Κωνσταντίνου Χρίστος Ρηγίνου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 460

(2007) 2 ΑΑΔ 460

[*460]20 Νοεμβρίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΗΓΙΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 75/2007)

 

Ποινή — Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εφεσείων οδηγώντας το όχημά του κατά τη διάρκεια της νύκτας και κάτω από άσχημες καιρικές και οδικές συνθήκες, με ταχύτητα 123 χ.α.ω., συγκρούστηκε βίαια σε προπορευόμενο φορτηγό το οποίο εκινείτο με φώτα αναμμένα στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα η συνεπιβάτιδά του να τραυματιστεί σοβαρά και να υποκύψει λίγες μέρες αργότερα και ο ίδιος ο εφεσείων να τραυματιστεί σοβαρά ? Λευκό ποινικό μητρώο ? Απώλεια σχεδόν όλης της όρασης του αριστερού ματιού του ? Δημιουργία σοβαρών οικονομικών προβλημάτων λόγω της ανάγκης για υποβολή σε πολυδάπανη θεραπεία ? Επιβολή ποινής φυλάκισης 3 ετών ? Κρίθηκε, υπό τις περιστάσεις, ως έκδηλα υπερβολική και μειώθηκε κατ’ έφεση σε διετή ποινή φυλάκισης.

Ποινή — Υπερβολική ποινή — Έφεση εναντίον ποινής ως έκδηλα υπερβολικής — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταδειχθεί πως η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική — Αποδοχή από την Κυπριακή νομολογία των κατευθυντηρίων γραμμών που τέθηκαν από τη σχετική Αγγλική νομολογία σε σχέση με το ύψος της ποινής και τη διαβάθμισή της ανάλογα με τον βαθμό αμέλειας και την ύπαρξη επιβαρυντικών παραγόντων.

Στις 6.12.2004 ενώ ο εφεσείων οδηγούσε κατά τη διάρκεια της νύκτας το όχημά του στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού έχοντας συνεπιβάτιδά του μια συνάδελφό του ηλικίας 21 ετών από τη Λετονία, συγκρούστηκε στο πίσω μέρος προπορευόμενου φορτηγού με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά ο ίδιος και η κοπέλ[*461]λα η οποία λίγες μέρες αργότερα υπέκυψε στα τραύματά της. Η νύκτα ήταν βροχερή, ο οδικός φωτισμός ανύπαρκτος ή μηδαμινός και το οδόστρωμα του δρόμου δεν ήταν παντού επίπεδο. Η ταχύτητά του ήταν 123 χ.α.ω και το φορτηγό, το οποίο εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας με αναμμένα φώτα, ήταν ορατό, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από απόσταση 150 μ.

Ο εφεσείων είναι παντρεμένος και έχει μία κόρη 15 χρονών. Έχει λευκό ποινικό μητρώο και δεν βαρύνεται με οποιουσδήποτε βαθμούς ποινής. Από τον τραυματισμό στο πρόσωπο υπέστη σοβαρή ζημιά στο αριστερό του μάτι, με αποτέλεσμα, παρά τις χειρουργικές επεμβάσεις που του έγιναν, να εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παρουσιάζει σημαντική απώλεια όρασης. Ως αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων από την εργασία του και των ιατρικών εξόδων που κλήθηκε να καταβάλει, αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο εφεσείων ενώ γνώριζε ότι οι συνθήκες του δρόμου δημιουργούσαν ένα προφανή και σοβαρό κίνδυνο, συνέχισε με την ίδια ταχύτητα χωρίς να μεταβάλει τον τρόπο οδήγησης του ώστε να συνάδει με τις συνθήκες που τη δεδομένη στιγμή επικρατούσαν στον δρόμο. Σημείωσε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντος υπήρξε «αναίτια, εγωϊστική και κατ’ εξακολούθησιν αδιάφορη».

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία στην κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών. Με την παρούσα έφεση υποστηρίζει ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική. Θεωρεί πως το Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπ’ όψιν τους ελαφρυντικούς παράγοντες και ιδιαίτερα την ανεπανόρθωτη βλάβη που υπέστη στο μάτι. Επίσης ότι δεν συνεκτιμήθηκαν ως ελαφρυντικοί παράγοντες οι συνθήκες που ήταν δύσκολες για οποιοδήποτε οδηγό σε συνδυασμό με την ταχύτητά του που δεν ήταν υπερβολικά ψηλή. Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν εδικαιολογείτο αναστολή της ποινής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντος ήταν μεμπτή. Όμως δεν έχουν εντοπισθεί ιδιαίτερα επιβαρυντικοί παράγοντες. Ο μόνος παράγοντας που είναι επιβαρυντικός είναι η ταχύτητα των 123 [*462]χ.α.ω., πάντοτε σε σχέση με τις συνθήκες του δρόμου τη δεδομένη στιγμή. Όμως το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να κατατάξει την συμπεριφορά του εφεσείοντα στις πλέον σοβαρές, ώστε η ποινή να δικαιολογείται να κινηθεί στα υψηλότερα δυνατά επίπεδα που εισηγείται η νομολογία.

2.  Το Δικαστήριο πεπλανημένα έκρινε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα υπήρξε «κατ’ εξακολούθηση αδιάφορη», γιατί δεν είχε ενώπιον του σχετική μαρτυρία. Χωρίς όμως από την άλλη η οδική συμπεριφορά του να μπορεί να καταταχθεί στις περιπτώσεις της στιγμιαίας αβλεψίας ή απροσεξίας.

3.  Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης τριών ετών είναι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, υπερβολική. Η αρμόζουσα ποινή είναι αυτή των δύο ετών φυλάκισης.

Η έφεση επιτράπηκε. Η ποινή των τριών ετών παραμερίσθηκε και αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης δύο ετών.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μενελάου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232,

R. v. Guilfoyle [1973] 2 All E.R. 844,

R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353,

Attorney General v. Iacovides (1973) 2 C.L.R. 344,

Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Νεοφύτου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120.

Έφεση εναντίον Ποινής..

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. ??. 22581/05), ημερομηνίας 5/3/07.

Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

[*463]Ε. Ζαχαριάδου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης είναι το ύψος της ποινής φυλάκισης 3 χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα και η οποία προσβάλλεται ως υπερβολική.

Ο εφεσείων στις 6.12.2004 ενώ οδηγούσε κατά τη διάρκεια της νύχτας το αυτοκίνητο του στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού με συνεπιβάτιδα τη συνάδελφο του Alona Lahtuka, 21 χρονών από τη Λετονία, συγκρούστηκε στο πίσω μέρος προπορευόμενου φορτηγού με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά τόσο ο ίδιος όσο και η συνεπιβάτιδά του, η οποία λίγες μέρες αργότερα υπέκυψε στα τραύματά της.  Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, κατηγορήθηκε: (α) για την πρόκληση του θανάτου της συνεπιβάτιδάς του λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (β) για υπέρβαση του επιτρεπομένου ορίου ταχύτητας, κατά παράβαση του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/72, (γ) για οδήγηση χωρίς άδεια κυκλοφορίας, (δ) χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας και (ε) χωρίς να είναι προσδεδεμένος με ζώνη ασφαλείας.

Ο εφεσείων παραδέχθηκε τις τρεις τελευταίες κατηγορίες, δεν παραδέχθηκε όμως τις δύο πρώτες. Μετά από ακροαματική διαδικασία βρέθηκε ένοχος και στις δύο αυτές κατηγορίες και του επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 ετών, 8 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησης και στέρηση του δικαιώματος να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο 3 ετών. Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή.

Οι συνθήκες του δρόμου όπου συνέβηκε το δυστύχημα δεν ήταν καλές. Ήταν νύχτα, έβρεχε και ο οδικός φωτισμός ήταν ανύπαρκτος ή μηδαμινός με μορφολογία του οδοστρώματος όχι πάντα επίπεδη και ευθεία. Ο ίδιος ο εφεσείοντας ανέφερε στην κατάθεση του - και γι’ αυτό βρέθηκε και ένοχος στη δεύτερη κατηγορία - ότι η ταχύτητα του ήταν 123 χ.α.ω.. Αποτελεί διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την ταχύτητα που οδηγούσε και τις δεδομένες συνθήκες του δρόμου, ο εφεσείων δεν μπόρεσε να αντιληφθεί έγκαιρα το προπορευόμενο φορτηγό, το οποίο θα πρέπει να [*464]σημειωθεί ότι εκινείτο με φώτα αναμμένα στην αριστερή από τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας και ήταν ορατό από απόσταση 150 μ..  Η σύγκρουση ήταν σφοδρή.

Ο εφεσείων είναι παντρεμένος και έχει μία κόρη 15 χρονών.  Έχει λευκό ποινικό μητρώο και δεν βαρύνεται με οποιουσδήποτε βαθμούς ποινής. Από τον τραυματισμό στο πρόσωπο υπέστη σοβαρή ζημιά στο αριστερό του μάτι, με αποτέλεσμα, παρά τις χειρουργικές επεμβάσεις που του έγιναν, να εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παρουσιάζει σημαντική απώλεια όρασης. Ως αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων από την εργασία του και των ιατρικών εξόδων που κλήθηκε να καταβάλει, αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.

Υπό αυτές τις συνθήκες το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως πολύ σοβαρή την οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα, εξαιτίας της οποίας ένας συνάνθρωπος μας έχασε τη ζωή του. Εφάρμοσε την αρχή ότι η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγετο εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητητας ούτε και του στοιχείου της αποτροπής. Αφού υιοθέτησε τα όσα λέχθηκαν στη Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 και τα οποία έκτοτε υιοθετήθηκαν σε πολλές άλλες υποθέσεις, θεώρησε ότι ο εφεσείοντας ενώ γνώριζε ότι οι συνθήκες του δρόμου δημιουργούσαν ένα προφανή και σοβαρό κίνδυνο, συνέχισε με την ίδια ταχύτητα χωρίς να μεταβάλει τον τρόπο οδήγησης του ώστε να συνάδει με τις συνθήκες που επικρατούσαν στον δρόμο τη δεδομένη στιγμή. Σημείωσε ότι η αξιόποινη οδική συμπεριφορά του δεν συνίσταται σε μια στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία. Αντιθέτως, η συμπεριφορά του εφεσείοντα υπήρξε «αναίτια, εγωιστική και κατ’ εξακολούθησιν αδιάφορη».

Ο εφεσείων με τους λόγους έφεσης του θεωρεί την ποινή που του επιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική. Με τους δύο πρώτους λόγους θεωρεί ότι το Δικαστήριο  δεν έλαβε επαρκώς υπόψιν τους ελαφρυντικούς παράγοντες, και ιδιαίτερα την ανεπανόρθωτη βλάβη που υπέστη ο εφεσείων στο μάτι.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης θεωρεί ότι η επιλογή της ποινής φυλάκισης των 3 ετών ήταν λανθασμένη και αντινομική, εφόσον οι συνθήκες του δρόμου επέβαλλαν μεν στον εφεσείοντα καθήκον να επιδείξει αυξημένη προσοχή, αλλά ταυτόχρονα θα έπρεπε να είχε αναγνωριστεί ότι οι συνθήκες ήταν δύσκολες για οποιονδήποτε οδηγό και αυτό θα έπρεπε σε συνδυασμό με την ταχύτητα του που δεν ήταν υπερβολικά ψηλή, να συνεκτιμηθούν και ως ελαφρυντι[*465]κοί παράγοντες.

Με τον τέταρτο λόγο θεωρεί ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψιν, με διατύπωση στον υπερθετικό βαθμό, ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα «... ήταν κατ’ εξακολούθησιν αδιάφορη ...». 

Με τον πέμπτο, θεωρεί ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξατομίκευσε επαρκώς την ποινή η οποία πλησιάζει την οροφή της ποινής που θέτει ο νομοθέτης και η οποία νομολογιακά «αρμόζει να επιβάλλεται σε περιπτώσεις υποτρόπων ή με εξόχως επιβαρυντικούς παράγοντες, που τέτοια δεν ήταν η περίπτωση του εφεσείοντα.»

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης θεωρεί ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν εδικαιολογείτο η αναστολή της ποινής.

Για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης συμπεριφοράς κατά παράβαση του άρθρου 210 του Κεφ. 154, ο νομοθέτης προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι και 4 χρόνια ή/και χρηματική ποινή μέχρι £2.500.

Πράγματι η ποινή που επέβαλε ήταν αυστηρή και σύμφωνα με τη νομολογία τέτοιου ύψους ποινές επιβάλλονται σε περιπτώσεις όπου η αμέλεια του κατηγορούμενου εμπεριέχει το στοιχείο της σοβαρής αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων. Η Κυπριακή νομολογία γενικά αποδέχεται τις κατευθυντήριες αρχές που τέθηκαν στις Αγγλικές υποθέσεις R. v. Guilfoyle [1973] 2 All E.R. 844 και R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353, σε σχέση με το ύψος της ποινής και τη διαβάθμιση της ανάλογα με τον βαθμό αμέλειας και την ύπαρξη επιβαρυντικών παραγόντων. (Βλ. Attorney General v. Iacovides (1973) 2 C.L.R. 344 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, 115).

Στην προκειμένη περίπτωση, η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα δεν μπορεί να καταταχθεί στις πλέον σοβαρές, ώστε να χρήζει επιβολής ιδιαίτερα αποτρεπτικής ποινής η οποία να κινείται στα ψηλότερα επίπεδα που εισηγείται η R. v. Boswell, ανωτέρω.  Η οδική συμπεριφορά του ήταν μεμπτή, αλλά δεν έχουμε εντοπίσει ιδιαίτερα επιβαρυντικούς παράγοντες. Ο μόνος παράγοντας που είναι επιβαρυντικός είναι η ταχύτητα των 123 χ.α.ω., πάντοτε σε σχέση με τις συνθήκες του δρόμου τη δεδομένη στιγμή. Όμως το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να κατατάξει την συμπεριφορά του εφεσείοντα στις πλέον σοβαρές, ώστε η ποινή να δικαιολογείται να κινηθεί στα υψηλότερα δυνατά επίπεδα που ειση[*466]γείται η νομολογία.

 

Η ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική.  Οι αρχές με βάση τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο παρεμβαίνει, συνοψίζονται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 530:-

«Το στοιχείο της υπερβολικότητας της ποινής πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς εξουδετέρωση της υπερβολής και αποκατάσταση της πρέπουσας αναλογικότητας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος, έννοιας που είναι συνυφασμένη και με το άτομο και τις συνθήκες του παραβάτη αφενός, και της ποινής η οποία επιβάλλεται, αφετέρου, όπως ορίζει η νομολογία. Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, δηλαδή να είναι φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου, τη σοβαρότητα του εγκλήματος με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:- (1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και (2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η ομοιομορφία στη μεταχείριση των παραβατών που συνάδει και με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 28, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου. Το πλαίσιο το οποίο διαγράφεται από τη νομολογία ως προς την τιμωρία συγκεκριμένων τύπων εγκλημάτων είναι απαρέγκλιτα ευρύ ανάλογα με την ανομοιογένεια των γεγονότων που μπορεί να συνθέσουν το ίδιο αδίκημα.»

Η οδήγηση κατά τη διάρκεια νύχτας σε αυτοκινητόδρομο, ενώ έβρεχε, με περιορισμένο φωτισμό και ορατότητα με την ταχύτητα που οδηγούσε ο εφεσείων αναμφίβολα εμπεριέχει, όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το στοιχείο της αδιαφορίας.  Όμως, πλην της ταχύτητας, δεν υπάρχουν άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες. Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες το Δικαστήριο οφείλει καθορίζοντας το ύψος της ποινής να έχει κατά νου το πλαίσιο που οριοθετείται από τη νομολογία.  Ακόμη και η συνήγορος για την εφεσίβλητη δεν μας παρέπεμψε σε οποιαδήποτε απόφαση στην οποία με παρόμοια περιστατικά να επιβλήθηκε ποινή τριών χρόνων. Στην πρόσφατη υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120 επιβλήθηκε ποινή 2½ ετών φυλάκισης για [*467]πρόκληση δύο θανάτων κάτω από περιστάσεις που θεωρούμε ότι είναι ελαφρώς πιο σοβαρές. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινή δεν αφίεται του μέτρου.

Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσείων έχει λευκό ποινικό μητρώο, απώλεσε σχεδόν όλη την όραση του αριστερού του ματιού του και εξαιτίας της πολυέξοδης θεραπείας του, αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Το Δικαστήριο πεπλανημένα έκρινε ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα υπήρξε «κατ’ εξακολούθηση αδιάφορη», γιατί δεν είχε ενώπιον του σχετική μαρτυρία. Χωρίς όμως από την άλλη η οδική συμπεριφορά του να μπορεί να καταταχθεί στις περιπτώσεις της στιγμιαίας αβλεψίας ή απροσεξίας.

Η ποινή των τριών χρόνων υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι έκδηλα υπερβολική και την παραμερίζουμε. Θεωρούμε ότι η αρμόζουσα ποινή είναι αυτή των 2 ετών φυλάκιση.

Η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή των 3 ετών παραμερίζεται και αντικαθίσταται σε ποινή φυλάκισης 2 ετών.

Η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή των τριών ετών παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης δύο ετών.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο