Χαρίτου Γιώργος ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 225

(2008) 2 ΑΑΔ 225

[*225]24 Mαρτίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΙΤΟΥ,

Eφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 119/2007)

_______________

Ποινή ― Κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου Τάξεως «Α» και κατοχή του εν λόγω φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 6 και 10 χρόνων αντίστοιχα ― Κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου Τάξεως «Β» και κατοχή του εν λόγω φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 3 και 5 χρόνων αντίστοιχα ― Εφεσείων ήταν νεαράς ηλικίας και είχε λευκό ποινικό μητρώο ― Οι ποινές αν και δεν χαρακτηρίστηκαν ως έκδηλα υπερβολικές, η ποινή φυλάκισης 10 χρόνων μειώθηκε κατ’ έφεση σε ποινή φυλάκισης 8 χρόνων για σκοπούς ίσης μεταχείρισης του εφεσείοντος με τη συγκατηγορούμενή του σε σχέση με την οποία η ποινική δίωξη είχε ανασταλεί, παρά την ύπαρξη δυνατής μαρτυρίας.

Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών ― Κατά πόσο έχει παραβιασθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών επειδή ανεστάλη η ποινική δίωξη εναντίον συγκατηγορούμενης του εφεσείοντος.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ― Κατά πόσο καθιστούν τη μαρτυρία τους στο Δικαστήριο εκ προοιμίου αναξιόπιστη ― Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.

Απόδειξη ― Μαρτυρία συναυτουργού ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Το Δικαστήριο ως θέμα πρακτικής, πρέπει να δίδει την κατάλληλη προειδοποίηση για την ανάγκη ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας ― Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές της νομολογίας που διέπουν την προσέγγιση μαρτυρίας συ[*226]ναυτουργού.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Ναρκωτικά ― Καταδίκη βασιζόμενη σε περιστατική μαρτυρία και στη μαρτυρία συναυτουργού ― Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Αναστολή ποινικής δίωξης εναντίον συναυτουργού ― Αποτελεί μετριαστικό παράγοντα που προσμετρά στην επιμέτρηση της ποινής.

Απόδειξη ― Επιστημονική μαρτυρία ― Ανεύρεση γενετικού υλικού (DΝΑ) του κατηγορουμένου επί των τεκμηρίων ― Κατά πόσο η μη ανεύρεση και δακτυλικών αποτυπωμάτων του, αποδυνάμωνε την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο μετά από ακροαματική διαδικασία στις ακόλουθες κατηγορίες:

Κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου Τάξεως «Α» ήτοι 910 χαπιών ecstasy και άσπρης σκόνης που περιέχει τα συστατικά των χαπιών ecstasy συνολικού βάρους 245, 1133 γραμμαρίων (5η κατηγορία).

Κατοχή του πιο πάνω ελεγχομένου φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο (6η κατηγορία).

Κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως «Β» ήτοι 305,7714 γρ. κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη (7η κατηγορία)·

Κατοχή του ιδίου πιο πάνω φαρμάκου με σκοπό την προμήθειά του σε άλλο πρόσωπο (8η κατηγορία).

Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης κυμαινόμενες από 3 μέχρι 10 χρόνια. Πιο συγκεκριμένα στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 χρόνων, στην 6η κατηγορία 10 χρόνων, στην 7η κατηγορία 3 χρόνων και στην 8η φυλάκιση 5 χρόνων, οι οποίες σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, άρχιζαν από τις 7/4/06 που ο εφεσείων ήταν υπό κράτηση. Βασική μάρτυρας στην υπόθεση ήταν η Μ.Κ.5 πρώην κατηγορουμένη αρ.1 εναντίον της οποίας η δίκη ανεστάλη αμέσως πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή.

[*227]Λόγοι έφεσης εναντίον καταδίκης:

1) Εσφαλμένα κρίθηκαν ως αξιόπιστοι οι μάρτυρες κατηγορίας Μ.Κ.5 και ο ανακριτής της υπόθεσης Μ.Κ.6, και αναξιόπιστος ο εφεσείων.

Σε σχέση με την Μ.Κ.5 ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε πως εσφαλμένα κρίθηκε αξιόπιστη αφού (α) είχε ήδη δώσει προηγουμένως αντιφατική κατάθεση με την οποία δεν ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα αλλά κάποιον άλλο πρόσωπο και (β) η εν λόγω μάρτυρας ήταν συναυτουργός και το Κακουργιοδικείο έπρεπε να είχε δώσει προς τον εαυτό του την αναγκαία προειδοποίηση πριν αποφασίσει για την ενοχή του εφεσείοντος χωρίς ενισχυτική μαρτυρία που ούτως ή άλλως δεν υπήρχε, αφού το DNA του εφεσείοντος ήταν σε τσάντες τέτοιας κοινής χρήσης στις οποίες εύκολα μπορεί να υπάρχει το γενετικό υλικό πολλών ατόμων. Τόνισε ο συνήγορος και το γεγονός ότι στις εν λόγω τσάντες δεν ανευρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσείοντος.

 

Λόγοι έφεσης εναντίον ποινής.

Η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ενόψει του νεαρού της ηλικίας του εφεσείοντος, του λευκού ποινικού του μητρώου και των άλλων ελαφρυντικών του παραγόντων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν υπάρχει νομικός κανόνας ότι αν κάποιο πρόσωπο δώσει κατάθεση στις ανακριτικές αρχές με την οποία δεν ενοχοποιεί τον κατηγορούμενο και μετέπειτα δώσει δεύτερη ή τρίτη κατάθεση με την οποία τον ενοχοποιεί, αυτή δεν μπορεί ποτέ να γίνει αποδεκτή. Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Νοουμένου ότι το δικαστήριο ικανοποιείται από τους λόγους που δίνει ο μάρτυρας γιατί να μην πει από την αρχή την αλήθεια, είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία εκείνη που συνάδει με τη νέα ενοχοποιητική για τον κατηγορούμενο κατάθεση όπως αυτή υποστηρίζεται ενόρκως από το μάρτυρα.

2.  Στην εξεταζόμενη υπόθεση η Μ.Κ.5 έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για τους λόγους που την ώθησαν να αλλάξει την κατάθεσή της και να πει την αλήθεια, ότι δηλαδή ο εμπλεκόμενος ήταν ο εφεσείων και όχι το άλλο πρόσωπο.

3.  Το Κακουργιοδικείο αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή του γιατί [*228]να δεχθεί την Μ.Κ.5 ως αξιόπιστη μάρτυρα παρά το ότι είχε δώσει αντιφατικές καταθέσεις και δεν έχει καταδειχθεί καλός λόγος που να επιτρέπει την επέμβαση του Εφετείου επί του θέματος αυτού.

4.  Το Κακουργιοδικείο υιοθέτησε τις ορθές νομικές αρχές σε σχέση με την αξιολόγηση μαρτυρίας συναυτουργού και κατέληξε πως δεν είχε κανένα δισταγμό να βασιστεί στη μαρτυρία της Μ.Κ.5 χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, αφού έδωσε τη σχετική προειδοποίηση στον εαυτό του. Δήλωσε μάλιστα ότι ήταν διατεθειμένο να στηριχθεί σ’ αυτή τη μαρτυρία χωρίς ενίσχυση.

     Παρά την πιο πάνω κατάληξή του το Κακουργιοδικείο προχώρησε και εξέτασε και το κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία και αποφάσισε ότι τέτοια μαρτυρία υπήρχε για τις κατηγορίες 7 και 8 αφού στα νάϋλον σακούλια που ήταν συσκευασμένα τα ναρκωτικά είχε ανευρεθεί το γενετικό υλικό (DNA) του εφεσείοντα. Το γενετικό υλικό, ως περιστατική μαρτυρία μπορεί να θεωρηθεί ως ενισχυτική της μαρτυρίας της Μ.Κ.5. Σχετικά με τα χάπια ecstasy και τα λοιπά ναρκωτικά των κατηγοριών 5 και 6, δεν έχει ανευρεθεί γενετικό υλικό του εφεσείοντως.

     Σε σχέση με τα δακτυλικά αποτυπώματα, η άρνηση ενοχής συναρτάται και εκτιμάται σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η επαφή με το αντικείμενο του εγκλήματος. Ανάλογα δε με την εξήγηση που μπορεί να υπάρχει για την ύπαρξή τους, η παρουσία δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι δυνατή και από μόνη της να στηρίξει καταδίκη. Η ύπαρξη γενετικού υλικού οδηγεί σε ενοχή μόνο, όταν, αφού συνεκτιμηθεί με τα άλλα περιστατικά του εγκλήματος, δεν αφήνει λογικά περιθώριο για άλλη ερμηνεία ή εξήγηση.

5. Το γενετικό υλικό του εφεσείοντος, εκτός από την τσάντα κοινής χρήσης, βρέθηκε και σε άλλα δύο αντικείμενα. Από τη στιγμή που η μαρτυρία της Μ.Κ.5 ενισχύετο σε ένα πολύ σημαντικό μέρος της για τα ναρκωτικά δηλαδή των κατηγοριών 7 και 8, τότε και η μαρτυρία της για τα ναρκωτικά των κατηγοριών 5 και 6 ορθά έγινε αποδεκτή αφού άλλωστε το Κακουργιοδικείο δήλωσε, προειδοποιώντας τον εαυτό του, ότι ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία της έστω και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

6.  Από τη στιγμή που είχε ανευρεθεί το γενετικό υλικό του εφεσείοντος, την ύπαρξη του οποίου αξιολόγησε το Κακουργιοδικείο, το γεγονός ότι δεν υπήρχαν και δακτυλικά αποτυπώματα δεν αλλάζει την κατάσταση. Επομένως το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με την ανυπαρξία δακτυλικών αποτυπωμάτων [*229]του εφεσείοντος, δεν αφαιρεί οτιδήποτε από τη δύναμη της υπόθεσης της εφεσίβλητης.

7.  Το γεγονός της αναστολής της ποινικής δίωξης εναντίον της Μ.Κ.5, παρόλον ότι υπήρχε εναντίον της δυνατή μαρτυρία, προφανώς για να χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας, λαμβάνεται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας για τον εφεσείοντα ούτως ώστε να μη δημιουργείται αίσθημα αδικίας και άνιση μεταχείριση μεταξύ των δύο. Ενόψει της αρχής για ίση μεταχείριση των παραβατών η ποινή φυλάκισης των 10 ετών στην 6η κατηγορία μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 8 ετών.

Η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση εναντίον της ποινής επιτράπηκε. Η ποινή μειώθηκε ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Νικολαΐδης v. Αστυνομίας (Aρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 645,

Νικολαΐδης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271,

Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612,

Γιάλλουρος κ.ά. v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 320,

Κουππής v. Δημοκρατίας (1977) 2 C.L.R. 361,

Khadar a.o. v. Republic (1978) 2 C.L.R. 131,

Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2  Α.Α.Δ. 172,

Πουτζιουρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ 309,

Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (Aρ.2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Σάκκος v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,

Λοΐζου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546,

Τεβλετιάν κ.ά. v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 512,

Γιαννίδης v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143,

[*230]Charitonos v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40,

Mantis v. Police (1981) 2 C.L.R. 234,

Χατζηπέτρου v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174,

Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409,

Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171,

Πέτρου v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 331,

Georghiou a.o. v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109,

Παναγή v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115,

Κάττου κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,

Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 104.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λεμεσού (Kολατσή, Π.E.Δ., Παπαμιχαήλ, A.E.Δ., Στυλιανίδης, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 21435/06), ημερομηνίας 25/5/07.

Σ. Σωφρονίου με Μ. Καραολιά και Ν. Παπακωνσταντίνου ασκούμενη δικηγόρο, για τον Eφεσείοντα.

Μ. Αναστασίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, που στο πρωτόδικο δικαστήριο  (Κακουργιοδικείο) ήταν ο 2ος κατηγορούμενος, μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος στην υπόθεση 21435/06 του Κακουργιοδικείου Λεμεσού σε τέσσερεις κατηγορίες που αφορούν ναρκωτικά ως εξής:

[*231]Tην 5η κατηγορία για κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου Τάξεως «Α» ήτοι 910 χαπιών ectstasy ((+)-N-,a-Διμέθυλο-3, 4-(μεθυλενοδιόξυ) φαιναιθυλαμίνη (MDMΑ), σπασμένα χάπια ecstasy (+))-Ν,α-, και άσπρη σκόνη που περιέχει την ναρκωτική ουσία (+)-Β, α- Διμέθυλο-3, 4-(μεθυλενοδιόξυ) φαιναιθυλαμίνη (MDMA) συνολικού βάρους 245,1133 γραμμαρίων. Την 6η κατηγορία για κατοχή του πιο πάνω ελεγχομένου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο. Την 7η κατηγορία για κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως «Β» ήτοι 305,7714 γρ. κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη. Την 8η κατηγορία για κατοχή του ιδίου πιο πάνω φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλο πρόσωπο.

Στον εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης κυμαινόμενες από 3 μέχρι 10 χρόνια. Πιο συγκεκριμένα στην 5η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 χρόνων, στην 6η κατηγορία 10 χρόνων, στην 7η κατηγορία 3 χρόνων και στην 8η φυλάκιση 5 χρόνων, οι οποίες σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, άρχιζαν από τις 7/4/06 που ο εφεσείων ήταν υπό κράτηση. Βασική μάρτυρας στην υπόθεση ήταν η Ανδρούλα Νικολαΐδου (Μ.Κ.5) πρώην κατηγορουμένη αρ. 1 εναντίον της  οποίας η δίκη ανεστάλη αμέσως πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή. Την έφεση του εναντίον της καταδίκης τη βάσισε σε 10 λόγους (1-10) και για την ποινή σε ένα λόγο, τον 11ο.

Tα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Τα γεγονότα, όπως τα διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, έχουν ως ακολούθως:

«Την 6/9/06 ο αστυφ. Γερολέμου (ΜΚ2) και η Άντρη Σιεϊττάνη (ΜΚ3) μαζί με άλλα μέλη της αστυνομικής δύναμης ανέκοψαν για έλεγχο στο χώρο στάθμευσης του καταστήματος Jumbo την Αντρούλλα Νικολαΐδου εναντίον της οποίας εκκρεμούσε ένταλμα έρευνας της οικίας της μετά από πληροφορία που δόθηκε στην ΥΚΑΝ ότι στην οικία της απέκρυβε μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών. Κατά την έρευνα που της έγινε από την Σιεϊττάνη ανευρέθηκε μέσα σε τσάντα ώμου που κρατούσε ένα ρούχινο τσαντάκι μωβ (τεκμ 6) εντός του οποίου υπήρχε ξηρή φυτική ύλη κάνναβης σε διαφανές νάυλον σακουλάκι στο οποίο ο Γερολέμου έδωσε τα διακριτικά [*232]ΓΓ2 και είναι το τεκ.7.  Σύμφωνα με τα ευρήματα της χημικού Τασούλας Κοζάκου στην έκθεση της (τεκ. 44) τα οποία αποτελούν και ευρήματα Δικαστηρίου, στο εν λόγω σακουλάκι υπήρχε πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης βάρους 0,7721 γραμμάρια. Ακολούθως η Νικολαΐδου οδηγήθηκε στην οικία της και σε έρευνα που επακολούθησε ανευρέθησαν 910 χάπια ecstasy, σπασμένα χάπια ecstasy, και άσπρη σκόνη που περιείχε την ναρκωτική ουσία που περιγράφεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος της 5ης και 6ης κατηγορίας, τα οποία ήταν συσκευασμένα με τον τρόπο που περιέγραψε ο Γερολέμου.  Σύμφωνα με τα ευρήματα της Κοζάκου στην πιο πάνω έκθεση της τα οποία όπως αναφέραμε αποτελούν και ευρήματα του Δικαστηρίου, τα πιο πάνω χάπια και ναρκωτική ουσία ήταν συνολικού βάρους 245,1133 γραμμάρια. Περαιτέρω κατά την πιο πάνω έρευνα ανευρέθη και μία άσπρη νάυλον τσάντα με την επιγραφή Chris Cash & Carry (ΓΓ20 τεκ. 25) και μέσα σε αυτήν υπηρχαν: ένα διαφανές νάυλον σακούλι (ΓΓ21 τεκ. 26), που περιείχε πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης βάρους σύμφωνα με τα ευρήματα της χημικού Κοζάκου 139,83 γρ. ΓΓ22 τεκ. 27), ένα διαφανές νάυλον σακούλι (ΓΓ23 τεκ. 28), που περιείχε πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης βάρους 139,09 γρ. (τεκ.29), μία μαύρη ρούχινη θήκη γυαλιών (ΓΓ25 τεκ. 30), και μέσα σε αυτή υπήρχε ένα διαφανές νάυλον σακούλι (ΓΓ26 τεκ. 31) που περιείχε πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης βάρους 26,0793 γρ. (ΓΓ27 τεκ 32). Όλη δε η κάνναβης ήταν συνολικού βάρους 305,7714 γραμμάρια συμπεριλαμβανομένης και της ποσότητας των 0,7721 γραμμαρίων που ανευρέθη στο πιο πάνω σακουλάκι όταν ανεκόπη η Νικολαΐδου για έλεγχο.

Αποτελεί περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου ότι όλα τα πιο πάνω ναρκωτικά τα έδωσε στη Νικολαΐδου ο κατηγορούμενος για να τα φυλάξει στο σπίτι της και να του επιστρέφει σταδιακά με τον τρόπο που αυτή περιέγραψε και κάτω επίσης από τις συνθήκες που εξιστόρησε, πλην της κάνναβης που ανευρέθη στο μωβ τσαντάκι κατά την ανακοπή της, ήτοι της ποσότητας των 0,7721 γρ. τα οποία της έδωσε για δική της χρήση. Ευρίσκουμε περαιτέρω ότι η Νικολαΐδου διεχώρησε τα πιο πάνω χάπια ecstasy στις ποσότητες που περιέγραψε και μετά από οδηγίες του κατηγορουμένου.

Επακολούθησε η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης με τον τρόπο που περιέγραψαν οι μάρτυρες κατηγορίας.

[*233]Τα ευρήματα επίσης του Καριόλου αποτελούν και ευρήματα του Δικαστηρίου. Έχοντας δε υπόψη ότι το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου εντοπίσθη με τον τρόπο που αναφέρεται στην έκθεση του Καριόλου, τόσο στην άσπρη νάυλον τσάντα (τεκ. 25) εντός της οποίας ανευρέθησαν τα σακουλάκια με τα ναρκωτικά όπως αναφέρονται πιο πάνω, καθώς και στην θήκη γυαλιών (τεκ. 30) που ευρίσκετο μέσα στην εν λόγω τσάντα αλλά και στο νάυλον σακουλάκι (τεκ. 31) που ευρίσκετο εντός της πιο πάνω θήκης, στο μόνο λογικό συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να οδηγηθούμε είναι ότι ο κατηγορούμενος ήρθε σε επαφή και χειρίσθη την πιο πάνω άσπρη νάυλο τσάντα (τεκ. 25) και το περιεχόμενο της ήτοι τα σακούλια με την κάνναβη που αναφέρονται πιο πάνω.»

Εξέταση λόγων έφεσης

Οι λόγοι έφεσης, 1-9, όπως προωθήθηκαν με το διάγραμμα αγόρευσης αλλά και την ενώπιον μας αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, αφορούν άμεσα και/ή έμμεσα την αξιοπιστία μαρτύρων. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα κρίθηκαν ως αξιόπιστοι οι μάρτυρες κατηγορίας και ιδιαίτερα η Μ.Κ.5 Νικολαΐδου και ο Μ.Κ.6 Πογιατζής, ανακριτής της υπόθεσης και αναξιόπιστος ο εφεσείων. Με το 10ο λόγο προβάλλεται γενικά ο ισχυρισμός ότι η ενοχή του εφεσείοντα δεν αποδείχθηκε στο απαιτούμενο επίπεδο. Συνδέεται ο ισχυρισμός αυτός με την επάρκεια της μαρτυρίας.

Είναι σαφώς νομολογημένο ότι θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Δικαστήριο τούτο σπάνια επεμβαίνει, εκτός στις αραιές περιπτώσεις που καθιέρωσε η νομολογία. Επεμβαίνει μόνο όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση το Εφετείο έχει διακριτική ευχέρεια να επέμβει και να ανατρέψει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να προβεί το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα. Τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου εκτός αν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη (βλ. μεταξύ άλλων Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (Aρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 645, Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612 και Γιάλλουρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 320.)

[*234]Ήδη αναφέραμε ότι η πιο σημαντική μάρτυρας της εφεσίβλητης ήταν η Μ.Κ.5 Ανδρούλλα Νικολαΐδου. Εσφαλμένα, εισηγήθηκε ο κ. Σωφρονίου, κρίθηκε αξιόπιστη αφού (α) είχε ήδη δώσει προηγουμένως αντιφατική κατάθεση με την οποία δεν ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα αλλά κάποιον Ανδρέα Εμάτ, (β) ενώ η Μ.Κ.5 ήταν συναυτουργός, το Κακουργιοδικείο χωρίς σοβαρό προβληματισμό και χωρίς την αναγκαία και στο βαθμό που απαιτείται προειδοποίηση του εαυτού του, αποφάσισε για την ενοχή του εφεσείοντα χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία που ούτως ή άλλως δεν υπήρχε, αφού το DNA του εφεσείοντα ήταν σε τσάντες τέτοιας κοινής χρήσης στις οποίες εύκολα μπορεί να υπάρχει το γενετικό υλικό πολλών ατόμων. Τόνισε ο συνήγορος και το γεγονός ότι στις εν λόγω τσάντες δεν ανευρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσείοντα.

Αρχίζοντας από τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ως ορθή τη δεύτερη κατάθεση της Μ.Κ.5 που υιοθέτησε κατά την ένορκη μαρτυρία της και που ενοχοποίησε τον εφεσείοντα (ενώ στην πρώτη της κατάθεση δεν τον ενοχοποιούσε), έχουμε μελετήσει την πρωτόδικη απόφαση και έχουμε προσέξει ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε τις ορθές νομκές αρχές που διέπουν το θέμα. Δεν υπάρχει νομικός κανόνας ότι αν κάποιο πρόσωπο δώσει κατάθεση στις ανακριτικές αρχές με την οποία δεν ενοχοποιεί τον κατηγορούμενο και μετέπειτα δώσει δεύτερη ή τρίτη κατάθεση με την οποία τον ενοχοποιεί, αυτή δεν μπορεί ποτέ να γίνει αποδεκτή. Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Νοουμένου ότι το δικαστήριο ικανοποιείται από τους λόγους που δίνει ο μάρτυρας γιατί να μην πει από την αρχή την αλήθεια, είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία εκείνη που συνάδει με τη νέα ενοχοποιητική για τον κατηγορούμενο κατάθεση όπως αυτή υποστηρίζεται ενόρκως από το μάρτυρα (βλ. μεταξύ άλλων Κουππής ν. Δημοκρατίας (1977) 2 C.L.R. 361, Khadar & Others v. Republic (1978) 2 C.L.R. 131, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ.172, Πουτζιουρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 σελ. 651, Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546  και πιο πρόσφατα Τεβλετιάν κ.ά. ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 512 σελ. 520.

Στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (πιο πάνω) σελ. 651 λέχθηκαν τα εξής:

[*235]«Το Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα.  Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), αντανακλά τη σωστή προσέγγιση:………….»

Στην Τεβλετιάν κ.ά. ν. Αστυνομίας (πιο πάνω) σελ. 520 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«Ως προς το ζήτημα προηγούμενων αντιφατικών καταθέσεων ενός μάρτυρα και το κατά πόσο τέτοιες καταθέσεις καθιστούν τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού, εκ προοιμίου, αναξιόπιστη, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Aρ. 2)(2000) 2 Α.Α.Δ. 628, στην οποία το προαναφερόμενο ερώτημα απαντήθηκε αρνητικά. Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στην υπόθεση Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510 όπου παρατηρήθηκε πως τα κριτήρια για την αποτίμηση αντιφάσεων σχετίζονται άμεσα με τους διαφαινόμενους λόγους που οδηγούν στην προβολή διϊστάμενων θέσεων και με την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες, προς εξυπηρέτηση ιδίου συμφέροντος. Το τελικό κριτήριο είναι η προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια………………………….»

Στην παρούσα περίπτωση η Μ.Κ.5 συνελήφθη περί την 20.30 ώρα της 6/9/06 στο χώρο στάθμευσης της εργασίας της (κατάστημα JUMBO Λεμεσού) για το αυτόφορο αδίκημα της κατοχής ναρκωτικών που είχε στην τσάντα της. Μετά από έρευνα που έγινε το ίδιο βράδυ στην οικία της μεταξύ των ωρών 20.55-21.40 (κατά την οποία ανευρέθηκαν και άλλα ναρκωτικά) οδηγήθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ όπου έγινε η φωτογράφηση των ναρκωτικών. Στη  συνέχεια μεταξύ των ωρών 20.55-01.50 της 7/9/06 έδωσε θεληματική κατάθεση (τεκμ. 38) και ακολούθως την ίδια μέρα μεταξύ των ωρών 03.50-04.15 έδωσε δεύτερη θεληματική κατάθεση. Και στις δύο αυτές καταθέσεις παραδέχεται την δική της εμπλοκή σχετικά με τα ναρκωτικά που αφορούν οι κατηγορίες αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης. Απλώς στην πρώτη θεληματική κατάθεση δεν ενοχοποιεί καθόλου τον εφεσείοντα αλλά κάποιο Ανδρέα Εμάτ, ενώ στη δεύτερη, που όπως ήδη ση[*236]μειώσαμε δόθηκε δύο ώρες μετά την πρώτη, απαλλάσσει τον Εμάτ και ενοχοποιεί τον εφεσείοντα, ότι είναι αυτός που την προμήθευσε με τα επίδικα ναρκωτικά τα οποία της ζήτησε να του τα φυλάττει. Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη κατάθεση προβάλλει τον ίδιο λόγο που ήταν η αιτία να αρχίσει τα ναρκωτικά, ένα άτυχο δηλαδή δεσμό και ότι ο Ανδρέας Εμάτ και η σύζυγος του Ξάνθια, τους οποίους γνώριζε από παλιά, ήταν επίσης «μπλεγμένοι» στα ναρκωτικά. Η ουσιαστική διαφορά της δεύτερης κατάθεσης (που υιοθέτησε η μάρτυρας ενόρκως στο δικαστήριο) είναι ότι αντί που κατονομάζει τον Ανδρέα Εμάτ ως το πρόσωπο που της έδωσε τα ανευρεθέντα ναρκωτικά για να του τα φυλάττει, κατονομάζει τον εφεσείσοντα.

Μας απασχόλησε ιδιαίτερα το πώς μέσα σε δύο ώρες η Μ.Κ.5 ενώ πρώτα ενέπλεκε τον Εμάτ μετά ενέπλεξε τον εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ως καλή εξήγηση για την αλλαγή στη στάση της τον ισχυρισμό της ότι ενώ ήταν στο γραφείο της ΥΚΑΝ όπου έδωσε την πρώτη κατάθεση, άκουσε κάποιους θορύβους που την έκαναν να σκεφθεί ότι η Αστυνομία συνέλαβε τον Εμάτ και εφόσον αυτός ήταν αθώος ένιωσε τύψεις που τον ενέπλεξε με αποτέλεσμα να αλλάξει την κατάθεση της και να πει την αλήθεια, ότι δηλαδή ο εμπλεκόμενος ήταν ο εφεσείων. Είχε επίσης εξηγήσει η Μ.Κ.5 ότι αρχικά φοβήθηκε να πει την αλήθεια γιατί φοβόταν τον εφεσείοντα.  Εξήγησε ακόμα ότι η πρώτη της σκέψη ήταν να μπλέξει τον Εμάτ αφού μαζί του είχε πρόσφατα τσακωθεί για ένα δάνειο για το οποίο προέκυψε διαφορά μεταξύ τους και γιατί δε φοβόταν τον Εμάτ όπως φοβόταν τον εφεσείοντα.

Εξετάσαμε με προσοχή τους λόγους που έδωσε το Κακουργιοδικείο για να δεχθεί την Μ.Κ.5 ως αξιόπιστη μάρτυρα παρά το ότι είχε δώσει αντιφατικές καταθέσεις και έχουμε καταλήξει ότι δεν έχει δειχθεί καλός λόγος που να επιτρέπει την επέμβαση μας. Δεν βλέπουμε το λόγο γιατί ενώ η Αστυνομία (ΥΚΑΝ) είχε την κατάθεση της Μ.Κ.5 που ενοχοποιούσε πλήρως τον εαυτό της αλλά και τον εν λόγω Εμάτ ως τον προμηθευτή των ναρκωτικών, ο οποίος μάλιστα σύμφωνα με τις δύο καταθέσεις ήταν ήδη μπλεγμένος στα ναρκωτικά, να συμβουλεύσουν αυτή όπως αλλάξει την κατάθεσή της για να ενοχοποιήσει τον εφεσείοντα.  Δόθηκε επίσης από την εφεσίβλητη καλή εξήγηση, την οποία δέχθηκε το Κακουργιοδικείο, γιατί η Μ.Κ.5 δεν οδηγήθηκε αμέσως στο κελί μετά το πέρας της πρώτης κατάθεσης της, η όλη δηλαδή ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Σημειώνουμε ότι οι δυο καταθέσεις λήφθηκαν από την Αστυνομικό 1881 [*237]Άντρη Σιεηττάνη (Μ.Κ.3).

Εξετάσαμε με προσοχή τη μαρτυρία της Μ.Κ.3 και ιδιαίτερα την όλη αντεξέτασή της και δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε που να δείχνει ότι η Μ.Κ.3 που πήρε τις δυο καταθέσεις παρώτρυνε ή πίεσε ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο οδήγησε την Μ.Κ.5 να αλλάξει την κατάθεσή της για να ενοχοποιήσει τον εφεσείοντα.  Παραθέτουμε κάποιες υποβολές που σχετίζονται με το γιατί η Μ.Κ.5 άλλαξε την κατάθεση της και που έχουν ως εξής:

«Ε. Εγώ σας λέω ότι η Αντρούλλα Νικολαΐδου μεταξύ της 01:50 που τέλειωσε η πρώτη της κατάθεση μέχρι τις 03:50 που άρχισε η δεύτερη ήταν στο μεγάλο δωμάτιο που έχετε της ΥΚΑΝ και εκεί έφεραν τον Αντρέα Εμάτ και τον είδε, γι’ αυτό έγραψε τη δεύτερη κατάθεση.

Α. Όχι. Η Νικολαΐδου ήταν στο γραφείο και συγκεκριμένα στο γραφείο Λοχιών που έχουμε, μαζί μου, το οποίο δεν έχει παράθυρο που βλέπει τα γραφεία τα υπόλοιπα. Δεν πήγε καθόλου σε άλλο γραφείο.

Ε. Εγώ σας λέω ότι είδε τον Αντρέα Εμάτ στο μεσοδιάστημα που συνελήφθη και πριν δώσει τη 2η της κατάθεση.

Α. Όχι.»

Στη σελ. 67 στη Μ.Κ.3 υπεβλήθησαν τα ακόλουθα:

«Ε. Εγώ σας υποβάλλω ότι τον Αντρέα Εμάτ τον είδατε εκείνο το βράδυ μεταξύ 2 παρά 10 το πρωϊ και 4 παρά 10 στον αστυνομικό σταθμό στις 7.9.06, γιαυτό και τον θυμάσαι.

Α. Όχι δεν τον είδα.

Ε. Και τον είδε και η Άντρη Νικολαίδου και γι’ αυτό άλλαξε την κατάθεσή της.

Α. Όχι δεν τον είδε.»

Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ως αληθή τη μαρτυρία της Μ.Κ.3 Σιεηττάνη αλλά και της Μ.Κ.5 Νικολαΐδου, ότι η τελευταία δεν είχε έλθει σε επικοινωνία με τον Εμάτ. Καταλήγουμε λοιπόν ότι το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του να δεχθεί ότι η δεύτερη κατάθεση της Μ.Κ.5 αντικατοπτρίζει την αλήθεια, [*238]εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα και τα συμπεράσματα του κρίνονται λογικά.

Άλλος ισχυρισμός της πλευράς του εφεσείοντα είναι ότι ενώ η Μ.Κ.5 ήταν συναυτουργός, η μαρτυρία της έγινε δεκτή χωρίς αυτή να αξιολογηθεί σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη μαρτυρία τέτοιων προσώπων. Εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη Μ.Κ.5 ως αξιόπιστο μάρτυρα «χωρίς σοβαρό προβληματισμό και χωρίς την αναγκαία και στο βαθμό που απαιτείται προειδοποίηση του εαυτού του». Εξετάσαμε και αυτό τον ισχυρισμό αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα. Αφού πρώτα παράθεσε τις νομικές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας συναυτουργού και αφού ορθά θεώρησε την Μ.Κ.5 ως συναυτουργό, κατέληξε, όπως είχε δικαίωμα να πράξει, ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.5 Νικολαΐδου  είναι τέτοια που δεν είχε κανένα δισταγμό να βασιστεί σε αυτή χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, αφού βέβαια προειδοποίησε κατάλληλα τον εαυτό του για τον «κίνδυνο που ελλοχεύει στο να δεχθεί την χωρίς ενίσχυση μαρτυρία της». Δήλωσε μάλιστα ότι ήταν διατεθειμένο να στηριχθεί σ’ αυτή τη μαρτυρία χωρίς ενίσχυση.

Παρά την πιο πάνω κατάληξή του το Κακουργιοδικείο προχώρησε και εξέτασε και το κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία και αποφάσισε ότι τέτοια μαρτυρία υπήρχε για τις κατηγορίες 7 και 8 αφού στα νάϋλον σακούλια που ήταν συσκευασμένα τα ναρκωτικά είχε ανευρεθεί το γενετικό υλικό (DNA) του εφεσείοντα. Υπενθυμίζουμε ότι οι 7η και 8η κατηγορίες αφορούν το ελεγχόμενο φάρμακο τάξης Β΄ δηλαδή την κάνναβη. Το γενετικό υλικό, ως περιστατική μαρτυρία μπορεί να θεωρηθεί ως ενισχυτική της μαρτυρίας της Μ.Κ.5 (βλ. μεταξύ άλλων Γιαννίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143). Σχετικά με τα χάπια έκσταση (και τα λοιπά ναρκωτικά των κατηγοριών 5 και 6 που είναι ελεγχόμενα φάρμακα τάξης Α) δεν έχει ανευρεθεί γενετικό υλικό του εφεσείοντα.

Στην περίπτωση δακτυλικών αποτυπωμάτων η ύπαρξη τους δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε εύρημα ότι το άτομο που άφησε τα αποτυπώματά του στον τόπο του εγκλήματος είναι ο δράστης.  Η άρνηση ενοχής συναρτάται και εκτιμάται σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η επαφή με το αντικείμενο του εγκλήματος. Ανάλογα δε με την εξήγηση που μπορεί να υπάρχει για την ύπαρξη τους, η παρουσία δακτυλικών αποτυπωμάτων [*239]είναι δυνατή και από μόνη της να στηρίξει καταδίκη (βλ. μεταξύ άλλων Charitonos v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40, Mantis v. Police (1981) 2 C.L.R. 234, Χατζηπέτρου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174 και Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409, σελ. 418-419).  Κατ’ αναλογία και η ύπαρξη γενετικού υλικού παρόλο που είναι αρκετή από μόνη της για να οδηγήσει σε καταδίκη, αυτό δεν είναι απαραίτητο διότι η ύπαρξη του μπορεί να έχει λογική εξήγηση.  Τότε μόνο οδηγεί σε ενοχή, εφόσο η ύπαρξή του συνεκτιμούμενη με τα άλλα περιστατικά του εγκλήματος δεν αφήνει  λογικά περιθώριο για άλλη ερμηνεία ή εξήγηση. (Γιαννίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171 και Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 331).

Στη δική μας περίπτωση, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία την ύπαρξη γενετικού υλικού του εφεσείοντα, στα εξής τεκμήρια τα οποία είχαν άμεση σχέση με τα ναρκωτικά των κατηγοριών 7 και 8. (α) Στην άσπρη νάϋλον τσάντα με την επιγραφή Chris Cash & Carry (τεκμ. 25) εντός της οποίας είχαν ανευρεθεί τα ναρκωτικά. (β) Στη μαύρη ρούχινη θήκη γιαλιών (τεκμ. 30). (γ) Σε άλλο διαφανές νάϋλον σακούλι (τεκμ. 31) το οποίο βρισκόταν μέσα στη θήκη γιαλιών μέσα στο οποίο υπήρχε κάνναβη. Τόσο η θήκη γυαλιών όσο και το νάϋλον σακούλι που περιείχε κάνναβη, βρίσκονταν στην άσπρη νάϋλον τσάντα με την επιγραφή Chris Cash & Carry (τεκμ. 25).

Δεν ήταν λοιπόν μόνο στην τσάντα Chris Cash & Carry το DNA του εφεσείοντα, ούτως ώστε να έχει εφαρμογή η εξήγηση που εισηγήθηκε ο κ. Σωφρονίου ότι δηλαδή ήταν σε τσάντα τέτοιας κοινής χρήσης που αναμένεται να βρει κανείς το γενετικό υλικό κάποιου προσώπου. Το γενετικό υλικό του εφεσείοντα ήταν και στα δύο άλλα αντικείμενα περιλαμβανομένης και της ρούχινης θήκης γιαλιών. Ενόψει δε και της θέσης του εφεσείοντα ότι με την Μ.Κ.5 δεν είχε σχέσεις ή οποιεσδήποτε συναναστροφές, ούτως ώστε να αναμενόταν και/ή να ήταν δυνατό να εναποτεθεί το γενετικό υλικό κάτω από περιστάσεις που η ύπαρξη του γενετικού υλικού να εξηγείτο με τρόπο που να μην οδηγεί κατ’ ανάγκη σε ενοχή, η υπόθεση της εφεσίβλητης αποδεικνυόταν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως ορθά κατάληξε και το Κακουργιοδικείο. Από τη στιγμή που η μαρτυρία της Μ.Κ.5 ενισχύετο σε ένα πολύ σημαντικό μέρος της, για τα ναρκωτικά δηλαδή των κατηγοριών 7 και 8, τότε και η μαρτυρία της για τα ναρκωτικά των κατηγοριών 5 και 6 ορθά έγινε αποδεκτή αφού άλλωστε το Κακουργιοδικείο δήλωσε, προειδοποιώντας τον [*240]εαυτό του, ότι ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία της έστω και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα τόνισε και το γεγονός ότι δεν είχαν ανευρεθεί οιαδήποτε δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσείοντα και το Κακουργιοδικείο δεν σχολίασε το γεγονός αυτό. Από τη στιγμή που είχε ανευρεθεί το γενετικό υλικό του εφεσείοντα, την ύπαρξη του οποίου αξιολόγησε το Κακουργιοδικείο, το γεγονός ότι δεν υπήρχαν και δακτυλικά αποτυπώματα δεν αλλάζει την κατάσταση. Επομένως το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με την ανυπαρξία δακτυλικών αποτυπωμάτων του εφεσείοντα, δεν αφαιρεί οτιδήποτε από τη δύναμη της υπόθεσης της εφεσίβλητης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

Στρεφόμαστε τώρα στην έφεση κατά της ποινής. Ήταν η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι αν λαμβάνονταν ορθά υπόψη το νεαρό της ηλικίας του, το λευκό μητρώο και οι υπόλοιποι ελαφρυντικοί παράγοντες, έπρεπε οι ποινές να ήταν χαμηλότερες. Διευκρίνησε ο συνήγορος ότι ουσιαστικά αμφισβητεί την ποινή φυλάκισης των 10 ετών, αλλά αν αυτή μειωθεί τότε λογικά πρέπει να μειωθούν κατ’ αναλογία και οι υπόλοιπες ποινές.

Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα ανάφερε ο κ. Σωφρονίου.  Έχοντας υπόψη ότι η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή για τις κατηγορίες 6 και 8 είναι φυλάκιση μέχρι και διά βίου, το δε Κακουργιοδικείο επέβαλε 10 χρόνια και 5 αντίστοιχα, θα καταλήγαμε ότι η ποινή δεν είναι έκδηλα υπερβολική. Έχουμε όμως προσέξει το εξής  που παρόλο που δεν έχει θιγεί από πλευράς του εφεσείοντα, μπορούμε να το λάβουμε υπόψη υπέρ του. Ενώ εναντίον της Μ.Κ.5 υπήρχε τόσο δυνατή μαρτυρία, η δίωξη εναντίον της είχε ανασταλεί, προφανώς για να χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Παρόλο που η ενέργεια αυτή εμπίπτει στη συνταγματική διακριτική ευχέρεια του Γενικού Εισαγγελέα και δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο, εντούτοις το Δικαστήριο έχει δικαίωμα και συνήθως λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό ως μετριαστικό παράγοντα για το συγκατηγορούμενο προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείριση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος (βλ. μεταξύ άλλων Georghiou & Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Καττου κ.ά. [*241]ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 104).

Εδώ το Κακουργιοδικείο δε φαίνεται να ασχολήθηκε με τέτοιο θέμα. Επομένως το θεωρούμε δίκαιο και ορθό να επέμβουμε και να μειώσουμε κάπως την επιβληθείσα στον εφεσείσοντα ποινή και ουσιαστικά αυτή της 6ης κατηγορίας από 10 έτη σε 8. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες δεν βρίσκουμε λόγο γιατί να μειωθούν οι ποινές.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται. Η έφεση κατά της ποινής επιτυγχάνει. Η ποινή των 10 ετών της 6ης κατηγορίας μειώνεται σε 8 έτη και συντρέχει με τις υπόλοιπες επιβληθείσες από το Κακουργιοδικείο ποινές.

H έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται. H έφεση εναντίον της ποινής επιτρέπεται. H ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο