(2008) 2 ΑΑΔ 294
[*294]14 Απριλίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
Κ.Κ.,
Εφεσείων,
v.
ΓΕΝΙΚΟY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 133/2007)
Ποινή ― Σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου κατά παράβαση του Άρθρου 3 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000 (Ν.3(Ι)/2000) ― Εφεσείων, πατριός της παραπονούμενης, την παρενοχλούσε σεξουαλικά από μικρής ηλικίας μέχρι την ηλικία των 12 ετών ― Επιβολή ποινής φυλάκισης επτά ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ποινή ― Συμπεριφορά με την οποία προκαλείται ψυχική βλάβη κατά παράβαση των Άρθρων 3(Ι) και 3 (4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 1994 (Ν.47(Ι)/1994) ― Συμπεριφορά με την οποία προκαλείται άμεσα ψυχική βλάβη σε μέλος της Οικογένειας κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3 (Ι) (4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν.119(Ι)/2000 και κατά παράβαση του ιδίου νόμου όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν.212 (Ι)/2004 ― Επιβολή ποινής φυλάκισης τριών ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ποινή ― Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και του Άρθρου 4 (Ι) (2) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 3 ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Κατά πόσο το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές της νομολογίας πριν καταδικάσει τον εφεσείοντα επί τη βάσει κυρίως της μαρτυρίας της παραπο[*295]νουμένης, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.
Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Μαρτυρία η οποία παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου από παιδιά νεαρής ηλικίας ― Κατά πόσο η μαρτυρία αυτή πρέπει να δίδεται ενόρκως ή κατά πόσο το Δικαστήριο υποχρεούται, άνευ ετέρου, να υποβάλει το παιδί σε ειδική εξέταση για να διαπιστώσει εάν αυτό αντιλαμβάνεται τη φύση του όρκου, πριν αυτό μαρτυρήσει ενόρκως.
Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Εξουσία προς κλήση ή επανάκληση μαρτύρων ― Πότε ασκείται ― Άρθρο 54 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Ποινή ― Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας ― Βία στην Οικογένεια ― Σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου ― Ποίες οι προβλεπόμενες από τη σχετική νομοθεσία ποινές ― Κατά πόσο δικαιολογείτο η επιβολή υπερδιπλάσιας ποινής φυλάκισης σε κατηγορία για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου από την ποινή που επιβλήθηκε σε κατηγορία για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντος σε κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου, συμπεριφορά με την οποία προκαλείται ψυχική βλάβη, συμπεριφορά με την οποία προκαλείται άμεσα ψυχική βλάβη σε μέλος της οικογένειας και άσεμνη επίθεση. Η έφεση στρέφεται επίσης και εναντίον των ποινών φυλάκισης με ύψιστη την ποινή των επτά χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου.
Σύμφωνα με τα αναμφισβήτητα γεγονότα ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων ήταν νυμφευμένος με τη ΜΚ5, μητέρα της παραπονουμένης, ΜΚ2. Το ζεύγος απέκτησε από το γάμο του ακόμα τρία παιδιά, αγόρια. Το 1998 το ζεύγος οδηγήθηκε σε διάσταση και τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε μεταξύ τους το διαζύγιο. Η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 13 χρονών και 9 μηνών κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης.
Η Κατηγορούσα Αρχή στήριξε την υπόθεσή της στη μαρτυρία της παραπονουμένης η οποία προβλήθηκε, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, με την οπτικογραφημένη κατάθεσή της στην Αστυνομία (Τεκμήριο 5) και στη συνέχεια με την προφορική κατάθεσή της ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, η παραπονούμενη, σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων δεχόταν άσεμνες επιθέσεις, διαφόρων μορφών, από τον εφεσείοντα. Ως πρώτη φορά τέτοιας συμπεριφοράς η παραπο[*296]νούμενη καθόρισε κάποια μέρα του 1998 και ως χώρο το υπνοδωμάτιο των γονέων της στο σπίτι της οικογένειας, στο Παραλίμνι. Όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις παρόμοιας συμπεριφοράς που ακολούθησαν, μέχρι και τον Ιούλιο του 2000, τις έθεσε να λαμβάνουν χώρα στο διαμέρισμα του εφεσείοντος στη Δερύνεια, τις περισσότερες στο υπνοδωμάτιο των παιδιών, ενώ κάποιες άλλες στο υπνοδωμάτιο του εφεσείοντος. Οι πράξεις του εφεσείοντος αρχικά συνίσταντο σε χαΐδεμα στο στήθος της παραπονουμένης και στα γεννητικά της όργανα και σε πιάσιμο του χεριού της και άσκηση πίεσης σ’ αυτήν να του χαϊδέψει και να του φιλήσει στη συνέχεια το πέος. Τα δε τελευταία δύο – τρία χρόνια πριν πάει Γυμνάσιο η παραπονούμενη, ο εφεσείων προσπάθησε να έχει πρωκτική επαφή μαζί της, κατ’ επανάληψη, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ολοκληρώσει την πράξη του. Ο εφεσείων αφαιρούσε κάποια από τα ρούχα της παραπονουμένης προτού επιχειρήσει τις πιο πάνω αποτρόπαιες πράξεις του, οι οποίες ουσιαστικά άρχισαν όταν η παραπονούμενη ήταν στην τρυφερή ηλικία των πέντε ετών.
Για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσαν ακόμα επτά μάρτυρες, μεταξύ των οποίων, η ΜΚ5 μητέρα της παραπονουμένης, ο νευρολόγος ψυχίατρος και παιδοψυχίατρος ΜΚ7, και η δασκάλα χορού της παραπονουμένης ΜΚ8.
Ο εφεσείων επέλεξε να δώσει ένορκο μαρτυρία υποστηρίζοντας πως όσα περιέγραψε η παραπονούμενη ήταν «φαντασιώσεις». Υποστήριξε επίσης ότι (α) στη μαρτυρία της παραπονουμένης υπήρχαν πολλές και ουσιαστικές αντιφάσεις, οι οποίες έπλητταν αποφασιστικά την αξιοπιστία της και (β) είχαν παραβιασθεί τα δικαιώματά του για δίκαιη δίκη καθότι, αφενός, η υπεράσπιση δεν είχε την ευχέρεια να εξετάσει με δικό της ψυχίατρο την παραπονούμενη, και αφετέρου, η υπεράσπιση δεν είχε πληροφορηθεί, εγκαίρως, από την Κατηγορούσα Αρχή, για την ύπαρξη του Τεκμηρίου 15 (σημείωμα της παραπονουμένης προς τη μητέρα της ότι ο πατέρας της την ενοχλούσε σεξουαλικά).Την ύπαρξη του Τεκμηρίου 15 πληροφορήθηκε η υπεράσπιση κατά την πορεία της ακροαματικής διαδικασίας και αφού είχε ήδη δώσει μαρτυρία η παραπονούμενη.
Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής στο σύνολό της. Αναφορικά με τη μαρτυρία της παραπονουμένης το Κακουργιοδικείο, αφού προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους που ενέχει η καταδίκη του εφεσείοντος χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, κατέληξε πως η μαρτυρία της παραπονουμένης ήταν τέτοια ώστε να μπορεί να βασιστεί σε αυτή με απόλυτη ασφάλεια, χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.
[*297]Το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στις προαναφερόμενες κατηγορίες:
Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα, για τους λόγους που εξήγησε, ποινές φυλάκισης επτά χρόνων στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου, τριών χρονών στις κατηγορίες για συμπεριφορά με την οποία προκαλείται ψυχική βλάβη και τριών χρόνων στην κατηγορία για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας.
Έφεση εναντίον καταδίκης:
Λόγοι έφεσης:
1) Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο επέτρεψε στην παραπονούμενη, ηλικίας 13 χρονών και 9 μηνών, να δώσει ενώπιόν του ένορκο μαρτυρία, χωρίς προηγουμένως να διαπιστώσει, “μετά από ειδική εξέταση που όφειλε να διενεργήσει”, ότι αυτή αντιλαμβανόταν τη φύση του όρκου και το χρέος της να πει την αλήθεια στο Δικαστήριο. Η παράλειψη αυτή, σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, “είναι καθοριστική για τη θετική έκβαση της παρούσας έφεσης μια που στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία και συνεπώς η καταδίκη του κατηγορουμένου δεν θα ήταν νομικά δυνατή με τυχόν ανώμοτη μαρτυρία της παραπονουμένης, αν κρινόταν ότι έτσι έπρεπε να γίνει, αφού μεσολαβούσε προηγουμένως η από το ίδιο το Δικαστήριο κατάλληλη διερεύνηση του θέματος μέσω ειδικής εξέτασης με την υποβολή των κατάλληλων ερωτήσεων προς την παραπονούμενη.”
2) Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η καθυστέρηση της Κατηγορούσας Αρχής να εφοδιάσει έγκαιρα την υπεράσπιση με το Τεκμήριο 15, δεν επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση του εφεσείοντος, έστω και αν αυτή δεν ζήτησε την επανάκληση της παραπονουμένης για περαιτέρω αντεξέταση. Επιπλέον, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει το ενδεχόμενο, να επανακαλέσει το ίδιο την παραπονούμενη για περαιτέρω εξέταση στη βάση του Τεκμηρίου 15.
3) Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονουμένης χωρίς, μάλιστα, την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας.
4) Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν προέβη σε ευρήματα γεγονότων, η δε απόφασή του είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, με αποτέλεσμα να είναι προβληματικός ο δικαστικός έλεγχος.
[*298]Αποφασίστηκε ότι:
1. Όπως προκύπτει από το Άρθρο 55 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, όπως τροποποιήθηκε, όλοι οι μάρτυρες σε ποινική διαδικασία πρέπει να εξετάζονται ενόρκως. Κατ’ εξαίρεση, το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει χωρίς όρκο οποιοδήποτε παιδί νεαρής ηλικίας, εάν κατά τη γνώμη του, το συγκεκριμένο παιδί δεν αντιλαμβάνεται τη φύση του όρκου. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου εάν θα προχωρήσει, και πότε, σε τέτοια εξέταση. Εάν δε, και όταν, αποφασίσει να προχωρήσει σε τέτοια εξέταση, τότε, εάν, κατά τη γνώμη του, το παιδί νεαρής ηλικίας δεν αντιλαμβάνεται τη φύση του όρκου, έχει τη δυνατότητα να ακούσει τη μαρτυρία του χωρίς όρκο. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι δεν συνέτρεχε λόγος να μην μαρτυρήσει ενόρκως η παραπονούμενη, είναι ορθή.
Εξ άλλου, η υπεράσπιση δεν ήγειρε ζήτημα οποιασδήποτε εξέτασης αναφορικά με τη δυνατότητα της παραπονουμένης να αντιληφθεί τη φύση του όρκου.
2. Ο λόγος έφεσης υπ’ αρ. 2) ανωτέρω δεν ευσταθεί. Με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ήταν απόλυτα ορθή. Αναφορικά δε με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης, εφόσον το ζήτημα είχε εγερθεί από την υπεράσπιση, έστω στο προχωρημένο στάδιο των αγορεύσεων, το Κακουργιοδικείο, ασκώντας προφανώς τη διακριτική του εξουσία, βάσει του Άρθρου 54 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, έκρινε ότι, η εξ ιδίας πρωτοβουλίας επανακλήτευση της παραπονουμένης για περαιτέρω εξέταση με αναφορά στο Τεκμήριο 15, δεν ήταν αναγκαία για τη δίκαιη διεκπεραίωση της υπόθεσης. Τη διεργασία του αυτή το Κακουργιοδικείο δεν είχε υποχρέωση να επισημάνει ή καταγράψει στην απόφασή του.
3. Οι λόγοι οι οποίοι δόθηκαν από το Κακουργιοδικείο για την αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονουμένης ως αξιόπιστης είναι πειστικοί και υποστηρίζονται από την ενώπιόν του μαρτυρία.
4. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε ευρήματα γεγονότων, χωρίς να επαναλαμβάνει τα όσα λεπτομερώς κατέγραψε προηγουμένως ως την ενώπιόν του μαρτυρία, ιδίως της παραπονουμένης.
Έφεση εναντίον ποινής.
1. Η μέγιστη ποινή φυλάκισης των είκοσι χρόνων, που προβλέπεται στο Ν.3 (I)/2000, αν και αποβλέπει, κατά κύριο λόγο, στην πάταξη [*299]της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων, αποβλέπει, ταυτόχρονα, και στην αυστηρότερη αντιμετώπιση μεμονωμένων περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, και σαν τέτοια την αντιμετώπισε το Κακουργιοδικείο.
2. Η επιβολή υπερδιπλάσιας ποινής φυλάκισης στην κατηγορία για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου από την ποινή σε κατηγορία για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας είναι δικαιολογημένη εφόσον οι δύο αυτές κατηγορίες στηρίζονται σε διαφορετική νομοθεσία με διαφορετικό στόχο. Η διαφοροποίηση μεταξύ των ποινών στο Άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα, στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο του 2000 (Ν.119 (I)/2000) και στον περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμο του 2000 (Ν.3 (I)/2000), δικαιολογεί και τη διαφορά της ποινής της τριετούς φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας – μέλους της οικογένειάς του, αφενός, και της ποινής της επταετούς φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναίκας – μέλους της οικογένειάς του – ανηλίκου αφετέρου.
3. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του Ν. 3 (I)/2000 αλλά και των περιστατικών της υπόθεσης, η ποινή της επταετούς φυλάκισης βρίσκεται εντός των ορθών πλαισίων.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Hayes [1977] 64 Cr. App. R. 194,
R. v. Khan [1981] Crim. L. R. 330,
R. v. Campbell [1983] Crim. L. R. 174,
R. v. Lee [1988] Crim. L. R. 525,
Psyllas v. Police (1979) 2 C.L.R. 224,
Savva “Pambos” v. Police (1986) 2 C.L.R. 30,
Κυριάκου v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 141,
Μ. Θ. v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 174.
[*300]Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λάρνακας (Λιάτσος, Π.E.Δ., Πογιατζής, A.E.Δ., Xατζηγιάννη, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 2/07), ημερομηνίας 6/6/07 και 11/6/07.
Γ. Παπαϊωάννου και Β. Παπαϊωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Η. Στεφάνου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε πέντε κατηγορίες. Η μια κατηγορία, ήτοι αυτή της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου, στηρίχθηκε στο Άρθρο 3 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000 (Ν.3(Ι)/2000). Άλλη κατηγορία, ήτοι αυτή της συμπεριφοράς με την οποία προκαλείται ψυχική βλάβη, στηρίχθηκε, για την περίοδο μεταξύ του 1998 και της 21.7.2000, στα Άρθρα 3(1) και 3(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 1994 (Ν.47(Ι)/1994). Άλλες δύο κατηγορίες, ήτοι αυτή της συμπεριφοράς με την οποία προκαλείται άμεσα ψυχική βλάβη σε μέλος της οικογένειας, στηρίχθηκαν, η μεν μία στα Άρθρα 2, 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν.119(Ι)/2000), για την περίοδο μεταξύ της 21.7.1998 και της 2.7.2004, η δε άλλη στα ίδια άρθρα του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν.212(Ι)/2004. Τέλος, μια κατηγορία για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας στηρίχθηκε στο Άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και στο Άρθρο 4(1)(2) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000.
Τα ενώπιον του Κακουργιοδικείου αναμφισβήτητα γεγονότα ήταν τα ακόλουθα:
Ο εφεσείων ήταν νυμφευμένος με τη ΜΚ5, μητέρα της παραπονουμένης, ΜΚ2. Εκτός από την παραπονούμενη, το ζεύγος απέκτησε από το γάμο του ακόμα τρία παιδιά, αγόρια. Οι μεταξύ των συ[*301]ζύγων σχέσεις δεν ήταν αρμονικές με αποτέλεσμα, τον Ιούνιο του 1998, το ζεύγος να οδηγηθεί σε διάσταση. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε μεταξύ τους διαζύγιο. Από τον Ιούνιο του 1998 μέχρι και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο μεν εφεσείων διέμενε στο σπίτι της οικογένειας, στο Παραλίμνι, η δε σύζυγός του, μαζί με τα παιδιά τους, στο σπίτι της μητέρας της, σε άλλο χωριό της περιοχής. Με την έναρξη του σχολικού έτους, το Σεπτέμβριο του 1998, ο εφεσείων εγκατέλειψε το σπίτι στο Παραλίμνι προκειμένου να επιστρέψουν σ’ αυτό η σύζυγος και τα παιδιά του. Έκτοτε διέμενε σε διαμέρισμα, στη Δερύνεια. Με συμφωνία μεταξύ των συζύγων, διευθετήθηκε όπως ο εφεσείων επικοινωνεί με τα παιδιά μία φορά τη βδομάδα και κάθε δεύτερη Κυριακή του μήνα. Τις μέρες αυτές τα μετέφερε στο διαμέρισμα, στη Δερύνεια. Το διαμέρισμα βρισκόταν στο δεύτερο όροφο πολυκατοικίας και αποτελείτο από σαλόνι-κουζίνα, χώρους υγιεινής και δύο υπνοδωμάτια. Το ένα υπνοδωμάτιο χρησιμοποιείτο από τον εφεσείοντα ενώ το δεύτερο από τα παιδιά όταν τον επισκέπτονταν. Στο δεύτερο υπνοδωμάτιο υπήρχαν τέσσερα κρεβάτια σε διάταξη δύο πάνω και δύο κάτω. Το κρεβάτι της παραπονουμένης ήταν ένα από τα κάτω. Στο σαλόνι υπήρχε ηλεκτρονικό παιχνίδι, τύπου play station, στο δε υπνοδωμάτιο των παιδιών τηλεόραση και παιχνίδι, τύπου nintento.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίχθηκε στη μαρτυρία της παραπονουμένης σύμφωνα με την οποία, σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, αυτή δεχόταν άσεμνες επιθέσεις, διαφόρων μορφών, από τον εφεσείοντα. Ως πρώτη φορά τέτοιας συμπεριφοράς η παραπονούμενη καθόρισε κάποια μέρα του 1998 και ως χώρο το υπνοδωμάτιο των γονέων της στο σπίτι, στο Παραλίμνι. Όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις παρόμοιας συμπεριφοράς που ακολούθησαν, μέχρι και τον Ιούλιο του 2000, τις έθεσε να λαμβάνουν χώρα στο διαμέρισμα, στη Δερύνεια, τις περισσότερες στο υπνοδωμάτιο των παιδιών, ενώ κάποιες άλλες στο υπνοδωμάτιο του εφεσείοντος.
Η μαρτυρία της παραπονουμένης, όπως αυτή προβλήθηκε, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, με την οπτικογραφημένη κατάθεσή της στην Αστυνομία (Τεκμήριο 5)∗ και, στη συνέχεια, με το [*302]υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της ενώπιον του Κακουργιοδικείου, είχε ως εξής:
Στην οπτικογραφημένη κατάθεσή της η παραπονούμενη περιέγραψε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες άρχισε και συνέχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά ο εφεσείων. Πριν από πολλά χρόνια, καθόρισε, ενώ οι γονείς της ήταν ήδη σε διάσταση και ο πατέρας της διέμενε μόνος στο σπίτι, στο Παραλίμνι, η μητέρα της την έφερε μαζί με τα τρία της αδέλφια για να τον δουν. Ήταν τότε ηλικίας πέντε περίπου χρόνων. Ανέβηκε μόνη της στο υπνοδωμάτιο των γονέων της και εκεί βρήκε γυμνό τον πατέρα της. Τότε “τζιαι τζιαμέ ας πούμε εκούντησε με τζιαι αγκάλιασε με τζιαι έτσι ας πούμε (παύση) προσπάθησε να τον φιλήσω τζιαι έτσι (παύση) αλλά εγώ εν εκαταλάμβαινα ότι ήταν κάτι κακό”. Δίνοντας, ακολούθως, λεπτομέρειες του συγκεκριμένου περιστατικού, κατέθεσε ότι ο πατέρας της ξάπλωσε στο κρεβάτι ανάσκελα, χωρίς να είναι σκεπασμένος. Ήταν καλοκαίρι και η ίδια φορούσε κοντό παντελονάκι. Τον ρώτησε: “παπά γιατί είσαι έτσι;” αλλά αυτός, αντί απάντησης, την τράβηξε “να ρτω τζιαι εγώ πας το κρεβάτι”. Η ίδια εκείνη τη στιγμή “εν εθεώρουν ότι εν κάτι κακό γιατί εν ήξερα”. Αφού την τράβηξε πάνω στο κρεβάτι, άρχισε να βάζει το χέρι του πάνω στο παντελόνι της, στο σημείο των γεννητικών της οργάνων. Όπως αντιλήφθηκε δεν την χάιδεψε αλλά “μόνο έτζιησε μου”. Μετά από αυτό το περιστατικό ο πατέρας της συνέχισε να προβαίνει σε άσεμνες πράξεις εις βάρος της. Οι πράξεις αυτές λάμβαναν χώρα στο διαμέρισμα, στη Δερύνεια, όταν αυτή, μαζί με τα αδέλφια της, τον επισκεπτόταν. Τις περισσότερες φορές που τον επισκεπτόταν, μεταξύ των ετών 1999-2005, ο εφεσείων πήγαινε στο υπνοδωμάτιό της, έκλεινε την πόρτα και ξάπλωνε στο κρεβάτι μαζί της. Στα πρώτα χρόνια την χάιδευε στο στήθος και στα γεννητικά όργανα και, παίρνοντας της το χέρι, την πίεζε να του χαϊδέψει “το πουλί του”. Στη συνέχεια, της ζητούσε να τον φιλήσει στο πέος. Αυτό έγινε τρεις με τέσσερις φορές. Η ίδια δεν το έκανε, παρά μόνο μία φορά όταν, παρά την προσπάθειά της να φύγει από το δωμάτιο, ο εφεσείων “εκούντησε με τζιαι εφίλησα τον”. Διευκρινίζοντας ανέφερε “ετράβησεν με πάνω του”. Αυτή θύμωσε γιατί δεν ήθελε να το κάνει, αλλά ο εφεσείων “εν εδέχετουν” και την τραβούσε. Τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, προτού πάει Γυμνάσιο, ο πατέρας της προσπάθησε, κατ’ επανάληψη, να της βάλει “το γεννητικό του όργανο στον κώλο μου, στον ποπό”. Η ίδια ένιωθε πόνο. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, ο εφεσείων δεν κατάφερνε να ολοκληρώσει την πράξη του. Της έλεγε ότι δεν μπορούσε να μπει γιατί ακόμη είναι μικρή. Ο πατέρας της, προ[*303]τού επιχειρήσει τα πιο πάνω, της έβγαζε κάποια από τα ρούχα. Σε κάποιες από τις περιπτώσεις παρόμοιες πράξεις λάμβαναν χώρα και στο δωμάτιο του εφεσείοντος. Επεξηγώντας λεπτομερώς, η παραπονούμενη ανέφερε: “προσπάθαν να μου βάλει το πράμαν του στον ποπό μου αλλά εν τα κατάφερε γιατί εν έμπαινε”. Διευκρίνισε δε ότι η ίδια, κατά το χρόνο που ο εφεσείων επιχειρούσε να το πράξει, ήταν, συνήθως, ξαπλωμένη στο πλάι και τα χέρια του της άγγιζαν το στήθος. Κάποιες άλλες φορές “ελάλεν μου να γυρίσω μπρούμυτα τζιαι έπεφτεν που πάνω μου”. Ότι της έλεγε το έκανε “επειδή εφοούμουν γιατί μία φορά είπα του ότι εν θέλω τζιαι άλλο λλίον να με δέρει. Έσπρωξα τον για να φύω τζιαι εκούντησε με τζιαι εθύμωσεν”. Μερικές φορές όταν την άγγιζε ή προσπαθούσε να μπει πίσω της “ανάσαινε έτσι, έτσι πολύ δυνατά τζιαι γλήορα”. Όταν εγίνοντο αυτά όλα, τα άλλα παιδιά βρίσκονταν στο σαλόνι και έπαιζαν play station. Λόγω της συμπεριφοράς του εφεσείοντος, η παραπονούμενη, πάντα σύμφωνα με την οπτικογραφημένη κατάθεσή της, δεν ήθελε να πηγαίνει στο διαμέρισμα. Η μητέρα της όμως την παρότρυνε να πηγαίνει, καθότι δεν γνώριζε “ήντα που εγινίσκετουν”. Τα Χριστούγεννα του 2005, και ενώ η μητέρα της μαζί με τη θεία της και τη γιαγιά της συζητούσαν ένα θέμα σχετικά με άνδρες, η παραπονούμενη της ανέφερε ότι “εν θέλω τον παπά μου”. Η μητέρα της την ρώτησε για ποιο λόγο και αυτή της εξιστόρησε τι συνέβαινε. Λίγο αργότερα εκμυστηρεύτηκε τα διατρέξαντα και στη δασκάλα του χορού της (ΜΚ8), με την οποία είχε ιδιαίτερη σχέση. Το ανέφερε επίσης και σε ένα από τους αδελφούς της, τον ΜΥ2. Από τότε που το ανέφερε στη μητέρα της δεν ξαναπήγε στο διαμέρισμα, στη Δερύνεια. Μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της επισκέφτηκαν στη συνέχεια ψυχολόγο στον οποίο δυσκολευόταν να περιγράψει τι συνέβηκε καθότι “εν ήξερα ίνταλως να το πω”.
Η παραπονούμενη κατέθεσε επίσης προφορικά ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Στην έκταση, βεβαίως, που αυτό ήταν επιτρεπτό, με δεδομένη την προηγηθείσα κατάθεση ως μαρτυρίας, της οπτικογραφημένης κατάθεσής της στην Αστυνομία και κατ’ ακολουθία των περιορισμών του Άρθρου 11(α) του Ν.95(Ι)/2001 και του Άρθρου 13 του Ν.119(Ι)/2000. Διευκρίνισε πότε έλαβαν χώρα κάποια από τα περιστατικά που περιέγραψε. Σε σχέση με τα περιστατικά στο διαμέρισμα, στη Δερύνεια, κατέθεσε ότι αυτά άρχισαν να συμβαίνουν σχεδόν από τις πρώτες φορές που επισκεπτόταν τον εφεσείοντα. Όταν την ανάγκασε να του φιλήσει το πέος του, η ίδια ήταν πέμπτη – έκτη τάξη του Δημοτικού. Γυμνάσιο πήγε το 2005. Ως προς το πως ένιωθε από την όλη κα[*304]τάσταση απάντησε: “εν μου άρεσκεν ότι εγινήσκετουν, ένιωθα διαφορετική από τις άλλες συμμαθήτριες μου και μερικές φορές όταν ήμουν μέσα στο δωμάτιο μου έκλαια”. Διευκρίνισε επίσης ότι ο πατέρας της την έβαλλε να αγγίζει το πέος του “μου έπιανε το χέρι μου και το έβαζε στο πέος του και προσπάθαν να το πιέζω πάνω κάτω. Εκείνη την ώρα ανέσαινε βαθιά και απ΄ ότι άκουγα ήταν πιο γρήγορη η ανάσα του”. Αρχές της πρώτης Γυμνασίου, όπως εξήγησε, ένα περίπου μήνα μετά που άρχισε να πηγαίνει Γυμνάσιο, σταμάτησε να επισκέπτεται τον πατέρα της.
Αντεξεταζόμενη γύρω από τις συνθήκες που αντίκρισε για πρώτη φορά γυμνό τον πατέρα της στο υπνοδωμάτιο των γονέων της, στο σπίτι, στο Παραλίμνι, ανέφερε ότι η ίδια ήταν τότε ηλικίας πέντε χρόνων και διέμενε στη γιαγιά της, καθότι οι γονείς της ήταν σε διάσταση. Επισκέφθηκε τον πατέρα της ο οποίος διέμενε στο σπίτι τους. Την είχε φέρει η μητέρα της μαζί με τα αδέλφια της για να τον δουν και η ίδια έφυγε για τη δουλειά της. Ψάχνοντας τον βρήκε στο δωμάτιό του. Ήταν γυμνός και προσπάθησε να την φιλήσει αγγίζοντας ταυτόχρονα “στο πουλί μου”. Σε υποβολή που ακολούθησε ότι λέγει ψέματα απάντησε: “εγώ το έζησα, εγώ το ξέρω. Εγώ σας λέγω τι είπα. Τι είδα.” Περιέγραψε στη συνέχεια το διαμέρισμα, στη Δερύνεια. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στα δύο παράθυρα που έχει στο δωμάτιό της, ένα από τα οποία βρισκόταν λίγο πάνω από το κρεβάτι της. Το δεύτερο βρισκόταν απέναντι και “λίγο λοξά”. Από αυτό το παράθυρο μπορούσε ένας να δει τα παράθυρα μιας πολυκατοικίας, η οποία βρίσκεται σε απόσταση μερικών μέτρων. Δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο στα παράθυρα του υπνοδωματίου της υπήρχαν κουρτίνες. Στη θέση της υπεράσπισης ότι “σ’ αυτά τα παράθυρα όλο τον καιρό που πήγαινες στον πατέρα σου μέχρι που σταμάτησες να πηγαίνεις δεν είχε κουρτίνες;” η παραπονούμενη απάντησε: “μπορεί να μην είχε, αλλά όμως θέλω να σας πω επειδή είχε τέσσερα κρεβάτια, είχε δύο ενωμένα γραφεία πάνω στα κρεβάτια μαζί με βιβλιοθήκη στο δωμάτιο με ένα μικρό περιθώριο, μικρή πορτούλα, όχι πορτούλα ένα μικρό περιθώριο για να πας, ήταν πολύ πυκνωμένα.” Επανέλαβε ότι ανέφερε στη μητέρα της σχετικά με τη συμπεριφορά του πατέρα της τα Χριστούγεννα του 2005, προσθέτοντας ότι, απ’ εκείνη την περίοδο και μετά, μόνο μία φορά πήγε στο διαμέρισμα, όταν της το ζήτησε ο μικρότερος αδελφός της για να παίξουν play station. Συμφώνησε να πάει αφού τη διαβεβαίωσε ο αδελφός της ότι δεν θα την αφήσει μόνη της. Έτσι δεν θα έβρισκε ευκαιρία ο πατέρας της να την ενοχλήσει. Αντεξετάστηκε σε έκταση για συγκεκριμένες άσεμνες πράξεις που απέδιδε στον πατέρα της. Επανέλαβε ότι την πίεσε [*305]τρεις φορές να του φιλήσει το πέος, αλλά τελικά το φίλησε μόνο μία φορά. Επανέλαβε, επίσης, ότι ο πατέρας της προσπάθησε πολλές φορές, τις περισσότερες στο δωμάτιο της στο διαμέρισμα, να βάλει το πέος του “στον ποπό μου”. Τελευταία φορά που έγινε αυτό ήταν το καλοκαίρι προτού πάει στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Διευκρίνισε, επίσης, ότι συνήθως γινόντουσαν τα ίδια πράγματα και ότι διαρκούσαν 10 με 15 λεπτά κάθε φορά. Αρνούμενη υποβολή ότι τίποτε σχετικό δεν έλαβε χώρα απάντησε, κλαίοντας: “Εγώ ένη ξέρω; Εγώ το έζησα, δεν μπορεί κανένας να το αμφισβητήσει, μακάρι να μην εγινίσκουνταν τούτα ούλλα τζιαι δεν θα έκαμνα τίποτε. Κανένα μωρό δεν θα έκαμνε έτσι. Τζιαι καλομαθημένη με είχαν, δεν είχα λόγο να πω ψέματα”. Ρωτήθηκε στη συνέχεια, “Καταρχήν τον πατέρα σου τον αγαπούσες;” και απάντησε “Ναι, γιατί είναι πατέρας μου. Είναι πατέρας μου αλλά έκαμνε ήντα που έκαμνε, είναι διάφορα τα συναισθήματα.” Επεξηγώντας κάτω από ποιες συνθήκες βρισκόταν μόνη της στο δωμάτιο με τον πατέρα της, ανέφερε ότι αυτό γινόταν συνήθως όταν τα υπόλοιπα αδέλφια της έπαιζαν play station στο σαλόνι. Ήταν ένα παιχνίδι που τους άρεσε πολύ “και ήταν συνέχεια εκεί και έπαιζαν. Δεν σκέφτηκαν ότι κάτι θα συνέβαινε και να έρθουν”. Το τελευταίο μάλιστα διάστημα οι παρενοχλήσεις του πατέρα της ήταν συχνότερες καθότι τα μεγαλύτερα αδέλφια της δεν πήγαιναν στο διαμέρισμα και έτσι “το έκανε πιο συχνά γιατί έβρισκε παραπάνω ευκαιρία”. Θέση της παραπονουμένης ήταν ότι η επίσκεψη σε ψυχολόγο έλαβε χώρα μετά από απόφαση της μητέρας της. Στο ψυχολόγο ανέφερε σε γενικές γραμμές τα γεγονότα. Η δε καταγγελία στην Αστυνομία έγινε μετά από προτροπή του ψυχολόγου. Δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί πότε ακριβώς επισκέφτηκαν τον ψυχολόγο. Αντεξεταζόμενη συναφώς, απάντησε: “Ναι, αυτά είναι τραυματικές εμπειρίες. Τις θυμάσαι. Σου μένουν. Αλλά για να πας ψυχολόγο δεν πιάνουμε λεπτομέρειες”.
Για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσαν ακόμη επτά μάρτυρες, μεταξύ των οποίων, η μητέρα της παραπονουμένης ΜΚ5, ο νευρολόγος ψυχίατρος και παιδοψυχίατρος ΜΚ7, και η δασκάλα χορού της παραπονουμένης ΜΚ8.
Η μητέρα της παραπονουμένης ΜΚ5 αναφέρθηκε, σε έκταση, στις σχέσεις της με τον εφεσείοντα και στις διαφορές που προέκυψαν μεταξύ τους, οι οποίες και οδήγησαν στο χωρισμό τους. Στη συνέχεια κατέθεσε ότι, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2005, η παραπονούμενη της ανέφερε, κλαίοντας, ότι ο πατέρας της την παρενοχλούσε σεξουαλικά. Συζητώντας το όλο ζήτημα με την [*306]αδελφή της, αποφάσισε να αποταθεί σε ψυχολόγο. Έτσι, τον Απρίλιο του 2006, επισκέφθηκε μαζί με την παραπονούμενη τον ΜΚ7. Μετά από συμβουλή του, λίγες μέρες μετά, αποτάθηκε σε Ειδικό Τμήμα της Αστυνομίας για να καταγγείλει, μαζί με την παραπονούμενη, την όλη υπόθεση. Επειδή η παραπονούμενη δεν έλεγε, ακόμη και στην ίδια, λεπτομέρειες της παρενόχλησής της από τον πατέρα της, μετά από προτροπή του ΜΚ7, η παραπονούμενη έγραψε λεπτομέρειες σε σημείωμα-επιστολή προς τη μητέρα της (Τεκμήριο 15).
Ο νευρολόγος ψυχίατρος και παιδοψυχίατρος ΜΚ7 κατέθεσε ότι εξέτασε πολλές φορές παιδιά, θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Υπό την ειδικότητά του ως παιδοψυχίατρος παρακολουθούσε, από τον Απρίλιο του 2006, την παραπονούμενη. Του περιέγραψε συνεχή σεξουαλική παρενόχληση από τον πατέρα της, από μικρής ηλικίας μέχρι και 12 χρόνων. Συμβούλευσε τη μητέρα της παραπονουμένης να αποταθεί στις αρμόδιες Αρχές και την έφερε σε επαφή με το Ειδικό Τμήμα της Αστυνομίας. Μετά από προτροπή του, και λόγω της αδυναμίας της παραπονουμένης να εκφραστεί με λεπτομέρεια στη μητέρα της ως προς τα συμβάντα, η παραπονούμενη τα κατέγραψε σε επιστολή-σημείωμά της προς τη μητέρα της (Τεκμήριο 15).
Η δασκάλα χορού της παραπονουμένης (ΜΚ8) κατέθεσε ότι μεταξύ της και της παραπονουμένης αναπτύχθηκε σχέση εμπιστοσύνης. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου του 2006 αντιλήφθηκε ότι η παραπονούμενη ήταν αναστατωμένη τη ρώτησε τι συνέβαινε και αυτή της ανέφερε ότι ο πατέρας της την ενοχλούσε σεξουαλικά στο διαμέρισμά του, στη Δερύνεια.
Ο εφεσείων επέλεξε να δώσει ένορκο μαρτυρία. Όσα περιέγραψε η παραπονούμενη ήταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, “φαντασιώσεις”. “Άφησε δε να αιωρείται”, όπως είπε το Κακουργιοδικείο, “ότι αυτή προέβηκε σε ψευδή καταγγελία εκδικητικά και παροτρυνόμενη από τη μητέρα της.” Κάλεσε και δύο μάρτυρες. Ένα από τα αδέλφια του και ένα από τα παιδιά του.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος επικέντρωσε την αγόρευσή του στη μαρτυρία της παραπονουμένης. Με εκτενή αναφορά στη μαρτυρία της, εισηγήθηκε ότι εντοπίζονταν πολλές και ουσιαστικές αντιφάσεις, τέτοιες που έπλητταν αποφασιστικά την αξιοπιστία της. Πρόσθετα, εισηγήθηκε ότι είχαν παραβιασθεί τα δικαιώματα του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη καθότι, αφενός, η υπεράσπιση δεν είχε την ευχέρεια να εξετάσει με δικό της ψυ[*307]χίατρο την παραπονούμενη, και, αφετέρου, η υπεράσπιση δεν είχε πληροφορηθεί, εγκαίρως, από την Κατηγορούσα Αρχή, για την ύπαρξη του Τεκμηρίου 15. Την ύπαρξη του Τεκμηρίου 15 πληροφορήθηκε η υπεράσπιση κατά την πορεία της ακροαματικής διαδικασίας και αφού είχε ήδη δώσει μαρτυρία η παραπονούμενη.
Σε διαφωνία με την υπεράσπιση, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής εισηγήθηκε ότι δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε ουσιαστικές αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονουμένης, ούτε οποιεσδήποτε άλλες αδυναμίες ικανές να δικαιολογήσουν την απόρριψή της ως αναξιόπιστης. Για τους λόγους δε που εξήγησε, εισηγήθηκε ότι δεν είχε παραβιασθεί οποιοδήποτε δικαίωμα του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη.
Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, αποδέχθηκε, για τους λόγους που εξήγησε, τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής στο σύνολό της. Ιδιαίτερα, αναφορικά με τη μαρτυρία της παραπονουμένης, αφού αναφέρθηκε στην ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, ως θέμα πρακτικής, εφόσον αυτή σχετιζόταν με σεξουαλικά αδικήματα, “κατόπιν συχνών και έντονων αυτοπροειδοποιήσεων”, όπως τόνισε, κατέληξε ότι η ποιότητα, η δύναμη και η πειστικότητα της μαρτυρίας της παραπονουμένης ήταν τέτοια ώστε να μπορεί να βασιστεί σε αυτή με απόλυτη ασφάλεια, χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.
Ερχόμενο στη μαρτυρία της υπεράσπισης, το Κακουργιοδικείο, και πάλι για τους λόγους που εξήγησε, απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος, όπως και εκείνη του αδελφού του, ενώ εκείνη του ενός από τα παιδιά του (πλην ενός σημείου αναφορικά με το οποίο προτίμησε τη θέση άλλου παιδιού του, που μαρτύρησε για την Κατηγορούσα Αρχή) την αποδέχθηκε, κρίνοντας ότι, σε ουσιαστικά για την υπόθεση σημεία – όπως το παράπονο που του έκανε η παραπονούμενη, η άρνησή της να επισκέπτεται τον πατέρα της και η ενασχόληση των αγοριών με το παιχνίδι play station - αυτή συνήδε με τη σχετική μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο, για τους λόγους που επίσης εξήγησε, απέρριψε την εισήγηση του συνήγορου του εφεσείοντος ότι είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματά του για δίκαιη δίκη, είτε για τον ένα, είτε για τον άλλο λόγο που πρόβαλε.
Συνακόλουθα, το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο των πέντε κατηγοριών στις οποίες έχουμε αναφερθεί.
[*308]Ως προς το θέμα της ποινής, το Κακουργιοδικείο, στηριζόμενο στα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα διαπίστωσε, και αφού άκουσε την αγόρευση του συνήγορου του εφεσείοντος προς μετριασμό της ποινής, επέβαλε στον εφεσείοντα, για τους λόγους που εξήγησε, ποινές φυλάκισης επτά χρόνων στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου, τριών χρόνων στις κατηγορίες για συμπεριφορά με την οποία προκαλείται ψυχική βλάβη και τριών χρόνων στην κατηγορία για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας.
Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα τόσο της καταδίκης όσο και της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα.
Η έφεση κατά της καταδίκης
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο επέτρεψε στην παραπονούμενη, ηλικίας 13 χρόνων και 9 μηνών, να δώσει ενώπιόν του ένορκο μαρτυρία, χωρίς προηγουμένως να διαπιστώσει, “μετά από ειδική εξέταση που όφειλε να διενεργήσει”, ότι αυτή αντιλαμβανόταν τη φύση του όρκου και το χρέος της να πει την αλήθεια στο Δικαστήριο. Η παράλειψη αυτή, σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, “είναι καθοριστική για τη θετική έκβαση της παρούσας έφεσης μια που στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία και συνεπώς η καταδίκη του κατηγορουμένου δεν θα ήταν νομικά δυνατή με τυχόν ανώμοτη μαρτυρία της παραπονουμένης, αν κρινόταν ότι έτσι έπρεπε να γίνει, αφού μεσολαβούσε προηγουμένως η από το ίδιο το Δικαστήριο κατάλληλη διερεύνηση του θέματος μέσω ειδικής εξέτασης με την υποβολή των κατάλληλων ερωτήσεων προς την παραπονούμενη.”
Προς υποστήριξη της θέσης του, ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε στο Άρθρο 107 του Children and Young Persons Act 1933 της Αγγλίας, όπως και στο αντίστοιχο Άρθρο 2 του περί Αδικοπραγούντων Ανηλίκων Νόμου, Κεφ. 157, όπως τροποποιήθηκε, όπου προβλέπεται ότι “παιδί” σημαίνει πρόσωπο κάτω των 14 χρόνων, στο Άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο πρόσωπο κάτω των 14 χρόνων δεν είναι ποινικά υπεύθυνο, στο Άρθρο 33Α(1) του Criminal Justice Act 1991 της Αγγλίας, σύμφωνα με το οποίο παιδιά κάτω των 14 χρόνων πρέπει να δίδουν ανώμοτη μαρτυρία, στα Άρθρα 3 και 4 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου του 2001 (περί μαρτύρων που χρήζουν βοήθειας), [*309]στο Άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο, ελλείψει ενισχυτικής μαρτυρίας, δεν μπορεί να στηριχθεί καταδίκη επί της ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού νεαρής ηλικίας (child of tender years), και στις Αγγλικές αποφάσεις Hayes [1977] 64 Cr. App. R. 194, R. v. Khan [1981] Crim. L. R. 330, R. v. Campbell [1983] Crim. L. R. 174 και R. v. Lee [1988] Crim.L. R. 525.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Στην Κύπρο το θέμα ρυθμίζεται από το Άρθρο 55(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε. Το Άρθρο 55(1), στο βαθμό που εδώ μας ενδιαφέρει, έχει ως εξής:
“55.-(1) Κάθε μάρτυρας σε ποινική διαδικασία εξετάζεται ενόρκως και το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εμφανίζεται μάρτυρας έχει πλήρη εξουσία να επάγει σε αυτό τέτοιο όρκο όπως συνηθίζεται να επάγεται σε πρόσωπα που πρεσβεύουν το ίδιο με το μάρτυρα θρήσκευμα ή θρησκεία.
........................................................................................................
Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει χωρίς όρκο οποιοδήποτε παιδί νεαρής ηλικίας το οποίο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου δεν αντιλαμβάνεται τη φύση του όρκου (το γεγονός καταχωρείται στα πρακτικά της διαδικασίας).”∗
Από το πιο πάνω άρθρο είναι σαφές ότι η γενική αρχή είναι ότι όλοι οι μάρτυρες σε ποινική διαδικασία πρέπει να εξετάζονται ενόρκως. Κατ’ εξαίρεση, το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει χωρίς όρκο οποιοδήποτε παιδί νεαρής ηλικίας εάν, κατά τη [*310]γνώμη του, το συγκεκριμένο παιδί δεν αντιλαμβάνεται τη φύση του όρκου. Επομένως, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται, ως η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, αφ΄ ης στιγμής εμφανιστεί ενώπιόν του παιδί νεαρής ηλικίας για να μαρτυρήσει, να προχωρήσει, άνευ ετέρου, σε ειδική εξέταση εάν αυτό αντιλαμβάνεται τη φύση του όρκου. Εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια εάν θα προχωρήσει, και πότε, σε τέτοια εξέταση. Εάν δε, και όταν, αποφασίσει να προχωρήσει σε τέτοια εξέταση, τότε, εάν, κατά τη γνώμη του, το παιδί νεαρής ηλικίας δεν αντιλαμβάνεται τη φύση του όρκου, έχει τη δυνατότητα να ακούσει τη μαρτυρία του χωρίς όρκο.
Στην προκείμενη περίπτωση, η οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονουμένης στην Αστυνομία προβλήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ως μαρτυρία της παραπονουμένης στις 28.3.2007 (Τεκμήριο 5). Την ίδια μέρα, η απομαγνητοφωνημένη κατάθεση της παραπονουμένης κατατέθηκε στο Κακουργιοδικείο (Τεκμήριο 4). Στις 11.4.2007, η παραπονούμενη παρουσιάστηκε στο Κακουργιοδικείο για να μαρτυρήσει, το δε Κακουργιοδικείο την άκουσε ενόρκως. Είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο ότι το Κακουργιοδικείο, έχοντας υπόψη την οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονουμένης, όπως αυτή προβλήθηκε ενώπιον του στις 28.3.2007, έκρινε, στις 11.4.2007, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να μην εφαρμοστεί η γενική αρχή του Άρθρου 55 ώστε η παραπονούμενη να μαρτυρήσει ενόρκως. Την ίδια κρίση διατήρησε, προφανώς, και καθόλη την πορεία της μαρτυρίας της παραπονουμένης. Συναφώς, θεωρούμε χρήσιμο να σημειώσουμε και την επί του προκειμένου στάση της υπεράσπισης. Η υπεράσπιση, αν και είχε στα χέρια της την απομαγνητοφωνημένη κατάθεση της παραπονουμένης, πριν την έναρξη της διαδικασίας, και αν και είχε παρακολουθήσει την οπτικογραφημένη κατάθεσή της, όπως αυτή προβλήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στις 28.3.2007, εν τούτοις, στις 11.4.2007, όταν η παραπονούμενη παρουσιάστηκε στο Κακουργιοδικείο για να μαρτυρήσει, δεν ήγειρε ζήτημα οποιασδήποτε εξέτασης αναφορικά με τη δυνατότητά της να αντιληφθεί τη φύση του όρκου, ακόμα και όταν ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής την ρώτησε τι σήμαινε γι΄ αυτή ότι ορκίζεται στο ευαγγέλιο και πήρε την απάντηση «ότι δεν πρέπει να πω ψέματα και να μην πλάθω ιστορίες που το νου μου». Τέτοιο ζήτημα δεν ήγειρε η υπεράσπιση ούτε και μεταγενέστερα, κατά την πορεία της μαρτυρίας της παραπονουμένης.
Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η καθυστέρηση της Κατηγορούσας [*311]Αρχής, που οφείλεται σε ενδεχόμενη παράβαση των υποχρεώσεων του εκπροσώπου της, να εφοδιάσει έγκαιρα την υπεράσπιση με το Τεκμήριο 15, δεν επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση του εφεσείοντος, έστω και αν αυτή δεν ζήτησε την επανάκληση της παραπονουμένης για περαιτέρω αντεξέταση και, επιπλέον, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο “φαίνεται να μην έλαβε καθόλου υπόψη του ότι και τη στιγμή ακόμα που εγέρθηκε αυτό το ζήτημα, στο προχωρημένο στάδιο των αγορεύσεων, είχε το ίδιο τη δυνατότητα να ζητήσει τις απόψεις των δύο πλευρών ώστε να εξέταζε το ενδεχόμενο να ασκούσε τη διακριτική του εξουσία προς την κατεύθυνση επανάκλησης και περαιτέρω εξέτασης της παραπονούμενης.”
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το Τεκμήριο 15 είναι σημείωμα της παραπονουμένης, απευθυνόμενο προς τη μητέρα της. Φέρει ημερομηνία 3.11.2006 και τιτλοφορείται “ο πατέρας με ενοχλή σεξουαλικά”. Μνεία της ύπαρξης του σημειώματος αυτού έγινε, για πρώτη φορά, στο Κακουργιοδικείο, κατά την κύρια εξέταση της μητέρας της παραπονουμένης ΜΚ5. Όπως εξήγησε η μητέρα της παραπονουμένης, επειδή η παραπονούμενη δεν μπορούσε να της διηγηθεί τα όσα διαδραματίστηκαν με τον πατέρα της, όταν ήταν πλέον γνωστό ότι θα διεξαγόταν δίκη, η παραπονούμενη, με την παρότρυνση του νευρολόγου ψυχίατρου και παιδοψυχίατρου ΜΚ7, έγραψε το σημείωμα προς τη μητέρα της. Το σημείωμα αυτό η τελευταία το έδωσε, όπως είπε κατά την κύρια εξέτασή της, χωρίς να διευκρινίζει το πότε, στον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής. Η υπεράσπιση δεν ζήτησε, κατά την αντεξέταση της μητέρας της παραπονουμένης, είτε να δει το σημείωμα, είτε αυτό να κατατεθεί. Το σημείωμα κατατέθηκε αργότερα, ως Τεκμήριο 15, από το νευρολόγο ψυχίατρο και παιδοψυχίατρο, στο στάδιο της κύριας εξέτασής του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του τελευταίου, το Τεκμήριο 15 ετοιμάστηκε από την παραπονούμενη στην παρουσία του και μετά από προτροπή του, λόγω της αδυναμίας της παραπονουμένης να εκφραστεί με λεπτομέρεια στη μητέρα της ως προς τα όσα διαδραματίστηκαν με τον πατέρα της. Τούτων ούτως εχόντων δεν βλέπουμε πως μπορεί να γίνεται λόγος για ενδεχόμενη παράβαση των υποχρεώσεων του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής. Αναφορά στο σημείωμα έγινε, για πρώτη φορά, κατά την κύρια εξέταση της μητέρας της παραπονουμένης. Η υπεράσπιση δεν ζήτησε καν να δει το σημείωμα ούτε, βέβαια, ζήτησε να κατατεθεί. Σε μεταγενέστερο στάδιο, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε από το νευρολόγο ψυχίατρο και παιδοψυχίατρο, κατά την κύρια εξέτασή του, να παρουσιάσει το σημείωμα, οπότε το πε[*312]ριεχόμενό του περιήλθε σε γνώση της υπεράσπισης. Η υπεράσπιση αντεξέτασε σχετικά το νευρολόγο ψυχίατρο και παιδοψυχίατρο. Δεν ζήτησε, όμως, και την επανακλήτευση της παραπονουμένης για περαιτέρω αντεξέταση. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι η προσέγγιση του όλου θέματος από το Κακουργιοδικείο ήταν απόλυτα ορθή. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
“Ηγέρθηκε κατά το στάδιο των αγορεύσεων από το συνήγορο υπεράσπισης ζήτημα παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη. Στηρίχθηκε ... στην καθυστερημένη πληροφόρηση που είχε η υπεράσπιση περί της ύπαρξης του Τεκμηρίου 15 ..... Η υπεράσπιση έχοντας γνώση του περιεχομένου του τεκμηρίου αντεξέτασε σχετικά το Μ.Κ.7, τον παιδοψυχίατρο. Εάν θεωρούσε λοιπόν η υπεράσπιση ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 15 συνιστούσε στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να οδηγήσει σε περαιτέρω αντεξέταση της συντάκτριάς του, της παραπονούμενης, θα έπρεπε να είχε θέσει σχετικό αίτημα στο Δικαστήριο για επανακλήτευση της στο κατάλληλο στάδιο. Τίποτε σχετικό έπραξε. Η επίκληση δε κατά το στάδιο πλέον των τελικών αγορεύσεων επηρεασμού των θέσεων της αόριστα και χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση, δεν είναι ικανή για να θεμελιώσει παραβίαση δικαιωμάτων στη βάση που έχει θέσει η υπεράσπιση.”
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης, ότι, δηλαδή, το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εξετάσει το ενδεχόμενο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, να επανακαλέσει το ίδιο την παραπονούμενη για περαιτέρω εξέταση στη βάση του Τεκμηρίου 15, παρατηρούμε ότι, εφόσον το ζήτημα είχε εγερθεί από την υπεράσπιση, έστω στο προχωρημένο στάδιο των αγορεύσεων, το Κακουργιοδικείο, ασκώντας προφανώς τη διακριτική του εξουσία, βάσει του Άρθρου 54 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, έκρινε ότι, η εξ ιδίας πρωτοβουλίας επανακλήτευση της παραπονουμένης για περαιτέρω εξέταση με αναφορά στο Τεκμήριο 15, δεν ήταν αναγκαία για τη δίκαιη διεκπεραίωση της υπόθεσης. (Βλ. σχετικά Psyllas v. Police (1979) 2 C.L.R. 224, στη σελ. 229, και Savva “Pambos” v. Police (1986) 2 C.L.R. 30, στις σελ. 52-53). Αυτή του τη διεργασία το Κακουργιοδικείο δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να επισημάνει ή καταγράψει στην απόφασή του.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα [*313]το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονουμένης χωρίς, μάλιστα, την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, λαμβανομένου υπόψη ότι η μαρτυρία της στο Κακουργιοδικείο παρουσίαζε σωρεία ουσιωδών αντιφάσεων, τόσο αφ’ εαυτής, όσο και σε σύγκριση με το περιεχόμενο της απομαγνητοφωνημένης κατάθεσής της (Τεκμήριο 4), αλλά και με το περιεχόμενο του σημειώματός της προς τη μητέρα της (Τεκμήριο 15). Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο συνήγορος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας της παραπονουμένης στο Κακουργιοδικείο σε συνάρτηση τόσο με την απομαγνητοφωνημένη κατάθεσή της όσο και με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 15.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα συνακόλουθα ευρήματά του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, συνακόλουθα, της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Όσο δε αφορά τις αντιφάσεις στη μαρτυρία, το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν διάθεσή του να ψευσθεί.
Έχουμε διεξέλθει τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας της παραπονουμένης στο Κακουργιοδικείο στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντος προς υποστήριξη αυτού του λόγου της έφεσης. Έχουμε επίσης διεξέλθει τόσο την απομαγνητοφωνημένη κατάθεσή της όσο και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 15. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η επέμβασή μας. Οι λόγοι τους οποίους δίδει το Κακουργιοδικείο για την αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονουμένης ως αξιόπιστης είναι πειστικοί και υποστηρίζονται από την ενώπιόν του μαρτυρία.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν προέβη σε ευρήματα γεγονότων, η δε απόφασή του είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, με αποτέλεσμα να είναι προβληματικός ο δικαστικός της έλεγχος.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το Κακουργιοδικείο κα[*314]ταγράφει στην απόφασή του λεπτομερώς, πέραν από τα αναμφισβήτητα γεγονότα, την ενώπιόν του μαρτυρία, ιδίως εκείνη της παραπονουμένης, τόσο στην οπτικογραφημένη κατάθεσή της, όσο και ενώπιόν του, αναφορικά με τα όσα διαδραματίστηκαν με τον πατέρα της κατά τη χρονική περίοδο που καλύπτει το κατηγορητήριο. Ακολούθως, αφού αξιολογεί την ενώπιόν του μαρτυρία, και ιδίως εκείνη της παραπονουμένης και, για τους λόγους που εξηγεί, την αποδέχεται, προχωρεί σε ευρήματα γεγονότων, χωρίς να επαναλαμβάνει τα όσα λεπτομερώς κατέγραψε προηγουμένως ως την ενώπιόν του μαρτυρία, ιδίως της παραπονουμένης. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση έχει ως εξής:
“Πέραν από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα και με βάση τη μαρτυρία που έχουμε αποδεκτεί και κρίνει ως αξιόπιστη και ιδίως αυτή της ΜΚ2, ανάλογα είναι και τα ευρήματά μας. Κατ΄ ακολουθία, είναι βασικό εύρημα μας ότι τα γεγονότα σε σχέση με τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου απέναντι στην παραπονούμενη μεταξύ των ετών 1998 και 2005 και οι λεπτομέρειες που τα καλύπτουν, διαδραματίστηκαν όπως η παραπονούμενη κατέθεσε στο Δικαστήριο.”
Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο, έχοντας ως πραγματικό υπόβαθρο τα ευρήματά του ως προς τα γεγονότα που αφορούν τη συμπεριφορά του εφεσείοντος έναντι της παραπονουμένης μεταξύ του 1998 και του 2005, υπάγει τα εν λόγω γεγονότα στις αντίστοιχες ποινικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται το κατηγορητήριο, για να καταλήξει στην ενοχή και, συνακόλουθα, την καταδίκη του εφεσείοντος στην κάθε κατηγορία.
Η έφεση κατά της ποινής.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στις ποινές που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα στις πέντε κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο. Αγορεύοντας ενώπιόν μας, ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι η ποινή των επτά χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου, είναι έκδηλα υπερβολική καθότι, όπως αναφέρει και στο διάγραμμά του, “Παραγνωρίστηκε το γεγονός ότι η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή στην πρώτη κατηγορία ακριβώς εντάσσεται και αντανακλά στην προσπάθεια του νομοθέτη να αντιμετωπίσει ανάλογα το βασικό σκοπό που εξυπηρετεί η εν λόγω νομοθεσία, δηλ. την οργανωμένη σεξουαλική εκμετάλλευση και εμπορία ανθρώπων, το δε μέγιστο [*315]αυτό ύψος της προβλεπόμενης ποινής δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως σταθερή αφετηρία, κατά τον ίδιο τρόπο, αδιάφορα με αν βρισκόμαστε μπροστά σε οργανωμένες περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ή μεμονωμένες περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης.” Πρόσθετα, σύμφωνα πάντοτε με το συνήγορο του εφεσείοντος, υπάρχει πλήρης δυσαρμονία μεταξύ της ποινής των επτά χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου (πρώτη κατηγορία) και της ποινής των τριών χρόνων φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην κατηγορία για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας (όγδοη κατηγορία), καθότι, “ενώ οι λεπτομέρειες της πρώτης και όγδοης κατηγορίας έχουν την ίδια σοβαρότητα, με προεξάρχον στοιχείο και στις δύο κατηγορίες την αναφορά στον κατηγορούμενο ότι “... προσπάθησε να εισχωρήσει το πέος του στον πρωκτό της ...” τελικά το Δικαστήριο επέβαλε υπερδιπλάσια ποινή στην πρώτη κατηγορία, δηλ. επτά χρόνια, και τρία χρόνια στην όγδοη κατηγορία.”
Οι εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Όπως ορθά παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, η ποινή φυλάκισης των είκοσι χρόνων, που προβλέπεται από τον περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμο του 2000 (Ν.3(I)/2000), σε σχέση με την 1η κατηγορία, τη σεξουαλική, δηλαδή, εκμετάλλευση ανηλίκου, αντανακλά και τη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτής της μορφής. Ο βασικός σκοπός του Ν.3(I)/2000 είναι όντως ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας κατά τρόπο που να καλύπτει και να αντιμετωπίζει τις νέες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται σήμερα το φαινόμενο της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων, η εμβέλεια του όμως καλύπτει και μεμονωμένες περιπτώσεις. (Μάμας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 141, 145 και Μ. Θ. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 174). Με άλλα λόγια, η μέγιστη ποινή φυλάκισης των είκοσι χρόνων, που προβλέπεται στο Ν.3(I)/2000, αν και αποβλέπει, κατά κύριο λόγο, στην πάταξη της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων, αποβλέπει, ταυτόχρονα, και στην αυστηρότερη αντιμετώπιση μεμονωμένων περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, και σαν τέτοια την αντιμετώπισε το Κακουργιοδικείο.
Όσον αφορά τη δεύτερη εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι, δηλαδή, ενώ οι λεπτομέρειες της κατηγορίας για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου, αφενός, και της κατηγορίας [*316]για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, αφετέρου, έχουν την ίδια σοβαρότητα, εν τούτοις, στην πρώτη επιβλήθηκε υπερδιπλάσια ποινή απ’ ότι στη δεύτερη, παρατηρούμε ότι οι δύο κατηγορίες στηρίζονται σε διαφορετική νομοθεσία με διαφορετικό στόχο. Το Άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα ποινικοποιεί την άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας με ανώτατο όριο την ποινή φυλάκισης δύο χρόνων γενικά, ανεξάρτητα, δηλαδή, του κατά πόσο η γυναίκα-θύμα της επίθεσης είναι μέλος της οικογένειας του δράστη και/ή ανήλικη. Περαιτέρω, ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 2000 (Ν.119(I)/2000) διαφοροποιεί την ποινή του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, όταν το αδίκημα διαπράττεται από ένα μέλος της οικογένειας σε βάρος άλλου. Σε τέτοια περίπτωση, η ποινή φυλάκισης αυξάνεται από τα δύο στα πέντε χρόνια, ανεξάρτητα του κατά πόσο το θύμα είναι ανήλικο. Η κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου, από την άλλη, στηρίζεται στο Ν.3(I)/2000, που έχει ως στόχο την προστασία των ανηλίκων από τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή κακοποίηση, εξού και προβλέπει ποινές πολυετούς φυλάκισης. Έχει, επομένως, η διαφοροποίηση των ποινών στους τρεις νόμους την εξήγησή της η οποία, συνακόλουθα, δικαιολογεί και τη διαφορά της ποινής της τριετούς φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας – μέλους της οικογένειάς του, αφενός, και της ποινής της επταετούς φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναίκας – μέλους της οικογένειάς του – ανηλίκου, αφετέρου.
Δοθέντος ότι, για τους λόγους που μόλις αναφέραμε, η νομική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στο θέμα της επιβλητέας ποινής στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου ήταν ορθή, ερχόμαστε στο ερώτημα κατά πόσο η ποινή της επταετούς φυλάκισης που επέβαλε στον εφεσείοντα στη συγκεκριμένη κατηγορία είναι έκδηλα υπερβολική, ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας. Η απάντησή μας είναι αρνητική. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του Ν.3(I)/2000, αλλά και των περιστατικών της υπόθεσης, η ποινή της επταετούς φυλάκισης βρίσκεται μέσα στα ορθά πλαίσια. Το ακόλουθο απόσπασμα από το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:
“Τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα καταδεικνύουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μίας ιδιαίτερα σοβαρής περίπτωσης. Ο κατηγορούμενος με κίνητρο την ικανοποίηση αρρω[*317]στημένων σεξουαλικών επιθυμιών του προχώρησε κατ’ επανάληψη και σε βάθος χρόνου σε πράξεις που μόνο αποστροφή μπορούν να προκαλέσουν. Εκμεταλλευόταν το ίδιο το παιδί του – ένα παιδί που, λόγω ακριβώς της τρυφερής του ηλικίας, έχρηζε ιδιαίτερης προστασίας – το οποίο χρησιμοποιούσε ως σκεύος ηδονής, επιδιώκοντας την ικανοποίηση διεστραμμένων σεξουαλικών του ορέξεων. Φυσικοί και ανθρώπινοι νόμοι εναποθέτουν την προστασία των παιδιών στους γονείς τους. Ο κατηγορούμενος, διαζευγμένος κατά τους κρίσιμους χρόνους, εκμεταλλεύτηκε το δικαίωμα επικοινωνίας που είχε με την κόρη του για να εξυπηρετήσει ζωώδη ένστικτά του. Αντί η επικοινωνία του με το παιδί του να λειτουργήσει ως συνεκτικός μεταξύ τους κρίκος, χρησιμοποιήθηκε από τον κατηγορούμενο ως ευκαιρία σεξουαλικής εκμετάλλευσης του ίδιου του σπλάχνου του.
Αποτέλεσμα της βδελυρής συμπεριφοράς του ήταν η κατερείπωση του ψυχικού κόσμου της παραπονούμενης – κόρης του. Τα τραύματα που επιφέρουν στο θύμα περιστατικά βίας στην οικογένεια, ιδιαίτερα όταν αυτά έχουν σεξουαλικό χαρακτήρα, καθιστούν εξ αντικειμένου αδικήματα αυτής της κατηγορίας ιδιάζουσας σοβαρότητας. Πέραν του τραύματος και του εξευτελισμού που προκαλούν στο θύμα τα αδικήματα αυτά, κλονίζουν το θεμέλιο της οικογένειας και αφήνουν τα παιδιά έκθετα στην ανασφάλεια που τους προκαλούν, ανατρέποντας τον ψυχικό τους κόσμο και βεβηλώνοντας την ύπαρξη τους. Αναλογισμός της σοβαρότητας των εγκλημάτων αυτής της μορφής δικαιολογεί την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις ποινές οι οποίες επιβάλλονται. (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Α. Β. (2002) 2 Α.Α.Δ. 382).
Συνυπολογίζουμε επίσης για σκοπούς επιβολής ποινής το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος αρνήθηκε μέχρι τέλους τη διάπραξη των αδικημάτων. Σταθερή του θέση ήταν ότι δεν έκανε οτιδήποτε το επιλήψιμο. Αυτή ήταν και η γραμμή υπεράσπισης του. Κανένα στοιχείο μεταμέλειας δεν χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του. Βρέθηκε τελικά ένοχος μετά από ακρόαση και αφού προηγουμένως η παραπονούμενη βίωσε ξανά, μέσα από τη μαρτυρία της, τα ιδιαίτερα οδυνηρά γι΄ αυτήν συμβάντα. Η άρνηση των κατηγοριών είναι απόλυτο και αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου. Η πιο πάνω παραπομπή του Δικαστηρίου στο στοιχείο της καταδίκης μετά από ακρόαση γίνεται με αναφορά στη νομολογιακή αρχή ότι ένας κατηγορούμενος που παραδέχεται ενοχή δύναται να αναμέ[*318]νει κάποια αναγνώριση με τη μορφή μείωσης της ποινής η οποία διαφορετικά θα επιβαλλόταν εάν καταδικαζόταν μετά από μη παραδοχή (Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442, 447).
………………………………………………………………...
Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας σχετικά δεδομένα. Λάβαμε υπόψη, πάντα μέσα στα πλαίσια των αρχών που έχουμε εκθέσει πιο πάνω, τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, το λευκό του ποινικό μητρώο, τις επιπτώσεις που η ποινή πιθανόν να επιφέρει στον ίδιο, αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα αδικήματα διαπράχθηκαν.”
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
* Η λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονουμένης έγινε με βάση το Ν.119(Ι)/2000, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν.212(Ι)/2004, και τον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο του 2001 (Ν.95(Ι)/2001), κατατέθηκε δε ενώπιον του Κακουργιοδικείου με βάση τις σχετικές πρόνοιες των ίδιων Νόμων και με αποδεκτή τη θέση ότι τηρήθηκαν όλοι οι κανόνες λήψης της, όπως, επίσης, ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις παρουσίασής της ενώπιον του Κακουργιοδικείου ως μαρτυρίας.
* Το Αγγλικό κείμενο του άρθρου 55(1), στο βαθμό που εδώ μας ενδιαφέρει, έχει ως εξής:
55.-(1) Every witness shall in criminal proceedings be examined upon oath and the Court before which any witness shall appear shall have full power and authority to administer such oath as is customarily administered to persons of the creed or faith of the witness:
………………………………………………………………………………………
Provided further that the Court may examine without oath any child of tender years who does not, in the opinion of the Court, understand the nature of an oath (the fact to be recorded on the minutes of the proceedings).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο