(2007) 2 ΑΑΔ 492
[*492]10 Δεκεμβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 154/2006)
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 160/2006)
ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ.154/2006, 160/2006)
Ναρκωτικά ? Συνομωσία για κατοχή, συνομωσία για κατοχή με σκοπό την προμήθεια, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 733 γρ. κάνναβης ? Επικύρωση καταδίκης κατ’ έφεση.
Ποινή ? Ναρκωτικά ? Συνομωσία για κατοχή, συνομωσία για κατοχή με σκοπό την προμήθεια, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 733 γρ. κάνναβης ? Επιβολή ποινής φυλάκισης 8 ετών ? Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν από το Κακουργιοδικείο σε τέσσερις κατηγορίες που αφορούσαν συνομωσία για κατοχή, συνομωσία για κατοχή με σκοπό την προμήθεια, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 733 γρ. κάνναβης. Επεβλήθησαν σ’ αυτούς συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μέγιστη τα 8 χρόνια για τον εφεσείοντα στην έφεση 160/06 και τα 6 χρόνια για τον εφεσείοντα στην [*493]έφεση154/06. Η καταδίκη βασίστηκε στα ακόλουθα ευρήματα, τα οποία προέρχοντο από την αποδοχή της μαρτυρίας της Δημοκρατίας και την απόρριψη της μαρτυρίας που έδωσε ενόρκως προς υπεράσπισή του ο εφεσείων στην έφεση 154/06 – κατηγορούμενος 2 – και της ανώμοτης δήλωσης που έκαμε ο εφεσείων στην έφεση 160/06 – κατηγορούμενος 1:
Ο 1ος κατηγορούμενος πρότεινε σε αστυνομικό υπό κάλυψη να του προμηθεύσει τα ναρκωτικά και διευθετήθηκαν συναντήσεις μεταξύ τους στις οποίες γίνονταν διαπραγματεύσεις για την πώληση των ναρκωτικών. Ο 2ος κατηγορούμενος ήταν το πρόσωπο που συνεργάζετο με τον 1ο κατηγορούμενο μεταφέροντας τα ναρκωτικά με σκοπό την πώλησή τους στον υπό κάλυψη αστυνομικό από τον 1ον κατηγορούμενο.
Η γνώση των κατηγορουμένων για τα ναρκωτικά αποδεικνύετο από την συμπεριφορά τους και τον τρόπο που γενικά αυτοί ενεργούσαν.
Η κατοχή με σκοπό την προμήθεια των ναρκωτικών αποδεικνύετο από την ποσότητά τους, η οποία σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν 733.1 γρ. φυτού κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.
Ο εφεσείων στη έφεση 154/06 είχε δώσει και κατάθεση, η οποία εκρίθη θεληματική σε δίκη εντός δίκης με την οποία εδέχετο την εμπλοκή του στην υπόθεση. Το Κακουργιοδικείο, επαναξιολογώντας στο τέλος της ημέρας, όπως όφειλε, την εν λόγω κατάθεση, διαπίστωσε ότι δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει τη θεληματικότητά της. Το Κακουργιοδικείο δεν βασίστηκε όμως σ’ αυτή επισημαίνοντας ότι η καταδικαστική ετυμηγορία του εύρισκε έρεισμα στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας η οποία από μόνη της ήταν αρκετή να υποστηρίξει την καταδίκη του ανεξάρτητα από την ομολογία στην κατάθεσή του.
Περαιτέρω το Κακουργιοδικείο ανέλυσε και τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι, στη βάση των ευρημάτων του, στοιχειοθετούντο όλες οι κατηγορίες.
Ο εφεσείων στην έφεση 160/06, όσον αφορά την καταδίκη, υποστηρίζει την ύπαρξη κακοδικίας κατά το ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει δεόντως κατά πόσο αυτός ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τη διαδικασία.
[*494]Η έφεση 160/06 στρέφεται και κατά της ποινής της οκταετούς φυλάκισης, με ιδιαίτερη αναφορά στην κατάσταση της υγείας του εφεσείοντος.
Ο εφεσείων στην έφεση 154/06 αμφισβητεί μόνο την καταδίκη του σε όλη της την έκταση. Εισηγείται κατ’ αρχάς, ότι κακώς έγινε δεκτή η κατάθεσή του ως θεληματική. Οι υπόλοιπες εισηγήσεις του αφορούν αφ’ ενός μεν το ότι, αν η αποδοχή της κατάθεσής του ήθελε κριθεί εσφαλμένη, επηρεάζεται η καταδίκη του σε όλες τις κατηγορίες, και αφ’ ετέρου κυρίως στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο και δη ως προς το συμπέρασμα εμπλοκής του στις ενέργειες του συγκατηγορούμενού του, με ιδιαίτερη αναφορά στη διαφωνούσα απόφαση του ενός Δικαστή του Κακουργιοδικείου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι παρεχόταν περιθώριο επέμβασής του στην κρίση του Κακουργιοδικείου και αποφάνθηκε ότι το Κακουργιοδικείο ορθά και με πολλή επιμέλεια εντόπισε όλα τα στοιχεία που δικαιολογούσαν κρίση ενοχής των εφεσειόντων με την απαιτούμενη ασφάλεια. Επίσης έκρινε ότι η ποινή φυλάκισης των οκτώ ετών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην έφεση 160/06, δεν ήταν έκδηλα υπερβολική.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 23403/04), ημερομηνίας 21/6/06.
Ν. Καλλής, για τον Eφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 154/06.
Μ. Ξ. Ιωάννου, για τον Eφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 160/06.
Μ. Αναστασίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Οι Εφεσείοντες είναι παρόντες.
Cur adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δ. Χατζηχαμπή, Δ..
[*495]ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, συγκατηγορηθέντες, κατεδικάσθησαν από το Κακουργιοδικείο σε τέσσερεις κατηγορίες που αφορούσαν 733 γρ. κάνναβης (συνομωσία για κατοχή, συνομωσία για κατοχή με σκοπό την προμήθεια, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια) και τους επεβλήθησαν συντρέχουσες ποινές με μέγιστη τα 8 χρόνια για τον εφεσείοντα στην Έφεση 160/06 και τα 6 χρόνια για τον εφεσείοντα στην Έφεση 154/06. Η καταδίκη βασίστηκε στα ακόλουθα ευρήματα, τα οποία προέρχοντο από την αποδοχή της μαρτυρίας της Δημοκρατίας και την απόρριψη της μαρτυρίας που έδωσε ενόρκως προς υπεράσπισή του ο εφεσείων στην Έφεση 154/06 - κατηγορούμενος 2 - και της ανώμοτης δήλωσης που έκαμε ο εφεσείων στην Έφεση 160/06 - κατηγορούμενος 1 (σελίδες 276 – 280):
«Στις 15.11.04 ο Υπαστυνόμος Έλληνας (ΜΚ2) Υπεύθυνος της υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών Αρχηγείου, πήρε οδηγίες όπως συνεργαστεί με την ΥΚΑΝ Λεμεσού σχετικά με υπόθεση ενός προσώπου γνωστού στην ΥΚΑΝ Λεμεσού το οποίο σύμφωνα με τις πληροφορίες της αστυνομίας είχε στην κατοχή του μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών και προσπαθούσε να τα διοχετεύσει σε πελάτες. Ο Έλληνας πήρε επίσης οδηγίες και ενήργησε ως υπό κάλυψη αστυνομικός. Στις 23.11.04 και αφού προηγήθηκε επίσκεψη του στην ΥΚΑΝ Λεμεσού και σχετική ενημέρωση αναφορικά με το εν λόγω πρόσωπο, συναντήθηκε με τον 1ον Κατηγορούμενο στο σπίτι ενός γνωστού του ατόμου. Ακολούθως και αφού διαδραματίσθησαν τα γεγονότα όπως τα έχει εξιστορήσει ο Έλληνας, την νύκτα της 23.11.04 ο 1ος Κατηγορούμενος τον πήρε τηλέφωνο και του ανέφερε ότι έχει μεγάλη ποσότητα «σκαν», την οποία θέλει να διαθέσει και του πρότεινε να την αγοράσει. Κατόπιν τούτου συμφώνησαν να συναντηθούν την επόμενη μέρα για να συζητήσουν την τιμή ενός κιλού «χόρτου», το οποίο ήταν έτοιμο να του παραδώσει αμέσως. Τελικά ο Έλληνας αντί την επομένη μετέβη στη Λεμεσό τις 25.11.04, όπου συναντήθη με τον 1ο Κατηγορούμενο στην αυλή του ξενοδοχείου «ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ». Εκεί συμφώνησαν την τιμή των £300 την ουγγία. Αφού μεσολάβησαν τα γεγονότα που εξιστόρησε ο Έλληνας ο 1ος Κατηγορούμενος τον οδήγησε σε άγνωστη περιοχή της Λεμεσού όπου σε μία απομονωμένη και μισοτελειωμένη κατοικία σε αδιέξοδο (δρόμο) του έδειξε ποσότητα ναρκωτικών «χόρτου» το οποίο από τις εμπειρίες και τις γνώσεις του ήταν βέβαιος ότι ήταν «κάνναβη». Δια τους λόγους που εξήγησε ο Έλληνας απέφυγε την συναλλαγή στο μέρος αυτό και μετά από ανταλλαγή προτάσεων ο Κατηγορούμενος 1, τον μετέφερε κοντά σε ένα γυμναστήριο, βόρεια του παρακαμπτήριου [*496]δρόμου μεταξύ κυκλοφοριακού κόμβου Μέσα Γειτονιάς και Αγίου Αθανασίου. Εκεί του ζήτησε να ειδοποιήσει τον δικό του να φέρει πρώτος τα ναρκωτικά και αφού τα έβλεπε θα ειδοποιούσε τη συνάδελφο του να φέρει τα χρήματα. Πράγματι ο Κατηγορούμενος 1 τηλεφώνησε σε κάποιο πρόσωπο το οποίο καθοδήγησε με το τηλέφωνο και σε λίγο ένα διπλοκάμπινο αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής UV122 χρώματος κόκκινου τους πλησίασε και σταμάτησε σε απόσταση 40 μέτρων από κοντά τους. Ο Κατηγορούμενος 1 του ανέφερε ότι είναι συνεργάτης του και ότι είχε μαζί του τα ναρκωτικά. Ακολούθως προχώρησαν κοντά στο διπλοκάμπινο και πρόσεξε ότι στην θέση του οδηγού βρισκόταν ένας νεαρός 25 ετών με μαλλιά μακριά «κότσο» και μικρό υπογένειο. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο Κατηγορούμενος 2. Τότε ο 1ος Κατηγορούμενος κατέβηκε από το αυτοκίνητο με το οποίο είχαν πάει εκεί και ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού του πιο πάνω αυτοκινήτου πήρε μια τσάντα νάιλον μέσα στην οποία υπήρχαν τα ναρκωτικά. Την έφερε στο αυτοκίνητο που ευρίσκετο ο Έλληνας ο οποίος αφού είδε τα ναρκωτικά τα επέστρεψε και πάλι στο διπλοκάμπινο. Αμέσως μετά ο Κατηγορούμενος 1 οδηγώντας το αυτοκίνητο του μετακινήθηκε περί τα 200 μ. από το διπλοκάμπινο και του ζήτησε να ειδοποιήσει να φέρουν τα χρήματα. Και πάλι δια τους λόγους που εξήγησε ο Έλληνας δεν έγινε η συναλλαγή. Ακολούθως και αφού μεσολάβησαν τα γεγονότα που ο Έλληνας αναφέρει την 1.12.04 συναντήθηκε με τον Κατηγορούμενο1 σε χώρο απέναντι από το νυχτερινό γυμνάσιο Λινόπετρας. Ακολούθησε σχεδόν η ίδια διαδικασία όμως με κάποιους όρους (του Έλληνα) που ήταν να συνοδευόταν για σκοπούς δήθεν ασφάλειας από ένα συνεργάτη του και να εκινούντο με το αυτοκίνητο του Έλληνα στο οποίο θα έμπαινε ο Κατηγορούμενος 1 και θα έβλεπε τα λεφτά και στη συνέχεια θα τους οδηγούσε στο σημείο όπου ο δικός του συνεργάτης θα είχε τα ναρκωτικά. Ο Κατηγορούμενος 1 αποδέχθηκε τους όρους του Έλληνα και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρει στη μαρτυρία του, συναντήθηκαν σε προκαθορισμένο σημείο στις 17:15. Ο Έλληνας πράγματι συνοδευόταν από τον Αστ. 1656 Ν. Νεοφύτου (ΜΚ3). Ο Κατηγορούμενος 1 είδε τα χρήματα και ακολούθως τους οδήγησε στον κυκλικό κόμβο Γερμασόγειας όπου κοντά σε ένα ηλεκτρικό πάσσαλο ο Κατηγορούμενος 1 υπέδειξε στον Έλληνα την ίδια νάιλον τσάντα την οποία του είχε παρουσιάσει στις 25.11.04 και στην οποία ευρίσκετο η ποσότητα των ναρκωτικών. Σε απόσταση 40 περίπου μέτρων βρισκόταν το ίδιο κόκκινο διπλοκάμπινο στο οποίο επέβαινε ένα και μόνο πρόσωπο το οποίο όπως διεπίστωσα αργότερα ήταν το ίδιο που συνάντησε στις 25.11.04 κο[*497]ντά στο Γυμναστήριο βόρεια του παρακαμπτήριου, δηλαδή ο Κατηγορούμενος 2. Ο 1ος Κατηγορούμενος στη συνέχεια του υπέδειξε να προχωρήσει προς το σημείο που ευρίσκοντο τα ναρκωτικά, αποφεύγοντας να αγγίξει ο ίδιος την νάιλον τσάντα και ταυτόχρονα έβγαλε από την τζέπη του ένα ζευγάρι χειρουργικά πλαστικά γάντια (τεκ.7) και ζήτησε από τον Έλληνα να τα φορέσει για λόγους ασφαλείας όπως του είπε. Τότε ο Έλληνας πήρε μία ζυγαριά ακριβείας που είχε στο αυτοκίνητο του (τεκ.4), την τοποθέτησε δίπλα από το νάιλον σακούλι που ήταν μέσα τα ναρκωτικά τα οποία και τοποθέτησε στη ζυγαριά για να τα ζυγίσουν έτσι ώστε να δοθεί ο χρόνος στους συναδέλφους του να πλησιάσουν. Εκείνη τη στιγμή μετά από νόημα του «φόρμησαν» οι ευρισκόμενοι στην περιοχή άνδρες των ομάδων παρακολούθησης και ασφάλειας. Ο Έλληνας τότε απεκάλυψε την ταυτότητα του στον Κατηγορούμενο 1, του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο και το συνέλαβε για αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής κάνναβης. Ο 1ος Κατηγορούμενος δεν έδωσε καμία απάντηση.
Ο Έλληνας παρέδωσε στον αστ. 105 Μαυροβουνιώτη ο οποίος ήταν και ο ανακριτής της υπόθεσης, τα προρηθέντα ναρκωτικά (τεκ.14) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο Μαυροβουνιώτης ενημερώθηκε περαιτέρω από τον Υπ. Έλληνα ότι το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής UV 122 το οποίο ευρίσκετο περίπου 40 μέτρα δυτικότερα σταθμευμένο εντός της οδού Πάτμου, με οδηγό ένα πρόσωπο ήταν το αυτοκίνητο το οποίο σε προηγούμενες συναντήσεις που είχε με τον Κατηγορούμενο 1, «μετέφερνε» τα ανευρεθέντα ναρκωτικά στα διάφορα σημεία συνάντησης τους και τον είχε δει και εκείνη τι στιγμή να παρακολουθεί το σημείο που βρίσκοντο τα ναρκωτικά και τον είχε αναγνωρίσει.
Το προαναφερθέν όχημα ανεκόπη για έλεγχο από τον αστ. 2542 Χ. Κλεοβούλου (ΜΚ5) και από άλλους συναδέλφους του της ΥΚΑΝ μετά από οδηγίες που πήραν από τον επικεφαλή της επιχείρησης Παντελή Πολυβίου με τον τρόπο και κάτω από τις συνθήκες που ανέφερε ο Κλεοβούλου. Από έρευνα που έκανε ο Κλεοβούλου στο αυτοκίνητο του 2ου Κατηγορούμενου στην παρουσία του, βρήκε πάνω στο κάθισμα της θέσης του συνοδηγού δύο πλαστικά γάντια χρώματος άσπρου, χρησιμοποιημένα (τεκ.15), καθώς και ακόμα δύο γάντια του ιδίου τύπου μέσα σε νάιλον τσάντα χρώματος άσπρου (τεκ.16). Επίσης στο συρτα[*498]ράκι του ταμπλό του αυτοκινήτου βρήκε ακόμα τρία γάντια του ιδίου τύπου μέσα σε νάιλον τσάντα χρώματος μπλε (τεκ.17). Αμέσως υπέδειξε στον 2ον Κατηγορούμενο όλα τα γάντια και του ανέφερε για τις υποψίες του, ότι πιθανόν να τα χρησιμοποίησε για παράνομη πράξη. Του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο, αλλά αυτός δεν έδωσε καμιά απάντηση. Ο Κλεοβούλου προέβηκε και σε σωματική έρευνα του Κατηγορούμενου 2 κατά τη διάρκεια της οποία δεν ανευρέθη οτιδήποτε.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αποτελεί επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο 2ος Κατηγορούμενος ήταν ο συνεργάτης του 1ου και ήταν αυτός που μετέφερε τα ναρκωτικά στα πιο πάνω σημεία συνάντησης του Έλληνα με τον 1ον Κατηγορούμενο τόσο στις 25.11.04 όσο και την 1.12.04 με το αυτοκίνητο του με αριθμό εγγραφής UV 122 διπλοκάμπινο.
Βρίσκουμε περαιτέρω ότι η πιο πάνω ξηρή φυτική ύλη ήταν κάνναβης, από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη και είχε συνολικό βάρος 733,1 γρ. και ήτο συσκευασμένη με τρόπο που ανέφερε ο Έλληνας και ο Μαυροβουνιώτης.»
Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων στην έφεση 154/06 είχε δώσει και κατάθεση, η οποία εκρίθη θεληματική σε δίκη εντός δίκης και στην οποία εδέχετο την εμπλοκή του στην υπόθεση. Το Κακουργιοδικείο, επαναξιολογώντας στο τέλος της ημέρας, όπως όφειλε, την εν λόγω κατάθεση, διαπίστωσε ότι δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει τη θεληματικότητά της, δεν βασίστηκε όμως σε αυτή αφού, όπως είπε (σελίς 275):
«Εν πάση περιπτώσει και ανεξάρτητα από την ομολογία του Κατηγορουμένου 2 στην πιο πάνω κατάθεση του επιθυμούμε να επισημάνουμε ότι η καταδικαστική ετυμηγορία μας, βρίσκει έρεισμα στην μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και ειδικά του Υπαστυνόμου Έλληνα, η οποία από μόνη της είναι αρκετή να υποστηρίξει την καταδίκη του ανεξάρτητα από την ομολογία στην κατάθεση του. Τα συστατικά δηλαδή στοιχεία των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο 2ος Κατηγορούμενος έχουν αποδειχθεί με βάση την μαρτυρία του Έλληνα η οποία είναι αρκετή να μας οδηγήσει στη καταδίκη ανεξάρτητα από την κατάθεση του.»
Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο ανέλυσε και τους λόγους για [*499]τους οποίους έκρινε ότι, στη βάση την ευρημάτων του, στοιχειοθετούντο όλες οι κατηγορίες. Ως προς τις κατηγορίες της συνομωσίας είπε (σελίδες 282 – 283):
«Η μαρτυρία του Έλληνα οδηγεί στην πιο πάνω ισχυριζόμενη συνωμοσία για τους ακόλουθους λόγους. Ο Έλληνας ήταν σαφής ότι τόσο την 25.11.04 όσο και την 1.12.04 στην συνάντηση που είχε με τον 1ον Κατηγορούμενο παρευρίσκετο στο μέρος και ο Κατηγορούμενος 2 με το διπλοκάμπινο όχημα του. Μάλιστα στις 25.11.04, ο 1ος Κατηγορούμενος άνοιξε την πόρτα του διπλοκάμπινου το οποίο οδηγούσε ο 2ος και πήρε από μέσα την τσάντα με τα ναρκωτικά (τεκ.14). Αυτή δε την τσάντα με τα ναρκωτικά του την υπέδειξε ο 1ος και την 1.12.04 ενώ στο μέρος πάλι βρισκόταν ο 2ος. Ο Έλληνας ήτο επίσης σαφής στην μαρτυρία του ότι ο 1ος Κατηγορούμενος καθοδηγούσε με το τηλέφωνο τον συνεργάτη του για το μέρος των συναντήσεων τους ο οποίος ερχόταν (στο μέρος) και έφερνε τα ναρκωτικά και αυτός δεν ήταν άλλος παρά ο Κατηγορούμενος 2. Έχοντας υπ’ όψη όλα τα πιο πάνω και ειδικά ότι αυτός που ευρίσκετο στο μέρος της συνάντησης ήταν και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις ο Κατηγορούμενος 2 και μάλιστα στις 25.11.04 μετέφερε στο αυτοκίνητο του τα ναρκωτικά τα οποία ήταν αυτά που ο 1ος Κατηγορούμενος υπέδειξε και την 1.12.04 μπορούμε με ασφάλεια να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι ο 2ος κατηγορούμενος ήταν το πρόσωπο που καθοδηγούσε ο 1ος και με το οποίο συνεννοείτο όπως μεταφέρει τα ναρκωτικά. Προκύπτει δηλαδή σαφέστατα ότι και οι δύο ενεργούσαν με πλήρη συνεννόηση και συνδυασμό μεταξύ τους με τρόπο ώστε να εξάγεται σαν μόνο και βέβαιο συμπέρασμα ότι είχαν συμφωνήσει και έτσι συνωμοτήσει μεταξύ τους για να προβούν στις πιο πάνω ενέργειες, ήτοι για την διάπραξη της παράνομης πράξης της κατοχής των ναρκωτικών. Εξ’ άλλου αν δεν είχαν συμφωνήσει προηγουμένως και αν δεν ενεργούσαν για τον ίδιο κοινό σκοπό πως εξηγείται η παρουσία του 2ου Κατηγορούμενου αλλά και η μεταφορά των ναρκωτικών με το διπλοκάμπινο όχημα του, στα σημεία συνάντησης και κατά τον χρόνο συνάντησης ήτοι την 25.11.04 και 1.12.04.
Τα ίδια ισχύουν και για την 2η κατηγορία, ήτοι της συνωμοσίας με σκοπό την διάπραξη κακουργήματος. Το κακούργημα στην εν λόγω κατηγορία ήταν η παράνομη κατοχή του ιδίου πιο πάνω ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σ’ άλλο πρόσωπο.
[*500]Είναι φανερό με βάση την μαρτυρία του Έλληνα ο οποίος ενεργούσε ως υπό κάλυψη αστυνομικός ότι ο 1ος Κατηγορούμενος του πρότεινε να του προμηθεύσει τα ναρκωτικά και σ’ όλες τις συναντήσεις τους διεπραγματεύοντο πάντοτε την πώληση ναρκωτικών. Από την άλλη ο 2ος Κατηγορούμενος όπως διαφαίνεται από τη πιο πάνω μαρτυρία του Έλληνα ήταν το πρόσωπο που καθοδηγούσε από το τηλέφωνο για τα σημεία που θα εμεταφέροντο τα ναρκωτικά, ο συνεργάτης δηλαδή του 1ου Κατηγορούμενου ο οποίος τον βοηθούσε μεταφέροντας αυτά με σκοπό την πώληση τους στον Έλληνα από τον 1ον Κατηγορούμενο. Να πούμε δε ότι δεν έχει καμιά σημασία αν σκοπός της εμπλοκής του ήταν να πάρει τα λεφτά του αλλά το γεγονός ότι ενεργούσαν από κοινού για την διάπραξη της πιο πάνω παράνομης πράξης, ήτοι της διάθεσης των ναρκωτικών σε τρίτο πρόσωπο και αυτό είναι ολοφάνερο από τις πιο πάνω ενέργειες τους.»
Ως προς την κατηγορία της κατοχής (σελίδες 286 – 288):
«Το ουσιαστικό επίδικο θέμα είναι η κατοχή των ναρκωτικών εκ μέρους και των δύο Κατηγορουμένων και το ερώτημα που εγείρεται για το Δικαστήριο είναι κατά πόσο τα γεγονότα τα οποία αποτελούν τα ευρήματά μας αποδεικνύουν κατοχή εκ μέρους και των δύο Κατηγορουμένων.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Έλληνα ο 1ος Κατηγορούμενος τόσο στις 25.11.04 όσο και την 1.12.04 του υπέδειξε τα επίδικα ναρκωτικά και του τα πρόσφερε προς πώληση έναντι των £300 την ουγγία. Στις 25.11.04 τα ναρκωτικά ευρίσκοντο στο αυτοκίνητο του 2ου Κατηγορούμενου. Ο 1ος Κατηγορούμενος σε κάποιο στάδιο τα πήρε από το αυτοκίνητο του 2ου και τα μετέφερε στο αυτοκίνητο που βρισκόταν ο Έλληνας για να τα ελέγξει. Την 1.12.04 και πάλι ο 1ος Κατηγορούμενος τον καθοδήγησε στο συγκεκριμένο σημείο, όπου του υπέδειξε τα ναρκωτικά τα οποία ήταν τα ίδια που είχε ο 2ος Κατηγορούμενος στο αυτοκίνητο του και στις 25.11.04. Στο μέρος βρισκόταν και πάλι ο 2ος Κατηγορούμενος με το διπλοκάμπινο όχημα του και τοποθετημένος σε θέση που μπορούσε να ελέγχει το σημείο που ευρίσκοντο τα ναρκωτικά και που ήταν και το σημείο συνάντησης του 1ου με τον Έλληνα και ήδη αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ήταν ο 2ος Κατηγορούμενος που μετέφερε τα ναρκωτικά στα σημεία συνάντησης του Έλληνα με τον 1ον Κατηγορούμενο, με το αυτοκίνητο του. Ακόμη οι πιο πάνω πράξεις του Κατηγορουμένου 2 ισοδυναμούν και με τις ενέργειες που προνοεί το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα.
[*501]Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω είναι φανερό ότι τόσο ο 1ος όσο και ο 2ος είχαν τον φυσικό έλεγχο των επιδίκων ναρκωτικών τόσο την 25.11.04 όσο και κατά τον κρίσιμο χρόνο που κατηγορούνται ήτοι την 1.12.04. Όσον αφορά την δεύτερη προϋπόθεση της ταυτόχρονης με το φυσικό έλεγχο, ήτοι τη γνώση από τους Κατηγορούμενους της φύσης του αντικειμένου το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής, όπως προκύπτει από τη Νομολογία γενικότερα (βλ. Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας, πιο πάνω και Αναστασίου ν. Republic (1972) 2 C.L.R. 121) για την ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης του mens rea όπως σ’ όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις σπάνια υπάρχει άμεση μαρτυρία και κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση και όσον αφορά τον 1ον Κατηγορούμενο υπάρχει άμεση μαρτυρία, αυτή του Έλληνα, ότι ενώ ενεργούσε σαν υπό κάλυψη αστυνομικός ο 1ος Κατηγορούμενος του πρότεινε και επεχείρησε να του πωλήσει τα επίδικα ναρκωτικά έναντι του πιο πάνω τιμήματος. Μάλιστα γνωρίζοντας το παράνομο της φύσης τους έπαιρνε και τις αναγκαίες προφυλάξεις κατά τις διαπραγματεύσεις με τον Έλληνα δίνοντας ακόμη και στον Έλληνα γάντια και προτρέποντας τον να τα φορέσει για σκοπούς ασφάλειας προτού αγγίξει τα ναρκωτικά. Κατά συνέπεια έχοντας υπόψη την όλη συμπεριφορά του και με βάση τη μαρτυρία του Έλληνα καταδεικνύεται ότι ο 1ος Κατηγορούμενος είχε γνώση ότι αυτά που προσπάθησε να πωλήσει στον Έλληνα ήταν ναρκωτικά.
Αναφορικά με το 2ον Κατηγορούμενο η γνώση του για τα ναρκωτικά αποδεικνύεται επίσης από την όλη συμπεριφορά του και τον τρόπο γενικά που ενεργούσε. Ειδικά ο τόπος, ο χρόνος των συναντήσεων του με τον 1ον Κατηγορούμενο, που εδείκνυε την πλήρη συνεννόηση τους, η αναμονή του στο αυτοκίνητο ειδικά την 1.12.04 με τρόπον ώστε να έχει έλεγχο του σημείου που ευρίσκοντο τα ναρκωτικά, η αναμονή του επίσης στο χώρο ενώ ο 1ος Κατηγορούμενος συναλλάσσετο με τον Έλληνα και το σύνολο γενικά των συνθηκών που περιβάλλουν αυτές τις συναντήσεις του με τον 1ον Κατηγορούμενο, όπως και οι κινήσεις του καταδεικνύουν ότι γνώριζε και τη φύση του αντικειμένου που μετέφερε, με το αυτοκίνητο του τόσο 25.11.04 όσο και την 1.12.04. Ακόμη η γνώση του καταδεικνύεται από τη πιο πάνω ομολογία του στον Έλληνα όπου του ανέφερε ότι ενεπλάκη στα ναρκωτικά για να πάρει πίσω τα δανεικά που του όφειλε. Συγκεκριμένα αντεξεταζόμενος ο Έλληνας από τον κ. Καλλή ανέ[*502]φερε ότι στα γραφεία της ΥΚΑΝ, ο Κατηγορούμενος 2 ήθελε να τον δει και όταν τον είδε, του εξέφρασε τον φόβο του για την αντίδραση του πατέρα του και του είπε ότι ενεπλάκη στην υπόθεση «μόνο και μόνο για να πάρει τα δανεικά» που του όφειλε ο 1ος Κατηγορούμενος και ότι δεν «ξαναασχολήθηκε» με ναρκωτικά γεγονός που δεικνύει την γνώση του για την φύση του αντικειμένου που μετέφερε με το αυτοκίνητο του.»
Ως προς δε την κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια (σελίς 290):
«Στην κρινόμενη υπόθεση υπάρχει η μαρτυρία του Έλληνα ότι ο 1ος Κατηγορούμενος του πρότεινε έναντι της τιμής των £300 την ουγγία να του πωλήσει τα ναρκωτικά. Από την άλλη ο 2ος μετέφερε στα σημεία συνάντησης τα ναρκωτικά και ανέμενε μάλιστα στο αυτοκίνητο και κατά τρόπο ώστε να ελέγχει τα ναρκωτικά και αναμένοντας τον 1ον να τα πωλήσει στο τρίτο πρόσωπο δηλαδή τον Έλληνα. Να πούμε ότι δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι τόσο αυτή η κατηγορία όσο και οι υπόλοιπες εδράζονται και στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και στην προκειμένη περίπτωση ο 2ος ήταν ο συνεργάτης του 1ου Κατηγορούμενου και μετέφερε τα ναρκωτικά στα σημεία συνάντησης του με τον Έλληνα. Βοηθούσε δηλαδή τον 1ον να διαθέσει τα ναρκωτικά. Ανεξάρτητα από τα κίνητρα του, το γεγονός παραμένει ότι βοηθούσε τον 1ον να τα διαθέσει και οι πράξεις του όπως αναφέραμε και πιο πάνω ισοδυναμούν με τις ενέργειες που προνοεί το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα.
Πέραν των πιο πάνω η ποσότητα είναι σύμφωνα με τα ευρήματα μας 733.1 γρ. φυτού κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί ρητίνη κάνναβης. Η πιο πάνω ποσότητα υπερβαίνει κατά πολύ την ποσότητα που καθορίζεται από το άρθρο 30Α του πιο πάνω Νόμου 29/77 όπως τροποποιήθηκε και οι Κατηγορούμενοι δεν έχουν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο, ότι δηλαδή ο σκοπός τους δεν ήταν να τα προμηθεύσουν σε τρίτο πρόσωπο.»
Ο εφεσείων στην έφεση 160/06, όσον αφορά την καταδίκη περιορίζει τις εισηγήσεις του σε ένα ουσιαστικά θέμα – την ύπαρξη κακοδικίας κατά το ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει δεόντως κατά πόσο ο εφεσείων ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Εισήγηση που είναι εντελώς χωρίς έρεισμα. Πριν από την έναρξη της δίκης ο συνήγορος του εφεσείοντα, ο οποίος δεν ήταν παρών, πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο εφεσεί[*503]ων ήταν έγκλειστος στη ψυχιατρική κλινική του Νοσοκομείου λόγω ιατρικών προβλημάτων, παρουσιάζοντας και τρία σχετικά πιστοποιητικά στα οποία αναφέρετο ότι θα ήταν ανίκανος να εργαστεί για 6 μήνες. Ο συνήγορος ζήτησε αναβολή, η οποία και εδόθη. Την επομένη φορά (5 εβδομάδες μετά ) ο εφεσείων ήταν παρών και ο συνήγορός του, αναφέροντας ότι είχε πάρει σχετική γνωμάτευση, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι δεν θα πρόβαλλε οποιοδήποτε λόγο αναφορικά με ανικανότητα του εφεσείοντα να παρακολουθήσει τη διαδικασία και ήταν έτοιμος να προχωρήσει με την ακρόαση. Άρχισε τότε η ακρόαση και το θέμα δεν ηγέρθη ξανά καθ’ όλη τη διάρκεια της. Οι εισηγήσεις που κάνει τώρα ο ευπαίδευτος συνήγορος του, ότι παρά ταύτα το Κακουργιοδικείο όφειλε με δική του πρωτοβουλία να εξέταζε περαιτέρω το θέμα και ότι όντως ο εφεσείων δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τη διαδικασία, όπως προκύπτει και από την ανώμοτη δήλωση του, παρανοούν τα πράγματα. Το Κακουργιοδικείο, εν όψει όχι μόνο της στάσης του δικηγόρου του αιτητή αλλά και της έλλειψης στοιχείων που να ήσαν ικανά να το κινήσουν να εξετάσει το θέμα, δεν είχε λόγο να το εξετάσει αυτεπαγγέλτως. Το δε Εφετείο δεν μπορεί βεβαίως τώρα να προβαίνει σε πρωτογενή κρίση επί του θέματος και δη επί αναφορών σε γεγονότα που γίνονται μέσω της αγόρευσης. Δεν υπήρξε κακοδικία. Κατά τα λοιπά, ο εφεσείων δεν αμφισβητεί την καταδίκη του πέραν του να εισηγηθεί ότι οι κατηγορίες της συνομωσίας δεν απεδείχθησαν, εισήγηση η οποία απλώς γίνεται χωρίς να εξειδικεύεται και η οποία είναι εντελώς αβάσιμη εν όψει των αναφορών που έχουμε κάνει στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.
Η έφεση 160/06 στρέφεται και κατά της ποινής, με ιδιαίτερη αναφορά στην κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα. Παραπέμποντας και στη νομολογία επί του θέματος, φρονούμε ότι η ιδιαίτερη βαρύτητα που εδόθη, όπως αναφέρει το Κακουργιοδικείο, στα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα, αντανακλάται επαρκώς στην επιβληθείσα ποινή της οκταετούς φυλάκισης ώστε η προκειμένη να μην είναι περίπτωση εκδήλως υπερβολικής ποινής. Να σημειώσουμε ότι επρόκειτο για σοβαρό αδίκημα και ως προς την φύση του και ως προς την ποσότητα των ναρκωτικών και ότι δεν υπήρξε παραδοχή σε οποιοδήποτε στάδιο.
Ο εφεσείων στην έφεση 154/06 αμφισβητεί την καταδίκη του σε όλη της την έκταση, δεν εφεσιβάλλει όμως την επιβληθείσα ποινή. Εισηγείται κατ’ αρχάς, και εδώ είναι το βάρος της έφεσης, ότι κακώς έγινε δεκτή η κατάθεση του ως θεληματική. Ουδέν των λεγομένων σε στήριξη της εισήγησης καταδεικνύει λανθασμένη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στη δίκη εντός δίκης, το θέμα όμως [*504]είναι εν πάση περιπτώσει άνευ σημασίας αφού η καταδίκη σαφώς δεν εβασίσθη επί της ομολογίας του εφεσείοντα αλλά επί των ιδίων των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου ως προς τα γεγονότα. Κατά τα λοιπά, οι εισηγήσεις του εφεσείοντα αφορούν αφ’ ενός μεν το ότι, αν η αποδοχή της κατάθεσης του εφεσείοντα ήθελε κριθεί εσφαλμένη, επηρεάζεται η καταδίκη του σε όλες τις κατηγορίες, και αφ’ ετέρου κυρίως στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο και δη ως προς το συμπέρασμα εμπλοκής του εφεσείοντα στις ενέργειες του συγκατηγορούμενου του, με ιδιαίτερη αναφορά στη διαφωνούσα απόφαση του ενός Δικαστή του Κακουργιοδικείου. Ως προς το πρώτο, ό,τι εχρειάζετο να λεχθεί ήδη ελέχθη. Ως προς το δεύτερο, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, η οποία συνάδει πλήρως με τη μαρτυρία και τη λογική της αξιολόγησης, για να σημειώσουμε ότι αυτό που ουσιαστικά εισηγείται ο εφεσείων είναι ότι έπρεπε να είχαν γίνει δεκτές οι δικές του απόψεις για συγκεκριμένα στοιχεία της μαρτυρίας που θεωρούσε ότι αποκάλυπταν αντιφάσεις, παραλείψεις ή κενά στη μαρτυρία της Δημοκρατίας. Τα προσφερόμενα σε στήριξη της θέσης αυτής όμως πόρρω απέχουν από του να αποκαλύπτουν σφάλμα εκ μέρους του Κακουργιοδικείου, το οποίο ορθά και με πολλή επιμέλεια εντόπισε όλα τα στοιχεία που δικαιολογούσαν κρίση ενοχής του εφεσείοντα με την απαιτούμενη ασφάλεια.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο