Αθηνής Σωτήρης ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 256

(2008) 2 ΑΑΔ 256

[*256]10 Απριλίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΩΤΗΡΗΣ ΑΘΗΝΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 45/2007)

 

Ποινή ― Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α (4.988,3 γραμμάρια κοκαΐνης (2η κατηγορία) ― Κατοχή του πιο πάνω ελεγχόμενου φαρμάκου (3η κατηγορία) ― Κατοχή της ίδιας παράνομης ύλης με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (4η κατηγορία) ― Εφεσείων ηλικίας 51 ετών κατά την καταδίκη, είναι πατέρας τριών παιδιών εκ των οποίων το ένα ανήλικο ― Είχε χρόνια ανάμειξη στο σοβαρό έγκλημα με τρεις προηγούμενες καταδίκες ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 20 ετών στη δεύτερη κατηγορία και 20 ετών στην τέταρτη κατηγορία ― Οι ποινές χαρακτηρίστηκαν μεν αυστηρές, δεν κρίθηκαν όμως έκδηλα υπερβολικές ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για μείωσή τους.

Απόδειξη ― Μαρτυρία συναυτουργού ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Κατά πόσο το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές της νομολογίας πριν καταδικάσει τον εφεσείοντα επί τη βάσει μαρτυρίας συναυτουργού χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ― Κατά πόσο το Κακουργιοδικείο μπορούσε να στηριχθεί σε μαρτυρία παρά τη διαπίστωσή του για ύπαρξη αντιφάσεων μεταξύ της κατάθεσης μάρτυρα στην Αστυνομία και της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου.

Ναρκωτικά ― Κατοχή ναρκωτικών ― Άρθρο 2 (3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν.29/77) όπως τροποποιήθηκε ― Ποιο άτομο θεωρείται ότι έχει την κατοχή για σκο[*257]πούς του Νόμου.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ναρκωτικά ― Εισαγωγή, κατοχή και εμπορία ― Ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής.

Συνομωσία ― Αθώωση κατηγορουμένου σε κατηγορία για συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος ― Κατά πόσο ο κατηγορούμενος έπρεπε να αθωωθεί και στις άλλες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε.

Μετά από πληροφορία ότι στις 16.6.06 σε πτήση προερχόμενη από Ζυρίχη θα επέβαινε ένα άτομο στις αποσκευές του οποίου πιθανόν να υπήρχαν ναρκωτικά και θα συνοδεύετο από μια κοπέλα και ότι τα άτομα αυτά θα προέρχονταν από τη Βραζιλία, η ΥΚΑΝ Λάρνακας οργάνωσε σχέδιο ανεύρεσης των υπόπτων, αποτέλεσμα του οποίου ήταν ο εντοπισμός του πρώην κατηγορουμένου 1 A. F. Modesto (μεταφορέα των ναρκωτικών) και της ΜΚ1, Eloisa Aparedica Ferraz. Τα άτομα αυτά τέθηκαν υπό παρακολούθηση στο χώρο του αεροδρομίου Λάρνακας. Οι αστυνομικοί αντελήφθησαν την ΜΚ1 να συνομιλεί με τον κατηγορούμενο 2 (εφεσείοντα) στην παρουσία του κατηγορουμένου 3 Μ. Κακκανθύμη. Σε έλεγχο στο χώρο του Τελωνείου διαπιστώθηκε ότι τα ναρκωτικά βρίσκονταν μεταξύ φόδρας και πάτου της τσάντας του κατηγορουμένου 1, σε μαύρο πλαστικό περιτύλιγμα. Ήταν παραδεκτό γεγονός ότι η ΜΚ1 γνώρισε τον κατηγορούμενο 2 τους πρώτους μήνες του 2006 όταν ο τελευταίος είχε μεταβεί στη Βραζιλία. Αυτή δεν γνώριζε προηγουμένως τον μεταφορέα των ναρκωτικών, κατηγορούμενο 1.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο μετά από ακροαματική διαδικασία στις ακόλουθες κατηγορίες.

(α) εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, ήτοι 4.988,3 γραμμαρίων κοκαΐνης (δεύτερη κατηγορία στο κατηγορητήριο).

(β) κατοχή του πιο πάνω ελεγχόμενου φαρμάκου (τρίτη κατηγορία στο κατηγορητήριο) και

(γ) κατοχή της ίδιας παράνομης ύλης με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (τέταρτη κατηγορία στο κατηγορητήριο).

Ο εφεσείων αθωώθηκε σε κατηγορία για συνωμοσία προς διάπρα[*258]ξη κακουργήματος.

Βασικός μάρτυρας κατηγορίας ήταν η Eloisa ΜΚ1, η οποία ήταν συνεργός στη διάπραξη των εγκλημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων. Η μαρτυρία της έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο ως αληθής, χωρίς να αναζητηθεί άλλο ενισχυτικό στοιχείο αυτής το οποίο να εμπλέκει τον εφεσείοντα στη διάπραξη των εγκλημάτων, με τα οποία κατηγορείτο. Η μαρτυρία αυτή οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος.

Μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Α.F. Modesto, κατηγορούμενος 1 ενώπιον του Κακουργιοδικείου και πρώην συγκατηγορούμενος του εφεσείοντος, ο οποίος είχε παραδεχθεί τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, παρόμοιες με αυτές που προσάφθηκαν εναντίον του εφεσείοντος και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης14 ετών. Ο κατηγορούμενος 3 αθωώθηκε σε όλες τις κατηγορίες.

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 20 ετών στη 2η κατηγορία και 20 ετών στην 4η κατηγορία.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος επεχείρησε να πείσει το Ανώτατο Δικαστήριο πως η απόφαση του Κακουργιοδικείου να αποδεχτεί ως αληθή τη μαρτυρία της Eloisa, ήταν νομικά εσφαλμένη. Υποστήριξε πως αυτή ως συνεργός στη διάπραξη των εγκλημάτων είχε κάθε λόγο να προσπαθήσει να απαλλάξει τον εαυτό της, προσφέροντας στην Αστυνομία υπηρεσίες με στόχο την εμπλοκή του εφεσείοντος. Επιπροσθέτως υποστήριξε πως η Eloisa έδωσε δύο αντικρουόμενες εκδοχές, στη δεύτερη από τις οποίες εμπλεκόταν απ’ ευθείας ο εφεσείων. Η δε εκδοχή που προβλήθηκε στη δεύτερη κατάθεσή της ήταν σε πλήρη συμφωνία με τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι οι αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε η Eloisa ήταν επουσιώδεις σε σχέση με τα κύρια γεγονότα της υπόθεσης και ότι έγιναν στα πλαίσια της απέλπιδας προσπάθειάς της να αποστασιοποιηθεί, από παρανομία τόσο σοβαρής μορφής.  Παρά ταύτα τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη κατάθεσή της, αναφέρεται στο παράνομο περιεχόμενο της βαλίτσας του Modesto και κατονομάζει ως αποδέκτη της βαλίτσας αυτής τον εφεσείοντα.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος ισχυρίστηκε επίσης ότι: 1) Η Αστυνομία έστησε ολόκληρη επιχείρηση για να παγιδεύσει τον εφεσείοντα, 2) ο εφεσείων, εφόσον αθωώθηκε στην κατηγορία της συνωμοσίας, κατά λογική συνέπεια θα έπρεπε να αθωωθεί και στις υπόλοιπες κατηγορίες, σ’ αυτές δηλαδή της εισαγωγής και κατοχής ναρκωτικών και 3) ο εφεσείων δεν είχε οποιαδήποτε φυσική επαφή με τα ναρκωτικά.

[*259]Ο εφεσείων εφεσίβαλε και την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Κακουργιοδικείο ορθά αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Eloisa ως αληθή. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και κατά νόμο εφόσον από ολόκληρο το περιεχόμενό της διαφαίνεται πως το Δικαστήριο γνώριζε τον κίνδυνο που ελλόχευε να δεχτεί τη μαρτυρία της, ως συναυτουργού στο έγκλημα, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

2.  Ο ισχυρισμός για παγίδευση του εφεσείοντος παρέμεινε μετέωρος όχι μόνο γιατί δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο που να οδηγεί έστω σε τέτοια υπόνοια, αλλά και γιατί η παραδεκτή εξέλιξη των γεγονότων αφ’ εαυτής καταρρίπτει τον ισχυρισμό.

3.  Οι κατηγορίες, στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων, και οι λεπτομέρειές τους δεν είχαν καμία σχέση με την κατηγορία της συνωμοσίας. Τα συστατικά στοιχεία των τριών κατηγοριών, στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων αποδείχθηκαν στη βάση της μαρτυρίας της Eloisa. Οι κατηγορίες αυτές ήταν εντελώς ανεξάρτητες από την κατηγορία της συνωμοσίας η οποία και να μην υπήρχε στο κατηγορητήριο δεν θα μετέβαλλε το αποτέλεσμα της απόφασης.

4.  Η έννοια της κατοχής έχει τέτοια ευρύτητα ούτως ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις φύλαξης ναρκωτικών σε υποστατικό τρίτου, εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον έλεγχό τους. Ως εκ τούτου η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης. Η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή.

5.  Με δεδομένο το βεβαρημένο ποινικό μητρώο του εφεσείοντος και με τις κατηγορίες στις οποίες αυτός βρέθηκε ένοχος, δεν δικαιούται να ζητά επιείκεια. Η ποινή που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο είναι μεν αυστηρή, αποτελεί όμως ορθό μέτρο αντιμετώπισής του.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Καΐμης v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 662,

Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211,

[*260]Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409,

R. v. Blake 68 Cr. R. 1,

R. v. Peaston 69 Cr. App. R. 203.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λάρνακας (Λιάτσος, Π.E.Δ., Πογιατζής, A.E.Δ., Xατζηγιάννη, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 10154/06), ημερομηνίας 26/1/07 και 1/2/07.

Γ. Γεωργίου, με Χρ. Τσιέλεπο και Α. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

Ελ. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ και Ηλ. Στεφάνου μαζί με Λ. Πασχαλίδη και Ε. Παπαλοϊζου, ασκούμενους δικηγόρους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας σε τρεις κατηγορίες:

(α) εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, ήτοι 4.988,3 γραμμαρίων κοκαΐνης (δεύτερη κατηγορία στο κατηγορητήριο)

(β) κατοχή του πιο πάνω ελεγχόμενου φαρμάκου (τρίτη κατηγορία στο κατηγορητήριο) και

(γ) κατοχή της ίδιας παράνομης ύλης με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (τέταρτη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου).

Υπήρχε ακόμη μία κατηγορία, 1η στο κατηγορητήριο, για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος στην οποία ο εφεσείων αθωώθηκε. Συγκατηγορούμενοι του εφεσείοντος ήσαν και δύο άλλα πρόσωπα, ο Aparecido Francisco Modesto, 1ος κατηγορούμενος και ο Μιχάλης Κακκανθύμης 3ος κατηγορούμενος. Ο 3ος κατηγορούμενος αθωώθηκε σε όλες τις κατηγορίες. Ο 1ος παραδέχθηκε τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, παρόμοιες με αυτές [*261]που προσάφθηκαν εναντίον του εφεσείοντος, και του επιβλήθηκαν στις 31.7.06, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 14 ετών. Κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης. Στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, που αφορούσε μόνο τον εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο τον έκρινε ένοχο στις κατηγορίες που αναφέρονται στην αρχή της απόφασης μας. Επέβαλε δε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης 20 χρόνων στη 2η κατηγορία, και 20 χρόνων στην 4η κατηγορία. Δεν επιβλήθηκε ποινή στην 3η κατηγορία, εφόσον κρίθηκε, ορθά, πως τα γεγονότα αυτής της κατηγορίας καλύπτονταν πλήρως από αυτά της 4ης κατηγορίας.

Η μακροσκελής απόφαση του Κακουργιοδικείου αποκαλύπτει διάφανα την επιμέλεια που επέδειξε κατά την ετοιμασία της απόφασης, σε μια υπόθεση στην οποία βασικός και μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας ήταν η Εloisa Aparecida Ferraz ΜΚ1, η οποία ήταν ομολογουμένως συνεργός στη διάπραξη των εγκλημάτων που αντιμετώπιζε ο εφεσείων. Η μαρτυρία της έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο ως αληθής, χωρίς να αναζητηθεί  άλλο ενισχυτικό στοιχείο αυτής το οποίο να εμπλέκει τον εφεσείοντα στη διάπραξη των εγκλημάτων, με τα οποία κατηγορείτο. Με αυτό το δεδομένο στις 40 σελίδες, από τις 57 της απόφασης του Κακουργιοδικείου, γίνεται εκτεταμένη ανάλυση της μαρτυρίας της Eloisa με παραδειγματική λεπτομέρεια που αγγίζει, θα λέγαμε, τα όρια της σχολαστικότητας, νόμιμης όμως και επιθυμητής εφόσον, όπως ήδη επισημάναμε, η μαρτυρία της Εloisa οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντος. Είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που ο δικηγόρος του εφεσείοντος είχε δύσκολο έργο να επιτελέσει ενώπιον μας. Να μας πείσει δηλαδή πως η απόφαση του Κακουργιοδικείου, να αποδεχτεί ως αληθή τη μαρτυρία της Εloisa, ήταν νομικά εσφαλμένη. Το δύσκολο αυτό, αν όχι αδύνατο έργο, αναγνώρισε και ο ίδιος ο συνήγορος.

Η ευθυγραμμισμένη αρχή της νομολογίας μας είναι πως το εφετείο δεν επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν αυτές βασίζονται στη θετική αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Η αρχή αυτή δεν είναι αυθαίρετη, μήτε και καθιερώθηκε για να διευκολύνεται το έργο του εφετείου.  Στηρίζεται στη λογική των πραγμάτων και στις θεσμοθετημένες δικαστικές διαδικασίες. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρουσιάζονται οι μάρτυρες οι οποίοι και καταθέτουν δια ζώσης. Εξετάζονται, αντεξετάζονται και επανεξετάζονται, κάποτε μάλιστα σε τέτοιο εξαντλητικό βαθμό ώστε να αγγίζει τα όρια της κατάχρησης του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων. Αυτό έχει επισημανθεί τα τελευταία χρόνια και στην Αγγλία, χώρα όπου ο [*262]τρόπος αυτός εξέτασης μαρτύρων έχει πηγή το Κοινοδίκαιο. Ο δικάζων, επομένως, δικαστής βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τη ζωντανή διαδικασία και να κρίνει από το σύνολο της συμπεριφοράς του μάρτυρα την έμφυτη  κλίση του προς την φιλαλήθεια ή το ψεύδος. Όταν βεβαίως αναφερόμαστε σε συμπεριφορά του μάρτυρος δεν εννοούμε το ύφος με το οποίο εξωτερικεύει τη μαρτυρία του, γιατί μπορεί π.χ. να έχει υποκριτικές ικανότητες ή αντίθετα κάποια εγγενή  αδυναμία στην εκφορά του λόγου. Εννοούμε, κατά κύριο λόγο, το περιεχόμενο της μαρτυρίας το οποίο ελέγχεται με τη βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής. Ασφαλώς στην αξιολόγηση όλων των πιο πάνω κυρίαρχο ρόλο έχει ο δικαστής που χρησιμοποιεί εκτός από τις νομικές του γνώσεις και  την εμπειρία και κοινή λογική. Με αυτά τα κριτήρια, και στη βάση του συνόλου της συμπεριφοράς του μάρτυρα, κρίνει για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Το εφετείο βεβαίως μπορεί να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις και να καταλήξει σε διαφορετική κρίση, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.

Στην υπόθεση που εξετάζουμε αναμενόταν, και αυτό έγινε, ο δικηγόρος του εφεσείοντος να υποβάλει σε εξαντλητική αντεξέταση την Eloisa, εφόσον ήταν η μοναδική μάρτυρας επί της ουσίας της υπόθεσης. Το Κακουργιοδικείο έκρινε στο τέλος πως η μαρτυρία της Eloisa δεν κλονίστηκε σε κανένα σημείο. Για τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω καθίσταται δύσκολο το έργο μας, υπό την έννοια πως αναγκαστικά θα πρέπει να επαναλάβουμε αυτά που είπε το Κακουργιοδικείο το οποίο, όπως ήδη αναφέραμε, αφιερώνει 45 σελίδες από την απόφαση του στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Eloisa.

Ο κεντρικός πυρήνας της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου του εφεσείοντος, για να πλήξει την αξιοπιστία της Eloisa, βρίσκεται στο γεγονός πως αυτή ήταν συνεργός στη διάπραξη των εγκλημάτων, αντικείμενο των κατηγοριών, που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και γι’ αυτό είχε κάθε λόγο, ισχυρίστηκε ο συνήγορος, να προσπαθήσει να απαλλάξει τον εαυτό της, προσφέροντας στην Αστυνομία υπηρεσίες προς την κατεύθυνση εμπλοκής και καταδίκης του εφεσείοντος, κάτι που πέτυχε, γιατί στο τέλος η ίδια όχι μόνο δεν αντιμετώπισε οποιεσδήποτε κατηγορίες αλλά ήταν και η βασική και μοναδική μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του εφεσείοντος. Η φιλαλήθεια της ετέθη επίσης εν αμφιβόλω [*263]εφόσον είχε δώσει δύο καταθέσεις στην Αστυνομία. Στην πρώτη προσποιείτο πως δεν γνώριζε πως στις βαλίτσες υπήρχε παράνομο υλικό ενώ στην δεύτερη κατάθεση, που ακολούθησε μετά από πολύωρη συνέντευξη με αστυνομικό της ΥΚΑΝ, πρόβαλε την εκδοχή σύμφωνα με την οποία εμπλεκόταν απ΄ευθείας ο εφεσείων στην υπόθεση. Η εκδοχή που προβλήθηκε στη δεύτερη κατάθεση ήταν σε πλήρη συμφωνία με τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο. Προτού προχωρήσουμε, και για να γίνονται αντιληπτά αυτά που λέγουμε, πρέπει να συνοψίσουμε τα γεγονότα της υπόθεσης, αρχίζοντας από τα κοινώς αποδεχτά όπως έχουν καταγραφεί στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.

«Η ΥΚΑΝ Λάρνακος έλαβε πληροφορία ότι στις 16.6.06 και σε πτήση προερχόμενη από Ζυρίχη θα επέβαινε ένα πρόσωπο στις αποσκευές του οποίου πιθανόν να υπήρχαν ναρκωτικά. Σύμφωνα με την πληροφορία τόσο το πρόσωπο αυτό, όσο και κοπέλα που ίσως τον συνόδευε, προερχόντουσαν από τη Βραζιλία. Οργανώθηκε σχέδιο ανεύρεσης των υπόπτων, αποτέλεσμα του οποίου ήταν ο εντοπισμός του πρώην κατηγορούμενου 1 και της ΜΚ1, Eloisa Αparecida Ferraz.  Ήταν τα μόνα πρόσωπα με Βραζιλιάνικο διαβατήριο στην πιο πάνω πτήση. Τέθηκαν υπό παρακολούθηση στο χώρο του Αεροδρομίου Λάρνακας. Οι αστυνομικοί που τους παρακολουθούσαν αντελήφθησαν την ΜΚ1 να συνομιλεί με τον κατηγορούμενο 2 στην παρουσία του κατηγορούμενου 3. Οι δύο τελευταίοι βρισκόντουσαν επίσης στο χώρο των κτιρίων του Αεροδρομίου Λάρνακας. Όταν ο κατηγορούμενος 1 προσπάθησε να κατευθυνθεί προς το χώρο στάθμευσης των ταξί τα αστυνομικά όργανα παρενέβησαν και συνέλαβαν τόσο τους δύο Βραζιλιάνους, όσο και τους κατηγορούμενους 2 και 3.  Σε έλεγχο που έλαβε χώρα στο χώρο του Τελωνείου διαπιστώθηκε ότι ο πάτος της τσάντας του κατηγορούμενου 1 δεν ήταν φυσιολογικός. Με μαχαίρι αφαιρέθηκε η φόδρα και εντοπίστηκε ότι μεταξύ φόδρας και πάτου υπήρχε μαύρο πλαστικό περιτύλιγμα εντός του οποίου ανευρέθησαν τα επίδικα ναρκωτικά. Προσθέτουμε ότι σύμφωνα με την ενώπιον μας μαρτυρία, είναι ουσιαστικά παραδεκτό γεγονός ότι η ΜΚ1 γνώρισε τον κατηγορούμενο 2 προ μερικών μηνών, τον Μάρτιο του 2006 (Τεκμήριο 13), στη Βραζιλία, όπου μετέβηκε ο κατηγορούμενος αυτός.»

H μαρτυρία της Eloisa ενώπιον του Κακουργιοδικείου καταλαμβάνει πολλές σελίδες της απόφασης. Θα προσπαθήσουμε να τη συνοψίσουμε, εντοπίζοντας μόνο τα ουσιώδη γεγονότα που [*264]αφορούν στην υπόθεση που συζητούμε. Η Eloisa κατάγεται από τη Βραζιλία, στα 16 της όμως πήγε να εργαστεί στην Παραγουάη. Εκεί γνώρισε κάποιο Λιβάνιο Mohamed Ghutme με τον οποίο συνήψε ερωτικές σχέσεις. Κατά τη διάρκεια της γνωριμίας τους η Eloisa αντιλήφθηκε πως ο εραστής της είχε εγκληματική δράση. Συγκεκριμένα, σε μια περίπτωση της ζήτησε να χρησιμοποιήσει πλαστές πιστωτικές κάρτες για ανάληψη χρημάτων ενώ σε άλλη τον άκουσε να συζητά με φίλο του για διακίνηση ναρκωτικών. Ο εραστής της, της ζήτησε να μεταφέρει ναρκωτικά στο Λίβανο διαβεβαιώνοντας την πως δεν κινδύνευε μια και θα παρουσιαζόταν στις τελωνειακές αρχές ως γυναίκα του. Της υποσχέθηκε δε πως με τα χρήματα που θα κέρδιζαν θα αγόραζαν το δικό τους σπίτι και θα έκαναν οικογένεια. Η Eloisa δέχτηκε και το 1999 μετέφερε μέσα στην ταξιδιωτική της βαλίτσα 2.5 κιλά κοκαϊνης στο Λίβανο. Η κοκαΐνη ήταν κρυμμένη σε ψεύτικο πάτο της βαλίτσας. Συνελήφθη όμως κατά την άφιξη της από τις αστυνομικές αρχές της χώρας και τέθηκε υπό κράτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας, όπως είπε η ίδια, υπέστη βασανιστήρια. Καταδικάστηκε σε 6 χρόνια φυλάκιση. Όταν αποφυλακίστηκε επέστρεψε στον εραστή της γιατί, όπως είπε, τον αγαπούσε πολύ. Ακολούθησε όμως και δεύτερη μεταφορά ναρκωτικών από την ίδια με την προτροπή του εραστή της, αυτή τη φορά στη Ζυρίχη. Αρχές Ιουνίου του 2006 ήλθε η σειρά της Κύπρου. Ο εραστής της ζήτησε να συνοδεύσει στην Κύπρο το πρόσωπο που θα μετέφερε τα ναρκωτικά. Η αποστολή της ίδιας ήταν να υποδείξει το πρόσωπο αυτό στον εφεσείοντα, ο οποίος θα τους περίμενε στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Η Eloisa είχε γνωρίσει τον εφεσείοντα τους πρώτους μήνες του 2006 στη Βραζιλία, σε σπίτι κάποιου φίλου του εραστή της. Η Eloisa δεν γνώριζε προηγουμένως τον μεταφορέα ο οποίος ήταν ο Modesto, κατηγορούμενος 1 ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Στις 15.6.2006 η Eloisa ξεκίνησε από τη Βραζιλία με προορισμό την Κύπρο μέσω Ζυρίχης. Κατά τη διάρκεια των πτήσεων δεν είχε καμιά επαφή με το Modesto. Του μίλησε για πρώτη φορά όταν έφθασαν στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Όταν πέρασαν και οι δυο τους από τον έλεγχο διαβατηρίων και παρέλαβαν τις ταξιδιωτικές τους βαλίτσες βγήκαν από τον χώρο και προχώρησαν στην έξοδο των κτιρίων του αεροδρομίου. Η Eloisa συνάντησε εκεί τον εφεσείοντα, ο οποίος συνοδευόταν από ακόμη ένα άτομο, τον κατηγορούμενο 3 ενώπιον του Κακουργιοδικείου, τον οποίο αφού χαιρέτισε του είπε στα αγγλικά: «αυτό είναι το άτομο», δείχνοντας του τον Modesto που στεκόταν λίγο πιο μακριά. Ο εφεσείων τότε της είπε να πει στον Modesto να πάρει ένα ταξί να πάει σε ένα ξενοδοχείο και απ’ εκεί να τηλεφωνήσει σε όποι[*265]ον έπρεπε να τηλεφωνήσει. Ο εφεσείων είπε επίσης στην Eloisa να μείνει εκεί, ενώ ο ίδιος, με τον κατηγορούμενο 3 που ενεργούσε ως οδηγός του, εισήλθαν πάλι στα κτίρια του αεροδρομίου. Η Eloisa τηλεφώνησε στον εραστή της στην Βραζιλία και του ανέφερε αυτά που της είπε ο εφεσείων. Ο εραστής της, της έδωσε οδηγίες να κάνει ακριβώς ό,τι της έλεγε ο εφεσείων. Ο Modesto τότε πλησίασε την Eloisa και της ζήτησε να χρησιμοποιήσει το κινητό της τηλέφωνο. Η ίδια αρνήθηκε να του το δώσει, επαναλαμβάνοντας του τις οδηγίες που έδωσε ο εφεσείων.  Η Eloisa ξαναμπήκε στο κτίριο του αεροδρομίου για να βρει τον εφεσείοντα ο οποίος και της επανέλαβε τις οδηγίες του. Κατά την Eloisa σ’ αυτό το χρονικό σημείο της διαδικασίας ο εφεσείων φαινόταν νευρικός, ανήσυχος και έδειχνε πως δεν ήθελε να βρίσκεται κοντά στην Eloisa. Η Eloisa βγήκε πάλι από το κτίριο συνάντησε τον Modesto και του επανέλαβε τις οδηγίες του εφεσείοντα. Προχώρησαν προς τον χώρο στάθμευσης των ταξί, οπόταν και επενέβη η Αστυνομία η οποία συνέλαβε τον εφεσείοντα, τους δύο άλλους κατηγορούμενους και την Eloisa.

Η Αστυνομία είχε προφανώς, και τούτο είναι δεκτό, πληροφορίες για την πιθανή διακίνηση ναρκωτικών. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει ο δικηγόρος του εφεσείοντος, καθώς αναμενόταν, υπέβαλε σε εξαντλητική αντεξέταση την Eloisa. Όταν λέμε εξαντλητική δεν εννοούμε πως ο συνήγορος είχε πρόθεση να ταλαιπωρήσει τη μάρτυρα για να προκληθεί η ψυχική της κατάρρευση, αλλά για να καλύψει κάθε λεπτομέρεια της μαρτυρίας της η οποία, από μόνη της, εφόσον γινόταν αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο ως αληθής θα οδηγούσε τον εφεσείοντα στην καταδίκη. Έχουμε ήδη αναφερθεί στα δύο βασικά κεφάλαια στα οποία επικεντρώθηκε η αντεξέταση. Το πρώτο αφορά στο γεγονός πως η Eloisa έδωσε δύο καταθέσεις στην Αστυνομία και το δεύτερο πως με τη βοήθεια που έδωσε στην Αστυνομία ανέμενε η ίδια να μην αντιμετωπίσει τις συνέπειες της δικής της εγκληματικότητας, επιρρίπτοντας στον εφεσείοντα την ευθύνη ενώ ο τελευταίος, καθώς ισχυριζόταν,  ήταν αθώος. Το ελατήριο, επομένως, της Αστυνομίας ήταν να εμπλέξει τον εφεσείοντα στη διακίνηση των ναρκωτικών για να επιτύχει την καταδίκη του.

Ενόψει αυτής της γραμμής της υπεράσπισης του εφεσείοντος το Κακουργιοδικείο, όπως επανειλημμένα έχουμε πει, καταπιάνεται με όλα τα θέματα που ηγέρθησαν στην υπόθεση με πολλή λεπτομέρεια και διεισδυτικότητα. Αναφορικά δε με τις δύο καταθέσεις που έδωσε η Eloisa το Κακουργιοδικείο λέγει τα εξής σημαντικά, που η ορθότητα τους καταδεικνύεται και από τη σύ[*266]γκριση των δύο καταθέσεων.

«Προσεκτική ανασκόπηση των πιο πάνω διαφορών αλλά και των στοιχείων που παρέμειναν αναντίλεκτα μέσα στις δύο καταθέσεις, καταδεικνύει αφενός ότι οι αντιθέσεις είναι περιθωριακής και μόνο μορφής σε σχέση με τα κύρια γεγονότα της υπόθεσης και αφετέρου ότι σε κανένα στάδιο των αναφορών της μάρτυρας δεν εντοπίζονται αντιφατικές θέσεις τέτοιας έκτασης και υφής που να κηλιδώνουν τον πυρήνα των αναφορών της περί εμπλοκής του κατηγορούμενου. Ό,τι μπορεί να εξαχθεί ως συμπέρασμα από τις προαναφερθείσες αντιφάσεις είναι η απέλπιδα, αρχική προσπάθεια της Eloisa να αποστασιοποιηθεί, από παρανομία τόσο σοβαρής μορφής, δηλώνοντας άγνοια και προσποιούμενη έκπληξη περί της ύπαρξης των ναρκωτικών, φροντίζοντας ταυτόχρονα να καλύψει, για τους λόγους που έχουμε ήδη εκθέσει, τους συνεργάτες της στη Βραζιλία. Παρά ταύτα τόσο μέσα στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη κατάθεση της, αναφέρεται σε παράνομο περιεχόμενο της βαλίτσας του Modesto και στο δικό της ρόλο να τον παρακολουθεί. Πολύ πιο σημαντικό, κατονομάζει ως αποδέκτη της βαλίτσας αυτής και στις δύο καταθέσεις της τον κατηγορούμενο. Οι κύριες αυτές αναφορές παρέμειναν αμετάβλητες. Τέθηκαν δε και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου με την προσθήκη σειράς λεπτομερειών, γεγονός αναμενόμενο μέσα στα πλαίσια της πολυήμερης και αναλυτικής μαρτυρίας της ΜΚ1.»

Αναφορικά με τον ισχυρισμό πως η Αστυνομία έστησε ολόκληρη επιχείρηση για να παγιδεύσει τον εφεσείοντα έχουμε κι εμείς τη γνώμη πως αυτός παρέμεινε μετέωρος όχι μόνο γιατί δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο που να οδηγεί έστω σε τέτοια υπόνοια, αλλά και γιατί η παραδεκτή εξέλιξη των γεγονότων αφ’ εαυτής καταρρίπτει τον ισχυρισμό. Η μεταφορά και η ανεύρεση των ναρκωτικών είναι γεγονός. Η παρουσία του εφεσείοντος στο αεροδρόμιο για να παραλάβει την Εloisa είναι επίσης γεγονός. Αυτά δεν τα σχεδίασε η Αστυνομία. Ο ίδιος ο εφεσείων είπε στην ανώμοτη κατάθεση του πως πήγε στο αεροδρόμιο για να παραλάβει την Eloisa, η οποία θα έμενε μαζί του για να τον βοηθήσει στην εξεύρεση καλλιτέχνιδων από τη Βραζιλία για τα καμπαρέ που διαχειρίζεται. Ο εφεσείων είπε επίσης στην κατάθεση του πως το πρωί της ίδιας ημέρας τον επισκέφθηκε η Αστυνομία για να του διαβιβάσει πληροφορία  πως διέτρεχε κίνδυνο η ζωή του από εγκληματικά στοιχεία. Προκύπτει λοιπόν το εύλογο ερώτημα, που εμείς θέτουμε, αν ο εφεσείων σκοπό είχε [*267]μόνο να παραλάβει την Eloisa, για να μείνει μαζί του, γιατί δεν το έπραξε αναχωρώντας αμέσως από το αεροδρόμιο, όταν αυτή βγήκε από τα κτίρια;

Η μαρτυρία όμως της Eloisa, ως προς την κρίσιμη συνομιλία που είχε με τον εφεσείοντα στο αεροδρόμιο Λάρνακας, επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία του Λοχία Μάριου Ανδρέου (ΜΚ4) ο οποίος, υπό κάλυψη, είχε πλησιάσει τον εφεσείοντα ώστε να ακούει καθαρά τι έλεγε. Τον άκουσε να τηλεφωνά σε κάποιο πρόσωπο και να του λέγει στα αγγλικά «tell him to separate and to go alone with a taxi to Holiday Inn in Limassol”. Είδε επίσης πως έκανε νόημα στην Eloisa, που βρισκόταν στην είσοδο του κτιρίου, να μείνει εκεί. Μόλις δε η Αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη της Eloisa άκουσε τον εφεσείοντα να λέει στον κατηγορούμενο 3 «τέλειωνε φεύκουμε τζιαι επιάαν τους». Ο ίδιος ο εφεσείων στην ανώμoτη κατάθεση του και ο κατηγορούμενος Modesto, ο οποίος κλήθηκε και έδωσε μαρτυρία  από την υπεράσπιση, προσπάθησαν να δώσουν διαφορετικό νόημα στην κρίσιμη συνομιλία μεταξύ της Εloisa και του εφεσείοντος,  αλλάζοντας τις λέξεις κατά τέτοιο τρόπο που ηχητικά να μοιάζουν με αυτές που στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκαν.

Όπως υποδείξαμε το Κακουργιοδικείο έκρινε ως απόλυτα αξιόπιστη τη μαρτυρία της Εloisa και έχοντας υπ’ όψη του τον κίνδυνο καταδίκης του εφεσείοντα στη βάση μόνο της μαρτυρίας συναυτουργού αποφάνθηκε πως θα μπορούσε να δεχθεί ως αληθή τη μαρτυρία της, χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Επί του προκειμένου το Κακουργιοδικείου λέει τα εξής:

“Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την Eloisa να καταθέτει μέρες ενώπιον μας και να περιγράφει με λεπτομέρεια το σύνολο των γεγονότων που κάλυπταν τις σχέσεις της με τους προμηθευτές των ναρκωτικών και με τον κατηγορούμενο και την κοινή εγκληματική τους δράση. Μας έχει κάνει εξαιρετικά θετική εντύπωση. Τίποτα δεν κλόνισε τη μαρτυρία της. Αναλύσαμε επίσης και αξιολογήσαμε τα όσα ενώπιον μας έθεσε σφαιρικά και σε συσχέτιση με την υπόλοιπη μαρτυρία. Προχωρήσαμε και συγκρίναμε τη μαρτυρία της με αυτήν των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας και εντοπίσαμε επιβεβαίωση της – σε σχέση με τις κινήσεις της – στα σημεία που έχουμε ήδη εκθέσει σε προηγούμενο στάδιο της απόφασης μας. Σταθμίσαμε κάθε λεπτομέρεια και κάθε απάντηση της και, χωρίς να κατατεμαχίζουμε τη μαρτυρία της, εστιάσαμε την προσοχή μας στα σημεία εκείνα που αποτέλεσαν τον [*268]πυρήνα της υπόθεσης. Διαπιστώσαμε, ως αποτέλεσμα εξονυχιστικής ανάλυσης της μαρτυρίας της Eloisa, ότι αυτή αποτελεί ένα συμπαγές σύνολο και την αποδεχόμαστε χωρίς κανένα ενδοιασμό ως αξιόπιστη. Έχοντας αναλογιστεί σε υπέρτατο βαθμό τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας αυτής χωρίς ενίσχυση και κατόπιν συνεχών και έντονων αυτοπροειδοποιήσεων μας, καταλήξαμε ότι το είδος, η ποιότητα, το εύρος, η δύναμη και η πειστικότητα της μαρτυρίας της ΜΚ1 είναι τέτοια, που μπορούμε, και έτσι αισθανόμαστε με βεβαιότητα, να βασιστούμε με απόλυτη ασφάλεια σε αυτήν χωρίς αναζήτηση ενίσχυσης.»

Έχουμε τη γνώμη πως η απόφαση του Κακουργιοδικείου, να αποδεχθεί δηλαδή τη μαρτυρία της Eloisa ως αξιόπιστης και να μη αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία δεν μπορεί να κλονιστεί.    Να σημειώσουμε δε πως η εξέλιξη των γεγονότων και το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε δεν αναφέρονται σε υπόθεση, όπου η αλήθεια των γεγονότων στηρίζεται μόνο στην προφορική μαρτυρία ενός μάρτυρα. Η μαρτυρία της Eloisa επιβεβαιώνεται ουσιαστικά από ολόκληρη την εξέλιξη των γεγονότων περιλαμβανομένων και των παραδεκτών. Όμως, και η μαρτυρία του ΜΚ4 Λοχία Μ.Ανδρέου επιβεβαιώνει το ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας της Eloisa. Επίσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντος, για να προωθήσει τη βασική εισήγηση του πως η μαρτυρία της Eloisa είναι ύποπτη, ισχυρίστηκε πως αυτή δόθηκε ως αντάλλαγμα υποσχέσεων που της έγιναν από την Αστυνομία, ότι δηλαδή δεν θα κατηγορείτο η ίδια και πως θα έμπαινε στο πρόγραμμα προστασίας της Αστυνομίας. Η εισήγηση βέβαια αυτή στηρίζεται στη θέση πως η προσπάθεια της Αστυνομίας ήταν να εμπλέξει τον εφεσείοντα στην υπόθεση για να επιτύχει την καταδίκη του.  Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εισήγηση τονίζοντας πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε ενθάρρυνση της Αστυνομίας προς τη μάρτυρα για να πει οτιδήποτε άλλο από την αλήθεια, όπως αυτή η ίδια τη γνώριζε. Έχουμε τη γνώμη πως η κρίση του Κακουργιοδικείου που βασίστηκε στην εντύπωση που αποκόμισε από την Eloisa ως μάρτυρα της αλήθειας δεν μπορεί να αλλοιωθεί εδώ, γιατί δεν υπάρχει προς τούτο οποιοδήποτε νομικό περιθώριο.  Το αρνητικό, για την Αστυνομία, σχόλιο του δικηγόρου του εφεσείοντος πως η Eloisa τέθηκε στο πρόγραμμα προστασίας της Αστυνομίας δεν ευσταθεί. Η σχετική νομοθεσία, ο Περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμος Ν.95(I)/2001 εις αυτό ακριβώς αποβλέπει, να δώσει προστασία σε μάρτυρα ο οποίος δυνατό να κινδυνεύει επειδή σκοπεύει να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια.

[*269]Ενόψει των όσων αναφέρουμε πιο πάνω κρίνουμε πως το Κακουργιοδικείο ορθά αποδέχτηκε τη μαρτυρία της Eloisa ως αληθή. Εφόσον δε από ολόκληρο το περιεχόμενο της απόφασης διαφαίνεται πως το Δικαστήριο γνώριζε τον κίνδυνο που ελλόχευε να δεχτεί τη μαρτυρία της, ως συναυτουργού στο έγκλημα, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, καθιστά την πρωτόδικη απόφαση και ορθή κατά νόμο.

Δεν ακολουθήσαμε τη σειρά των λόγων έφεσης όπως τους ανέπτυξε ενώπιον μας με πολλή ακρίβεια ο δικηγόρος του εφεσείοντος. Θεωρήσαμε ορθό να αρχίσουμε από το κύριο και ουσιαστικό μέρος των εισηγήσεων. Μία άλλη θέση όμως που πρόβαλε ο δικηγόρος του εφεσείοντος είναι πως, εφόσον το ίδιο το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον εφεσείοντα στην πρώτη κατηγορία, αυτή δηλαδή της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, με τις λεπτομέρειες που περιέχονται σ’ αυτή, κατά λογική συνέπεια θα έπρεπε να αθωωθεί και στις υπόλοιπες κατηγορίες, σ’ αυτές δηλαδή της εισαγωγής και κατοχής των ναρκωτικών.  Οι λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας, όπως αναγράφονται στο κατηγορητήριο, έχουν ως εξής: «οι κατηγορούμενοι 2 και 3 μεταξύ 15.6.2006-16.6.2006 στη Λεμεσό και Λάρνακα συνωμότησαν μεταξύ τους και με άλλα πρόσωπα να διαπράξουν κακούργημα ήτοι την εισαγωγή ναρκωτικών». Το επιχείρημα του δικηγόρου του εφεσείοντος είναι πως, εφόσον αθωώθηκε ο εφεσείων σ’ αυτή την κατηγορία, δηλαδή δεν συνωμότησε για την εισαγωγή των ναρκωτικών, πώς ήταν δυνατό να βρεθεί ένοχος για την εισαγωγή και κατοχή τους, δεδομένου μάλιστα ότι αποδεδειγμένα ο εφεσείων δεν είχε ποτέ φυσική κατοχή των εισαχθέντων ναρκωτικών. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε αυτή την εισήγηση.  Συμφωνούμε με την απόφαση του. Η σχετική κατηγορία της συνωμοσίας αφορούσε σε συγκεκριμένα στοιχεία, με ειδική μάλιστα αναφορά σε δύο ημερομηνίες, την 15 και 16 Ιουνίου 2006. Ο τελευταίος αθωώθηκε σε όλες τις κατηγορίες. Επιπλέον, καθοριζόταν και ως τόπος της συνωμοσίας η Λεμεσός και Λάρνακα.  Οι κατηγορίες, στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων, και οι λεπτομέρειες τους δεν είχαν καμία σχέση με την κατηγορία της συνωμοσίας. Τα συστατικά στοιχεία των τριών κατηγοριών, στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων αποδείχθηκαν στη βάση της μαρτυρίας της Eloisa, όπως αναφέρουμε στην απόφαση μας πιο πάνω. Οι κατηγορίες αυτές ήταν εντελώς ανεξάρτητες από την κατηγορία της συνωμοσίας η οποία και να μην υπήρχε στο κατηγορητήριο δεν θα μετέβαλλε το αποτέλεσμα της απόφασης.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος ασχολήθηκε και με τη νομική [*270]πτυχή, που αφορά στο ζήτημα της κατοχής, γιατί πράγματι ο εφεσείων δεν είχε οποιαδήποτε φυσική επαφή με τα ναρκωτικά.  Επειδή συμφωνούμε με τη νομική ανάλυση, με αναφορά μάλιστα στη νομολογία που κάνει επί του θέματος το Κακουργιοδικείο, θα την παραθέσουμε πάλιν αυτούσια: 

«Κατοχή στα πλαίσια του Νόμου σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόσημη γνώση της φύσεως του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 662, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211).

Η έννοια της κατοχής έχει ευρύτητα τέτοια ούτως ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις φύλαξης ναρκωτικών σε υποστατικό τρίτου, εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον έλεγχο τους.  Ως εκ τούτου η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για στήριξη καταδίκης (Ιωάννου άλλως Τίτος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409, 416-417).

Η έννοια του όρου «κατοχή», όπως την έχουμε ήδη διαγράψει, στηρίζεται και νομοθετικά από τη Διάταξη 2 (3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 1977, Ν.29/77, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί:

Αναφέρεται:

«(3) Δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παν πρόσωπον θεωρείται ως έχον εν τη κατοχή αυτού οιαδήποτε αντικείμενα τελούντα υπό τον έλεγχον αυτού καίτοι ταύτα ευρίσκονται υπό την φύλαξιν ετέρου προσώπου.»

Η νομολογία καθιστά δυνατή την εξ αποστάσεως εμπλοκή (R. v. Blake 68 Cr.R.1, R.v. Peaston 69 Cr.App.R.203 και Χαράλαμπου Χαραλάμπους [ανωτέρω]). Στην απόφαση Peaston το Αγγλικό Εφετείο υιοθέτησε τη θέση ότι αφού ο Εφεσείων είχε παραγγείλει τα ναρκωτικά από τον προμηθευτή και αυτά στάληκαν μέσω του ταχυδρομείου στη διεύθυνση που διέμενε, τότε ορθά θεωρήθηκε (από το πρωτόδικο Δικαστήριο) ότι τα ναρκωτικά ήταν στην κατοχή του από την στιγμή που εναποτέθηκαν από τον ταχυδρόμο μέσα στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού που διέμενε και στο οποίο σπίτι ο κατηγορούμενος ενοικίαζε ένα από τα πολλά δωμάτια που υπήρχαν.»

[*271]Ενόψει των όσων αναφέρουμε πιο πάνω η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται.

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ:

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα 20ετή φυλάκιση στην 2η κατηγορία, και 20ετή φυλάκιση στην 4η κατηγορία.  Οι ποινές διέταξε να συντρέχουν. Δεν επέβαλε ποινή στην τρίτη κατηγορία γιατί τα γεγονότα της καλύπτονται από τα γεγονότα της 4ης κατηγορίας. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε πως η ποινή αυτή είναι εξοντωτική, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος, και ως εκ τούτου αντισυνταγματική. Ο συνήγορος υπέδειξε πως το μέγιστο της ποινής που επιβάλλουν τα Δικαστήρια για την εισαγωγή και προμήθεια ναρκωτικών τάξεως Α΄ είναι 15 χρόνια.

Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε αυτά που κυρίως τα τελευταία χρόνια επισημαίνουμε για τέτοιου είδους εγκλήματα. Δεν είναι δυνατό να γίνει ανεχτή η διάπραξη τέτοιας φύσεως εγκλημάτων, η οποία μοναδικό στοιχείο έχει την προσπόριση υλικού κέρδους από τους παρανομούντες  από θύματα που οδηγούνται στη φυσική και ψυχολογική εξαθλίωση και στο θάνατο. Τέτοια αναλγησία που επιδεικνύεται από τους εμπόρους ναρκωτικών  προκαλεί τη φρίκη και αποστροφή της κοινωνίας. Το παράνομο κέρδος μπορεί να αποτελεί κίνητρο έναντι του κινδύνου σύλληψης και καταδίκης, όταν επιτευχθεί όμως το δεύτερο θα πρέπει να γίνει γνωστό πως τα Δικαστήρια δεν πρόκειται  να επιδεικνύουν τη συνήθη επιείκεια. Θα εφαρμοστεί ο νόμος με πλήρη αυστηρότητα. Ο εφεσείων, όταν καταδικάστηκε, ήταν 51 ετών.  Έχει 3 παιδιά εκ των οποίων το 1 ανήλικο. Είναι από χρόνια όμως αναμιγμένος στο σοβαρό έγκλημα με τρεις προηγούμενες καταδίκες. Το 1982 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 ετών για μεταφορά και κατοχή πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών.  Αργότερα το ίδιο έτος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 8 ετών για ένοπλη ληστεία, και το 1987 σε φυλάκιση 6 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας, απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες και κατοχή εκρηκτικών υλών. Με αυτό το ποινικό μητρώο και με τις κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων δεν δικαιούται να ζητά επιείκεια. Η ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο είναι αυστηρή, αποτελεί όμως ορθό μέτρο αντιμετώπισης του εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο