Ευαγγέλου Σάββας ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 371

(2008) 2 ΑΑΔ 371

[*371]9 Ioυνίου, 2008

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΑΒΒΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 152/2007)

 

Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον εφεσείοντα στηριζόμενο αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονουμένης χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία, αφού κατέγραψε πως είχε υπόψη του τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την καταδίκη κατηγορουμένου χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ― Κατά πόσο ήταν αναγκαία η καταγραφή της προειδοποίησης στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ― Ακύρωση καταδικαστικής απόφασης κατ’ έφεση.

Εφετείο ― Σχόλια Εφετείου σε σχέση με τις πρόνοιες της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που αφορούν τη σύλληψη και κράτηση ατόμου και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύεται ο ποινικός Νόμος.

Ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου, Ν.3 (I)/2000, Άρθρα 2, 3 (1) (γ), 3 (2) (β) και κατηγορίες για άσεμνη επίθεση κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν.119 (I)/2000, Άρθρα 2, 3 (2) και 4 (1) (2) (α), και των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Οι λεπτομέρειες των κατηγοριών σε όλες τις κατηγορίες ήταν πως ο εφεσείων χάιδεψε και φίλησε στο λαιμό, στα στήθη, στο στόμα και στο πρόσωπο την παραπονούμενη, της οποίας χάιδεψε επίσης τα γεννητικά όργανα και την ανάγκασε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να του κάνει στοματικό έρωτα.

Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως τα κατέθεσε η παραπονούμενη [*372]στο Κακουργιοδικείο η οποία ήταν ηλικίας 17 ετών όταν έδιδε τη μαρτυρία της, είναι εν συντομία τα ακόλουθα:

Οι γονείς της διέλυσαν το γάμο τους και αυτή ζούσε με τον πατέρα της μετά το διαζύγιο.

Όλα τα περιστατικά έγιναν μεταξύ των ετών 2001 – 2003, όταν αυτή ήταν 11.5 έως 13.5 χρόνων.

Ο εφεσείων ήταν θείος της, σύζυγος της αδελφής της μητέρας της και η παραπονούμενη συνήθιζε να τους επισκέπτεται τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές.

Το πρώτο περιστατικό συνέβη μια μέρα που ο εφεσείων είχε φιλοξενούμενους στο σπίτι του, έτυχε δε να είναι και η παραπονούμενη εκεί, σε μια από τις συνήθεις επισκέψεις της. Ο εφεσείων ετοίμαζε τη σούβλα για το γεύμα. Η παραπονούμενη πήγε στον εφεσείοντα για να του πάρει κάτι για το τραπέζι. Αυτός όμως την οδήγησε σε ένα αποθηκευτικό χώρο στο υπόγειο του σπιτιού με την πρόφαση να της δείξει κάτι. Όταν πήγαν εκεί ο εφεσείων της έβγαλε τη φανέλα που φορούσε, σήκωσε το σουτιέν της και άρχισε να χαϊδεύει και να τη φιλά στο στήθος. Έβαλε επίσης το χέρι του μέσα από το παντελόνι και το εσώρουχο της παραπονούμενης και άρχισε να της χαϊδεύει τα γεννητικά όργανα, ενώ στη συνέχεια έβγαλε το πέος του και την ανάγκασε να το χαϊδέψει και φιλήσει.

Ακολούθησαν παρόμοια περιστατικά στο σπίτι του εφεσείοντος σε 8 περίπου διαφορετικές περιπτώσεις, όταν η σύζυγος του απουσίαζε ή βρισκόταν στο μπάνιο. Ο εφεσείων δεν είχε ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις με την παραπονούμενη.

Η καταγγελία στην Αστυνομία έγινε δύο χρόνια μετά το τελευταίο περιστατικό, και μετά από την προτροπή του φίλου της Μιχάλη Σάββα να το πράξει. Με τον φίλο της η παραπονούμενη διατηρούσε δεσμό για δύο χρόνια, από την ηλικία των 14.5 ετών και είχε ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις μαζί του.

Η μαρτυρία της παραπονούμενης κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ως το μοναδικό αποδεικτικό υλικό που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή εναντίον του εφεσείοντος. Το Κακουργιοδικείο έκρινε, αφού κατέγραψε πως είχε υπόψη του τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την καταδίκη κατηγορουμένου χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, ότι δεν χρειαζόταν να αναζητήσει τέτοια μαρτυρία. Στην απόφασή του όμως αναφέρεται πως δεν υπάρχει μαρτυρία, το είδος της οποίας καθορίζει η [*373]νομολογία, που να είναι ενισχυτική αυτής της παραπονούμενης.

Ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία. Προέβη σε ανώμοτη δήλωση στην οποία είπε πως τίποτε δεν έκανε από αυτά που του καταλόγιζε η παραπονούμενη. Τέτοια συμπεριφορά, πρόσθεσε, ήταν έξω από το χαρακτήρα του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη όσο και την συντρέχουσα ποινή φυλάκισης 6 ετών που του επιβλήθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

Το Κακουργιοδικείο έσφαλε όταν κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντος βασιζόμενο αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης, χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Βούτουνος v. Αστυνομίας, το γεγονός πως καταγράφεται η αυτοπροειδοποίηση του Κακουργιοδικείου για μια τέτοια απόφαση, δεν έχει καμιά σημασία. Γι’ αυτό εξάλλου και στην πιο πάνω υπόθεση λέχθηκε πως δεν χρειάζεται να καταγράφεται η προειδοποίηση. Η κρίση του Δικαστηρίου ελέγχεται στη βάση των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.

Η έφεση επιτράπηκε. Η καταδίκη του εφεσείοντος παραμερίστηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Βούτουνος v. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 71,

Popov v. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 338,

Amuur v. France, Reports 1996 –III, pp.850-51, para 50,

Gusinskiy. Russia Judgment Reports 2004 – IV, p.149,

Coeme a.ο. v. Belgium, E.Δ.A.Δ., ημερ. 18.10.2000,

Achour v. France, Application No. 67335/01, ημερ. 29.3.2006,

Κυριάκου v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 141.

Σχόλια Εφετείου:

1.  Το Άρθρο 7 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (η [*374]Σύμβαση) θέτει την αρχή πως ο ποινικός Νόμος δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά εις βάρος του κατηγορουμένου, π.χ. εφαρμόζοντας την κατ’ αναλογία μέθοδο. Κατά συνέπεια τα αδικήματα και οι σχετικές ποινές πρέπει να καθορίζονται ευκρινώς στο Νόμο. Αυτή η προϋπόθεση ικανοποιείται όταν το άτομο μπορεί να γνωρίζει από τη φρασεολογία των σχετικών διατάξεων και, αν χρειαστεί με την ερμηνευτική βοήθεια του δικαστηρίου, σε ποιες πράξεις και παραλείψεις δυνατό να του αποδοθεί ποινική ευθύνη.

2.  Εγγενής αρχή σε όλα τα άρθρα της Σύμβασης είναι ότι η ποιότητα του ποινικού νομοθετήματος πρέπει να συνάδει με την ευταξία, Rule of Law. Ποιότητα, με αυτή την έννοια, σημαίνει πως όταν η εθνική νομοθεσία επιτρέπει τη στέρηση της ελευθερίας το περιεχόμενο της πρέπει να είναι ικανοποιητικά προσβάσιμο και ευκρινές, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος αυθαιρεσίας στην εφαρμογή του.

3. Ο κάθε κατηγορούμενος δικαιούται να γνωρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο του ποινικού αδικήματος και την προβλεπόμενη ποινή σε περίπτωση διάπραξης του. Δηλαδή, πρέπει να γνωρίζει επακριβώς ποία η ποίες πράξεις του είναι κολάσιμες, και τις συνέπειες που θα υποστεί.

4.  Τα πιο πάνω σχόλια γίνονται για να βοηθηθεί ο νομοθέτης να καθορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα αδικήματα που θέλει να δημιουργήσει, κάτι βεβαίως που είναι στην απόλυτη συνταγματική του αρμοδιότητα. Κατά τέτοιο όμως τρόπο που ο νόμος να συνάδει με τις βασικές αρχές δικαίου, και ιδιαίτερα τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έχει προσυπογραφεί από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λευκωσίας (Γιασεμή, Π.E.Δ., Δημητριάδου, A.E.Δ., Eφραίμ, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 17586/06), ημερομηνίας 29/6/07.

Ε. Πουργουρίδης, για τον Eφεσείοντα.

Χρ. Κυθραιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*375]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, με 18 συνολικά κατηγορίες, όπως αρχικά είχαν διατυπωθεί. Οι κατηγορίες κατατάσσονταν σε ζεύγη, ανά δύο δηλαδή και ξεχωριστά για το κάθε περιστατικό σεξουαλικής προσβολής της παραπονούμενης από τον εφεσείοντα, όπως οι λεπτομέρειες τους περιγράφονται σε κάθε κατηγορία, και οι οποίες (λεπτομέρειες) είναι πανομοιότυπες. Οι 9 κατηγορίες διατυπώνονται βάσει του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου, Ν.3(I)/2000, Άρθρα 2, 3(1)(γ), 3(2)(β) και οι υπόλοιπες 9 στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο, Ν.119(I)/2000, Άρθρα 2, 3(2) και 4(1)(2)(α), και των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Η κατηγορία στις πρώτες 9 είναι για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου ενώ στις υπόλοιπες 9 για άσεμνη επίθεση. Οι λεπτομέρειες των κατηγοριών, σε όλες τις κατηγορίες, ήταν πως χάιδεψε και φίλησε στο λαιμό, στα στήθη, στο στόμα και στο πρόσωπο την παραπονούμενη, της oποίας χάιδεψε επίσης τα γεννητικά όργανα και την ανάγκασε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να του κάνει στοματικό έρωτα.

Η δίκη ήταν σύντομη. Η κατηγορούσα αρχή κάλεσε 4 μάρτυρες, την παραπονούμενη (ΜΚ1), τον φίλο της Μιχάλη Σάββα (ΜΚ2), την Ελένη Χαραλάμπους, μητέρα της παραπονούμενης και τη Σεμέλη Βίζακου (ΜΚ4) κλινική ψυχολόγο. Κατατέθηκαν επίσης, βάσει του Άρθρου 20 (1) του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1986, Ν.86(86), οι γραπτές καταθέσεις στην Αστυνομία 8 μαρτύρων κατηγορίας. Αυτό έγινε μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή με τη συναίνεση του δικηγόρου του εφεσείοντος, όπως διαλαμβάνεται στο πιο πάνω άρθρο (παράγραφος «γ» του εδαφίου (1)), το δε Δικαστήριο ενέκρινε την καταχώριση των καταθέσεων, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του ίδιου εδαφίου. Με την καταχώριση των καταθέσεων αυτών έγινε κοινή δήλωση της δικηγόρου που εμφανιζόταν εκ μέρους της εισαγγελίας και του δικηγόρου του εφεσείοντος πως δέχονταν την αλήθεια του περιεχομένου τους. 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα κατέθεσε η παραπονούμενη στο Κακουργιοδικείο, αναφέρονται σε έκταση στην απόφαση του. Τα συνοψίζουμε: Η παραπονούμενη, όταν έδιδε μαρτυρία στο Κακουργιοδικείο, ήταν 17 ετών. Οι γονείς της είχαν χωρίσει το 1996 και η ίδια προτίμησε να ζει με τον πατέρα της.  Μαζί τους έμενε και ο αδελφός της Μάριος 23 ετών. Ο άλλος της αδελφός Μιχάλης, 25 ετών, ήταν νυμφευμένος και έμενε σε άλλο [*376]σπίτι με την οικογένεια του. Η παραπονούμενη συνήθιζε να επισκέπτεται τα Σαββατοκυρίακα και τις γιορτές το σπίτι της θείας της Σαβούλας, αδελφής της μητέρας της, η οποία είναι παντρεμένη με τον εφεσείοντα. Η θεία της είχε και δύο μικρά παιδιά δίδυμα ηλικίας 6 ετών. Όλα τα περιστατικά που αποτέλεσαν το αντικείμενο των κατηγοριών έγιναν, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, όταν αυτή ήταν 11.5 έως 13.5 χρόνων, και μεταξύ των ετών 2001-2003.

Το πρώτο περιστατικό συνέβη μια μέρα που ο εφεσείων  είχε φιλοξενούμενους στο σπίτι του, έτυχε δε να είναι και η παραπονούμενη εκεί, σε μια από τις συνήθεις επισκέψεις της. Ο εφεσείων ετοίμαζε τη σούβλα για το γεύμα. Η παραπονούμενη πήγε στον εφεσείοντα για να του πάρει κάτι για το τραπέζι. Αυτός όμως την οδήγησε σε ένα αποθηκευτικό χώρο στο υπόγειο του σπιτιού με την πρόφαση να της δείξει κάτι. Όταν πήγαν εκεί ο εφεσείων της έβγαλε τη φανέλα που φορούσε, σήκωσε το σουτιέν της και άρχισε να χαϊδεύει και να τη φιλά στο στήθος. Έβαλε επίσης το χέρι του μέσα από το παντελόνι και το εσώρουχο της παραπονούμενης και άρχισε να της χαϊδεύει τα γεννητικά όργανα, ενώ στη συνέχεια έβγαλε το πέος του και την ανάγκασε να το χαϊδέψει και φιλήσει. Η ίδια, καθώς είπε στη μαρτυρία της, τον έσπρωχνε προς τα πίσω για να τον αποφύγει, αυτός όμως την ανάγκαζε να δεχτεί τις σεξουαλικές του χειρονομίες, μέχρι που ακούστηκε κάποιος θόρυβος και σταμάτησε. Ακολούθησαν παρόμοια περιστατικά σε 8 περίπου διαφορετικές περιπτώσεις, τα οποία συνέβαιναν μέσα στο σπίτι του εφεσείοντος όταν η σύζυγος του απουσίαζε για ψώνια ή βρισκόταν στο μπάνιο. Οι χώροι που χρησιμοποιούνταν ήσαν το υπνοδωμάτιο ή το γραφείο του σπιτιού. Σε μια άλλη περίπτωση, όταν ο εφεσείων πήγαινε με το αυτοκίνητο στο Λούνα Παρκ την παραπονούμενη με τα δύο ανήλικα παιδιά του, άρχισε να της χαϊδεύει τη γάμπα. Η ίδια τον παρατήρησε πως τα παιδιά ήταν μέσα στο αυτοκίνητο και έβλεπαν, για να αποκριθεί όμως ο εφεσείων πως τα παιδιά ήσαν μικρά και δεν καταλάβαιναν. Ο εφεσείων δεν είχε ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις με την παραπονούμενη. Καθώς η ίδια είπε ο ίδιος τις απέφευγε για να διατηρήσει την παρθενία της.

Η καταγγελία στην Αστυνομία έγινε δύο χρόνια μετά το τελευταίο περιστατικό. Η παραπονούμενη προέβη στην καταγγελία μετά που ο φίλος της Μιχάλης Σάββα την προέτρεψε να το πράξει κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες. Με το φίλο της διατηρούσε δεσμό για δύο χρόνια, από την ηλικία των 14.5 ετών και όπως η ίδια ανέφερε είχε ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις [*377]μαζί του. Μια μέρα που φαινόταν στενοχωρημένη και ο φίλος της την ρωτούσε τι της συνέβαινε, του εκμυστηρεύθηκε τις λεπτομέρειες της συμπεριφοράς του εφεσείοντα απέναντι της, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Ο φίλος της την παρότρυνε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία αφού μιλήσει πρώτα με τους γονείς της. Αυτό και έγινε. Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας της Αστυνομίας ο εφεσείων οδηγήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αντιμετωπίζοντας τις κατηγορίες που καταγράψαμε στην αρχή της απόφασης μας.

Το Κακουργιοδικείο, με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, ορθά έκρινε πως το μοναδικό αποδεικτικό υλικό που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή εναντίον του εφεσείοντος ήταν η μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη νομολογία  σύμφωνα με την οποία σε υποθέσεις σεξουαλικής φύσεως ως ζήτημα πρακτικής αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία. Και αυτό λόγω της εγγενούς φύσης τέτοιων αδικημάτων. Οι λόγοι αναλύονται στη γνωστή νομολογία και δεν χρειάζεται να τους επαναλάβουμε. Το Κακουργιοδικείο έκρινε, αφού κατέγραψε  πως είχε υπόψη του τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την καταδίκη κατηγορουμένου χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, ότι δεν χρειαζόταν να αναζητήσει τέτοια μαρτυρία.  Αναφέρεται όμως στην απόφαση, και έχουμε και εμείς την ίδια γνώμη αφού διαβάσαμε με προσοχή ολόκληρο το πρακτικό, πως δεν υπάρχει μαρτυρία, το είδος της οποίας καθορίζει η νομολογία, που να είναι ενισχυτική αυτής της παραπονούμενης. Παραθέτουμε σχετική περικοπή από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, στην οποία αξιολογείται η μαρτυρία της παραπονούμενης.

«Εξετάζοντας λοιπόν τη μαρτυρία της παραπονουμένης λέμε από την αρχή ότι μας έκανε άριστη εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέτασης της ενώπιον του δικαστηρίου διαπιστώσαμε ότι αφηγείτο τα σχετικά γεγονότα και απαντούσε τις ερωτήσεις που της υποβάλλοντο με απλό τρόπο αλλά ταυτόχρονα σαφή και θετικό. Η όλη της έκφραση, ο τρόπος και το ύφος της ενώ κατέθετε ήταν φυσικός και ανεπιτήδευτος. Δεν δυσκολευόταν, ούτε δίσταζε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση της υποβάλλετο. Υπήρξε σαφήνεια στις θέσεις και απαντήσεις της και αμεσότητα στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν. Δεν προσπάθησε σε κανένα στάδιο να αποφύγει οποιοδήποτε ερώτημα, ούτε φάνηκε να δυσκολεύεται να δώσει μια απάντηση».

[*378]Ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία. Προέβη σε ανώμοτη δήλωση στην οποία είπε πως τίποτε δεν έκανε από αυτά που του καταλόγιζε η παραπονούμενη. Τέτοια συμπεριφορά, πρόσθεσε, ήταν έξω από το χαρακτήρα του. Να σημειώσουμε πως η αντεξέταση του δικηγόρου του εφεσείοντος στην οποία υπέβαλε την παραπονούμενη ήταν σύντομη. Το ουσιαστικό μέρος της επικεντρώθηκε στην υποβολή προς την παραπονούμενη πως, όσα καταλόγισε στον εφεσείοντα ήσαν ψέματα οι δε κατηγορίες της εναντίον του έγιναν σκόπιμα για να εκτρέψει η ίδια προς άλλες κατευθύνσεις τις επιπτώσεις που είχαν τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την οικογένεια της που δημιουργούνταν από τις σχέσεις με το φίλο της.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος, στη μακρά και εμπεριστατωμένη αγόρευση του ενώπιον μας, ήγειρε αρκετά νομικά ζητήματα τα οποία αναπτύσσονται και στο διάγραμμα αγόρευσης του. Αναφέρθηκε όμως σε έκταση και στη μαρτυρία που προσκομίστηκε στο Κακουργιοδικείο. Ιδιαίτερα, ως προς το τελευταίο, εισηγήθηκε πως το Κακουργιοδικείο δεν ενδιέτρεψε καθόλου, και σαν επακόλουθο δεν αξιολόγησε, τα υπόλοιπα στοιχεία που προέκυπταν από τη μαρτυρία ώστε να τα αντιπαραβάλει με τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Διατείνεται, συγκεκριμένα, πως από την υπόλοιπη μαρτυρία προκύπτουν στοιχεία βάσει των οποίων το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να κρίνει ψευδή ή τουλάχιστον αναξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης.

Είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε πρόσφατα (δες: Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 71) πως η εκτίμηση  της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα δεν βασίζεται μόνο στην πειστικότητα  που μεταδίδει το ύφος και ο τρόπος που αρθρώνει τη μαρτυρία του αλλά και στο περιεχόμενο της, συγκρινόμενο με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό που υπάρχει στην υπόθεση. Η αρχή αυτή έχει μεγαλύτερη δύναμη στην ποινική δίκη όπου η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, σε αντίθεση με την πολιτική δίκη στην οποία ο ενάγων αποδεικνύει την υπόθεση του στο ισοζύγιο της πιθανότητας να έχει δίκαιο στην αξίωση του.

Στην έφεση που μας απασχολεί έχουμε επισημάνει σημαντικά στοιχεία, τα οποία θα παραθέσουμε αμέσως πιο κάτω, τα οποία, κατά τη γνώμη μας, θα’ πρεπε να οδηγήσουν το Κακουργιοδικείο στη σκέψη πως η μαρτυρία της παραπονούμενης, έστω και αν κρίθηκε ως αξιόπιστη, χρειαζόταν ενισχυτική μαρτυρία προ[*379]τού οδηγηθεί στο τελικό συμπέρασμα πως ο εφεσείων ήταν ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Επαναλάβαμε κατά τη διάρκεια της συζήτησης αυτό που επισημάναμε και στην υπόθεση Βούτουνος, και μεταφέρουμε εδώ.

«Η φύση οποιουδήποτε αδικήματος, και οι διάφορες απόψεις που επικρατούν στην κοινωνία αναφορικά με τη διάπραξη του, δεν διαφοροποιούν τις αρχές του δικαίου που εφαρμόζονται και άπτονται της απόδειξης ποινικής κατηγορίας εναντίον προσώπου. Ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρις ότου η ενοχή του αποδειχτεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Αυτό επιβάλλει το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το αντίστοιχο Άρθρο 6 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Προς αυτή τη κατεύθυνση λειτουργεί η ποινική δικονομία η οποία και εφαρμόζεται σε όλες ανεξαίρετα τις υποθέσεις.»

Κατάλυση ή αλλοίωση αυτής της διαδικασίας οδηγεί την κοινωνία σε αυτοδιάλυση και κατάρρευση του κράτους δικαίου.

Η κλινική ψυχολόγος, στη μακροσκελή κατάθεση της στο Δικαστήριο, έδωσε εξηγήσεις γιατί η παραπονούμενη ή οποιοσδήποτε ανήλικος θύμα σεξουαλικής προσβολής μπορεί να αργήσει να αναφέρει ή να καταγγείλει αυτό που έχει βιώσει. Το Κακουργιοδικείο δέχτηκε την επιστημονική άποψη της κλινικής ψυχολόγου, και εμείς δεν έχουμε λόγο να διαφωνήσουμε. Παραμένει όμως, ως αντικειμενικό γεγονός, πως η καταγγελία έγινε δύο χρόνια όχι μετά τη διάπραξη ενός συγκεκριμένου σεξουαλικού αδικήματος εις βάρος της παραπονούμενης, αλλά 8 συνεχών τέτοιων αδικημάτων για μια περίοδο 2 ετών. Η παραπονούμενη είπε στη μαρτυρία της πως κάθε φορά που την προσέγγιζε με τον ίδιο σκοπό ο εφεσείων, προσπαθούσε να τον απωθήσει. Είναι φανερό από τη μαρτυρία της πως, μολονότι λόγω της μικρής ηλικίας της, δεν γνώριζε, όπως ένα ώριμο άτομο, τη λειτουργία της γενετήσιας ορμής, εντούτοις αντιλαμβανόταν τη φύση και περιεχόμενο των πράξεων του εφεσείοντος και πως αυτό που γινόταν εις βάρος της δεν ήταν ορθό. Εξάλλου λίγους μήνες μετά, στα 14 της, συνήψε σχέσεις με νεαρό με τον οποίο είχε ολοκληρωμένες ερωτικές εμπειρίες. Για δύο χρόνια όμως συνέχισε να πηγαίνει στο σπίτι του θείου της, εφεσείοντα, οικειοθελώς, ενώ ο τελευταίος επαναλάμβανε, όταν του διδόταν η κατάλληλη ευκαιρία, αυτά που η ίδια κατήγγειλε. Επί του ιδίου θέματος  σημαντική είναι και η μαρτυρία της Παρασκευής Κωστάτου, της οποίας η κατάθεση παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με τη διαδι[*380]κασία που εξηγήσαμε πιο πάνω. Το Κακουργιοδικείο δεν ανέφερεται ποσώς σ’ αυτή την κατάθεση, όπως και σε άλλα στοιχεία των γραπτών καταθέσεων που προσκομίστηκαν με τον ίδιο τρόπο. Η Κωστάτου είναι από το Μάιο του 2005 σύμβουλος βίας στην οικογένεια. Και από τον Απρίλιο του 2006 είναι λειτουργός ευημερίας στην υπηρεσία Οικογένεια και Παιδί, που είναι τομέας του Γραφείου Ευημερίας. Στα πλαίσια των καθηκόντων της είχε συνεργασία και επέβλεπε την οικογένεια του πατέρα της παραπονούμενης Αντωνίας από το 1996, όταν επήλθε η διάλυση του γάμου. Γνώριζε προσωπικά την παραπονούμενη με την οποία είχε τακτική επικοινωνία. Ήταν δε σε γνώση της πως επισκεπτόταν το σπίτι του εφεσείοντος, στο οποίο διανυκτέρευε ορισμένα Σαββατοκυρίακα και γιορτές. Η κα Κωστάτου ρωτούσε ειδικά την παραπονούμενη πώς περνούσε και η τελευταία την διαβεβαίωνε πως περνούσε πολύ καλά με τη θεία της και το θείο της, τον εφεσείοντα δηλαδή. Ουδέποτε της έκανε παράπονο για οποιοδήποτε θέμα. Είναι γεγονός πως η παραπονούμενη ανέφερε στη μαρτυρία της πως ο εφεσείων την προέτρεπε να μη λέγει τίποτε για ό,τι συνέβαινε γιατί θα τους σκότωναν και τους δυο. Η ίδια όμως η παραπονούμενη είπε πως ένα χρόνο μετά τα συμβάντα τα είχε εκμυστηρευθεί στις δύο φίλες της Αουρέλια και Μαρία, τις οποίες όμως εξόρκισε να μην αναφέρουν οτιδήποτε. Υπάρχει κάποια, κατά τη γνώμη μας, λογική διαφορά όταν ένας δεν ρωτιέται για κάτι συγκεκριμένο να μην λέγει τίποτε από την περίπτωση που ρωτιέται ειδικά, εδώ για την ευημερία και ευτυχία του, και μάλιστα από πρόσωπο ειδικά εμπιστευμένο με αυτή την ιδιότητα, όπως η κα. Κωστάτου. Αναφορικά με το πρώτο επεισόδιο, που συνεχώς αναφερόταν για να ξεχωρίζει στο Κακουργιοδικείο και ενώπιον μας, ως το επεισόδιο της σούβλας, υπάρχει επίσης μια σημαντική διαφορά στη μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης από αυτή της Βιολέτας Μιχαήλ, δεύτερης συζύγου του πατέρα της παραπονούμενης. Η μαρτυρία της κ. Μιχαήλ περιέχεται στη γραπτή της κατάθεση στην Αστυνομία που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο. Λέγει λοιπόν η μάρτυς πως στις 14.9.2006, όταν πλέον η παραπονούμενη αποκάλυψε τα εις βάρος της αδικήματα, τα εξής: «μας περιέγραψε τι συνέβηκε και χαρακτηριστικά μας είπε ότι όταν ήταν 11 χρόνων ο θείος της Σάββας έψηνε σούβλα στο υπόγειο μόνος του και η Αντωνία κατέβηκε να του πάρει κάτι που χρειαζόταν, αυτός της είπε να την πάρει σε ένα δωμάτιο του υπογείου να της δείξει κάτι, και τότε μας είπε, κάποιος έκανε θόρυβο και έφυγε τρεχτή και ανέβηκε πάνω». Στην κατάθεση της δηλαδή, για τα όσα είπε η παραπονούμενη, δεν περιλαμβάνεται η σεξουαλική προσβολή την οποία περιγράψαμε πιο πάνω. Μήτε σε αυτό το στοιχείο αναφέρεται η [*381]απόφαση του Κακουργιοδικείου. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, δίδοντας τη δική της εξήγηση σ’ αυτή τη διαφορά, είπε πως στην κατάθεση της η μάρτυς υπονοούσε πως έγιναν αυτά που καταγγέλλει η παραπονούμενη και όταν ακούστηκε θόρυβος διακόπηκε η παράνομη συμπεριφορά του εφεσείοντος. Αυτή η εξήγηση είναι στη σφαίρα της θεωρίας. Η πραγματική μαρτυρία καταγράφεται στην κατάθεση και το Κακουργιοδικείο, αν την είχε υπόψη του, αναμενόταν να την αξιολογήσει.

Να επαναλάβουμε πως δεν αναφέρουμε τα πιο πάνω για να υποδείξουμε πως η μαρτυρία της παραπονούμενης είναι καθ’ ολοκληρίαν μολυσμένη, αλλά για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως, βάσει των στοιχείων που εντοπίσαμε στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, την οποία όμως δεν σχολιάζει, θα΄πρεπε να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της παραπονούμενης.

Υπάρχουν και άλλα εύλογα ερωτηματικά που εγείρονται στην υπόθεση. Όλα τα περιστατικά, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, εκτός από ένα, έγιναν στο σπίτι του εφεσείοντος όταν ο τελευταίος έβρισκε κάποια ευκαιρία να απομονώσει την παραπονούμενη, κυρίως όταν απουσίαζε για λίγο η σύζυγος του ή ακόμη και όταν ήταν στο μπάνιο. Είναι φυσικό να αναμένει κάποιος μετά την κάθε μια από τις ανήθικες εμπειρίες που είχε η παραπονούμενη, έστω και χωρίς να το θέλει, να δείχνει στη θεία της ή στους ξένους, στην περίπτωση της σούβλας, κάποια αμηχανία, ντροπή, αναστάτωση η αλλαγή χρώματος στο πρόσωπο, κάτι τέλος πάντων που να φανερώνει το ντρόπιασμα ενός κοριτσιού, που πριν από μερικά λεπτά είχε υποστεί όσα η ίδια περιέγραψε στο Δικαστήριο. Να σημειώσουμε δε πως όταν η παραπονούμενη μίλησε στις δύο φίλες της, ένα χρόνο μετά τα περιστατικά και καθώς η φίλη της Μαρία λέγει στη γραπτή της κατάθεση: «όταν τους μίλαγε γι’ αυτά τα γεγονότα η Αντωνία ήταν αναστατωμένη και έκλαιγε», θα ανέμενε κάποιος η παραπονούμενη να ένιωθε και να εκφραζόταν με τον ίδιο τρόπο αμέσως μετά τα επεισόδια. Αντίθετα, όπως είπαμε στην αρχή, η συμπεριφορά της ήταν απόλυτα φυσιολογική. Συνέχισε μάλιστα να επισκέπτεται το σπίτι του θείου της σα να μη συνέβαινε τίποτε. 

Η ίδια η μητέρα της, δίδοντας βέβαια τη δική της εξήγηση γιατί η κόρη της άργησε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία, είπε πως αυτή άρχισε να συνειδητοποιεί και να καταλαβαίνει τη σεξουαλική της λειτουργία στα 16 9/12. Για ό,τι βέβαια αξίζει στην υπόθεση, η ίδια η παραπονούμενη, θυγατέρα της, δεν [*382]συμφωνεί μαζί της, αφού από τα 14 ½ είχε μόνιμο φίλο με τον οποίο είχε ολοκληρωμένες ερωτικές σχέσεις.

Τέλος, εκτός από τη γενική αναφορά της παραπονούμενης σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, πως απωθούσε τον εφεσείοντα όταν επαναλάμβανε την εις βάρος της συμπεριφορά, δεν αναφέρει τίποτε άλλο στη μαρτυρία της, ή τις καταθέσεις της που να υποδεικνύει την αντίδραση της εκτός από την πιο πάνω χειρονομία και με άλλους, πιο έντονους τρόπους, όπως, φωνάζοντας ή παλεύοντας.

Οι πιο πάνω σκέψεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως το Κακουργιοδικείο έσφαλε όταν κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντος βασιζόμενο αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης, χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Όπως υποδείξαμε στην υπόθεση Βούτουνος, το γεγονός πως καταγράφεται η αυτοπροειδοποίηση του κακουργιοδικείου για μια τέτοια απόφαση, δεν έχει καμιά σημασία. Γι’ αυτό εξάλλου και στην πιο πάνω υπόθεση είπαμε πως δεν χρειάζεται να καταγράφεται η προειδοποίηση. Η κρίση του Δικαστηρίου ελέγχεται στη βάση των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.

Μολονότι το αποτέλεσμα της έφεσης προδιαγράφεται με την πιο πάνω κρίση μας θεωρούμε επιβεβλημένο, για σκοπούς πλήρους απονομής της δικαιοσύνης, να σχολιάσουμε και τα πιο κάτω.

Στην υπόθεση Popov ν. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 338, επισημάναμε τις ακραίες επεκτάσεις του ποινικού νόμου σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει ο νομοθέτης σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις και καταστάσεις.  Το Άρθρο 5(1) της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα επιβάλλει όπως η σύλληψη ή κράτηση ατόμου στηρίζεται σε νόμιμη βάση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, και σύμφωνα με τα Άρθρα 8-11 της Σύμβασης η φράση, «να στηρίζεται σε νόμιμη βάση» αναφέρεται στην ποιότητα του νομοθετήματος, το οποίο πρέπει να συνάδει με την ευταξία, Rule of Law, αρχή εγγενής σε όλα τα άρθρα της Σύμβασης. Ποιότητα, με αυτή την έννοια, σημαίνει πως όταν η εθνική νομοθεσία επιτρέπει τη στέρηση της ελευθερίας το περιεχόμενο της πρέπει να είναι ικανοποιητικά προσβάσιμο και ευκρινές, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος αυθαιρεσίας στην εφαρμογή του. (δες επίσης Amuur v. France, Reports 1996-III, pp.850-51, para 50 και Gusinskiy. Russia Judgment Reports 2004-ΙV, p.149). Στην υπόθεση Coeme and Others v. Belgium [*383]18.10.2000 το ΕΔΑΔ είπε τα εξής:

(Para.145)

The Court reiterates that, according to its case-law, Article 7 embodies, inter alia, the principle that only the law can define a crime and prescribe a penalty (nullum crimen, nulla poena sine lege), while it prohibits in particular extending the scope of existing offences to acts which previously were not criminal offences, it also lays down the principle that the criminal law must not be extensively construed to an accused’ s detriment, for instance by analogy. It follοws that offences and the relevant penalties must be clearly defined by law. This requirement is satisfied where the individual can know from the wording of the relevant provision and, if need be, with the assistance of the courts’ interpretation of it, what acts and omissions will make him criminally liable.

When speaking of “law” Article 7 alludes to the very same concept as that to which the Convention refers elsewhere when using that term, a concept which comprises statute law as well as case-law and implies qualitative requirements, including those of accessibility and foreseability (see the Cantoni v. France judgment of 15 November 1996, Reports 1996-V, p.1627, para 29; and the S.W. and C.R. v. The United Kingdom judgments of 22 November 1995, Series A nos. 335-B and 335-C pp.41-42, para 35, and pp. 68-69, para 33, respectively).

(υπογραμμίσεις δικές μας)

Σε μετάφραση:

«Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει πως, βάσει της νομολογίας του, το Άρθρο 7 εμπεριέχει, μεταξύ άλλων, την αρχή πως μόνο ο Νόμος μπορεί να δημιουγεί ένα αδίκημα και να καθορίζει την ποινή (nullum crimen, nulla poena sine lege), ενώ ειδικά απαγορεύει την επέκταση του σκοπού υφιστάμενων αδικημάτων σε πράξεις που προηγουμένως δεν συνιστούσαν ποινικά αδικήματα, θέτει επίσης την αρχή πως ο ποινικός Νόμος δεν πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά εις βάρος του κατηγορουμένου, π.χ. εφαρμόζοντας την κατ’ αναλογία μέθοδο. Κατά συνέπεια τα αδικήματα και οι σχετικές ποινές πρέπει να καθορίζονται ευκρινώς στο Νόμο. Αυτή η προϋπόθεση ικα[*384]νοποιείται όταν το άτομο μπορεί να γνωρίζει από τη φρασεoλογία των σχετικών διατάξεων και, αν χρειαστεί με την ερμηνευτική βοήθεια του δικαστηρίου, σε ποιες πράξεις και παραλείψεις δυνατό να του αποδοθεί ποινική ευθύνη.

Όταν αναφερόμαστε σε «Νόμο», το Άρθρο 7 εμπεριέχει την ίδια έννοια όπως αυτή απαντά αλλού στη Σύμβαση, έννοια που περιλαμβάνει το θεσμοθετημένο δίκαιο καθώς και τη νομολογία. Υποδηλώνει δε ποιοτικές απαιτήσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται η  προσβασιμότητα και προβλεπτικότητα.  (Cantoni v. France απόφαση 15 Νοεμβρίου 1996, Reports 1996-V, σελ. 1627, παρα. 29· και S.W. και C.R. v. The United Kingdom αποφάσεις 22 Νοεμβρίου 1995, Series A nos. 335-B και 335-C σελ. 41-42, παρα. 35, και σελ. 68-69, παρα. 33, αντίστοιχα.).»

Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν και στην υπόθεση Achour v. France (Αpplication No. 67335/01, 29 Μαρτίου, 2006).

Στo κατηγορητήριο, όπως είπαμε στην αρχή της απόφασης μας, διατυπώνονταν οι κατηγορίες κατά ζεύγη. Για την ίδια δηλαδή σεξουαλική συμπεριφορά, που περιγραφόταν στις λεπτομέρειες των κατηγοριών, διατυπώνονταν δύο κατηγορίες για κάθε περίπτωση, η πρώτη βάσει του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου, Ν.3(I)/2000, και η δεύτερη για άσεμνη επίθεση βάσει του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, 119(I)/2000, και των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Να παρατηρήσουμε αμέσως, αναφορικά με τις κατηγορίες για άσεμνη επίθεση, πως ο εφεσείων αντιμετώπιζε στην ίδια κατηγορία δύο διαφορετικά αδικήματα για τα οποία στα σχετικά άρθρα των δύο Νόμων προβλέπεται διαφορετική ποινή. Αυτά που λέγουμε πιο πάνω αναφέρονται μόνο στη διατύπωση του κατηγορητηρίου, γιατί ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος, δεν εφαρμόζεται καθόλου στα γεγονότα της υπόθεσης, εφόσον ο εφεσείων δεν εμπίπτει στον όρο «μέλη της οικογένειας», που καθορίζονται στο Άρθρο 2 του Νόμου, μήτε και η παραπονούμενη ήταν ανήλικο πρόσωπο που διέμενε με το θείο-εφεσείοντα και τη θεία της. Το Κακουργιοδικείο δεν σχολιάζει καθόλου τα πιο πάνω. Έκρινε όμως πως η συμπεριφορά του εφεσείοντος συνιστούσε άσεμνη επίθεση, προφανώς δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα που καθιστά την άσεμνη επίθεση εναντίον θήλεως πλημμέλημα για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης [*385]μέχρι 2 έτη. Ενώ, στον περί Βίας στην Οικογένεια Νόμο, η προβλεπόμενη ποινή είναι μέχρι 5 έτη φυλάκιση.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος αναφέρθηκε στην τελική του αγόρευση ενώπιον του Κακουργιοδικείου στον τρόπο που διατυπωνόταν το κατηγορητήριο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες που βασίζονται στον περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμο. Εισηγήθηκε, συγκεκριμένα, πως η συμπεριφορά του εφεσείοντος δεν εμπίπτει στους σκοπούς και εμβέλεια του Νόμου. Το Κακουργιοδικείο όμως, εφάρμοσε τα λεχθέντα στην απόφαση Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 141, όπου πράγματι κρίθηκε πως, μολονότι ο βασικός σκοπός του Νόμου είναι η αντιμετώπιση της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων, εντούτοις η εφαρμογή του καλύπτει και μεμονωμένες περιπτώσεις. Ενόψει της απόφασης μας επί της ουσίας της υπόθεσης δεν θα μας απασχολήσει το σοβαρό αυτό νομικό ζήτημα, που εξάλλου δεν ηγέρθη ενώπιον μας. Να σημειώσουμε μόνο πως η απόφαση στην πιο πάνω υπόθεση ήταν σε υπόθεση παραδοχής του εφεσείοντος στο Κακουργιοδικείο και η έφεση αφορούσε μόνο το ύψος της ποινής. Τα γεγονότα της υπόθεσης ήσαν τα εξής: ο εφεσείων απήγαγε την εννιάχρονη παραπονούμενη που βρισκόταν στην πισίνα του κέντρου “Fantastico” στο οποίο εργαζόταν η μητέρα της. Τη μετέφερε στο σπίτι του όπου την κλείδωσε στο υπνοδωμάτιο και αφού την ανάγκασε να ξαπλώσει στο κρεβάτι άρχισε να τη φιλά στα χείλη και στο στόμα. Της αφαίρεσε και το μαγιώ και συνέχισε να τη φιλά, ενώ χάιδευε και το αιδείο της. Στη συνέχεια έβαλε το χέρι της στα γεννητικά του όργανα, ενώ με το πέος του χάϊδευε το αιδείο της.  Όταν αναζητήθηκε η μικρή αυτός προσπάθησε να την κρύψει, ενώ ακολούθως την μετέφερε με το αυτοκίνητο του πίσω στο κέντρο από όπου την απήγαγε. Η μητέρα της μικρής έτρεξε προς το μέρος του αναζητώντας την κόρη της, ο εφεσείων αρνήθηκε πως ήταν μαζί της. Ακούστηκαν όμως τα κλάματα της μικρής η οποία και εντοπίστηκε πεσμένη στο πάτωμα του πίσω μέρους του αυτοκινήτου του εφεσείοντος.

Ο εφεσείων εδώ κατηγορήθηκε για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου, βάσει του Ν.3(I)/2000. Η σεξουαλική όμως εκμετάλλευση ορίζεται στο ερμηνευτικό Άρθρο (2) του Νόμου ως εξής:

(α) την παρότρυνση ή τον εξαναγκασμό ανηλίκου να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε σεξουαλική δραστηριότητα·

[*386](β) την εκμετάλλευση ανηλίκου με την εκπόρνευσή του ή με τη συμμετοχή του σε άλλες σεξουαλικές πρακτικές·

(γ) την εκμετάλλευση ανηλίκου με συμμετοχή του σε προνογραφικές παραστάσεις και υλικό, περιλαμβανομένης της παραγωγής, πώλησης και διανομής ή άλλων μορφών εμπορίας παρόμοιου υλικού, καθώς και της κατοχής τέτοιου υλικού.»

Και ερωτάται σε ποία από τις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις εμπίπτει η συμπεριφορά του εφεσείοντος, εφόσον δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο; Σίγουρα όχι στη (β) και (γ). Ενδεχομένως να ισχύει η περίπτωση (α). Ποία όμως η εμβέλεια της παρότρυνσης συμμετοχής, σε «οποιαδήποτε» μάλιστα σεξουαλική δραστηριότητα ανήλικου, η ηλικία του οποίου ορίζεται κάτω των 18 ετών. Μήπως η παρότρυνση περιλαμβάνει και το σύνηθες φλερτ όταν ακολουθήσει και κάποια χειρονομία με σεξουαλικό στίγμα; Να υπενθυμίσουμε δε πως η ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης είναι φυλάκιση μέχρι 20 έτη.

Ο καθένας λοιπόν σύμφωνα με την πιο πάνω αρχή δικαίου, δικαιούται να γνωρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο του ποινικού αδικήματος και την προβλεπόμενη ποινή σε περίπτωση διάπραξης του. Δηλαδή, πρέπει να γνωρίζει επακριβώς ποία η ποίες πράξεις του είναι κολάσιμες, και τις συνέπειες που θα υποστεί.

Τα πιο πάνω σχόλια γίνονται για να βοηθηθεί ο νομοθέτης να καθορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα αδικήματα που θέλει να δημιουργήσει, κάτι βεβαίως που είναι στην απόλυτη συνταγματική του αρμοδιότητα. Κατά τέτοιο όμως τρόπο που ο νόμος να συνάδει με τις βασικές αρχές δικαίου, και ιδιαίτερα τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έχουμε προσυπογράψει.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 13, 14, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25 και 26.  Τον απάλλαξε στις κατηγορίες 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12 15 και 16.  Η εξέλιξη αυτή έγινε γιατί το Κακουργιοδικείο πρόσθεσε στο τέλος της υπόθεσης βάσει του Άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, τις κατηγορίες 19 μέχρι 26, και τον απάλλαξε στις πιο πάνω. Τούτο έγινε για να συνάδει το κατηγορητήριο με τη μαρτυρία της παραπονούμενης αναφορικά μόνο με το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα των ετών που αφορούσαν οι κατηγορίες και σε ορισμένες λεπτομέρειες της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Δεν θα ασχοληθούμε όμως, ενόψει της τελικής μας [*387]κατάληξης, με ό,τι προκύπτει από αυτή την εξέλιξη.

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσα ποινή φυλάκισης 6 ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1, 3, 13, 17, 19, 21, 23 και 25, ενώ δεν επέβαλε ποινή στις υπόλοιπες.

Είναι λοιπόν η κατάληξη μας πως η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη του εφεσείοντος παραμερίζεται. Αθωώνεται σε όλες τις κατηγορίες. Η έφεση αρ.173/07 που αφορά την ποινή, ενόψει της απόφασης μας για την καταδίκη, καθίσταται άνευ αντικειμένου.

Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη του εφεσείοντος παραμερίζεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο