Θεοχάρους Κρίνος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22

(2008) 2 ΑΑΔ 22

[*22]21 Ιανουαρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΚΡΙΝΟΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Aρ. 185/2006, 210/2006)

 

Ποινή ― Συνωμοσία προς καταδολίευση ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Συγκάλυψη ― Δεκασμός δημοσίου λειτουργού ― Διαφθορά ― Κατάχρηση εξουσίας και έκδοση ψευδών πιστοποιητικών ― Τα αδικήματα σχετίζονται με την απόκτηση και στη συνέχεια πώληση ακίνητης περιουσίας η οποία ανήκε σε Τουρκοκύπριους, στο χωριό Άγιος Θεόδωρος Τηλλυρίας ― Εφεσείων 60 ετών κοινοτάρχης χωριού Επαρχίας Πάφου επωφελήθηκε μεγάλο οικονομικό όφελος, καταχρώμενος τη θέση του και εκδίδοντας πιστοποιητικά κατοχής γης σε άτομα που γνώριζε πως δεν ήσαν οι ιδιοκτήτες τους ― Λευκό ποινικό μητρώο, πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, εκτίμηση από την κοινότητα του χωριού του ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης κυμαινόμενων από 15 μήνες μέχρι και τρία χρόνια ― Έκδοση διατάγματος δήμευσης ― Οι ποινές χαρακτηρίστηκαν επιεικείς ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Ποινή ― Όπου τα ίδια γεγονότα στοιχειοθετούν πέραν της μιας κατηγορίες, το Δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει ποινή μόνο στη μια από αυτές.

Δικαιώματα κατηγορούμενου ― Διάγνωση ποινικής ευθύνης κατηγορούμενου εντός ευλόγου χρόνου ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Άρθρο 6 (1) ― Αρχές που διέπουν το θέμα του εύλογου χρόνου στην Κυπριακή νομολογία και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

[*23]Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση στην κρίση του Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Ανώμοτη δήλωση κατηγορούμενου ― Τρόπος εξέτασης και αξιολόγησης ― Ποία η αποδεικτική αξία της.

Απόδειξη ― Πρόσθετοι μάρτυρες ― Παρουσίαση πρόσθετων μαρτύρων ― Διέπεται από το Άρθρο 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

Απόδειξη ― Γνώση ― Η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης δεν αποδεικνύεται συνήθως με άμεση μαρτυρία ― Κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

Ποινικός Κώδικας ― Συνωμοσία ― Συμπερίληψη κατηγορίας για συνωμοσία και κατηγορίας για τη διάπραξη του αδικήματος το οποίο αποτελούσε στόχο της συνωμοσίας ― Κατά πόσο οδηγεί σε ακυρότητα της διαδικασίας.

Ο εφεσείων, ο οποίος καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο, ήταν Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου του χωριού Κάτω Πύργος και είχε δικαίωμα να εκδίδει πιστοποιητικά κατοχής και για γη που βρισκόταν εντός των ορίων του γειτονικού χωριού Άγιος Θεόδωρος, εξέδωσε τέτοια πιστοποιητικά σε δύο ηλικιωμένα πρόσωπα (την Ελένη Σάββα γιαγιά του 1ου κατηγορούμενου και Σάββα Παπασάββα πατέρα του 2ου κατηγορούμενου, αντίστοιχα), σε σχέση με ακίνητη περιουσία που ανήκε σε Τουρκοκύπριους και οι οποίοι από το 1924 μέχρι σήμερα ήταν τα πρόσωπα που φαίνονταν ως καταχωρημένοι ιδιοκτήτες στα Μητρώα Φόρων και Μητρώα Εγγραφής του Κτηματολογίου. Αποτέλεσμα της έκδοσης των σχετικών πιστοποιητικών ήταν να εγγραφεί το 1/3 μερίδιο των εν λόγω κτημάτων στο όνομα της Ελένης Σάββα και τα υπόλοιπα 2/3 μερίδια στο όνομα του Σάββα Παπασάββα δυνάμει χρησικτησίας. Τα επίδικα κτήματα πωλήθησαν και μεταβιβάστηκαν μέσω των πληρεξουσίων αντιπροσώπων των δύο γερόντων, κατηγορουμένων 1 και 2, σε συγκεκριμένη εταιρεία έναντι ποσού £972.000. Από το ποσό αυτό ο εφεσείων επωφελήθηκε το ποσό των £130.000.

Μαζί με τον εφεσείοντα κατηγορούντο και άλλα 5 άτομα αναφορικά με τα ίδια αδικήματα ήτοι συνωμοσία προς καταδολίευση, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, συγκάλυψη, δεκασμό δημοσίου λειτουργού, διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας και έκδοσης [*24]ψευδών πιστοποιητικών, τα οποία αδικήματα σχετίζονται με την απόκτηση και στη συνέχεια πώληση της προαναφερόμενης ακινήτου περιουσίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων ενήργησε κακόπιστα καταχρώμενος την εξουσία του.

Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Πάφου ενώπιον του οποίου τέθηκε για πρώτη φορά στις 8/1/02. Οι κατηγορούμενοι, αφού κλήθηκαν σε απολογία επέλεξαν να προβούν σε ανώμοτη δήλωση και να μην προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία. Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 14/9/05. Κλήθηκαν με βάση το Άρθρο 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, αρκετοί πρόσθετοι μάρτυρες. Η δίκη περατώθηκε στις 12/9/06 με κατάληξη την ενοχή των κατηγορουμένων και τους επιβλήθηκε ποινή στις 3/10/ 06.

Οι ποινές που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα ήταν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης κυμαινόμενες από 15 μήνες μέχρι και τρία χρόνια. Οι ποινές των τριών χρόνων φυλάκισης αφορούν στην κατηγορία δεκασμού κατά παράβαση του Άρθρου 100 (α) του Κεφ.154 και στις κατηγορίες συγκάλυψης, κατά παράβαση του περί Συγκάλυψης Έρευνας και Δημοσίων Εσόδων σε Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 – 2000. Εκδόθηκε επίσης και διάταγμα δήμευσης για το ποσό των £ 179.498 με οδηγίες όπως ποσό £ 101.556 που είναι ήδη κατατεθειμένο σε λογαριασμό στο όνομα Νάκης Ιωάννου ληφθεί από τον εν λόγω λογαριασμό, το δε υπόλοιπο να ανακτηθεί από ρευστοποίηση ακίνητης ιδιοκτησίας του εφεσείοντος. Σύμφωνα με μαρτυρία που δεν έχει αμφισβητηθεί, ο Νάκης Ιωάννου και ο εφεσείων είναι το ίδιο πρόσωπο.

Με την έφεση αρ. 185/06 ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της καταδίκης του και με την έφεση 210/06 την επιβληθείσα ποινή.

Λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης.

1) Η δίκη δεν ήταν δίκαιη αφού δεν διεξάχθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο όπως διαλαμβάνει        το Σύνταγμα κα η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

2) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη.

3) Η καταδίκη ήταν εσφαλμένη και/ ή αντινομική και/ ή ακροσφαλής σε ορισμένες κατηγορίες.

[*25]4)        Το Δικαστήριο εσφαλμένα ξεκίνησε τη δίκη χωρίς ο εφεσείων να εκπροσωπείται από δικηγόρο αφού την ίδια μέρα πριν την έναρξη της διαδικασίας αποσύρθηκε ο δικηγόρος του και το δικαστήριο αρνήθηκε να δώσει αναβολή για να διορίσει νέο δικηγόρο.

5) Η μη κλήση ως μαρτύρων του ελεγκτή του Κτηματολογίου και των προαναφερθέντων ηλικιωμένων ατόμων, ήταν εσφαλμένη.

6) Το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιδίκων ακινήτων.

Λόγοι έφεσης εναντίον της ποινής.

Η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης. Προβλήθηκαν συγκεκριμένα τα ακόλουθα: Το Δικαστήριο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη (α) την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής (β) την ηλικία, το λευκό μητρώο του εφεσείοντος και την εκτίμηση που είχε από την κοινότητα του χωριού του που, ενώ ήταν υπό κράτηση για διερεύνηση των αδικημάτων, τον επανεξέλεξαν κοινοτάρχη (γ) ότι εκδόθηκε εναντίον του και διάταγμα δήμευσης για το ποσό που καρπώθηκε, (δ) τις συνέπειες της καταδικαστικής απόφασης στο πρόσωπο του εφεσείοντος και (ε) ότι η κατάληξη του δικαστηρίου να μην αναστείλει την ποινή (ι) είναι αναιτιολόγητη και (ιι) πάσχει από εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Ανέφερε ακόμη ο συνήγορος του εφεσείοντος ότι εσφαλμένα επέβαλε το δικαστήριο μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες της συγκάλυψης παρά αυτή που επέβαλε στις κατηγορίες των γενεσιουργών αδικημάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από τη σύλληψη του εφεσείοντος μέχρι και την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του και της παραπομπής του σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο χρόνος που διέρρευσε δεν θεωρείται ως αδικαιολόγητα μακρύς. Με δεδομένα τα σχετικά με την υπόθεση στοιχεία η περίοδος από την έναρξη της δίκης μέχρι την επιβολή της ποινής, μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογος χρόνος με την έννοια του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μεταξύ αυτών των στοιχείων ήσαν ο αριθμός και η φύση των κατηγοριών, ο όγκος της προσαχθείσας μαρτυρίας, ο αριθμός των κατηγορουμένων που εκπροσωπούντο από διαφορετικούς δικηγόρους και η διασύνδεση αυτής της υπόθεσης με άλλη [*26]παρόμοια ποινική υπόθεση η οποία επέδρασε στον προγραμματισμό.

Ο χρόνος που διέρρευσε για την περίοδο από 8/1/02 που εμφανίστηκαν οι κατηγορούμενοι ενώπιον του Κακουργιοδικείου μέχρι τις 13/9/05 που άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης αποτελεί σημαντική καθυστέρηση, η οποία και λήφθηκε δεόντως υπόψη από το Κακουργιοδικείο με την επιβολή σημαντικά μειωμένης ποινής σε σύγκριση με την μέγιστη προβλεπόμενη από το νόμο ποινή.

2.  Δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Εφετείου που να δικαιολογεί την επέμβασή του   στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων στα οποία το Κακουργιοδικείο κατέληξε με βάση τη μαρτυρία της εφεσίβλητης.

3.  Η ανώμοτη δήλωση κατηγορουμένου δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μαρτυρία με την έννοια να είναι ικανή να αντικρούσει την ένορκη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη.

4. Στην παρούσα υπόθεση τηρήθηκαν οι απαιτήσεις του Άρθρου 111 του Κεφ.155 σε σχέση με την παρουσίαση πρόσθετων μαρτύρων και δεν έχουν παραβιαστεί τα κατ’ ισχυρισμόν συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντος ενόψει της φύσης και της έκτασης της μαρτυρίας τους και κυρίως λόγω του γεγονότος ότι μεταξύ της δοθείσας ειδοποίησης της κλήσης τους και της ημερομηνίας που κατάθεταν υπήρξε αρκετός    χρόνος για να δυνηθεί η υπεράσπιση να τους αντεξετάσει. Άλλωστε ενώπιον του Εφετείου δεν τέθηκε οτιδήποτε που να δείχνει ικανοποιητικά ότι έχουν παραβιαστεί τα υπό αναφορά δικαιώματα του εφεσείοντος.

5.  Η συμπερίληψη και κατηγοριών για συνωμοσία δεν επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση του εφεσείοντος ούτε και ήταν άδικο (unfair) για τον ίδιο να συμπεριληφθούν και οι κατηγορίες της συνωμοσίας με την κατηγορία για την διάπραξη του αδικήματος, αντικειμένου της συνωμοσίας.

6.  Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι τα επίδικα κτήματα αποτελούσαν τουρκοκυπριακή περιουσία, είναι ορθή, ενόψει της μαρτυρίας της εφεσίβλητης ότι οι 3 Τουρκοκύπριοι ήσαν καταχωρημένοι ως ιδιοκτήτες στα σχετικά μητρώα του Κτηματολογίου. Εξ άλλου και οι κατηγορίες μιλούν για καταχωρημένο ιδιοκτήτη             και όχι για εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη. Ως εκ τούτου ο λόγος έφεσης υπ’ αρ. 3) ανωτέρω δεν ευσταθεί.

[*27]7.        Ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει ότι το διάστημα που δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο τον έχει επηρεάσει δυσμενώς στην υπεράσπισή του. Ως εκ τούτου η εισήγηση του δικηγόρου του για ακύρωση, γι’ αυτό το λόγο, καταδίκης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

8.  Η μη κλήση του ελεγκτή του Κτηματολογίου και των δύο ηλικιωμένων προσώπων ως μαρτύρων είναι ορθή ενόψει του ότι ο πρώτος δεν ήταν πρόσωπο που θα μπορούσε να γίνει πιστευτό από το Δικαστήριο οι δε δεύτεροι, εκτός από την ηλικία τους θα μπορούσαν να κληθούν από την υπεράσπιση. Περαιτέρω δεν ήσαν μάρτυρες         στο κατηγορητήριο.

9.  Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι η Ελένη Σάββα και ο Σάββας Παπασάββας δεν ήσαν δικαιούχοι υποστηρίζεται πλήρως από την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Το Κακουργιοδικείο ορθά κατέληξε στα ακόλουθα: « Η εισήγηση της Υπεράσπισης πως η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό που απαιτείται ότι τα εν λόγω πρόσωπα ήσαν όντως δικαιούχοι ή ότι το Δικαστήριο αυτό στερείται δικαιοδοσίας, με την έννοια ότι θα έπρεπε να προηγηθεί απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου που να διαγιγνώσκει τελεσίδικα το ιδιοκτησιακό καθεστώς, δεν μας βρίσκει σύμφωνους».

Οι επιβληθείσες ποινές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως έκδηλα υπερβολικές. Τουναντίον, είναι πολύ επιεικείς, προφανώς ένεκα της καθυστέρησης στην διεκπεραίωση της υπόθεσης. Το Δικαστήριο τις επέβαλε εφαρμόζοντας ορθά τις σχετικές νομικές αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης. Επίσης αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του να μη εκδώσει διάταγμα αναστολής σε σχέση με τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης.

Δεν χρειαζόταν να επιβληθούν ποινές στις κατηγορίες συγκάλυψης οι οποίες στηρίζονται ουσιαστικά στα ίδια γεγονότα με την κατηγορία συγκάλυψης στην οποία επιβλήθηκε ποινή τριετούς φυλάκισης και γι’ αυτό οι ποινές αυτές παραμερίζονται.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κουλλαπής v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273,

Γενικός Εισαγγελέας v. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638,

[*28]Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,

Χριστόπουλου v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100,

Γαβριηλίδης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405,

Γενικός Εισαγγελέας v. Καψού (2004) 2 Α.Α.Δ. 127,

Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330,

Πολυβίου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ.11,

Γενικός Εισαγγελέας v. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223,

Ζήνωνος v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 71,

Beck v. Norway, Application No. 26390/95, ημερ. 26/9/01 (Final) ,

Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205,

Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104,

Α. Κοιλιάρης Λτδ. v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194,

Γιαννίδης v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143,

Πετράκης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 455,

Vrakas a.o. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139,

Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,

Khadar v. Republic (1978) 2 C.L.R. 152,

Δημοσθένους κ.ά. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129,

Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195,

Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289,

Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211,

Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421,

[*29]Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,

Papadopoullos v. Republic (1980) 2 C.L.R. 10,

Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134,

Pefkos a.o. v. Republic (1961) C.L.R. 340,

Alexandrou v. Director of Customs (1985) 2 C.L.R. 47.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Mιχαηλίδου, Π.E.Δ., Mαλαχτός, A.E.Δ., Λιμνατίτου, E.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10866/01), ημερομηνίας 12/9/06 και 3/10/06.

Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Μάτσας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν ένας από 6 κατηγορουμένους (ο 3ος στο κατηγορητήριο) που αντιμετώπισαν κατηγορίες στο Κακουργιοδικείο Πάφου (Yποθ. Αρ. 10866/01) αναφορικά με αδικήματα συνωμοσίας προς καταδολίευση, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, συγκάλυψη, δεκασμό δημοσίου λειτουργού, διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας και έκδοσης ψευδών πιστοποιητικών, τα οποία αδικήματα σχετίζονται με απόκτηση και στη συνέχεια πώληση τριών τεμαχίων ακινήτου περιουσίας στην περιοχή Πύργου Τηλλυρίας (συγκεκριμένα στο χωριό Άγιος Θεόδωρος) η οποία περιουσία, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ανήκε σε Τουρκοκύπριους. Πρόκειται για τα ακίνητα με αρ. εγγραφής 6394, 6396 και 6395 και αρ. τεμ. 810, 811 και 812 αντίστοιχα του Φ/Σχ 18/35 τοποθεσία «Γκρεμός της καμήλας» έδαφος Αγίου Θεοδώρου Τηλλυρίας. To τεμ. 810 ήταν έκτασης 28,600 τ.μ., το 811 11,037 τ.μ. και το 812 12, 060 τ.μ.

[*30]Πριν την έκδοση τίτλων στο όνομα της Ελένης Σάββα (άλλως Ελένης Ιωσήφ) και Σάββα Παπασάββα, το τεμ. 810 για το οποίο εκδόθηκε η εγγραφή 6394 προερχόταν από το παλαιό τεμάχιο 730 και ήταν καταχωρημένο στο όνομα του Djeloul Kilan, το τεμ. 811 για το οποίο εκδόθηκε η εγγραφή 6396 προερχόταν από το παλαιό τεμ. 731 και ήταν καταχωρημένο στο όνομα Seftie Dede, ενώ το τεμ. 812 για το οποίο εκδόθηκε η εγγραφή 6395 από το παλαιό τεμ. 733 καταχωρημένο στο όνομα Yiasmin Mehmet. Τα αρχικά τεμάχια άλλαξαν και αναριθμίστηκαν αντίστοιχα στα νέα τεμάχια μετά από απαλλοτρίωση μέρους τους για την κατασκευή του δρόμου Μασούρας-Κάτω Πύργου σύμφωνα με το Φάκελο ΜΑ477/91, τεμ. 20 και 21.

Ο εφεσείων μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες 1-4 και 24-35 και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης κυμαινόμενες από 15 μήνες μέχρι και τρία χρόνια. Οι σοβαρότερες ποινές, δηλαδή αυτές των τριών χρόνων, αφορούν τις κατηγορίες 25 και 33, των δυο χρόνων τις κατηγορίες 1-4, 24, 27, 28, 32, 34 και 35 και των 15 μηνών τις κατηγορίες 26, 29, 30 και 31. Εκδόθηκε επίσης και διάταγμα δήμευσης για το ποσό των £179.498 με οδηγίες όπως ποσό £101.556 που είναι ήδη κατατεθειμένο σε λογαριασμό στο όνομα Νάκης Ιωάννου ληφθεί από τον εν λόγω λογαριασμό, το δε υπόλοιπο να ανακτηθεί από ρευστοποίηση ακίνητης ιδιοκτησίας του εφεσείοντα. Σύμφωνα με μαρτυρία που δεν έχει αμφισβητηθεί, ο Νάκης Ιωάννου και ο εφεσείων είναι το ίδιο πρόσωπο.

Με την έφεση αρ. 185/06 ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της καταδίκης του και με την έφεση 210/06 την επιβληθείσα ποινή. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε καταχωρήσει και αυτός έφεση, την  20/07, με την οποία προσέβαλλε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή και ζητούσε την αύξηση της. Σημειώνουμε ότι κατά την ημέρα που ολοκληρώθηκε η ακρόαση της έφεσης (31/10/07) ο κ. Μάτσας απέσυρε την έφεση αρ. 20/07 και έτσι αυτή έχει ήδη απορριφθεί.

Γεγονότα της υπόθεσης

Προτού ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης προτιμούμε να δώσουμε μια συνοπτική περιγραφή των γεγονότων, όπως τα αποδέχτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των όσων ακολουθούν: Ο εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 60 ετών και ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου του χωριού Κάτω Πύργος. Παρόλο που τα τεμάχια γης που αφορά η υπόθεση βρίσκονται στα χώματα του χωριού [*31]Άγιος Θεόδωρος, λόγω των γεγονότων του 1964 (Τουρκική ανταρσία) το χωριό αυτό έπαυσε να έχει κοινοτάρχη και με σχετική εξουσιοδότηση ο εφεσείων, ως κοινοτάρχης του γειτονικού χωριού Κ. Πύργος, είχε δικαίωμα να εκδίδει πιστοποιητικά κατοχής και για γη που βρισκόταν εντός των ορίων του χωριού Άγιος Θεόδωρος. Είναι παραδεκτό ότι εξέδωσε τέτοια πιστοποιητικά σε δυο ηλικιωμένα πρόσωπα, δηλαδή στο όνομα της Ελένης Σάββα και του Σάββα Παπασάββα.  Η Ελένη Σάββα είναι γιαγιά του 1ου κατηγορουμένου (Κώστα Κωνσταντίνου) ο δε Σάββας Παπασάββας πατέρας του 2ου κατηγορουμένου (Ανδρέα Σάββα). Αποτέλεσμα της έκδοσης των σχετικών πιστοποιητικών τα οποία υποστήριξαν την Αίτηση Α 716/00 ήταν να εγγραφεί το 1/3 μερίδιο των εν λόγω τεμαχίων στο όνομα της Ελένης Σάββα και τα υπόλοιπα 2/3 μερίδια στο όνομα του Σάββα Παπασάββα δυνάμει χρησικτησίας. Οι κατηγορούμενοι 1 και 2 ενεργούσαν ως πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι των προαναφερθέντων ηλικιωμένων προσώπων.  Ο 4ος κατηγορούμενος (Μιχάλης Καλαθάς) κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν δημόσιος υπάλληλος, Κτηματολογικός Λειτουργός αποσπασμένος στον Κλάδο Επιτοπίων Ερευνών του Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας και ο Λειτουργός που διενήργησε την υπό του νόμου προβλεπόμενη επιτόπια έρευνα στα πλαίσια των αιτήσεων των προαναφερθέντων δυο γερόντων για εγγραφή επ’ ονόματι τους, δυνάμει χρησικτησίας, των τριών επιδίκων κτημάτων. Ο 4ος κατηγορούμενος ήταν «βαφτιστικός» του Στέλιου Παπασάββα, αδελφού του Σάββα Παπασάββα, πατέρα του 2ου κατηγορουμένου. Ήταν εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι κακόπιστα ο εφεσείων κατέληξε σε θετικό για τις αιτήσεις αποτέλεσμα, καταχρώμενος την εξουσία του.

Οι κατηγορούμενοι 5 και 6 (Χαράλαμπος Χαραλάμπους και Γεώργιος Σάββα) ήσαν υπάλληλοι του Κοινοτικού Συμβουλίου του χωρίου Κ. Πύργος και είχαν εμπλακεί με επιμέρους ενέργειες στα αδικήματα της συνωμοσίας.

Αποτέλεσμα των διαφόρων ενεργειών των κατηγορουμένων, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα, ήταν πως οι κατηγορούμενοι 1 και 2, ως πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι των πωλητών, δηλαδή των προαναφερθέντων δυο γερόντων, οι οποίοι είχαν καταστεί ιδιοκτήτες των επιδίκων κτημάτων, αφού πώλησαν αυτά στην εταιρεία Lenios Beach Hotel Management Ltd. (μετονομασθείσα αρχικά σε BrinKwood Property Ltd. και στη συνέχεια σε White Knight Ιnvestments Ltd) για £972,197 (όπως προκύπτει από τη δήλωση πώλησης αρ. Π. 3171/00 ημερ. [*32]15/9/00 (τεκμ.45) εισέπραξαν το καθαρό προϊόν της πώλησης κατά παράβαση του περί Συγκάλυψης Έρευνας και Δημοσίων Εσόδων σε Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996-2000. Ο εφεσείων επωφελήθηκε ποσό £130.000 που πήρε από τον 2ο κατηγορούμενο (κατηγορίες 24, 25, 26, 27, 30, 31, 32, 33, 34 και 35).

Λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης (έφεση αρ. 185/06)

Ο εφεσειων με τον 1ο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη, με το 2ο λόγο ότι το δικαστήριο έσφαλε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ενοχή του εφεσείοντα, με τον 3ο λόγο ότι η καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 1-4 είναι εσφαλμένη και/ή αντινομική και/ή ακροσφαλής, με τον 4ο λόγο ότι η καταδίκη στις κατηγορίες 24-26 και 31-33 είναι αντινομική αφού είναι αντίθετη με την καταδίκη του στις κατηγορίες 1-4 και με τον 5ο λόγο ότι η καταδίκη στις κατηγορίες 27-30 είναι αντινομική και/ή ακροσφαλής. Με πρόσθετους λόγους (6ο μέχρι 9ο) προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί ως εξής: ότι εσφαλμένα η κατηγορούσα αρχή δεν κάλεσε ως μάρτυρες τους Κώστα Μακαρίτη, υπάλληλο του Κτηματολογίου και τα προαναφερθέντα ηλικιωμένα πρόσωπα Ελένη Σάββα και Σάββα Παπασάββα (6ος λόγος), ότι εσφαλμένα κατέληξε το δικαστήριο ότι δεν υπήρχε κατάχρηση της διαδικασίας με τον μεγάλο αριθμό επιπρόσθετων μαρτύρων, κάτι που οδήγησε σε μη δίκαιη δίκη (7ος λόγος), ότι εσφαλμένα ξεκίνησε η δίκη ενώ ο εφεσείων δεν είχε δικηγόρο (8ος λόγος) και τέλος ότι εσφαλμένα έκρινε το δικαστήριο ότι είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιδίκων ακινήτων (9ος λόγος).

Eξέταση λόγων έφεσης

Αρχίζοντας από τον 1ο λόγο έφεσης  προσέχουμε ότι το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι η δίκη δεν διεξήχθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο όπως διαλαμβάνει το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Ισχυρίζεται ο συνήγορος ότι ενώ τα αδικήματα διαπράχθηκαν τον Ιούνιο με Σεπτέμβριο του 2000 και ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη από τις 11/12/01, η εναντίον του απόφαση εκδόθηκε το φθνινόπωρο του 2006 χωρίς ο ίδιος να ζητήσει αναβολή της δίκης με εξαίρεση μια φορά που ο δικηγόρος του απουσίαζε για λόγους υγείας και ακόμη μια φορά που αποσύρθηκε ο δικηγόρος του κατά την οποία όμως ημέρα η υπόθεση αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου. Εσφαλμένα, εισηγήθηκε, το Κακουργιοδικείο δεν κατάληξε ότι η δίκη δεν διεξήχθη σε εύλογο χρόνο, ενόψει [*33]και του γεγονότος ότι στην όλη καθυστέρηση ευθύνεται η κατηγορούσα αρχή που καταχώρησε εναντίον του εφεσέιοντα δυο υποθέσεις (την παρούσα και την 10303/01) για παρόμοια αδικήματα, πράγμα που συνέτεινε στην αναβολή της παρούσας και τελικά απόφασης ότι υπήρχε κώλυμα για εκδίκασή της με την ίδια σύνθεση. Πέραν αυτών ήταν και η υπόθεση 19113/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Αν η κατηγορούσα αρχή καταχωρούσε μόνο μια υπόθεση δε θα δημιουργείτο η μεγάλη καθυστέρηση και δε θα προέκυπτε η ανάγκη να εκδικαστεί η παρούσα υπόθεση από άλλη σύνθεση από αυτή που εκδίκασε την υπόθεση 10303/01. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο συνήγορος ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο μέτρησε το χρόνο καθυστέρησης από την ημερομηνία παραπομπής (11/12/01) και όχι από την ημερομηνία που η αστυνομία διατύπωσε τις κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντα.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσίβλητη τόνισε το περίπλοκο της υπόθεσης, τον όγκο και φύση του μαρτυρικού υλικού, ότι οι αναβολές λόγω αιτήματος του εφεσείοντα αφορούσαν καθυστέρηση πέραν των 12 μηνών, ότι υπήρχαν πέραν του ενός κατηγορούμενοι που υπερασπίζονταν από διαφορετικούς δικηγόρους και ότι οι αναβολές ήταν χωρίς ένσταση εκ μέρους του εφεσείοντα.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ο εφεσείων και τελικά καταδικάστηκε, αναφέρονται στους μήνες Ιούνιο και Σεπτέμβριο του 2000 και ότι η υπόθεση καταγγέλθηκε στην αστυνομία στις 25/10/01. Η υπόθεση καταχωρήθηκε στο δικαστήριο στις 11/12/01 οπότε και έγινε η παραπομπή των κατηγορουμένων (περιλαμβανομένου και του εφεσείοντα) σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα συνεδρίαζε στις 8/1/02.

Λαμβανομένης υπόψη της φύσης της υπόθεσης που ομολογουμένως δεν ήταν απλή από άποψης διερεύνησης (υπήρχαν κατηγορίες για αδικήματα που διαπράχθηκαν τον Ιούλιο του 2001 δηλαδή οι κατηγορίες 9 και 12 εναντίον του 1ου κατηγορουμένου), καταλήγουμε ότι δεν υπήρχε καμιά καθυστέρηση στην διερεύνηση της υπόθεσης και την προσαγωγή των κατηγορουμένων (περιλαμβανομένου πάντοτε και του εφεσείοντα) ενώπιον του δικαστηρίου. Ούτε ο χρόνος από την παραπομπή (11/12/01) μέχρι τον ορισμό της δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου (8/1/02) είναι μακρός. Αυτό που χρειάζεται να εξεταστεί είναι αν ο χρόνος που χρειάστηκε για εκδίκαση της [*34]υπόθεσης από το πρωτόδικο δικαστήριο (Κακουργιοδικείο) είναι τέτοιος που να παραβιάζει την προαναφερθείσα συνταγματική αρχή αφού, σύμφωνα με τη νομολογία και καθυστέρηση από το ίδιο το δικαστήριο μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος.

 

Όπως ήδη αναφέραμε η υπόθεση τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 8/1/02 και η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 14/9/05 δηλαδή σχεδόν 3 ½ χρόνια μετά.    Το κρίνουμε αναγκαίο όπως αναφερθούμε στην όλη πορεία της υπόθεσης από τις 8/1/02 μέχρι τις 14/9/05 που άρχισε η ακρόαση. 

Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Κακουργιοδικείου (Γ. Ερωτοκρίτου, Π.Ε.Δ., Α. Πούγιουρου Α.Ε.Δ και Ν. Σάντης Ε.Δ.) η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 27/5/02 με οδηγίες όπως οι κατηγορούμενοι παραμείνουν υπό κράτηση. Ο εφεσείων, εκπροσωπείτο τότε από τον κ. Μ. Κυπριανού, μαζί με τον κ. Σ. Αγγελίδη. Στις 27/5/02 η υπόθεση αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου εφόσον είχε τη συνεχιζόμενη ακρόαση υπόθεσης που αφορούσε διαφθορά ανήλικης καθώς επίσης και άλλες υποθέσεις μεταξύ των οποίων η 27870/99 στη Λεμεσό η οποία αναμένετο να πάρει αρκετό χρόνο. Έτσι η υπόθεση από τις 27/5/02 αναβλήθηκε για τις 9/12/02 με οδηγίες τώρα «να εμφανισθούν οι κατηγορούμενοι με ίδιους όρους και την ίδια εγγύηση».

Στις 9/12/02 η υπόθεση αναβλήθηκε ξανά λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου για το λόγο ότι είχε τη συνεχιζόμενη ακρόαση των υποθέσεων 6747/00 και 2993/00 του δικαστηρίου Πάφου και της 27870/99 στη Λεμεσό. Ορίστηκε για ακρόαση η υπόθεση στις 26/5/03.

Στις 26/5/03 υποβλήθηκε αίτημα από το συνήγορο του εφεσείοντα κ. Π. Κυπριανού για αναβολή αναφέροντας ότι ο κ. Μ. Κυπριανού που χειρίζεται την υπόθεση «σήμερα το πρωϊ αρρώστησε με ψηλό πυρετό και χρειάστηκε να πάει στο γιατρό και σήμερα οικουρεί». Εγκρίνοντας την αναβολή το δικαστήριο ανάφερε ότι «θα πρέπει να πούμε ότι το Κακουργιοδικείο ούτως ή άλλως δε θα είχε χρόνο σήμερα να ακούσει την υπόθεση» λόγω συνεχιζόμενης υπόθεσης στη Λεμεσό. Έτσι αναβλήθηκε η υπόθεση και ορίστηκε για ακρόαση στις 22/9/03 ημερομηνία που, όπως δηλώθηκε, ήταν ορισμένη και «άλλη υπόθεση του Πύργου» οπότε θα ζητούσαν να αρχίσει η ακρόαση της παρούσας.

[*35]Στις 22/9/03 το Κακουργιοδικείο με νέα τώρα σύνθεση (Λ. Παρπαρίνος Π.Ε.Δ., Τ. Ψαρα-Μιλτιάδου Α.Ε.Δ. και Γ. Μεττούρης Ε.Δ.) ανέβαλε την υπόθεση λόγω συνεχιζόμενης ακρόασης άλλης υπόθεσης, της υπ’ αρ. 18978/02 και 6592/02 και ορίστηκε για ακρόαση στις 31/3/04.

Στις 31/3/04 υποβλήθηκε εισήγηση από τον κ. Σ. Μάτσα ότι το Κακουργιοδικείο είχε κώλυμα να εκδικάσει την υπόθεση για το λόγο ότι εκδίκασε άλλη υπόθεση, την 10303/01, θέση που υιοθετήθηκε από όλους τους κατηγορουμένους, και το Κακουργιοδικείο στις 6/4/04 εξέδωσε απόφαση με την οποία αποδέχθηκε το αίτημα για εξαίρεση. Έτσι η επόμενη φορά που οι κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν στο δικαστήριο ήταν η 11/5/04, με νέα τώρα σύνθεση (Π. Παναγή, Π.Ε.Δ., Χ. Σολωμονίδης Α.Ε.Δ. και Γ. Ιωαννίδης Ε.Δ.) οπότε ο κ. Μ. Κυπριανού (συνήγορος του εφεσείοντα) ζήτησε όπως δοθεί μακρά ημερομηνία για ακρόαση «γιατί η υπόθεση συνδέεται με άλλη υπόθεση την υπ’ αρ. 10303/01 στην οποία κατηγορούμενοι είναι δύο από τους κατηγορουμενους στην παρούσα υπόθεση και στην οποία υπάρχουν κοινοί μάρτυρες». Με το αίτημα συμφώνησαν και οι υπόλοιποι συνήγοροι υπεράσπισης.  Αντίθετα ο κ. Μάτσας ζήτησε όπως δοθεί σύντομη ημερομηνία και το δικαστήριο αναφέροντας ότι θα δώσει την πιο σύντομη ημερομηνία που μπορούσε βάσει του προγράμματός του, όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 8/11/04.

Στις 8/11/04 το δικαστήριο δήλωσε ότι δεν μπορεί να αρχίσει την υπόθεση καθότι έχει τη συνεχιζόμενη ακρόαση της υπόθεσης 639/02 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας και έτσι ανάβαλε την υπόθεση για τις 11/4/05. Την ίδια ημέρα (δηλαδή 8/11/04) ζήτησε άδεια ο κ. Μ. Κυπριανού όπως παύσει να εκπροσωπεί τον 3ο κατηγορούμενο (εφεσείοντα), αίτημα που έγινε δεκτό.

Στις 11/4/05 η υπόθεση αναβλήθηκε ξανά από το δικαστήριο λόγω έλλειψης χρόνου καθότι είχε τη συνεχιζόμενη ακρόαση της υπόθεσης 3468/04 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας όπου οι κατηγορούμενοι ήσαν υπό κράτηση. Ορίστηκε η υπόθεση στις 13/9/05.

Στις 13/9/05 το Κακουργιοδικείο με νέα σύνθεση (Δ. Μιχαηλίδου Π.Ε.Δ., Χ. Μαλαχτός Α.Ε.Δ. και Ρ. Λιμνατίτου Ε.Δ.) ενώ ήταν έτοιμο να αρχίσει την ακρόαση της υπόθεσης, ζητήθηκε αναβολή από πλευράς του δεύτερου κατηγορούμενόυ διότι ο δικηγόρος του (κ. Πουργουρίδης) είχε αναθεωρητική έφεση. Ο κ. Γ. Γεωργίου (δικηγόρος του πρώτου κατηγορουμένου) ζήτησε [*36]άδεια να αποσυρθεί από δικηγόρος του πρώτου για «οικονομικούς λόγους» δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν θα ήταν διατεθειμένος να αναλάβει την υπεράσπιση του με νομική αρωγή. Αίτημα για απόσυρση υπέβαλε και ο κ. Πελεκάνος, δικηγόρος του εφεσείοντα, επίσης για οικονομικούς λόγους.  Δόθηκε άδεια στον κ. Γεωργίου και στον κ. Πελεκάνο να αποσυρθούν. Τόσο ο 1ος κατηγορούμενος όσο και ο εφεσείων (που αποσύρθηκαν οι δικηγόροι τους) ζήτησαν αναβολή για να διορίσουν νέο δικηγόρο, διευκρινίζοντας ο εφεσείων ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει το δικηγόρο του. Παρόλο που δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση τα αιτήματα αναβολής απορρίφθηκαν και έτσι η δίκη άρχισε χωρίς την εκπροσώπηση του 1ου κατηγορουμενου και του εφεσείοντα. Το δικαστήριο ασχολήθηκε με ένσταση του κ. Ευσταθίου, δικηγόρου των κατηγορουμένων 5 και 6, με αποτέλεσμα να διαγραφούν οι κατηγορίες 55 και 58 που αφορούσαν τους κατηγορουμένους 5 και 6 αντίστοιχα.

Την ίδια ημέρα (13/9/05) ο κ. Αλεξάνδρου, δικηγόρος τότε του 4ου κατηγορούμενου, ήγειρε θέμα μη δίκαιης δίκης και/ή κατάχρησης της διαδικασίας λόγω του ότι εκκρεμούσαν άλλες υποθέσεις οι υπ’ αρ. 10303/01, 19113/02, 1599/03 και 10866/01 (η παρούσα). Ο εφεσείων (όπως και ο 1ος κατηγορούμενος) ζήτησαν ξανά χρόνο για να διορίσουν δικηγόρο αίτημα το οποίο απορρίφθηκε. Έτσι ο εφεσείων υιοθέτησε την ένσταση του κ. Αλεξάνδρου. Το δικαστήριο έδωσε την απόφαση του την επόμενη μέρα (14/9/05) με την οποία απέρριψε την ένσταση στο κατηγορητήριο. Στο μεταξύ στις 14/9/05 εμφανίστηκε ο κ. Ε. Πουργουρίδης, δικηγόρος του 2ου κατηγορουμένου και ήγειρε και αυτός τώρα ένσταση όσον αφορά το κατηγορητήριο (ότι περιέχει αντιφατικές κατηγορίες) η οποία ένσταση απορρίφθηκε την ίδια ημέρα και έτσι άρχισε η ακρόαση με πρώτη μάρτυρα (Μ.Κ.1) την Ιφιγένεια Γιάννουρου, κτηματολογικό λειτουργό που κλήθηκε ως πρόσθετη μάρτυρας με βάση το άρθρο 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και που παρουσίασε σχέδια της υπό αναφοράς περιοχής. Ο εφεσείων, που ήταν χωρίς δικηγόρο, είπε ότι δεν μπορεί να αντεξετάσει, δηλαδή δεν έχει «την ικανότητα /δυνατότητα», όπως το είπε. Συνέχισε η δίκη με δεύτερο μάρτυρα (Μ.Κ.2) το Βάσο Παπαδημητρίου του τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας που υιοθέτησε κατάθεσή του που αφορά τον 4ο κατηγορούμενο. Η υπόθεση από τις 14/9/05 αναβλήθηκε για τις 22/9/05 οπότε εμφανίστηκε τώρα δικηγόρος για τον εφεσείοντα, ο κ. Ρ. Ερωτοκρίτου, που ήγειρε και αυτός ένσταση στο κατηγορητήριο ότι ήταν [*37]«βαρυφορτωμένο με 58 κατηγορίες», η οποία ένσταση απορρίφθηκε την ίδια ημέρα. Έτσι συνέχισε η δίκη με τον Μ.Κ.3 και άλλους μάρτυρες με τον εφεσείοντα να εκπροσωπείται πλέον από δικηγόρο. Η δίκη προχώρησε κανονικά. Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ολοκληρώθηκε στις 10/5/06 και αφού δόθηκε ο χρόνος που ζητήθηκε από την υπεράσπιση για υποβολή ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, (23/5/06, 26/5/06, 5/6/06 και 8/6/06), το δικαστήριο στις 4/7/06 κάλεσε τους κατηγορουμένους σε απολογία. Όλοι, συμπεριλαμβανομένου του εφεσείοντα προέβηκαν σε ανώμοτη δήλωση. Η δίκη περατώθηκε στις 12/9/06 με κατάληξη την ενοχή των κατηγορουμένων και αφού ακούστηκαν για μετριασμό ποινής και στο θέμα διατάγματος δήμευσης, επιβλήθηκε ποινή στις 3/10/06.

Είναι ο ισχυρισμός του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι (α) εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως ημερομηνία για σκοπούς έναρξης του ευλόγου χρόνου, την 21/12/01 (ημερομηνία παραπομπής) και όχι το χρόνο σύλληψης του εφεσείοντα (31/10/01) και (β) ότι εσφαλμένα το δικαστήριο διατυπώνει τη θέση ότι οι αναβολές δίδονταν πάντα με τη σύμφωνη γνώμη του εφεσείοντα, αφού οι περισσότερες αναβολές ήσαν λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου και σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν απευθύνετο ο λόγος στους διαδίκους (υπεράσπιση ή κατηγορούσα Αρχή) για να εκφράσουν άποψη.

Σημειώνουμε ότι το θέμα αυτό της καθυστέρησης είχε εγερθεί και πρωτόδικα και το δικαστήριο επί του θέματος αυτού ανάφερε τα ακόλουθα:

«Έχει υποβληθεί από την Υπεράσπιση θέμα καθυστέρησης στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης των κατηγορουμένων.  Ήταν η εισήγηση ότι υπάρχει σαφής παραβίαση του δικαιώματος που πηγάζει από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και από το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Είναι επίσης θέση της υπεράσπισης ότι στην υπόθεση δεν τίθεται θέμα πολυπλοκότητας γιατί η ποινική ανάκριση ολοκληρώθηκε σε ελάχιστο χρόνο και η υπόθεση καταχωρήθηκε το Δεκέμβριο του 2001. Η καθυστέρηση, σύμφωνα με την Υπεράσπιση, προκλήθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο γιατί λόγω φόρτου εργασίας δεν ξεκινούσε έγκαιρα η υπόθεση. Είναι το Δικαστήριο που δε διασφάλισε την εντός ευλόγου χρόνου δίκη και κατέστη υπαίτιο για την καθυστέρηση.

[*38]Εξετάζοντας το φάκελο της υπόθεσης παρατηρούμε ότι οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 11/12/2001 για αδικήματα που διαπράχθηκαν τους μήνες Ιούνιο και Σεπτέμβριο του 2000.  Η υπόθεση ορίστηκε στις 9/1/2002 για απάντηση στις κατηγορίες και ακολούθως στις 27/5/2002 για ακρόαση. Η ακροαματική διαδικασία δεν ξεκίνησε και η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση στις 9/12/2002 και 26/5/2003 λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου. Στις 22/9/2003 ο κατηγορούμενος 3 ζήτησε αναβολή γιατί απουσίαζε ο δικηγόρος του για λόγους υγείας και ορίστηκε στις 31/3/2004 για ακρόαση υπό τη νέα σύνθεση του Κακουργιοδικείου.  Στην ημερομηνία αυτή η υπόθεση αναβλήθηκε λόγω άλλης συνεχιζόμενης ακρόασης με την οποία ήταν απασχολημένο το Κακουργιοδικείο. Στις 6/4/2004 το Κακουργιοδικείο με ενδιάμεση απόφαση του ανέφερε ότι υπήρχε κώλυμα στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης γιατί εκδίκαζε την υπόθεση 10303/01 η οποία αφορούσε ίδια γεγονότα, ορισμένοι από τους κατηγορούμενους ήταν κατηγορούμενοι και στις δύο υποθέσεις και οι μάρτυρες ήταν κοινοί. Η υπόθεση ορίστηκε στις 11/5/2004 αλλά αναβλήθηκε μετά από αίτημα της υπεράσπισης. Ορίστηκε και πάλι για ακρόαση στις 8/11/2004 ημερομηνία κατά την οποία ζήτησε άδεια και αποσύρθηκε ο δικηγόρος του κατηγορούμενου 3. Η υπόθεση αναβλήθηκε για να δοθεί χρόνος στον κατηγορούμενο 3 να διορίσει νέο δικηγόρο αλλά και λόγω ελλείψεως χρόνου του Δικαστηρίου.  Ορίστηκε και πάλι στις 11/4/2005 όπου και αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου και ορίστηκε στις 13/9/2005 ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η ακροαματική διαδικασία από το παρών Δικαστήριο. Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 21.7.2006 αφού ακούστηκαν 100 μάρτυρες έγιναν παραδεκτά γεγονότα και καταχωρήθηκαν σωρεία Τεκμηρίων. Να σημειωθεί ότι σε καμιά περίπτωση η υπεράσπιση έφερε ένσταση στην αναβολή ή έθεσε θέμα παραβίασης των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Οι δε αναβολές δίδονταν πάντοτε και με τη σύμφωνη γνώμη των δικηγόρων Υπεράσπισης. Δεν έχει υποστηριχθεί καν από την Υπεράσπιση των κατηγορουμένων πως η διαπιστωθείσα καθυστέρηση έχει προκαλέσει συγκεκριμένη δυσμένεια είτε στον χειρισμό είτε επί της ουσίας της υπόθεσης τους.

……………………………………………………………………

[*39]Η χρονική περίοδος μεταξύ της καταχώρησης της υπόθεσης και της ολοκλήρωσης της αφ’ εαυτής δημιουργεί πραγματική ανησυχία, βλέπε Procurator Fiscal v. Watson [2002] 4 All E.R. 1. Έτσι θα πρέπει να κρίνουμε τις ενέργειες είτε των κατηγορουμένων είτε του ίδιου του Δικαστηρίου, είτε της Κατηγορούσας Αρχής για να διαπιστώσουμε τους λόγους της καθυστέρησης.

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω χρονοδιάγραμμα ο κατηγορούμενος 3 έχει ζητήσει δύο φορές αναβολή για λόγους που αφορούσαν το δικηγόρο του, οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι επίσης στις 11/5/2004 ζήτησαν να παραμείνει η υπόθεση σε μακρινή ημερομηνία ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης 10303/01 γεγονός που καταδεικνύει ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο Δικαστήριο. Περαιτέρω, όπως φαίνεται από το χρονοδιάγραμμα, στις 31/3/2004 η αναβολή της υπόθεσης ήταν αναγκαία λόγω της υπόθεσης 10303/01, αφού η εκδίκαση της τελευταίας υπόθεσης, δημιουργούσε και κώλυμα στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου. Παραμένουν βέβαια άλλες τέσσερις αναβολές από το Δικαστήριο που πάντοτε αφορούσαν την ύπαρξη άλλης συνεχιζόμενης ακρόασης.

Ο προγραμματισμός και η εκδίκαση των υποθέσεων γίνεται από το Δικαστήριο αφού λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος καταχώρησης της κάθε υπόθεσης κατά χρονολογική σειρά. Η αναβολή μιας υπόθεσης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά.

Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, η υπόθεση ολοκληρώθηκε σε περίοδο περίπου δέκα μηνών. Βλέποντας τον όγκο της μαρτυρίας, τον αριθμό των Τεκμηρίων και το μεγάλο αριθμό κατηγοριών, τη σοβαρότητα των κατηγοριών και τον αριθμό των ενδιάμεσων αποφάσεων που έχουν εκδοθεί, η υπόθεση σίγουρα κατατάσσεται στις πολύπλοκες υποθέσεις γεγονός που δικαιολογεί το χρόνο για την εκδίκαση της.

Τα πιο πάνω όπως έχουν αναφερθεί θεωρούμε ότι δεν δημιουργούν υπερβολική και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση και δεν παραβιάστηκε το άρθρο 30(2) του Συντάγματος ή το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των [*40]Θεμελιωδών Ελευθεριών, αλλά ούτε και τα δικαιώματα των κατηγορουμένων που προστατεύονται από τις διατάξεις αυτές σε βαθμό που να ήταν καταλυτικό για την υπόθεση (βλ. Ζήνωνος ν. Αστυνομίας (2005) 2 A.A.Δ. 71). Όπως έχει νομολογηθεί, η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να αποτελεί λόγο για μετριασμό της ποινής, στοιχείο που θα ληφθεί υπόψη στο κατάλληλο στάδιο.»

Το Κακουργιοδικείο καταλήγει ότι παρά τον μεγάλο αριθμό κατηγοριών, του όγκου της μαρτυρίας και των τεκμηρίων, η υπόθεση ολοκληρώθηκε σε περίοδο 10 μηνών και εφόσον χαρακτήρισε την υπόθεση ως πολύπλοκη έκρινε ότι ο χρόνος των 10 μηνών ήταν δικαιολογημένος και εύλογος.

Πιο πάνω αναφέραμε ότι από τη σύλληψη του εφεσείοντα μέχρι και την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του και της παραπομπής του σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου δε θεωρούμε το χρόνο που διέρρευσε ως αδικαιολόγητα μακρόν.  Λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό και φύση των κατηγοριών, τον όγκο της μαρτυρίας που προσήχθη και τον αριθμό των ενδιάμεσων αποφάσεων, λόγω αρκετών ενστάσεων κατά την παρουσίαση της μαρτυρίας, ότι ήταν 6 κατηγορούμενοι εκπροσωπούμενοι από διαφορετικούς δικηγόρους και γενικότερα της διασύνδεσης αυτής της υπόθεσης με άλλη παρόμοια ποινική υπόθεση η οποία αναπόφευκτα επέδρασε στον προγραμματισμό, κρίνουμε ότι η περίοδος από τις 13/9/05 που άρχισε η δίκη μέχρι και τις 3/10/06 που αποπερατώθηκε με την επιβολή ποινής, μπορεί να κριθεί ως εύλογος χρόνος με την έννοια του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το γεγονός ότι στην όλη μαρτυρία υπήρξαν και αρκετοί πρόσθετοι μάρτυρες που κλήθηκαν με βάση το άρθρο 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δεν βρίσκουμε ότι επέδρασε αδικαιολόγητα στην επιμήκυνση της δίκης έχοντας υπόψη μας τις εγγενείς ανάγκες της υπόθεσης. Αυτό που ιδιαίτερα μας απασχόλησε είναι το κατά πόσο δικαιολογείται και η περίοδος από 8/1/02 που ήταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκαν οι κατηγορούμενοι ενώπιον του Κακουργιοδικείου μέχρι και τις 13/9/05 που ήταν η πρώτη φορά που άρχισε η ακρόαση της υπόθεσης. Έχουμε προσέξει ότι ουσιαστικά όλες οι αναβολές, με εξαίρεση δύο (26/5/03 και 11/5/04) ήταν από το δικαστήριο λόγω έλλειψης χρόνου. Η πρώτη φορά που είχε ζητήσει αναβολή ο εφεσείων ήταν στις [*41]26/5/03 με τη δικαιολογία ότι ο συνήγορος του ήταν ασθενής και έπρεπε να πάει σε γιατρό. Είναι σαφές από το πρακτικό ότι η βασική αιτία της αναβολής δεν ήταν η ασθένεια του συνηγόρου αφού το δικαστήριο ανάφερε ότι «ούτως ή άλλως δε θα είχε χρόνο να ακούσει την υπόθεση». Εν πάση περιπτώσει η ασθένεια του συνηγόρου, όπως δηλώθηκε , δεν ήταν κάτι που επέβαλλε την αναβολή για 4 μήνες. Η δεύτερη φορά ήταν στις 11/5/04 αλλά ο λόγος ήταν η ύπαρξη της συνδεόμενης υπόθεσης 10303/01. Με τα ενώπιον μας γεγονότα η αρχή που τέθηκε μεταξύ άλλων και στις υποθέσεις Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273, 277 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638, 643, που επικαλέστηκε ο κ. Μάτσας, ότι δηλαδή δεν μπορεί ένας κατηγορούμενος να επικαλείται καθυστερήσεις που προέκυψαν εξ υπαιτιότητος του, εδώ τυγχάνουν μερικής μόνο εφαρμογής.  Επομένως το θέμα θα εξεταστεί με υπόβαθρο ότι ουσιαστικά οι περισσότερες αναβολές ωφείλονταν σε έλλειψη χρόνου του Κακουργιοδικείου. Συνέτεινε όμως και η υπόθεση 10303/01. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε παρόμοιες κατηγορίες αλλά για άλλα ακίνητα στην ίδια περιοχή, ένα με ιδιοκτήτη ελληνοκύπριο και άλλο με ιδιοκτήτρια τουρκοκύπρια. Ήταν 3 κατηγορούμενοι, κάποιος Ανδρέας Γεωργίου που απεβίωσε εκκρεμούσης της δίκης, ο Μιχάλης Καλαθάς (2ος) και ο εφεσείων (3ος κατηγορούμενος). Παρά την κάποια ομοιότητα των υποθέσεων ως προς τον ρόλο του εφεσείοντα, θεωρούμε τον ισχυρισμό του ότι οι εν λόγω κατηγορίες έπρεπε να ήταν σε μια υπόθεση, ως ανεδαφικό. Ο ίδιος ο εφεσείων μέσω του δικηγόρου του κ. Ρ. Ερωτοκρίτου, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις 22/9/05, ήγειρε θέμα «βαρυφορτωμένου», όπως το περιέγραψε κατηγορητηρίου διότι περιείχε 58 κατηγορίες. Αν λοιπόν προστίθεντο και οι 13 κατηγορίες της υπόθεσης 10303/01 θα καθιστούσαν το κατηγορητήριο περισσότερο «βαρυφορτωμένο». 

Με όσα παραθέσαμε πιο πάνω καταλήγουμε ότι υπήρχε σημαντική καθυστέρηση στην όλη διαδικασία και ιδιαίτερα για την περίοδο από 8/1/02 που εμφανίστηκαν οι κατηγορούμενοι ενώπιον του Κακουργιοδικείου μέχρι τις 13/9/05 που άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης. Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 είχε αποφασισθεί ότι καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης που είναι τέτοια ώστε να παραβιάζεται το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, είναι αρκετή για να τερματίσει τη δίκη. Στην ίδια υπόθεση σελ. 301-302 λέχθηκε ότι «τα χρονικά πλαίσια τα οποία παρέχονται από το δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης και ο χρόνος μέσα στον οποίο ολοκληρώνεται η δίκη αποτελούν ουσιώδη, ίσως τον [*42]ουσιωδέστερο παράγοντα, στον καθορισμό του ευλόγου χρόνου που απαιτήθηκε για την αποπεράτωση της διαδικασίας». Το πιο πάνω απόσπασμα υιοθετήθηκε και επαναλήφθηκε στην υπόθεση Χριστόπουλου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100. Στην υπόθεση Χαραλαμπίδη ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, στη σελ. 351 λέχθηκαν τα εξής:

«…….Υιοθετούμε επί του προκειμένου τη θέση της δικής μας νομολογίας – η οποία είναι ευθυγραμμισμένη με την επί του προκείμενου Νομολογία του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου.  Έχει οριοθετηθεί στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, 301, 302:

«Παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 30.2 καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της. Το άρθρο 30.2 οριοθετεί τις προϋποθέσεις για την έγκυρη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη καθώς και της ποινικής του ευθύνης. Η διάγνωση τους έξω από τα πλαίσια αυτά αποτελεί εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια και καθιστά τη διαδικασία άκυρη ως μέσο διαπίστωσης των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου (Βλέπε Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, Bell v. D.P.P. of Jamaica [1985] 2 All E.R. 585. Βλέπε επίσης Police v. Georghiades (1982) 2 C.L.R. 33, αναφορικά με τις δικαιϊκές επιπτώσεις από παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στο μέρος ΙΙ του Συντάγματος). Η τήρηση των εχέγγυων που θέτει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου για τη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης και συγχρόνως υποχρέωση της πολιτείας.»

Το θέμα εξετάστηκε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις (βλ.μεταξύ άλλων Χριστόπουλου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, Γαβριηλίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 405, Γενικός Εισαγγελέας ν. Καψού (2004) 2 Α.Α.Δ. 127, Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, Πολυβίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 11, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223 και Ζήνωνος ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 71)  Βασικά κριτήρια είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η σημασία για τους αιτητές, η στάση των αρχών και η συμπεριφορά του ιδίου του εφεσείοντα (βλ Γενικός [*43]Εισαγγελέας ν. Μενελάου (πιο πάνω) σελ. 228-229). 

Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην οποία στηρίζεται η δική μας επί του θέματος νομολογία, προκύπτει ότι η συνέπεια της παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο δεν είναι τόσο αυστηρή όπως διατυπώθηκε στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) και υποθέσεις που ακολούθησαν την ίδια γραμμή. Προκύπτει ότι το θέμα πρέπει να εξετάζεται ανάλογα με την έκταση της παραβίασης και κατά πόσο ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε στην υπεράσπιση του.  Εκεί δε που διαπιστώνεται τέτοια παραβίαση αυτή λαμβάνεται υπόψη σοβαρά ως μετριαστικός παράγοντας. Αυτό προκύπτει μεταξύ άλλων και από την υπόθεση Beck v. Norway, Application No. 26390/95, ημερ. 26/9/01 (Final) στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπισε κατηγορίες για σοβαρά αδικήματα απάτης, παράνομη έκδοση επιταγών εκ μέρους αναξιόχρεης εταιρείας και κατηγορίες σχετικά με Φ.Π.Α.  (V.A.T.). Πολύ περιληπτικά φαίνεται ότι η διερεύνηση της υπόθεσης άρχισε το 1987 κατόπιν παραπόνου του Επιτρόπου Καταναλωτών (Consumer Ombudsman). Η διερεύνηση της υπόθεσης από την αστυνομία άρχισε και επεκτάθηκε στην Δανία, Σουηδία και Αγγλία. Ανακρίθηκε και ο αιτητής ο οποίος είχε συλληφθεί το Φεβρουάριο του 1987 αλλά στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος με όρους. Μετά από δίκη 20 ημερών που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο και Νοέμβριο, στις 19/11/92 καταδικάστηκε σε 2 χρόνια φυλάκιση ενώ η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή ήταν 9 χρόνια τονίζοντας το δικαστήριο ότι για οικονομικά εγκλήματα πρέπει να επιβάλλονται αυστηρές ποινές. Εφεσίβαλε την απόφαση στις 28/12/92. Aφού ακούστηκε σε πρώτο στάδιο μαρτυρία, το δικαστήριο άκουσε στη συνέχεια την υπόθεση στις 6/9/94 και στις 13/9/94 απέρριψε την έφεση τόσο για τα νομικά σημεία όσο και για τον ισχυρισμό ότι η ποινή ήταν υπερβολική. Ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ. ισχυρίστηκε ότι ο χρόνος από το Γενάρη του 1987 μέχρι τις 13/9/94 (7 χρόνια και 7 μήνες) ήταν τέτοιος που η δίκη δεν είχε ολοκληρωθεί σε εύλογο χρόνο. Το δικαστήριο έκρινε ότι στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε δεν υπήρχε οποιαδήποτε αδράνεια (inactivity) των αρχών και ότι η υπόθεση είχε αναβληθεί και με αίτημα των συγκατηγορουμένων του αιτητή. Το δικαστήριο ανάφερε ότι το ερώτημα ήταν κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να παραπονείται ότι υπήρξε θύμα παραβίασης του άρθρου 6(1) της Συνθήκης.  Ανάφερε ότι η μείωση της ποινής για το λόγο του υπερβολικού [*44]χρόνου που κράτησε η διαδικασία, ως θέμα αρχής δεν εμποδίζει ένα πρόσωπο να ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα με την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης. Όμως αυτός ο γενικός κανόνας υπόκειται και στην εξαίρεση ότι οσάκις οι εθνικές αρχές έχουν αναγνωρίσει με ένα επαρκή και ικανοποιητικό τρόπο την παράλειψη να τηρήσουν την απαίτηση για δίκη μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, έχουν παράσχει θεραπεία με ουσιαστική μείωση της ποινής. Το δικαστήριο ανάφερε ότι έχει ικανοποιηθεί ότι στον αιτητή παραχωρήθηκε επαρκής θεραπεία για την εν λόγω παραβίαση εφόσον παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων, του επιβλήθηκε ποινή μόνο 2 χρόνων φυλάκιση.

Αναφορικά με το πολύπλοκο της υπόθεσης και ιδιαίτερα σε υποθέσεις που αφορούν δόλο, σχετικές είναι και οι πιο κάτω αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως αυτές συνοψίζονται στην προαναφερθείσα υπόθεση Ζήνωνος ν. Αστυνομίας, σελ. 80:

«Στην υπόθεση Neumeister v. Austria (No.1) [1968] 1 E.HR.R. 91, η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση της απαίτησης του εύλογου χρόνου λόγω της πολυπλοκότητας της υπόθεσης στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε διάφορες κατηγορίες δόλου και η απόφαση του Δικαστηρίου είχε δοθεί επτά χρόνια μετά από την καταχώριση του κατηγορητηρίου.

Στην υπόθεση Ringeisen v. Austria (No.1) [1971] 1 E.H.R.R. 455 ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορίες δόλου και δόλιας πτώχευσης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι περίοδος πέραν των 5 ετών για εκδίκαση κατηγοριών δόλου δεν παραβίαζε την απαίτηση του εύλογου χρόνου, αφού έλαβε υπόψη την πολυπλοκότητα της διαδικασίας και τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου.»

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η συνέπεια της προαναφερθείσας καθυστέρησης που υπήρξε στην παρούσα υπόθεση έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη από το Κακουργιοδικείο με την επιβολή σημαντικά μειωμένης ποινής σε σύγκριση με τη μέγιστη προβλεπόμενη από το νόμο ποινή. Επομένως ο πρώτος λόγος δεν ευσταθεί.

Προχωρούμε στον 2ο λόγο έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων [*45]ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε κατά την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας με αποτέλεσμα να καταλήξει σε καταδίκη. Πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκουν κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο και το δικαστήριο τούτο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που καθιέρωσε η νομολογία η οποία είναι πλούσια στο θέμα αυτό. Αρκούμαστε να αναφερθούμε μόνο σε μερικές (βλ. Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205, 209, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104, 120, Α. Κοιλιάρης Λτδ. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194, 202, Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143, 156 και Πετράκης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ 455, 457).

Στην Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) σελ. 120 το θέμα διατυπώθηκε ως εξής από τον Γαβριηλίδη Δ.:

«Οι αρχές με βάση τις οποίες το εφετείο επεμβαίνει, για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του, έχουν καθιερωθεί με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεων του. Όπως λέχθηκε επανειλημμένα το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το δικαστήριο ήσαν εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της, ή από τα ίδια τα ευρήματα του.  Σε τέτοια περίπτωση, το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ. μεταξύ άλλων, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enter. ν. Διευθ. Κοιν. Ασφαλίσ. (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αεροπόρος και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220).»

Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να είναι αρκετό για να επέμβει το δικαστήριο τούτο στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας και τα ευρήματα που έχει προβεί το δικαστήριο με [*46]βάση τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη.

Υπενθυμίζουμε ότι στην παρούσα υπόθεση οι κατηγορούμενοι (συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντα) αφού κλήθηκαν σε απολογία επέλεξαν να προβούν σε ανώμοτη δήλωση και να μην προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία, κάτι βέβαια που ήταν απόλυτο δικαίωμα τους. Σε τέτοια περίπτωση, ενόψει και του τεκμηρίου αθωώτητας ενός κατηγορουμένου και της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αυτό που εξετάζεται είναι (α) αν η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή είναι αξιόπιστη και (β) αν ναι, κατά πόσο είναι ικανοποιητική για να αποδείξει τις κατηγορίες. Το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος δεν έδωσε ο ίδιος ένορκη κατάθεση ή ότι δεν παρουσίασε μάρτυρες, δεν πρέπει να θεωρείται ότι συμπληρώνει τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Η ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ανάλογα και με το πώς ταιριάζει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν μπορεί όμως να εξομοιωθεί με μαρτυρία με την έννοια να είναι ικανή να αντικρούσει μια ένορκη μαρτυρία που κρίθηκε ήδη από το δικαστήριο ως αξιόπιστη. (βλ μεταξύ άλλων Vrakas & Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 188-191, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, σελ. 113, 215, Khadar v. Republic (1978) 2 C.L.R. 152, 245-288, Δημοσθένους κ.ά. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129 και Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195). Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με τη μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση.

Στη δική μας περίπτωση αυτό που ουσιαστικά χρειαζόταν να αποδειχθεί από την εφεσίβλητη αναφορικά με τον εφεσείοντα ήταν ότι όταν αυτός εξέδιδε το προαναφερθέν πιστοποιητικό ότι οι Ελένη Σάββα και Σάββας Παπασάββας κατείχαν τα υπό αναφορά κτήματα για την απαιτούμενη περίοδο ώστε να δικαιούνται να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες δυνάμει αδιαφιλονικείτου ή αδιαλείπτου κατοχής, το έπραττε εν γνώσει του ότι τούτο ήταν ψευδές. Στην ανώμοτη δήλωσή του ο εφεσείων δέχεται ότι το εξέδωσε αναφέροντας ότι πίστευε ότι τα όσα πιστοποίησε είναι ορθά και μάλιστα πρόσθεσε ότι αν του το ξαναζητούσαν θα το έπραττε και πάλιν, χωρίς καμιά επιφύλαξη.  Για τους λόγους που εξηγεί το Κακουργιοδικείο [*47]συμπεριλαμβανομένου και του ευρήματος του ότι ο εφεσείων είχε πάρει από τον κατηγορούμενο 2 το ποσό των £130.000 για το ρόλο του στην έκδοση του πιστοποιητικού και την πιστοποίηση των πληρεξουσίων δυνάμει των οποίων ενήργησαν για να πωλήσουν τα κτήματα οι κατηγορούμενοι 1 και 2,  κατέληξε ότι ο εφεσείων εξέδωσε το πιστοποιητικο εν γνώσει του ότι αυτό ήταν ψευδές. Το δικαστήριο ανάφερε ότι ο εφεσείων «γνώριζε και όφειλε να γνωρίζει ότι η περιουσία αυτή ήταν τουρκοκυπριακή, γνώριζε ότι η περιουσία αυτή δεν κατείχετο από την Ελένη Ιωσήφ και τον Σάββα Παπασάββα ή τις οικογένειες τους ή τους προγόνους τους και παρά ταύτα προχώρησε με τη συμμετοχή του κατηγορούμενου 4 στην έκδοση του πιστοποιητικού καταχρώμενος της εξουσίας του». Το δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη και το γεγονός ότι τα χρήματα είχαν κατατεθεί σε λογαριασμό του εφεσείοντα αλλά στο όνομα «Ioannou Nakis»που έφερε τον αριθμό δελτίου ταυτότητας του εφεσείοντα καθώς επίσης και την ύπαρξη σχετικού πιστοποιητικού ότι ο Ιωάννου Νάκης και ο Θεοχάρους Κρίνος είναι το ίδιο πρόσωπο. Έκρινε ότι τα γεγονότα αυτά ήσαν τέτοια που έδειχναν την ένοχη γνώση του εφεσείοντα. Ορθά επισήμανε το Κακουργιοδικείο ότι η ένοχη γνώση είναι κάτι που συνήθως συμπεραίνεται από τα γεγονότα. Οι «κρυφοί» λογαριασμοί, όπως χαρακτηρίστηκαν από το Κακουργιοδικείο, έδειχναν την ένοχη γνώση του εφεσείοντα και των λοιπών συγκατηγορουμένων του.

Υπενθυμίζουμε ότι τα ακίνητα πωλήθηκαν για το ποσό των £972.000. Το ποσό αυτό πληρώθηκε με προκαταβολή £20.000 με δυο επιταγές της Alpha Bank Ltd ημερ. 12/9/00 για £10.000 η κάθε μια με εκδότη την White Knight και δικαιούχους τον 1ο και 2ο κατηγορουμένους. Πήραν τις επιταγές αυτές σύμφωνα με απόδειξη τεκμ. 37 (α)(β). Η μεταβίβαση έγινε με τη Δήλωση Πώλησης 3171/00 από τους κατηγορουμένους 1 και 2 και εκ μέρους της αγοράστριας εταιρείας του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της, Δήμου Δημοσθένους (Μ.Κ.70), κτηματομεσίτη από τη Λευκωσία. Δόθηκε στο Δημοσθένους επιταγή της Alpha Bank Ltd. με αρ. 8019245 ημερ. 15/9/00 για £852.000, τεκμ. 47. Εκδότης της επιταγής ήταν η παραπονούμενη εταιρεία και την επιταγή υπέγραψαν οι Κ. Κίρκος και Γ. Πίτσιλλος (Μ.Κ.67 και Μ.Κ.79 αντίστοιχα).

Από το ποσό των £972.000, στον 2ο κατηγορούμενο δόθηκε επιταγή για £434.498,40 (τεκμ. 51) και σύμφωνα με το εύρημα του δικαστηρίου στον εφεσείοντα κατατέθηκαν £29.950 σε [*48]λογαριασμό στο όνομα «Νάκης Ιωάννου» (τεκμ. 61) και δημιουργήθηκε γραμμάτιο για £100.000 (τεκμ. 84) στο όνομα Ioannou Nakis αλλά με αριθμό δελτίου ταυτότητας του εφεσείοντα και £4.000 σε λογαριασμό με το όνομα Κρίνος Θεοχάρους. Το εύρημα αυτό στηρίζεται και σε μαρτυρία του Μ.Κ.88 Χάρη Χαριλάου που είναι γαμβρός του εφεσείοντα, ο οποίος παρά τη διαφορετική θέση του στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία κατά την ένορκη του μαρτυρία κατάθεσε τα γεγονότα με τρόπο που υποστήριζαν το πιο πάνω εύρημα του δικαστηρίου.

Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και καταλήγουμε ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων όταν εξέδιδε το σχετικό πιστοποιητικό στο οποίο βασίστηκε η αίτηση Α716/00, το έπραττε γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν ψευδές, είναι ορθή. Η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου ότι η γνώση δεν είναι κάτι που μπορεί να αποδεικνύεται πάντοτε με άμεση μαρτυρία αλλά εξυπακούεται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης υποστηρίζεται από τη νομολογία και συγγράμματα στα οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο (βλ. Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, 295 και Archbold Criminal Pleadings Evidence and Practice 36η έκδοση, σελ. 364, παραγρ. 10-10).

Στην υπόθεση Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, 219 λέχθηκε ότι «η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης δεν είναι κάτι που συνήθως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία. Κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης». Καταλήγουμε λοιπόν ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Άλλο παράπονο του εφεσείοντα (7ος λόγος έφεσης) είναι ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης και/ή ότι υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας λόγω του μεγάλου αριθμού πρόσθετων μαρτύρων που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή. Από τους 100 μάρτυρες που κατάθεσαν στη δίκη, οι 40 ήσαν πρόσθετοι μάρτυρες.

Το θέμα παρουσίασης πρόσθετων μαρτύρων διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και κάτω από τους όρους που εκεί προβλέπονται δηλαδή να δοθεί προηγουμένως γραπτή ειδοποίηση που να περιέχει το όνομα του μάρτυρα που θα κληθεί και την ουσία της μαρτυρίας που θα δοθεί. Δεν απαιτείται τέτοια ειδοποίηση αν ο μάρτυρας που θα κληθεί είναι (α) συγκατηγορούμενος ο οποίος [*49]έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί (β) πρόσωπο που καλείται μόνο για να αποδείξει ότι μάρτυρας ο οποίος έδωσε μαρτυρία στην προανάκριση δε δύναται να προσαχθεί κατά τη δίκη, (γ) μάρτυρας του οποίου η μαρτυρία είναι τυπικού χαρακτήρα και (δ) μάρτυρας, την μαρτυρία του οποίου ο κατήγορος έλαβε γνώση την ημέρα κατά την οποία καλείται ο μάρτυρας.

Στην παρούσα υπόθεση έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις του άρθρου 111 του Κεφ. 155. Για κάθε επιπρόσθετο μάρτυρα, δόθηκε η σχετική γραπτή ειδοποίηση και ταυτόχρονα αρκετός χρόνος μεταξύ της ειδοποίησης και κλήσης του μάρτυρα, ούτως ώστε ο εφεσείων (και οι άλλοι συγκατηγορούμενοι του) είχαν αρκετό χρόνο για να δουν τη μαρτυρία και αντεξετάσουν αυτούς. Έχουμε επίσης προσέξει ότι κατά την ημέρα που καλούντο οι εν λόγω μάρτυρες δεν υπήρξε ένσταση. Βέβαια σε διάφορα στάδια της δίκης υπήρξε αντίδραση από πλευράς υπεράσπισης ότι με τη συχνή παρουσίαση πρόσθετων μαρτύρων παραβιάζεται το Συνταγματικό δικαίωμα των κατηγορουμένων που διασφαλίζει το άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Μάλιστα στις 17/1/06 οι συνήγοροι υπεράσπισης ζήτησαν από το δικαστήριο όπως παραπέμψει νομικό ερώτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο για να αποφανθεί αν το δικαίωμα αυτό της Κατηγορούσας Αρχής είναι απεριόριστο, αίτημα που απορρίφθηκε και έμεινε το θέμα να εξεταστεί μέσα στο πλαίσιο της δίκης κάτι που τελικά έγινε, και το δικαστήριο ανάφερε το εξής:

«Ήταν εισήγηση της Υπεράσπισης ότι με την κλήση πρόσθετων μαρτύρων τους οποίους δεν είχαν υπόψη εξ’ αρχής, επηρεάστηκαν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων:  Δεν αντεξέτασαν άλλους μάρτυρες που προηγήθηκαν και σε σχέση με θέματα που η μαρτυρία τους είχε άμεση σχέση με τη μαρτυρία των πρόσθετων μαρτύρων. Η Υπεράσπιση, εφόσον κατελήφθη εξ’ απροόπτου όπως ισχυρίζεται, είχε το δικαίωμα να ζητήσει την επανακλήτευση μαρτύρων των οποίων ήθελε την περαιτέρω αντεξέταση. Τέτοιο αίτημα, ουδέποτε υποβλήθηκε και ως εκ τούτου, δεν μπορεί εκ των υστέρων να ισχυρίζεται ότι επηρεάστηκαν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων»

Αφού εξετάσαμε ένα προς ένα όλους τους επιπρόσθετους μάρτυρες, τη φύση και έκταση της μαρτυρίας τους και κυρίως το γεγονός ότι μεταξύ της δοθείσας ειδοποίησης της κλήσης τους [*50]και της ημερομηνίας που κατάθεταν υπήρξε αρκετός χρόνος για να δυνηθεί η υπεράσπιση να τους αντεξετάσει (αρκετοί μάλιστα δεν αντεξετάστηκαν), έχουμε καταλήξει ότι δεν έχουν παραβιαστεί τα κατ’ ισχυρισμό συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα. Ο ισχυρισμός ότι δεν αντεξέτασαν μάρτυρες κατηγορίας που προηγήθηκαν, απαντάται ικανοποιητικά με το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου.  Άλλωστε ενώπιον μας δεν τέθηκε οτιδήποτε που να δείχνει ικανοποιητικά ότι έχουν παραβιαστεί τα υπό αναφορά δικαιώματα του εφεσείοντα. Υπήρξε και ισχυρισμός ότι δεν τηρήθηκε η ισότητα των όπλων ο οποίος όμως δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Παρά την πιο πάνω απόφαση μας το θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι η διαδικασία κλήτευσης πρόσθετων μαρτύρων πρέπει να γίνεται με φειδώ και όχι να παίρνει μεγάλη έκταση σε σύγκριση με τη μαρτυρία που είχε υπόψη του ένας κατηγορούμενος με βάση το μαρτυρικό υλικό με το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη είτε αυτό προκύπτει από κανονική προανάκριση είτε με παραπομπή σε δίκη χωρίς προανάκριση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν. 42/74.

Άλλο παράπονο του εφεσείοντα (6ος λόγος έφεσης) ήταν ότι η Κατηγορούσα Αρχή (εφεσίβλητη) παρέλειψε να καλέσει μάρτυρες τους Κώστα Μακαρίτη, ελεγκτή στο Κτηματολόγιο, και τους αιτητές για απόκτηση των επίδικων κτημάτων με εχθρική κατοχή, Ελένη Σάββα και Σάββα Παπασάββα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζοντας κι’ αυτό το θέμα ανάφερε τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά τη μη κλήτευση του Κώστα Μακαρίτη, ελεγκτή στο Κτηματολόγιο, που κατά την Υπεράσπιση ήταν ουσιαστικός μάρτυρας αναφορικά με το περιεχόμενο του επίδικου φακέλου, παραπέμπουμε στην υπόθεση Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657 στη σελ. 668 όπου αναφέρονται οι κατευθυντήριες γραμμές για την κλήση ή μη ενός μάρτυρα κτηγορίας. Η Κατηγορούσα Αρχή είναι ο κατ’ εξοχήν κριτής κατά πόσο ένας μάρτυρας για κύρια γεγονότα είναι ανάξιος να γίνει πιστευτός. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να προσφέρει ένα μάρτυρα πάνω στη μαρτυρία του οποίου δεν πρόκειται να βασιστεί για να δώσει την ευχέρεια στην Υπεράσπιση να τον χρησιμοποιήσει για να επιτεθεί εναντίον της αξιοπιστίας των υπολοίπων μαρτύρων [*51]κατηγορίας. Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής είναι να έχει τέτοιους μάρτυρες στη διάθεση της Υπεράσπισης, ή να δώσει την ευχέρεια στην Υπεράσπιση να τους καλέσει αν αυτή το κρίνει σκόπιμο.

Όπως εξήγησε ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, ο μάρτυρας αυτός ήταν κατηγορούμενος σε άλλη διαδικασία.  Η Κατηγορούσα Αρχή θεωρούσε το πρόσωπο αυτό αναξιόπιστο.

Όσον αφορά τους αιτητές, Σάββα Παπασάββα και Ελένη Σάββα, ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι η μη κλήτευση τους οφείλεται στο γεγονός ότι είναι υπερήλικες και η κλήση τους μόνο προβλήματα θα τους δημιουργούσε. Η Υπεράσπιση αν και μπορούσε να καλέσει τα πρόσωπα αυτά ως μάρτυρες υπεράσπισης, απέφυγε να το πράξει.»

Εξετάσαμε τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσης του και τα όσα ανάπτυξε προφορικά ενώπιον μας και έχουμε καταλήξει ότι τα παράπονα του και για τις δυο περιπτώσεις δεν ευσταθούν. Το δικαστήριο εξέτασε το θέμα κάτω από τις ορθές νομικές αρχές. Το γεγονός ότι ο Κώστας Μακαρίτης αργότερα αθωώθηκε, δεν αλλάζει το γεγονός ότι για την Κατηγορούσα Αρχή εύλογα θεωρείτο κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι δεν ήταν πρόσωπο που θα μπορούσε να γίνει πιστευτός από το δικαστήριο.

Αναφορικά με τους Ελένη Σάββα και Σάββα Παπασάββα, υπενθυμίζουμε ότι ήσαν η γιαγιά του 1ου και ο πατέρας του 2ου κατηγορουμένου αντίστοιχα. Ήσαν τα πρόσωπα αυτά (μέσω των κατηγορουμένων 1 και 2 που ενεργούσαν ως πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι τους) οι αιτητές στην αίτηση Α716/00 για να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες των εν λόγω ακινήτων. Με τη μαρτυρία που είχε παρουσιάσει η εφεσίβλητη φάνηκε ότι δεν ήσαν τα πρόσωπα που δικαιούνταν εγγραφή. Επομένως και αν ακόμη το θέμα ηλικίας των εν λόγω προσώπων ήταν τέτοιο που δεν εμπόδιζε την κλήση τους, θα μπορούσε να τους καλέσουν η υπεράσπιση, όπως ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο δικαστήριο.  Περαιτέρω τα πρόσωπα αυτά δεν ήσαν μάρτυρες στο κατηγορητήριο. Παρά ταύτα η κατηγορούσα αρχή έδωσε τις καταθέσεις τους στην υπεράσπιση από τις 23/9/05 δηλαδή τις πρώτες ημέρες που άρχισε η δίκη. Ήσαν επίσης πρόσωπα γνωστά στην υπεράσπιση και πού διέμεναν.

[*52]Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 1-4 είναι «εσφαλμένη και/ή αντινομική και ή ακροσφαλής». Διευκρινίζουμε ότι οι κατηγορίες 1-3 αφορούν συνωμοσία προς καταδολίευση των καταχωρημένων ιδιοκτητών των τεμαχίων 810, 811 και 812 αντίστοιχα δηλαδή των τουρκοκυπρίων και η κατηγορία 4 συνωμοσία για καταδολίευση της εταιρείας White Knight Investment Ltd., η οποία ουσιαστικά αγόρασε τα εν λόγω τεμάχια γης. Επικαλέσθηκε ο συνήγορος την υπόθεση Tabrizi v.  Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421. Ισχυρίζεται ο συνήγορος ότι η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ότι τα προαναφερθέντα πρόσωπα (δηλαδή οι 3 τουρκοκύπριοι) ήσαν «εγγεγραμμένοι» ιδιοκτήτες. 

Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Η εφεσίβλητη δεν είχε ισχυρισθεί ότι τα εν λόγω πρόσωπα ήσαν εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες αλλά απλώς καταχωρημένοι ως ιδιοκτήτες στα σχετικά μητρώα του Κτηματολογίου. Γιαυτό άλλωστε και οι κατηγορίες μιλούν για καταχωρημένο ιδιοκτήτη. Δέχεται ο συνήγορος ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη έδειξε ότι τα εν λόγω τεμάχια ήσαν καταχωρημένα στο όνομα «κάποιων προσώπων» όπως το διατυπώνει, οι οποίοι για να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες έπρεπε, σύμφωνα με το συνήγορο, να είχαν υποβάλει αίτηση και επομένως, λανθασμένα το δικαστήριο θεώρησε ότι τα κτήματα δεν ανήκαν στην Ελένη Σάββα και Σάββα Παπασάββα αλλά ήταν τουρκοκυπριακή περιουσία. Η υπόθεση Τabrizi v. Αστυνομίας, στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα δεν βλέπουμε πώς βοηθά την υπόθεση. Απορρίπτεται λοιπόν και αυτός ο λόγος έφεσης.

Με τον 4ο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 24-26 και 31-33 είναι αντινομική.

Η 24η κατηγορία αφορά απόσπαση του ποσού των £130.000 από δημόσιο λειτουργό κατά παράβαση του άρθρου 101 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, δηλαδή ότι ενώ ο εφεσείων ήταν δημόσιος λειτουργός (κοινοτάρχης) αποδέχθηκε το εν λόγω ποσό από τον 2ο κατηγορούμενο. Η 25η κατηγορία είναι για δεκασμό κατά παράβαση του άρθρου 100(α) του Κεφ. 154 στηριζόμενη στα ίδια γεγονότα της 24ης κατηγορίας Η 26η κατηγορία είναι για διαφθορά κατά παράβαση του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου Κεφ. 161, στηριζόμενη και πάλιν στα ίδια γεγονότα της κατηγορίας 24.

[*53]Οι κατηγορίες 31-33 αφορούν αδικήματα συγκάλυψης κατά παράβαση του νόμου 61(I)/96. Η 31η είναι για απόκτηση του ποσού των £130.000 ενώ γνώριζε ότι ήταν από το αδίκημα της διαφθοράς της κατηγορίας 26, η 32η ότι δέχθηκε το ίδιο ποσό ενώ ήταν από το αδίκημα της απόσπασης από δημόσιο λειτουργό της 24ης κατηγορίας και το αδίκημα της 33ης ότι δέχθηκε το ίδιο ποσό ενώ εγνώριζε ότι αποτελούσε αντικείμενο του δεκασμού, δηλαδή της 25ης κατηγορίας.

Είναι η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι αφού αυτός (ο εφεσείων) κρίθηκε ένοχος για το ίδιο ποσό στις κατηγορίες 1-4 (δηλαδή της συνωμοσίας) δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι ένοχος και για τις πιο πάνω κατηγορίες.  Όπως ορθά επισημαίνει και ο δικηγόρος της εφεσίβλητης, δεν παραθέτει ο εφεσείων οιαδήποτε αυθεντία που να υποστηρίζει τη θέση του. Εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με τη νομολογία και τα σχετικά συγγράμματα (βλ μεταξύ άλλων Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, 354-360, Papadopoullos v. Republic (1980) 2 C.L.R. 10, 36-37 και Archbold Criminal Pleadings Evidence & Practice 1999 σελ. 2603 παραγρ. 33-54 μέχρι 33-57 και Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 A.A.Δ. 134) παρόλο που είναι ανεπιθύμητο να συμπεριλαμβάνονται κατηγορία για συνωμοσία διάπραξης ενός αδικήματος και κατηγορία για την διάπραξη του αδικήματος που συνωμότησε ο κατηγορούμενος να διαπράξει, εντούτοις αυτή η συμπερίληψη δεν οδηγεί σε ακυρότητα της διαδικασίας, εκτός αν το δικαστήριο καταλήξει ότι ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε δυσμενώς κατά την υπεράσπιση του και/ή γενικά ότι ήταν άδικο (unfair) για τον κατηγορούμενο. Στην Gani v. Δημοκρατίας αναφέρθηκε ότι και αν ακόμα ο κατηγορούμενος αθωωθεί για τα αδικήματα που αποτελούν αντικείμενο της συνωμοσίας αυτό δεν επηρεάζει τα ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά με την κατηγορία της συνωμοσίας. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί ότι ο εφεσείων επηρεάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο δυσμενώς στην υπεράσπισή του ή ότι ήταν άδικο (unfair) να συμπεριληφθούν και οι κατηγορίες της συνωμοσίας. Επομένως αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τον 5ο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 28-30 είναι «αντινομική και/ή ακροσφαλής». Εξετάσαμε τους λόγους για τους οποίους προβάλλεται ο πιο πάνω ισχυρισμός και έχουμε προσέξει ότι είναι ουσιαστικά οι ίδιοι με αυτούς που προβλήθηκαν για υποστήριξη του 3ου λόγου έφεσης. Για τους ίδιους λόγους που [*54]αναφέραμε όταν απορρίπταμε τον 3ο λόγο, απορρίπτεται και ο λόγος αυτός.

Με τον 8ο λόγο ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο ξεκίνησε τη δίκη χωρίς να εκπροσωπείται από δικηγόρο αφού την ίδια μέρα πριν την έναρξη της διαδικασίας αποσύρθηκε ο δικηγόρος του και το δικαστήριο αρνήθηκε να δώσει αναβολή για να διορίσει νέο δικηγόρο.

Ήδη αναφέραμε στην αρχή της απόφασης μας ότι στις 13/9/05 που άρχισε για πρώτη φορά η ακρόαση της παρούσας, με άδεια του δικαστηρίου αποσύρθηκαν οι δικηγόροι του 1ου κατηγορουμένου και του εφεσείοντα και ότι πράγματι το δικαστήριο απέρριψε αίτημα τους για αναβολή για διορισμό νέου δικηγόρου. Είμαστε της άποψης ότι από τη στιγμή που το δικαστήριο επέτρεψε στους συνηγόρους να αποσυρθούν, έπρεπε κανονικά να δώσει την ευκαιρία στον εφεσέιοντα (και στον 1ο κατηγορούμενο) να διορίσουν νέο δικηγόρο, πράγμα που παρέλειψε να πράξει. Κατάθεσε τότε, χωρίς να εκπροσωπείται ο εφεσείων, η Μ.Κ.1 Ιφιγένεια Γιάννουρου, υπάλληλος του Κτηματολογίου στη θέση της Ανώτερης Σχεδιάστριας, ως πρόσθετος μάρτυρας. Η ουσία της μαρτυρίας της είναι ότι έδωσε στον εξεταστή της υπόθεσης Μιχάλη Γαβριηλίδη (Μ.Κ.10) πιστοποιημένα φωτοαντίγραφα με σφραγίδα του «εν χρήσει» σχεδίου σε κλίμακα 1:5000 που αφορούν το Φ/Σχέδιο ΧVIII/35 και τα επίδικα κτήματα και έγιναν δεκτά ως τεκμ. 2. Όταν εξηγήθηκε στον εφεσείοντα ότι είχε δικαίωμα να αντεξέτάσει τη μάρτυρα αυτός δεν το έπραξε αναφέροντας ότι δεν μπορεί να το πράξει χωρίς δικηγόρο. Ως Μ.Κ.2 κατάθεσε ο Βάσος Παπαδημητρίου Ανώτερος Κτηματολογικός Λειτουργός Διοίκησης και ο εφεσείων επανέλαβε ότι κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να βρει δικηγόρο. Η ουσία της μαρτυρίας του συνίσταται στο ότι αναφέρθηκε στη σταδιοδρομία υπαλλήλων του Κτηματολογίου, συμπεριλαμβανομένου και του Μιχάλη Καλαθά (4ου κατηγορούμενου) και ότι στις 25/10/01 τέθηκαν σε διαθεσιμότητα από την Ε.Δ.Υ. για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών/ποινικών αδικημάτων.

Ουσιαστικά εισηγείται ο εφεσείων ότι το γεγονός αυτό από μόνο του οδηγεί σε τέτοια παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος που να είναι αρκετή για ακύρωση της καταδίκης.

Είμαστε της άποψης ότι η παραβίαση από μόνη της του δικαιώματος του εφεσείοντα για να έχει δικηγόρο σε εκείνο το [*55]μικρό διάστημα δεν είναι αρκετή, αλλά θα πρέπει να δείξει ότι έχει επηρεαστεί δυσμενώς στην υπεράσπιση του κάτι που εδώ δεν έχει καταδειχθεί. Εν πάση περιπτώσει αφού εξετάσαμε τη φύση και έκταση της προαναφερθείσας μαρτυρίας που έχει δοθεί κατά τις ημερομηνίες που ο εφεσείων δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, κρίνουμε ότι η εισήγηση του συνηγόρου για ακύρωση της καταδίκης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Επρόκειτο για τυπική μαρτυρία και μπορούσε εν πάση περιπτώσει να αμφισβητηθεί με επανάκληση και αντεξέταση όταν την επόμενη εμφανίστηκε δικηγόρος.

Με τον 9ο λόγο ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα έκρινε το δικαστήριο ότι είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επίδικων κτηματων και επομένως εσφαλμένα έκρινε ότι οι Ελένη Σάββα και Σάββας Παπασάββα δεν ήσαν δικαιούχοι. Επί του σημείου αυτού το Κακουργιοδικείο ανάφερε τα εξής:

«Η μαρτυρία η οποία έχει προσαχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, καταδεικνύει ότι οι τουρκοκύπριοι Djellul Kilan, Sefdie Dede και Yasemi Mehmet ήταν τα πρόσωπα που φαίνονταν ως καταχωρημένα στα Μητρώα Φόρων και Μητρώα Εγγραφής του Κτηματολογίου, από το 1924, ημερομηνία της Γενικής Καταγραφής μέχρι σήμερα. Η μαρτυρία την οποία εξετάσαμε με λεπτομέρεια πιο πάνω, συναφής με επιτόπιες έρευνες κτηματολογικών λειτουργών και σε άμεση συνάρτηση με απαλλοτρίωση που έλαβε χώρα στην περιοχή, φανερώνει ότι τα πρόσωπα αυτά συνέχιζαν και συνεχίζουν αδιαλείπτως μέχρι σήμερα να φαίνονται ως καταχωρημένα πρόσωπα στα Μητρώα Φόρων και Μητρώα Εγγραφής.

Η εισήγηση της Υπεράσπισης πως η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό που απαιτείται ότι τα εν λόγω πρόσωπα ήσαν όντως δικαιούχοι ή ότι το Δικαστήριο αυτό στερείται δικαιοδοσίας, με την έννοια ότι θα έπρεπε να προηγηθεί απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου που να διαγιγνώσκει τελεσίδικα το ιδιοκτησιακό καθεστώς, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

Ακόμη και αν υπήρχε, κρίνουμε, απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο αυτό θα έπρεπε και πάλι να εξετάσει το ζήτημα μέσα στις δικές του παραμέτρους και στο πλαίσιο που θέτουν οι κατηγορίες. Ό,τι με βεβαιότητα αναζητούμε είναι το αρνητικό και όχι το θετικό. Εκείνο που [*56]καλούμαστε να πράξουμε δεν είναι να εξάγουμε με βεβαιότητα ή πιθανολόγηση τους δικαιούχους των κτημάτων, αλλά αν τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μας είναι τέτοια που καταδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι κατηγορούμενοι με τις ενέργειες τους ενώ γνώριζαν ότι τα κτήματα αυτά δεν ανήκαν στην Ελένη Σάββα και Σάββα Παπασάββα και ότι τα κτήματα αυτά έδειχναν καταχωρημένα σε άλλα πρόσωπα και μάλιστα σε Τουρκοκυπρίους, ενήργησαν κατά τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να καταδολιεύσουν τα πρόσωπα αυτά ή τους νόμιμους κληρονόμους τους. Εν πάση περιπτώσει τον όποιο νόμιμο ιδιοκτήτη ή δικαιούχο σε εγγραφή ή καταχωρημένο ιδιοκτήτη, βλ. Archbold (πιο πάνω).

Εκείνο που θέλουμε να τονίσουμε είναι πως από την ενώπιον μας μαρτυρία, κατοίκων του χωριού, ανάμεσα στους οποίους και μέλη του κοινοτικού συμβουλίου κανείς δεν πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι τα επίδικα κτήματα ανήκαν στην Ελένη Σάββα ή στο Σάββα Παπασάββα.»

Το πιο πάνω εύρημα του Κακουργιοδικείου υποστηρίζεται από την προφορική μαρτυρία αρκετών μαρτύρων κατηγορίας όπως και από πραγματική μαρτυρία. Μεταξύ άλλων σχετική είναι η μαρτυρία του Σωτήρη Παύλου (Μ.Κ.57) κάτοικου του γειτονικού χωριού Μοσφίλι, συνταξιούχου δασικού λειτουργού, που όπως κατάθεσε λόγω των καθηκόντων του ως δασικός λειτουργός γνώριζε καλά την περιοχή των επιδίκων κτημάτων και που είχε αναφέρει ότι δεν έχει δει κανένα να καλλιεργεί τα κτήματα. Ο Πολύδωρος Χρίστου (Μ.Κ.58) κάτοικος του Κάτω Πύργου και πρώην υπάλληλος του Τμήματος Δασών που επίσης ανάφερε ότι ουδέποτε είδε οποιονδήποτε να καλλιεργεί τα επίδικα κτήματα. Ο Σόλων Ανδρέου (Μ.Κ.60) που κατάθεσε ότι γνώριζε ότι η γη στην τοποθεσία «Γκρέμισμα του Καμήλου» ανήκει σε τουρκοκύπριους και ότι από την «Καμήλα» μέχρι την «Μασούρα» η γη ήταν Τουρκοκυπριακή.  Περαιτέρω υπάρχουν και τα τεκμ. 18, 66 και 20 A -20 Γ τα οποία σε συνδυασμό με τη μαρτυρία των κτηματολογικών υπαλλήλων Ανδρέα Παπίρη (Μ.Κ.28) και του Απόστολου Αθηνοδώρου (Μ.Κ.29) δείχνουν ότι τα τεμάχια αυτά έχουν ως καταχωρημένους ιδιοκτήτες από το 1926 του 3 συγκεκριμένους τουρκοκύπριους. Ήταν επίσης και η μαρτυρία του Ευάγγελου Παπασταύρου (Μ.Κ.38) Κτηματολογικού Λειτουργού Α που ήταν παρών όταν κάλεσαν τους Ελένη Σάββα και Σάββα Παπασάββα να υποδείξουν τα δικά τους κτήματα και υπέδειξαν άλλα από τα επίδικα. Υπήρξε [*57]επίσης η μαρτυρία του Κύπρου Μιχαηλίδη (Μ.Κ.44) υπεύθυνου του ΤΑΕ Λευκωσίας, ο οποίος μαζί με το συνάδελφο του Ντίνο Άνιφτο στις 6/11/01 συνόδευσαν την Ελένη Ιωσήφ (ίδια με Ελένη Σάββα) στην περιοχή των επιδίκων κτημάτων για να δείξει τα δικά της και αυτή υπέδειξε άλλα, δηλαδή τα τεμάχια 799 και 801. 

Ενόψει των πιο πάνω και του γεγονότος ότι αντίθετη μαρτυρία δεν υπήρχε, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι ψευδώς πιστοποίησε ο εφεσείων ότι αυτά κατείχοντο αδιαλείπτως και αδιαφιλονικήτως από τους Ελένη Σάββα και Σάββα Παπασάββα, είναι ορθή. Τελικά όμως εκείνο που έχει σημασία είναι ότι όταν ο εφεσείων εξέδιδε το προαναφερθέν πιστοποιητικό το έπραττε εν γνώσει του ότι τούτο ήταν ψευδές, κατάληξη που με όσα αναφέραμε είναι ορθή.

Με βάση όλα τα πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

Έφεση κατά της ποινής

Με την έφεση 210/06 ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. Είναι η θέση του ότι ενώ το Κακουργιοδικείο έκαμε ορθή αναφορά στις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, εντούτοις δεν τις εφάρμοσε ορθά στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, δεν έλαβε επαρκώς υπόψη (α) την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής (β) την ηλικία, το λευκό μητρώο και την εκτίμηση που είχε από την κοινότητα του χωριού του που, ενώ ήταν υπό κράτηση για διερεύνηση των αδικημάτων, τον επανεξέλεξαν κοινοτάρχη (γ) ότι εκδόθηκε εναντίον του και διάταγμα δήμευσης για το ποσό που καρπώθηκε, (δ) τις συνέπειες της καταδικαστικής απόφασης στο πρόσωπο του εφεσείοντα και (ε) ότι η κατάληξη του δικαστηρίου να μην αναστείλει την ποινή (ι) είναι αναιτιολόγητη και (ιι) πάσχει από εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Ανέφερε ακόμη ο συνήγορος ότι εσφαλμένα επέβαλε το δικαστήριο μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες της συγκάλυψης παρά αυτή που επέβαλε στις κατηγορίες των γενεσιουργών αδικημάτων.

Εξετάσαμε την απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ. 3/10/06 με την οποία επέβαλε ποινή στους κατηγορουμένους και ιδιαίτερα το μέρος εκείνο που αφορά τον εφεσείοντα (3ο κατηγορούμενο) και έχουμε διαπιστώσει ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη όλους τους ελαφρυντικούς και [*58]μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες που ανέφερε ο συνήγορος του.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα επιβλήθηκε μεγαλύτερη ποινή για τις κατηγορίες της συγκάλυψης, φαίνεται να μην ευσταθεί αφού η μέγιστη προβλεπόμενη από τον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο του 1996-2000 (Ν. 61(I)/96 ως τροποποιήθηκε με τον Ν. 152(I)/00) είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την ποινή που προβλέπεται από τα γενεσιουργά αδικήματα.  Προβλέπεται ποινή μέχρι και 14 χρόνια φυλάκιση. Αυτό που πρέπει να απαντηθεί είναι αν τα τρία χρόνια που επιβλήθηκαν για τις κατηγορίες 25 και 33 είναι έκδηλα υπερβολική ποινή, αφού οι ποινές στις υπόλοιπες κατηγορίες είναι πολύ χαμηλότερες.

Αφού λάβουμε υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο, έχουμε καταλήξει ότι οι επιβληθείσες ποινές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως έκδηλα υπερβολικές. Το δικαστήριο επέβαλε αυτές εφαρμόζοντας ορθά τις σχετικές νομικές αρχές στα γεγονότα της υπόθεσης. Κρίνουμε ότι η ποινή είναι πολύ επιεικής, ένεκα προφανώς της καθυστέρησης στην διεκπεραίωση της υπόθεσης.

Αναφορικά με το παράπονο ότι εσφαλμένα το δικαστήριο δεν ανέστειλε τις ποινές φυλάκισης και ότι δεν έδωσε αιτιολογία, απλώς αναφέρουμε ότι αυτός δεν ευσταθεί. Το Κακουργιοδικείο δίνει επαρκείς λόγους για την απόφαση του.  Το όλο θέμα ήταν μέσα στη διακριτική του εξουσία η οποία ασκήθηκε ορθά.

Αυτό που έχουμε προσέξει είναι ότι ενώ αρκετές κατηγορίες στηρίζονται στα ίδια γεγονότα, το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινές σε όλες τις κατηγορίες. Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Pefkos & Others v. Republic (1961) C.L.R. 340, Alexandrou v. Director of Customs (1985) 2 C.L.R. 47) εκεί που τα ίδια γεγονότα στοιχειοθετούν κατηγορίες πέραν της μιας, το δικαστήριο θα πρέπει να επιβάλλει ποινή μόνο στη μια από αυτές, συνήθως την σοβαρότερη, και όχι σε όλες τις κατηγορίες για τις οποίες απλώς καταχωρεί καταδίκη.

Στη δική μας περίπτωση ο εφεσείων μεταξύ άλλων κρίθηκε ένοχος σε 5 κατηγορίες συγκάλυψης, τις 31, 32, 33, 34 και 35.  [*59]Προσέχουμε ότι στηρίζονται όλες ουσιαστικά στα ίδια γεγονότα που αναφέρονται και στην 24η κατηγορία. Δηλαδή η 31η ότι απόκτησε το ποσό των £130.000 ενώ γνώριζε ότι ήταν έσοδο από την διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος της διαφθοράς της 26ης κατηγορίας. Η 32η ότι απέκτησε το ίδιο ποσό ενώ γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε έσοδο από την διάπραξη του αδικήματος της απόσπασης από δημόσιο λειτουργό της 24ης κατηγορίας. Η 33η ότι απέσπασε το ίδιο ποσό ενώ γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε έσοδο από την διάπραξη του αδικήματος του δεκασμού δημοσίου λειτουργού της 25η κατηγορίας. Η 34η ότι απέκτησε το ίδιο ποσό ενώ γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε έσοδο από την διάπραξη του αδικήματος της συνωμοσίας προς καταδολίευση που περιγράφεται στις κατηγορίας 1-3 και η 35η ότι απέκτησε το ίδιο ποσό ενώ γνώριζε ότι αποτελούσε έσοδο από την διάπραξη του αδικήματος της συνωμοσίας που περιγράφεται στην 4η κατηγορία. Στην κατηγορία 31 επιβλήθηκε ποινή 15μηνης φυλάκισης. Στην 32η επιβλήθηκαν 2 έτη, στην 33η τρία έτη, στην 34η  και 35η δυο έτη. Τρία έτη επιβλήθηκαν και για την κατηγορία 25 του δεκασμού. Η 24η και η 26η φαίνεται να είναι διαζευκτικές της 25ης.

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι εφόσον επιβλήθηκε ποινή 3 ετών στην κατηγορία 25 του δεκασμού και την κατηγορία 33 για συγκάλυψη, για την 24η και 26η και τις υπόλοιπες κατηγορίες συγκάλυψης (31, 32, 34 και 35) δε χρειαζόταν να επιβληθεί ποινή και γιαυτό οι ποινές αυτές παραμερίζονται.

Ενόψει όλων των πιο πάνω οι εφέσεις απορρίπτονται.

Oι εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο