Θεοχάρους Θεοχάρης ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575

(2008) 2 ΑΑΔ 575

[*575]17 Ιουλίου, 2008

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,

Eφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

                        Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 113/2008)

 

Ποινή ― Επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και των Άρθρων 2, 4 (1) (2) (ιβ) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία των Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν.119 (Ι)/2000), όπως τροποποιήθηκε ― Δημόσια εξύβριση κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Η επίθεση δεν ήταν ιδιαίτερα σφοδρή και είχε σαν θύμα την εν διαστάσει σύζυγο του εφεσείοντος ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Απουσία προσχεδιασμού ― Παραδοχή και μεταμέλεια ― Αποκατάσταση σχέσεων ― Μία άλλη υπόθεση η οποία αφορούσε εξύβριση της εν διαστάσει συζύγου του λήφθηκε υπόψη ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 45 ημερών στις κατηγορίες της επίθεσης ― Κρίθηκαν έκδηλα υπερβολικές και αντικαταστάθηκαν με ποινή προστίμου €700 στην κάθε μια από τις κατηγορίες της επίθεσης.

Ποινή ― Επίθεση ― Δεν επιβάλλεται ποινή φυλάκισης σε κάθε περίπτωση επίθεσης ― Εξαρτάται πάντοτε από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, την ένταση της επίθεσης και τις επιπτώσεις στο θύμα.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί στην περίπτωση εκδίκασης σοβαρών αδικημάτων.

Στην υπόθεση αυτή ο εφεσείων επισκέφθηκε την εν διαστάσει σύζυγό του στο χώρο εργασίας της σε δύο περιπτώσεις, όπου της επιτέθηκε, την τράβηξε από τα μαλλιά και την εξύβρισε.

Παραδέχθηκε ενοχή και ζήτησε όπως κατά την επιβολή ποινής λη[*576]φθεί υπόψη και άλλη υπόθεση η οποία αφορούσε εξύβριση της εν διαστάσει συζύγου του και τριών άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων και το άτομο το οποίο υποψιαζόταν ότι διατηρούσε δεσμό με αυτή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσας ποινές φυλάκισης 45 ημερών στην κάθε κατηγορία της κοινής επίθεσης. Δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στην κατηγορία της εξύβρισης.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Ο συνήγορός του υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε περισσότερη βαρύτητα απ’ ότι έπρεπε στη σοβαρότητα του αδικήματος υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα όλα τα ελαφρυντικά του εφεσείοντος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Παρά τη διαπιστούμενη σοβαρότητα των αδικημάτων, η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στόχος του Δικαστηρίου είναι η επιβολή δίκαιης ποινής, η οποία να αρμόζει τόσο στο έγκλημα όσο και στο δράστη.

2.  Δεν είναι σε κάθε περίπτωση επίθεσης που αρμόζει η επιβολή ποινής, η οποία συνήθως χαρακτηρίζεται ως αποτρεπτική. Πάντοτε εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, την ένταση της επίθεσης και τις επιπτώσεις στο θύμα.

3.  Στην προκειμένη περίπτωση, η επίθεση δεν ήταν ιδιαίτερα σφοδρή, δεν συνέβη στην παρουσία άλλων μελών της οικογένειας και ιδιαίτερα των παιδιών ούτε και στην παρουσία άλλων ατόμων, ώστε οι επιπτώσεις στην προσωπικότητα της παραπονούμενης να έχουν τη διάσταση που προσλαμβάνει η χρήση βίας από το σύζυγο κατά της συζύγου η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την προσβολή και την καταρράκωση της αξιοπρέπειας της συζύγου και πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής της ακεραιότητας.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε ορθά τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος. Το λευκό ποινικό του μητρώο, τη συναισθηματική του φόρτιση λόγω της διάλυσης του γάμου του, την παραδοχή, τη μεταμέλειά του και το γεγονός ότι αυτός ως μόνιμος επιλοχίας στην Εθνική Φρουρά, θα αντιμετωπίσει πειθαρχική διαδικασία με αβέβαιο αποτέλεσμα.

5. Η επιλογή, στην προκειμένη περίπτωση, ποινής στερητικής της ελευθερίας του εφεσείοντος είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αντικατασταθεί με ποινή προστίμου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο [*577]εφεσείων παρέμεινε στη φυλακή για 8 μέρες, επιβάλλεται σε αυτόν πρόστιμο €700 στην κάθε μια από τις κατηγορίες της επίθεσης, το οποίο υπό τις περιστάσεις, δεν υποβαθμίζει με κανένα τρόπο τη σοβαρότητα του αδικήματος.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λιασίδης v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272,

Γενικός Εισαγγελέας v. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 18.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 1307/08), ημερομηνίας 7/7/08.

Η. Στεφάνου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Θεοκλήτου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της ποινής φυλάκισης που επέβαλε στον Εφεσείοντα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε δύο κατηγορίες επίθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και των Άρθρων 2, 4(1)(2)(ιβ) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία των Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(Ι)/2000), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής ο περί Βίας στην Οικογένεια Νόμος) και σε μια κατηγορία δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

[*578]Ο Εφεσείων παραπονείται, μεταξύ άλλων, ότι η ποινή των 45 ημερών φυλάκισης στις δύο πρώτες κατηγορίες είναι έκδηλα υπερβολική.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά είχαν εκτεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσείων στις 17.5.2007, γύρω στις 8.15 το πρωί, επισκέφθηκε το χώρο εργασίας της εν διαστάσει συζύγου του, στο Αγροτικό Υγειονομικό Κέντρο Κάτω Πύργου και ενώ συζητούσαν της επιτέθηκε και την τράβηξε από τα μαλλιά.  Επίσης, την  εξύβρισε με τη λέξη «πουτάνα».

Στις 10.9.2007 και γύρω στις 2.40 μ.μ. ο Εφεσείων επισκέφθηκε εκ νέου τον χώρο εργασίας της και την εξύβρισε με την ίδια λέξη, φτύνοντας της στο πρόσωπο. Ακολούθως η παραπονούμενη έφτυσε και η ίδια στο πρόσωπο τον Εφεσείοντα, ο οποίος στη συνέχεια την άρπαξε από τα μαλλιά.

Παραδέχθηκε ενοχή και ζήτησε όπως κατά την επιβολή ποινής, ληφθεί υπόψη και άλλη υπόθεση (Αρ. 18254/07) η οποία αφορούσε εξύβριση στις 10.8.07, της εν διαστάσει συζύγου του και τριών άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο Μ.Α., οποίος εργαζόταν στον ίδιο χώρο μαζί της και τον οποίο ο Εφεσείων υποψιαζόταν ότι διατηρούσε δεσμό με την εν διαστάσει σύζυγό του.

Για σκοπούς μετριασμού της ποινής, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος ανέφερε ότι ο πελάτης του, ο οποίος είχε φιλικές και κοινωνικές σχέσεις με τον Μ.Α., ενοχλήθηκε όταν έμαθε ότι η σύζυγος του δημιούργησε δεσμό με τον Μ.Α., ενώ οι ίδιοι δεν το παραδέχονταν. Τον Μάιο του 2007, ο Εφεσείων πληροφορήθηκε ότι η εν διαστάσει σύζυγος του καταχώρησε αίτηση διαζυγίου, αναφέροντας ως λόγο την υπερβολική, κατά τον ισχυρισμό της, ζήλια του Εφεσείοντος. Νιώθοντας απατημένος και ενοχλημένος με την κατηγορία της συζύγου του για υπερβολική ζήλια, πήγε στο Ιατρικό Κέντρο όπου εργαζόταν η σύζυγος του, για να συζητήσει μαζί της, οπότε και συνέβη το πρώτο επεισόδιο. Το δεύτερο επεισόδιο συνέβη στον ίδιο χώρο, κάποιους μήνες αργότερα. Πήγε για να μετρήσει την πίεση του, λόγω χρόνιας πάθησης. Ενώ η σύζυγος του μετρούσε την πίεσή του, της πήρε το κινητό τηλέφωνο, σε μια προσπάθεια μέσα από τα δεδομένα του τηλεφώνου να αποδείξει ότι ήταν θύμα απάτης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα πνεύματα να οξυνθούν και να διαπραχθούν τα αδικήματα. Όπως ανέφερε ο δικηγόρος του, ο Εφεσείων, ο οποίος δεν έχει προηγούμενα, ενήργησε κάτω από έντονη συναισθηματική φόρτιση. Απολογήθηκε σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, με αποτέλεσμα οι σχέσεις τους να έχουν [*579]αποκατασταθεί. Η εν διαστάσει σύζυγος του με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, ένα αγόρι ηλικίας 10 χρόνων και ένα κορίτσι 5 χρόνων, δήλωσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε πλέον οποιοδήποτε παράπονο. Επειδή ο Εφεσείων είναι στρατιωτικός, αναμένεται ότι μετά την καταδίκη του θα ξεκινήσει εναντίον του πειθαρχική διαδικασία, το αποτέλεσμα της οποίας δεν είναι καθόλου βέβαιο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού στάθμισε όλους τους παράγοντες, έκρινε ότι η πλέον αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης και επέβαλε στον Εφεσείοντα 45 μέρες φυλάκιση στην κάθε κατηγορία της κοινής επίθεσης. Διέταξε όπως οι δύο ποινές φυλάκισης συντρέχουν. Δεν επέβαλε όμως οποιαδήποτε ποινή στην κατηγορία της εξύβρισης.

Ο Εφεσείων, με τέσσερις λόγους έφεσης*, παραπονείται ότι: (α) η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, (β) λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε το μέτρο της φυλάκισης ως το καταλληλότερο για τιμωρία του Εφεσείοντος, (γ) λανθασμένα δεν ανέστειλε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 45 ημερών και (δ) λανθασμένα καθοδηγήθηκε από τη νομολογία ως προς τους ουσιώδεις παράγοντες που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη ενώ έλαβε υπόψη παράγοντες που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη.

Ενώπιον μας ο δικηγόρος του Εφεσείοντος υποστηρίζοντας τους λόγους έφεσης, τόνισε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και ως τέτοια, λανθασμένη. Κατά την άποψή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε περισσότερη βαρύτητα απ’ ότι έπρεπε στη σοβαρότητα του αδικήματος, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα όλα τα ελαφρυντικά του Εφεσείοντος. Χωρίς να προσπαθεί να παραγνωρίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ήταν η θέση του ότι με τον τρόπο που αυτά διαπράχθηκαν, δεν μπορούν να ταξινομηθούν στις σοβαρότερες μορφές επίθεσης. Το τράβηγμα από τα μαλλιά, όσο καταδικαστέο και αν είναι, δεν είχε καμία συνέπεια και ούτε τραυμάτισε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την παραπονούμενη. Δεν υπήρξε κανένας προσχεδιασμός και ούτε τα αδικήματα, τα οποία κατατάσσονται στην κατηγορία της βίας στην οικογένεια, έγιναν μπροστά στα παιδιά των εμπλεκομένων ή μπροστά σε τρίτα άτομα. Κατά την άποψή του, δεν υπάρχουν εκείνοι όλοι οι επιβαρυντικοί παράγοντες που συνήθως υπάρχουν σε αδικήματα βίας στην οικογένεια. Το Δικαστήριο παρέλειψε επίσης να δώσει τη δέ[*580]ουσα σημασία στη δήλωση της παραπονούμενης ότι δεν έχει κανένα παράπονο. Αυτό κατά την άποψή του είναι ένδειξη του βαθμού της μεταμέλειας που έδειξε ο Εφεσείων. Διατύπωσε επίσης παράπονο ότι το Δικαστήριο αν και ανέφερε ότι λαμβάνει υπόψη το λευκό μητρώο του Εφεσείοντος και την άμεση παραδοχή του, εντούτοις δεν προσέδωσε σ’ αυτά τα δύο στοιχεία, την απαιτούμενη σημασία και βαρύτητα. Κατά την άποψή του, η φυλάκιση δεν ήταν η ενδεδειγμένη ποινή, υπό τις περιστάσεις. Επίσης, εισηγήθηκε το Δικαστήριο, ακόμη και αν θεωρούσε την ποινή φυλάκισης την πιο αρμόζουσα αντί του προστίμου, θα έπρεπε να είχε αναστείλει την εκτέλεσή της.

Από την άλλη, η κα Θεοκλήτου, υποστήριξε ότι η ποινή με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική. Αναφέρθηκε σε υποθέσεις επιθέσεων, στις οποίες επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης. Θεώρησε ότι υποθέσεις όπως η Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94, στην οποία επιβλήθηκε πρόστιμο για αδικήματα που είχαν σχέση με βία στην οικογένεια, θα πρέπει να διαφοροποιηθούν από την παρούσα. Κατά την άποψή της, το Δικαστήριο, όπως φαίνεται και στην ίδια την απόφασή του, έλαβε όλους τους παράγοντες υπόψη και η καθοδήγησή του κατά την επιβολή της ποινής ήταν απόλυτα ορθή. Τα περιστατικά της υπόθεσης ήταν πράγματι σοβαρά και γι’ αυτό δεν υπήρχε περιθώριο για αναστολή της ποινής ή για επιβολή άλλου είδους ποινής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγώντας τον εαυτό του, πολύ ορθά τόνισε ότι η σοβαρότητα αυτής της φύσης αδικημάτων έγκειται στο γεγονός ότι η βία στρέφεται ενάντια στην προσωπικότητα, καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια του ατόμου και πλήττουν το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας. Η σοβαρότητα της βίας, είναι αυτόδηλη όταν αυτή ασκείται κατά μελών της ίδιας οικογένειας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464 στη σελίδα 469, «η χρήση βίας από το σύζυγο κατά της συζύγου αποτελούν ιδιαίτερη πτυχή των εγκλημάτων βίας στην οικογένεια, τα οποία έχουν ως γενεσιουργό αιτία τη χρήση βίας ως μέσο επιβολής της θέλησης του συζύγου επί της συζύγου του». Γι’ αυτό εξάλλου και το αδίκημα της επίθεσης, ενώ σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα επιφέρει ανώτατη ποινή ενός χρόνου φυλάκισης ή €1708 (£1000) πρόστιμο ή και τις δύο ποινές, αυξάνεται, με βάση το Άρθρο 4(2)(ιβ) του περί Βίας στην Οικογένεια Νόμου, στα δύο χρόνια φυλάκισης ή πρόστιμο ή και στις δύο ποινές, όταν διαπράττεται εναντίον άλλου μέλους της ίδιας οικογένειας. 

[*581]Παρά τη διαπιστούμενη σοβαρότητα των αδικημάτων, η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στόχος του Δικαστηρίου είναι η επιβολή δίκαιης ποινής, η οποία να αρμόζει τόσο στο έγκλημα όσο και στο δράστη.

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272, ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος έπιασε τη σύζυγο του από το λαιμό, την κτύπησε και την έριξε στο πάτωμα, την οδήγησε βίαια στο αυτοκίνητο και αργότερα την ξανακτύπησε στο πρόσωπο και την απείλησε ότι θα την σκότωνε και θα δηλητηρίαζε την κόρη τους. Η βία που ασκήθηκε στην εν διαστάσει σύζυγο του, της προκάλεσε πολλαπλές κακώσεις. Μετά από δίκη, καταδικάστηκε στις κατηγορίες άσκησης βίας εναντίον της συζύγου του με άμεση πρόκληση σ’ αυτήν πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1) και 4 του περί Βίας στην Οικογένεια Νόμου και απειλή βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £300 και £200 αντίστοιχα. Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο αν και θεώρησε ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης θα έπρεπε να είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης, εντούτοις δεν παρενέβη γιατί στο μεταξύ είχαν μεταβληθεί οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου.

Η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου, ανωτέρω, είναι όντως πολύ πιο σοβαρή, αλλά ενδεικτική του τρόπου στάθμισης των διαφόρων παραγόντων κατά την επιβολή ποινής, σε αδικήματα άσκησης βίας στην οικογένεια.

Στην υπόθεση Λιασίδης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, στην οποία έκανε αναφορά ο συνήγορος του Εφεσείοντος, τα γεγονότα προσομοιάζουν με αυτά της παρούσας υπόθεσης. Θύμα εκεί ήταν, όπως και εδώ, η εν διαστάσει σύζυγος του κατηγορούμενου, η οποία είχε δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά τους, τα οποία παρέμειναν με τον πατέρα, μετά τη διάσταση των γονέων τους. Η σύζυγος αρνήθηκε να τον πληροφορήσει πού άφησε παιδιά μετά το πέρας της επικοινωνίας που είχε μαζί τους, με αποτέλεσμα ο σύζυγος να χάσει τον αυτοέλεγχο του και να της επιτεθεί τραβώντας την από τα μαλλιά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τον καταδίκασε σε φυλάκιση 6 μηνών με αναστολή και πρόστιμο £100 για το αδίκημα της κοινής επίθεσης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής ο κατηγορούμενος ζήτησε και λήφθηκε υπόψη και άλλη υπόθεση επίθεσης εναντίον της συζύγου του η οποία έγινε σε προγενέστερη ημερομηνία και η οποία είχε επίσης αφετηρία της διαφορές που προέκυψαν από τον χωρισμό τους.

[*582]Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος, θεώρησε την επιλογή της ποινής φυλάκισης ως εσφαλμένο μέτρο τιμωρίας. Τόνισε δε ότι το γεγονός ότι η ποινή αναστάληκε δεν αλλοιώνει την επιλογή της φυλάκισης ως μέτρου τιμωρίας.Άλλωστε, επισημάνθηκε, η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής της. Τα δύο θέματα είναι ξεχωριστά. Το Εφετείο θεώρησε την ποινή που είχε επιβληθεί έκδηλα υπερβολική και την αντικατέστησε με ποινή προστίμου £250. Σημειώνουμε ότι η υπόθεση εκδικάστηκε πριν από την ψήφιση του περί Βίας στην Οικογένεια Νόμου του 2000.

Όπως τονίστηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 18, δεν είναι σε κάθε περίπτωση επίθεσης που αρμόζει η επιβολή ποινής, η οποία συνήθως χαρακτηρίζεται ως αποτρεπτική. Πάντοτε εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, την ένταση της επίθεσης και τις επιπτώσεις στο θύμα.

Στην προκειμένη περίπτωση, η επίθεση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα σφοδρή. Δε συνέβη μπροστά σε άλλα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα τα παιδιά τους. Ούτε λέχθηκε ότι υπήρχαν άλλα άτομα παρόντα, ώστε οι επιπτώσεις στην προσωπικότητα της παραπονούμενης να έχουν και άλλη διάσταση.

Το Δικαστήριο κατά την άποψή μας δεν συνεκτίμησε ορθά τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα. Ήταν λευκού ποινικού μητρώου και τα αδικήματα διαπράχθηκαν σε μια περίοδο έξι περίπου μηνών που ο Εφεσείων λόγω της διάλυσης του γάμου του ήταν συναισθηματικά φορτισμένος. Παραδέχθηκε αμέσως ενοχή, μεταμελήθηκε στη σύζυγο του και στα άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Μετά την καταδίκη του είναι δεχτό ότι ο Εφεσείων, ο οποίος είναι μόνιμος επιλοχίας στην Εθνική Φρουρά, θα αντιμετωπίσει πειθαρχική διαδικασία με αβέβαιο το αποτέλεσμα, εφόσον μπορεί να επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή από επίπληξη μέχρι απόλυση. 

Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιλογή ποινής στερητικής της ελευθερίας παραγνωρίζει την αρχή ότι τέτοια ποινή επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που οποιαδήποτε άλλη, κρίνεται ακατάλληλη. Η ποινή της φυλάκισης θα πρέπει να επιβάλλεται όταν η φύση του αδικήματος και οι συνθήκες και ένταση διάπραξής του, σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά του αδικοπραγούντος, την καθιστούν ως την καταλληλότερη ποινή. Κατά την άποψή μας, η επιλογή στην προκειμένη περίπτωση ποινής στερητικής της ελευθερίας ήταν λανθασμένη, γι’ αυτό και θα πρέπει να αντικατασταθεί με ποινή προστίμου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Εφεσείων έχει παραμείνει [*583]στη φυλακή για 8 μέρες, επιβάλλουμε πρόστιμο €700 στην κάθε μια από τις κατηγορίες της επίθεσης, το οποίο υπό τις περιστάσεις θεωρούμε ότι με κανένα τρόπο δεν υποβαθμίζει τη σοβαρότητα του αδικήματος.

Η έφεση επιτυγχάνει και η επιβληθείσα ποινή ακυρώνεται και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου €700 στην κατηγορία 1 και 3.

H έφεση επιτρέπεται.

*           O πέμπτος λόγος έφεσης, αποσύρθηκε κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο