(2008) 2 ΑΑΔ 338
[*338]22 Mαΐου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
GUEKTOR POPOV,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 52/2008)
Ποινικός Κώδικας ― Διαφθορά θήλεως κατά παράβαση του Άρθρου 154 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.145(Ι)/2002 ― Το αδίκημα του Άρθρου 154 κατέστη απόλυτο μετά την προαναφερθείσα τροποποίηση ― Κατά πόσο είχε εφαρμογή ο γενικός κανόνας του Άρθρου 10 του Ποινικού Κώδικα σε σχέση με την ανάγκη ύπαρξης mens rea ως προς την ηλικία της κοπέλας.
Εφετείο ― Παρατηρήσεις Εφετείου σε σχέση (α) με τον αποκλεισμό με νομοθεσία του στοιχείου του mens rea από αδίκημα με αποτέλεσμα αυτό να καθίσταται απόλυτο και (β) με τη νομική κατάσταση που επικρατεί στην Αγγλία μετά τις κατά καιρούς τροποποιήσεις του Criminal Law Amendment Act 1885 όσον αφορά το αντίστοιχο αδίκημα της διαφθοράς θήλεως κατά παράβαση του Άρθρου 154 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
Η παραπονούμενη, ηλικίας λίγο μεγαλύτερης των 14 ½ ετών, η οποία άρχισε να έχει σεξουαλικές σχέσεις από τα 12 της χρόνια και είχε πρόσφατα διακόψει τη σχολική της φοίτηση, ήλθε σε σεξουαλική επαφή με τον εφεσείοντα ο οποίος έτυχε να διέρχεται με το αυτοκίνητό του από την περιοχή του χωριού Μεσόγης στην Πάφο. Η σεξουαλική επαφή έγινε σε ξενοδοχείο, μετά την κατανάλωση και από τους δύο αρκετής ποσότητας μπύρας. Αρχικά, ο εφεσείων είχε ενδοιασμούς εάν θα έπρεπε να προβεί στην προαναφερθείσα πράξη, η παραπονούμενη όμως τον διαβεβαίωσε πως δεν θα υπήρχε πρόβλημα, λέγοντάς του ότι ήταν 18 ετών, πράγμα που ο εφεσείων πίστεψε. Μετά το συμβάν η παραπονούμενη κατάγγειλε την υπόθεση, δίνοντας τέσσερις καταθέσεις. Στις τρεις πρώτες από αυτές έδωσε εντελώς δια[*339]φορετικές εκδοχές ως προς το τι συνέβη. Έγινε όμως πιστευτή η τέταρτη κατάθεσή της και ο εφεσείων κατηγορήθηκε για διαφθορά θήλεως δυνάμει του Άρθρου 155 του Ποινικού Κώδικα και καταδικάστηκε στη βάση της μαρτυρίας αυτής και της επιστημονικής μαρτυρίας η οποία αποκάλυψε την ύπαρξη σπερματικού υλικού στον κόλπο της παραπονούμενης το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό υλικό του ιδίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η τροποποίηση που επέφερε στο Άρθρο 154 ο Ν.145 (Ι)/2002 κατέστησε το αδίκημα απόλυτο με την κατάργηση της υπεράσπισης της καλόπιστης και εύλογης πεποίθησης από πλευράς του θύτη, εν προκειμένω, του εφεσείοντος ότι το θύμα ήταν ηλικίας άνω των 17 ετών.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδικαστική απόφαση. Εισηγήθηκε ότι, παρά την κατάργηση της υπεράσπισης που επετελέσθηκε με την τροποποίηση του Άρθρου 154 με το Ν. 145 (Ι)/2002, ο εφεσείων εξακολουθούσε να έχει δικαίωμα στο όφελος του γενικού κανόνα που περιέχεται στο Άρθρο 10 του Ποινικού Κώδικα.
Η συνήγορος για τη Δημοκρατία υποστήριξε πως ο γενικός κανόνας του Άρθρου 10 έχει αποκλεισθεί σιωπηρά από το νομοθέτη με τις πρόνοιες που επέφεραν τις τροποποιήσεις του Άρθρου 154.
Αποφασίστηκε ότι:
Ο Ν.145(Ι)/2002, εξυπακουόμενα («impliedly»), έχει αποκλείσει την εφαρμογή του κανόνα του Άρθρου 10 και έτσι την ανάγκη ύπαρξης mens rea ως προς την ηλικία της κοπέλας, καθιστώντας έτσι το αδίκημα, όπως ορθά διαπιστώθηκε και πρωτοδίκως, απόλυτο. Δεν έγκειται στο Εφετείο να κρίνει τη σοφία του νομοθέτη.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Παρατηρήσεις Εφετείου:
1. Το mens rea στην παραδοσιακή αντίληψη των πραγμάτων συνιστά την πεμπτουσία της ποινικής ευθύνης, ώστε ο αποκλεισμός του με την καθιέρωση απόλυτου αδικήματος, όπου τούτο κρίνεται απαραίτητο, θα πρέπει να γίνεται με άκρα προσοχή και φειδώ και απαραιτήτως να βασίζεται σε σαφώς διαπιστωθείσες κοινωνικές ανάγκες.
2. Στην Αγγλία επήλθαν κατά καιρούς ενδεικτικές τροποποιήσεις στο αρχικό Criminal Law Amendment Act 1885 όσον αφορά το αντίστοι[*340]χο του Άρθρου 154 αδίκημα, σε σχέση με την υπεράσπιση της καλόπιστης και εύλογης πεποίθησης ότι η κοπέλα ήταν άνω των 16 ετών (Βλ. συναφώς το Criminal Law Amendment Act 1922, το Sexual Offences Act 1956 και το Sexual Offences Act 2003).
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Πούγιουρου, A.E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 6125/06), ημερομηνίας 22/2/08.
Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής είναι ενδεικτικά των ακραίων επεκτάσεων του νόμου και των σύγχρονων κοινωνικών καταστάσεων. Μια νέα, λίγο πιο πάνω από 14½ ετών, που από τα 12 της άρχισε να έχει ερωτικές σχέσεις, πρόσφατα δε διάκοψε τη σχολική φοίτησή της, έμενε, μετά που οι γονείς της χώρισαν, με τη μητέρα, τον πατριό και τα τέσσερα αδέλφια της στο Μέσα Χωριό της Πάφου. Η οικογένεια ήταν υπό την επίβλεψη του Γραφείου Ευημερίας. Η κοπέλα έφευγε συχνά από το σπίτι. Στις 12 Ιουνίου το 2006 έφυγε πάλι και δεν επέστρεψε το βράδυ, διανυκτερεύοντας σε ανεγειρόμενη οικοδομή στη Μεσόγη. Το πρωί, περπατώντας, ζήτησε από διερχόμενο οδηγό, που ήταν ο Εφεσείων, να τη μεταφέρει σε διάφορα μέρη σε αναζήτηση διαφόρων προσώπων και μετά πίσω στην Πάφο. Κατά την επιστροφή ο Εφεσείων τη ρώτησε να του πει το όνομα και την ηλικία της. Του είπε το όνομα της και ότι ήταν 15 ετών. «Εσύ 15»; της είπε ο Εφεσείων. Αυτή του είπε τότε ότι ήταν 18 και ο Εφεσείων την πίστεψε. Την πήγε στη συνέχεια στο σπίτι φίλης της, και, μη βρίσκοντας την, του ζήτησε να μείνει μαζί του όλη τη μέρα γιατί δεν ήθελε να πάει σπίτι της. Ο Εφεσείων, αν και είχε αρχικά ενδοιασμούς, δέχθηκε με διαβεβαιώσεις της ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Πήγαν μαζί στο σπίτι κάποιου φίλου του, είδαν τηλεόραση και ήπιαν μπύρα. Μετά σε ξενοδοχείο όπου ήπιαν αρκετές μπύρες. Όταν η κοπέλα ξάπλωσε ο Εφεσείων της ζήτησε να κάνουν έρωτα και αυτή δέχθηκε. [*341]Αφού ξαναήπιαν μπύρα, ξαναπήγαν στο σπίτι του φίλου του όπου ήπιαν ούζο. Φεύγοντας η κοπέλα μπήκε σε άλλο αυτοκίνητο για να πάει στη Λεμεσό και ακολούθησαν γεγονότα που δεν ενδιαφέρουν εδώ, με κατάληξη φθάνοντας στη Λεμεσό να ειδοποιήσει τη μητέρα της που την παρέλαβε. Έδωσε τέσσερις καταθέσεις, μία την ίδια μέρα 13 Ιουνίου, δύο την επόμενη και την τέταρτη στις 18 Ιουνίου. Τα γεγονότα που παραθέσαμε προέκυπταν από την τέταρτη κατάθεση την οποία υιοθέτησε ως τη μόνη ορθή στη μαρτυρία της στο Δικαστήριο. Στις τρεις πρώτες καταθέσεις είχε δώσει εντελώς διαφορετικές εκδοχές ως προς το τι της συνέβη. Έγινε όμως πιστευτή η μαρτυρία της και η τέταρτη κατάθεση της και ο Εφεσείων, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για διαφθορά θήλεως δυνάμει του Άρθρου 155 του Ποινικού Κώδικα, κατεδικάσθη στη βάση της μαρτυρίας αυτής και της επιστημονικής μαρτυρίας η οποία απεκάλυψε την ύπαρξη σπερματικού υλικού στον κόλπο της κοπέλας από το οποίο γενετικό υλικό ταυτίσθηκε με το γενετικό προφίλ του Εφεσείοντα (σε άλλες κατηγορίες που αφορούσαν απαγωγή, άσεμνη επίθεση και απειλή βιαιοπραγίας βεβαίως αθωώθηκε επί των προαναφερθέντων γεγονότων).
Θεωρήσαμε ορθό να παραθέσουμε σε έκταση τα γεγονότα της υπόθεσης για το λόγο που επισημάναμε αλλά και διότι αναδεικνύουν τη σημασία του μοναδικού λόγου έφεσης που αφορά καθαρά νομικό σημείο. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής απεφάσισε ότι το αδίκημα του Άρθρου 154 είναι πλέον απόλυτο. Παρά δηλαδή την αναμφίβολη διαπίστωση της ότι η κοπέλα έπεισε τον Εφεσείοντα ώστε αυτός καλόπιστα και εύλογα να πίστευε ότι ήταν άνω των 17 ετών, τούτο δεν συνιστά πλέον υπεράσπιση και το αδίκημα συντελείται εφ’ όσον η κοπέλα είναι κάτω των 17 ετών. Να παραθέσουμε το Άρθρο 154 όπως αυτό ήταν πριν τροποποιηθεί με το Ν. 145(Ι)/2002:
«Όποιος παράνομα έρχεται σε συνουσία ή αποπειράται παράνομη συνουσία με νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία δεκατριών ή άνω και κάτω των δεκαέξι χρόνων, είναι ένοχος πλημμελήματος.
Νοείται ότι αποτελεί επαρκή υπεράσπιση σε κατηγορία που προσάχθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, αν αποδειχτεί στο Δικαστήριο, ότι ο κατηγορούμενος είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι η παθούσα ήταν ηλικίας δεκαέξι χρόνων ή περισσότερων χρόνων.»
Το Άρθρο 154, μετά την τροποποίηση του από το Ν. [*342]145(Ι)/2002, έχει ως εξής:
«Όποιος παράνομα έρχεται σε συνουσία ή αποπειράται παράνομη συνουσία με νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία δεκατριών ή άνω και κάτω των δεκαεπτά χρόνων, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια.
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνουσία ή η απόπειρα διάπραξής της, δε θεωρείται παράνομη, και δε διαπράττεται αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου, σε περίπτωση που κατά το χρόνο διάπραξης, νεαρή γυναίκα είναι παντρεμένη με τον άντρα που έρχεται ή αποπειράται να έρθει σε συνουσία μαζί της.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα δεν αμφισβητεί βεβαίως την κατάργηση της υπεράσπισης που υπήρχε στο Άρθρο 154. Εισηγείται όμως ότι, παρά τούτο, ο Εφεσείων εξακολουθούσε να έχει δικαίωμα στο όφελος του γενικού κανόνα που περιέχεται στο Άρθρο 10 του Ποινικού Κώδικα το οποίο, με προεκτάσεις που συνάδουν προς το mens rea, έχει ως εξής:
«Πράξη η οποία διενεργήθηκε υπό το κράτος ειλικρινής και εύλογης όχι όμως λιγότερο από την πλανημένη αντίληψη των πραγματικών περιστατικών, δεν καταλογίζεται σε εκείνο που διάπραξε σε βαθμό μεγαλύτερο από εκείνο που θα ίσχυε αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν όπως τα επίστευε αυτός.
Η εφαρμογή του κανόνα αυτού δύναται να αποκλειστεί είτε ρητά είτε σιωπηρά από εκείνο το νόμο που αφορά το ζήτημα.»
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία έχει τη θέση ότι ο γενικός κανόνας του Άρθρου 10 έχει αποκλεισθεί σιωπηρά από το νομοθέτη με τις πρόνοιες που επέφεραν τις τροποποιήσεις του Άρθρου 154.
Δεν διαφεύγει βεβαίως η αρχή ότι, προκειμένου περί ποινικών νομοθετημάτων, η ερμηνεία πρέπει να είναι αυστηρή προς όφελος του κατηγορουμένου. Η μέχρι την τροποποίηση του διατύπωση του Άρθρου 154 συνήδε πλήρως με την παραδοσιακή αντίληψη του mens rea όσο και με την πραγματιστική κοινωνική αντίληψη, που αντανακλάται και στο Άρθρο 10, ότι καλόπιστη και εύλογη πεποίθηση ότι η κοπέλα είναι πάνω από την ηλικία που κρίνεται ως λογικό να προστατευθεί, και που ο νομοθέτης καθόρισε ως εκείνη [*343]των 16, είναι δίκαιο να αποκλείει ποινική ευθύνη ώστε το αδίκημα να μην είναι απόλυτο. Απόλυτο ήταν μόνο το αδίκημα του Άρθρου 153 που αφορούσε κοπέλες κάτω των 13 ετών, προφανώς σύμφωνα με την κοινή λογική του πράγματος ότι, και να υπάρχει καλόπιστη και εύλογη πεποίθηση ότι η κοπέλα είναι πάνω από 13 ετών, πρέπει να προστατευθεί έστω και αν φαίνεται μεγαλύτερη. Η περίπτωση η κοπέλα να είναι κάτω των 13 ετών και να φαίνεται πάνω των 16 προφανώς δεν θεωρήθηκε επαρκώς πιθανή ή πραγματικά αξιόπιστη στη συνήθη πορεία των πραγμάτων για να χρειάζεται να απασχολήσει με ειδική ρύθμιση προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Διαχρονικός κριτής όμως των κοινωνικών πραγματικοτήτων και αναγκών και της μεταφοράς τους στο νόμο είναι ο νομοθέτης. Στην περίπτωση του Άρθρου 153 (κοπέλας κάτω των 13 ετών) ποτέ δεν αμφισβητήθηκε, είτε εδώ είτε στην Αγγλία όπου το πανομοιότυπο αδίκημα, όπως και το πανομοιότυπο εκείνου του Άρθρου 154, καθιερώθηκε από το 1885, ότι το αδίκημα ήταν απόλυτο και ότι η καλόπιστη και εύλογη πεποίθηση ότι η κοπέλα είναι άνω των 13 δεν προσέκρουε σε οποιαδήποτε γενική αρχή, όπως εκείνη που διατυπώνεται στο Άρθρο 10, που να αφορά την ύπαρξη mens rea ως προς το στοιχείο αυτό, με το καλόπιστο και εύλογο της πεποίθησης να αντανακλά μόνο στο θέμα της ποινής. Κατ’ αναλογία, ήταν ακριβώς η ύπαρξη της επιφύλαξης της καλόπιστης και εύλογης πεποίθησης στο Άρθρο 154 που παρείχε έρεισμα για την ύπαρξη ανάλογης υπεράσπισης σε τι θα ήταν άλλως ένα απόλυτο αδίκημα, τα ουσιαστικά στοιχεία του οποίου συναρτώντο μόνο προς την πράξη της συνουσίας και την ηλικία της κοπέλας ως 13 μέχρι 16. Το 2002 ο νομοθέτης, αξιολογώντας τα πράγματα, έκρινε ότι οι νέες κοπέλες εχρειάζοντο περαιτέρω προστασία. Κατά πρώτον, μέχρι τα 17 και όχι μέχρι τα 16 όπως πριν. Αυτό επετεύχθη με την αύξηση της ηλικίας 13 μέχρι 16 σε 13 μέχρι 17. Κατά δεύτερο, ώστε ο άνδρας να μην μπορεί να απαλλάσσεται ακόμα και αν είχε την καλόπιστη και εύλογη πεποίθηση ότι η κοπέλα ήταν πέραν των, τώρα, 17. Αυτό επετεύχθη με την κατάργηση της προηγούμενης υπεράσπισης. Συγχρόνως ο νομοθέτης έκρινε ορθό να εισάξει μια νέα επιφύλαξη, που ουσιαστικά δεν συνιστά υπεράσπιση αλλά, και ίσως εκ του περισσού, διευκρίνιση εκείνου που ήταν πάγια αντιληπτό και αφορά το actus rea παρά το mens rea, ότι η συνουσία δεν είναι παράνομη εφ’ όσον υφίσταται σχέση γάμου (η έννοια «παράνομη» εσήμαινε παραδοσιακά συνουσία εκτός γάμου).
Είναι η καταληκτική μας κρίση ότι ο Ν. 145(Ι)/2002, αν και όχι βεβαίως ρητά, εν τούτοις εξυπακουόμενα («impliedly», όπως προ[*344]νοεί το αγγλικό αρχικό κείμενο, και όχι «σιωπηρά» όπως προνοεί η απόδοση στην ελληνική μετάφραση) έχει αποκλείσει την εφαρμογή του κανόνα του Άρθρου 10 και έτσι και την ανάγκη ύπαρξης mens rea ως προς την ηλικία της κοπέλας, καθιστώντας έτσι το αδίκημα, όπως ορθά το εξέλαβε και η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, απόλυτο. Δεν έγκειται στο Εφετείο να κρίνει τη σοφία του νομοθέτη. Παρατηρούμε όμως ότι το mens rea στην παραδοσιακή αντίληψη των πραγμάτων συνιστά την πεμπτουσία της ποινικής ευθύνης, ώστε ο αποκλεισμός του με την καθιέρωση απόλυτου αδικήματος, όπου τούτο κρίνεται απαραίτητο, θα πρέπει να γίνεται με άκρα προσοχή και φειδώ και απαραιτήτως να βασίζεται σε σαφώς διαπιστωθείσες κοινωνικές ανάγκες. Η αύξηση της ηλικίας από 16 σε 17, ενώ η νόμιμη ηλικία γάμου είναι κατ’ ελάχιστο τα 16, σε συνδυασμό με την κατάργηση της προηγούμενης υπεράσπισης, ενδέχεται να αποστασιοποιεί το νόμο από την ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα όπως είναι και διαπιστωμένη σε κατά καιρούς δημοσιευόμενες εκθέσεις αναφορικά με τις σεξουαλικές επιδόσεις των νέων και να απολήγει στην επέκταση της ποινικής ευθύνης πέραν των ορίων που ο νομοθέτης είχε υπ’ όψη του, εμπλέκοντας ή εκθέτοντας ποινικά μεγάλο αριθμό αγοριών που συνουσιάζονται και θα συνεχίσουν να συνουσιάζονται με συνομίληκες τους κάτω των 17 ετών ανεξαρτήτως νομικής κατάστασης. Και θα ήταν παρακινδυνεμένο να λεχθεί ότι αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα καθ’ όσον θα αφήνετο στην καλή κρίση των διωκτικών αρχών πότε να φέρουν κατηγορία και πότε όχι.
Στην Αγγλία (όπου διατηρείται ως απόλυτο το αντίστοιχο του αδικήματος του Άρθρου 153 αδίκημα, τώρα ως Άρθρο 6 του Sexual Offences Act 2003), επήλθαν κατά καιρούς ενδεικτικές τροποποιήσεις στο αρχικό Criminal Law Amendment Act 1885 όσον αφορά το αντίστοιχο του Άρθρου 154 αδίκημα. Το αρχικό αυτό νομοθέτημα παρείχε την υπεράσπιση της καλόπιστης και εύλογης πεποίθησης ότι η κοπέλα ήταν άνω των 16, με το βάρος βεβαίως στον κατηγορούμενο να αποδείξει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, την παρεχόμενη υπεράσπιση (το Age of Marriage Act 1929 μάλιστα παρείχε και άλλη υπεράσπιση, της καλόπιστης και εύλογης πεποίθησης ότι η κοπέλα ήταν νόμιμη σύζυγος του άντρα, υπεράσπιση που καλύπτει και την περίπτωση μη νόμιμου γάμου). Το Criminal Law Amendment Act 1922 περιόρισε την υπεράσπιση αυτή στην περίπτωση που ο άνδρας ήταν κάτω των 24 και δεν είχε προηγουμένως κατηγορηθεί για παρόμοιο αδίκημα. Το Sexual Offences Act 1956 διατήρησε την κατάσταση αυτή. Τώρα, με το Sexual Offences Act 2003, το αντίστοιχο του Άρθρου 154 Άρθρο 9 επαναφέρει την υπεράσπιση της καλόπιστης και εύλογης πεποίθησης [*345]ότι ο ανήλικος είναι άνω των 16 χωρίς τους προηγούμενους περιορισμούς ως προς την ηλικία του άνδρα, και μάλιστα φαίνεται ούτε υπό μορφή υπεράσπισης αλλά ως ουσιαστικό στοιχείο του αδικήματος αφού ορίζεται ότι υπάρχει αδίκημα εφ’ όσον ο κατηγορούμενος «does not reasonably believe» ότι ο ανήλικος είναι άνω των 16.
Οι παρατηρήσεις μας βεβαίως δεν επηρεάζουν την κατάληξη της έφεσης (σημειώνουμε ότι αφορά μόνο την καταδίκη και δεν επεκτείνεται στην ποινή ώστε να μην την εξετάζουμε) η οποία αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο