Ιωάννου Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 399

(2008) 2 ΑΑΔ 399

[*399]11 Ιουνίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης,

(Ποινική Έφεση Αρ. 145/2007)

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε ― Επικύρωση καταδίκης κατ’ έφεση κατ’ εφαρμογήν της πρόνοιας στο Άρθρο 145 (1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε ― Εφεσείων ηλικίας 44 χρονών, λευκού ποινικού μητρώου, ωρομίσθιος δημόσιος υπάλληλος, οικογενειάρχης και πατέρας δύο μικρών παιδιών, τραυματίστηκε και ο ίδιος κατά το δυστύχημα και απολύθηκε από την εργασία του με αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλά χρέη ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 2 ½ χρόνων και 8 βαθμών ποινής στην άδεια οδήγησης και στέρηση άδειας οδήγησης για περίοδο 3 χρόνων ― Η ποινή φυλάκισης κρίθηκε έκδηλα υπερβολική και μειώθηκε σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών.

Τις πρωϊνές ώρες της 6.10.2004 ο εφεσείων, εργάτης του Δημοσίου, έχασε τον έλεγχο του υπηρεσιακού του αυτοκινήτου το οποίο οδηγούσε κατά μήκος του δρόμου Λευκωσίας – Τροόδους με προορισμό το χωριό Κάμπος, με αποτέλεσμα αυτό να παρεκκλίνει της πορείας του κοντά στο χωριό Κουτραφάς και να προσκρούσει σε όχθο στην αριστερή πλευρά του δρόμου, όπου και τελικά ακινητοποιήθηκε μεταξύ του όχθου και ενός κυπαρισσιού. Στο ίδιο αυτοκίνητο επέβαιναν και δύο συνάδελφοι του εφεσείοντος, ο ένας εκ των οποίων, όπως και ο εφεσείων τραυματίστηκαν, ο δε δεύτερος συνεπιβάτης τραυματίστηκε θανάσιμα. Το αυτοκίνητο καταστράφηκε ολοσχερώς.

[*400]Σε ανακριτική κατάθεσή του ο εφεσείων ανέφερε ότι οδηγούσε κατά τη μοιραία στιγμή με ταχύτητα 80 ως 90 χαω, ότι αναγκάστηκε να προβεί σε ελιγμό στα αριστερά, όταν είδε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, σε απόσταση 200 – 300 περίπου μέτρων, ένα αυτοκίνητο να προσπερνά κάποιο άλλο και ότι μετά τον ελιγμό, και χωρίς να πέσει στο παγκέτο, ένοιωσε το αυτοκίνητό του να πηγαίνει ζικ – ζακ στο δρόμο, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχό του. Απέδωσε δε ως πιθανό λόγο για τον οποίο απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου την, κατά την άποψή του, κακή κατάσταση των ελαστικών του.

Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε. Ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, κατά την οποία αυτός επανέλαβε τους ισχυρισμούς που πρόβαλε στην ανακριτική του κατάθεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στη βάση της μαρτυρίας των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής την οποία έκρινε ως αξιόπιστη (πλην ενός συμπεράσματος του ΜΚ1 το οποίο έκρινε ως επισφαλές), σε αντίθεση με τη μαρτυρία του εφεσείοντος την οποία απέρριψε ως αναξιόπιστη και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ½ χρόνων και 8 βαθμούς στην άδεια οδήγησης. Επιπλέον, στέρησε τον εφεσείοντα της ικανότητας να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο 3 χρόνων.

Ο εφεσείων αμφισβητεί με την παρούσα έφεση την ορθότητα τόσο της καταδίκης όσο και της ποινής που του επιβλήθηκε.

Α. Έφεση κατά της καταδίκης.

Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ατύχημα και οι τραγικές συνέπειές του οφείλονται στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εισήλθε σε αριστερόστροφη καμπή και την διήνυσε, ενώ διαρκούσε σκοτάδι, με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ανώτατη επιτρεπόμενη, ενέργεια η οποία στοιχειοθετεί τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος του Άρθρου 210.

Β. Έφεση εναντίον ποινής.

Υποστηρίχθηκε ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. Και τούτο διότι, οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος δεν δικαιολογούσαν την κρίση ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντος «υπήρξε [*401]αναίτια, εγωιστική και κατ’ εξακολούθηση αδιάφορη». Πρόσθετα, δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι ελαφρυντικές περιστάσεις, όπως το γεγονός ότι ο εφεσείων τραυματίστηκε σοβαρά συνεπεία του δυστυχήματος, είχε, ουσιαστικά, λευκό ποινικό μητρώο, και, κυρίως, οι προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, όπως και οι συνέπειες της φυλάκισης τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένειά του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου καμιά απολύτως μαρτυρία ως προς την ταχύτητα του αυτοκινήτου, την ώρα του δυστυχήματος, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του εφεσείοντος ότι οδηγούσε με ταχύτητα μερικών χιλιομέτρων πέραν του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας των 80χαω. Ούτε υπήρχε οποιαδήποτε επιστημονική μαρτυρία σε σχέση με το θέμα αυτό. Τα  συμπεράσματα του Δικαστηρίου ότι η αιτία εκτροπής του αυτοκινήτου και η σφοδρή πρόσκρουσή του στον παρακείμενο όχθο και κυπαρίσσι ήταν η υπερβολική, άγνωστο πόση, ταχύτητα του αυτοκινήτου του δεν υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία.

2.  Ενόψει των ανωτέρω η ποινική ευθύνη του εφεσείοντος, βάσει του Άρθρου 210, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί, στη βάση του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

3.  Με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, μπορεί να θεωρηθεί, πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, ότι, κατά την ώρα του δυστυχήματος, ο εφεσείων, για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει, οδηγούσε το αυτοκίνητο κατά τρόπο που συνιστούσε αλόγιστη και ή απερίσκεπτη εκ μέρους του οδική συμπεριφορά ώστε να στοιχειοθετείται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος του Άρθρου 210.

4.  Στη βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι δυνατή η επικύρωση της καταδίκης του εφεσείοντος κατ’ εφαρμογήν της πρόνοιας στο Άρθρο 145 (1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

5.  Η ποινή είναι όντως έκδηλα υπερβολική ενόψει των ελαφρυντικών παραγόντων που συνέτρεχαν που δικαιολογούν τη μείωσή της. Οι παράγοντες αυτοί είναι η ηλικία του εφεσείοντος ο οποίος είναι 44 χρόνων, το λευκό ποινικό του μητρώο, το γεγονός ότι είναι ωρομίσθιος δημόσιος υπάλληλος, νυμφευμένος και πατέρας [*402]ενός παιδιού 5 χρόνων και ενός βρέφους 8 μηνών, και το ότι υπέστη και ο ίδιος πολλαπλά κατάγματα στο σώμα, απολύθηκε από την εργασία του μετά το ατύχημα και έχει πολλά οικονομικά προβλήματα. Η αρμόζουσα ποινή είναι η ποινή φυλάκισης 15 μηνών. Οι 8 βαθμοί στην άδεια οδήγησης, όπως και η στέρηση της άδειας οδήγησης για 3 χρόνια, που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, παραμένουν.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση κατά της ποινής επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας v. Χρυσοστόμου (Αρ.1) (2002) 2 Α.Α.Δ. 473,

R. v. Lawrence [1981] 1 All ER 974,

R. v. Reid [1992] 3 All ER 673.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 29752/08), ημερομηνίας 12/6/07 και 15/6/07.

Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Τις πρωινές ώρες της 6.10.2004 ο εφεσείων, εργάτης του Δημοσίου, έχοντας ως συνεπιβάτες δύο συναδέλφους του, οδηγούσε, επί του δρόμου Λευκωσίας-Τροόδους, το υπ’ αριθμό εγγραφής ΕΡΖ772 αυτοκίνητο του Δημοσίου (το αυτοκίνητο), με προορισμό το χωριό Κάμπος, όπου αυτός, όπως και οι συνάδελφοί του, επρόκειτο να εργαστούν. Κοντά στο χωριό Κουτραφάς, το αυτοκίνητο παρεξέκλινε της πορείας του και, αφού προσέκρουσε στον όχθο που βρισκόταν [*403]στην αριστερή πλευρά του δρόμου, ακινητοποιήθηκε μεταξύ του όχθου και ενός κυπαρισσιού. Το δυστύχημα είχε ως αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή του αυτοκινήτου, τον τραυματισμό του εφεσείοντος και του ενός συνεπιβάτη και, κυρίως, το θανάσιμο τραυματισμό του δεύτερου συνεπιβάτη, του 58χρoνου Μιχάλη Πεμπέτσιου.

Την επόμενη μέρα, 7.10.2004, σε ανακριτική κατάθεσή του στην Αστυνομία, ο εφεσείων, επεξηγώντας τα γεγονότα, ισχυρίστηκε ότι, ενώ πορευόταν κανονικά, αναγκάστηκε να προβεί σε ελιγμό στ’ αριστερά, όταν είδε, στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, σε απόσταση 200-300 περίπου μέτρων, ένα αυτοκίνητο να προσπερνά κάποιο άλλο και να μπαίνει ξανά στη γραμμή του. Μετά από αυτό τον ελιγμό, και χωρίς να έχει πέσει στο παγκέτο, ένιωσε το αυτοκίνητό του να πηγαίνει ζικ-ζακ στο δρόμο, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχό του. Προσπάθησε να ελαττώσει ταχύτητα ξεπατώντας το πετρέλαιο, όμως το αυτοκίνητο δεν ελέγχετο, με αποτέλεσμα να βγει από το δρόμο στ’ αριστερά και να ανατραπεί. Η ταχύτητά του ήταν περίπου 80 ως 90χαω. Η ώρα ήταν περίπου 6.10 και, τόσο αυτός όσο και οι οδηγοί των οχημάτων που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση, είχαν αναμμένα τα φώτα τους λόγω του ότι επικρατούσε σκοτάδι. Πιθανός λόγος για τον οποίο απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου ήταν, κατά την άποψή του, η κακή κατάσταση των ελαστικών του.

Εναντίον του εφεσείοντος η Αστυνομία άσκησε ποινική δίωξη, βάσει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε. Για πρόκληση, δηλαδή, του θανάτου του Μιχάλη Πεμπέτσιου, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς. Ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε εννέα μάρτυρες. Παρουσίασε, επίσης, έγγραφη μαρτυρία. Ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως. Δεν κάλεσε κανένα μάρτυρα.

Ο εξεταστής της υπόθεσης, Λοχίας 4755, Χ. Χριστοδούλου (ΜΚ1), κατέθεσε ότι μετέβη στη σκηνή περίπου 40 λεπτά μετά το δυστύχημα. Εκεί βρήκε το αυτοκίνητο στην τελική του θέση. Το δυστύχημα συνέβη ενώ επικρατούσε σκοτάδι. Η κατάσταση του δρόμου στο σημείο του δυστυχήματος ήταν άριστη. Ανώτατο όριο ταχύτητας ήταν τα 80χαω. Ο δρόμος είχε συνολικό πλάτος 5.80 μέτρα. Ήταν διπλής κατεύθυνσης, με μια λωρίδα κυκλοφορίας για κάθε κατεύθυνση. Οι δύο κατευθύνσεις διαχωρίζονταν με άσπρη διακεκομμένη γραμμή. Επί του οδοστρώματος υπήρ[*404]χαν ίχνη πλάγιας ολίσθησης του αυτοκινήτου, όχι όμως και ίχνη τροχοπέδησής του. Λίγο πριν το σημείο του δυστυχήματος, υπήρχε αριστερόστροφη καμπή, ως η πορεία του αυτοκινήτου.

Ο Μ. Πατατάκος, Ανώτερος Μηχανικός στο Τμήμα Ηλεκτρολογικών Υπηρεσιών, (ΜΚ3), κατέθεσε ότι, κατόπιν οδηγιών, προέβη σε μηχανικό έλεγχο του αυτοκινήτου. Συγκεκριμένα, έλεγξε το σύστημα διεύθυνσης, το σύστημα των φρένων, καθώς και τα ελαστικά του. Ήταν όλα σε καλή κατάσταση. Ειδικότερα, και όσον αφορά τα ελαστικά του αυτοκινήτου, διαπίστωσε ότι ήταν όλα σε άριστη κατάσταση πριν το δυστύχημα, από δε το σχετικό υπηρεσιακό φάκελο, που επίσης έλεγξε, διαπίστωσε ότι είχαν τοποθετηθεί τέσσερα νέα ελαστικά στο αυτοκίνητο μόλις λίγες μέρες πριν το δυστύχημα. Επίσης, από μελέτη του ιστορικού του αυτοκινήτου, διαπίστωσε ότι αυτό συντηρείτο κανονικά και δεν είχε υποστεί προηγουμένως οποιαδήποτε σημαντική βλάβη. Έλεγξε, τέλος, και τη σταθερότητα, κατά την οδήγηση, αυτοκινήτου του ίδιου τύπου με αυτό που οδηγούσε ο εφεσείων, με οδηγό τον ίδιο και δύο συνεπιβάτες και με φορτίο δέκα σακιά τσιμέντο, βάρους 25kg το κάθε ένα, όπως ακριβώς ήταν η κατάσταση στο αυτοκίνητο του εφεσείοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο. Διαπίστωσε ότι, κινούμενο με ταχύτητα έως 100χαω, το αυτοκίνητο διατηρούσε ικανοποιητική σταθερότητα στο δρόμο. Με μεγαλύτερη ταχύτητα η σταθερότητά του ήταν μειωμένη, ενώ με ταχύτητα άνω των 120χαω, η σταθερότητά του ήταν μειωμένη σε βαθμό επικίνδυνο.

Η Κούλα Κυριάκου (ΜΚ6), οδηγός αυτοκινήτου που πορευόταν στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της πορείας του αυτοκινήτου του εφεσείοντος, κατέθεσε ότι, ενώ οδηγούσε έχοντας τα φώτα αναμμένα, λόγω του σκότους, και σε σημείο όπου ο δρόμος ήταν ευθύς, αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος, ο οποίος είχε, επίσης, τα φώτα του αναμμένα, να εισέρχεται στη δική της λωρίδα κυκλοφορίας. Αμέσως ελάττωσε ταχύτητα. Ακολούθως είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος να κινείται προς τ’ αριστερά, ως η πορεία του, να βγαίνει από το δρόμο, να προσκρούει στον όχθο και να ακινητοποιείται δίπλα σε κυπαρίσσι. Η ΜΚ6 τόνισε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ούτε μπροστά ούτε πίσω από το αυτοκίνητό της υπήρχε άλλο όχημα. Είδε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο του εφεσείοντος όταν αυτό εισήλθε στην ευθεία μετά από στροφή.

Η μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας δεν έχει ουσιαστική σημασία για τους σκοπούς της έφεσης.

[*405]Ο εφεσείων επέλεξε να δώσει ένορκο μαρτυρία. Αφού επανέλαβε τους ισχυρισμούς που πρόβαλε στην ανακριτική κατάθεσή του στην Αστυνομία, στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε, πρόσθεσε ότι το αυτοκίνητο που οδηγούσε ήταν επιβατικό και δεν μπορούσε να μεταφέρει με ασφάλεια φορτίο συνολικού βάρους 250kg. Αυτό ήταν, κατά την άποψή του, πρόσθετος λόγος, πέραν της κακής ποιότητας των ελαστικών του αυτοκινήτου, για τον οποίο απώλεσε τον έλεγχό του. Όμως, είχε λάβει εντολές να μεταφέρει το φορτίο στον τόπο της εργασίας του, χωρίς να προειδοποιηθεί για τον κίνδυνο που εγκυμονούσε η οδήγηση του αυτοκινήτου με τέτοιο φορτίο. Ο ίδιος δεν είχε ενδείξεις για τέτοιο κίνδυνο και ούτε μπορούσε να τον προβλέψει.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, αποδέχθηκε, για τους λόγους που εξήγησε, τη μαρτυρία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής ως αξιόπιστη (πλην ενός συμπεράσματος του ΜΚ1 το οποίο έκρινε ως επισφαλές) ενώ, για τους λόγους που επίσης εξήγησε, απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος ως αναξιόπιστη.

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο στη μαρτυρία την οποία αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα:

“Ενωρίς το πρωί της 6.10.04 και ενώ ακόμη επικρατούσε σκοτάδι, ο κατηγορούμενος οδηγούσε το υπηρεσιακό αυτοκίνητο υπ’ αριθμόν εγγραφής ΕΡΖ 772 επί του δρόμου Λευκωσίας-Τροόδους, κατευθυνόμενος στο χωριό Κάμπος. Συνεπιβάτες του ήσαν δύο συνάδελφοι του, ένας εκ των οποίων ο Μιχάλης Πεμπέτσιος, ο οποίος καθόταν στη θέση του συνοδηγού και ήταν προσδεδεμένος με ζώνη ασφαλείας. Κατ’ εντολήν προϊσταμένου του, ο κατηγορούμενος φόρτωσε στο αυτοκίνητο 10 σακιά τσιμέντου συνολικού βάρους 250kg. Ο δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης με μια λωρίδα κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση και με ανώτατο όριο ταχύτητας τα 80 χ.α.ω. Κατά τον ουσιώδη χρόνο το οδόστρωμα ήταν σε άριστη κατάσταση και το αυτοκίνητο χρησιμοποιήσιμο με ασφάλεια. Τα συστήματα διεύθυνσης και φρένων του αυτοκινήτου ήσαν σε καλή κατάσταση, όλα δε τα ελαστικά του σε άριστη. Η μεταφορά του προαναφερθέντος φορτίου δεν μπορούσε να επηρεάσει την σταθερότητα του αυτοκινήτου στο δρόμο ενόσω αυτό πορευόταν με ταχύτητα έως και 100 χ.α.ω. Σε σημείο του δρόμου μετά από αριστερόστροφη καμπή, ως η πορεία του, ο κατηγορούμενος απώλεσε τον έλεγχο του αυ[*406]τοκινήτου. Αυτό κινήθηκε με ελιγμούς, εξετράπηκε στην αριστερή πλευρά του οδοστρώματος, προσέκρουσε σε παρακείμενο όχθο και κυπαρίσσι και ακινητοποιήθηκε. Η ακριβής ταχύτητα με την οποίαν πορευόταν το αυτοκίνητο κατά τον ουσιώδη χρόνο παραμένει άγνωστη εφ’ όσον, για τους λόγους που αναφέρω πιο πάνω, απορρίπτω, ως επισφαλές, το σχετικό συμπέρασμα του Μ.Κ.1. Βέβαιο, όμως, είναι ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ανώτατη επιτρεπόμενη. Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι οδηγούσε με ταχύτητα 80 έως 90 χ.α.ω. σε ένα δρόμο με ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας 80 χ.α.ω. Βέβαιο, επίσης, είναι ότι η ταχύτητα με την οποίαν ο κατηγορούμενος οδηγούσε ήταν τέτοια ώστε το αυτοκίνητο να εκτραπεί και να προσκρούσει στον παρακείμενο όχθο και κυπαρίσσι με σφοδρότητα. Η σφοδρότητα της πρόσκρουσης προκύπτει ως θέμα κοινής λογικής από το γεγονός ότι το αυτοκίνητο κατεστράφη ολοσχερώς και ακινητοποιήθηκε μεταξύ του όχθου και του κυπαρισσιού κεκλιμένο. Παραπέμπω στις φωτογραφίες 1 έως και 7 του Τεκμηρίου 10. …….

Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και αυτό συνέχισε ελισσόμενο, έως την πρόσκρουσή του στον όχθο και το κυπαρίσσι και την ακινητοποίησή του, δεν οφείλεται σε παράγοντες ανεξάρτητους από τον ίδιο. Ουδείς κίνδυνος εξ αντιθέτου υπήρχε. Η Μ.Κ.6 η οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οδηγούσε στην αντίθετη κατεύθυνση, βεβαίωσε ότι όταν είδε το αυτοκίνητο να ελίσσεται και να εκτρέπεται δεν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο είτε μπροστά είτε πίσω από το δικό της. Και ούτε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος παρουσίαζε οιονδήποτε μηχανικό πρόβλημα ή πρόβλημα στα ελαστικά του. Επιπλέον, το αυτοκίνητο αυτό είχε τη δυνατότητα να διατηρείται σταθερό στον δρόμο, παρά το φορτίο που μετέφερε, ενόσω εκινείτο με ταχύτητα έως και 100 χ.α.ω. Άρα, η εκ μέρους του κατηγορουμένου απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου και τα όσα ακολούθησαν, με τραγική κατάληξη το θάνατο του Μιχάλη Πεμπέτσιου, οφείλονται στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εισήλθε σε αριστερόστροφη καμπή και την διήνυσε, ενώ διαρκούσε σκοτάδι, με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ανώτατη επιτρεπόμενη. Εν πρώτοις, ο κατηγορούμενος όφειλε, προτού εισέλθει στην καμπή αυτή να ελαττώσει τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία οδηγούσε σε ασφαλές όριο εν όψει του κινδύνου να απωλέσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Η υποχρέωση αυτή του κατηγορούμενου ήταν αυξημένη εφ’ όσον επι[*407]κρατούσε σκοτάδι. Σημειώνω ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε τη διαδρομή εφ’ όσον έτυχε να την ακολουθήσει και άλλες φορές στο παρελθόν, οδηγώντας το αυτοκίνητο και μεταφέροντας τους συναδέλφους του, στον τόπο εργασίας τους.”

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε και στη σχετική νομολογία, έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο της κατηγορίας.

Ερχόμενο στο θέμα της επιβλητέας ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος, την αυξητική τάση των θανάτων εξαιτίας οδικών αδικημάτων, όπως και την ανάγκη αποτροπής τέτοιων αδικημάτων, και αφού παρέπεμψε στα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα διαπίστωσε, με ιδιαίτερη έμφαση στο εύρημά του ότι ο εφεσείων εισήλθε σε αριστερόστροφη καμπή του δρόμου, με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ανώτατη επιτρεπόμενη, με αποτέλεσμα να απολέσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, ενώ δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος από την αντίθετη κατεύθυνση ώστε να δικαιολογείται ο ελιγμός του στ’ αριστερά, και ενώ το αυτοκίνητο δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε μηχανικό ή άλλο πρόβλημα, έχοντας, μάλιστα, τη δυνατότητα να διατηρείται σταθερό στο δρόμο, παρά το φορτίο που μετέφερε, ενόσω εκινείτο με ταχύτητα έως και 100χαω, και αφού έλαβε υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος, το λευκό του ποινικό μητρώο, όπως και την καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης (παρήλθαν 13 και πλέον μήνες), επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων και 8 βαθμούς στην άδεια οδήγησης. Επιπλέον, στέρησε τον εφεσείοντα της ικανότητας να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο 3 χρόνων.

Με την ενώπιόν μας έφεση, ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα τόσο της καταδίκης όσο και της ποινής που του επιβλήθηκε.

Η έφεση κατά της καταδίκης.

Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία, “η εκ μέρους του κατηγορουμένου απώλεια του ελέγχου του αυτοκινήτου και τα όσα ακολούθησαν, με τραγική κατάληξη το θάνατο του Μιχάλη Πεμπέτσιου, οφείλονται στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εισήλθε σε αριστερόστροφη καμπή και την διήνυσε, ενώ διαρκούσε σκοτάδι, με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ανώτατη επιτρεπόμενη”, ενέργεια η [*408]οποία στοιχειοθετεί τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος του Άρθρου 210.

Η εισήγηση είναι ορθή. Από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία ως προς την ταχύτητα με την οποία ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο την ώρα του δυστυχήματος. Η μοναδική μαρτυρία την οποία είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε το αυτοκίνητο ο εφεσείων την ώρα του δυστυχήματος ήταν η μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντος, σύμφωνα με την οποία οδηγούσε το αυτοκίνητο με ταχύτητα 80 έως 90χαω, ενώ το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στο συγκεκριμένο δρόμο ήταν 80χαω. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο σύνολό της, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ενώπιόν του καμιά απολύτως μαρτυρία ως προς την ταχύτητα του αυτοκινήτου, την ώρα του δυστυχήματος, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του εφεσείοντος ότι οδηγούσε με ταχύτητα μερικών χιλιομέτρων πέραν του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας των 80χαω, δεν θεωρούμε ότι το γεγονός αυτό μπορούσε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα, και δη πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, “ότι η ταχύτητα με την οποία ο κατηγορούμενος οδηγούσε ήταν τέτοια ώστε το αυτοκίνητο να εκτραπεί και να προσκρούσει στον παρακείμενο όχθο και κυπαρίσσι με σφοδρότητα”. Ούτε μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ελλείψει επιστημονικής μαρτυρίας, να αντλήσει το συμπέρασμα, ως εκ της ολοσχερούς καταστροφής του αυτοκινήτου, ότι η πρόσκρουσή του στον όχθο και το κυπαρίσσι ήταν σφοδρή, η δε σφοδρότητα της πρόσκρουσης οφειλόταν στην υπερβολική, άγνωστο πόση, ταχύτητα του αυτοκινήτου.

Δοθέντος ότι, για τους λόγους που μόλις εξηγήσαμε, η ποινική ευθύνη του εφεσείοντος, βάσει του Άρθρου 210, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί, στη βάση του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προχωρήσαμε και εξετάσαμε κατά πόσο θα μπορούσε, στην προκείμενη περίπτωση, να τύχει εφαρμογής η πρόνοια στο Άρθρο 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σύμφωνα με την οποία “το Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της γνώμης του ότι το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση μπορεί να αποφασιστεί υπέρ του εφεσείοντος, δυνατό να απορρίψει την έφεση αν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης·”.

[*409]Ζητήσαμε συναφώς τις απόψεις των δικηγόρων των διαδίκων. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι, ως είχαν τα γεγονότα, δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής η πρόνοια στο Άρθρο 145(1)(β), λόγω μη στοιχειοθέτησης της αναγκαίας υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Θα μπορούσε, όμως, κατά την εισήγησή του, να εφαρμοστεί το Άρθρο 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, έτσι που να ακυρωθεί η καταδίκη του εφεσείοντος, βάσει του Άρθρου 210, αυτός δε να καταδικαστεί για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης, σύμφωνα με το Άρθρο 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου του 1972. (Ν.86/1972, όπως τροποποιήθηκε). Αντίθετα, με παραπομπή στη Γεν. Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ.1) (2002) 2 Α.Α.Δ. 473, όπου υιοθετήθηκαν στο ζήτημα της απερίσκεπτης οδήγησης και οι Αγγλικές αποφάσεις R. v. Lawrence [1981] 1 All ER 974 και R. v. Reid [1992] 3 All ER 673, η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η καταδίκη του εφεσείοντος, βάσει του Άρθρου 210, θα έπρεπε να επικυρωθεί.

Κρίνουμε ότι, στη βάση των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μπορούμε, κατ’ εφαρμογή της πρόνοιας στο Άρθρο 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, του Κεφ. 155, να επικυρώσουμε την καταδίκη του εφεσείοντος, βάσει του Άρθρου 210. Και τούτο διότι, στη βάση πάντοτε των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βρισκόμαστε μπροστά στην ακόλουθη εικόνα: Ο εφεσείων οδηγεί το αυτοκίνητο με ταχύτητα μερικά χιλιόμετρα πέραν της επιτρεπόμενης των 80χαω, σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο, με αναμμένα φώτα. Αφού διέρχεται αριστερόστροφη καμπή του δρόμου και βρίσκεται επί της ευθείας, ξαφνικά παρεκκλίνει της πορείας του, προσκρούει στον αριστερό όχθο και, ακυβέρνητο, ακινητοποιείται τελικά μεταξύ του όχθου και ενός κυπαρισσιού. Ως αποτέλεσμα, το αυτοκίνητο καταστρέφεται ολοσχερώς, ο εφεσείων και ένας από τους συνεπιβάτες τραυματίζονται, ο δε δεύτερος συνεπιβάτης τραυματίζεται θανάσιμα. Ο εφεσείων δίδει σειρά εξηγήσεων ως προς τους λόγους για τους οποίους έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτει όλες τις εξηγήσεις του ως αναξιόπιστες. Τι παραμένει ως πραγματικό γεγονός; Το μόνο που παραμένει είναι ότι ο εφεσείων, χωρίς οποιαδήποτε εκ μέρους του ικανοποιητική εξήγηση, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο με ταχύτητα μερικών μόνο χιλιομέτρων πέραν του επιτρεπομένου, αφού διήλθε αριστερόστροφη καμπή του δρόμου και βρέθηκε επί της ευθείας, ξαφνικά παρεξέκλινε της πορείας του, προσέκρουσε στον αριστερό όχθο και, με ακυβέρνητο πλέον το [*410]αυτοκίνητο, ακινητοποιήθηκε μεταξύ του όχθου και ενός κυπαρισσιού, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί, κατά την άποψή μας, παρά να θεωρηθεί, πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, ότι, κατά την ώρα του δυστυχήματος, ο εφεσείων, για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει, οδηγούσε το αυτοκίνητο κατά τρόπο που συνιστούσε αλόγιστη και ή απερίσκεπτη εκ μέρους του οδική συμπεριφορά ώστε να στοιχειοθετείται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος του Ά ρθρου 210.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

Η έφεση κατά της ποινής.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων και 8 βαθμούς στην άδεια οδήγησης. Επιπλέον, τον στέρησε της ικανότητας να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο τριών χρόνων. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, λαμβανομένου υπόψη ότι το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο νόμος για το συγκεκριμένο αδίκημα είναι 4 χρόνια φυλάκισης, η δε ποινή που επιβάλλεται για το συγκεκριμένο αδίκημα, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, δεν υπερβαίνει συνήθως τα 2 χρόνια φυλάκισης, η ποινή που επιβλήθηκε στην περίπτωση του εφεσείοντος είναι έκδηλα υπερβολική. Και τούτο διότι, οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος δεν δικαιολογούσαν την κρίση ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντος “υπήρξε αναίτια, εγωιστική και κατ΄ εξακολούθηση αδιάφορη”. Πρόσθετα, δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι ελαφρυντικές περιστάσεις, όπως το γεγονός ότι ο εφεσείων τραυματίστηκε σοβαρά συνεπεία του δυστυχήματος, είχε, ουσιαστικά, λευκό ποινικό μητρώο, και, κυρίως, οι προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, όπως και οι συνέπειες της φυλάκισης τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένειά του.

Κρίνουμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είναι όντως έκδηλα υπερβολική. Δεν παραγνωρίζουμε την αυξητική τάση των θανάτων εξαιτίας οδικών δυστυχημάτων, ούτε την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών στους υπαιτίους τέτοιων δυστυχημάτων. Στην περίπτωση, όμως, του εφεσείοντος συντρέχουν, κατά την άποψή μας, επαρκείς ελαφρυντικοί παράγοντες που δικαιολογούν τη μείωση της ποινής που του επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο εφεσείων είναι ηλικίας 44 χρόνων. Έχει ουσιαστικά λευκό ποινικό μητρώο. Το δυστύχημα του προκάλεσε πολλαπλά κατάγματα στο σώμα. Είναι ωρομί[*411]σθιος δημόσιος υπάλληλος, νυμφευμένος και πατέρας ενός παιδιού 5 περίπου χρόνων σήμερα και ενός άλλου παιδιού, κυοφορούμενου την ημέρα της καταδίκης του, 8 περίπου μηνών σήμερα. Η καταδίκη του εφεσείοντος είχε ως συνέπεια την απόλυσή του από την εργασία του. Η σύζυγος του εφεσείοντος εργάζεται αυτοτελώς στον ιδιωτικό τομέα. Βαρύνονται, όμως, και οι δύο με πολλά χρέη.

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών. Οι 8 βαθμοί στην άδεια οδήγησης, όπως και η στέρηση της άδειας οδήγησης για 3 χρόνια, που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, παραμένουν.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται. Η έφεση κατά της ποινής επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο