάτω από τους φακούς των γυαλιών ότι το δέρμα του δράστη ήταν λευκού χρώματος. Τα μάτια του δεν φαινόντουσαν καθόλου. Ηταν ψηλός, γύρω στο 1:82 με 1:83 [*431]εκατοστά, και λεπτός. Φορούσε μαύρη φανέλα μακρομάνικη με άσπρη ρίγα στο μανίκι και μαύρα γάντια. Κρατούσε δε πιστόλι χρώματος μαύρου, αλλά κανείς δεν διέκρινε αν αυτό ήταν αληθινό ή ψεύτικο. Κατευθύνθηκε στο ταμείο όπου εργαζόταν η Γιαννούλα Γεωργίου. Αυτή μόλις τον είδε «έβαλε μια δυνατή τσιριλιά». Ο δράστης της έδωσε μια τσάντα αναφέροντας της «money quick» με αδιευκρίνιστη προφορά, η οποία δεν ήταν αγγλική. Η ταμίας έβαλε μέσα στη τσάντα τα χρήματα που βρισκόντουσαν στο ταμείο της. Ακολούθως ο δράσης πήγε προς το δεύτερο ταμείο και έβαλε τη τσάντα που κρατούσε δίπλα από αυτό. Η υπάλληλος που ήταν εκεί δεν έκανε καμία κίνηση και τότε ο δράστης άρχισε να «μουγκρίζει», να κτυπά το πιστόλι του στον πάγκο και να της δείχνει με αυτό το ταμείο της. Αυτή κατάλαβε ότι ήθελε τα χρήματα που ήταν μέσα και έτσι άνοιξε το ταμείο και έβαλε στη τσάντα αριθμό χαρτονομισμάτων. Αμέσως μετά ο δράστης κινήθηκε προς την έξοδο της τράπεζας. Το όλο επεισόδιο διήρκεσε 2 με 3 λεπτά. Ο δράστης επιβιβάστηκε σε ένα αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής DAF 264, το οποίο ήταν σταθμευμένο ακριβώς στην είσοδο της τράπεζας. Μέσα σε αυτό δεν υπήρχαν άλλα πρόσωπα παρά μόνο ο δράστης, ο οποίος και κατευθύνθηκε προς το Ξυλοφάγου. Το συγκεκριμένο αυτοκίνητο ανήκε σε κάποιο Λουκά Λουκά και κλάπηκε την προηγούμενη ημέρα της ληστείας από τη πίσω αυλή εστιατορίου ιδιοκτησίας θείου του κατηγορούμενου. Ο Λουκά ήταν υπάλληλος στο εστιατόριο αυτό. Το αυτοκίνητο ανεβρέθηκε την 12.10.2004 σε θαμνώδη περιοχή παρά την λεωφόρο Νίσσι στην Αγία Νάπα και σε απόσταση 300 περίπου μέτρων από το σημείο που κλάπηκε. Το υποκατάστημα καλύπτεται από κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, το οποίο ήταν σε λειτουργία κατά το χρόνο της ληστείας. Κατέγραψε τις κινήσεις του δράστη τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά της τράπεζας. Από τη ληστεία κλάπηκε συνολικό ποσό £1843. Στις 2.9.05 η αστυνομία έλαβε πληροφορία η οποία ενέπλεκε τον κατηγορούμενο με το συγκεκριμένο αδίκημα. Αυτός προσήλθε αυτόβουλα στην αστυνομία στις 10.4.06 και έδωσε γραπτή συγκατάθεση για λήψη δείγματος παρειακού επιχρίσματος προς το σκοπό διενέργειας επιστημονικών εξετάσεων DNA. Εδωσε επίσης κατάθεση, Τεκμήριο 2. Στις 17.7.06 ο κατηγορούμενος συνελήφθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος, αφού προηγουμένως, την 22.5.06,έκθεση του Ινστιτούτου Γενετικής τον ενέπλεξε στο αδίκημα. Είχε ταυτιστεί το γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού του παρειακού του επιχρίσματος με αυτό του γενετικού υλικού που είχε εντοπιστεί αμέσως μετά τη ληστεία στον πάγκο του ταμείου της Γιαννούλας Γεωργίου. Είναι, τέλος, αποδεκτό ότι ο κατηγο[*432]ρούμενος, κάτοικος Λιοπετρίου, διατηρεί λογαριασμό στο υποκατάστημα από όπου έλαβε χώρα η ληστεία, ο οποίος φέρει τον αριθμό 032-08-026085. Η τελευταία πράξη του λογαριασμού αυτού στο συγκεκριμένο υποκατάστημα έλαβε χώρα την 7.5.04 και αφορούσε ανάληψη ποσού Λ.Κ. 100 από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.»

Το γενετικό υλικό (DNA) του εφεσείοντα που εντοπίστηκε αμέσως μετά τη ληστεία στον πάγκο του ταμείου της Γιαννούλας Γεωργίου, αποτέλεσε το στοιχείο σύνδεσης του με τη διάπραξη της ληστείας. Η αποδοχή της επιστημονικής μαρτυρίας του μοριακού γενετιστή Δρ. Μ. Καριόλου, του Ινστιτούτου Γενετικής Κύπρου καθώς και της μαρτυρίας της καθαρίστριας Χριστοφόρας Κωνσταντίνου (ΜΚ4) η οποία περιέγραψε τον τρόπο και τη συχνότητα καθαρισμού των πάγκων του ταμείου κλπ της τράπεζας, υπήρξε καταλυτική. Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι το γενετικό υλικό του εφεσείοντα αφέθηκε στον πάγκο του ταμείου της Γιαννούλας Γεωργίου όχι πριν από τη ληστεία  αλλά κατά τη διάπραξη της ληστείας, αποκλείοντας κάθε άλλη πιθανότητα. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στο τελικό συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα.

Η ουσία του μέρους της μαρτυρίας του Δρα Καριόλου που υιοθέτησε η κάθε πλευρά είναι ότι το βιολογικό υλικό κάποιου ατόμου μπορεί να εναποτεθεί σ’ ένα αντικείμενο με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Από τη στιγμή που ένα αντικείμενο επιμολύνεται με βιολογικό υλικό κάποιου ατόμου και υπό την προϋπόθεση ότι με την πάροδο του χρόνου δεν υπήρξαν συνθήκες αφαίρεσης του, το βιολογικό αυτό υλικό, παραμένει ως έχει. Αναφορικά με τους τρόπους αφαίρεσης βιολογικού υλικού από κάποιο αντικείμενο, ο Δρ. Καριόλου κατέθεσε ότι το σκούπισμα είναι ένας τέτοιος τρόπος. Ο καθαρισμός με σκούπισμα επιφέρει τέλεια απάλειψη του βιολογικού υλικού όταν το σκούπισμα καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια και χρησιμοποιείται κάποιο είδος απορρυπαντικού έτσι ώστε να καθαρίζονται όλα τα τυχόν υπολείμματα βιολογικού υλικού που ενδεχομένως να υπήρχαν στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Το ρούχο που χρησιμοποιείται για το καθάρισμα μιας επιφάνειας πρέπει να είναι καθαρό.

Η καθαρίστρια της τράπεζας Χριστοφόρα Κωνσταντίνου, ΜΚ4, κατέθεσε ότι καθάριζε το συγκεκριμένο υποκατάστημα δύο φορές την εβδομάδα, συνήθως Δευτέρα και Πέμπτη και αυτό γινόταν και όλο τον Οκτώβριο του 2004. Μεταξύ άλλων, καθάριζε σχολαστικά τις επιφάνειες των πάγκων των ταμείων με τη χρήση καθαρού ρούχου και καθαριστικού «Φαμόζο» γιατί, όπως είπε, έρ[*433]χονται καθημερινά σε επαφή με αυτές τις επιφάνειες οι πελάτες της τράπεζας. Κάθε μέρα χρησιμοποιεί καθαρά ρούχα καθαρισμού τα οποία πλένει μετά στο σπίτι της. Εξηγώντας τον τρόπο που καθαρίζει τους πάγκους των ταμείων είπε ότι βάζει φαμόζο σε όλη την επιφάνεια και ακολούθως σκουπίζει με καθαρό ρούχο. Κατά την αντεξέταση, υποβλήθηκε στη μάρτυρα η πιο κάτω ερώτηση και έδωσε την παρακάτω απάντηση:

«Ε.             Ως καθαρίστρια όταν καθαρίζουμε ένα πάγκο όσο και να θέλουμε να τον κάνουμε καλά, δηλαδή όσο καλή θέληση να έχουμε και πρωτοβουλία να έχουμε, πάντα κάποιο σημείο μπορεί να κόψει πίσω.

Α.    Μπορεί αλλά επειδή είναι μικρός ο χώρος, ειδικά τον πάγκο που είναι μπροστά από τους ταμίες, είναι πολύ μικρός ο πάγκος πιτώ του φαμόζο και τον κάνω ολόκληρο. Δεν ξέρω  αν κόψει καμιά γωνιά πίσω. Σίγουρα κάτι μπορεί να μείνει πίσω.»

Ο εφεσείων όχι μόνο δεν αμφισβήτησε τη μαρτυρία του Δρ. Καριόλου αλλά την έθεσε και ως υπόστρωμα της υπεράσπισής του προκειμένου να καταδείξει, σε συνάρτηση προς άλλα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, ότι λογικά δεν ήταν απίθανο να είχε αφεθεί το γενετικό του υλικό στον πάγκο του ταμείου της Γιαννούλας Γεωργίου σε κάποια προηγούμενη επίσκεψή του στην τράπεζα και να παρέμεινε από τότε ανέπαφο στο σημείο που βρέθηκε αμέσως μετά τη ληστεία.

Αποτέλεσε αποδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων διατηρούσε λογαριασμό στο κατάστημα της τράπεζας που έγινε η ληστεία και ότι η τελευταία πράξη στο λογαριασμό του έγινε από τον ίδιο στις 7.5.2004 δηλαδή, πέντε μήνες πριν από τη ληστεία. Στο ίδιο υποκατάστημα, διατηρούσε λογαριασμό και η μητέρα του (ΜΥ1).  Ο εφεσείων, καταθέτοντας ενόρκως,  ανέφερε πως δεν θυμόταν κατά πόσο είχε μεταβεί ως πελάτης στο υπό αναφορά κατάστημα την ημέρα της ληστείας ούτε θυμόταν ποια ήταν η τελευταία φορά που επισκέφθηκε το εν λόγω υποκατάστημα. Θυμόταν όμως ότι κατά το 2004 πήγαινε εκεί τακτικά είτε για έλεγχο του λογαριασμού του είτε για αναλήψεις χρημάτων. Κατά καιρούς, συνόδευε και τη μητέρα του στο ίδιο υποκατάστημα επειδή δεν διέθετε δικό της μεταφορικό μέσο.

Η μητέρα του εφεσείοντα κατέθεσε ότι επισκέφθηκε το εν λόγω υποκατάστημα στις 3, 16 και 28 Σεπτεμβρίου, 2004 καθώς και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου αλλά δεν θυμόταν κατά πόσο συνο[*434]δευόταν από τον εφεσείοντα. Κατέθεσε επίσης ότι τις πιο πολλές φορές που τη συνόδευε ο εφεσείων, εισερχόταν και αυτός μαζί της στο υποκατάστημα.

Το Κακουργιοδικείο, αντιπαραβάλλοντας το περιεχόμενο της κατάθεσης του εφεσείοντα ημερ. 10.4.06 (τεκμ. 2) προς ό,τι αυτός και η μητέρα του κατέθεσαν περί συχνών και πρόσφατων επισκέψεων του στο συγκεκριμένο υποκατάστημα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτά που κατέθεσαν στο δικαστήριο ήταν ψεύδη, εκ των υστέρων σκέψεις και επινοήσεις. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η κατάθεση (τεκμ. 2), δόθηκε στις 10.4.2006 όταν ο εφεσείων γνώριζε ήδη για τη ληστεία, γεγονός το οποίο επισημαίνεται και στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Ο εφεσείων αναφέρει τα πιο κάτω στην γραπτή κατάθεσή του,

«Το κατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στο Λιοπέτρι γνωρίζω πού βρίσκεται αλλά εκεί δεν διατηρώ οποιοδήποτε λογαριασμό. Πριν να πάω στρατό θυμούμαι ότι εκεί είχα ένα δευτεράκι με λογαριασμό όψεως αλλά έχει χρόνια να τον χρησιμοποιήσω. Δεν θυμούμαι αν επήγα καμιά φορά τα τελευταία χρόνια στη Λαϊκή στο Λιοπέτρι για οποιοδήποτε σκοπό. Δεν θυμούμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που πήγα αλλά σίγουρα έχει πάρα πολύ καιρό. Ίσως και δύο – τρία χρόνια. Πάντως θυμούμαι ότι μια ημέρα κατά το έτος 2003 ή 2004 πήγα στη Λαϊκή και κατάθεσα στο δευτεράκι μου περίπου £5000 τις οποίες εισέπραξα από ασφαλιστική εταιρεία μετά από δυστύχημα που είχα με το αυτοκίνητο μου.»

Ο εφεσείων προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τη διάπραξη της ληστείας προβάλλοντας ότι το γενετικό του υλικό, που εντοπίστηκε στον πάγκο του ταμείου της Γιαννούλας Γεωργίου αμέσως μετά τη ληστεία, λογικά δεν ήταν απίθανο να είχε εναποτεθεί σε χρόνο προγενέστερο της ληστείας και να παρέμεινε ανέπαφο μέχρι τον εντοπισμό του. Ο εφεσείων προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης, επικαλέστηκε την αναντίλεκτη μαρτυρία του Δρα Καριόλου, τους ισχυρισμούς του ιδίου και της μητέρας του περί συχνών επισκέψεων του στην τράπεζα πριν από τη ληστεία καθώς και τη μαρτυρία της καθαρίστριας της τράπεζας, με ιδιαίτερη έμφαση στο σημείο εκείνο όπου η μάρτυρας ανέφερε ότι ο καθαρισμός των πάγκων των ταμείων ενδεχομένως να μην ήταν ολικός και απόλυτος. Εν ολίγοις, η θέση του  είναι ότι ενδεχομένως να είχε αφεθεί το γενετικό υλικό του στον πάγκο του ταμείου της τράπεζας σε κάποια από τις πρόσφατες επισκέψεις του πριν από τη ληστεία και το υλικό αυτό να παρέμεινε στο σημείο που βρέθηκε [*435]παρά το γεγονός ότι οι πάγκοι καθαρίζονταν τακτικά με τον τρόπο που ανέφερε η καθαρίστρια. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι λογικά πιθανό και δεν έπρεπε να είχε αποκλειστεί από το δικαστήριο αφού, σύμφωνα με ορθή εκτίμηση της μαρτυρίας του Δρα Καριόλου, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο.

Είπαμε προηγουμένως ότι το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και της μητέρας του για πρόσφατες και συχνές επισκέψεις του στο κατάστημα της τράπεζας πριν από τη ληστεία. Οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην πιο πάνω διαπίστωση εξηγούνται στο πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης.

«Προκύπτει ξεκάθαρα από τα πιο πάνω το αφύσικο και ψευδές των θέσεων του κατηγορούμενου και της μητέρας του περί τακτικών του επισκέψεων στο χώρο του υποκαταστήματος. Ο κατηγορούμενος γνώριζε τα περί της ληστείας όταν έδινε την κατάθεση του στην αστυνομία. Γνώριζε επίσης τη σημασία των αναφορών του περί των επισκέψεων του στην τράπεζα. Με λεπτομέρεια ανέφερε στην κατάθεση αυτή τις σχέσεις του με το συγκεκριμένο υποκατάστημα. Έθεσε πολύ συγκεκριμένα το λόγο που επισκέφθηκε, πολύ καιρό πριν, τη συγκεκριμένη τράπεζα. Ήταν φανερή η προσπάθεια του να αποστασιοποιηθεί από αυτό το χώρο. Εάν όντως επισκεπτόταν μαζί με τη μητέρα του τόσο συχνά, όπως θέλησαν να θέσουν ενώπιόν μας, τον συγκεκριμένο χώρο, φυσικό και λογικό θα ήταν να το ανέφερνε στην κατάθεση του από τις 10.4.06. Είναι αναμενόμενο όταν κάποιος συνοδεύει τόσο συχνά άλλο πρόσωπο σε άλλο χώρο ή όταν ο ίδιος πηγαίνει για να ελέγξει λογαριασμό που άμεσα τον ενδιέφερε, λόγω του ύψους του, στο χώρο αυτό, να το θυμάται πολύ καθαρά έστω και αν πέρασαν 16 μήνες από τότε. Είναι πολύ φυσικό να μην θυμάται κάποιος συγκεκριμένες ημερομηνίες. Άτοπο και αφύσικο όμως είναι να μην θυμάται ότι πήγε καν και μάλιστα τόσες πολλές φορές, όπως το παρουσίασαν ο κατηγορούμενος και η μητέρα του στο Δικαστήριο μέσω της προφορικής τους μαρτυρίας. Με βάση τα πιο πάνω οι εξεταζόμενες θέσεις τους είναι διάτρητες και έκθετες σε απόρριψη. Προσθέτουμε όμως και τα εξής, τα οποία καταδεικνύουν τις εκ των υστέρων σκέψεις που καλύπτουν την εξεταζόμενη μαρτυρία: Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός της έκδηλα διαφοροποιημένης θέσης μεταξύ 10.4.06 και ακροαματικής διαδικασίας περί επαφής του κατηγορούμενου με το συγκεκριμένο υποκατάστημα. Η διαφοροποίηση προέκυψε ως αδήριτη ανάγκη συ[*436]νεπεία της μεταβολής των δεδομένων που ακολούθησαν. Συγκεκριμένα, μετά την παροχή της κατάθεσης του κατηγορούμενου, τεκμήριο 2, την 10.4.06, ημέρα κατά την οποία λήφθηκε και το παρειακό υλικό από τον ίδιο για σκοπούς DNA, ακολούθησαν οι σχετικές εξετάσεις από τον Δρ. Καριόλου και η ταύτιση του παρειακού αυτού υλικού με το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στο πάγκο του ταμείου της τράπεζας. Η ταύτιση αυτή έγινε ενάμιση περίπου μήνα μετά την γραπτή κατάθεση του κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα την 22.5.06. Τα νέα δεδομένα επέβαλλαν πλέον προσαρμογή νέας βάσης υπεράσπισης. Το γενετικό υλικό που βρέθηκε στον πάγκο του ταμείου σφράγιζε και την παρουσία του κατηγορούμενου στο χώρο. Αυτό επέβαλλε, προς το σκοπό όπως δημιουργηθούν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο το γενετικό αυτό υλικό τέθηκε την ημέρα της ληστείας, να στοιχειοθετεί παρουσία του κατηγορούμενου στο χώρο της τράπεζας κατά χρόνο, όσο ήταν δυνατόν, πλησιέστερο της ημέρας της ληστείας. Τούτο, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια της απόφασης μας, κατά την ανάλυση του σχετικού μέρους της μαρτυρίας του Δρ. Καριόλου περί της εναπόθεσης και διατήρησης γενετικού υλικού, θα άφηνε ανοιχτό το περιθώριο αμφιβολίας ως προς το κατά πόσο το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου τοποθετήθηκε στον συγκεκριμένο χώρο το χρόνο της ληστείας ή είχε παραμείνει εκεί από προηγούμενη επίσκεψη του σε χρόνο πλησίον της ημέρας αυτής.»

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά το μέρος που αναφέρεται στη διαπίστωση ότι αυτός και η μητέρα του δεν είπαν στο δικαστήριο την αλήθεια. Έχουμε τη γνώμη ότι οι λόγοι έφεσης που αφορούν αυτή τη πτυχή του θέματος είναι αβάσιμοι. Το Κακουργιοδικείο, αξιολόγησε με επιμέλεια το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε είναι λογικά και πειστικά. Η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προκειμένου να καταδείξει ότι εμφιλοχώρησε λάθος στην κρίση του δικαστηρίου, κινήθηκε στη θολή σφαίρα της απομακρυσμένης πιθανότητας παρά στο πεδίο της πραγματικότητας και της απλής λογικής. Όπως ορθά διαπιστώνει το Κακουργιοδικείο, ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από όσα προηγουμένως ανέφερε σχετικά με τις επισκέψεις του κλπ στην τράπεζα πριν από τη ληστεία οφειλόταν στη μεταβολή των συνθηκών που μεσολάβησε από τότε που δόθηκε η γραπτή κατάθεση (τεκμ. 2) στις 10.4.2006 μέχρι την ταυτοποίηση του γενετικού υλικού του στις 22.5.2006. Προφανώς, έτσι θεώρησε ο εφεσείων ότι θα βοηθούσε την υπόθεσή του, διανοίγοντας προοπτική αμφιβολίας [*437]ως προς το χρόνο τοποθέτησης του γενετικού του υλικού στον πάγκο του ταμείου.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία που στόχευε να καταδείξει ότι ο εφεσείων ακολουθούσε επακριβώς το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος εργασίας του στο ξενοδοχείο που εργαζόταν και ως εκ τούτου, ήταν αδύνατο να είχε τη δυνατότητα παρέκκλισης από αυτό ώστε να βρισκόταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ληστείας, εκτός εργασίας. Η μαρτυρία του προϊστάμενου του εφεσείοντα σχετικά με αυτό το θέμα κρίθηκε αναξιόπιστη για τους λόγους που πειστικά εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση. Διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων διατηρούσε τη δυνατότητα να φεύγει από την εργασία του για χρονικά διαστήματα μέχρι και μια ώρα, είτε κατόπιν άδειας, είτε χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους προϊσταμένους του και ότι το ξενοδοχείο στο οποίο εργαζόταν απείχε 20-25 λεπτά περίπου από το σημείο της ληστείας. Η πιο πάνω διαπίστωση συνάδει με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Τα συμπεράσματα δεν είναι αυθαίρετα ούτε εξ αντικειμένου ανυπόστατα ώστε να παρίσταται ανάγκη επέμβασης του Εφετείου.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης έχουν ως κοινή συνισταμένη την αμφισβήτηση της ορθότητας της διαπίστωσης του Κακουργιοδικείου ότι το γενετικό υλικό του εφεσείοντα που εντοπίστηκε στον πάγκο του ταμείου, εναποτέθηκε εμμέσως κατά το χρόνο της διάπραξης της ληστείας από επιμολυσμένα με αυτό ρούχα ή γάντια του δράστη. Και στην απουσία οποιασδήποτε άλλης εξήγησης ως προς το πώς ήταν δυνατό να επιμολύνθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο τα ρούχα ή γάντια του ληστή με γενετικό υλικό του εφεσείοντα, το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι ο ληστής ήταν το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.

Έχουμε ήδη αναφέρει, πως σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δρα Καριόλου, αν κάποιο αντικείμενο έχει επιμολυνθεί με γενετικό υλικό κάποιου ατόμου  αυτό μπορεί να καθαριστεί και το γενετικό υλικό να απαλειφθεί από το αντικείμενο αν τούτο σκουπιστεί με καθαρό ρούχο και με τη χρήση απορρυπαντικού. Η καθαρίστρια της τράπεζας Χριστοφόρα Κωνσταντίνου (ΜΚ4), κατέθεσε ότι όλο τον Οκτώβριο του 2004 καθάριζε το συγκεκριμένο υποκατάστημα της τράπεζας, συνήθως Δευτέρα και Πέμπτη, χρησιμοποιώντας καθαρό ρούχο και καθαριστικό υγρό. Σκούπιζε όλες τις επιφάνειες των πάγκων των ταμείων της τράπεζας οι οποίες ήταν μικρές και ο καθαρισμός τους ήταν ολοκληρωτικός.

[*438]Με δεδομένο πλέον, στη βάση της μαρτυρίας του μοριακού γενετιστή και της καθαρίστριας, ότι το γενετικό υλικό που βρέθηκε στον πάγκο του ταμείου ήταν εκείνο του εφεσείοντα και ότι αυτό εναποτέθηκε εκεί την ημέρα της ληστείας, το ερώτημα που προκύπτει αφορά τη βεβαιότητα της περαιτέρω κατάληξης του Κακουργιοδικείου, που μόνο με αυτή θα μπορούσε να υπάρξει καταδίκη, ότι αυτό, εναποτέθηκε εκεί εμμέσως από το δράστη της ληστείας κατά τη διάπραξη της. Και τούτο, εφόσον το ίδιο το Κακουργιοδικείο θεώρησε τον εντοπισμό του γενετικού υλικού του εφεσείοντα ως το «μόνο και ουσιαστικό» στοιχείο περιστατικής σύνδεσης του με τη ληστεία – «κομβικό», όπως το χαρακτήρισε, ελλείψει οποιασδήποτε άλλης περιστατικής ή βεβαίως και άμεσης μαρτυρίας.

Να υπενθυμίσουμε τη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι το εν λόγω γενετικό υλικό μόνο εμμέσως και όχι αμέσως θα μπορούσε να είχε εναποτεθεί από το δράστη της ληστείας, όπως αυτός ήταν καλυμμένος, μέσω των ενδυμάτων του αν αυτά ήταν επιμολυσμένα με εκείνο. Το κακουργιοδικείο έκαμε επ’ αυτού σαφές εύρημα, στο οποίο στηρίχθηκε η καταδίκη, ότι «το γενετικό αυτό υλικό εναποτέθηκε κατά έμμεσο τρόπο κατά τον χρόνο της ληστείας από το δράστη» (υπογράμμιση δική μας), και δη από τα επιμολυσμένα με αυτό ενδύματα του και κατέληξε ότι, στην απουσία οποιασδήποτε εξήγησης για το πώς επιμολύνθηκαν τα ενδύματα του ληστή με το γενετικό υλικό του εφεσείοντα, «μόνο» λογικό συμπέρασμα ήταν ότι ληστής και εφεσείων εταυτίζοντο.

Στη βάση της συλλογιστικής αυτής, δεν θεωρούμε ασφαλή την καταδίκη. Όπου η καταδίκη στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία, αυτή πρέπει να οδηγεί εκεί ως τη μόνη λογική κατάληξη και να μην υπάρχουν κενά στην πορεία της. Η ύπαρξη του γενετικού υλικού του εφεσείοντα επέτρεπε λογικά την ταύτιση του με αυτό, αλλά όχι το περαιτέρω συμπέρασμα ότι αυτό εναποτέθηκε «κατά το χρόνο της ληστείας από το δράστη», και δη μέσω των επιμολυσμένων ενδυμάτων του, με τη βεβαιότητα και ασφάλεια στην οποία μπορεί να στηριχθεί καταδίκη ως η μόνη λογική κατάληξη, εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ή λογική που να δικαιολογούσε το εύρημα ότι η εναπόθεση του γενετικού υλικού έγινε από το δράστη την ώρα της ληστείας. Μπορεί, όπως είπε ο κ. Καριόλου, η εναπόθεση γενετικού υλικού από το ληστή να ήταν δυνατή μόνο εμμέσως μέσω των επιμολυσμένων με αυτό ενδυμάτων του, δεν μπορούσε όμως αυτό να αντιστραφεί για να θεωρηθεί, ουσιαστικά προϋποθέτοντας, ότι μόνο από το δράστη κατά το χρόνο της ληστείας μπορούσε έτσι να είχε εναποτεθεί το εν λόγω γενετικό υλικό και ότι ο δράστης ήταν ο εφεσείων, ενώ αυτό ήταν το ίδιο το ζητούμε[*439]νο. Με την ίδια πιθανότητα που το γενετικό υλικό του εφεσείοντα θα μπορούσε εμμέσως να είχε εναποτεθεί μέσω – και μόνο – των ενδυμάτων του δράστη, αυτό θα μπορούσε να είχε εναποτεθεί από οποιοδήποτε άλλο άτομο είχε επισκεφθεί την τράπεζα και οποιαδήποτε ώρα πριν από τη ληστεία. Δεν υπήρχε λοιπόν κρίκος που να συνέδεε, με τη δέουσα επαρκή ασφάλεια της περιστατικής μαρτυρίας, το δεδομένο του εντοπισμού του γενετικού υλικού του εφεσείοντα με την κατάληξη ότι αυτό εναποτέθηκε κατά τον χρόνο της ληστείας από τον ίδιο το ληστή και ότι αυτός ήταν ο εφεσείων.

Ο εντοπισμός του γενετικού υλικού του εφεσείοντα, όσο σημαντικό στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας και αν ήταν, δεν δικαιολογούσε λοιπόν από μόνο του την καταδίκη. Το ίδιο δε το κακουργιοδικείο επεσήμανε όχι μόνο ότι δεν υπήρχε άλλη περιστατική μαρτυρία αλλά και ότι «η προσπάθεια της κατηγορούσας αρχής να θέσει περαιτέρω στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας» (όπως το χρώμα των μαλλιών του δράστη, που να τον συνέδεε με τον εφεσείοντα) «απέτυχε». Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν ασφαλές για το Κακουργιοδικείο να απορρίψει κάθε άλλη πιθανότητα ως ανωτέρω έμμεσης εναπόθεσης του γενετικού υλικού του εφεσείοντα, και δη εφόσον, με τη διερεύνηση της πιθανής εμπλοκής του εφεσείοντα τόσο χρόνο μετά από τη ληστεία, δεν θα αναμενόταν λογικά να μπορούσε να δοθούν εύκολα εξηγήσεις γι’ αυτό το γεγονός. Με την ίδια λογική θα μπορούσε να καταδικαστεί για τη ληστεία και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του οποίου το γενετικό υλικό ανευρίσκετο στον πάγκο της τράπεζας μετά τη ληστεία – και αναμφιβόλως αυτό δεν θα ήταν δύσκολο. Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε άλλης περιστατικής μαρτυρίας αφαιρούσε την ασφάλεια του υπόβαθρου της καταδίκης από το Κακουργιοδικείο.

Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει και η καταδικαστική απόφαση όπως και η επιβληθείσα ποινή παραμερίζονται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο