Evpalia Trading Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 162

(2008) 2 ΑΑΔ 162

[*162]29 Φεβρουαρίου, 2008

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

EVPALIA TRADING LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΓΕΝΙΚΟY ΕΙΣΑΓΓΕΛEΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 89/2007)

 

Ασφάλεια εργαζομένων ― Ασφάλεια εργαζομένων στους τόπους εργασίας τους ― Οι περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμοι του 1996 έως (Αρ.2) του 2003 ― Οι περί Διαχείρισης Θεμάτων Ασφαλείας και Υγείας στην Εργασία Κανονισμοί του 2002, (Κ.Δ.Π.173/2002) ― Καταδίκη εργοδότριας εταιρείας για διάπραξη αδικημάτων λόγω παράλειψης συμμόρφωσής της με το σχετικό Νόμο και Κανονισμούς, η οποία οδήγησε σε πρόκληση εργατικού ατυχήματος ― Επικύρωση καταδίκης κατ’ έφεση.

Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Ευχέρεια του Δικαστηρίου να βασιστεί σε μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, η οποία συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας, στην απουσία ισχυρών λόγων περί του αντιθέτου.

Η εφεσείουσα εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια εργοστασίου επεξεργασίας πέτρας στη Λεμεσό. Στις 6.7.2004, το θύμα το οποίο εργοδοτείτο για τρία χρόνια στη εταιρεία, υπέστη κάταγμα των πλευρών, βλάβες στον αριστερό πνεύμονα και το συκώτι, όταν συμπιέστηκε στο στήθος από πλάκες κατά τη μεταφορά τους, κατόπιν οδηγιών του επιστάτη, από τα παλέτα στον τόπο επεξεργασίας τους.

Κατόπιν ακροάσεως, η εφεσείουσα εταιρεία κρίθηκε ένοχη στις κατηγορίες:-

(α)   Παράλειψης παροχής και διατήρησης ασφαλούς και χωρίς κινδύνους για την υγεία των εργοδοτουμένων μεθόδου εργασίας και

[*163](β)    Παράλειψης εργοδότη να έχει στη διάθεσή του γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των     εργοδοτουμένων του.

Η εφεσείουσα εταιρεία εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας ουσιαστικά την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Αποφασίστηκε ότι:          

1.  Η εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει για να ανατρέψει τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην εξεταζόμενη υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο, με πλήρη επίγνωση των αρχών ως προς το ζήτημα αποδοχής μέρους μαρτυρίας ενός μάρτυρα και απόρριψης του υπόλοιπου μέρους αυτής, αλλά και προς κάθε άλλο επί μέρους ζήτημα, προσήγγισε τη μαρτυρία του επιστάτη (Μ.Κ.3) και εξήγησε με επάρκεια γιατί αποδέχεται το συγκεκριμένο μέρος της και γιατί απορρίπτει το υπόλοιπο. Όπως ορθά διαπίστωσε, η περιγραφή στο Δικαστήριο των συνθηκών του ατυχήματος, από το Μ.Κ.3, συνάδει απόλυτα με τα όσα αυτός αναφέρει στην κατάθεσή του – Τεκμήριο 6 – η οποία λήφθηκε από το Μ.Κ.1, Επιθεωρητή Εργασίας στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, ο οποίος μαζί με συνάδελφό του (Μ.Κ.2) επεσκέφθηκαν τη σκηνή την επόμενη του ατυχήματος και διερεύνησαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό συνέβη.

2.  Δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοδήποτε σφάλμα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της κρίσης ενοχής της εφεσείουσας εταιρείας στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με την αναγκαία ασφάλεια.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Mass Pack Trading Ltd v. Επ. Λειτ. Εργ. Πάφου (1996) 2 Α.Α.Δ. 142,

Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ.391.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του [*164]Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σατολιάς, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 7262/05), ημερομηνίας 27/3/07.

Χρήστος Χατζηλοΐζου, για τους Εφεσείοντες.

Χρίστια Κυθραιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Γιάννο Αργυρού, Δημόσιο Κατήγορο, εκ μέρους του Εφεσίβλητου.

Ex tempore

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Εργατικό ατύχημα στο χώρο εργασίας των εφεσειόντων είχε ως αποτέλεσμα τη διατύπωση εναντίον τους δύο  κατηγοριών, στις οποίες, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκαν ένοχοι. Καταδικάστηκαν στα αδικήματα:-

(α) Παράλειψης παροχής και διατήρησης ασφαλούς και χωρίς κινδύνους για την υγεία των εργοδοτουμένων μεθόδου εργασίας - (Άρθρα 2, 13(2)(α), 53(1), 53(4), 53(6) και 54 των περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμων του 1996 έως (Αρ. 2) του 2003, (ο «Νόμος»)· και

(β) Παράλειψης εργοδότη να έχει στη διάθεσή του γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργοδοτουμένων του - (Καν. 2, 4(1) και 4(2)(α) των περί Διαχείρισης Θεμάτων Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Κανονισμών του 2002, (Κ.Δ.Π. 173/2002), (οι «Κανονισμοί»).

Προς απόδειξη των κατηγοριών, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρεις μάρτυρες: Τον Επιθεωρητή Εργασίας στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας - (Μ.Κ.1), ο οποίος, μαζί με συνάδελφό του - (Μ.Κ.2), την επομένη του ατυχήματος, επισκέφθηκαν τη σκηνή και διερεύνησαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό συνέβη, και τον επιστάτη και αυτόπτη μάρτυρα - Μ.Κ.3. Ο Μ.Κ.1 ετοίμασε Έκθεση, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1, όπως κατατέθηκαν και οι καταθέσεις που πήρε από το διευθυντή των εφεσειόντων, το Μ.Κ.3, και τον παθόντα.

Οι εφεσείοντες, μετά που κλήθηκαν από το Δικαστήριο σε απολογία, επέλεξαν να μην παρουσιάσουν οποιαδήποτε μαρτυρία [*165]προς υπεράσπισή τους, με αποτέλεσμα η υπόθεση να κριθεί στη βάση και μόνο της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, έκρινε ως καθ’ όλα αξιόπιστη τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2. Αποδέχθηκε το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.3, το οποίο αφορούσε στα γεγονότα και τις συνθήκες του ατυχήματος, όχι, όμως, και το υπόλοιπο, για το λόγο ότι αυτός:-

«... προσπάθησε εμφανώς να δημιουργήσει θετική εντύπωση για την κατηγορούμενη εταιρεία, όσον αφορά τον τρόπο και τα μέτρα που λαμβάνονταν κατά την εκτέλεση των εργασιών της.  Ενώ σε κάποια σημεία της κατάθεσης του ήταν λεπτομερής, αφού ως ο ίδιος ανέφερε γνωρίζει τις εργασίες και το εργοτάξιο πάρα πολύ καλά και ενώ ήταν αυτόπτης μάρτυρας του ατυχήματος και η εργασία γινόταν με τις οδηγίες του, αδυνατούσε κατά την κυρίως εξέταση του να αναγνωρίσει το συγκεκριμένο παλέτο με πλάκες όπου έγινε το ατύχημα από τις φωτογραφίες του εργοταξίου, τεκμήριο 4. ... Ήταν φανερή λοιπόν η προσπάθεια του ΜΚ3 να βοηθήσει την κατηγορούμενη εταιρεία και προσπάθησε με τα όσα ανέφερε να αποσείσει οποιοδήποτε βάρος από την κατηγορούμενη εργοδότρια του και να μεταθέσει την ευθύνη για το δυστύχημα στο ίδιο το θύμα το οποίο σύμφωνα με το μάρτυρα, κατά παράβαση των οδηγιών του και της εκπαίδευσης του, μπήκε μέσα στο παλέτο για να αφαιρέσει τη σφήνα. Ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν ανέφερε στο Δικαστήριο όλη την αλήθεια με εξαίρεση τα όσα ανέφερε για τα γεγονότα του ατυχήματος. ... Για το λόγο αυτό κρίνω ότι αναφορικά με τα γεγονότα του ατυχήματος στις 6.7.04 ο ΜΚ3 είπε την αλήθεια και ότι αυτά έχουν ως τα ανέφερε στη μαρτυρία του στο Δικαστήριο και στην κατάθεση του, τεκμήριο 6.»

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχθηκε, διαπίστωσε τα γεγονότα της υπόθεσης να έχουν, σε συντομία, ως εξής:-

Οι εφεσείοντες διατηρούν εργοστάσιο στη Λεμεσό και ασχολούνται με εργασίες επεξεργασίας πέτρας. Σε πρώτο στάδιο, επεξεργάζονται μεγάλους ογκόλιθους, οι οποίοι διαμορφώνονται κατά τρόπο που να έχουν μια κάθετη και μια οριζόντια πλευρά. Στη συνέχεια, οι ογκόλιθοι τοποθετούνται σε μεταλλικές βάσεις - (παλέτα) - και μεταφέρονται σε άλλο μηχάνημα - (πολυπρίονο), το οποίο τους σχίζει σε παράλληλες πλάκες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αν οι διαστάσεις των ογκόλιθων το επιτρέπουν, μπορεί να το[*166]ποθετηθούν δύο μαζί για ταυτόχρονη κοπή. Για την αποφυγή πλάγιας πτώσης των πλακών κατά τη μετακίνησή τους, τοποθετούνται είτε στα άκρα της δέσμης είτε μεταξύ των δύο δέσμων ξύλινες σφήνες, οι οποίες αφαιρούνται, όταν οι πλάκες θα μεταφερθούν στο επόμενο στάδιο επεξεργασίας. Στις 6/7/2004, το θύμα, (ο Melek), ο οποίος για τρία χρόνια ήταν στην υπηρεσία των εφεσειόντων, ασχολείτο, μαζί με τον επιστάτη - Μ.Κ.3 - και με οδηγίες του, με τη μεταφορά κομμένων πλακών πέτρας από τα παλέτα. Στο παλέτο, στο οποίο τελικά προκλήθηκε το ατύχημα, υπήρχαν δύο δέσμες πλακών και μεταξύ τους ξύλινη σφήνα. Όταν ο επιστάτης, οδηγώντας περονοφόρο όχημα, πλησίασε το παλέτο, ο Melek μπήκε μεταξύ των δύο δέσμων και προσπάθησε να αφαιρέσει τη σφήνα, η οποία, με τη μετακίνησή της, επέτρεψε στη μεγαλύτερη δέσμη των πλακών να γείρει προς την άλλη. Αποτέλεσμα ήταν οι πλάκες να συμπιέσουν το Melek στο στήθος και αυτός να παγιδευτεί. Απεγκλωβίστηκε μετά από προσπάθειες του επιστάτη και άλλων που προσέτρεξαν και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη κατάγματα των πλευρών, βλάβες στον αριστερό πνεύμονα και το συκώτι.

Στο παρελθόν, με την ευκαιρία παρόμοιου ατυχήματος, έγινε από Επιθεωρητή Εργασίας εισήγηση και οι εφεσείοντες προχώρησαν στη λήψη μέτρων μείωσης του κινδύνου πτώσης των πλακών με την αφαίρεση της σφήνας. Συγκεκριμένα, στη μέση περίπου των παλέτων και σε απόσταση 20 εκ. μεταξύ τους, κατασκευάστηκαν ειδικές εισδοχές, μέσα στις οποίες τοποθετούνται μεταλλικοί άξονες, για να συγκρατούν το βάρος των πλακών κατά την αφαίρεση της σφήνας, οι οποίοι, όμως, δεν υπήρχαν στο συγκεκριμένο παλέτο.

Με τη διαπίστωση των γεγονότων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανάλυσε και τη νομική πτυχή των αδικημάτων, έκρινε τους εφεσείοντες ένοχους, με την έννοια ότι η μέθοδος εργασίας που εφάρμοζαν ενείχε σοβαρό κίνδυνο, κατά την αφαίρεση της σφήνας, οι πλάκες, οι οποίες δεν στηρίζονταν σε κάτι άλλο, να μετακινηθούν και να κινδυνεύει ο εργοδοτούμενος που την αφαιρούσε. Θεώρησε τον κίνδυνο λογικά προβλεπτό και αναμενόμενο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και στο παρελθόν στο χώρο των εργασιών τους είχε συμβεί παρόμοιο ατύχημα. Στα πλαίσια εξέτασης του εύλογα προβλεπτού κινδύνου, εξέτασε, εκτός από τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν, και τη συμπεριφορά του παθόντος, η οποία, ανέφερε, δεν περιορίζεται πάντα σε συμπεριφορά που είναι λογική, και κατέληξε ότι, και αν ακόμη ο παθών ενήργησε κατά παράβαση της εκπαίδευσης και των οδηγιών που είχε, οι εφεσείοντες [*167]δεν απαλλάσσονταν της ποινικής ευθύνης - (βλ. Mass Pack Trading Ltd ν. Επ. Λειτ. Εργ. Πάφου (1996) 2 Α.Α.Δ. 142). Η ευθύνη τους δε μειώνεται, γιατί η συνεχής παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας τους βαρύνει αποκλειστικά.

Με την απόδειξη της παράλειψης των εφεσειόντων να διατηρούν ασφαλή και χωρίς κινδύνους για την υγεία των εργοδοτουμένων τους μέθοδο εργασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 54 του Νόμου, κατά πόσο αυτοί απέδειξαν, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι δεν ήταν πρακτικώς ή ευλόγως εφικτό να πράξουν περισσότερα από όσα έπραξαν για την εκπλήρωση της πιο πάνω υποχρέωσής τους.  Κατέληξε ότι δεν απέσεισαν το βάρος που είχαν. Εφόσον οι πλάκες δεν στηρίζονταν με οποιοδήποτε τρόπο, ο πιθανός εγκλωβισμός εργοδοτουμένου που θα έμπαινε ανάμεσά τους για να αφαιρέσει τη σφήνα, ήταν λογικά προβλεπτός. Έκρινε, επίσης, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν στη διάθεσή τους γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κινδύνων. Και αν ακόμη γινόταν δεκτή η μαρτυρία του Μ.Κ.3, σε σχέση με την ύπαρξη πινακίδων προειδοποιητικών του κινδύνου, αυτές, σύμφωνα με τη μαρτυρία, αναφέρονταν σε γενικό κίνδυνο και δεν αποτελούσαν γραπτή εκτίμηση των κινδύνων που δημιουργούνταν από την ανάγκη μετακίνησης πλακών πέτρας, στα πλαίσια των απαιτήσεων του Καν. 4(2)(α)(ι) των Κανονισμών, για τους εργοδοτουμένους που εκτίθενται σε ιδιαίτερους κινδύνους. 

Με τους τέσσερις λόγους έφεσης που προβάλλουν οι εφεσείοντες, ουσιαστικά, αμφισβητείται η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Η μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, υπέβαλαν, είναι χωρίς αξία, αφού αυτοί επισκέφθηκαν τη σκηνή την επομένη και όταν πλέον υπήρξε επέμβαση σ’ αυτή. Η μαρτυρία τους, διατείνονται, δεν είναι επαρκής, για να στηρίξει την καταδίκη. Εισηγήθηκαν, περαιτέρω, ότι εσφαλμένα έγινε αποδεκτό μέρος μόνο της μαρτυρίας του Μ.Κ.3, ο οποίος, με σαφήνεια, αναφέρθηκε στις οδηγίες και την εκπαίδευση που είχε ο παθών. Σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία, πρόβαλαν ότι εσφαλμένα δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του Μ.Κ.3, ο οποίος αναφέρθηκε στην ύπαρξη πινακίδων στο χώρο εργασίας, που προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο.    

Είναι καλά γνωστό ότι δεν είναι έργο του Εφετείου η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαμόρφωση κρίσης ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αυτό ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο, ανάλογα με την εικόνα που αφήνουν οι μάρτυρες και τη λογικότητα των ισχυρισμών τους, στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας, κρίνει το αξιόπιστο ή όχι της μαρτυρίας τους. Το Εφετείο [*168]επεμβαίνει μόνο, εάν οι διαπιστώσεις ή συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική, ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα συμπεράσματά του.

Έχουμε εξετάσει όλα τα σημεία τα οποία ο συνήγορος σχολίασε, με σκοπό να καταδείξει το εσφαλμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Δε βρίσκουμε να δικαιολογείται επέμβασή μας. Η υποβολή των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, οι οποίοι δεν ήταν παρόντες και, συνεπώς, δε γνώριζαν τα γεγονότα, θα ήταν βάσιμη, εάν η κατάληξη για την ενοχή τους στηριζόταν στη μαρτυρία τους και μόνο, πράγμα που δε συμβαίνει εδώ. Η μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 έγινε αποδεκτή σε σχέση με ό,τι οι ίδιοι έκαμαν, καθώς και σε σχέση με τα συμπεράσματα, στα οποία  κατέληξαν με βάση γεγονότα, μετρήσεις και ενέργειές τους. Η μαρτυρία τους δεν αφορά τις περιστάσεις τους ατυχήματος, για τις οποίες, μάλιστα, το Δικαστήριο ούτε την κατάθεση του παθόντος έλαβε υπόψη, αφού αυτός δεν κλήθηκε να καταθέσει. Το γεγονός της αποδοχής μέρους της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 δεν επηρεάζει την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Στη Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 391, από την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε, αναφέρεται ότι, όταν δεν υπάρχουν ισχυροί λόγοι περί του αντιθέτου, αποδοχή μέρους μαρτυρίας ενός μάρτυρα είναι δυνατή, στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.   Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με πλήρη επίγνωση των αρχών ως προς αυτό το ζήτημα αλλά και προς κάθε άλλο επί μέρους ζήτημα, προσέγγισε τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 και εξήγησε με επάρκεια γιατί αποδέχεται το συγκεκριμένο μέρος της και γιατί απορρίπτει το υπόλοιπο. Όπως ορθά διαπίστωσε, η περιγραφή στο Δικαστήριο των συνθηκών του ατυχήματος, από το Μ.Κ.3, συνάδει απόλυτα με τα όσα αυτός αναφέρει στην κατάθεσή του - Τεκμήριο 6 - η οποία λήφθηκε από το Μ.Κ.1.

Τα όσα ο συνήγορος των εφεσειόντων προώθησε δεν αποκαλύπτουν σφάλμα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, με επιμέλεια, εντόπισε όλα τα στοιχεία που δικαιολογούσαν, με την αναγκαία ασφάλεια, την κρίση ενοχής τους.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο