Στυλιανού Ανδρέας Κωστάκη ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646

(2008) 2 ΑΑΔ 646

[*646]13 Οκτωβρίου, 2008

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΑΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 58/2008)

 

Ποινικός Κώδικας ― Κλοπή χρηματικού ποσού από γραμματέα και υπηρέτη κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Παράλειψη καταχώρησης ουσιωδών στοιχείων σε βιβλία, έγγραφα ή λογαριασμούς με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση του Άρθρου 313(γ) του ιδίου Κώδικα ― Επικύρωση, κατά πλειοψηφία, καταδίκης κατ’ έφεση.

Αδίκημα συγκάλυψης κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου, N. 61(Ι)/96 ― Επικύρωση, κατά πλειοψηφία, καταδίκης κατ’ έφεση.

Ποινή ― Κλοπή χρηματικού ποσού από γραμματέα και υπηρέτη κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Παράλειψη καταχώρησης ουσιωδών στοιχείων σε βιβλία, έγγραφα ή λογαριασμούς με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση του Άρθρου 313(γ) του ιδίου Κώδικα ― Αδίκημα συγκάλυψης κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου, N. 61(Ι)/96 ― Εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα σε ηλικία 25 ετών, κατά τη διάρκεια εργοδότησής του ως γραμματέας σε συνεργατικό ίδρυμα, και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Προσωπικές συνθήκες και ψυχολογικά προβλήματα ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 2 ½ ετών στις κατηγορίες της κλοπής και της συγκάλυψης και 18 μηνών στην κατηγορία παράλειψης καταχώρησης ουσιωδών στοιχείων σε βιβλία ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

[*647]Ποινικός Κώδικας ― Κλοπή ― Πρόθεση για στοιχειοθέτηση της κλοπής ― Tρόπος αποδείξεως.

Αδικήματα συγκάλυψης ― Πώς συντελούνται τα αδικήματα αυτά.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Καθυστέρηση στην έγερση ποινικής δίωξης σε υποθέσεις εγκληματικών πράξεων που έχουν σχέση με οικονομικές συναλλαγές ― Πρέπει να αντικρίζεται με ελαστικότητα και υπό το πρίσμα των εγγενών δυσκολιών τους ― Καθυστέρηση προσμέτρησε υπέρ του εφεσείοντος.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Κλοπή ― Αποπληρωμή απωλεσθέντος ποσού ― Λαμβάνεται υπ’ όψιν ως μετριαστικός παράγων στην επιβολή της ποινής αλλά δεν εξουδετερώνει την ποινική πτυχή της παράνομης δράσης του αδικοπραγούντος.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Κατά πόσο η πρόθεση συνεργατικού ιδρύματος, από το οποίο εργοδοτούμενός του υπεξαίρεσε σημαντικό χρηματικό ποσό, να μην καταγγείλει την υπόθεση στην αστυνομία, σε περίπτωση διευθέτησης του ποσού, αποτελούσε κατάχρηση διαδικασίας.

Εφετείο ― Σχόλια Εφετείου σε σχέση με τη δομή δικαστικής απόφασης υπό μορφή καθοδήγησης.

Ο εφεσείων, σε ηλικία 25 ετών προσλήφθηκε ως γραμματέας στη ΣΠΕ Πάνω Πλατρών (εφεξής η «ΣΠΕ») μετά από σχετική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής αυτής. Ο επίσημος διορισμός του έγινε στις 25.11.02. Στις 28.4.04 η Επιτροπή ειδοποιήθηκε από τα γραφεία του Συνεργατισμού ότι η ρευστότητα της ΣΠΕ είχε μειωθεί αρκετά σε σύντομο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να γίνει σχετικός έλεγχος ο οποίος απέληξε στη διαπίστωση ότι δίνονταν δάνεια σε πελάτες χωρίς αίτηση και χωρίς έγκριση από την Επιτροπή, ενώ η ορθή διαδικασία προέβλεπε ακριβώς το αντίθετο, εφόσον ήταν αναγκαία η προηγούμενη εξέταση της φερεγγυότητας του αιτητή και η εξασφάλιση εγγυητών ή υποθηκών πριν την έγκριση της δανειοδότησης. Στις 3.5.04 ο εφεσείων παραιτήθηκε οικειοθελώς. Κατά τη διάρκεια εργοδότησής του στην πιο πάνω θέση, ήταν ο μόνος που είχε ουσιαστική πρόσβαση στα γραφεία της ΣΠΕ και στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Κατά το χρόνο παραίτησης του εφεσείοντος το συνολικό έλλειμα στο ταμείο της ΣΠΕ ανερχόταν στο ποσό των £56. 992,64 ήτοι £56.993. Παρατηρήθηκε επίσης ότι σε δέκα διαφορετικές περιπτώσεις παραχωρήθηκαν από τον εφεσείοντα σε διάφορα άτομα, χωρίς έγκριση και χωρίς υπογραφή συμφωνιών δανείου, εννέα τρεχούμενοι λογαριασμοί και ένα [*648]μεσοπρόθεσμο δάνειο, συνολικού ύψους £111.353,19.

Ο εφεσείων αντιμετώπισε 13 κατηγορίες ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η πρώτη αφορούσε την κλοπή του ποσού των £56.993 από γραμματέα και υπηρέτη κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, κατά την περίοδο 1.1.03 – 3.5.04, η δε δεύτερη την παράλειψη καταχώρησης ουσιωδών στοιχείων σε βιβλία, έγγραφα ή λογαριασμούς με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση του Άρθρου 313(γ) του ιδίου Κώδικα. Οι κατηγορίες 3-12, αφορούσαν τον καταρτισμό διαφόρων εγγράφων προς διάφορα πρόσωπα και για διαφορετικά ποσά άνευ εξουσίας, κατά παράβαση του Άρθρου 343(α) του Κεφ.154, ενώ η 13η κατηγορία σχετιζόταν με αδίκημα συγκάλυψης κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Νόμου 61(Ι)/96, επί τω ότι ο εφεσείων απέκτησε και κατείχε το χρηματικό ποσό των £56.993, γνωρίζοντας ότι αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε επί τη βάσει της προσαχθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ½  ετών στην 1η και 13η κατηγορία και 18 μηνών φυλάκισης στη 2η κατηγορία. Στις υπόλοιπες αθωώθηκε.

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων αμφισβητεί τόσο την ορθότητα της απόφασης σε σχέση με την καταδίκη του, όσο και το ύψος της επιβληθείσας ποινής.

Οι βασικοί άξονες των λόγων έφεσης επί της καταδίκης σχετίζονται με την κατ’ ισχυρισμό (α) λανθασμένη καταδίκη του εφεσείοντος λόγω αβεβαιότητας στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και στην ύπαρξη υποθέσεων όσον αφορά το πραγματικό ταμειακό έλλειμμα, (β) λανθασμένη αξιολόγηση και εν τέλει απόρριψη της θέσης της υπεράσπισης η οποία συνίστατο στην ουσία ότι ο εφεσείων ήταν ένας άπειρος και αφελής νέος ο οποίος δεν γνώριζε από ηλεκτρονικούς υπολογιστές και από λάθος και όχι από εγκληματική πρόθεση καταδολίευσης προέβηκε σε ενέργειες που αποδείχθηκαν λανθασμένες εκ των υστέρων και (γ) ύπαρξη κατάχρησης της διαδικασίας λόγω του ότι στο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της αρχικής πληροφόρησης για το πρόβλημα και της καταγγελίας στην Αστυνομία, ζητήθηκε εκβιαστικά από την Επιτροπή η αποπληρωμή του ελλείμματος από τον πατέρα του εφεσείοντος μέσω της πώλησης σε εξευτελιστική τιμή ενός τεμαχίου γης του τελευταίου στην Πάφο προς μέλος της Επιτροπής ή συγγενή μέλους, διαφορετικά η υπόθεση θα καταγγελλόταν στην Αστυνομία.

[*649]Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Ναθαναήλ, Δ. συμφωνούντος και του Ηλιάδη, Δ.:

Έφεση εναντίον καταδίκης.

1.  Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία περιλάμβανε και τη μαρτυρία του ουσιαστικότερου μάρτυρα για την Κατηγορούσα Αρχή Ν. Νικολάου Μ.Κ.4, ο οποίος ανέλαβε την ετοιμασία λογαριασμών για την περίοδο 1.1.03 – 3.5.04 με στόχο τη συμπλήρωση των διαφόρων βιβλίων που δεν συμπλήρωνε ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του, ήταν επαρκής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποδέχθηκε (α) τη μαρτυρία και των τριών διαφορετικών ελεγκτών, οι οποίοι διαπίστωσαν την ορθότητα των στοιχείων που συμπληρώθηκαν από τον Νικολάου, έστω με δειγματοληπτικό έλεγχο, που είναι και το σύνηθες και αποδεκτό να γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις και (β) τη μαρτυρία των πιο πάνω ατόμων ως προς τον τρόπο που ενεργούσε ο εφεσείων, δίνοντας προς τούτο ικανοποιητικούς λόγους.

2.  Η μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης αποτελούσε παρεμφερή και άσχετη μαρτυρία σε σχέση με τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης. Οι μάρτυρες υπεράσπισης ορθά αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο ως μη έχοντες οτιδήποτε το ουσιαστικό να προσθέσουν, έχοντας απλά προβεί σε θεωρητικά σενάρια περί της πιθανότητας παρεμβάσεων τρίτων στο σύστημα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζικών ιδρυμάτων και του καλού χαρακτήρα του εφεσείοντος και ότι αυτός έδινε αποδείξεις σε συγκεκριμένα άτομα.

3.  Τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ιδωμένα από νομική σκοπιά, στοιχειοθετούσαν, όπως ορθά αποφασίστηκε πρωτοδίκως, τα αδικήματα στα οποία βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων. Δεν τέθηκε κατά την έφεση από το συνήγορο υπεράσπισης οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για διαφοροποίηση της πρωτόδικης κατάληξης.

4.  Η πρόθεση για τη στοιχειοθέτηση της κλοπής δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα αναδύεται ως εξυπακουόμενο στοιχείο μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα τα οποία και αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεών του. Ορθά πρωτοδίκως εντοπίστηκε σειρά δεδομένων που κατέτειναν στην εμπλοκή, αλλά και ενοχή του εφεσείοντος.

[*650]5.      Η αθώωση του εφεσείοντος στις κατηγορίες 3-12 δεν αναιρεί την καταδίκη ή την ενοχή του στις υπόλοιπες, ούτε και σχετίζεται με την πρόθεση καταδολίευσης στην 2η κατηγορία, η ύπαρξη χρεωστικού τρεχούμενου λογαριασμού του ίδιου του εφεσείοντος.

6.  Το αδίκημα της συγκάλυψης συντελείται όταν πρόσωπο ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι οποιαδήποτε μορφή περιουσίας αποτελεί «έσοδο», αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία. Το «έσοδο» συναρτάται με οποιασδήποτε μορφής περιουσία που αποκτήθηκε από τη διάπραξη «γενεσιουργού αδικήματος», το οποίο με τη σειρά του ορίζεται στο Άρθρο 5 να είναι το ποινικό εκείνο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους. Σύμφωνα με το Άρθρο 4(1), η κατοχή και χρησιμοποίηση μεταξύ άλλων τέτοιας περιουσίας, η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αληθούς φύσης της πηγής της αποτελούν έσοδο από τη διάπραξη του αδικήματος.

7.  Από μόνη της η πρόθεση της ΣΠΕ να μην καταγγείλει στην αστυνομία την υπόθεση, σε περίπτωση διευθέτησης του ποσού, δεν αλλοιώνει την τυχόν ποινική ευθύνη του εφεσείοντος, η οποία διατηρεί τη δική της αυτόνομη υπόσταση.

8.  Σε υποθέσεις όπου η ποινική δίωξη άρχεται από το Γενικό Εισαγγελέα, ο σκοπός έγερσης της ποινικής δίωξης – σε αντίθεση προς την έγερση ιδιωτικής ποινικής δίωξης – είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτος, στοχεύοντας στην τιμωρία του δράστη, άσχετα από την οποιαδήποτε παράλληλη προσπάθεια εξώδικης αποπληρωμής του ποσού, όπως στην παρούσα υπόθεση. Είναι γι’ αυτό το λόγο που η αποπληρωμή του απωλεσθέντος ποσού από τον κατηγορούμενο, δύναται να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγων στην επιβολή της ποινής, αλλά δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ότι εξουδετερώνει την ποινική πτυχή της παράνομης δράσης του ή ότι η είσπραξη του ποσού αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας σε βαθμό που να επιβάλλεται η επέμβαση του Δικαστηρίου, για απόρριψη της υπόθεσης με τη χρήση της σύμφυτης εξουσίας του.

Έφεση εναντίον ποινής.

1.  Το ύψος της ποινής αποτελεί προϊόν μιας ισορροπημένης και δίκαιης αντιμετώπισης του εφεσείοντος από το Δικαστήριο, γι’ αυτό και οι ποινές επικυρώνονται ως ορθές, έχοντας υπόψη το ανώτατο όριο που προνοείται σε κάθε μια από τις κατηγορίες αλλά και τις προσωπικές συνθήκες αυτού περιλαμβανομένων και των ψυχολογικών προβλημάτων του, όπως αποκρυσταλλώθηκαν στη [*651]σχετική έκθεση η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

2.  Η όποια καθυστέρηση σημειώθηκε, προσμέτρησε υπέρ του εφεσείοντος με την επιβολή σε αυτόν ποινών που ήταν μάλλον επιεικείς. Ορθά επίσης επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές και ορθά δεν ανεστάλησαν.

Β. Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:

1.  Ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε η ΣΠΕ στην παρούσα υπόθεση, οδηγεί στην κατάληξη ότι σημειώθηκε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας. Η απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Χαραλαμπίδης v. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522 ουδόλως εμποδίζει την κατάληξη αυτή.

2.  Η ποινική διαδικασία έχει συγκεκριμένο σκοπό να επιτελέσει πέραν των ιδιωτικών συμφερόντων και όχι κατ’ επιλογή. Και η αρχή της κατάχρησης της διαδικασίας μπορεί να διαπλάθει και να συντηρεί ήθη και συμπεριφορά υψηλού επιπέδου των πολιτών.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 486,

Χαραλαμπίδης v. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522,

Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363.

Σχόλια Εφετείου: Μια δικαστική απόφαση θα πρέπει να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς. Επίσης, σε κάθε περίπτωση, η πρώτη αναφορά στο όνομα μάρτυρος, εάν συνοδεύεται από την ιδιότητά του και το ρόλο που αυτός διεδραμάτισε στην υπόθεση, θα υποβοηθούσε την ευκολότερη παρακολούθηση των γεγονότων.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λιμνατίτου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 27843/05), ημερομηνίας 13/3/08.

[*652]Π. Κλεοβούλου με Ειρ. Σωκράτους, για τον Εφεσείοντα.

Κρ. Κυθραιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Eφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Δεν έχουμε καταλήξει σε ομόφωνο αποτέλεσμα.  Την απόφαση της πλειοψηφίας, που αποτελείται από εμένα και τον Ναθαναήλ, Δ., θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ. Ο Δικαστής Χατζηχαμπής θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων, σε ηλικία 25 ετών, εργοδοτήθηκε ως γραμματέας από 25.11.02 στη ΣΠΕ Πάνω Πλατρών (εφεξής «η ΣΠΕ»), μετά από σχετική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής αυτής έχοντας τα τυπικά προσόντα τα οποία απαιτούνταν για τη θέση, δηλαδή, απολυτήριο σχολείου μέσης εκπαίδευσης, χωρίς να ήταν απαραίτητη η γνώση λογιστικής ή η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, αμφότερα των οποίων θεωρούνταν, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, επιπρόσθετα προσόντα.

Η πρόσληψη του εφεσείοντος κατέστη αναγκαία όταν αποχώρησε από τη θέση του γραμματέα η Ιωάννα Νικολάου, Μ.Κ. 7, η οποία με την έγκριση της Επιτροπής, ενημέρωσε δεόντως τον εφεσείοντα ως προς τα καθήκοντα του. Η ενημέρωση άρχισε από τις 27.8.02, όταν ο εφεσείων ανεπίσημα απασχολείτο στη ΣΠΕ, διήρκησε δε μέχρι τις 25.11.02, όταν ανέλαβε επίσημα τη θέση του γραμματέα. Η μάρτυς του εξήγησε  πώς να εκτελεί ορθά τα καθήκοντα του ταμία, να προβαίνει σε καθημερινές καταχωρήσεις στο βιβλιάριο όλων των συναλλαγών και βασικά τον άφηνε να εργάζεται μόνο του διορθώνοντας τυχόν λάθη που έκανε. Σύμφωνα με τη μαρτυρία και του Ανδρέα Γεωργίου Μ.Κ. 3, προηγούμενου προέδρου της Επιτροπής, ο εφεσείων εργαζόταν κανονικό ωράριο κατά την πιο πάνω τρίμηνη περίοδο. Στο καθολικό βιβλίο καταχωρούνταν χειρόγραφα όλες οι εισπράξεις, πληρωμές, έξοδα και δάνεια, ενώ για όλα τα εμβάσματα εκδίδονταν αποδείξεις από το ταμείο και καταχωρούνταν στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Υπήρχε ένα μονάχα κλειδί για το κτίριο, το οποίο είχε η Νικολάου και παρέδωσε μετά στον εφεσείοντα. Κανένας άλλος δεν είχε πρόσβαση σ’ αυτό, ούτε ο πρόεδρος, ούτε τα μέλη της Επιτροπής. Όταν στις 25.11.02 ανέλαβε επίσημα ο εφεσείων, η μάρτυρας  του  παρέδωσε  κανονικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα μετρητά της ΣΠΕ, με βάση [*653]σχετικό πρακτικό (Τεκμ. «36»).

Σύμφωνα με τον Ιωάννη Φιλίπου, Μ.Κ. 2, μέλος της Επιτροπής κατά την ουσιώδη περίοδο, η Επιτροπή ειδοποιήθηκε από τα γραφεία του Συνεργατισμού μέσω του επόπτη Γιάννη Νεοφύτου, Μ.Κ. 6, ότι η ρευστότητα της ΣΠΕ είχε μειωθεί αρκετά σε σύντομο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να γίνει σχετικός έλεγχος ο οποίος απέληξε στη διαπίστωση ότι δίνονταν δάνεια σε πελάτες χωρίς αίτηση και χωρίς έγκριση από την Επιτροπή, ενώ η ορθή διαδικασία προέβλεπε ακριβώς το αντίθετο, εφόσον ήταν αναγκαία η προηγούμενη εξέταση της φερεγγυότητας του αιτητή και η εξασφάλιση εγγυητών ή υποθηκών πριν την έγκριση της δανειοδότησης. Η καθαυτό πληροφόρηση από το Συνεργατισμό ότι υπήρχε πρόβλημα έγινε στις 28.4.04, όταν ο Νεοφύτου, (σελ. 266-268 των πρακτικών), ενημέρωσε την Επιτροπή στην παρουσία  και του εφεσείοντος ότι εξαργυρώνονταν επιταγές για μεγάλα ποσά, ότι η ρευστότητα μειωνόταν, ότι είχαν δοθεί δάνεια χωρίς έγκριση και ότι εν τέλει ο τρεχούμενος λογαριασμός της ΣΠΕ παρουσίασε αρνητικό υπόλοιπο, κατ’ αντίθεση με το καταστατικό, τους κανονισμούς και τους θεσμούς λειτουργίας της ΣΠΕ. Ο εφεσείων κατά την ενημέρωση άρχισε να κλαίει παρακαλώντας να μην αναφέρουν τα πιο πάνω στον πατέρα του.

Ακολούθησε λογιστικός  έλεγχος, διαπιστώθηκε δε ότι στο ταμείο μετρητών έπρεπε να υπήρχε για το οικονομικό έτος 1.1.03-31.12.03, το ποσό των £48.040,80, ενώ για τη λογιστική περίοδο 1.1.04-3.5.04, το ποσό των £43.572. Αντίθετα, με βάση τη δήλωση μετρητών που παρουσίασε ο εφεσείων κατά την οικειοθελή παραίτηση του από τη θέση του γραμματέα στις 3.5.04, υπήρχαν μόνο £22.502,75 και £12.117, 41 αντίστοιχα. Το συνολικό έλλειμμα ανερχόταν στο ποσό των £56.992,64 ήτοι £56.993, που αποτελεί και το αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας. Παρατηρήθηκε επίσης ότι σε δέκα διαφορετικές περιπτώσεις παραχωρήθηκαν από τον εφεσείοντα σε διάφορα άτομα, χωρίς έγκριση και χωρίς υπογραφή συμφωνιών δανείου, εννέα τρεχούμενοι λογαριασμοί και ένα μεσοπρόθεσμο δάνειο, συνολικού ύψους £111.353,19.

Ο τρόπος που υπολογίστηκε το έλλειμμα είχε αφετηρία τις ενέργειες του Νίκου Νικολάου, Μ.Κ. 4, ο οποίος με την παραίτηση του εφεσείοντος ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα νέου γραμματέα παράλληλα με τα καθήκοντα του ως γραμματέα στη ΣΠΕ Φοινιού, με άμεση προτεραιότητα όπως του ζητήθηκε από την Επιτροπή (Τεκμ. «25»), την ανάληψη από τον ίδιο της συμπλήρωσης όλων των βιβλίων που είχε αφήσει ο εφεσείων και που ήταν ασυ[*654]μπλήρωτα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του (σελ. 71-73 των πρακτικών), στα στοιχεία της παραλαβής και της δήλωσης μετρητών που είχε από τον εφεσείοντα, αναγραφόταν και ο τελευταίος αριθμός απόδειξης, τόσο πληρωμής όσο και είσπραξης, καθώς και το τελευταίο γραμμάτιο προθεσμίας. Με βάση και τον έλεγχο που υπήρχε για το 2002, έκαμε όλες τις καταχωρήσεις εισπράξεων και πληρωμών εξακριβώνοντας από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή σε συνεργασία με την ελεγκτική υπηρεσία ότι δεν υπήρχαν τα σχετικά έγγραφα για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτές αφορούσαν υπερβάσεις και δάνεια χωρίς έγκριση της Επιτροπής και έτσι αποστάληκαν προς όλους τους πελάτες της ΣΠΕ επιστολές προς επιβεβαίωση των υπολοίπων τους. Με βάση όλες αυτές τις ενέργειες του διαπιστώθηκε το ακριβές ποσό του ελλείμματος.

Περαιτέρω, οι Νεόφυτος Π”Αχιλλέως, Μ.Κ. 5, Γιάννης Νεοφύτου, Μ.Κ. 6, και Φίλιππος Πρωτοπαπάς, Μ.Κ. 8, της Ελεγκτικής Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών προέβηκαν σε δειγματοληπτικό έλεγχο, οι μεν πρώτος και τρίτος των διαφόρων αποδείξεων εισπράξεων και πληρωμών, ο δε δεύτερος των δανείων που είχαν δοθεί χωρίς έγκριση, επιβεβαιώνοντας το ορθό και αληθές των εγγραφών που έκανε ο Νικολάου. Ο Νεοφύτου αρνήθηκε σχετικές υποβολές ότι ο εφεσείων ήταν άτομο που δεν είχε ικανότητες, αλλά αντίθετα όταν υπέδειξε στον εφεσείοντα τηλεφωνικώς την παροχή δανείων χωρίς έγκριση υπενθυμίζοντας τον ότι θα έπρεπε να ενημερωνόταν η Επιτροπή, αυτός φάνηκε ότι συμφωνούσε με τη διαδικασία την οποία και γνώριζε. Ο Πρωτοπαπάς εξέτασε τέσσερεις αποδείξεις εισπράξεων και μια απόδειξη πληρωμής στα πλαίσια του δειγματοληπτικού του ελέγχου τις οποίες θεώρησε επαρκείς ως δείγμα για το μέγεθος της ΣΠΕ, έχοντας περαιτέρω τη θέση ότι ορθά ανατέθηκε στον Νικολάου, να προβεί στον εσωτερικό έλεγχο προς συμπλήρωση των σχετικών βιβλίων. Η ανάθεση αυτού του καθήκοντος εναπόκειτο στην ίδια την Επιτροπή. Σκοπός του δικού του ελέγχου δεν ήταν να εξακριβώσει το έλλειμμα, αλλά την ορθότητα των λογαριασμών που τηρούνταν στη ΣΠΕ και προς τούτο ο δειγματοληπτικός έλεγχος είναι γενικά αποδεκτός από την ελεγκτική επιστήμη και αυτή τη μεθοδολογία ακολουθούν όλα τα ελεγκτικά γραφεία. Πρόσθετα, ο δειγματοληπτικός έλεγχος ήταν μόνο μέρος του συνολικού ελέγχου που έγινε με δεδομένο ότι ήλεγξε από το μηχανογραφικό πρόγραμμα της ΣΠΕ, τις διάφορες καταστάσεις, ενώ είχε ελέγξει το βιβλίο ταμείου και είχε εξετάσει και τις επιβεβαιώσεις υπολοίπων από τους πελάτες.

Με βάση τα πιο πάνω συνοπτικά γεγονότα, ο εφεσείων αντιμετώπισε 13 κατηγορίες ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η [*655]πρώτη αφορούσε την  κλοπή του ποσού των £56,993 από γραμματέα  και υπηρέτη κατά παράβαση των άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, κατά την περίοδο 1.1.03-3.5.04, η δε δεύτερη την παράλειψη καταχώρησης ουσιωδών στοιχείων σε βιβλία, έγγραφα ή λογαριασμούς με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 313(γ) του ιδίου Κώδικα. Οι κατηγορίες 3-12, αφορούσαν τον καταρτισμό διαφόρων εγγράφων προς διάφορα πρόσωπα και για διαφορετικά ποσά άνευ εξουσίας, κατά παράβαση του άρθρου 343(α) του Κεφ. 154, ενώ η 13η κατηγορία σχετιζόταν με αδίκημα συγκάλυψης κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Νόμου αρ. 61(Ι)/96, επί τω ότι ο εφεσείων απέκτησε και κατείχε το χρηματικό ποσό των £56.993, γνωρίζοντας ότι αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε επί τη βάσει της προσαχθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2½ ετών στην 1η και 13η κατηγορία και 18 μηνών φυλάκισης στη 2η κατηγορία. Στις υπόλοιπες αθωώθηκε.

Η καταδίκη προσβλήθηκε με 12 λόγους έφεσης, ενώ η ποινή αντιμετωπίστηκε ως πάσχουσα. Οι λόγοι έφεσης για την καταδίκη και ο τρόπος ανάπτυξης τους στο διάγραμμα δεν είναι ο πλέον κατανοητός, περιπλέκοντας μάλλον παρά να απλοποιεί τα επίδικα θέματα ώστε να επικεντρώνεται στις κατ’ ισχυρισμόν αδυναμίες της πρωτόδικης απόφασης. Αρκετοί λόγοι είναι συνδεδεμένοι και παρεμφερείς, ενώ ο σχολιασμός τους εκτείνεται χωρίς την αναμενόμενη συνοχή σε πλείστες όσες παραγράφους με αχρείαστες λεπτομέρειες, όπως η καταγραφή 29 παραγράφων στην ανάπτυξη του πρώτου λόγου.

Δύο είναι εν πάση περιπτώσει οι βασικοί άξονες των λόγων έφεσης επί της καταδίκης. Ο πρώτος σχετίζεται με την κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη καταδίκη του εφεσείοντος λόγω αβεβαιότητας στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και στην ύπαρξη υποθέσεων όσον αφορά το πραγματικό ταμειακό έλλειμμα. Αυτή η πτυχή καλύπτει ουσιαστικά τους λόγους έφεσης αρ. 1, 2, 3, 6, 8 και 11. Ο άλλος αναφέρεται στη λανθασμένη αξιολόγηση και εν τέλει απόρριψη της θέσης της υπεράσπισης, η οποία συνίστατο στην ουσία ότι ο εφεσείων ήταν ένας άπειρος και αφελής νέος ο οποίος δεν γνώριζε από ηλεκτρονικούς υπολογιστές και από λάθος και όχι από οποιαδήποτε εγκληματική πρόθεση καταδολίευσης, είναι που προέβηκε σε ενέργειες που εκ των υστέρων αποδείχθηκαν λανθασμένες. Αυτή η πτυχή καλύπτει τους λόγους έφεσης αρ. 4, 5, 7, 9 και 10. Μάλιστα, ο κ. Κλεοβούλου κατά την ανάπτυξη των λόγων [*656]έφεσης υποστήριξε ότι πολύ πιθανόν ο εφεσείων να επωμίσθηκε λάθη και παραλείψεις άλλων, ενώ ίσως να υπήρξε και θύμα πλεκτάνης με παρεμβάσεις τρίτων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Ως τρίτος άξονας θα μπορούσε να θεωρηθεί το επιχείρημα περί κατάχρησης της διαδικασίας (12ος λόγος), επί τω ότι στο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της αρχικής πληροφόρησης για το πρόβλημα στις 28.4.04 και της καταγγελίας στην αστυνομία την 1.12.05, είχε εκβιαστικά ζητηθεί από την Επιτροπή η αποπληρωμή του ελλείμματος από τον πατέρα του εφεσείοντος μέσω της πώλησης σε εξευτελιστική τιμή ενός τεμαχίου γης που ο τελευταίος κατείχε στην Πάφο προς μέλος της Επιτροπής ή συγγενή μέλους και ότι η υπόθεση θα καταγγελλόταν στην αστυνομία μόνο αν δεν εξοφλείτο προηγουμένως το ελλειμματικό ποσό.

Έχοντας εξετάσει με την αναμενόμενη προσοχή τα επιχειρήματα που προωθήθηκαν ενώπιον του Εφετείου σε συνδυασμό με την ολότητα της μαρτυρίας και τα κατατεθέντα τεκμήρια, κρίνεται ότι η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει για τους ακόλουθους λόγους.

(i) Η επάρκεια της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής

Όπως ανέφερε και το πρωτόδικο Δικαστήριο ο ουσιαστικότερος μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή ήταν ο Νίκος Νικολάου Μ.Κ.4. Αυτός ανέλαβε την ετοιμασία λογαριασμών για την περίοδο 1.1.03-3.5.04 με στόχο τη συμπλήρωση των διαφόρων βιβλίων που κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του ο εφεσείων δεν συμπλήρωνε. Όπως εξήγησε, η ετοιμασία των λογαριασμών από πλευράς του είχε ως υπόβαθρο τις ημερήσιες καταστάσεις, τις αποδείξεις της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας, τις καταστάσεις του ηλεκτρονικού υπολογιστή της ΣΠΕ, τις καταθέσεις πληρωμών επιταγών πελατών μέσω της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας, και τη δήλωση μετρητών. Στην κατάθεση του στην αστυνομία τεκμ. «2», ημερ. 3.12.05, εξήγησε ότι κατά την παραλαβή από τον εφεσείοντα διεπίστωσε ότι δεν ήταν συμπληρωμένα το βιβλίο ταμείου εισπράξεων πληρωμών, το βιβλίο ημερήσιων ταμειακών καταστάσεων και το βιβλίο γενικού καθολικού. Ειδικά στο πρώτο βιβλίο δεν υπήρχε ούτε μια καταχώρηση κατά την περίοδο που γραμματέας ήταν ο εφεσείων, ενώ στο βιβλίο ημερήσιων ταμειακών καταστάσεων δεν υπήρχαν εγγραφές σε ορισμένες ημερομηνίες. Υπήρχαν όμως σχετικές αποδείξεις στις οποίες στηρίχθηκε για να συμπληρώσει το σχετικό βιβλίο. Το βιβλίο γενικού καθολικού το οποίο αφορά καταχωρήσεις και εγγραφές κάθε τέλος του μηνός προερχόμενες από το βιβλίο ταμείου εισπράξεων και πλη[*657]ρωμών, δεν περιείχε καμία απολύτως καταχώρηση με αποτέλεσμα να το συμπληρώσει ο ίδιος μετά τη συμπλήρωση του βιβλίου εισπράξεων και πληρωμών. Όπως εξήγησε περαιτέρω το βιβλίο εισπράξεων και πληρωμών ήταν συμπληρωμένο μόνο μέχρι τις 31.12.02 και συμπληρώθηκε από τον ίδιο από τις αποδείξεις πληρωμών και εισπράξεων που είχε εκδώσει ο εφεσείων, με βάση τις εκτυπώσεις από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και τις καθημερινές δοσοληψίες στη ΣΠΕ. Από τον ίδιο παραδόθηκαν διάφορες εισπράξεις πληρωμών μετρητών καθώς και σχετικές αποδείξεις για την περίοδο 1.1.03-31.10.03, καθώς και για την περίοδο 1.11.03-31.12.03, στον λοχία 192 Ιωάννη Μουσικό Μ.Κ. 1. Κατά παρόμοιο τρόπο παραδόθηκαν αντίστοιχα στοιχεία για την περίοδο 1.1.04-30.4.04, μέχρι δηλαδή την παραίτηση του εφεσείοντος από τη θέση του γραμματέα. Αυτά τα έγγραφα αποτέλεσαν τα τεκμ. «6»-«14», τα οποία κατατέθηκαν από τον Μ.Κ. 1, χωρίς ένσταση και χωρίς ουσιαστική αντεξέταση.

Ο Νικολάου υπέστη εκτεταμένη αντεξέταση για όλο το φάσμα των ενεργειών του, χωρίς όμως να γίνει κατορθωτή η εμφάνιση ρωγμών στην ουσιαστική μαρτυρία του, παρά τις προς το αντίθετο εισηγήσεις του κ. Κλεοβούλου, ότι το ποσό των £56.993 δεν ήταν ακριβές, ούτε υπήρχε τρόπος με τη διενεργηθείσα συμπλήρωση από τον Νικολάου των εγγραφών να διαπιστωθεί ότι πράγματι αυτό ήταν το έλλειμμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την επάρκεια του τρόπου λειτουργίας του Νικολάου δεχόμενο τη μαρτυρία του ως προς τη συμπλήρωση των στοιχείων. Παρόλον που το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξέταζε πλέον επισταμένα και με την αναμενόμενη στην περίπτωση αναλυτική διάθεση τη μαρτυρία του Νικολάου, εν τούτοις η εκ μέρους του αποδοχή της μαρτυρίας του κρίνεται ορθή επί τη βάσει των όσων κατέγραψε (σελ. 397-398 των πρακτικών-μέρος της απόφασης). Εύλογη ήταν  η θέση του μάρτυρα ότι οποιεσδήποτε αλλαγές ή λανθασμένες εκ μέρους του καταχωρήσεις θα εντοπίζονταν εύκολα από τους πελάτες τόσο διότι θα υπήρχε πρόβλημα στην τελική συμπλήρωση των ποσών, όσο και λόγω των υπολοίπων των πελατών που ήταν εν πάση περιπτώσει καταχωρημένα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή.  Πρόσθετα, οι επιβεβαιώσεις των πελατών που είχαν αποσταλεί σε συνεργασία με την ελεγκτική υπηρεσία συνεργατικών εταιρειών διασφάλιζε ότι δεν είχαν αλλοιωθεί οποιαδήποτε στοιχεία. Υπήρχε περαιτέρω και συμφιλίωση του τρεχούμενου της ΣΠΕ που διατηρείτο με τη Συνεργατική  Κεντρική  Τράπεζα με τις εκδοθείσες επιταγές (σελ. 84-86 και 93 των πρακτικών).

Περαιτέρω, ο δειγματοληπτικός έλεγχος που έγινε μετά τη συ[*658]μπλήρωση των βιβλίων από τους τρεις ελεγκτές Π”Αχιλλέως, Νεοφύτου και Πρωτοπαπά, δεν έδειξε οποιοδήποτε πρόβλημα με την ετοιμασία ή την καταχώρηση των διαφόρων ποσών από τον Νικολάου. Λανθασμένα ο κ. Κλεοβούλου εισηγείται στο διάγραμμα του, σελ. 6, ότι οι ελεγκτές αυτοί υποστήριξαν την ύπαρξη ελλείμματος, εφόσον όπως οι ίδιοι ανέφεραν, στόχος της δικής τους εργασίας δεν ήταν η διαπίστωση ελλείμματος, αλλά η διαπίστωση της ορθότητας των βιβλίων της ΣΠΕ. Παραγνωρίζει επίσης ο κ. Κλεοβούλου στην εισήγηση του ότι οι καταχωρήσεις που έγιναν από τον Νικολάου βασίστηκαν σε έγγραφα για τα οποία δεν υπήρχε βεβαιότητα ότι ήταν εκείνα που του παρέδωσε ο εφεσείων ή και καταχωρήθηκαν ερήμην του εφεσείοντος ή ακόμη και ότι πιθανώς να αλλάχθηκαν τα βιβλία ή στοιχεία μέσα σ’ αυτά, ότι δεν υπήρξαν οποιεσδήποτε καταχωρήσεις στα σχετικά βιβλία από τον ίδιο τον εφεσείοντα για την περίοδο της εργοδότησης του (σελ. 99 των πρακτικών). Παραγνωρίζει επίσης ότι ο εφεσείων υπέγραψε το πρακτικό της παράδοσης των περιουσιακών στοιχείων  της ΣΠΕ κατά την ημέρα αποχώρησης του στις 3.5.04 (Τεκμ. «35»), όλων των περιουσιακών στοιχείων περιλαμβανομένων αποδείξεων πληρωμών, αποδείξεων εισπράξεων, βιβλιάρια επιταγών, γραμμάτια προθεσμίας και γραμμάτια δανείων. Παραδόθηκε επίσης ένα σύνολο μετρητών  πέραν των διαφόρων βιβλίων όπως καθολικό τρεχούμενων δανείων, καθολικό τρεχούμενων επιταγών αλλά και το γενικό καθολικό. Επομένως, δεν είναι δυνατό εκ των υστέρων ο εφεσείων να παραπονείται ότι οι συμπληρώσεις και καταχωρήσεις από τον Νικολάου έγιναν επί τη βάσει δεδομένων αγνώστων στον ίδιο. Παρόμοια, εισηγήσεις κατά την αντεξέταση ότι πιθανόν να υπήρχαν παρεμβάσεις από τρίτους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή ακόμη και από τεχνικούς που τύγχαναν να τον επιδιορθώνουν, παρέμειναν και ενώπιον του Εφετείου, αόριστες και ατεκμηρίωτες.

Ούτε είναι δυνατό να γίνει δεκτή η θέση ότι η επιβεβαίωση των ποσών από πελάτες της ΣΠΕ έγινε μόνο κατά το 25% περίπου του αριθμού των πελατών προς τους οποίους απευθύνθηκε σχετική επιστολή επιβεβαίωσης. Σε περίπτωση μη απάντησης, ορθά και λογικά θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε λάθος (μαρτυρία Π”Αχιλλέως, Μ.Κ. 5, σελ. 212 των πρακτικών). Άλλωστε, όπως εξήγησε και ο Πρωτοπαπάς Μ.Κ. 8, οι βεβαιώσεις των υπολοίπων από τους πελάτες ήταν ένας συμπληρωματικός τρόπος ελέγχου, πέραν της δειγματοληπτικής βάσης των στοιχείων που καταχώρησε ο Νικολάου, και πέραν του ελέγχου ολοκλήρου του μηχανογραφικού προγράμματος της ΣΠΕ. Το άλλο παράπονο ότι δεν προσκομίστηκε κατά τη πρωτόδικη διαδικασία το βιβλίο γενικού καθολικού δεν ευσταθεί επίσης διότι ουδέν σημαντικό θα μπορούσε να εξα[*659]χθεί από αυτό εφόσον όπως ανέφερε ο Νικολάου, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος, δεν υπήρχε σε αυτό οποιαδήποτε καταχώρηση από τον ίδιο τον εφεσείοντα, απόρροια του γεγονότος ότι δεν ενημέρωνε εν πάση περιπτώσει τα ημερήσια βιβλία πληρωμών και εισπράξεων. Επομένως δεν έχει έρεισμα η κατ’ ισχυρισμόν διαπιστωθείσα αντίφαση της μαρτυρίας του Π”Αχιλλέως Μ.Κ. 5 ο οποίος παρουσίασε τραπεζικές καταστάσεις που αποτελούσαν μέρος του βιβλίου γενικού καθολικού με την κατάθεση της Ιωάννας Νικολάου Μ.Κ. 7 που περιέγραψε το βιβλίο αυτό ως τετράδιο με συνδεδεμένες και αριθμημένες σελίδες.

Γενικότερο θέμα σε αυτή την ενότητα αποτέλεσε και η θέση του κ. Κλεοβούλου ότι δεν μπορούσε η ΣΠΕ, ως παραπονούμενη, να προβεί στο δικό της έλεγχο του κατ’ ισχυρισμόν ελλείμματος, ώστε με τη διαπίστωση του να αποβεί και κατήγορος. Αυτή η θέση δεν έχει έρεισμα. Δεν υπάρχει κανόνας που να επιβάλλει μόνο τον εξωτερικό έλεγχο σε αντιδιαστολή προς οποιαδήποτε εσωτερική προσπάθεια διαπίστωσης των ορθών στοιχείων. Ο κ. Κλεοβούλου πέραν της γενικής τοποθέτησης του δεν υπέδειξε οτιδήποτε το συγκεκριμένο προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι σύνηθες, αλλά και αναμενόμενο να γίνεται κατ’ αρχάς μια εσωτερική διεργασία ελέγχου των οικονομικών στοιχείων για να διαπιστωθούν τυχόν ατασθαλίες ταυτόχρονα ή σε προτεραιότητα του εξωτερικού ελέγχου.  Εδώ παραγνωρίζεται επίσης από τον εφεσείοντα το γεγονός ότι η πρώτη διαπίστωση οικονομικών προβλημάτων που οδήγησαν σε υποψίες ατασθαλίας έγινε από τον επόπτη Γιάννη Νεοφύτου, Μ.Κ. 6, ο οποίος βέβαια δεν ήταν υπάλληλος της ίδιας της ΣΠΕ.  Μετά τη διαπίστωση, από φορέα εξωγενή του ίδιου του εφεσείοντος και της Επιτροπής, ότι πιθανό να υπήρχε πρόβλημα, ακολούθησε η ενημέρωση της Επιτροπής, η παραίτηση του εφεσείοντος και η ανάληψη των καθηκόντων προσωρινού γραμματέα από τον Νίκο Νικολάου. Όπως εξηγήθηκε και πιο πάνω δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί εάν υπήρχε ή όχι έλλειμμα ή γενικότερα οποιοδήποτε πρόβλημα αν δεν γινόταν πρώτιστα συμπλήρωση των οικονομικών δεδομένων-δοσοληψιών της ΣΠΕ καθ’ όλη τη διάρκεια εργοδότησης του εφεσείοντος. Αυτό το έργο έφερε εις πέρας ο Νικολάου για να ελεγχθεί ως προς την ορθότητα των καταχωρήσεων του από τρεις διαφορετικούς ελεγκτές δηλαδή τον Π”Αχιλλέως, Μ.Κ. 5, τον Νεοφύτου, Μ.Κ. 6 και τον Πρωτοπαπά, Μ.Κ. 8. Και οι τρεις τους διαπίστωσαν την ορθότητα των στοιχείων που συμπληρώθηκαν από τον Νικολάου, έστω με δειγματοληπτικό έλεγχο, που είναι και το σύνηθες και αποδεκτό να γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, ενώ όπως ορθά υπέδειξε και η κα Κυθραιώτου στη δική της αγόρευση, ο Νικολάου δεν είχε οποιοδήποτε λόγο να πα[*660]ραποιήσει ή να εισάξει στοιχεία στα βιβλία που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ούτε και υπεβλήθη τέτοια θέση από την υπεράσπιση κατά τη μακρά αντεξέταση του. Ορθά, τέλος, η πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στην αποδοχή της μαρτυρίας των πιο πάνω ατόμων ως προς τον τρόπο ενέργειας του δίνοντας προς τούτο ικανοποιητικούς λόγους.

(ii) Η υπεράσπιση περί ανεπάρκειας του εφεσείοντος

Ο άλλος άξονας, όπως λέχθηκε, σχετιζόταν άμεσα με την ίδια την ικανότητα του εφεσείοντος να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα του. Να λεχθεί αμέσως ότι ενώ στην κυρίως εξέταση του εφεσείοντος είχε υπονοηθεί από αυτόν μέσα από ερωτήσεις του κ. Κλεοβούλου, ότι πιθανόν να υπήρχε έλλειμμα και ενδεχόμενες ατασθαλίες από την προηγούμενη της Ιωάννας Νικολάου, γραμματέα της ΣΠΕ, σε συνάρτηση με ελλιπείς ελέγχους από τον Γιαννάκη Νεοφύτου, Μ.Κ. 6, που δεν τέθηκαν εν πάση περιπτώσει κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα του Νεοφύτου, κατά την έφεση ο κ. Κλεοβούλου σαφώς ανέφερε ότι δεν ισχυριζόταν την προύπαρξη ελλείμματος. Περαιτέρω, η θέση του εφεσείοντος ότι ήταν αδαής ως προς τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και γενικά δεν μπορούσε να διεκπεραιώσει την εργασία για την οποία προσελήφθηκε, ορθά απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει της όλης μαρτυρίας του και του αφύσικου και μη λογικού αυτής. Ο εφεσείων με πρόσχημα το ότι η Επιτροπή ήθελε να φέρνει καινούργιους πελάτες στη ΣΠΕ, έδινε διάφορα παρατραβήγματα και δάνεια χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής και χωρίς ουσιαστική δικαιολογία προς τούτο, εκτός από την απλοϊκή θέση ότι η Επιτροπή ήταν χαλαρή σε αυτά τα ζητήματα.

Περαιτέρω δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή η θέση του ότι γρήγορα ξεχνούσε ότι μάθαινε από την Ιωάννα Νικολάου σε σχέση με τις καταχωρήσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, με αποτέλεσμα να μην ήταν σε θέση να εκτελεί ορθά την εργασία του. Ούτε ήταν δυνατό πρωτοδίκως να γίνει δεκτή η θέση ότι προέβαινε σε λανθασμένες καταχωρήσεις λόγω μη επάρκειας γνώσεων, εφόσον όπως λογικά εξήγησε ο Νίκος Νικολάου σε πολλές περιπτώσεις στη μαρτυρία του και ιδιαίτερα κατά την αντεξέταση του, ότι και λανθασμένες καταχωρήσεις να γίνονταν, στο τέλος της ημέρας ο εφεσείων κατά τον έλεγχο που θα έπρεπε να κάνει κλείνοντας το ταμείο, το οποιοδήποτε λάθος θα εντοπιζόταν εύκολα. Όπως ιδιαιτέρως αναφέρθηκε, εάν ο εφεσείων ξεχνούσε να περάσει κάποιες πράξεις στον υπολογιστή ή αν έδινε σε κάποιο πελάτη χρήματα [*661]χωρίς να εκδώσει απόδειξη ή ακόμη και αν γινόταν ανάληψη μετρητών, αλλά αντ’ αυτού  εκδιδόταν απόδειξη κατάθεσης χρημάτων, στο τέλος κάθε ημέρας το λάθος θα έπρεπε να εντοπιστεί.

Περαιτέρω η συλλογιστική αυτή του εφεσείοντος, όπως προωθήθηκε από τον κ. Κλεοβούλου, παραγνωρίζει πλήρως ότι ο εφεσείων εργάστηκε για ενάμιση έτος και δεν θα ήταν δυνατό να γίνονταν συνέχεια λάθη σε βαθμό που να οδηγούσε στο συγκεκριμένο έλλειμμα των £56.993. Ορθά επίσης θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι η παράλειψη του εφεσείοντος να καταχωρεί ορθά τους λογαριασμούς δεν οφειλόταν στην αμέλεια ή την ανικανότητα του, αλλά σε εσκεμμένες ενέργειες, απλοποιώντας ενώπιον του Δικαστηρίου τα γεγονότα, παραποιώντας την αλήθεια, δίνοντας μια εντελώς διαφορετική εκδοχή από αυτή στην κατάθεση του στην αστυνομία, επικαλούμενος ιδίαν ανικανότητα, αλλά και μεταφέροντας τις ευθύνες του σε τρίτους. Άλλωστε, όπως ορθά εισηγείται και η κα Κυθραιώτου, ο εφεσείων λειτούργησε σύμφωνα με όλες τις διαδικασίες, ούτως ώστε και οι λογαριασμοί και τα βιβλία έκλεισαν ορθά, για την περίοδο 25.11.02, όταν ανέλαβε ο εφεσείων, μέχρι τις 31.12.02, που δείχνει και την επάρκεια των γνώσεων του και την απ’ αυτόν κατανόηση των όσων του μετέφερε η Νικολάου, η μαρτυρία της οποίας ήταν σαφής ως προς την τρίμηνη εκπαίδευση που έτυχε ο εφεσείων από την ίδια χωρίς να παρουσιάσει ιδιαίτερα προβλήματα αντίληψης και επάρκειας, (παρεμβάλλεται ότι και η απόφαση της Επιτροπής ήταν ακριβώς να αρχίσει η εργοδότηση του από την 27.8.02 – Τεκμ. «24» - και όχι όπως ο εφεσείων δήλωσε ενόρκως ότι έτυχε ενημέρωσης μόλις δύο εβδομάδες πριν τις 25.11.02). Πρόσθετα, ο Νικολάου ήταν σαφής ότι η αναμενόμενη από τον εφεσείοντα εργασία ήταν ουσιαστικά απλή (σελ. 121 των πρακτικών), ενώ ουδέποτε δόθηκε η εντύπωση στον ίδιο ότι ο εφεσείων δεν αντιλαμβανόταν τις υποδείξεις του, ενώ ήταν και γνώστης ηλεκτρονικού υπολογιστή (σελ. 87 και 161 των πρακτικών).

Περαιτέρω, υπήρχε σαφής μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο εφεσείων ερωτάτο από την Επιτροπή στις συνεδρίες της κατά πόσο όλα έβαιναν καλώς και  τηρούντο κανονικά τα βιβλία, λαμβανόταν δε καταφατική απάντηση (μαρτυρία Φιλίππου Μ.Κ. 2 και Γεωργίου Μ.Κ. 3 και κατάθεση Γεωργίου στην αστυνομία, Τεκμ. «18»).

Οι μάρτυρες υπεράσπισης, ορθά αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο ως μη έχοντες οτιδήποτε το ουσιαστικό να προσθέσουν, έχοντας απλά προβεί σε θεωρητικά σενάρια περί της πιθανότητας παρεμβάσεων τρίτων στο σύστημα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, [*662]τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζικών ιδρυμάτων και του καλού χαρακτήρα του εφεσείοντος και ότι αυτός έδινε αποδείξεις σε συγκεκριμένα άτομα. Όλα αυτά αποτελούσαν παρεμφερή και άσχετη στο τέλος μαρτυρία σε σχέση με τα ουσιώδη γεγονότα της κριθείσας υπόθεσης.

(iii) Η νομική πτυχή

Όλα τα πιο πάνω, ως ευρήματα πλέον του Δικαστηρίου, ιδωμένα από νομική σκοπιά, στοιχειοθετούσαν, όπως ορθά αποφασίστηκε πρωτοδίκως, τα αδικήματα στα οποία βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων. Δεν τέθηκε κατά την έφεση από το συνήγορο οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για διαφοροποίηση της  πρωτόδικης κατάληξης.  Ο εφεσείων ως γραμματέας της ΣΠΕ ενέπιπτε στην τάξη των ατόμων που οριοθετεί το άρθρο 268 του Κεφ. 154, το δε ποσό των £56.993, αποτέλεσε το προϊόν της κλοπής περιουσίας της ΣΠΕ. Το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της κλοπής στο άρθρο 268, ορίζεται στο άρθρο 255 και έχει αποτελέσει το αντικείμενο διαφόρων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτές μνημονεύονται και επεξηγούνται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Aνδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 486. Και βεβαίως δεν έχει επίδραση στη στοιχειοθέτηση της κλοπής, ούτε και της συγκάλυψης, το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί το κλαπέν ποσό ή η κατάληξη του, όπως έγινε εισήγηση κατά την αντεξέταση του Νικολάου, Μ.Κ. 4. Η απόκτηση κατοχής του ποσού και η μόνιμη αποστέρηση του από τον ιδιοκτήτη τη ΣΠΕ, ορθά θεωρήθηκαν ως υπαρκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η πρόθεση δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα αναδύεται ως εξυπακουόμενο στοιχείο μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα τα οποία και αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου. (Archbold: Criminal Pleading, Evidence and Practice 36η έκδ. σελ. 364, παρ. 1010 και Archbold, 2007, σελ. 1754-1756 παρ. 17-34 κ.επ.). Άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του. Ορθά πρωτοδίκως εντοπίστηκε σειρά δεδομένων που κατέτειναν στην εμπλοκή, αλλά και ενοχή του εφεσείοντος (σελ. 401-402 των πρακτικών). Υπενθυμίζεται ότι ο εφεσείων ήταν ο μόνος που είχε ουσιαστική πρόσβαση και στα γραφεία της ΣΠΕ και στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ενώ στη δική του μαρτυρία ουδέν λογικό και τεκμηριωμένο στοιχείο έδωσε που να δικαιολογεί το έλλειμμα, ενώ αντίθετα, όπως δικαίως εντοπίστηκε πρωτόδικα, υπέπεσε σε αντιφάσεις και ψεύδη.

[*663]Όσον αφορά την κατηγορία κάτω από το άρθρο 313(γ), η παράλειψη καταχώρησης στοιχείων στα διάφορα βιβλία ήταν βεβαίως, υπό το φως της μαρτυρίας δεδομένη, η δε παράλειψη υπό τις συνθήκες ενέργειας του εφεσείοντος να καταχωρεί τα στοιχεία για διάστημα ενάμιση έτους έδειχνε την πρόθεση καταδολίευσης.  Ορθά στο διάγραμμα της η εφεσίβλητη ανέφερε ότι τα ποσά που αφαιρέθηκαν από το ταμείο της ΣΠΕ, δεν καταγράφηκαν πουθενά ώστε να μην γινόταν αντιληπτή η κλοπή εφόσον δεν υποστηρίζονταν από πραγματικές συναλλαγές. Πρόσθετα, όπως αναπτύχθηκε  από την κα Κυθραιώτου κατ’ έφεση, η δεύτερη κατηγορία δεν συνδέεται με δάνεια ή τα αφορώντα στις κατηγορίες 3-12, στις οποίες αθωώθηκε ο εφεσείων στη βάση του σκεπτικού ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την πρόθεση καταδολίευσης εφόσον δεν διαπιστώθηκαν αμφισβητούμενα ποσά ή ελλείμματα στους λογαριασμούς εκείνους. Η αθώωση βεβαίως του εφεσείοντος στην κατηγορία αυτή δεν αναιρεί την καταδίκη ή ενοχή του στις υπόλοιπες, ούτε και σχετίζεται με την πρόθεση καταδολίευσης στην 2η κατηγορία, η ύπαρξη χρεωστικού τρεχούμενου λογαριασμού του ίδιου του εφεσείοντα.

Όσον αφορά το αδίκημα της συγκάλυψης, αυτό συντελείται όταν πρόσωπο ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι οποιαδήποτε μορφή περιουσίας αποτελεί «έσοδο», αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία. Το «έσοδο» συναρτάται με οποιασδήποτε μορφής περιουσία που αποκτήθηκε από τη διάπραξη «γενεσιουργού αδικήματος», το οποίο με τη σειρά του ορίζεται στο άρθρο 5 να είναι το ποινικό εκείνο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους. Σύμφωνα με το άρθρο 4(1), η κατοχή και χρησιμοποίηση μεταξύ άλλων τέτοιας περιουσίας, η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αληθούς φύσης της πηγής της αποτελούν έσοδο από τη διάπραξη του αδικήματος. Λανθασμένα γίνεται από τον κ. Κλεοβούλου στους λόγους έφεσης συσχετισμός με τα λαμβανόμενα στο ηπειρωτικό δίκαιο και ορθά καταδικάστηκε στην 13η κατηγορία ο εφεσείων εφόσον το κλαπέν ποσό που διαπιστώθηκε στην πρώτη κατηγορία ήταν το έναυσμα για την τέλεση και του αδικήματος της συγκάλυψης.

(iv) Κατάχρηση διαδικασίας

Το άλλο ζήτημα που έθεσε ο κ. Κλεοβούλου περί κατάχρησης της διαδικασίας απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια παράγραφο με τη θεώρηση ότι δεν υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία περί εκκρεμότητας παράλληλης διαδικασίας, ο δε ισχυρισμός ότι η ποινική δίωξη καταχωρήθηκε σε μια εκβιαστική προ[*664]σπάθεια να καταβληθεί από τον εφεσείοντα το ποσό του ελλείμματος, ενώ εκκρεμούσε διαδικασία διαιτησίας εναντίον του, ήταν αόριστος και δεν μπορούσε να εξεταστεί.

Ενώπιον του Εφετείου ο κ. Κλεοβούλου παρέπεμψε στις σελ. 28-29 των πρακτικών σε συνδυασμό με το Τεκμ. «35», για να εισηγηθεί ότι η υπόθεση δεν θα καταγγελλόταν στην αστυνομία εάν διευθετείτο άλλως πως το έλλειμμα. Στις πιο πάνω σελίδες των πρακτικών, μέρος της αντεξέτασης του Ιωάννη Φιλίππου Μ.Κ. 2, αποκαλύπτεται ότι ο πατέρας του εφεσείοντος στην προσπάθεια του να μην οδηγηθεί ο εφεσείων γιος του στη φυλακή, θα επιχειρούσε να διευθετήσει το έλλειμμα. Παρά τις σχετικές υποβολές, ο μάρτυρας διαφάνηκε ότι δεν είχε επαρκή γνώση ως προς το τι διαμείμφθηκε μεταξύ του πατέρα του εφεσείοντος, της Επιτροπής και του δικηγόρου της ΣΠΕ, διότι δεν ήταν παρών στη σχετική συνεδρία, αλλά και απέρριψε κατηγορηματικά εισήγηση του κ. Κλεοβούλου ότι ζητήθηκε εκβιαστικά να καλυφθεί το έλλειμμα με την πώληση κτήματος του πατέρα σε εξευτελιστική τιμή. Περαιτέρω στοιχεία δεν κατατέθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, ούτε και ο ίδιος ο πατέρας κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου. Επομένως πέραν από κάποια αόριστα στοιχεία και υποβολές, καμία συγκεκριμένη μαρτυρία δεν δόθηκε για το κτήμα, την αξία του και ιδιαίτερα για τη διαδικασία πώλησης ή αν εμπλεκόταν σε αυτή οποιοδήποτε μέλος της Επιτροπής ή συγγενής αυτού. Σχετικές καταγραφές στα πρακτικά της Επιτροπής στο Τεκμ. «28» δεν διαφωτίζουν ιδιαίτερα. Το μόνο που λέχθηκε ήταν ότι ο γιος του Ιωάννη Φιλίππου, που διέμενε στην Πάφο, θα μπορούσε, μέσω γνωστών και φίλων, να βοηθήσει στην εξεύρεση αγοραστή, το οποίο βεβαίως πόρρω απέχει από του να είναι βοηθητική για τον εφεσείοντα μαρτυρία.

Όσον αφορά το Τεκμ. «35», που είναι επιστολή της ΣΠΕ υπογραμμένη από τον Νίκο Νικολάου, Μ.Κ. 4, ημερ. 15.11.05 προς τον κ. Κλεοβούλου, είναι γεγονός ότι καταγράφεται εκεί ότι αν δεν προέκυπτε οποιοσδήποτε συμβιβασμός μέχρι και τις 30.11.05, η ΣΠΕ θα προέβαινε σε καταγγελία στην αστυνομία.

Από όλα τα πιο πάνω δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα κατάχρησης διαδικασίας. Η οποιαδήποτε εμπλοκή του πατέρα του εφεσείοντος ήταν φυσική και αναμενόμενη εφόσον εκτός από πατέρας, ήταν και εις εκ των εγγυητών αυτού για την πρόσληψη του ως γραμματέα της ΣΠΕ (Τεκμ. «30»). Μετέπειτα, η οποιαδήποτε πρόθεση της ιδίας της ΣΠΕ περί καταγγελίας ή μη της υπόθεσης στην αστυνομία, δεν θα μπορούσε ποτέ να δεσμεύσει τον Γενικό [*665]Εισαγγελέα, ως προς την έγερση ποινικής υπόθεσης. Είναι αυτονόητο ότι σε κάθε υπόθεση που σχετίζεται με κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης και την υπεξαίρεση χρημάτων από οποιοδήποτε εργοδοτούμενο, οι ενέργειες του εργοδοτουμένου συνιστούν, με βάση το γενικότερο δίκαιο, πράξεις που μπορούν να καταταχθούν είτε σε αδίκημα κατά το ποινικό δίκαιο είτε σε αστική διαφορά. Η ίδια πράξη μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα της ενδεχόμενης τιμωρίας του παρανομούντος από την πολιτεία, η οποία ενδιαφέρεται να τηρείται γενικότερα ο νόμος και να τιμωρείται ο ένοχος, αλλά και υπό το πρίσμα της αναζήτησης από τον εργοδότη της επιστροφής του απωλεσθέντος ποσού, μέσα από αστικές διαδικασίες.  Από μόνη της η πρόθεση της ΣΠΕ να μην καταγγείλει στην αστυνομία την υπόθεση, σε περίπτωση διευθέτησης του ποσού, δεν αλλοιώνει την τυχόν ποινική ευθύνη του εφεσείοντος, η οποία διατηρεί τη δική της αυτόνομη υπόσταση. Σημειώνεται ότι υπήρξε πρωτοβουλία από μέρους του εφεσείοντος και των εγγυητών του, όπως αυτή εκδηλώθηκε μέσα από την επιστολή του συνηγόρου του ημερ. 7.11.05, Τεκμ. «31», για φιλικό διακανονισμό. Η όποια παράταση χρόνου ή ανέχεια από την Επιτροπή ως προς την μη άμεση γνωστοποίηση της υπόθεσης στην αστυνομία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται εκ των υστέρων εναντίον της στις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης. Ούτε και η τυχόν πρόθεση μη καταγγελίας ισοδυναμεί με εναπόθεση της προώθησης μιας ποινικής υπόθεσης στα χέρια των ιδιωτών παραπονούμενων, εφόσον πάντοτε, ακόμη και στα σοβαρότερα των εγκλημάτων, η διερεύνηση από την αστυνομία έχει έναυσμα την προς τούτο καταγγελία, εκτός βέβαια όπου η διάπραξη του εγκλήματος είναι οφθαλμοφανής.

Στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, έχει αναλυθεί η έννοια της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας όταν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα. Είχε εκεί αποφασιστεί, κατά πλειοψηφία, από την Πλήρη Ολομέλεια, ότι δεν πετυχαίνουν οι σκοποί του δικαίου με το να μένει ατιμώρητος ο παραβάτης, επειδή έχει ληφθεί απόφαση υπέρ του παραπονουμένου για το οφειλόμενο από τον παραβάτη ποσό.  Στην υπόθεση εκείνη καταγράφηκε ρητά με αναφορά και στην Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363, ότι το ελατήριο του παθόντος να καταγγείλει ή μη μια υπόθεση δεν σχετίζεται με το ταυτόχρονο δικαίωμα του να προβεί σε δίωξη.  Και περαιτέρω, ότι η τυχόν επιδιωκόμενη τιμωρία και ο φόβος που ενυπάρχει στο ενδεχόμενο της, συνυφασμένος με τη σωφρονιστική πολιτική του ποινικού δικαίου, δεν συνιστά κατάχρηση όταν υπάρχει ή προωθείται παράλληλα και  αστική διαδικασία είσπραξης του ποσού.

[*666]Να σημειωθεί ότι ο λόγος της Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (ανωτέρω), ως προς το στίγμα του τι συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δόθηκε σε υπόθεση που αφορούσε ιδιωτική ποινική δίωξη, όπου ενδεχομένως το κίνητρο του ιδιώτη κατήγορου είναι πλέον δυσδιάκριτο από την ταυτόχρονη επιδίωξη είσπραξης του λαβείν του. Σε υποθέσεις όμως όπου η ποινική δίωξη άρχεται από τον Γενικό Εισαγγελέα, είτε ως νομική υπηρεσία, είτε μέσω της αστυνομίας, ο σκοπός είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτος, στοχεύοντας στην τιμωρία του δράστη, άσχετα από την οποιαδήποτε παράλληλη προσπάθεια εξώδικης αποπληρωμής του ποσού, όπως στην παρούσα υπόθεση. Είναι γι’ αυτό το λόγο που η αποπληρωμή του απωλεσθέντος ποσού από τον κατηγορούμενο, δύναται να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγων στην επιβολή της ποινής, αλλά δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ότι εξουδετερώνει την ποινική πτυχή της παράνομης δράσης του ή ότι η είσπραξη του ποσού αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας σε βαθμό που να επιβάλλεται η επέμβαση του Δικαστηρίου, για απόρριψη της υπόθεσης με τη χρήση της σύμφυτης εξουσίας του.

(v) Η έφεση κατά της ποινής

Δεν έγινε ιδιαίτερος λόγος κατά την έφεση για την ποινή από τον κ. Κλεοβούλου, παρά μόνο λέχθηκε ότι δεν θα έπρεπε να είχαν επιβληθεί χωριστές ποινές στις 2η και 13η κατηγορίες εφόσον αυτές ήταν απόρροια  της καταδίκης του στην 1η κατηγορία. Από την άλλη στο διάγραμμα του ο κ. Κλεοβούλου εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν στάθμισε ορθά τους παράγοντες για να αναστείλει την ποινή φυλάκισης και δεν έλαβε επαρκώς υπόψη του το περιεχόμενο της έκθεσης της ψυχολόγου.

Όπως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε εκτενή νομολογία, τα αδικήματα της φύσης αυτής είναι ιδιαιτέρως σοβαρά επειδή σχετίζονται με την κατάχρηση της εμπιστοσύνης που εναποθέτει ένας εργοδότης σε εργοδοτούμενο πρόσωπο. Γι’ αυτό  και προνοούνται ποινές φυλάκισης μέχρι 10 έτη, 7 έτη και 14 έτη στις αντίστοιχες τρεις κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε ο εφεσείων. Έχοντας διεξέλθει με προσοχή το σκεπτικό της ποινής, διακρίνεται μια ισορροπημένη και δίκαιη αντιμετώπιση του εφεσείοντος, οι δε ποινές που έχουν επιβληθεί επικυρώνονται ως ορθές, έχοντας υπόψη το ανώτατο όριο που προνοείται σε κάθε μια από τις κατηγορίες αλλά και τις προσωπικές συνθήκες αυτού περιλαμβανομένων και των ψυχολογικών προβλημάτων του, όπως αποκρυσταλλώθηκαν στη σχετική έκθεση η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Φανερώνεται ότι το Δικαστήριο απο[*667]φασίζοντας για το ύψος της ποινής έλαβε υπόψη, όχι μόνο λεκτικά, αλλά και ουσιαστικά, τις προσωπικές συνθήκες και τα ψυχολογικά προβλήματα του εφεσείοντος, έχοντας ταυτόχρονα επίγνωση και του γεγονότος ότι η ποινή που θα επιβαλλόταν απείχε κατά τρία σχεδόν έτη  από την εγκληματική συμπεριφορά του. Ως προς το στοιχείο της καθυστέρησης, υιοθετούνται εν προκειμένω τα όσα λέχθηκαν για τη δυσκολία ανίχνευσης αυτού του είδους των εγκληματικών πράξεων που έχουν σχέση με οικονομικές συναλλαγές, στην απόφαση στις ποινικές εφέσεις Ανδρονίκου κ.ά. (πιο πάνω). Έχει γίνει αναφορά στη μαρτυρία ιδιαίτερα του Νικολάου αλλά και του Π”Αχιλλέως ως προς το χρονοβόρο της συμπλήρωσης των στοιχείων που παρέλειψε εντελώς ο εφεσείων να συμπληρώσει κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του, αλλά και ως προς τον έλεγχο που χρειάστηκε να γίνει από την ελεγκτική υπηρεσία του Συνεργατισμού. Σε αυτού του είδους τις υποθέσεις η τυχόν χρονική καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης θα πρέπει να αντικρύζεται με ελαστικότητα και υπό το πρίσμα των εγγενών δυσκολιών της. Άλλωστε, όπως και εδώ, η καθυστέρηση προσμέτρησε υπέρ του εφεσείοντος με την επιβολή σε αυτόν ποινών που ήταν μάλλον επιεικείς. Ορθά επίσης επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές και ορθά δεν ανεστάλησαν.

(vi) Γενικότερα σχόλια

Πριν την κατάληξη, θα ήταν χρήσιμο να λεχθούν τα εξής υπό τύπο γενικότερης καθοδήγησης. Η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται βεβαίως στον ίδιο τον Δικαστή. Χρήσιμο όμως είναι αυτή να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς. Η σύσμειξη των πιο πάνω και η κατά ασυνεχή τρόπο ανάμεικτη αντιπαραβολή των θέσεων των μαρτύρων κατηγορίας με αυτών της υπεράσπισης, υπό το φως της εξέτασης των επί μέρους συστατικών στοιχείων των διαφόρων αδικημάτων δεν είναι η πλέον πρόσφορη. Βοηθητικό επίσης σε κάθε περίπτωση είναι η πρώτη αναφορά στο όνομα ενός μάρτυρα να συνοδεύεται και από την ιδιότητα και το ρόλο του στην υπόθεση, προς ευκολότερη  παρακολούθηση των γεγονότων.

Ως αποτέλεσμα η έφεση τόσο εναντίον της  καταδίκης, όσο και εναντίον της ποινής απορρίπτεται.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Δεν θα υπεισέλθω στην ουσία της υπόθεσης εφόσον φρονώ, αποκλίνοντας από την απόφαση των αδελφών μου Δικαστών επ’ αυτού, ότι η έφεση πρέπει να γίνει [*668]δεκτή ως προς το λόγο που αφορά την κατάχρηση της διαδικασίας.  Την ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή δεν απασχόλησε το θέμα αυτό ιδιαιτέρως αφού θεώρησε ότι δεν υπήρχε ενώπιον της μαρτυρία για παράλληλη διαδικασία (προφανώς αστική), που δεν ήταν βεβαίως το θέμα, ο δε ισχυρισμός για εκβιαστική χρήση της ποινικής διαδικασίας για να υποχρεωθεί ο Εφεσείων να αποζημιώσει τη Σ.Π.Ε. ήταν αόριστος.

Η δική μου αντίληψη είναι διαφορετική. Προκύπτει από τη μαρτυρία ότι η Σ.Π.Ε., από τον Απρίλιο του 2004 που αντελήφθη το πρόβλημα και αντικατέστησε τον Εφεσείοντα με άλλο γραμματέα, δεν κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία παρά μόνο το Δεκέμβριο του 2005. Μεσολάβησε ο δικός της έλεγχος από το νέο γραμματέα, στη βάση του οποίου και διαπίστωσε έλλειμμα το οποίο απέδωσε σε δόλιες ενέργειες του Εφεσείοντα.  Και τότε όμως, ενώ ο έλεγχος είχε συμπληρωθεί περί τα τέλη του 2004 ή τις αρχές του 2005, και πάλι η υπόθεση δεν κατεγγέλθη παρά μόνο η Σ.Π.Ε. επεδίωξε να αποζημιωθεί από τους γονείς του Εφεσείοντα ώστε να μην καταγγείλει την υπόθεση. Έγιναν συναντήσεις και συζητήθηκε ειδικά η δυνατότητα πώλησης κτήματος ανήκοντος στον πατέρα του Εφεσείοντα. Η Σ.Π.Ε. έθεσε και προθεσμία μέχρι τέλος Νοεμβρίου 2005 προς διευθέτηση του θέματος για να μην καταγγελθεί η υπόθεση, και μάλιστα με σχετική επιστολή, και την κατήγγειλε μετά τη λήξη της προθεσμίας εφ’ όσον η αποζημίωση της δεν είχε διευθετηθεί.

Με αυτό το υπόβαθρο, έχω τη γνώμη ότι υπήρξε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας όπως εισηγείται ο Εφεσείων.  Η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, στην οποία ανασκοπήθηκε η νομολογία και επαναδιατυπώθησαν οι αρχές επί του θέματος, ουδόλως εμποδίζει την κατάληξη αυτή. Η απόφαση της πλειοψηφίας (και ασχέτως του ότι συνεχίζω να διατηρώ την άποψη της μειοψηφίας στην οποία μετείχα) δεν εκφεύγει των ορίων της αρχής ότι αυτή καθ΄αυτή η παράλληλη προώθηση ποινικής και αστικής υπόθεσης δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, και δεν ανατρέπει παρά αναγνωρίζει τη γενική αρχή, έστω και με φειδώ εφαρμοζόμενη, ότι η προσφυγή στη δικαστική διαδικασία είναι καταχρηστική όταν γίνεται με σκοπό την καταπίεση ή τον εκβιασμό ή γενικώς ενέχει το στοιχείο της αδικίας. Υπήρχε δε στην Χαραλαμπίδης διαφορετική έμφαση στα γεγονότα μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας.

Η αντίληψη μου της σημασίας των γεγονότων στην προκειμένη [*669]υπόθεση δεν μου αφήνει περιθώρια να αμφιβάλλω ότι η ποινική διαδικασία χρησιμοποιήθηκε ως πίεση προς διευθέτηση της απαίτησης της Σ.Π.Ε., έστω και αν τόσο ο Εφεσείων όσο και οι γονείς του ως εγγυητές είχαν και οι ίδιοι συμφέρον να μην καταγγελθεί η υπόθεση και συνεργάσθησαν προς διευθέτησή της. Η όλη συμπεριφορά της Σ.Π.Ε. καταδείκνυε ότι ουδόλως την ενδιέφερε η ποινική δίωξη εφ’ όσον η ιδία αποζημιώνετο για τη ζημιά της. Η επιστολή μάλιστα που απέστειλε θέτοντας και τελευταία προθεσμία προς διευθέτηση ώστε η υπόθεση να μην καταγγέλλετο επεσφράγιζε την αντίληψη της των πραγμάτων. Η πίεση της ποινικής υπόθεσης ενήργησε έτσι προς το σκοπό εξασφάλισης αποζημίωσης από τον Εφεσείοντα και η τελική καταγγελία δεν ήταν γνήσια και πρόθυμη εκτέλεση κοινωνικού καθήκοντος. Η ποινική διαδικασία όμως έχει συγκεκριμένο σκοπό να επιτελέσει πέραν των ιδιωτικών συμφερόντων και όχι κατ’ επιλογή. Και η αρχή της κατάχρησης της διαδικασίας μπορεί να διαπλάθει και να συντηρεί ήθη και συμπεριφορά υψηλού επιπέδου των πολιτών.

Για τους λόγους αυτούς λοιπόν θα επέτρεπα την έφεση.

H έφεση απορρίπτεται

κατά πλειοψηφία.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο