(2008) 2 ΑΑΔ 699
[*699]4 Νοεμβρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
1. BUTUCARU RARES,
2. VASILE DANIEL DOBRE,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 49/2008)
Ποινή∑― Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Κλοπή ― Κατοχή παραχαραγμένων νομισμάτων ― Εφεσείοντες, χρησιμοποίησαν 18 πλαστές πιστωτικές κάρτες σε αυτόματες ταμιακές μηχανές διαφόρων τραπεζών, κλέπτοντας το συνολικό ποσό των €2.250 ― Συνεργασία με την Αστυνομία ― Παραδοχή στο Δικαστήριο ― Προσχεδιασμός αδικημάτων ― Επιστροφή κλαπέντος ποσού ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης τριών, δύο και τριών ετών, αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία ― Η ποινή των τριών ετών φυλάκισης στις κατηγορίες που αφορούν κυκλοφορία πλαστής κάρτας επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Οι άλλες δύο ποινές κρίθηκαν υπερβολικές σε συνάρτηση με το ανώτατο όριο το οποίο προβλέπεται στο νόμο, και μειώθηκαν κατ’ έφεση σε ένα έτος και δύο έτη αντιστοίχως.
Πιστωτικές κάρτες ― Περιλαμβάνονται στα έγγραφα τα οποία αφορούν οι κατηγορίες της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, αφού έχουν καταστεί το κατ’ εξοχήν μέσο συναλλαγής στη σύγχρονη κοινωνία ― Η κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών αποτελεί απειλή προς την ασφάλεια του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού τρόπου ζωής και πρέπει να τιμωρείται με αποτρεπτική ποινή εν όψει της έξαρσης διάπραξης του αδικήματος.
Οι εφεσείοντες είναι άτομα νεαρής ηλικίας καταγόμενα από τη Ρουμανία. Τα αδικήματα στα οποία αυτοί κρίθηκαν ένοχοι διαπράχθηκαν μέσα σε τέσσερις μέρες από την άφιξή τους στην Κύπρο από τη Ρουμανία. Αυτοί εντοπίσθησαν και συνελήφθησαν ουσιαστικά επ’ αυτοφόρω στη 19η προσπάθειά τους και αντιμετώπισαν 18 κατηγο[*700]ρίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και 14 κατηγορίες για κλοπή. Ο εφεσείων 1 αντιμετώπισε και κατηγορία κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος αφού βρέθηκαν στην κατοχή του 10 παραχαραγμένα χαρτονομίσματα των 100 ευρώ. Εξ αρχής παραδέχθησαν την εμπλοκή τους και συνεργάσθησαν με την αστυνομία, παραδεχόμενοι ενοχή και ενώπιον του Δικαστηρίου. Επέστρεψαν επίσης το ποσό που είχαν αποκομίσει από την παράνομη δραστηριότητά τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπ’ όψιν το νεαρό της ηλικίας των εφεσειόντων, τη στάση τους μετά τη σύλληψή τους και τη μη αναφορά σε προηγούμενες καταδίκες τους, τους επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών στις κατηγορίες που αφορούσαν κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δύο ετών στις κατηγορίες που αφορούσαν κλοπή και τριών ετών στην κατηγορία που αφορούσε κατοχή παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν τις επιβληθείσες ποινές ως έκδηλα υπερβολικές, επισημαίνοντας ιδιαιτέρως ότι αυτές υπερβαίνουν τα όρια τα οποία καθιερώθηκαν στη νομολογία σε περιπτώσεις κυκλοφορίας πλαστών πιστωτικών καρτών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου καθ’ όσον αφορά την επιβληθείσα ποινή στις κατηγορίες που αφορούν την κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών, αφού αυτές έχουν καταστεί το κατ’ εξοχήν μέσο συναλλαγής στη σύγχρονη κοινωνία, ώστε η ασφάλεια των συναλλαγών με αυτές να καθιστάται πρωταρχική ανάγκη για διασφάλιση της νομιμότητας των εμπορικών ηθών. Δικαίως λοιπόν η σοβαρότητα αδικημάτων που αφορούν την κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών πρέπει να συνάδει με την καθοδηγητική πρόνοια της ανώτατης ποινής φυλάκισης των 14 ετών που προβλέπεται στο νόμο για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου.
2. Η κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών είναι εξ ίσου σοβαρή με την κυκλοφορία άλλων πλαστών εγγράφων όπως επιταγές.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά άντλησε καθοδήγηση ως προς το ορθό μέτρο της ποινής και από τη νομολογία η οποία αφορά κυκλοφορία πλαστών εγγράφων γενικότερα και δεν περιορίστηκε στις πρόσφατες αποφάσεις Επαρχιακών Δικαστηρίων που αφορούν κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών στις οποίες παρέπεμψαν οι εφεσείοντες.
[*701]4. Οι ποινές των δύο ετών στις κατηγορίες της κλοπής και των τριών ετών στην κατηγορία της κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος κρίνονται υπερβολικές σε συνάρτηση με το ανώτατο όριο το οποίο προβλέπεται στο νόμο. Αυτές μειώνονται σε ένα έτος και δύο έτη αντιστοίχως, αν και η μείωση τους στερείται οποιασδήποτε πρακτικής σημασίας.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Φιλίππου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 629/08), ημερομηνίας 29/2/08.
Ν. Πιριλίδης με Α. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Οι Εφεσείοντες, αφού αφίχθησαν την 9.1.2008 στην Κύπρο από τη Ρουμανία, από όπου κατάγονται, μέσα σε τέσσερις μέρες χρησιμοποίησαν 18 πλαστές πιστωτικές κάρτες σε ΑΤΜ (αυτόματες ταμιακές μηχανές) διαφόρων τραπεζών στη Λεμεσό και στη Λάρνακα, κλέπτοντας το συνολικό ποσό των €2250. Εντοπίσθησαν και συνελήφθησαν ουσιαστικά επ’ αυτοφόρω στη 19η προσπάθειά τους και αντιμετώπισαν 18 κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και 14 κατηγορίες για κλοπή. Ο Εφεσείων 1 αντιμετώπισε και κατηγορία κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος αφού βρέθηκαν στην κατοχή του 10 παραχαραγμένα χαρτονομίσματα των 100 ευρώ. Εξ αρχής παραδέχθησαν την εμπλοκή τους και συνεργάσθησαν με την αστυνομία, παραδεχόμενοι ενοχή και ενώπιον του Δικαστηρίου. Επέστρεψαν επίσης το ποσό που είχαν αποκομίσει από την παράνομη δραστηριότητά τους.
Η στάση αυτή των Εφεσειόντων μετά από τη σύλληψή τους, όπως και το νεαρό της ηλικίας τους και το γεγονός ότι δεν ανεφέρθησαν προηγούμενες καταδίκες τους, ελήφθησαν υπόψη από [*702]τον ευπαίδευτο Επαρχιακό Δικαστή ο οποίος επελήφθη της υπόθεσης κατά την επιμέτρηση της ποινής. Εν τούτοις, επεβλήθη ποινή τριών ετών στις κατηγορίες που αφορούσαν κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δύο ετών στις κατηγορίες που αφορούσαν κλοπή και τριών ετών στην κατηγορία που αφορούσε κατοχή παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων. Στο σκεπτικό του, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξέθεσε ορθά και ισορροπημένα τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής, θέτοντας βαρύνουσα σημασία στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής λόγω του καλά προσχεδιασμένου των αδικημάτων, της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τέτοιου είδους αδικημάτων και η οποία εξηγεί και δικαιολογεί την ανοδική πορεία των ποινών, και της σοβαρότητας των αδικημάτων ως υποσκάπτοντα την ασφάλεια των συναλλαγών.
Οι Εφεσείοντες, παραπονούμενοι ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι εκδήλως υπερβολικές, επισημαίνουν ιδιαιτέρως ότι αυτές είναι εκτός των ορίων που έχουν καθιερωθεί στη νομολογία σε περιπτώσεις κυκλοφορίας πλαστών πιστωτικών καρτών. Προς τούτο επιχειρηματολογούν ότι η κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών δεν μπορεί να εξισωθεί σε σοβαρότητα ούτε με την κατάρτιση πλαστών πιστωτικών καρτών ούτε με την κυκλοφορία άλλων πλαστών εγγράφων όπως οι επιταγές. Και ότι η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δεν μπορούσε να συσχετισθεί δεόντως με την προκειμένη περίπτωση, ενώ αγνοήθηκε άλλη νομολογία ως προς τις ποινές που επιβάλλονται τώρα σε περιπτώσεις αυτού του είδους στα Επαρχιακά Δικαστήρια και οι οποίες δεν υπερβαίνουν τους 18 μήνες. Υπήρξε ακόμα επιχειρηματολογία ότι εδόθη υπέρμετρη σημασία στο γεγονός της έξαρσης αδικημάτων αυτού του είδους, για την οποία εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε μαρτυρία, και ότι δεν ελήφθησαν δεόντως υπόψη οι προαναφερθέντες ελαφρυντικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα να επιδειχθεί υπέρμετρη αυστηρότητα ως προς τους Εφεσείοντες και άνιση μεταχείρισή τους σε σχέση με άλλους ομοίως αδικοπραγούντες.
Συναισθανόμενοι ότι η απόφασή μας θα συνιστά καθοδήγηση ως προς τα πλαίσια των ποινών σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, έχουμε δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης και τις προεκτάσεις τους. Η κατάληξή μας είναι ότι ουδόλως δικαιολογείται παρέμβασή μας με την επιβληθείσα ποινή στις κατηγορίες που αφορούν την κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών. Δεν είναι τυχαία που ο νομοθέτης προσφάτως περιέλαβε τις πιστωτικές κάρτες στα έγγραφα τα οποία αφορούν οι κα[*703]τηγορίες της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, αναγνωρίζοντας έτσι τις πραγματικότητες που έχουν επιφέρει οι τεχνολογικές εξελίξεις στις συναλλαγές της καθημερινής ζωής. Τοσούτο μάλλον αφού οι πιστωτικές κάρτες έχουν καταστεί το κατ’ εξοχήν μέσο συναλλαγής στη σύγχρονη κοινωνία, ώστε η ασφάλεια των συναλλαγών με αυτές να καθίσταται πρωταρχική ανάγκη για διασφάλιση της νομιμότητας των εμπορικών ηθών. Δικαίως λοιπόν η σοβαρότητα αδικημάτων που αφορούν την κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών πρέπει να συνάδει με την καθοδηγητική πρόνοια της ανώτατης ποινής φυλάκισης των 14 ετών που προβλέπεται στο νόμο για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου.
Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη των εφεσειόντων ότι η κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών δεν έχει τη σοβαρότητα και δεν μπορεί να εξισώνεται με την κυκλοφορία άλλων πλαστών εγγράφων όπως επιταγές. Απεναντίας, θεωρούμε ότι η κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών, ως εκ της ευχέρειας και της ευρύτητας ενδεχόμενης χρήσης, συνιστά σοβαρότερη απειλή προς την ασφάλεια του όλου χρηματοπιστωτικού τρόπου ζωής σήμερα. Όχι μόνο λοιπόν δεν ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή ως προς την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, αλλά και ορθώς ετόνισε την ιδιαίτερη ανάγκη τέτοιας ποινής εν όψει της έξαρσης των αδικημάτων αυτού του είδους, η οποία συνιστά ευρύτερη απειλή μέσα στους κόλπους του ιδίου του συστήματος των συναλλαγών. Καθοδήγηση λοιπόν ως προς το ορθό μέτρο της ποινής μπορούσε να αντληθεί και από τη νομολογία η οποία αφορά κυκλοφορία πλαστών εγγράφων γενικότερα, και σαφώς δεν θα έπρεπε να περιορισθεί στις πρόσφατες αποφάσεις Επαρχιακών Δικαστηρίων που αφορούν κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών στις οποίες και μας παρέπεμψαν οι Εφεσείοντες. Ασφαλώς δεν είναι επιθυμητή η ανομοιομορφία των ποινών σε ιδίου είδους υποθέσεις αναλόγως του Επαρχιακού Δικαστηρίου στο οποίο εκδικάζονται, θα πρέπει όμως να τονίσουμε απεριφράστως ότι οι ποινές που έχουν επιβληθεί στις αποφάσεις των Επαρχιακών Δικαστηρίων που μας έχουν αναφερθεί, και λαμβανομένων υπ’ όψη βεβαίως των ιδιαίτερων περιστατικών κάθε υπόθεσης, δεν αντανακλούν το ορθό μέτρο ποινής για υποθέσεις αυτού του είδους. Να τονίσουμε μάλιστα ότι ο περιορισμός στην ανώτατη ποινή που μπορεί να επιβληθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο σε πέντε χρόνια δεν καθιστά το όριο των πέντε ετών αντίστοιχο του ανωτάτου ορίου της ποινής που προβλέπεται στο νόμο και το οποίο εκφράζει την εγγενή σοβαρότητα του αδικήματος.
Πέραν των ως άνω, να παρατηρήσουμε ότι δεν συμμεριζόμεθα [*704]την εισήγηση των Εφεσειόντων ότι δεν εδόθη η δέουσα σημασία στους ελαφρυντικούς παράγοντες που ενεργούσαν προς όφελος τους. Μπορεί οι Εφεσείοντες να συνεργάσθησαν εξ αρχής και πλήρως με την αστυνομία και ακολούθως να παραδέχθησαν ενοχή ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν πρέπει όμως να λησμονείται ότι ουσιαστικά συνελήφθησαν επ’ αυτοφόρω. Και η επιστροφή του κλαπέντος ποσού είχε τη σημασία της, όμως δεν θα μπορούσε να ήταν κυρίαρχο στοιχείο ώστε να υπαγόρευε περαιτέρω επιείκεια στους Εφεσείοντες. Ούτε το σχετικά νεαρό της ηλικίας τους μπορούσε να είχε τέτοιο αποτέλεσμα. Η δική μας παρατήρηση μάλιστα είναι ότι λυπεί και ανησυχεί το γεγονός ότι νεαρά άτομα, με πλήρεις σωματικές και νοητικές δυνατότητες, αντί να απασχολούνται με τίμιο τρόπο, προσφεύγουν με συχνότητα στην οργανωμένη παρανομία για προσκομισμό εύκολου και γρήγορου κέρδους. Τέτοια συμπεριφορά ασφαλώς δεν πρέπει να ενθαρρύνεται έμμεσα με την επίδειξη υπέρμετρης επιείκειας.
Η συνολική κατάληξή μας είναι ότι επρόκειτο εδώ για μια καλά οργανωθείσα εκτός Κύπρου παράνομη δραστηριότητα, η πραγμάτωση της οποίας ήταν και ο μόνος λόγος άφιξης των Εφεσειόντων στην Κύπρο και η οποία ετέθη σε εφαρμογή αμέσως και συστηματικά, προσλαμβάνοντας ευρείες διαστάσεις μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή ήταν και η κυρίαρχη πτυχή της υπόθεσης και ορθώς της εδόθη ανάλογη σημασία στην επιμέτρηση της ποινής. Την ποινή των τριών ετών για τις κατηγορίες που αφορούν κυκλοφορία πλαστής κάρτας θεωρούμε λοιπόν δίκαιη και ισορροπημένη και η έφεση αποτυγχάνει ως προς αυτή.
Αν και δεν έχουν πρακτική σημασία, εφόσον οι ποινές συντρέχουν και οι υπόλοιπες ποινές δεν υπερβαίνουν τα τρία έτη, θεωρούμε ορθό να ασχοληθούμε με την έφεση και στην υπόλοιπή της έκταση ως προς τις άλλες δύο ποινές ως θέμα αρχής. Η άποψη μας είναι ότι η έφεση έχει έρεισμα ως προς αυτές, καθ’ όσον οι ποινές των δύο ετών στις κατηγορίες της κλοπής και των τριών ετών στην κατηγορία της κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος κρίνονται υπερβολικές σε συνάρτηση με το ανώτατο όριο το οποίο προβλέπεται στο νόμο. Στην περίπτωση της κλοπής το ανώτατο όριο είναι τα τρία έτη και στην περίπτωση της κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος το ανώτατο όριο είναι τα έξι έτη. Υπό αυτές τις συνθήκες τόσο η ποινή των δύο ετών στην πρώτη περίπτωση όσο και η ποινή των τριών ετών στη δεύτερη περίπτωση δεν αντανακλούν το ορθό μέτρο υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης και οι ποινές αυτές μειώνονται σε ένα έτος και δύο έτη αντιστοίχως, συνεχίζοντας βεβαίως να συντρέχουν όπως διετάχθη πρωτοδίκως.
[*705]Καταληκτικά, η έφεση απορρίπτεται ως προς τις επιβληθείσες ποινές στις κατηγορίες που αφορούν την κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών και γίνεται δεκτή ως προς τις επιβληθείσες ποινές στις κατηγορίες της κλοπής και της κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος, οι οποίες και μειώνονται από δύο έτη σε ένα έτος και από τρία έτη σε δύο έτη αντιστοίχως. Όλες οι ποινές συνεχίζουν να συντρέχουν.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο