Abe Victor ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 211

(2008) 2 ΑΑΔ 211

[*211]24 Μαρτίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

VICTOR ABE,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 49/2006)

_______________

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Εισαγωγή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β (23.805 κιλών κάνναβης) ― Προμήθεια της ίδιας ποσότητας κάνναβης σε άλλο πρόσωπο ― Εφεσείων, Λιβεριανός ηλικίας 36 ετών αιτητής πολιτικού ασύλου, διεδραμάτισε ρόλο μεσάζοντος ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Δύσκολες προσωπικές συνθήκες ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 15 ετών ― Αντικαταστάθηκε, κατ’ έφεση, με ποινή φυλάκισης 11 ετών στην κατηγορία της εισαγωγής και 13 ετών στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια.

Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Συγκατηγορούμενοι ― Κατά πόσο εδικαιολογείτο η διαφοροποίηση στις ποινές που επιβλήθηκαν σε συγκατηγορούμενους σε υπόθεση διακίνησης μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών.

Ναρκωτικά ― Κατοχή ναρκωτικών ― Άρθρο 2(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν.29/77) όπως τροποποιήθηκε ― Ποιο άτομο θεωρείται ότι έχει την κατοχή για σκοπούς του Νόμου.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ναρκωτικά ― Κατοχή και εμπορία ― Ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικής ποινής ― Το ύψος της ποινής πρέπει να καθορίζεται, αφού ληφθούν υπόψη, σε κάποιο βαθμό, και οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου, ούτως ώστε η ποινή να μην είναι άδικη.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου σε σχέση με τα παραδεκτά γεγονότα και το σκεπτικό της ποινής σε υπόθεση εισαγωγής και εμπορίας ναρ[*212]κωτικών.

Ο εφεσείων διεδραμάτισε ρόλο μεσάζοντος στην υπόθεση αυτή η οποία αφορά εισαγωγή μεγάλης ποσότητας κάνναβης από το εξωτερικό και επίσης προμήθεια της ίδιας ποσότητας σε άλλο πρόσωπο. Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής πρωτοδίκως ήταν, εν συντομία, η ακόλουθη:

Ο εφεσείων ανέφερε στον Μ.Κ.7, ο οποίος φιλοξενούσε τον εφεσείοντα στην Κύπρο και ήταν κατά καιρούς συνεργάτης της Αστυνομίας, ότι (ο εφεσείων) μπορούσε να διευθετήσει την εισαγωγή ναρκωτικών από τη Νότια Αφρική. Ο Μ.Κ.7 πληροφόρησε σχετικά τον Μ.Κ.4, υπό κάλυψη αστυνομικό της ΥΚΑΝ Αρχηγείου. Στην πορεία ο Μ.Κ.4 και ο εφεσείων γνωρίστηκαν, και ο πρώτος παρουσιάστηκε ως έμπορος ναρκωτικών, έτοιμος να δεχθεί να αγοράσει μεγάλη ποσότητα από αυτά, την εισαγωγή των οποίων θα διευθετούσε ο εφεσείων. Στα πλαίσια της πιθανής συνεργασίας τους, ο εφεσείων τηλεφώνησε, στην παρουσία του Μ.Κ.4, σε άτομο στη Νότια Αφρική, που ανέφερε ότι ήταν ξάδερφός του, και τον πληροφόρησε ότι μπορούσε να προχωρήσει η συναλλαγή, τα δε χρήματα θα αποστέλλονταν μέσω της Western Union στο εξωτερικό σε άτομα που θα του κατονόμαζε μετά την παραλαβή των ναρκωτικών στην Κύπρο. Ο εφεσείων γνωστοποίησε στον Μ.Κ.4 την ημερομηνία άφιξης του ατόμου που θα μετέφερε τα ναρκωτικά στην Κύπρο (εν τοις εφεξής ο μεταφορέας των ναρκωτικών). Ο μεταφορέας των ναρκωτικών είναι ο πρώην συγκατηγορούμενος του εφεσείοντος, ο οποίος κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο Λάρνακας παρελήφθη από τον Μ.Κ.4 και άλλα αστυνομικά όργανα, παρουσιαζόμενα ως άτομα που ενδιαφέρονταν για τη διακίνηση των συγκεκριμένων ναρκωτικών και μεταφέρθηκε σε ξενοδοχείο της Λευκωσίας όπου αποκάλυψε ότι μέσα στη μια από τις βαλίτσες του, είχε την προαναφερόμενη ποσότητα ναρκωτικών. Ο μεταφορέας συνελήφθη και μετέβηκε με τους Μ.Κ.7 και Μ.Κ.4 σε κάποιο περίπτερο στη Λευκωσία, όπου ανέφερε στον εφεσείοντα ότι είχαν παραληφθεί τα ναρκωτικά. Τότε ο εφεσείων του έδωσε τρία ονόματα για να τους στείλει τα χρήματα μέσω της Western Union.

Η θέση του εφεσείοντος ήταν εντελώς η αντίθετη. Αυτός κατέθεσε ενόρκως ότι γνώριζε εξ αρχής την ιδιότητα του Μ.Κ.4 καθώς και τη συνεργασία του με τον Μ.Κ.7 και προσφέρθηκε να βοηθήσει στην εξιχνίαση υποθέσεων που σχετίζονταν με ναρκωτικά όταν οι τελευταίοι τον προέτρεψαν προς τούτο λέγοντάς του ότι θα διευθετούσαν την παραμονή του στην Κύπρο ως πολιτικού πρόσφυγα αφενός και την εξεύρεση σταθερής και νόμιμης εργασίας αφετέρου. Η εισήγησή του ήταν ότι στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας βοήθησε τον Μ.Κ.4 να [*213]συλλάβει άλλα τρία άτομα που είχαν σχέση με τη διακίνηση ναρκωτικών, ενώ ουδέποτε ο ίδιος ήλθε σε επαφή ή ήταν κάτοχος των ουσιών που μετέφερε ο πρώην συγκατηγορούμενος 1 τον οποίο και δεν γνώριζε.

Το μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας αποδέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής και έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα. Του επέβαλε δε ποινή φυλάκισης 15 ετών στις κατηγορίες για εισαγωγή 23.805 κιλών κάνναβης και για προμήθεια της ίδιας ποσότητας σε άλλο πρόσωπο. Στην κατηγορία για κατοχή του ιδίου ελεγχομένου φαρμάκου στην οποία επίσης καταδικάστηκε δεν του επιβλήθηκε ποινή, ενώ κατηγορία για συνομωσία ανεστάλη κατά το τελικό στάδιο της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή. Η έφεση είχε ως κεντρικό άξονα την, κατ’ ισχυρισμόν, εκ μέρους του Κακουργιοδικείου λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ως διαζευκτική λογική πιθανότητα την εκδοχή του εφεσείοντος ώστε να δικαιούτο τουλάχιστο στο ευεργέτημα της αμφιβολίας, εφόσον αυτός στηρίχθηκε για τις ενέργειές του σε συναυτουργό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Διαζευκτική εκδοχή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης πρωτοδίκως οδηγώντας στην αθώωση κατηγορουμένου, όταν εμφιλοχωρεί αμφιβολία ως προς την ενοχή του, όταν η εκδοχή αυτή αποκτά υπόσταση με βάση την αξιολόγηση και την αξιοπιστία των μαρτύρων. Εκεί όμως όπου το Κακουργιοδικείο αποδέχεται σαφώς τη μια και όχι την άλλη εκδοχή, όπως συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση, τότε εφόσον τα γεγονότα εμπίπτουν κάτω από κάποια νομική απαγόρευση, η καταδίκη είναι αναπόφευκτη.

2.  Η θέση του εφεσείοντος ότι δεν εισήγαγε ο ίδιος τα ναρκωτικά, ούτε γνώριζε ή ήλθε σε επαφή με τον πρώην συγκατηγορούμενο 1, ούτε είχε οποτεδήποτε τη φυσική κατοχή ή έλεγχο των ναρκωτικών, δεν τέθηκε πρωτοδίκως με οποιοδήποτε τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, μπορεί ο εφεσείων να μην εισήγαγε ο ίδιος την κάνναβη όμως θεωρείται αυτουργός με βάση το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, το οποίο και μνημονεύεται ρητά στη σχετική κατηγορία περί εισαγωγής, ενώ βέβαια είναι φανερό από τα ευρήματα ότι ο ίδιος ο εφεσείων είχε συλλάβει την ιδέα και είχε διευθετήσει την εισαγωγή των ναρκωτικών στην Κύπρο. Σε σχέση με την κατοχή των ναρ[*214]κωτικών, όντως ο κατηγορούμενος δεν απέκτησε ποτέ φυσική κατοχή, αλλά σύμφωνα με το Άρθρο 2(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ.29/77, όπως τροποποιήθηκε, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε αντικείμενα που τελούν υπό τον έλεγχό του έστω και αν αυτά βρίσκονται στη φύλαξη άλλου προσώπου. Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση στη Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι κινήσεις του εφεσείοντος υποδήλωναν έλεγχο της όλης κατάστασης έστω και αν ο ίδιος ουδέποτε ήλθε σε απευθείας επαφή με τις ναρκωτικές ουσίες.

3.  Το Κακουργιοδικείο έλαβε δεόντως υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, την ηλικία του, τις προσωπικές του συνθήκες, μεταξύ των οποίων ήταν και το ότι είχε ορφανέψει από μικρός ζώντας μια ιδιαίτερα δύσκολη ζωή στη χώρα του τη Λιβερία η οποία και συγκλονιζόταν από εμφύλιο πόλεμο. Θεώρησε όμως ότι ο εφεσείων είχε εκμεταλλευθεί τη διαδικασία του πολιτικού ασύλου, παρατείνοντας τη διαμονή του στην Κύπρο, για να καταφύγει στις επίδικες εγκληματικές ενέργειες, ενώ ταυτόχρονα, από τα γεγονότα της ενώπιόν του υπόθεσης, ο εφεσείων είχε, όπως το έθεσε, «βαθιές ρίζες στον τομέα της εμπορίας ναρκωτικών», ενεργώντας ως μεσάζων. Θεώρησε, περαιτέρω, ότι οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος δεν θα μπορούσαν να ληφθούν ιδιαίτερα υπόψη ώστε να εξουδετερωνόταν ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής, ενώ ταυτόχρονα λόγω του ρόλου του εφεσείοντος, δικαιολογείτο αυστηρότερη ποινή σ’ αυτόν από αυτή των 11 χρόνων φυλάκισης που επεβλήθη στον πρώην συγκατηγορούμενο 1 και μάλιστα μετά από παραδοχή.

4.  Η τιμωρία σε υποθέσεις εισαγωγής ναρκωτικών και πρόθεση προμήθειάς τους σε τρίτα πρόσωπα πρέπει να είναι αυστηρή ούτως ώστε να είναι αποτρεπτική για άλλα άτομα να διαπράττουν παρόμοια αδικήματα, λαμβανομένων υπόψη του είδους, της ποσότητας και του σκοπού κατοχής τους. Οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου, πρέπει, όμως, να λαμβάνονται υπόψη.

5.  Στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν δικαιότερο, όπως, ενόψει του λευκού ποινικού μητρώου του εφεσείοντος και των προσωπικών του συνθηκών, να επιβληθεί ελαφρώς χαμηλότερη ποινή. Περαιτέρω θεωρείται ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να τυγχάνει ιδιαίτερα αυστηρότερης ποινής στην κατηγορία της εισαγωγής έναντι του πρώην συγκατηγορουμένου 1, στον οποίο είχε επιβληθεί 11ετής [*215]ποινή φυλάκισης ο οποίος παρά το πολύ νεαρότερο της ηλικίας του ήταν στην πράξη ο μεταφορέας της κάνναβης στην Κύπρο. Κρίνεται ότι η ποινή που θα ήταν ορθότερη υπό τις περιστάσεις είναι αυτή των 11 χρόνων στην κατηγορία της εισαγωγής και 13 χρόνων φυλάκισης στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια.

Η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση εναντίον της ποινής επιτράπηκε. Η ποινή μειώθηκε ως ανωτέρω.

Παρατήρηση Εφετείου:

Θα ήταν ορθό όπως το Κακουργιοδικείο εγκρίνει και λεκτικά τα παραδεκτά γεγονότα  σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 19 (2) (γ) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, ενώ είναι ορθότερο όπως επί του σκεπτικού της ποινής εμφαίνεται τόσο η έκδοση του διατάγματος κατάσχεσης και καταστροφής των ναρκωτικών καθώς και η καταβολή των εξόδων από τη Δημοκρατία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χατζημάρκου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482,

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388,

Γενικός Εισαγγελέας v. Sak (2005) 2 Α.Α.Δ. 377,

Soleimani v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 476,

Μαυρικίου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359,

Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 484.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λευκωσίας (Xριστοδούλου, Π.E.Δ., Kαλογήρου, A.E.Δ., Παναγιώτου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 10831/05), ημερομηνίας 2/3/06 και 10/3/06.

Μ. Ξ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

[*216]Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

O Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας έκδωσε στις 2.3.06 καταδικαστική απόφαση εναντίον του εφεσείοντα, επιβάλλοντας δεκαπενταετή φυλάκιση στις κατηγορίες για εισαγωγή 23.805 κιλών κάνναβης, ήτοι ελεγχομένου φαρμάκου τάξης Β και για προμήθεια της ιδίας ποσότητας σε άλλο πρόσωπο (κατηγορίες 2 και 4 αντίστοιχα). Ο εφεσείων αντιμετώπιζε τις πιο πάνω κατηγορίες μαζί με τρίτη κατηγορία για κατοχή του ιδίου ελεγχομένου φαρμάκου στην οποία επίσης καταδικάστηκε χωρίς να επιβληθεί ποινή, ενώ κατηγορία για συνωμοσία ανεστάλη κατά το τελικό στάδιο της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας. Σημειώνεται ότι ο εφεσείων αντιμετώπιζε τις πιο πάνω κατηγορίες μαζί με τον πρώην συγκατηγορούμενο 1, στον οποίο επεβλήθη ποινή πριν την έναρξη της ακρόασης μετά από παραδοχή των αδικημάτων.

Τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή αποτέλεσαν το αντικείμενο αγόρευσης από τον κ. Ιωάννου κατά τη διαδικασία της έφεσης η οποία είχε ως κεντρικό άξονα την εκ μέρους του Κακουργιοδικείου λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, με ιδιαίτερη έμφαση στο ότι δεν έλαβε υπόψη του ως διαζευκτική λογική πιθανότητα την εκδοχή που παρουσίασε ο ίδιος ο εφεσείων, ούτως ώστε να δικαιούτο τουλάχιστο στο ευεργέτημα της αμφιβολίας, εφόσον μάλιστα ο εφεσείων στηρίχθηκε για τις ενέργειές του σε συναυτουργό. Σημαντικό στοιχείο της αγόρευσης ήταν επίσης η θέση του συνηγόρου ότι ο εφεσείων δεν εισήγαγε τα ναρκωτικά από το εξωτερικό τα οποία και ουδέποτε περιήλθαν στη φυσική ή απόλυτη κατοχή ή έλεγχό του και επομένως δεν μπορούσε να θεωρηθεί κατά νόμο ως κάτοχος των ναρκωτικών.

Η εκδοχή που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή πρωτοδίκως ήταν βασικά ότι ο εφεσείων είχε γνωρίσει τον Κώστα Καμμά, Μ.Κ.7, ο οποίος είχε προσφέρει για μερικούς μήνες φιλοξενία σ’ αυτόν μετά που του είχε ζητήσει τη βοήθεια του γιατί δεν είχε χώρο διαμονής ούτε και χρήματα. Σε κάποιο στάδιο ο εφεσείων [*217]του ανέφερε ότι μπορούσε να διευθετήσει την εισαγωγή ναρκωτικών από τη Νότια Αφρική και ο μάρτυρας, ως κατά καιρούς συνεργάτης της αστυνομίας πρόσφερε την πληροφορία αυτή στον Γιαννάκη Έλληνα, Μ.Κ.4, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως υπεύθυνος πληροφοριών και υπό κάλυψη αστυνομικός στην ΥΚΑΝ Αρχηγείου. Στην πορεία έγινε γνωριμία του Έλληνα με τον εφεσείοντα, ο δε πρώτος παρουσιάστηκε ως έμπορος ναρκωτικών, έτοιμος να δεχθεί να αγοράσει μεγάλη ποσότητα απαγορευμένων ουσιών, την εισαγωγή των οποίων θα διευθετούσε ο εφεσείων. Στα πλαίσια της πιθανής συνεργασίας τους, ο εφεσείων τηλεφώνησε, στην παρουσία του Έλληνα, σε κάποιο άτομο στη Νότια Αφρική που ανέφερε ότι ήταν ξάδερφός του, πληροφορώντας τον στη συνέχεια ότι μπορούσε να προχωρήσει η συναλλαγή, τα δε χρήματα θα αποστέλλονταν μέσω της Western Union στο εξωτερικό σε άτομα που θα του κατονόμαζε μετά την παραλαβή στην Κύπρο των ναρκωτικών. Πρόσθετα, ότι θα του απεκάλυπτε μια ημέρα προηγουμένως την ημερομηνία άφιξης στο αεροδρόμιο Λάρνακας του προσώπου που θα είχε μαζί του τα ναρκωτικά. Στις 4.5.05 ο Καμμάς παρέδωσε στον Έλληνα ένα φωτοαντίγραφο (Τεκ. «12») στο οποίο υπήρχε το αποτύπωμα ενός εισιτηρίου και ενός διαβατηρίου με τη φωτογραφία του προσώπου που θα έφερνε τα ναρκωτικά στην Κύπρο και το οποίο του  παρέδωσε ο εφεσείων. Στις 7.5.05, ο Έλληνας, με άλλα δύο αστυνομικά όργανα και τη συνοδεία του Καμμά και αφού την προτεραία ο εφεσείων, μέσω του Καμμά, του γνωστοποίησε ότι τη συγκεκριμένη ημέρα θα ερχόταν στην Κύπρο ο μεταφορέας των ναρκωτικών, μετέβηκαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας όπου παρέλαβαν τον πρώην συγκατηγορούμενο 1, παρουσιαζόμενοι δε ως άτομα που ενδιαφέρονταν για τη διακίνηση των συγκεκριμένων ναρκωτικών μετέφεραν το άτομο αυτό σε ξενοδοχείο της Λευκωσίας όπου αυτός τους αποκάλυψε ότι μέσα στη μια από τις δύο βαλίτσες που μετέφερε κατά την άφιξη του στην Κύπρο, είχε την προαναφερόμενη ποσότητα ναρκωτικών. Ο Έλληνας τότε του αποκάλυψε την ταυτότητά του και τον συνέλαβε ενώ στη συνέχεια μετέβηκε με τον Καμμά σε περίπτερο της οδού Καλλιπόλεως στη Λευκωσία όπου, αφού ανέφερε στον εφεσείοντα ότι είχαν παραληφθεί τα ναρκωτικά, ο εφεσείων του έδωσε τρία σημειώματα στα οποία αναγράφονταν τρία ονόματα για να τους στείλει τα χρήματα μέσω της Western Union. Στο ένα από αυτά, Τεκμ. «16(γ)», αναγραφόταν ο αριθμός 15.000, ο οποίος ο Έλληνας εξήγησε ότι αντιπροσώπευε ποσό σε Λ.Κ., όπως του είπε ο εφεσείων. Αποκαλύπτοντας ο Έλληνας την ταυτότητα του, συνέλαβε τον εφεσείοντα, ο οποίος και δεν έδωσε οποιαδήποτε απάντηση μετά την επίστηση της προσοχής του στο Νόμο.

[*218]Η πιο πάνω σύντομη περιγραφή της εξέλιξης των γεγονότων έγινε μέσα από τις καταθέσεις των Έλληνα και Καμμά ενώ οι υπόλοιποι πέντε μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν ως προς τα υπόλοιπα αναγκαία γεγονότα, περιλαμβανομένης της κατάθεσης του εφεσείοντα, η οποία κρίθηκε θεληματική μετά από δίκη εντός δίκης, ενώ η όλη διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών από τη στιγμή της λήψης τους από την αστυνομία μέχρι και την κατάθεσή τους στο Δικαστήριο, θεωρήθηκε νομότυπη ως παραδεκτό γεγονός.

Η θέση του εφεσείοντα ήταν εντελώς αντίθετη, υποστηριζόμενη σε κάποιο βαθμό και από άλλους τρεις μάρτυρες υπεράσπισης, ένας εκ των οποίων ήταν ο πρώην συγκατηγορούμενος 1.  Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ενόρκως ήταν ότι γνώριζε από την αρχή την αστυνομική ιδιότητα του Έλληνα, καθώς και το γεγονός της συνεργασίας του Καμμά με την αστυνομία, από τον καιρό που άρχισε να μένει στο σπίτι του, αφού δεν είχε πουθενά να μείνει, προσφέρθηκε δε να βοηθήσει στην εξιχνίαση υποθέσεων που σχετίζονταν με ναρκωτικά, όταν οι Έλληνας και Καμμάς τον προέτρεψαν προς τούτο λέγοντας του ότι θα διευθετούσαν την παραμονή του στην Κύπρο ως πολιτικού πρόσφυγα αφενός και την εξεύρεση σταθερής και νόμιμης εργασίας και στέγης αφετέρου. Η εισήγηση του ήταν ότι στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας βοήθησε τον Έλληνα να συλλάβει άλλα τρία άτομα που είχαν σχέση με τη διακίνηση ναρκωτικών, ενώ ουδέποτε ο ίδιος ήλθε σε επαφή ή ήταν κάτοχος των ουσιών που μετέφερε ο πρώην συγκατηγορούμενος 1 τον οποίο και δεν γνώριζε. Παρά το ότι ο Καμμάς του είχε προσφέρει £2.000, την ημέρα που του έγραψε τα τρία ονόματα προσώπων προς τα οποία θα αποστέλλονταν τα χρήματα, ο ίδιος δεν τις έλαβε μη επιθυμώντας να έχει οποιαδήποτε ανάμειξη με ναρκωτικά ή να λάβει χρήματα για τέτοια θέματα, προσβλέποντας απλώς στην υλοποίηση των υποσχέσεων που του δόθηκαν για την εδώ παραμονή του. Ο εφεσείων επίσης ανέφερε ότι, σε κάποια χρονική στιγμή όταν ο Καμμάς θεώρησε ότι ο εφεσείων άρχισε να μην τον εμπιστεύεται, λόγω της μη υλοποίησης των υποσχέσεων τους, παρά τη βοήθεια που είχε προσφέρει στον εντοπισμό και σύλληψη άλλων ατόμων, τον πήρε σε ένα κοιμητήριο στην Κακοπετριά όπου, αφού τον έβαλε  να καθαρίσει ένα φέρετρο και να αλείψει το σώμα του με αρωματικές ουσίες και λάδια, υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλο ότι δεν θα αποκάλυπταν ποτέ ότι οι δύο τους συνεργάζονταν προς όφελος της αστυνομίας.

Από τους μάρτυρες υπεράσπισης ο πρώην συγκατηγορούμε[*219]νος 1 κατέθεσε ότι δεν γνώριζε τον εφεσείοντα και ότι απλώς κάποιο άτομο τον πλήρωσε $1.000 για να μεταφέρει από τη Νότια Αφρική, όπου είχε πάει, τα ναρκωτικά στην Κύπρο. Οι Chicozie Emegakor Μ.Υ.2 και Mark Larkin Μ.Υ.3, κατέθεσαν ότι είχαν αναμειχθεί στη διακίνηση ναρκωτικών, ο πρώτος με την εμπλοκή του εφεσείοντα ο οποίος σε κάποιο στάδιο, μετά την καταδίκη του, του απολογήθηκε, ο δεύτερος χωρίς να γνώριζε πριν τη φυλάκισή του τον εφεσείοντα.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε τους μάρτυρες κατηγορίας αξιόπιστους και απέρριψε ως αναξιόπιστη την εκδοχή του εφεσείοντα και των μαρτύρων αυτού. Ιδιάτερα στάθμισε την μαρτυρία των Έλληνα και Καμμά, κρίνοντας ότι η μαρτυρία τους ήταν λογική και αληθής, απορρίπτοντας την προς το αντίθετο εισήγηση ότι οι μάρτυρες αυτοί χρησιμοποίησαν τον εφεσείοντα με οποιονδήποτε τρόπο ως μοχλό για την εξάρθρωση δικτύων εμπόρων ναρκωτικών ή με τελικό στόχο την θυματοποίησή του.

Τόσο το διάγραμμα αγόρευσης όσο και η τελική αγόρευση του κ. Ιωάννου ενώπιον του Εφετείου δεν ήταν ιδιαίτερα σαφή. Με γενικότητα εισηγήθηκε ότι πρωτοδίκως δεν λήφθηκαν υπόψη σοβαρές αντιφάσεις στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και ότι έγιναν υποθέσεις ως προς γεγονότα που δεν υποστηρίζονταν από μαρτυρία, πιθανολογώντας απλώς ως προς την ύπαρξή τους. Ερωτούμενος να συγκεκριμενοποιήσει τις θέσεις του περιορίστηκε, όπως και στο διάγραμμα του, να εισηγηθεί ότι ο Αστ. 1436 Ανδρέας Ελευθερίου, Μ.Κ.2, περιέπεσε σε αντίφαση όταν παραδέχθηκε ότι το όνομα του πληροφοριοδότη του Έλληνα, το έμαθε μετά τη σύλληψη του εφεσείοντα, και ότι η πρώτη κατάθεση του εφεσείοντα συνήδε απόλυτα με τις καταθέσεις των αστυνομικών μαρτύρων σε σχέση με την παρακολούθηση του πρώην συγκατηγορουμένου 1 στο χώρο του αεροδρομίου. Παράλληλα, ότι το Κακουργιοδικείο πιθανολόγησε ως προς την ύπαρξη γεγονότων αναφορικά με θέματα στα οποία υπήρχε συγκρουόμενη μαρτυρία, εφόσον ο εφεσείων είχε, ως είπε, ενεργήσει στη βάση των υποδείξεων του Έλληνα, τόσο στην επίδικη όσο και σε τρεις άλλες περιπτώσεις.

Οι πιο πάνω θέσεις του κ. Ιωάννου δεν είναι ορθές. Αντίθετα, έχοντας διεξέλθει με ιδιαίτερη προσοχή όλα τα πρακτικά της διαδικασίας, παρατηρείται ότι ουδέποτε τέθηκε ερώτηση κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.2 περί γνώσεως του ονόματος του πληροφοριοδότη του Έλληνα. Ούτε βέβαια και το γεγονός ότι ο μάρτυρας δεν αναφέρθηκε κατά την κύρια εξέταση του στο ζή[*220]τημα αυτό αποτελεί αντίφαση. Περαιτέρω, λανθασμένα ο συνήγορος αναφέρθηκε σε «πρώτη» κατάθεση του εφεσείοντα, διότι μόνο μια κατάθεση δόθηκε, αυτή του Τεκμ. 14, με τη μετάφραση της, και τα όσα ο εφεσείων είπε εκεί δεν έγιναν δεκτά από το Κακουργιοδικείο στο βαθμό που αυτά αντιστρατεύονταν τις κριθείσες ως αξιόπιστες μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα των Έλληνα και Καμμά. Κατά παρόμοιο τρόπο δεν ευσταθεί και η τελευταία εισήγηση περί μη αποδοχής της θέσης του εφεσείοντα ότι είχε ενεργήσει με τις προτροπές του Έλληνα, με δεδομένο  ότι  και αυτή η εκδοχή του εφεσείοντα είχε απορριφθεί. Δεν τέθηκαν άλλοι συγκεκριμένοι λόγοι όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και δεν χρειάζεται να λεχθεί κατά συνέπεια οτιδήποτε άλλο.

Γενικά, η θεωρία περί διαζευκτικής εκδοχής, που ο κ. Ιωάννου εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να μην απορρίψει διότι ήταν λογική και πιθανή, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, με δεδομένο ότι το Κακουργιοδικείο, για τους λόγους που εξήγησε στην απόφασή του, απέρριψε συλλήβδην τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και απεδέχθη την εκδοχή και τη σειρά των γεγονότων όπως παρουσιάστηκαν από τους Έλληνα και Καμμά. Διαζευκτική εκδοχή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης πρωτοδίκως οδηγώντας στην αθώωση κατηγορουμένου, όταν εμφιλοχωρεί αμφιβολία ως προς την ενοχή του, όταν η εκδοχή αυτή αποκτά υπόσταση με βάση την αξιολόγηση και την αξιοπιστία των μαρτύρων. Εκεί όμως όπου το Κακουργιοδικείο, όπως και εδώ, αποδέχεται σαφώς τη μια και όχι την άλλη εκδοχή τότε εφόσον τα γεγονότα εμπίπτουν κάτω από κάποια νομική απαγόρευση, η καταδίκη είναι αναπόφευκτη. Σ’ αυτά τα πλαίσια είναι που το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων είχε και την αναγκαία ένοχη σκέψη, εφόσον πρόθεση του ήταν να εισαγάγει, με σκοπό την προμήθεια, τα ναρκωτικά. Η κατ’ ισχυρισμόν βοήθεια που έδωσε ο εφεσείων στον Έλληνα στην εξιχνίαση τριών άλλων υποθέσεων, δεν έπεισε πρωτοδίκως. Κατ’ έφεση ο συσχετισμός της θέσης αυτής με το αναξιόπιστο της μαρτυρίας του Έλληνα, δεν προωθεί περαιτέρω τη θέση του εφεσείοντα, εφόσον η μαρτυρία των τριών μαρτύρων υπεράσπισης ευλόγως κρίθηκε ότι δεν ήταν εν πάση περιπτώσει βοηθητική προς αυτόν. Ιδιαιτέρως σε σχέση με τη μαρτυρία του Chicozie, στον οποίο κατ’ ισχυρισμόν είχε αποκαλύψει ο εφεσείων τη συνεργασία του με την Αστυνομία, μελέτη της σχετικής μαρτυρίας του, όπως αποτυπώθηκε στις σελ. 101-105 των πρακτικών, αποκαλύπτει ότι χωρίς ουσιαστικό λόγο ο εφεσείων του ομολόγησε ότι εκείνος είχε παγιδεύσει το μάρτυρα και μάλιστα, επειδή ο μάρτυρας δεν [*221]καταλάμβαινε τι του έλεγε, του ζήτησε να το έχει γραπτώς, το δε έγγραφο αυτό ο μάρτυρας το έστειλε στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, χωρίς να κρατήσει αντίγραφο. Να σημειωθεί, πρόσθετα, ότι ο μάρτυρας στην αρχή της κυρίως εξέτασης του ανέφερε ότι ο εφεσείων δεν του είχε πει, παρά τη γνωριμία τους, οτιδήποτε περί ναρκωτικών, ενώ έχει και πρόβλημα μνήμης και λαμβάνει φάρμακα από τον ψυχίατρο στη φυλακή, όπου βρίσκεται. Όντως, η μαρτυρία αυτή δεν θα μπορούσε λογικά να θεωρηθεί ως αξιόπιστη.

Ούτε ο Έλληνας μπορούσε, έχοντας υπόψη τη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι ενήργησε ως υπό κάλυψη αστυνομικός, να θεωρηθεί ως συνεργός ή συναυτουργός διότι δεν ήταν participes criminis. Δεν είχε ποτέ την προαπαιτούμενη εγκληματική πρόθεση («mens rea») να παραβιάσει το νόμο. (δέστε Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482, 491.).

Όσον αφορά τη θέση του κ. Ιωάννου ότι το Κακουργιοδικείο αγνόησε ή δεν έλαβε υπόψη ότι δεν ήταν ο ίδιος ο εφεσείων που εισήγαγε τα ναρκωτικά, ούτε γνώριζε ή ήλθε σε επαφή με τον πρώην συγκατηγορούμενο 1, ούτε είχε οποτεδήποτε τη φυσική κατοχή ή έλεγχο των ναρκωτικών, παρατηρείται ότι αυτές οι θέσεις, ως αναφέρει το Κακουργιοδικείο στη σελ. 19 της απόφασής του, δεν φαίνεται να είχαν τεθεί πρωτοδίκως με οποιοδήποτε τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, μπορεί ο εφεσείων να μην εισήγαγε ο ίδιος την κάνναβη όμως θεωρείται αυτουργός με βάση το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο και μνημονεύεται ρητά στη σχετική κατηγορία περί εισαγωγής, ενώ βέβαια είναι φανερό από τα ευρήματα ότι ο ίδιος ο εφεσείων είχε συλλάβει την ιδέα και είχε διευθετήσει την εισαγωγή των ναρκωτικών στην Κύπρο.  Υπενθυμίζεται ότι είχε δώσει στον Καμμά το φωτοαντίγραφο που περιείχε αποτύπωμα του εισιτηρίου και της φωτογραφίας του πρώην συγκατηγορουμένου 1, ο οποίος είχε εισαγάγει τις απαγορευμένες ουσίες. Σε σχέση με την κατοχή των ναρκωτικών, όντως ο κατηγορούμενος δεν απέκτησε ποτέ φυσική κατοχή, αλλά όπως προνοείται στο άρθρο 2(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/77, όπως τροποποιήθηκε, (και όχι το άρθρο 3(3) όπως λανθασμένα αναφέρει το Κακουργιοδικείο), πρόσωπο θεωρείται ότι έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε αντικείμενα που τελούν υπό τον έλεγχό του έστω και αν αυτά βρίσκονται στη φύλαξη άλλου προσώπου. Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388, ιδιαίτερα στη σελ. 401.  Τα πρωτόδικα [*222]ευρήματα δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο εφεσείων ήλεγχε τη διακίνηση της κάνναβης εφόσον γνώριζε τόσο για την άφιξη τους, όσο και για το πρόσωπο που θα έφερνε την κάνναβη στην Κύπρο, αλλά και περαιτέρω γνώριζε και τον τελικό παραλήπτη, δηλαδή τον Έλληνα, προς τον οποίο ο ίδιος είχε δώσει και τα τρία αλλοδαπά ονόματα με σκοπό σε κάποιο στάδιο να τους αποσταλούν τα χρήματα. Όλες αυτές οι κινήσεις του εφεσείοντα υποδηλώνουν έλεγχο της όλης κατάστασης έστω και αν ο ίδιος ουδέποτε ήλθε σε απευθείας επαφή με τις ναρκωτικές ουσίες. 

Σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι αυτή ήταν εξοντωτική για τον εφεσείοντα, το δε Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του επαρκώς ή καθόλου την τάξη των ναρκωτικών ουσιών, το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, τη βοήθεια που ο εφεσείων είχε δώσει σε προηγούμενες περιπτώσεις στον Έλληνα για τη σύλληψη άλλων εμπόρων ναρκωτικών και το ότι ο εφεσείων δεν ενήργησε μόνος. Επίσης δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν ένα άτομο το οποίο επιζητούσε πολιτικό άσυλο στην Κύπρο, προσπαθώντας να επιβιώσει και εν γένει ότι δεν άντλησε ορθή καθοδήγηση γύρω από τις λαμβανόμενες αρχές στο θέμα. 

Ρωτήθηκε ο κ. Ιωάννου κατά τη διάρκεια της έφεσης να προσδιορίσει τι εννοούσε σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμόν ενέργεια τρίτων προσώπων, που όχι μόνο βοήθησαν τον εφεσείοντα να διαπράξει τα αδικήματα, αλλά και δεν κατηγορήθηκαν για τις πράξεις τους, για να ληφθεί η απάντηση ότι εννοούσε τον Καμμά και ορισμένους άλλους αστυνομικούς που είχαν λάβει μέρος στην εξιχνίαση των αδικημάτων. Η θέση αυτή είναι ανεδαφική εφόσον με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου δεν υπήρξαν άλλα άτομα που ήσαν εντός της εννοίας της νομολογίας συνεργοί και τα οποία έτυχαν ευνοϊκής μεταχείρισης από την Κατηγορούσα Αρχή με τη μη δίωξή τους. Τα προαναφερθέντα άτομα είχαν ενεργήσει είτε καθηκόντως ως αστυνομικοί είτε ως άτομα που πρόσφεραν πληροφορίες προς την αστυνομία. Συναφώς και οι αιτιάσεις περί agent provocateur στερούνται του αναγκαίου υπόβαθρου.

Το Κακουργιοδικείο κατά τα υπόλοιπα είχε ενώπιον του την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και όπως φαίνεται από το σκεπτικό της ποινής που επεβλήθη στις 10.3.06, έλαβε υπόψη του όλους τους παράγοντες που είχαν καταγραφεί στην έκθεση αλλά και τα όσα προφορικά και πρόσθετα ανέφερε ο κ. Ιωάννου.  Έλαβε υπόψη συνεπώς το λευκό ποινικό μητρώο του, την ηλικία [*223]του, 36 ετών κατά την καταδίκη του, τις προσωπικές του συνθήκες, ότι είχε ορφανέψει από μικρός ζώντας μια ιδιαίτερα δύσκολη ζωή στην πατρίδα του τη Λιβερία, η οποία και συγκλονιζόταν από εμφύλιο πόλεμο. Θεώρησε όμως ότι ο εφεσείων είχε εκμεταλλευθεί τη διαδικασία του πολιτικού ασύλου, παρατείνοντας τη διαμονή του στην Κύπρο, για να καταφύγει στις επίδικες εγκληματικές ενέργειες, ενώ ταυτόχρονα, από τα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης, ο εφεσείων είχε, όπως το έθεσε, «βαθιές ρίζες στον τομέα της εμπορίας ναρκωτικών», ενεργώντας ως μεσάζων. Θεώρησε, περαιτέρω, ότι οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα δεν θα μπορούσαν να ληφθούν ιδιαίτερα υπόψη ώστε να εξουδετερωνόταν ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής, ενώ ταυτόχρονα λόγω του ρόλου του εφεσείοντα, δικαιολογείτο αυστηρότερη ποινή σ’ αυτόν από αυτή των 11 χρόνων φυλάκισης που επεβλήθη στον πρώην συγκατηγορούμενο 1 και μάλιστα μετά από παραδοχή.

Έχει κατ’ επανάληψη επιβεβαιωθεί από τη νομολογία ότι πρέπει να επιβάλλονται αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές σε υποθέσεις ναρκωτικών ουσιών, ιδιαίτερα όταν αυτές σχετίζονται με την εισαγωγή και πρόθεση προμήθειας σε τρίτα πρόσωπα.  Όπως αναφέρθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Sak (2005) 2 Α.Α.Δ. 377, η επιβολή αυστηρών ποινών επιβάλλεται σε συνάρτηση με το είδος, την ποσότητα και το σκοπό κατοχής των ναρκωτικών. Οκταετής φυλάκιση είχε επικυρωθεί στην Soleimani ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 476, σε παραδοχή για κατοχή σχεδόν ενός κιλού ρητίνης κάνναβης σε 26χρονο αλλοδαπό, ο οποίος είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο, αναλαμβάνοντας όμως στο μεταξύ εγκληματική δραστηριότητα. Πρόσφατα, στη Μαυρικίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 A.A.Δ. 359, επικυρώθηκε 12ετής φυλάκιση σε 33χρόνο έγγαμο και πατέρα ενός παιδιού με λευκό ποινικό μητρώο για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 6341.3376 γρ. κάνναβης, ενώ στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 A.A.Δ. 484, επικυρώθηκε 16ετής ποινή φυλάκισης σε 43χρόνο λευκού ποινικού μητρώου για κατοχή σχεδόν 24 κιλών κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, παρόλο που κρίθηκε αυστηρή.

Κρίνεται όμως ότι η ποινή που επεβλήθη εδώ θα μπορούσε να ήταν χαμηλότερη διότι δεν πρέπει να δίνεται η εντύπωση ότι οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου δεν λαμβάνονται ουσιαστικά καθόλου υπόψη, παρά το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση. Το λευκό ποινικό μητρώο καθώς και οι προσωπικές συνθήκες του θα μπορούσαν να βαρύνουν  περισσότε[*224]ρο στη σκέψη του Κακουργιοδικείου, επιβάλλοντας ελαφρώς χαμηλότερη ποινή που θα λογιζόταν ως δικαιότερο μέτρο στην ολότητα των περιστατικών της υπόθεσης. Περαιτέρω θεωρείται ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να τυγχάνει ιδιαίτερα αυστηρότερης ποινής στην κατηγορία της εισαγωγής έναντι του πρώην συγκατηγορουμένου 1, στον οποίο είχε επιβληθεί 11ετής ποινή φυλάκισης ο οποίος παρά το πολύ νεαρότερο της ηλικίας του ήταν στην πράξη ο μεταφορέας της κάνναβης στην Κύπρο. Κρίνεται ότι η ποινή που θα ήταν ορθότερη υπό τις περιστάσεις είναι αυτή των 11 χρόνων στην κατηγορία της εισαγωγής και 13 χρόνων φυλάκισης στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια.

Πριν την κατάληξη, να επισημανθούν δύο επί μέρους θέματα υπό τύπο γενικότερης καθοδήγησης τα οποία και απορρέουν από την ανάγνωση των πρακτικών. Ότι ορθό θα ήταν όπως τα παραδεκτά γεγονότα, εκτός της καταγραφής και της κατάθεσής τους ως Τεκμ. «21», να είχαν εγκριθεί από το Κακουργιοδικείο και λεκτικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ενώ είναι ορθότερο όπως επί του σκεπτικού της ποινής εμφαίνεται τόσο η έκδοση του διατάγματος κατάσχεσης και καταστροφής των ναρκωτικών καθώς και η καταβολή των εξόδων από τη Δημοκρατία εφόσον με τον τρόπο αυτό όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη δίκη φαίνονται στην ίδια την απόφαση (δέστε Loizou & Pikis: Criminal Procedure in Cyprus, σελ. 214 κ.επ.).

Η έφεση επί της καταδίκης απορρίπτεται.

Η έφεση επί της ποινής επιτρέπεται με τη μείωση της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης σε 11 έτη στην 2η κατηγορία και σε 13 έτη στην 4η κατηγορία.  Οι ποινές να συντρέχουν.

H έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται. H έφεση εναντίον της ποινής επιτρέπεται. H ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο