Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Michael Binnington και Άλλου (Αρ. 1) (2008) 2 ΑΑΔ 108

(2008) 2 ΑΑΔ 108

[*108]29 Ιανουαρίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 76/2007)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

MICHAEL BINNINGTON,

Εφεσιβλήτου.

_________________

(Ποινική Έφεση Αρ. 77/2007)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

LUKE ATKINSON (AP. 1),

Εφεσιβλήτου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 76/2007, 77/2007)

_________________

Ποινικός Κώδικας ― Συμμετοχή ― Συμμετοχή στη διάπραξη ανθρωποκτονίας και πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης ― Ποινική ευθύνη συμμετόχων ― Ποινικός Κώδικας, Κεφ.154, Άρθρα 20 και 21 ― Κατά πόσο έχει καταδειχθεί συνέργεια για σκοπούς του Άρθρου 20 και κοινός σκοπός για σκοπούς του Άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Κατά πόσο η κοινότητα του σκοπού συναρτάται προς το συγκεκριμένο αδίκημα το οποίο τελικά διαπράττεται.

Ποινικός Κώδικας ― Ανθρωποκτονία ― Πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ― Αθωωτική απόφαση - κατά πλειοψηφία - συμμετόχων με το σκεπτικό ότι αυτοί δεν ήσαν ταυτισμένοι με τις επιδιώξεις και τις ενέργειες του αυτουργού των εγκλημάτων και ότι [*109]υπήρχε παρέκκλιση από τον διαπιστωθέντα κοινό σκοπό καταδίωξης και τραυματισμού των θυμάτων ― Ανατροπή αθωωτικής απόφασης κατ’ έφεση.

Οι εφεσίβλητοι ήσαν συνεπιβάτες αυτοκινήτου το οποίο οδηγούσε ο θείος τους, ονόματι Harrington, και ο οποίος είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία νεαρού ελληνοκύπριου στον Πρωταρά. Η ανθρωποκτονία διαπράχθηκε στις 18.6.06 κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες: Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Harrington έχοντας ως συνεπιβάτες στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου τους δύο εφεσίβλητους και στο μπροστινό κάθισμα κάποιον άλλο Άγγλο ονόματι Goodwin, ο οποίος κρατούσε μαχαίρι, άρχισε να καταδιώκει το μοτοποδήλατο στο οποίο επέβαιναν δύο νεαροί Ελληνοκύπριοι. Το μοτοποδήλατο, για να αποφύγει τον κίνδυνο, εισήλθε στον ποδηλατόδρομο της Λεωφόρου Κάβο Γκρέκο, το αυτοκίνητο όμως συνέχισε να το καταδιώκει μπαίνοντας και αυτό στον ποδηλατόδρομο. Η καταδίωξη συνεχίστηκε και όταν το μοτοποδήλατο ξαναβγήκε στη λεωφόρο και ξαναμπήκε για δεύτερη φορά στον ποδηλατόδρομο. Τελικά, το αυτοκίνητο προσέκρουσε τρεις φορές στο μοτοποδήλατο, την τρίτη φορά ρίχνοντας κάτω τους επιβαίνοντες σε αυτό με αποτέλεσμα ο μεν οδηγός του να τραυματιστεί σοβαρά ο δε συνεπιβάτης να απωλέσει τη ζωή του.

Όλα τα πιο πάνω γεγονότα διαδραματίστηκαν μετά από τη δημιουργία παρεξήγησης μεταξύ των εφεσιβλήτων και παρέας νεαρών Κυπρίων που απέληξε σε συμπλοκή έξω από τη δισκοθήκη στον Πρωταρά όπως διασκέδαζαν. Στη συμπλοκή τραυματίστηκε ένας από τους φίλους των εφεσιβλήτων ονόματι Meek ο οποίος πληροφόρησε τον θείο των εφεσιβλήτων για τα συμβάντα, και ότι οι Κύπριοι που τον κτύπησαν επέβαιναν μοτοποδηλάτων και πηγαινοέρχονταν έξω από την κλινική όπου ο Meek νοσηλευόταν.

Σε αυτό το στάδιο άλλος νεαρός Άγγλος τουρίστας, ονόματι Eke, ο οποίος έτυχε να περνά απέναντι από την κλινική όπου νοσηλευόταν ο Meek, είδε την παρέα των νεαρών Άγγλων, μεταξύ των οποίων και οι εφεσίβλητοι και ένας άλλος ονόματι Goodwin, όπως προέκυψε, να ρίχνουν πέτρες σε δύο μοτοποδήλατα νεαρών Κυπρίων που περνούσαν από εκεί και στη συνέχεια μερικούς Άγγλους να επιβιβάζονται σε αυτοκίνητο.

Ο Harrington και οι εφεσίβλητοι κατηγορήθηκαν για ανθρωποκτονία και πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και αρνήθηκαν ενοχή. Ο Harrington, στο τελικό στάδιο της μαρτυρίας του οδηγού του [*110]μοτοποδηλάτου, άλλαξε απάντηση και παρεδέχθη, του επεβλήθη δε ποινή η οποία και επικυρώθηκε σε έφεσή του. Οι εφεσίβλητοι έκαμαν ανώμοτες δηλώσεις. Όλα τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου βασίσθηκαν στη μαρτυρία που προσέφερε η Δημοκρατία, και δη εκείνη του Eke ο οποίος εκρίθη υποδειγματικά αξιόπιστος, αλλά και του οδηγού του μοτοποδηλάτου και ενός άλλου εν μέρει αυτόπτη μάρτυρα όπως και των εμπειρογνωμόνων. Όλοι κρίθηκαν αξιόπιστοι. Η υπεράσπιση των εφεσιβλήτων, όπως διαφάνηκε από τις ανώμοτες δηλώσεις τους, ήταν ουσιαστικά ότι οι ίδιοι δεν ήσαν μέτοχοι των ενεργειών του Harrington.

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε κατά πλειοψηφία, ότι δεν κατεδείχθη κοινός σκοπός των δύο εφεσιβλήτων ώστε να υπήρχε ευθύνη εκ μέρους τους δυνάμει των Άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, βάσει των οποίων τους αποδίδετο στο κατηγορητήριο ευθύνη.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση. Η επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας βασίστηκε ουσιαστικά στο σκεπτικό της διαφωνούσας απόφασης, δηλαδή ότι η μαρτυρία εξετάστηκε μεμονωμένα αντί στο σύνολό της. Παρέπεμπε δε σε επί μέρους στοιχεία της μαρτυρίας από τα οποία εξάγετο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες του Harrington εντάσσοντο στα πλαίσια του διαπιστωθέντος κοινού σκοπού και συνέργειας των εφεσιβλήτων με τον Harrington. Η καταδίωξη του μοτοποδηλάτου των προσώπων που οι εφεσίβλητοι και ο Harrington ήθελαν να τιμωρήσουν ήταν μέρος του κοινού σκοπού.

Οι εφεσίβλητοι υιοθέτησαν το σκεπτικό της πλειοψηφίας, υποστηρίζοντας ότι δεν κατεδείχθη ότι οι πράξεις του Harrington, και ότι η καταδίωξη και πρόσκρουση στο μοτοποδήλατο ήταν στα πλαίσια του διαπιστωθέντος κοινού σκοπού.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι η πρώτη καταδίωξη καταδείκνυε μόνο τις επιθετικές προθέσεις του Harrington και ουδόλως την κοινή πρόθεση όλων των επιβαινόντων του αυτοκινήτου, αντιβαίνει προς την αντίληψη της απλής λογικής των πραγμάτων και αν ακόμα αγνοηθεί η δήλωση του Harrington – σύμφωνα με την κατάθεση του εφεσίβλητου 3 – ότι, όταν οι τέσσερις επιβιβάσθηκαν στο αυτοκίνητο, ο Harrington είπε «let’s get them».

[*111]2.      Οι εφεσίβλητοι ήσαν πάντοτε ταυτισμένοι με τις επιδιώξεις και ενέργειες του Harrington και ουδόλως συνιστούσε παρέκκλιση από τον κοινό σκοπό η καταδίωξη, των κατά την αντίληψή τους ενόχων επιβαινόντων μοτοποδηλάτων, με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Harrington. Τα άκρα στα οποία είχε φθάσει η πρώτη   καταδίωξη, μετά την οποία οι εφεσίβλητοι δεν αποσυνέδεσαν εαυτούς από τον Harrington παρά μάλλον συνέχισαν τη συνέργεια τους, καταδεικνύει την επιδοκιμασία τους και τη συμφωνία τους για επανάληψη τέτοιας ενέργειας στα πλαίσια του διαπιστωθέντος κοινού σκοπού. Τόσο η πρώτη καταδίωξη όσο και, ιδιαίτερα, η δεύτερη ήσαν λοιπόν στα πλαίσια του κοινού σκοπού και του τρόπου και μέτρου προώθησής του, αντίθετα με την κατάληξη του Κακουργιοδικείου.

3.  Το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου ότι η καταδίωξη άγνωστων προς τους εφεσίβλητους προσώπων ήταν εκτός πλαισίων πραγμάτωσης ή πιθανής συνέπειας προώθησης του κοινού σκοπού, έστω και αν η καταδίωξη των πραγματικών ενόχων ήταν μέρος του κοινού σκοπού, παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι, συνεργούντες με τον Harrington για προώθηση του κοινού σκοπού του εντοπισμού, της καταδίωξης και της τιμωρίας των «ενόχων», του έδωσαν την πρωτοβουλία της χρήσης του αυτοκινήτου για το σκοπό αυτό. Αν ο ίδιος ο Harrington ή και οι εφεσίβλητοι ελανθάνοντο για την ταυτότητα των επιβαινόντων του μοτοποδηλάτου, δεν διαφοροποιούνται τα πράγματα καθ’ όσον ο κοινός σκοπός προωθείτο με την καταδίωξη του μοτοποδηλάτου που εξελήφθη ως ένα από τα αναζητούμενα. Εξ άλλου, οι εφεσίβλητοι ουδόλως ισχυρίσθηκαν ότι διαφώνησαν με την καταδίωξη του μοτοποδηλάτου των θυμάτων από τον Harrington για τον λόγο ότι πίστευαν οι ίδιοι ότι το εν λόγω μοτοποδήλατο δεν ήταν ένα από εκείνα που αναζητούσαν και απέτρεψαν τον Harrington να το καταδιώξει.

4.  Έχει καταδειχθεί συνέργεια για σκοπούς του Άρθρου 20 και κοινός σκοπός για σκοπούς του Άρθρου 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

5.  Η κοινότητα του σκοπού δεν συναρτάται προς το συγκεκριμένο αδίκημα το οποίο    τελικά διαπράττεται αλλά στη γενικότερη επιδίωξη των ενεχομένων, εφ’ όσον το προκύψαν αδίκημα ήταν πιθανή συνέπειά της.

6.  Το Δικαστήριο δεν πρέπει να αναμένει άκρως εξειδικευμένη κατάδειξη του κοινού σκοπού υπό τη μορφή «προκαταρτισμένου [*112]σχεδίου».

Oι εφέσεις επιτράπηκαν. Η αθωωτική απόφαση παραμερίστηκε και αντικαταστάθηκε με καταδικαστική απόφαση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Queen v. Coney [1882] 8 QBD 534,

R. v. Baldessure [1930] 22 Crim. App. R.70,

Νικολάου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 482,

Πουτζιουρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

Pefkos v. Republic (1961) 2 C.L.R. 340.

Εφέσεις εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Λιάτσος, Π.E.Δ., Πογιατζής, A.E.Δ., Xατζηγιάννη, E.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4347/06), ημερομηνίας 15/2/07.

Ε. Ζαχαριάδου και Η. Στεφάνου, για τον Εφεσείοντα και στις δύο Ποινικές Eφέσεις.

Γ. Γεωργίου,  για τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Εφ. Aρ. 76/2007.

Γ. Παπαϊωάννου, για τον Εφεσίβλητο στην Ποιν. Εφ. Aρ. 77/2007.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι εφέσεις αυτές, εναντίον αθωωτικής απόφασης, καταχωρήθησαν από το Γενικό Εισαγγελέα και βασίζονται σε πλημμελή εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα. Δεδομένο είναι λοιπόν το πραγματικό υπόβαθρο των εφέσεων, όπως προκύπτει μέσα από τα ευρήματα του [*113]Κακουργιοδικείου, και το θέμα που απασχολεί αφορά στην ίδια την κρίση του επ’ αυτών. Τα συνοψίζουμε λοιπόν.

Οι εφεσίβλητοι, νεαροί Άγγλοι οι οποίοι έμεναν στον Πρωταρά για διακοπές, ήσαν σε δισκοθήκη της περιοχής στη Λεωφόρο Ξενοδοχείων με άλλους Άγγλους φίλους τους όταν δημιουργήθηκε παρεξήγηση μεταξύ τους και παρέας νεαρών Κυπρίων που απέληξε σε συμπλοκή έξω από τη δισκοθήκη. Στη συμπλοκή τραυματίσθηκε ένας από τους Άγγλους, ονόματι Meek, ο οποίος και μεταφέρθηκε σε κλινική κοντά στη δισκοθήκη στη Λεωφόρο Κάβο Γκρέκο. Όταν πληροφορήθηκε σχετικά ο θείος των εφεσιβλήτων, ονόματι Harrington, ο οποίος ήταν επίσης στον Πρωταρά για διακοπές, πήγε στην κλινική με αυτοκίνητο που είχε ενοικιάσει και άκουσε από το Meek τα συμβάντα, και δη ότι οι Κύπριοι που τον είχαν κτυπήσει επέβαιναν μοτοποδηλάτων και πηγαινοέρχονταν έξω από την κλινική.

Σε αυτό το στάδιο φαίνεται να ήταν που ένας άλλος νεαρός  Άγγλος τουρίστας, ονόματι Eke, άσχετος με τα προηγηθέντα, περπατώντας με φίλο του απέναντι από την κλινική, είδε την παρέα των νεαρών Άγγλων, μεταξύ τους οι εφεσίβλητοι και ένας άλλος ονόματι Goodwin, όπως προέκυψε, να ρίχνουν πέτρες σε δύο μοτοποδήλατα νεαρών Κυπρίων που περνούσαν έξω από την κλινική και στη συνέχεια μερικούς Άγγλους να επιβιβάζονται σε αυτοκίνητο. Όπως προκύπτει, αυτό ήταν το αυτοκίνητο του Harrington και οι επιβιβασθέντες ήσαν ο Harrington, ως οδηγός, οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι κάθισαν πίσω, και ο Goodwin, ο οποίος κρατούσε μαχαίρι και κάθισε δίπλα από τον Harrington. Το αυτοκίνητο άρχισε να καταδιώκει τα μοτοποδήλατα που είχαν περάσει προηγουμένως, χρώματος μπλε και κόκκινου, και ειδικά το τελευταίο. Ο Eke χαρακτήρισε την καταδίωξη «σαν μία κούρσα θανάτου» με το αυτοκίνητο να τρέχει με ψηλή ταχύτητα. Το μοτοποδήλατο, για να αποφύγει τον κίνδυνο, μπήκε στο χωματόδρομο, όπου όμως το ακολούθησε το αυτοκίνητο περνώντας πάνω από ποδηλατόδρομο και τον πεζόδρομο. Ο Eke και ο φίλος του συνέχισαν την πορεία τους, οπότε εμφανίσθηκε το αυτοκίνητο, περνώντας από δίπλα τους και, σταματώντας, ο Harrington τους μίλησε. Ο Eke τον ρώτησε, «Are you after the Greek boys?», και o Harrington του απάντησε, «They hurt one of our boys, they will get it”, ενώ ο Goodwin κρατούσε το μαχαίρι ψηλά οι δε εφεσίβλητοι χασκογελούσαν (“giggled”) όταν ο Harrington είπε αυτά. Το αυτοκίνητο επέστρεψε στην κλινική όπου [*114]αποβιβάσθηκε ο Goodwin, από εκεί δε στη Λεωφόρο Ξενοδοχείων όπου στάθμευσε. Όταν από απέναντι πέρασε ένα μοτοποδήλατο χρώματος κίτρινου, στο οποίο επέβαιναν δύο νεαροί Κύπριοι, το αυτοκίνητο ξεκίνησε και κινήθηκε προς το μοτοποδήλατο το οποίο, για να το αποφύγει, έκανε ελιγμό και ανέπτυξε ταχύτητα εισερχόμενο στη Λεωφόρο Κάβο Γκρέκο, ενώ το αυτοκίνητο, που αρχικά το ακολουθούσε με οπίσθια ταχύτητα, έκανε επαναστροφή και άρχισε να το καταδιώκει. Το μοτοποδήλατο, για να αποφύγει τον κίνδυνο, εισήλθε στον ποδηλατόδρομο της Λεωφόρου, το αυτοκίνητο όμως συνέχισε να το καταδιώκει μπαίνοντας και αυτό στον ποδηλατόδρομο.  Ξαναβγαίνοντας στη Λεωφόρο το μοτοποδήλατο,  επανήλθε εκεί και το αυτοκίνητο και η καταδίωξη συνεχίσθηκε με εμφανές το «μουγκριτό» του αυτοκινήτου. Το μοτοποδήλατο μπήκε για δεύτερη φορά στον ποδηλατόδρομο, για να το ακολουθήσει και πάλι εκεί το αυτοκίνητο καταδιώκοντας το. Τελικά, το αυτοκίνητο προσέκρουσε τρεις φορές στο μοτοποδήλατο, την τρίτη φορά ρίχνοντας κάτω τους επιβαίνοντες σε αυτό, με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του οδηγού και το θάνατο του συνεπιβάτη του. Να σημειώσουμε ότι οι επιβαίνοντες του μοτοποδηλάτου ουδεμία σχέση είχαν με τα όσα έγιναν στη δισκοθήκη.

Κατηγορίες ανθρωποκτονίας και πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης προσήχθησαν τόσο εναντίον του Harrington όσο και εναντίον των εφεσιβλήτων, οι οποίοι αρνήθησαν ενοχή. Ο Harrington, στο τελικό στάδιο της μαρτυρίας του οδηγού του μοτοποδηλάτου, άλλαξε απάντηση και παρεδέχθη, του επεβλήθη δε ποινή η οποία και επικυρώθηκε σε έφεση του.  Οι εφεσίβλητοι, επιλέγοντας να κάνουν ανώμοτες δηλώσεις, δεν προσέφεραν μαρτυρία. Όλα τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου εβασίσθησαν στη μαρτυρία που προσέφερε η Δημοκρατία, και δη εκείνη του Eke ο οποίος εκρίθη υποδειγματικά αξιόπιστος, αλλά και του οδηγού του μοτοποδηλάτου και ενός άλλου εν μέρει αυτόπτη μάρτυρα όπως και των εμπειρογνωμόνων, όλοι κριθέντες αξιόπιστοι. Η υπεράσπιση των εφεσιβλήτων, όπως διαφάνηκε από τις ανώμοτες δηλώσεις τους, τις οποίες και παραθέτουμε, ήταν ουσιαστικά ότι οι ίδιοι δεν ήσαν μέτοχοι των ενεργειών του Harrington:

Εφεσίβλητος στην έφεση 76/2007:

«Είμαι αθώος. Όταν μπήκα στο αυτοκίνητο το οποίο οδηγείτο από τον Julian δεν είχα τίποτα υπόψη μου εκεί, στο [*115]μυαλό μου, ότι συμβαίνει τίποτα το λανθασμένο. Δεν γνώριζα πού θα πήγαινε με το αυτοκίνητο και ήμουν πάρα πολύ μεθυσμένος. Ποτέ δεν είχα καμία πρόθεση όπως πληγώσω οποιονδήποτε και δεν ήμουν σε καμία θέση για να κάνω οτιδήποτε ή να παρεμποδίσω οτιδήποτε.»

Εφεσίβλητος στην έφεση 77/2007:

«Όταν μπήκα στο αυτοκίνητο δεν γνώριζα πού θα πηγαίναμε. Τίποτα δεν ειπώθηκε όταν μπήκα στο αυτοκίνητο. Ήπια αρκετό ποτό εκείνο το βράδυ και δεν θα μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. Όταν είδα τον Julian να καταδιώκει τις μοτόρες τα πράγματα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τον σταματήσω και δεν είχα καμία πρόθεση όπως πληγώσω οποιονδήποτε. Είμαι αθώος.»

Το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στις ανώμοτες δηλώσεις, τις οποίες θεώρησε στερούμενες κάθε ίχνους πειστικότητας. Παραπέμποντας στην παράλειψη υποβολής των θέσεων τους για μειωμένη αντίληψη και δυνατότητα αντίστασης λόγω κατανάλωσης αλκοόλ και στις καταθέσεις τους, διαπίστωσε ότι (σ. 39):

«… τα γεγονότα της υπόθεσης καταδεικνύουν μία χρονικά εκτεταμένη συμπεριφορά, που περιλάμβανε πέραν της μίας καταδίωξης μοτοποδηλάτων και η οποία παρείχε τη δυνατότητα αντίληψης από τους κατηγορούμενους των ενεργειών που λάμβαναν χώρα και ευχέρειας εκ μέρους τους αντίδρασης, ασχέτως μορφής που η αντίδραση αυτή θα μπορούσε να είχε λάβει.»

Το Κακουργιοδικείο επεσήμανε μάλιστα την αναφορά στην κατάθεση του εφεσίβλητου 3 ότι, όταν οι τέσσερις επιβιβάσθησαν στο αυτοκίνητο, ο Harrington είπε «let’s get them».

Με αυτό το υπόβαθρο, το Κακουργιοδικείο προέβη σε εκτεταμένη ανασκόπηση της νομολογίας στα πλαίσια των άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα βάσει των οποίων απεδίδετο στο κατηγορητήριο ευθύνη στους εφεσίβλητους.  Κριτήριο, θεώρησε το Κακουργιοδικείο, ήταν η κατάδειξη κοινού σκοπού τον οποίο προσδιόρισε ως εξής (σ. 56):

[*116]«Λαμβανομένης υπόψη της όλης προηγούμενης συμπεριφοράς των κατηγορουμένων 2 και 3, της γρήγορης επιβίβασης, καθώς επίσης – εν σχέσει με τον κατηγορούμενο 1 – του τρόπου οδήγησης εκ μέρους του που ακολούθησε αμέσως μετά, μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια ότι επιδίωξη των κατηγορουμένων ήταν η τιμωρία των προσώπων που τραυμάτισαν το φίλο τους, οι οποίοι και οδηγούσαν τα μοτοποδήλατα έξω από την κλινική.»

Δεν υπήρχε όμως, έκρινε το Κακουργιοδικείο, κοινή συνισταμένη ως προς τον τρόπο που θα εγίνετο η τιμωρία αυτή και τη φύση της. Καταλήγοντας, είπε (σ. 61):

«Έστω και αν πρόθεση όλων των κατηγορουμένων ήταν να εκδικηθούν τον τραυματισμό του φίλου τους, θα έπρεπε να αποδειχθεί ο κοινός σχεδιασμός και το μέτρο του, ούτως ώστε να κριθεί κατά πόσο η πράξη που έγινε συνδεόταν με τον σχεδιασμό αυτό, ως αποτέλεσμα πιθανής συνέπειας του και δεν διαφοροποιείτο ολοκληρωτικά ή ουσιωδώς.»

Εξετάζοντας την πρώτη καταδίωξη, είπε (σσ. 56-57):

«Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 οδήγησε το αυτοκίνητο του εναντίον του κόκκινου και του μπλε μοτοποδήλατου – και μάλιστα εισερχόμενος σε χωματόδρομο και αφού προηγουμένως διάβηκε ποδηλατόδρομο και πεζοδρόμιο – δεν διαφοροποιεί το όλο ζήτημα. Η γρήγορη είσοδος των κατηγορουμένων στο αυτοκίνητο και η χρησιμοποίηση του, δεν οδηγεί στο μόνο συμπέρασμα ότι είχαν κοινή πρόθεση να καταδιώξουν τους μοτοποδηλάτες και να τους προκαλέσουν με κτύπημα του αυτοκινήτου επί των μοτοποδηλάτων – βαριά σωματική βλάβη, όπως θέτει η Κατηγορούσα Αρχή. Οι ενέργειες του κατηγορούμενου 1 κατά τη συγκεκριμένη οδήγηση, αποσυναρτημένες από άλλα δεδομένα, δεν μπορεί να οδηγήσουν με ασφάλεια στο πιο πάνω συμπέρασμα. Ο κατηγορούμενος 1 ήταν ο οδηγός του οχήματος και τα γεγονότα εξελίχθηκαν αστραπιαία. Κάτω από τις συνθήκες αυτές ο δεδομένος τρόπος οδήγησης του δεν μπορεί να στηρίξει ως μόνο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες του ήταν αποτέλεσμα κοινής πρόθεσης όλων των κατηγορουμένων και όχι δικής του και μόνο επιθετικής συμπεριφοράς.»

Η ασάφεια και αοριστία κοινών προθέσεων συνεχίσθηκε, θεώρησε το Κακουργιοδικείο, και μετά, αφού δεν υπήρχε [*117]μαρτυρία ως προς το τι συνέβη στο χωματόδρομο. Ούτε οποιοδήποτε από τα στοιχεία της μαρτυρίας στη συνέχεια, με την καταδίωξη του μοτοποδηλάτου των θυμάτων, θεώρησε, δικαιολογούσε εύρημα κοινού σκοπού τραυματισμού των επιβαινόντων σε αυτό με πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο μοτοποδήλατο, και μάλιστα αφού τα θύματα ήσαν άσχετα προς τη συμπλοκή που υπήρξε η αιτία του όλου πράγματος.  Παραθέτουμε το σκεπτικό του (σ. 60):

«Ήταν η βάση της όλης θέσης της Κατηγορίας ότι κοινός παράνομος επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η τιμωρία με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης – όχι του οποιουδήποτε, αλλά των προσώπων που τραυμάτισαν τον φίλο των κατηγορουμένων, τα οποία και γνώριζαν οι κατηγορούμενοι 2 και 3. Άλλωστε αυτούς παρουσιάζονται να καταδίωξαν αρχικά έξω από την κλινική. Έστω και αν είχε αποδειχθεί ο παράνομος αυτός κοινός σκοπός, η καταδίωξη και το αποτέλεσμα της από τον κατηγορούμενο 1 αγνώστων προσώπων, άσχετων με τα συμβάντα, ήταν εκτός των πλαισίων πραγμάτωσης του κοινού παράνομου σκοπού.  Ούτε ήταν πιθανή συνέπεια της επιδίωξης του (του σκοπού), ούτως ώστε να φέρουν ευθύνη και οι κατηγορούμενοι 2 και 3 ως συμμετέχοντες στον κοινό σκοπό. Παρενθετικά προσθέτουμε ότι διαφορετικό θα ήταν το ζήτημα εάν οι τραυματισμοί άσχετων προσώπων τα οποία χρησιμοποιούσαν το δρόμο, συνέβαιναν ενώ λάμβανε χώρα και ήταν σε εξέλιξη καταδίωξη που αφορούσε τα πρόσωπα του κοινού παράνομου σκοπού. Υπό αυτές τις συνθήκες το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν, όντως, πιθανή συνέπεια ενταγμένη στα πλαίσια της πραγμάτωσης της παράνομης κοινής επιδίωξης. Τότε, βεβαίως, θα έφεραν και ευθύνη όλοι οι συμμετέχοντες στον κοινό σκοπό.»

Καταληκτικά, το Κακουργιοδικείο κατεύθυνε την προσοχή του και στη δυνατότητα των εφεσιβλήτων να αποστασιοποιηθούν από τις ενέργειες του Harrington, χωρίς όμως να την εξετάσει περαιτέρω καθ’ όσον, όπως είχε ήδη διαπιστώσει, δεν κατεδείχθη κοινός σκοπός από τον οποίο να αποστασιοποιούντο.

Ούτε υπήρχε τέτοια θετική ενθάρρυνση, έκρινε το Κακουργιοδικείο, του Harrington από τους εφεσίβλητους που να τους καθιστούσε μέτοχους των παράνομων πράξεών του.

[*118]Η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν κατά πλειοψηφία. Η ευπαίδευτη Δικαστής η οποία διεφώνησε είχε άλλη άποψη της μαρτυρίας, αποφαινόμενη, με αναφορά σε πολλά στοιχεία της, ότι και η καταδίωξη του μοτοποδηλάτου των θυμάτων και η πρόσκρουση σε αυτό ήταν μέρος του κοινού σκοπού του Harrington και των εφεσιβλήτων, ώστε να υπήρχε ευθύνη δυνάμει του άρθρου 21, αλλά και συνέργεια μεταξύ των εφεσιβλήτων και του Harrington καταδεικνύετο ως εκ του κοινού σκοπού αλλά και της όλης μαρτυρίας, ώστε να υπήρχε ευθύνη και δυνάμει του άρθρου 20.

Είναι ουσιαστικά στο σκεπτικό της διαφωνούσας απόφασης που βασίζεται η επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας, η οποία εισηγείται ότι η μαρτυρία εξετάσθηκε μεμονωμένα αντί στο σύνολό της, παραπέμποντας στα επί μέρους στοιχεία της από τα οποία, κατά την εισήγησή της, εξάγετο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες του Harrington εντάσσοντο στα πλαίσια του διαπιστωθέντος κοινού σκοπού και συνέργειας των εφεσιβλήτων με τον Harrington. Η καταδίωξη του μοτοποδηλάτου των προσώπων που οι εφεσίβλητοι και ο Harrington ήθελαν να τιμωρήσουν, εισηγείται η Δημοκρατία, ήταν μέρος του κοινού σκοπού.

Οι εφεσίβλητοι στα διαγράμματα τους και ενώπιον μας υιοθέτησαν ουσιαστικά το σκεπτικό της πλειοψηφίας και επιχειρηματολόγησαν, με αναφορά στη μαρτυρία και στη νομολογία, ότι δεν κατεδείχθη ότι οι πράξεις του Harrington, και δη η καταδίωξη και πρόσκρουση στο μοτοποδήλατο, ήταν στα πλαίσια του διαπιστωθέντος κοινού σκοπού. Τοσούτο μάλλον αφού κατά τη διάρκεια της δίκης δεν ήταν καθαρό εκ μέρους της Δημοκρατίας ποίος ήταν ο κοινός σκοπός που απεδίδετο στους εφεσίβλητους και στον Harrington, ενώ ούτε σχετικές προς τούτο λεπτομέρειες εδόθησαν στην υπεράσπιση μετά από τη συμπερίληψη του άρθρου 21 στο κατηγορητήριο.

Έχοντας εξετάσει με πολλή προσοχή όλα τα στοιχεία της μαρτυρίας, σε συνάρτηση με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, φρονούμε ότι οι εφέσεις δεν μπορούν παρά να επιτύχουν. Η γενική μας κρίση είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν αντίκρισε και δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία στο σύνολό της, ενώ παράλληλα έσφαλε ως προς το ζητούμενο.  Άλλη κατάληξη υπαγόρευε η κοινή λογική ως προς τη σημασία των στοιχείων της μαρτυρίας.

[*119]Κατ’ αρχάς πρόδηλο είναι ότι τόσο οι εφεσίβλητοι όσο και ο Harrington ήσαν εξ αρχής έντονα φορτισμένοι με αισθήματα εχθρότητας και εκδίκησης εναντίον των νεαρών που είχαν τραυματίσει το φίλο τους. Τα αισθήματα αυτά τα εξωτερίκευσαν ιδιαίτερα οι εφεσίβλητοι μαζί με τον Goodwin πετροβολώντας τα δύο μοτοποδήλατα που περνούσαν έξω από την κλινική, εκλαμβάνοντας τα (ορθά ή λανθασμένα δεν έχει σημασία) ως εκείνα των νεαρών που εμπλέκοντο. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό αφού αποκαλύπτει την πρόθεση τους να προσφύγουν σε ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο για τους επιβαίνοντες τρόπο αντίδρασης και την αδιαφορία τους για τις ενδεχομένως σοβαρές συνέπειες. Ήταν αναπόσπαστη συνέχεια τούτου που συνιστούσε, με την επίταση της συναισθηματικής κατάστασης των εφεσιβλήτων που επέφερε η επίσης φορτισμένη έξοδος του Harrington από την κλινική, η άμεση επιβίβαση των εφεσιβλήτων μαζί με τον Harrington και τον Goodwin στο αυτοκίνητο. Για ποιο σκοπό δε; Την καταδίωξη των δύο μοτοποδηλάτων που είχαν περάσει, την οποία και επιγραμματικότατα ο Eke χαρακτήρισε ως «κούρσα θανάτου». Η σημασία της πρώτης αυτής καταδίωξης υποτιμήθηκε από το Κακουργιοδικείο μέχρι σημείου που εξουδετερώθηκε.  Ήταν όμως καίριας σημασίας για την αντίληψη των όσων ακολούθησαν και ενδιαφέρουν.  Το να λέγεται, όπως είπε το Κακουργιοδικείο, ότι η πρώτη καταδίωξη καταδείκνυε μόνο τις επιθετικές προθέσεις του Harrington και ουδόλως την κοινή πρόθεση όλων των επιβαινόντων, αντιβαίνει τη δική μας αντίληψη της απλής λογικής των πραγμάτων και αν ακόμα αγνοήσουμε τη δήλωση του Harrington «let’ s get them».

Η πρώτη καταδίωξη όμως είχε και μία άλλη ευρύτερη και καταλυτική σημασία. Και αν ακόμα οι εφεσίβλητοι δεν είχαν πλήρως  συνειδητοποιήσει τη διάσταση της όταν επιβιβάζοντο του αυτοκινήτου, εγνώριζαν πολύ καλά, όταν παρέμειναν στο αυτοκίνητο μετά το πέρας της, ότι, αν τα μοτοποδήλατα που αναζητούσαν εμφανίζοντο ξανά, θα καταδιώκοντο. Να μη λησμονείται η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου, απορρίπτοντας τα των ανόμωτων δηλώσεων τους περί μειωμένης αντίληψης και δυνατότητας αντίστασης λόγω κατανάλωσης αλκοόλ, ότι καταδεικνύετο «…μία χρονικά εκτεταμένη συμπεριφορά, που περιλάβανε πέραν της μίας καταδίωξης μοτοποδηλάτων και η οποία παρείχε τη δυνατότητα αντίληψης από τους κατηγορούμενους των ενεργειών που λάμβαναν χώρα και ευχέρειας εκ μέρους τους αντίδρασης, ασχέτως μορφής που η αντίδραση αυτή θα μπορούσε να είχε λάβει.» (διαπίστωση που δυστυχώς δεν είχε αντίκρισμα στην [*120]ακόλουθη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο).  Θα μπορούσαν κάλλιστα οι εφεσίβλητοι, επιλέγοντες να αποσυνδέσουν εαυτούς από τον Harrington, και μάλιστα αν όντως δεν συμμερίζοντο και δεν επιδοκίμαζαν τις ενέργειες του, να αποβιβάζοντο του αυτοκινήτου, που ήταν αυτό τούτο το μέσο της καταδίωξης, έχοντας την ευκαιρία να το κάμουν όπως το έκαμε και ο Goodwin, αλλά και προηγουμένως να αντιδρούσαν ανάλογα όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε και ο Harrington μίλησε με τον Eke αντί χασκογελώντας, όταν ο Harrington είπε «they will get it» ενώ ο Goodwin επεδείκνυε το μαχαίρι. Η παράλειψη τους να το κάνουν και η συνέχιση της συνέργειας τους με τον Harrington καθιστούσε αναμφίβολη την ενθάρρυνση που του παρείχαν και την κοινότητα του σκοπού τους που περιλάμβανε τη συνέχιση της αναζήτησης, καταδίωξης και τιμωρίας, των προσώπων που θεωρούσαν υπεύθυνους για τον τραυματισμό του φίλου τους. Παρέμειναν λοιπόν στο αυτοκίνητο, σταθμεύοντας κοντά τη δισκοθήκη όπου έγινε η συμπλοκή εν αναμονή, με αποτέλεσμα τα όσα ακολούθησαν κατά τη δεύτερη καταδίωξη όταν εμφανίσθηκε το μοτοποδήλατο των θυμάτων.  Ταυτισμένοι ήσαν πάντοτε οι εφεσίβλητοι με τις επιδιώξεις και ενέργειες του Harrington και ουδόλως συνιστούσε παρέκκλιση από τον κοινό σκοπό η καταδίωξη των κατά την αντίληψή τους ενόχων επιβαινόντων μοτοποδηλάτων με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Harrington. Τα άκρα στα οποία είχε φθάσει η πρώτη καταδίωξη, μετά την οποία οι εφεσίβλητοι δεν αποσυνέδεσαν εαυτούς από τον Harrington παρά μάλλον συνέχισαν τη συνέργεια τους, καταδεικνύει την επιδοκιμασία τους και τη συμφωνία τους για επανάληψη τέτοιας ενέργειας στα πλαίσια του διαπιστωθέντος κοινού σκοπού. Τόσο η πρώτη καταδίωξη όσο και, ιδιαίτερα, η δεύτερη ήσαν λοιπόν στα πλαίσια του κοινού σκοπού και του τρόπου και μέτρου προώθησης του, αντίθετα με την κατάληξη του Κακουργιοδικείου.

Να επισημάνουμε εδώ και άλλη μία λανθασμένη κατεύθυνση του σκεπτικού του Κακουργιοδικείου που προκύπτει από το απόσπασμα που παραθέσαμε στη σ. 117 της απόφασης μας από τη σ. 60 της απόφασής του.  Το Κακουργιοδικείο, παρατηρώντας ότι τα θύματα δεν ήσαν τα πρόσωπα που είχαν τραυματίσει το φίλο των εφεσιβλήτων, έκρινε ότι η καταδίωξη άγνωστων προσώπων ήταν έξω από τα πλαίσια πραγμάτωσης ή πιθανής συνέπειας προώθησης του κοινού σκοπού, έστω και αν η καταδίωξη των πραγματικών ενόχων ήταν μέρος του κοινού σκοπού. Παραγνωρίζει το σκεπτικό αυτό το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι, συνεργούντες με τον Harrington για προώθηση του [*121]κοινού σκοπού του εντοπισμού, της καταδίωξης και της τιμωρίας των «ενόχων», του έδωσαν την πρωτοβουλία της χρήσης του αυτοκινήτου για το σκοπό αυτό. Αν ο ίδιος ο Harrington ή και οι εφεσίβλητοι ελανθάνοντο για την ταυτότητα των επιβαινόντων του μοτοποδηλάτου, δεν διαφοροποιούνται τα πράγματα καθ’ όσον ο κοινός σκοπός προωθείτο με την καταδίωξη του μοτοποδηλάτου που εξελήφθη ως ένα από τα αναζητούμενα. Εξ άλλου, ουδόλως ισχυρίσθησαν οι εφεσίβλητοι ότι οι ίδιοι διαφώνησαν με την καταδίωξη του μοτοποδηλάτου των θυμάτων από τον Harrington για τέτοιο λόγο, δηλαδή ότι οι ίδιοι πίστευαν ότι το εν λόγω μοτοποδήλατο δεν ήταν ένα από εκείνα που αναζητούσαν και απέτρεψαν τον Harrington από του να το καταδιώξει, να επαναλάβουμε δε την απόρριψη των ανώμοτων δηλώσεων τους από το Κακουργιοδικείο αλλά και την έλλειψη οποιουδήποτε σχετικού ισχυρισμού στις καταθέσεις τους.

Κατάληξή μας είναι λοιπόν ότι και συνέργεια για σκοπούς του άρθρου 20 και κοινός σκοπός για σκοπούς του άρθρου 21 καταδεικνύεται. Με όσα επισημάναμε, η παρουσία των εφεσιβλήτων στο αυτοκίνητο δεν ήταν απλή παρουσία αποστασιοποιημένη από τις σκοπούμενες και πραγματοποιηθείσες ενέργειες του Harrington και ανεξάρτητη από αυτές αλλά αναπόσπαστο μέρος τους. Στην ίδια την Queen v. Coney [1882] 8 QBD 534, στην οποία βασίσθηκε το Κακουργιοδικείο, κατέστη σαφές ότι άλλως θα είχαν τα πράγματα αν ο φερόμενος ως συνεργός δεν είναι τυχαία μαζί με τον κύριο αυτουργό αλλά ενεργεί σε συμφωνία με αυτόν (in concert). Όπως το έθεσε ο Cave, J. (σ. 552):

«If, for instance, it was proved that a person went to a prize-fight, knowing it was to take place, and remained there for some time looking on, I think that would be evidence from which a jury might infer that such person encouraged, and intended to encourage, the fight by his presence.  In the present case, the three prisoners were merely seen in the crowd, were not seen to do anything and there was no evidence why or how they came there, or how long they stayed.”

Η ενώπιον μας υπόθεση δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από την R. V. Baldessure [1930] 22 Crim. App. R. 70, στην οποία επίσης αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο (λανθασμένα, παρεμπιπτόντως, αποδίδοντας το «joyride» ως «βόλτα»), χωρίς όμως να την εφαρμόσει δεόντως.

[*122]Λανθασμένα όμως αντελήφθη το Κακουργιοδικείο και τη νομολογία ως προς τον κοινό σκοπό κάτω από το άρθρο 21.  Όπως ετονίσθη στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 482, στην οποία ανεφέρθη το Κακουργιοδικείο και από την οποία και πάλι δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά η προκειμένη, η κοινότητα του σκοπού δεν συναρτάται προς το συγκεκριμένο αδίκημα το οποίο τελικά διαπράττεται αλλά στη γενικότερη επιδίωξη των ενεχομένων, εφ’ όσον το προκύψαν αδίκημα ήταν πιθανή συνέπεια της. Με δεδομένο τον διαπιστωθέντα κοινό σκοπό της τιμωρίας των νεαρών που τραυμάτισαν το φίλο των εφεσιβλήτων, αλλά και την επιδίωξη του σκοπού αυτού μέσω της καταδίωξης μοτοποδηλάτων στα οποία εθεωρείτο ότι επέβαιναν οι αναζητούμενοι, δεν είχε νόημα να διερωτάται το Κακουργιοδικείο για το ότι δεν είχε αποδειχθεί το «μέτρο» του κοινού σχεδιασμού υπό τη μορφή της τιμωρίας που θα επεβάλλετο. Αρκούσε το ότι η καταδίωξη ήταν μέρος της διαδικασίας πραγμάτωσης του κοινού σκοπού και ότι η πιθανή συνέπεια της ήταν τα όσα συνέβησαν στα θύματα. Σαφώς δεν υπήρχε υπέρβαση του κοινού σκοπού. Ούτε, όπως και το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε σύμφωνα και με τη νομολογία που παρέθεσε, πρέπει το Δικαστήριο να αναμένει άκρως εξειδικευμένη κατάδειξη του κοινού σκοπού υπό τη μορφή «προκαταρτισμένου σχεδίου» (ίδε Πουτζιουρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309), ως να είχε, θα λέγαμε, ενώπιον του ρητή διατύπωση και τεκμηρίωση τούτου. Στα αυτιά μας αντηχούν τα μεστά εμπειρικής σοφίας λόγια του Βασιλειάδη, Δ. (ως ήτο τότε) στην Pefkos v. Republic (1961) 2 C.L.R. 340, εξηγώντας γιατί, εφ’ όσον υπάρχει κοινός σκοπός, η ποινική ευθύνη δεν αναιρείται επειδή διαπράττεται τελικά κάποιο αδίκημα στα πλαίσια της προώθησης του το οποίο δεν είχε προβλεφθεί, εφ’ όσον αυτό ήταν πιθανή συνέπεια (σ. 365):

«Ordinary good sense, concerned with public safety, and the suppression of crime, would clearly, I think, have it that way;  the Common Law, originating in good common sense, has it that way; and our codified law in the form of sections 20 and 21 of the Criminal Code, emanating from the Common Law, provides that each of such persons is deemed to have committed the offence, actually committed by his mate.

Persons choosing to take part in crimes such as the subject matter of this case, must realise that they draw upon them all the risks which may result from such expeditions. And they should further know, that the law in such matters, does not require the [*123]Court to enter into speculations, as to what exactly was the agreed violence; or as to where the violence for the one crime ended, and that for the other crime commenced.»

Εδώ πιθανή συνέπεια της καταδίωξης του μοτοποδηλάτου των θυμάτων, που ήταν στα πλαίσια του κοινού σκοπού, ήταν η πτώση, ο τραυματισμός, ακόμα και ο θάνατος των επιβαινόντων.  Το πώς ακριβώς επήλθε η πτώση (επί του οποίου εδόθη πολλή μαρτυρία και αφιερώθη μεγάλο μέρος της απόφασης) μάλιστα, θα λέγαμε ότι δεν είχε ουσιαστική σημασία, εφόσον αυτή και τα αποτελέσματά της ήσαν πιθανές συνέπειες της καταδίωξης.

Καταλήγοντας, με την επιτυχία των εφέσεων παραμερίζεται η αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου και αντικαθίσταται με καταδικαστική απόφαση και στις δύο κατηγορίες που είχαν προσαχθεί εναντίον των εφεσιβλήτων, ο κάθε εφεσίβλητος κρινόμενος ένοχος σε κάθε μια από αυτές.

Oι εφέσεις επιτρέπονται. Η αθωωτική απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με καταδικαστική απόφαση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο