Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωτήρη Παπαγεωργίου (2007) 2 ΑΑΔ 514

(2007) 2 ΑΑΔ 514

[*514]18 Δεκεμβρίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 98/2007)

 

Ποινή ? Διαδοχικές ποινές ? Οι βασικές αρχές είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που ουσιαστικά συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά και ότι εν πάση περιπτώσει το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών.

Ποινή ? Παράβαση του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, Ν. 3(?)/2000 ? Τα θύματα δεν είχαν τη δυνατότητα λόγω της ανωριμότητας της ηλικίας τους να αντιληφθούν την όλη διάσταση των αδικημάτων και χρησιμοποιούντο κατ’ εξακολούθηση για ικανοποίηση των σεξουαλικών ορέξεων του εφεσίβλητου ? Παραδοχή ? Λευκό ποινικό μητρώο ? Άμεση συνεργασία με τους ανακριτές της υπόθεσης ? Ψυχολογικά προβλήματα ? Ταραγμένη παιδική ζωή και έλλειψη φυσικού καταναγκασμού ? Επιβολή ποινής φυλάκισης δύο ετών σε κάθε κατηγορία ? Οι ποινές σε ανά δύο κατηγορίες που αφορούσαν τον ίδιο ανήλικο αποφασίστηκε να συντρέχουν, αλλά η ?????? των υπολοίπων να γίνει διαδοχικά, έτσι ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται στα έξι χρόνια. Οι ποινές χαρακτηρίστηκαν επιεικείς κατ’ έφεση, όχι όμως τόσο ανεπαρκείς που να επέτρεπαν την επέμβαση του Εφετείου.

Ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος ύστερα από δική του παραδοχή σε έξι κατηγορίες για παράβαση του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, Ν. 3(?)/2000. ?α αδικήματα διαπράχθησαν με[*515]ταξύ 1.1.2005 και 22.1.2007 με θύματα τρία ανήλικα παιδιά ηλικίας 9, 13 και 14 ετών. Η σεξουαλική εκμετάλλευση συνίστατο σε πεολειξία στην οποία ο εφεσείων προέβαινε επί των ανηλίκων, έναντι μικρών χρηματικών ποσών. Το δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης δύο ετών σε κάθε κατηγορία. Οι ποινές σε ανά δύο κατηγορίες που αφορούσαν τον ίδιο ανήλικο αποφασίστηκε να συντρέχουν, αλλά η έκτιση των υπολοίπων να γίνει διαδοχικά, έτσι ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται στα έξι χρόνια.

Ο εφεσείων έκρινε την ποινή ως ανεπαρκή ασκώντας εναντίον της την παρούσα έφεση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην αρχή της συνολικότητας της ποινής που λαμβάνεται υπ’ όψιν όταν επιβάλλονται διαδοχικές ποινές όπως επίσης και στις αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών φυλάκισης στις κατάλληλες υποθέσεις ως μέτρο ποινικής μεταχείρισης των αδικοπραγούντων, οι οποίες εκτίθενται στην πρώτη παράγραφο του πιο πάνω εισαγωγικού σημειώματος, και, αν και χαρακτήρισε τις ποινές ως επιεικείς υπό τις περιστάσεις, δεν θεώρησε ότι αυτές ήσαν ανεπαρκείς σε βαθμό που να δικαιολογούν τη? επέμβασή του για αύξησή τους.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αχιλλέως v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331,

Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Πέτρου (2006) 2 Α.Α.Δ. 183,

Δημητρίου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 21,

Τραλαλάς v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323,

Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 1750/07), ημερομηνίας 3/5/07.

[*516]Ελ. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Θεμιστοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.

Ο Εφεσίβλητος είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλλεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος ύστερα από δική του παραδοχή σε έξι κατηγορίες για παράβαση του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, Ν.3(Ι)/2000.  Κατηγορήθηκε ότι σε διάφορες ημερομηνίες, μεταξύ 1.1.2005 και 22.1.2007, εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά τρεις ανήλικους. Σε δύο περιπτώσεις ένα ανήλικο 9 ετών, σε άλλες δύο τον αδελφό του πιο πάνω, ηλικίας 13 ετών και σε μια τρίτη περίπτωση, δύο φορές, ανήλικο ηλικίας 14 χρόνων. Η σεξουαλική εκμετάλλευση συνίστατο σε πεολειξία στην οποία ο εφεσείων προέβαινε επί των ανηλίκων, έναντι μικρών χρηματικών ποσών. Το δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο ετών σε κάθε κατηγορία. Οι ποινές σε ανά δύο κατηγορίες που αφορούσαν τον ίδιο ανήλικο αποφασίστηκε να συντρέχουν, αλλά η έκτιση των υπολοίπων να γίνει διαδοχικά, έτσι ώστε σωρευτικά η ποινή να ανέρχεται στα έξι χρόνια.

Η ποινή κρίθηκε από τους εφεσείοντες ως ανεπαρκής και γι’  αυτό ασκήθηκε εναντίον της η παρούσα έφεση.  Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία αφού ανέλυσε τις αρχές που διέπουν τη διαδοχικότητα της ποινής, αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων και στην κοινωνική απαρέσκεια για εγκλήματα αυτής της φύσης εναντίον παιδιών. Η κα Ζαχαριάδου σε μια εμπεριστατωμένη αγόρευση αναφέρθηκε επίσης και σε ποινές που επιβλήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο σε περιπτώσεις που κατά την άποψή της ήταν παρόμοιες, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν κατά πολύ σοβαρότερες.

Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η ποινή αποτελεί λειτουργία που αρμόζει στο πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο δύσκολα επεμβαίνει.

Η αρχή της συνολικότητας της ποινής που λαμβάνεται υπ’ όψιν [*517]όταν επιβάλλονται διαδοχικές ποινές, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331).

Στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, τονίστηκε ότι επίκεντρό της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Υπόβαθρό της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το αδίκημα που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου.  Αφού πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, σε κάθε δεδομένη περίπτωση η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται ως σύνολο.

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (2006) 2 Α.Α.Δ. 183, η έννοια της ενιαίας ενέργειας μπορεί να καλύπτει μια σειρά αδικημάτων που προϋποθέτουν επανάληψη της ίδιας συμπεριφοράς εναντίον του ιδίου θύματος, όπως σειράς σεξουαλικών αδικημάτων με τον ίδιο συμμετέχοντα. Άνκαι είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί ένας πρακτικός ορισμός της έννοιας «ενιαία ενέργεια» μπορεί να λεχθεί ότι ο όρος έχει ξεπεράσει τα αναμενόμενα. Έτσι μια σειρά αδικημάτων της ίδιας ή παρόμοιας φύσης που διαπράχθηκαν εναντίον του ιδίου θύματος μπορεί δεόντως να θεωρηθεί ως μέρος ενιαίας ενέργειας, εκτός αν έχουν διαπραχθεί μέσα σε μια χρονική περίοδο που εύλογα μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη.

Ακόμα και όταν δεόντως επιβάλλονται διαδοχικές ποινές, η αρχή της συνολικότητας επιβάλλει όπως κανονικά το σύνολο των επιβληθεισών διαδοχικών ποινών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ανώτερο όριο του κανονικού φάσματος των ποινών που επιβάλλονται στην κατηγορία των αδικημάτων στην οποία το πιο σοβαρό από τα αδικήματα ανήκει. Η ολική ποινή μπορεί να παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας, αν συνολικά είναι ουσιαστικά πιο πάνω από το κανονικό επίπεδο των ποινών που επιβάλλονται στο πιο σοβαρό αδίκημα ή αν στην ουσία στον αδικοπραγούντα επιβάλλεται μια συντριπτική ποινή (Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 21).

Κατά γενικό κανόνα δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, ανωτέ[*518]ρω). Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε υπερβολή και ουσιαστικά στην επιβολή μεγαλύτερης ποινής σε μικρότερης σοβαρότητας κατηγορίες. Παράλληλη αρχή είναι ότι, εν πάση περιπτώσει, το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών. Η υπόθεση αντιμετωπίζεται από απόσταση και εξετάζεται κατά πόσο η συνολική ποινή είναι η αρμόζουσα, σύμφωνα με τα συγκεκριμένα δεδομένα (Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323, 327 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123).

Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε πως επίκεντρο της ποινής είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική του ευθύνη (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας, ανωτέρω).

Εξετάσαμε τα στοιχεία που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιόν του. Αναμφίβολα, οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος είναι πολύ σοβαρές. Σημαντικά στοιχεία της υπόθεσης είναι, εκτός από το γεγονός ότι τα θύματά του ήταν ανήλικοι, δηλαδή άτομα τα οποία δεν μπορούσαν λόγω της ανωριμότητας της ηλικίας να αντιληφθούν την όλη διάσταση των γεγονότων και η κατ’ εξακολούθηση χρησιμοποίησή τους για ικανοποίηση των σεξουαλικών του ορέξεων.

Από την άλλη, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε ως ελαφρυντικούς παράγοντες το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου, την άμεση συνεργασία του με τους ανακριτές, καθώς και την παραδοχή του στην Αστυνομία, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου. Ελήφθησαν, επίσης ως μετριαστικοί παράγοντες, υπ’ όψιν τα ψυχολογικά προβλήματα του εφεσίβλητου, ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του ως ασθενή, η ταραγμένη παιδική του ζωή, αλλά και η έλλειψη φυσικού καταναγκασμού.

Κάτω από όλες τις περιστάσεις θεωρούμε ότι η επιβληθείσα ποινή, άνκαι επιεικής,  δεν είναι ανεπαρκής και η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο