Βούτουνος Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 71

(2008) 2 ΑΑΔ 71

[*71]23 Ιανουαρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΟΥΤΟΥΝΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 244/2006)

 

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος αποδείξεως της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Καταδικαστική απόφαση για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας ― Ακυρώθηκε κατ’ έφεση επειδή, στη βάση των αδιαμφισβήτητων διαπιστώσεων του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, η μαρτυρία της παραπονουμένης δεν ήταν αξιόπιστη, ώστε από μόνη της να οδηγήσει στην καταδίκη του κατηγορουμένου με το βάρος της απόδειξης που φέρει η Κατηγορούσα Αρχή, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Κατά πόσο η σχετική προειδοποίηση πρέπει να αναγράφεται στην απόφαση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― «Πρώτο παράπονο» ― Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 ― Αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία της αλήθειας του περιεχομένου του.

Μετά από ακροαματική διαδικασία ο εφεσείων, Αστυνόμος Β, υπεύθυνος του Αστυνομικού Σταθμού Πύλης Πάφου στη Λευκωσία, βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην κατηγορία της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Η παραπονούμενη ήταν Ειδική Αστυνομικός και εργαζόταν στο αρχείο του πιο πάνω Σταθμού. Το αδίκημα στο οποίο αφορά η κατηγορία έλαβε χώρα στις 31.12.2002 παραμονή πρωτοχρονιάς μετά την καθιερωμένη γιορτή για την κοπή της βασιλόπιτας.

[*72]Ο εφεσείων και η παραπονούμενη έδωσαν διαφορετικές εκδοχές σε σχέση με τις συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στην διατύπωση της κατηγορίας της άσεμνης επίθεσης εναντίον του εφεσείοντος. Η μεν παραπονούμενη υποστήριξε πως ο εφεσείων τη φώναξε στο γραφείο του για να πάρει τη βασιλόπιτα που περίσσεψε, όπου αυτός την έπιασε από το σβέρκο με το δεξί του χέρι, την τράβηξε προς το μέρος του και τη φίλησε στο στόμα, ο δε εφεσείων υποστήριξε πως η παραπονούμενη πήγε στο γραφείο του για να πάρει τη βασιλόπιτα, την πήρε και αφού χαιρετίστηκαν με χειραψία έφυγε. Ο εφεσείων υποστήριξε πως η παραπονούμενη επενόησε την εις βάρος του κατηγορία για να επιτύχει μετάθεσή της στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, όπως ήταν η επιθυμία της.

Η παραπονούμενη δεν ανέφερε τίποτα για το επεισόδιο μέχρι τις 2.1.2003 που επικοινώνησε με τη συνάδελφό της Μ.Κ.3.  Ο συμβίος της παραπονούμενης κατά τον ουσιώδη χρόνο και σύζυγός της κατά τη δίκη, ανέφερε πως έμαθε από την ίδια το περιστατικό στις 3.1.2003. Στις 7.1.2003 διευθετήθηκε ραντεβού με τον Αρχηγό της Αστυνομίας όπου συζητήθηκε η πιθανή μετάθεση της παραπονούμενης σε άλλο τμήμα της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, αλλά όχι στην ΥΑΜ. Στις 10.1.2003 έγινε το επίσημο παράπονο της παραπονουμένης στον Μ.Κ.2. Ανώτερο Αστυνόμο στο Αρχηγείο Αστυνομίας που ορίστηκε ως ερευνών αξιωματικός.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη την παραπονούμενη και αποδέχτηκε τη μαρτυρία της χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Κατέγραψε δε στο κείμενο της απόφασης τη σχετική προειδοποίηση που έδωσε στον εαυτό του γι’ αυτήν την επιλογή.

Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, τόσο σε σχέση με την καταδίκη όσο και σε σχέση με την ποινή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διαπίστωση των γεγονότων τα οποία κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγεί στο συμπέρασμα πως η παραπονούμενη συναλλαττόταν το κατ’ ισχυρισμόν εις βάρος της επεισόδιο με ευμενή μετάθεσή της. Αν δε αυτή η μετάθεση υλοποιείτο η ίδια δεν θα είχε πλέον παράπονο για το συμβάν.

2.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η παραπονούμενη δεν είχε λόγο να επινοήσει το επεισόδιο, φέρνοντας τον εαυτό της [*73]και το σύζυγό της σε δύσκολη θέση, συνάδει με τη λογική. Η κρίση όμως του Δικαστηρίου βασίζεται πάντοτε στη μαρτυρία που προσκομίζεται ενώπιόν του και το ερώτημα παραμένει πάντοτε κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε, την εις βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

3.  Ο Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας κ. Ν. Θεοδωρίδης Μ.Υ.1, κλήθηκε από την υπεράσπιση, παρά το γεγονός ότι το όνομά του περιλαμβανόταν στον κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας του κατηγορητηρίου. Αυτός και ο Ανώτερος Αστυνόμος στο Αρχηγείο Αστυνομίας κ. Λ. Μιχαήλ Μ.Κ.2, που επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του Θεοδωρίδη, έδωσαν γραπτή κατάθεση στον ανακριτή. Το Δικαστήριο απέρριψε ως αναληθή τη μαρτυρία τους, εκφράζοντας την άποψη πως δόθηκε για να βοηθηθεί ο συνάδελφός τους εφεσείων. Αλλά το κρίσιμο σημείο της μαρτυρίας τους, ότι δηλαδή η παραπονούμενη τους είπε πως το φιλί ήταν στην παρειά, και για την οποία η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε πως δεν ήταν βέβαιη αν είπε κάτι τέτοιο, προβάλλοντας τη σύγχυση της, παραμένει ουσιαστικά αναλλοίωτο.

4. Είναι το περιεχόμενο της μαρτυρίας της παραπονουμένης που έπρεπε να τεθεί στη βάσανο της αξιολόγησης, και όχι μόνο η εξωτερική εντύπωση που άφησε στο Δικαστήριο η παραπονούμενη, εφόσον σ’ αυτή μόνο στηρίχτηκε η καταδίκη του εφεσείοντος. Στη βάση των αδιαμφισβήτητων διαπιστώσεων του Δικαστηρίου, η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν ήταν αξιόπιστη, ώστε, από μόνη της να οδηγήσει στην καταδίκη του εφεσείοντος, με το βάρος απόδειξης που φέρει η Κατηγορούσα Αρχή, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Η έφεση επιτράπηκε. Η καταδικαστική απόφαση ακυρώθηκε, όπως επίσης και η ποινή.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kαουτζιάνη, E.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 11360/05), ημερομηνίας 10/11/06.

Ε. Ευσταθίου και Γ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.

[*74]Κρ. Κυθραιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατηγορία με το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα. Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, περιγράφονται στην απόφαση της πρωτόδικης δικαστού και συνοπτικά έχουν ως εξής:

Ο εφεσείων, Αστυνόμος Β, ήταν υπεύθυνος του Αστυνομικού Σταθμού Πύλης Πάφου στη Λευκωσία. Η παραπονούμενη, ήταν Ειδική Αστυνομικός και εργαζόταν στο αρχείο του πιο πάνω Σταθμού. Στις 31.12.2002, παραμονή πρωτοχρονιάς, ο εφεσείων έδωσε οδηγίες όπως το προσωπικό του Σταθμού σχολάσει γύρω στις 12.30, όταν τέλειωσε η καθιερωμένη γιορτή με την κοπή της βασιλόπιτας. Η παραπονούμενη με μια συνάδελφο της, την Κωνσταντία Ευθυβούλου  (Μ.Υ.2), που απασχολείτο επίσης στο αρχείο, πήγαν μαζί στο γραφείο του εφεσείοντος, που ήταν δίπλα από το δικό τους, για να αλληλοευχηθούν για το νέο έτος.  Έτσι και έγινε, με το καθιερωμένο φιλί στο μάγουλο. Η παραπονούμενη επέστρεψε στο γραφείο της για να μαζέψει τα προσωπικά της αντικείμενα, όταν, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία της, την φώναξε ο εφεσείων για να πάρει τη βασιλόπιτα που περίσσεψε. Μπήκε στο δωμάτιο του εφεσείοντος, όπου αυτός καθόταν στο γραφείο του, και άρχισε να τυλίγει τη βασιλόπιτα σε ασημόχαρτο. Ο εφεσείων σηκώθηκε από την καρέκλα του χωρίς να το προσέξει η παραπονούμενη, η οποία όμως ένιωσε όταν την έπιασε από το σβέρκο με το δεξί του χέρι, την τράβηξε προς το μέρος του και τη φίλησε στο στόμα. Η παραπονούμενη χωρίς να αντιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο βγήκε από το γραφείο του εφεσείοντος και βγήκε έξω, όπου συνάντησε τη συνάδελφο της, Κωνσταντία Ευθυβούλου Μ.Υ.2, στην οποία όμως δεν ανέφερε τίποτε γι’ αυτό το επεισόδιο. Έφυγαν μαζί και, σύμφωνα πάλι με τον ισχυρισμό της παραπονούμενης, όταν μπήκε στο αυτοκίνητο της και αισθάνθηκε κάποια ηρεμία τηλεφώνησε από το κινητό της στον εφεσείοντα ζητώντας του εξηγήσεις γι’ αυτό που είχε συμβεί. Ο εφεσείων απάντησε πως το έκανε γιατί έτσι ένιωθε. Η παραπονούμενη πήγε στο σπίτι της. Δύο ημέρες αργότερα, δηλαδή στις 2.1.2003, αποφάσισε να επικοινωνήσει με μια άλλη [*75]συνάδελφο της, την Κατερίνα Χείλη (Μ.Κ.3), για να τη ρωτήσει αν είχε συμβεί κάτι και γι’ αυτό είχε μετατεθεί από το Σταθμό Πύλης Πάφου. Η Μ.Κ.3 της είπε πως η μετάθεση της ήταν τυχαία, αλλά κάτι είχε συμβεί με τον εφεσείοντα, χωρίς να το προσδιορίσει. Η παραπονούμενη περίγραψε σ’ αυτή το εις βάρος της επεισόδιο, λέγοντας της πως θα το ανέφερε στον κ. Ν.Θεοδωρίδη (Μ.Υ.1), Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας.  Πράγματι, στις 4.00 το απόγευμα επισκέφθηκε τον Αστυνομικό Διευθυντή, στον οποίο όμως είπε πως δεν ήθελε να δώσει γραπτή κατάθεση μήτε και να διερευνηθεί το παράπονο της, για να προστατευθεί, καθώς η ίδια είπε, η δική της υπόληψη καθώς και του εφεσείοντος. Ζήτησε όμως από τον κ.Θεοδωρίδη να φροντίσει να μετατεθεί από το αρχείο του Αστυνομικού Σταθμού Πύλης Πάφου στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ). Ο ίδιος της ανέφερε πως η υπηρεσία αυτή ήταν εκτός της δικαιοδοσίας του στη Λευκωσία, θα μπορούσε όμως να προβεί σε διευθετήσεις ώστε να μετατεθεί σε άλλο τμήμα της Αστυνομικής Διεύθυνσης  Λευκωσίας. Η ίδια ανέλαβε να το σκεφθεί. Την επόμενη ημέρα, 3.1.2003, η παραπονούμενη ανέφερε το περιστατικό στον κατά τον ουσιώδη χρόνο συμβίο της (Μ.Κ.4), κατά τη διάρκεια της δίκης σύζυγος της, ο οποίος τη συμβούλευσε να καταγγείλει το συμβάν στον Αρχηγό Αστυνομίας. Προς τούτο διευθετήθηκε συνάντηση με τον Αρχηγό, η οποία και πραγματοποιήθηκε στις 7.1.2003. Ο Αρχηγός της ανέφερε πως θα διευθετούσε τη μετάθεση της, όχι όμως στην ΥΑΜ, και ότι θα επέπληττε τον εφεσείοντα. Μετά την επίσκεψη της παραπονούμενης στον Αρχηγό Αστυνομίας ο Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας κ. Θεοδωρίδης επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την παραπονούμενη και τη ρώτησε πού ήθελε να μετατεθεί. Η ίδια όμως δεν ήταν έτοιμη να δώσει απάντηση. Υποσχέθηκε πως μέχρι την επόμενη ημέρα θα ανταποκρινόταν. Το πρωί της επαύριον, η παραπονούμενη ενεργούσα με συμβουλή του δικηγόρου της, πήγε στο γραφείο του κ.Θεοδωρίδη όπου  και επίσημα υπέβαλε το παράπονο της. Στις 7 και 8 του μήνα η παραπονούμενη ήταν με άδεια απουσίας, ενώ στις 9 με άδεια ασθενείας δύο ημερών. Η κατάθεση της παραπονούμενης δόθηκε στον Λεωνίδα Μιχαήλ, (Μ.Κ.2) Ανώτερο Αστυνόμο στο Αρχηγείο Αστυνομίας, που ορίστηκε ως ερευνών αξιωματικός, στις 10.1.2003.

Ο εφεσείων έδωσε ενώπιον της Δικαστού ένορκη κατάθεση, στην οποία αρνήθηκε την κατηγορία. Ανέφερε συγκεκριμένα πως όταν αποχαιρετίστηκε με την παραπονούμενη και τη συνάδελφο της αλληλοφιλήθηκαν στις παρειές. Δεν ήταν όμως αυτός που [*76]φώναξε στην παραπονούμενη να έλθει στο γραφείο του για να πάρει τη βασιλόπιτα που περίσσεψε. Αυτή του φώναξε από το γραφείο της για να του πει να την πάρει ο ίδιος στο σπίτι του, για να της απαντήσει πως δεν την ήθελε. Η παραπονούμενη πήγε στο γραφείο του, πήρε τη βασιλόπιτα και αφού χαιρετίστηκαν με χειραψία έφυγε. Δίδοντας δε τη δική του εξήγηση για το ελατήριο της παραπονούμενης, να επινοήσει δηλαδή την εις βάρος του κατηγορία, είπε πως, ενδεχομένως το έκανε για να επιτύχει μετάθεση της στην ΥΑΜ, όπως ήταν η επιθυμία της.

Η πρωτόδικος δικαστής παρέθεσε με πολλή λεπτομέρεια στην εμπεριστατωμένη απόφαση της τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον της. Επειδή δε το εξεταζόμενο αδίκημα εμπίπτει στη φύση των αδικημάτων που διαπράττονται από την παρόρμηση και λειτουργία της γενετήσιας ορμής για ηδονή (σεξουαλική λειτουργία), ορθά η Δικαστής αναφέρει στην απόφαση της πως η νομολογία λέγει πως ενδείκνυται να αναζητεί το Δικαστήριο ενισχυτική μαρτυρία, η οποία να επιβεβαιώνει τη διάπραξη του αδικήματος από τον κατηγορούμενο. Ορθά επίσης κατέληξε η Δικαστής πως δεν υπήρχε στην υπόθεση που εξετάζουμε ενισχυτική μαρτυρία.

Είναι γεγονός πως σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις ο δράστης λειτουργεί εις βάρος του θύματος αφού προηγουμένως βεβαιωθεί πως δημιουργούνται συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, με μόνη την ανθρώπινη παρουσία τον ίδιο και το θύμα. Είναι γι’ αυτό το λόγο που είναι, ενίοτε, δύσκολο να αναζητηθεί και ανευρεθεί ενισχυτική μαρτυρία. Γι’ αυτό και ο σκοπός της πρόνοιας του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, που δέχεται το «πρώτο παράπονο», όπως αποκαλείται, ως αποδεκτή μαρτυρία της αλήθειας του περιεχομένου του, κατά αντίθεση με την αντίστοιχη αρχή του Κοινοδικαίου όπου γίνεται δεκτό μόνο ως ενισχυτική μαρτυρία. 

Η Δικαστής αποφάσισε, καθώς νομικά εδικαιούτο, να αποδεχτεί τη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Κατέγραψε δε στο κείμενο της απόφασης τη σχετική προειδοποίηση που έδωσε στον εαυτό της γι’ αυτή την επιλογή.  Είναι γεγονός πως η πάγια νομολογία μας απαιτεί όπως αυτή η αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου καταγράφεται στην απόφαση, διαφορετικά, και ελλείψει άλλης μαρτυρίας που να οδηγεί σε καταδίκη, σε περίπτωση καταδίκης αυτή ακυρώνεται.  Δεν νομίζουμε πως υπάρχει λόγος να λειτουργεί αυτή η αρχή, να καταγράφεται δηλαδή η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου [*77]στο κείμενο της απόφασης. Και τούτο γιατί έχουμε τη γνώμη πως η δικαστική σκέψη εκφράζεται στην απόφαση. Από αυτήν ελέγχεται γενικά η ορθότητα της κρίσης του δικαστηρίου και ειδικά ως προς τον προβληματισμό του, προτού καταλήξει σε καταδίκη προσώπου στη βάση μόνο μαρτυρίας, που κατά νομολογιακή αρχή, σε αντίθεση βέβαια όπου υπάρχει νομοθετική υποχρέωση, απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία. Να σημειώσουμε επίσης πως η αρχή αυτή του Κοινοδικαίου εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου  η δίκη διεξάγεται ενώπιον ενόρκων, και ο δικαστής έχει χρέος να τους προειδοποιήσει για τον ενδεχόμενο κίνδυνο καταδίκης κατηγορούμενου στη βάση μόνο μαρτυρίας, η οποία, σύμφωνα με νομολογιακή πρακτική, χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία. Στη χώρα μας, όπου δεν υπάρχουν ένορκοι, ο δικαστής είναι ο κριτής των γεγονότων και ερμηνεύει το Νόμο. Ο δικαστής τεκμαίρεται πως γνωρίζει το νόμο, από την απόφαση του δε, όπως είπαμε πιο πριν, διαπιστώνεται και η κρίση του ως προς τη μαρτυρία που προσάγεται ενώπιον του και η υπαγωγή των διαπιστώσεων του στις αρχές του δικαίου. Εξάλλου, είτε καταγραφεί η προειδοποίηση είτε όχι στην απόφαση η δικαστική σκέψη ελέγχεται στη βάση του συνόλου της κρίσης του δικαστηρίου.  Και αυτό θα φανεί παρακάτω στην υπό συζήτηση υπόθεση.

Η υπεράσπιση έδωσε σημασία και δικαίως, στο γεγονός πως η παραπονούμενη, θύμα του επεισοδίου (31.12.2002) όπως η ίδια το περιέγραψε στο Δικαστήριο, δεν ανέφερε τίποτε γι’ αυτό μέχρι τις 2.1.2003, που επικοινώνησε με τη συνάδελφο της Κατερίνα Χείλη (Μ.Κ.3). Ο κατά τον ουσιώδη χρόνο συμβίος της παραπονούμενης, και σύζυγος της κατά τη δίκη, ανέφερε πως έμαθε από την ίδια το περιστατικό στις 3.1.2003.  Διευθετήθηκε δε ραντεβού με τον Αρχηγό της Αστυνομίας στις 7 του μήνα. Σ’ αυτό συζητήθηκε η πιθανή μετάθεση της παραπονούμενης σε άλλο τμήμα της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας, αλλά όχι στην ΥΑΜ. Όπως είπαμε πιο πριν το επίσημο παράπονο, και η έναρξη του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας, έγινε στις 10 του μήνα.

Να επανέλθουμε όμως στους λόγους που δίδει η Δικαστής, στη βάση των οποίων και έκρινε ως απόλυτα αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης, και οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος. Θα πρέπει να ενθέσουμε εδώ ολόκληρη τη σχετική περικοπή από την απόφαση, γιατί θα φανεί χρήσιμη στα σχόλια μας που ακολουθούν:

[*78]«Η παραπονούμενη ήταν μάρτυρας θετική, σταθερή και ξεκάθαρη στη μαρτυρία της, μου έκανε άριστη εντύπωση και δεν έχω λόγους να αμφιβάλλω για την ειλικρίνεια της.  Παρέθεσε πειστικότατα τα γεγονότα, όπως τα βίωσε, μέσα από μια εμπειρία που της έτυχε για πρώτη φορά και την προβλημάτισε ως προς τον τρόπο που θα χειριζόταν το θέμα, έχοντας να αντιμετωπίσει την προσβολή που αισθάνθηκε μέσα της από την πράξη του προϊσταμένου της και διαλογιζόμενη τις συνέπειες που θα είχε είτε η σιωπή είτε η αποκάλυψη του συμβάντος. Προσεγγίζοντας τη μαρτυρία της με ιδιαίτερη προσοχή και σχολαστικότητα αντιλαμβάνομαι την εκφρασθείσα έκπληξη της όταν ο κατηγορούμενος βρέθηκε δίπλα της και αρπάζοντας την από το σβέρκο, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, την φίλησε στο στόμα. Μπορεί η κοινή λογική να υπαγόρευε κάποια λεκτική ή άλλη αντίδραση, όπως το να έβαζε τις φωνές ή να έριχνε τη βασιλόπιτα που κρατούσε εκείνη τη στιγμή στα χέρια της στο κεφάλι του κατηγορούμενου, κατά την εισήγηση του κ. Ευσταθίου. Ας μη ξεχνούμε όμως ότι αυτό το πρόσωπο που χωρίς τη συγκατάθεση της την φίλησε στο στόμα, πράξη ολοκληρωτικά ερωτική, ήταν ο ιεραρχικά προϊστάμενος της, άτομο με το οποίο συναναστρέφετο καθημερινά λόγω της εργασίας της στην αστυνομία. Σε ένα τμήμα του κράτους, που λόγω της φύσης των καθηκόντων των εργαζομένων, αλλά όπως και σε κάθε υπηρεσία της κρατικής μηχανής, οι σχέσεις βασίζονται, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να βασίζονται, στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και υποστήριξη των συναδέλφων. Δεν μπορεί, κατά την αντίληψη μου, να καθορισθεί συγκεκριμένος τρόπος αντίδρασης μιας γυναίκας που βρίσκεται αντιμέτωπη με τέτοια συμπεριφορά, όσο και αν ενδεχόμενα διαφορετικά θα μπορούσε να αντιδράσει ένα άλλο άτομο, υπό παρόμοιες συνθήκες. Ο αιφνιδιασμός, τα συναισθήματα προσβολής ή ταπείνωσης, η παραγνώριση της επιθυμίας μιας γυναίκας να διαθέτει τον εαυτό της κατά τη δική της επιλογή, ο χώρος που γίνεται μια πράξη, η σχέση του ατόμου με το συγκεκριμένο χώρο και η προσωπικότητα του καθενός μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική αντίδραση.  Ακόμη και η σκέψη για τυχόν συνέπειες οποιασδήποτε αντίδρασης μέσα στον εργασιακό του χώρο μπορεί να επηρεάσει το θύμα άσεμνης συμπεριφοράς. Η σημασία εξάλλου που μπορεί να αποδοθεί από κάθε άτομο σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και η αξιολόγηση της σπουδαιότητας της εξαρτάται από το ίδιο το άτομο, τις προσωπικές του συνθήκες κάθε φορά και τις αντιλήψεις του [*79]για το επιτρεπτό μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς σε συνδυασμό με τις ενδεχόμενες συνέπειες. Η αντίδραση της παραπονούμενης, όπως η ίδια την περιέγραψε, ήταν να φύγει από το γραφείο του κατηγορούμενου συγχυσμένη, προσβεβλημένη και εξευτελισμένη. Η αμηχανία που ένιωσε, όπως είπε, την οδήγησε να πάρει τη βασιλόπιτα και να φύγει αμέσως αμίλητη. Ο πανικός δεν την άφησε να εκφρασθεί στην Κωνσταντίνα και θέλησε να φανεί φυσιολογική χαιρετώντας τους συναδέλφους της φεύγοντας, λόγω των εορτών. Ακόμη και αν προς στιγμή σκέφτηκε να το κρατήσει για τον εαυτό της αυτό που συνέβη, η αντίδραση του προϊσταμένου της όταν του τηλεφώνησε μετά από λίγο την προβλημάτισε ακόμη περισσότερο, εφόσον ο ίδιος θεωρούσε ότι μπορούσε να συμπεριφέρεται όπως ένιωθε. Προφανώς πολύ περισσότερο την απασχολούσε η αντίδραση του αρραβωνιαστικού της, όντας ήδη διαζευγμένη αλλά και λόγω των εορταστικών ημερών της Πρωτοχρονιάς που καταναλώνονται ευχάριστες οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις. Έχοντας παρέλθει οι μέρες που πέρασε με την οικογένεια της και θα αντιμετώπιζε πάλι τον κατηγορούμενο στο περιβάλλον της εργασίας της θεώρησε σωστό να μιλήσει για το τι συνέβη με την Κατερίνα, που είχε αντιληφθεί ότι της είχε συμβεί στο παρελθόν κάτι με τον κατηγορούμενο. Αντιλαμβανόταν τον κατηγορούμενο αμετανόητο και άρχισε να νοιώθει θυμό για τη στάση του. Αν της απολογείτο, όπως και ο ΜΚ2 είχε αναφέρει στον κατηγορούμενο ότι ζητούσε η παραπονούμενη, σύμφωνα με τη μαρτυρία του τελευταίου, δεν θα προχωρούσε σε αποκάλυψη της πράξης του και θα παρέμενε στο Σταθμό, αφού δεν είχε λόγο να φύγει από εκεί.  Το κύριο αίτημα της προς τον ΜΥ1 όταν του εκμυστηρεύτηκε το συμβάν αρχικά, μετά τη συνομιλία της με την Κατερίνα, ήταν να παραμείνει το θέμα μεταξύ τους για προστασία των οικογενειών και των δύο, επειδή δεν ήθελε να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις.

Δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω για την ειλικρίνεια της ΜΚ3 σε σχέση με όσα της εκμυστηρεύτηκε η παραπονούμενη. Δεν θεωρώ επίσης ότι είναι διαφορετική εκδοχή η αναφορά της Κατερίνας ότι της είπε η παραπονούμενη ότι ο κατηγορούμενος την τράβηξε από το λαιμό και τη φίλησε στο στόμα. Το σβέρκο είναι το πίσω μέρος του λαιμού και η εικόνα που περιέγραψε η Κατερίνα για το πώς αντιλήφθηκε την παραπονούμενη όταν της μίλησε στο τηλέφωνο είναι κατά την αντίληψη μου πραγματική και πηγαία. Είναι [*80]παράλογο να σκηνοθέτησε το όλο συμβάν η παραπονούμενη και να εμπλέξει την Κατερίνα σ’ αυτό, δεδομένου ότι δεν είχε καθημερινή επαφή μαζί της αλλά εμπιστευόταν η μια την άλλη λόγω της παλιάς τους φιλίας. Όπως ορθά ανέφερε η παραπονούμενη δεν θα σκηνοθετούσε τέτοια ιστορία σε βάρος της υπόληψης της μόνο και μόνο για να επιτύχει τη μετάθεση της, δεδομένου ότι όπως δήλωσε και ο ΜΥ1 ως Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας αλλά και ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν είχε ζητήσει ποτέ μέχρι τότε μετάθεση η παραπονούμενη, ούτε είχε δημιουργήσει πρόβλημα στη δουλειά της. Το ότι δεν επεδίωκε μετάθεση εξάλλου φαίνεται και από το αίτημα της προς τον ΜΥ1, σε κάποιο στάδιο μετά την αποκάλυψη σ’ αυτόν του συμβάντος, όπως ο ίδιος ανέφερε, να παραμείνει στο Σταθμό αλλά να μετατεθεί ο κατηγορούμενος. Εξήγησε εξάλλου γιατί ήθελε να μετατεθεί στην ΥΑΜ. Εκεί θα την στήριζαν πρόσωπα που γνώριζε και εμπιστευόταν. Και χρειαζόταν συμπαράσταση έχοντας επηρεαστεί ψυχολογικά από τη στάση του προϊσταμένου της.»

Είναι ορθή η πιο πάνω αναφορά της Δικαστού στην κοινή λογική, που πράγματι υπαγορεύει κάποια αντίδραση από την παραπονούμενη που ένιωσε, καθώς η ίδια είπε, τόσο εξευτελισμό, ντροπή και θυμό από την ανήθικη πράξη του εφεσείοντος. Αντίδραση μάλιστα που αναμένεται, ανάλογα με τις περιστάσεις, να εκδηλωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Δικαστής όμως προχωρεί στη συνέχεια, όπως φαίνεται από την πιο πάνω περικοπή, και αναιρεί η ίδια αυτό που καθόρισε ως λογικά αναμενόμενο. Έδωσε δε τις δικές της εξηγήσεις και προέβη στις δικές της υποθέσεις ως προς τον ιδιαίτερο τρόπο αντίδρασης της παραπονούμενης μετά το επεισόδιο. Εξηγήσεις και υποθέσεις όμως που δεν είναι συμβατές, μήτε και δικαιολογούνται, από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον της. Ενώ βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο ας μας επιτραπεί το παρακάτω σχόλιο: Η φύση οποιουδήποτε αδικήματος, και οι διάφορες απόψεις που επικρατούν στην κοινωνία αναφορικά με τη διάπραξη του, δεν διαφοροποιούν τις αρχές του δικαίου που εφαρμόζονται και άπτονται της απόδειξης ποινικής κατηγορίας εναντίον προσώπου. Ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρις ότου η ενοχή του αποδειχτεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Αυτό επιβάλλει το άρθρο 30 του Συντάγματος και το αντίστοιχο άρθρο 6 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργεί η ποινική δικονομία, η οποία και εφαρμόζεται σε όλες ανεξαίρετα τις [*81]ποινικές υποθέσεις.

Όπως είπαμε πιο πριν η παραπονούμενη, που είναι Ειδικός Αστυφύλακας, ισχυρίστηκε πως ο εφεσείων την άρπαξε και τη φίλησε στο στόμα, κάτω από τις περιστάσεις που περιγράψαμε πιο πάνω. Δεχόμαστε, αν είναι βεβαίως αληθής ο ισχυρισμός της, πως πρέπει να ένιωσε αμηχανία, ξάφνιασμα και ντροπή για την επέμβαση που έγινε στο πρόσωπο της, και για την οποία βέβαια δεν έδωσε τη συναίνεση της. Είναι λογικό όμως, όπως και η ίδια η Δικαστής σημείωσε στην απόφαση της, να αναμένεται, όταν καταλάγιασαν κάπως αυτά τα αισθήματα να προχωρήσει και να αναφέρει το επεισόδιο. Εργαζόταν στην Αστυνομία, εκεί δηλαδή που ο κάθε πολίτης καταγγέλλει αδικήματα και εγκλήματα. Πέρασαν σχεδόν τρεις ημέρες για να αναφέρει, όπως η ίδια είπε, το επεισόδιο στη μάρτυρα Χείλη (Μ.Κ.3).  Επανέλαβε, καθώς είπε στη μαρτυρία της, την ιστορία στον Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας Θεοδωρίδη (ΜΥ1), και στον Ανώτερο Αστυνόμο στο Αρχηγείο Λεωνίδα Μιχαήλ (ΜΚ2).  Σύμφωνα όμως με τη μαρτυρία και των δύο πιο πάνω προσώπων η παραπονούμενη τους είπε πως ο εφεσείων τη φίλησε στα μάγουλα. Ετέθη από την υπεράσπιση, κατά την αντεξέταση, σχετική ερώτηση στην παραπονούμενη η οποία είπε πως δεν είχε αντιληφθεί να είπε κάτι τέτοιο στους δύο μάρτυρες, και επικαλέστηκε τη σύγχυση της. Η Δικαστής κρίνει στην απόφαση της, πως η εξήγηση αυτή δεν είναι παράλογη για να χρησιμοποιήσουμε τη δική της φράση: «αν ληφθεί υπόψη η φόρτιση και πίεση της παραπονούμενης ενόψει των διαδικασιών που ήταν υπό εξέλιξη για την υπόθεση». 

Ας αναφερθούμε όμως στην πραγματική διάσταση των διαδικασιών, στις οποίες αναφέρεται η Δικαστής, και που είναι κάτι πολύ σημαντικό για την υπόθεση. Η παραπονούμενη από την αρχή της αποκάλυψης του επεισοδίου, εξέφρασε την επιθυμία να μη δώσει σ’ αυτό συνέχεια, ζητώντας όμως να μετατεθεί από τον τόπο εργασίας της στην ΥΑΜ. Το αίτημα της για μετάθεση, δεν σχετιζόταν με την απομάκρυνση της από τον χώρο εργασίας, όπου βρισκόταν ο εφεσείων, αλλά επεκτεινόταν και στην επιλογή της να μετατεθεί στην ΥΑΜ, κάτι που ο Αρχηγός της Αστυνομίας και ο Θεοδωρίδης (ΜΥ1) απέρριπταν, γιατί η υπηρεσία αυτή ήταν εκτός της δικαιοδοσίας της Αστυνομίας Λευκωσίας. Η παραπονούμενη μάλιστα ανέβαλε την καταχώριση του επίσημου παραπόνου της μέχρις ότου αποφασίσει για το θέμα της μετάθεσης της. Όταν αντελήφθη όμως πως δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί η επιθυμία της, για [*82]μετάθεση στην ΥΑΜ, καταχώρισε τότε και επίσημα το παράπονο της. Έδωσε δε κατάθεση στον Ερευνώντα Αξιωματικό στις 10.1.2003, αφού πρώτα χρησιμοποίησε 2 ημέρες άδειας απουσίας από τα καθήκοντα της και 2 για λόγους ασθενείας. Η διαπίστωση από τα πιο πάνω γεγονότα οδηγεί στο συμπέρασμα πως η παραπονούμενη συναλλαττόταν το κατ’ ισχυρισμόν εις βάρος της επεισόδιο με ευμενή μετάθεση της. Αν δε αυτή η μετάθεση υλοποιείτο η ίδια δεν θα είχε πλέον παράπονο για το συμβάν.

Η Δικαστής λέγει πως δεν είχε κανένα λόγο η παραπονούμενη να επινοήσει το επεισόδιο, και να φέρει σε δύσκολη θέση τον εαυτό της και το σύζυγο της. Αυτό ακούεται λογικό. Η κρίση όμως του δικαστηρίου βασίζεται πάντοτε στη μαρτυρία που προσκομίζεται ενώπιον του και το ερώτημα παραμένει πάντοτε αυτό που θέσαμε πιο πάνω, κατά πόσο δηλαδή η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την εις βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία. 

Από τα σχόλια στα οποία προβαίνουμε πιο πάνω, και που αφορούν στη μαρτυρία της παραπονούμενης, επί των ευρημάτων και διαπιστώσεων της ίδιας της πρωτόδικης Δικαστού, καταδεικνύεται πως η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν ήταν αξιόπιστη ώστε από μόνη της να οδηγήσει στην καταδίκη του εφεσείοντος. Να σημειώσουμε επίσης πως ο κ.Θεοδωρίδης (Μ.Υ.1) κλήθηκε από την υπεράσπιση, μολονότι το όνομα του περιλαμβανόταν στον κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας του κατηγορητηρίου. Αυτός και ο Ανώτερος Αστυνόμος στο Αρχηγείο Αστυνομίας Λεωνίδας Μιχαήλ (ΜΚ2), που επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του Θεοδωρίδη, έδωσαν γραπτή κατάθεση στον ανακριτή. Η Δικαστής απέρριψε ως αναληθή τη μαρτυρία τους, εκφράζοντας την άποψη πως δόθηκε για να βοηθηθεί ο συνάδελφος τους εφεσείων. Αλλά το κρίσιμο σημείο της μαρτυρίας τους, ότι δηλαδή η παραπονούμενη τους είπε πως το φιλί ήταν στην παρειά, και για την οποία η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε πως δεν ήταν βέβαιη αν είπε κάτι τέτοιο, προβάλλοντας τη σύγχυση της, παραμένει ουσιαστικά αναλλοίωτο.

Είναι το περιεχόμενο της μαρτυρίας της παραπονούμενης που έπρεπε να τεθεί στη βάσανο της αξιολόγησης, και όχι μόνο η εξωτερική εντύπωση που άφησε στη Δικαστή, η παραπονούμενη, εφόσον σ’ αυτή μόνο στηρίχτηκε η καταδίκη του εφεσείοντος. Όπως υποδείξαμε πιο πάνω, στη βάση των [*83]αδιαμφισβήτητων διαπιστώσεων του Δικαστηρίου, η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν ήταν αξιόπιστη, ώστε, από μόνη της να οδηγήσει στην καταδίκη του εφεσείοντος, με το βάρος απόδειξης που φέρει η κατηγορούσα αρχή, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Ο εφεσείων αθωώνεται στην κατηγορία. Η ποινή που του επιβλήθηκε επίσης ακυρώνεται.

Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται, όπως επίσης και η ποινή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο