Τρύφωνος Άθως ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 100

(2009) 2 ΑΑΔ 100

[*100]19 Φεβρουαρίου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΑΘΩΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 127/2007)

 

Δικαίωμα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να εκπροσωπείται από δικηγόρο της εκλογής του ― Διεξαγωγή μέρους της δίκης χωρίς την εκπροσώπησή του από δικηγόρο ― Κατά πόσο τα διαδραματισθέντα για όσο χρόνο ο κατηγορούμενος χειριζόταν αυτοπροσώπως την υπόθεσή του, οδήγησαν σε στέρηση του δικαιώματός του να τύχει δίκαιης δίκης.

Επανεκδίκαση ― Επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Εφετείου η οποία ασκείται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε κατηγορία για κλοπή υπό υπαλλήλου του ποσού των £100.859,89 κατά παράβαση του Άρθρου 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε, σε κατηγορία για ψευδή καταχώρηση σε βιβλίο με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση του Άρθρου 313(β) του Κεφ.154 και σε κατηγορία για συγκάλυψη κατά παράβαση σχετικών άρθρων του περί Συγκάλυψης Έρευνας, Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, (Ν.61(Ι)/96) όπως τροποποιήθηκε. Τιμωρήθηκε με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4, 3 και 4 ετών αντιστοίχως. Η παρούσα έφεση αφορά την καταδίκη του. Πρώτος στη σειρά λόγος έφεσης είναι ο λόγος που άπτεται της εισήγησης ότι η δίκη δεν ήταν δίκαιη. Για τον λόγο ότι μέρος της δίκης, διεξάχθηκε χωρίς την εκπροσώπηση του εφεσείοντος από δικηγόρο, κατά παράβαση των Άρθρων 12.5 και 30.3.(δ) του Συντάγματος.

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης, ο εφεσείων εμφανίστηκε κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσης στις 14.11.06 εκπροσωπούμενος από δικηγόρο. Αρνήθηκε ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση για τις 5.3.07. Στις 26.2.07, με δική του πρωτοβου[*101]λία, το Κακουργιοδικείο κάλεσε ενώπιόν του τα μέρη για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο να ζητήσει να αποσυρθεί ο δικηγόρος του εφεσείοντος, όπως είχε συμβεί σε σχέση με άλλες υποθέσεις που ο ίδιος χειριζόταν. Επιβεβαιώθηκε το γεγονός και ο δικηγόρος του εφεσείοντος αποσύρθηκε, για να παραμείνει όμως ορισμένη η ακρόαση στις 5.3.07. Την ημέρα εκείνη ο εφεσείων παρουσιάστηκε χωρίς δικηγόρο και ζήτησε αναβολή. Το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το αίτημα και όρισε την υπόθεση και πάλιν κατ’ ευθείαν για ακρόαση στις 15.3.07, προειδοποιώντας τον εφεσείοντα να είναι έτοιμος για να αρχίσει η υπόθεση την ημέρα εκείνη. Στις 15.3.07 ο εφεσείων υπέβαλε νέο αίτημα για αναβολή αφού δεν βρήκε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημα και η υπόθεση άρχισε με την κλήση των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής. Η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 21.3.07 μετά από αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής και η ακρόαση συνεχίστηκε με την κατάθεση τριών ακόμα μαρτύρων κατηγορίας. Εκείνη την ημέρα ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε πλέον από δικηγόρο. Στις 29.3.07 συμπληρώθηκε η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή. Η υπόθεση αναβλήθηκε εκ νέου για τις 2.5.07 για να μπορέσει ο εφεσείων να καλέσει του μάρτυρες υπεράσπισης.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος αμφισβήτησε το εύλογο των χειρισμών του Κακουργιοδικείου και την ορθότητα της απόφασής του να μην εγκρίνει το αίτημα του εφεσείοντος για αναβολή ώστε να μπορέσει να διορίσει δικηγόρο. Συνακολούθως, ήγειρε θέμα ως προς το κατά πόσο, ούτως ή άλλως, τα διαδραματισθέντα για όσο χρόνο ο εφεσείων χειριζόταν την υπόθεσή του αυτοπροσώπως, μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχαν τέτοια επίδραση στην έκβαση της δίκης, ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί πως η δίκη δεν ήταν δίκαιη. Η εφεσίβλητη υποστήριξε επ’ αυτού, πως ήταν μόνο τυπικής σημασίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Εξετάζοντας τα δεδομένα και τις εισηγήσεις των δύο πλευρών, διαπιστώνεται ότι είναι διάχυτη η προσπάθεια του Κακουργιοδικείου να διασφαλίσει την εκδίκαση της υπόθεσης στο πλαίσιο του προγραμματισμού που έγινε, η ανατροπή του οποίου προφανώς επηρέαζε ευρύτερα. Αυτό όμως έγινε κατά τρόπο δυσανάλογο ενόψει της αντίστοιχης αρχής ότι θα έπρεπε ταυτόχρονα να διασφαλιστεί και το δικαίωμα του εφεσείοντος να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Η απαίτηση για επαρκή χρόνο είναι συνακόλουθη προς εκείνη για εκδίκαση μέσα σε εύλογο χρόνο, ενόψει του Άρθρου 6(3)(β) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Όπως η εκδίκαση δεν πρέπει να παρατείνεται αδικαιολόγητα και η έναρξη της ακρόασης δεν πρέπει να αρχίζει πριν η υπεράσπιση [*102]είναι ευλόγως έτοιμη.

2.  Δεδομένης της σοβαρότητας της υπόθεσης, του μεγάλου αριθμού των μαρτύρων κατηγορίας και του όγκου των τεκμηρίων, το χρονικό διάστημα από τις 26.2.07 μέχρι τις 15.3.07 που δόθηκε στον εφεσείοντα για να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες δικηγόρου ο οποίος και θα ήταν έτοιμος για την ακρόαση δεν ήταν εύλογος, ενόψει και της παρεμβολής της 5ης.3.07.

3.  Η θέση ότι όσα έγιναν ενώ ο εφεσείων χειριζόταν αυτοπροσώπως την υπόθεσή του, ήταν, εν τέλει χωρίς σημασία, δεν είναι καθόλου ορθή. Ούτε και είναι δυνατό να αποσυνδεθούν τα αρχικά από όσα ακολούθησαν, και τελικά, από την καταδίκη, με αποτέλεσμα η δίκη του εφεσείοντος να μην ήταν δίκαιη.

4.  Το γεγονός ότι ο εφεσείων εξέτισε ήδη σημαντικό μέρος της ποινής του δεν αποτελεί παράγοντα τέτοιας αποφασιστικής σημασίας ώστε, από μόνος του, να δικαιολογεί τη μη επανεκδίκαση. Το γεγονός αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την επανεκδίκαση ως παράγων σε σχέση με την ποινή που θα επιβληθεί στην περίπτωση που η επανεκδίκαση θα απέληγε σε καταδίκη. Γνώμονας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Οι παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο δεν επιδέχονται προκαθορισμό αλλά η σοβαρότητα της υπόθεσης, η πολυπλοκότητα της, ο χρόνος που παρήλθε αλλά και εκείνος που υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί για την επανεκδίκαση όπως και τα έξοδα γι’ αυτή, η δύναμη της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής όπως, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να αποτιμηθεί και ο λόγος ακύρωσης της καταδίκης, είναι παράγοντες σχετικοί.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Fourri a.o. v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,

Pierides v. Republic (1971) 2 C.L.R. 263,

Ekdotiki Eteria Kosmos v. Police (1984) 2 C.L.R. 121,

Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,

[*103]Ττουλιάς v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,

Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,

Κακόψητος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200,

Σωτηριάδης κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482,

Σιάτης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 551,

Γενικός Εισαγγελέας v. Αριστοτέλους (1992) 2 Α.Α.Δ. 356,

Lanitis Bros Ltd v. Ιατρικών Υπηρεσιών (1995) 2 Α.Α.Δ. 266,

Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Πάφου (Mιχαηλίδου, Π.E.Δ., Mαλαχτός, A.E.Δ., Λιμνατίτου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 13849/06), ημερομηνίας 1/6/07.

Α. Λ. Αλεξάνδρου, για τον Eφεσείοντα.

Ν. Κέκκος, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα για κλοπή υπό υπαλλήλου του ποσού των £100.859,89 (το κατηγορητήριο όπως τροποποιήθηκε αφορούσε σε £103.598,34) κατά παράβαση του Άρθρου 268 του Ποινικού Κώδικα, (Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε), για ψευδή καταχώρηση σε βιβλίο με σκοπό την καταδολίευση κατά παράβαση του Άρθρου 313(β) επίσης του Ποινικού Κώδικα και για συγκάλυψη, κατά παράβαση σχετικών άρθρων του περί Συγκάλυψης Έρευνας, Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, (Ν. 61(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε) και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4, 3 και 4 ετών αντιστοίχως. Η έφεση αφορά στην καταδίκη.

[*104]Διατυπώθηκε αριθμός λόγων έφεσης σε σχέση με το κατηγορητήριο, την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την κρίση πως αυτή στοιχειοθετούσε τα αδικήματα. Πρώτος, όμως, στη σειρά, είναι ο λόγος έφεσης που άπτεται της εισήγησης ότι η δίκη δεν ήταν δίκαιη. Στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται το γεγονός πως, μέρος της δίκης, διεξάχθηκε χωρίς ο εφεσείων να εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπως υποστηρίζεται, κατά παράβαση των Άρθρων 12.5 και 30.3.(δ) του Συντάγματος. Παρεμφερώς πως, για όσο ο εφεσείων υποχρεώθηκε να χειρίζεται αυτοπροσώπως την υπόθεση, έγιναν παρεμβάσεις και του υποβλήθηκαν ερωτήσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις ως εάν να έδιδε μαρτυρία και αντεξεταζόταν και, πάντως, με αποτέλεσμα να εξωθηθεί από εκείνο το στάδιο στην, κατά τρόπο θετικό, αποκάλυψη υπερασπιστικής γραμμής που δέσμευε πλέον για τη συνέχεια.

Με σαφές το συνταγματικό δικαίωμα, δεν συζητήθηκαν ιδιαίτερα νομικά σημεία. Η αντιγνωμία αφορά στο εύλογο των χειρισμών του Κακουργιοδικείου και στην ορθότητα της απόφασης  του να μην εγκρίνει το αίτημα του εφεσείοντα για αναβολή ώστε να μπορέσει να διορίσει δικηγόρο. Συνακολούθως, στο κατά πόσο, ούτως ή άλλως, τα διατρέξαντα για όσο χρόνο ο εφεσείων χειριζόταν την υπόθεσή του αυτοπροσώπως, μπορεί να θεωρηθεί ότι είχαν επίδραση τέτοια, στο τέλος, ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί πως η δίκη δεν ήταν δίκαιη. Ήταν επ’ αυτού η θέση της εφεσίβλητης πως ήταν μόνο τυπικής σημασίας, όπως και το Κακουργιοδικείο, σε κάποιο στάδιο, κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, παρατήρησε.

Να δούμε, επομένως, τα αδιαμφισβήτητα επί του προκειμένου όπως αυτά καταγράφονται στα πρακτικά. Η υπόθεση καταχωρίστηκε στις 20.10.06 και ορίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τις 14.11.06. Ο εφεσείων εμφανίστηκε εκπροσωπούμενος από δικηγόρο, αρνήθηκε ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση για τις 5.3.07. Στις 26.2.07, με δική του πρωτοβουλία, το Κακουργιοδικείο κάλεσε ενώπιόν του τα μέρη. Όπως εξηγήθηκε, για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο να ζητήσει να αποσυρθεί ο δικηγόρος του εφεσείοντα, όπως είχε συμβεί σε σχέση με άλλες υποθέσεις που ο ίδιος χειριζόταν. Επιβεβαιώθηκε το γεγονός και ο δικηγόρος του εφεσείοντα αποσύρθηκε, για να παραμείνει όμως ορισμένη η ακρόαση στις 5.3.07.

Στις 5.3.07 ο εφεσείων παρουσιάστηκε χωρίς δικηγόρο και ζήτησε αναβολή. Όπως ανέφερε, τρεις δικηγόροι στους οποίους αποτάθηκε, τους οποίους κατονόμασε, λόγω φόρτου εργασίας δεν μπορούσαν να αναλάβουν την υπόθεσή του. Το Κακουργιοδικείο [*105]διερεύνησε με ερωτήσεις το ζήτημα. Γιατί άφηνε μια ή δυο μέρες μέχρι να κάμει την επόμενη επαφή με δικηγόρο. Γιατί απευθύνθηκε και σε δικηγόρο από τη Λευκωσία και όχι από τη Λεμεσό που ήταν πιο κοντά στην Πάφο. Και όταν ο εφεσείων εξήγησε πως αυτά δεν εξαρτώντο από τον ίδιο και πως επισκεπτόταν τους δικηγόρους την ημέρα που το γραφείο τους του όριζε ραντεβού, γιατί δεν ζητούσε κάποια κατ’ αρχήν απάντηση τηλεφωνικώς ώστε να μη χάνεται χρόνος. Πράγμα αδύνατο κατά τον εφεσείοντα αφού, όπως ανέφερε, ήταν η γραμματέας των δικηγόρων που του καθόριζε την ημερομηνία. Το Κακουργιοδικείο ενέκρινε το αίτημα και, όπως ανέφερε στον εφεσείοντα, «σου δίνουμε περισσότερες μέρες από ό,τι θα δίναμε κανονικά επειδή βλέπουμε ότι προσπαθείς να βρεις δικηγόρο». Όρισε την υπόθεση και πάλιν κατ’ ευθείαν για ακρόαση στις 15.3.07, προειδοποιώντας τον εφεσείοντα «ότι εκείνη την ημέρα θα διορίσεις δικηγόρο και να είσαι έτοιμος να ξεκινήσουμε την υπόθεση».

Στις 15.3.07 ο εφεσείων υπέβαλε νέο αίτημα για αναβολή. Επισκέφθηκε τρεις δικηγόρους τους οποίους κατονόμασε, αλλά κανένας από αυτούς δεν μπορούσε «αυτή τη στιγμή» να αναλάβει την υπόθεση. Είχαν άλλες υποχρεώσεις και δεν τους ήταν δυνατό να εμφανιστούν μέσα σε μια βδομάδα. Η αντίδραση του Κακουργιοδικείου ήταν αρνητική. Ο χρόνος από τις 26.2.07 μέχρι τις 15.3.07 ήταν αρκετός και το αίτημα για αναβολή ήταν εντελώς αόριστο αφού δεν προσδιορίστηκε το κατά πόσο κάποιος δικηγόρος θα ήταν σε θέση να αναλάβει την υπόθεση «αν δοθεί κάποιος εύλογος χρόνος». Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά.

«Πιστεύουμε ότι από τις 26.2.07 μέχρι 15.3.07 είχες πάρα πολύ χρόνο στη διάθεσή σου για να βρεις δικηγόρο. Το αίτημα για αναβολή είναι εντελώς αόριστο. Δεν έχει προσδιορισθεί ότι αν δοθεί κάποιος εύλογος χρόνος, κάποιος δικηγόρος θα ήταν σε θέση να αναλάβει την υπόθεση του κατηγορουμένου. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εκπροσωπείται από δικηγόρο είναι σεβαστό και κατοχυρωμένο από το σύνταγμα. Το δικαίωμα αυτό διασφαλίστηκε από το Δικαστήριο και μάλιστα με κάθε δυνατή χαλαρότητα. Το Κακουργιοδικείο έχει ενώπιον του πολλές υποθέσεις που αναμένουν να εκδικαστούν και μάλιστα με κατηγορούμενους που τελούν υπό κράτηση. Δεν μπορεί να κατασπαταλείται άλλος χρόνος από αυτόν που έχει ήδη χαθεί.  Το αίτημα απορρίπτεται.»

Το επόμενο ήταν η δήλωση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής πως θα καλούσε τον πρώτο μάρτυρα. Οπότε παρενέβαλε ο [*106]εφεσείων τη δήλωση πως «δεν είμαι νομικός δεν γνωρίζω πώς γίνεται». Το Κακουργιοδικείο του υπενθύμισε «έχουμε πει τη θέση μας», ο εφεσείων επανέλαβε «δεν γνωρίζω πώς θα αντεξετάσω, δεν γίνεται, δεν μπορώ να το κάμω» και το Κακουργιοδικείο τερμάτισε τη συζήτηση. Όπως είπε στον εφεσείοντα, «έχει τελειώσει το θέμα κατηγορούμενε».

Κλήθηκε ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας. Ήταν αστυφύλακας και θα κατατίθετο κατ’ αρχάς η γραπτή του κατάθεση. Αφού δόθηκε οδηγία να διαβαστεί κιόλας επειδή ο εφεσείων δεν είχε δικηγόρο,  του υποβλήθηκε και η ερώτηση «ο φάκελος πού είναι;», υποθέτουμε ο δικός του φάκελος, για την υπόθεση. Η απάντηση ήταν «είναι στην Έλενα», εκλαμβάνουμε τη μια από τους δικηγόρους στους οποίους είχε αποταθεί. Το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με την παράδοση στον εφεσείοντα αντιγράφου της κατάθεσης του μάρτυρα και, χωρίς διακοπή, προχώρησε η ακροαματική διαδικασία.  Κατατέθηκε και διαβάστηκε η κατάθεση του μάρτυρα και το Κακουργιοδικείο συνόψισε ό,τι φαινόταν να ήταν η ουσία της. Είχαν εξηγηθεί τα δικαιώματα του εφεσείοντα και, κατά το μάρτυρα, αυτός του δήλωσε «επήρα κάποια λεφτά». Ο εφεσείων απάντησε «δεν είμαι νομικός να γνωρίζω» και το Κακουργιοδικείο του επισήμανε «δεν είναι νομικό το θέμα, εδώ κάποιος λέει ότι πήγε να σε συλλάβει και εσύ είπες ‘επήρα κάποια λεφτά’». Για να ακολουθήσουν τα πιο κάτω:

«Κατηγορούμενος:

Όχι δεν είναι έτσι.

Δικαστήριο:

Όταν λες δεν είναι έτσι;

Κατηγορούμενος:

Εγώ είπα ότι δεν έχω καμία σχέση.

Δικαστήριο προς Κατηγορούμενο:

Ε. Αρνείσαι ότι είπες αυτό το πράγμα;

Α. Ναι.

Ε. Και λες ότι είπες;

Α. “Εγώ δεν έχω καμία σχέση”.»

Ακολούθησε η κατάθεση γραπτής κατάθεσης του εφεσείοντα με ενοχοποιητικό, όπως προκύπτει περιεχόμενο, και ο εφεσείων ρωτήθηκε αν έχει να πει οτιδήποτε σε σχέση με αυτό το περιεχόμενο.  Έδωσε απάντηση ο εφεσείων αναφερόμενος σε συμφωνία με την [*107]παραπονούμενη εταιρεία, του υποβλήθηκαν ερωτήσεις σε σχέση με τον ισχυρισμό του και το κατά πόσο η κατάθεσή του ήταν θεληματική και η κατάθεση κατατέθηκε ως τεκμήριο. Με την πρόσθετη σημείωση από το Κακουργιοδικείο πως «οι δηλώσεις του κατηγορουμένου έχουν καταγραφεί και θα αξιοποιηθούν αναλόγως στο τέλος της ημέρας».

Το επόμενο ήταν η κατάθεση ανακριτικής κατάθεσης, από τον ίδιο μάρτυρα. Η κατάθεση δόθηκε στον εφεσείοντα χωρίς διακοπή και η διαδικασία συνεχίστηκε. Ρωτήθηκε ο εφεσείων αν έχει την ίδια θέση όπως και προηγουμένως, ο εφεσείων το επιβεβαίωσε και ακολούθησε συζήτηση αναφορικά με τον ισχυρισμό που πρόβαλε πως είχε, τότε, ζητήσει δικηγόρο. Τον οποίο όμως είδε αφού συμπληρώθηκε η κατάθεσή του. Και το κατά πόσο, όπως του το έθεσε το Κακουργιοδικείο, «θα τα έλεγες αυτά τα πράγματα μέσα στη συμφωνία που έκαμες με την εταιρεία;». Κατατέθηκε και η «γραπτή κατηγορία» του εφεσείοντα, συμπληρώθηκε η κύρια εξέταση του μάρτυρα και ο εφεσείων ρωτήθηκε αν θέλει να υποβάλει ερωτήσεις. Κάτω δε από την επικεφαλίδα, «αντεξέταση του μάρτυρα από κατηγορούμενο», καταγράφεται ουσιαστικά μια ερώτηση του εφεσείοντα αναφορικά με το δικηγόρο που τότε, όπως είχε πει ζήτησε, για να ακολουθήσουν ερωτήσεις σε σχέση με το ίδιο θέμα από το Κακουργιοδικείο.

Ο δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας, επίσης αστυνομικός, κατέθεσε ως τεκμήρια ένα δισκάκι (C.D.), ένα βιβλίο εισπράξεων και τις μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμών της παραπονούμενης εταιρείας και τράπεζας που και αυτές δόθηκαν στον εφεσείοντα εκείνη τη στιγμή. Ρωτήθηκε ο εφεσείων αν ήθελε να υποβάλει ερωτήσεις, ο εφεσείων επανήλθε στο θέμα του δικηγόρου και η μαρτυρία συμπληρώθηκε.

Ο τρίτος μάρτυρας κατηγορίας, λοχίας της αστυνομίας, υιοθέτησε και αυτός τη γραπτή του κατάθεση που επίσης δόθηκε τότε στον εφεσείοντα, για να υποβληθεί στον εφεσείοντα η ερώτηση ποια ήταν η θέση του, ενόψει του περιεχομένου της. Ο εφεσείων ρώτησε, «τι να σας πω;» και το Κακουργιοδικείο του επεσήμανε «κατηγορούμενε εδώ λέγει ότι πήρες κάποια λεφτά». Απάντησε «ναι», το Κακουργιοδικείο τον ξαναρώτησε «εσύ δέχεσαι ότι έκαμες αυτή τη δήλωση;», ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής διόρθωσε «εντιμοτάτη, όχι αυτός ο μάρτυρας» και ο εφεσείων δήλωσε «σας έχω πει από την αρχή, όχι αυτό το πράγμα δεν έγινε.  Αυτό που είπα εγώ ήταν ότι δεν έχω καμιά σχέση». Για να  ακολουθήσουν τα ίδια, ως αντεξέταση.  Ο εφεσείων υπέβαλε στο μάρ[*108]τυρα μια ερώτηση πάλιν σε σχέση με το θέμα του δικηγόρου.

Ο τέταρτος μάρτυρας κατηγορίας, επίσης αστυφύλακας, κατέθεσε επίσης τη γραπτή του κατάθεση που περιλάμβανε αναφορά σε προφορική δήλωση του εφεσείοντα ότι πήρε κάποια λεφτά για να αρνηθεί και πάλιν ο εφεσείων και να του υποβάλει πως ο ίδιος δεν ήταν παρών.

Δεν είχε άλλους μάρτυρες η κατηγορούσα αρχή εκείνη τη στιγμή και ζήτησε κάποιο χρόνο, εντός της ημέρας. Διακόπηκε η διαδικασία για σαράντα λεπτά και ο εφεσείων επανήλθε. Ζήτησε ξανά αναβολή για να μπορέσει να διορίσει δικηγόρο αλλά το Κακουργιοδικείο του υπέδειξε πως δεν είχαν αλλάξει τα δεδομένα.  Προσθέτοντας ότι η μαρτυρία που είχε προσαχθεί ήταν ουσιαστικά τυπική και πως ο εφεσείων έθεσε στο μάρτυρα όσα ήθελε.

Κλήθηκε, επομένως, ο πέμπτος μάρτυρας κατηγορίας και κατά τη συμπλήρωση της κύριας εξέτασης του, που περιλάμβανε και τη γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία, ο εφεσείων επανέλαβε, «να πω ξανά ότι δεν είμαι δικηγόρος για να μπορώ να κάμνω ερωτήσεις». Για να του υποδείξει το Κακουργιοδικείο πως «δεν είναι θέμα δικηγόρου». Του συνόψισε, όπως αντιλαμβανόμαστε, τη μαρτυρία και ο εφεσείων υπέβαλε μερικές ερωτήσεις, ουσιαστικά διατυπώνοντας θέσεις. Ακολούθησε ο έκτος μάρτυρας κατηγορίας ο οποίος υποβλήθηκε σε ό,τι θα μπορούσε, πλέον, να θεωρηθεί ως αντεξέταση επί της ουσίας της μαρτυρίας του. Για να υποβληθούν, όμως, στο τέλος από το Κακουργιοδικείο προς τον εφεσείοντα ερωτήσεις για το τι έλεγε στο μάρτυρα. Η έβδομη μάρτυρας κατηγορίας υιοθέτησε τη γραπτή κατάθεση και δεν της υποβλήθηκε οποιαδήποτε ερώτηση. Ενώ στον όγδοο μάρτυρα κατηγορίας υποβλήθηκαν από τον εφεσείοντα ορισμένες ερωτήσεις.

Δεν είχε η κατηγορούσα αρχή άλλους διαθέσιμους μάρτυρες εκείνη την ημέρα, ζήτησε αναβολή και η υπόθεση ορίστηκε για την 21.3.07. Εκείνη την ημέρα ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε πλέον από δικηγόρο, η ακρόαση συνεχίστηκε με την κατάθεση τριών ακόμα μαρτύρων κατηγορίας και, για να συμπληρωθεί η υπόθεση για την κατηγορούσα αρχή, χρειάστηκε και η 29.3.2007. Οπότε, αναβλήθηκε εκ νέου η υπόθεση, σε αρκετά μακρινή ημερομηνία αυτή τη φορά, για τις 2.5.07, ώστε να μπορέσει ο εφεσείων να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης.

Έχουμε εξετάσει τα δεδομένα και τις εισηγήσεις των δυο πλευρών. Είναι διάχυτη η προσπάθεια του Κακουργιοδικείου να δια[*109]σφαλίσει την εκδίκαση της υπόθεσης στο πλαίσιο του προγραμματισμού που έγινε, η ανατροπή του οποίου προφανώς επηρέαζε ευρύτερα. Όμως, όπως προκύπτει, κατά τρόπο δυσανάλογο ενόψει της αντίστοιχης αρχής πως θα έπρεπε ταυτόχρονα να διασφαλιστεί και το δικαίωμα του εφεσείοντα να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Σημειώνουμε πως και στην υπόθεση Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152, στην οποία η εφεσίβλητη με παραπομπή στο Σύγγραμμα του Α. Λοΐζου, Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ιδιαίτερα παρέπεμψε, τονίζεται, με αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε σχέση με το Άρθρο 6(3)(β) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα πως, ακριβώς, η απαίτηση για επαρκή χρόνο είναι συνακόλουθη προς εκείνη για εκδίκαση μέσα σε εύλογο χρόνο. Οπότε, όπως η εκδίκαση δεν πρέπει να παρατείνεται αδικαιολόγητα και η έναρξη της ακρόασης δεν πρέπει να αρχίζει πριν η υπεράσπιση είναι ευλόγως έτοιμη.

Η αρχική παρέμβαση του Κακουργιοδικείου, το οποίο εμφανώς με στόχευση την αποφυγή απώλειας χρόνου, πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει τα μέρη στις 26.2.07, έφερε στην επιφάνεια πρόβλημα για το οποίο ασφαλώς δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στον εφεσείοντα. Αντιθέτως, ήταν οι δικές του από μηνών διευθετήσεις που ανατράπηκαν, ελάχιστες μέρες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία. Αφέθηκε όμως άθικτος ο προηγούμενος προγραμματισμός και, συνεπώς, ο εφεσείων θα έπρεπε να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες δικηγόρου, έτοιμου να διεξαγάγει ακρόαση μέχρι τις 5.3.07. Ουσιαστικά, δηλαδή, μέσα σε τέσσερις εργάσιμες μέρες. Είναι προφανές πως η αναφορά του εφεσείοντα εκείνη την ημέρα στις αποτυχημένες προσπάθειές του αντιμετωπίστηκε με κάποια δυσπιστία αλλά, εν τέλει, όπως είδαμε, το Κακουργιοδικείο δέχτηκε πως πράγματι προσπάθησε. Για να ορίσει όμως την υπόθεση, πάλιν για ακρόαση μάλιστα και με την προειδοποίηση που καταγράψαμε, για τις 15.3.07. Μεσολαβούσαν τώρα ουσιαστικά επτά καθαρές μέρες μέσα στις οποίες ο εφεσείων έπρεπε να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες δικηγόρου ο οποίος και θα ήταν έτοιμος για την ακρόαση. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε αυτή τη φορά πως το νέο αίτημα για αναβολή, συνοδευόμενο με εξηγήσεις πως οι δικηγόροι αρνούνταν ακριβώς με αναφορά και στο διαθέσιμο χρόνο, ήταν αδικαιολόγητο. Όπως ανέφερε, το χρονικό διάστημα από τις 26.2.07 ήταν αρκετό. Όμως, δεν είχε δοθεί στον εφεσείοντα καν χρόνος από τις 26.2.07 μέχρι τις 15.3.07 ώστε να δικαιολογείται η προσέγγιση του θέματος πάνω σε τέτοια βάση. Παρεμβλήθηκε η 5.3.07 και, βεβαίως, στην κάθε περίπτωση, ο εφεσείων αναζητούσε δικηγόρο έτοιμο να αναλάβει το χειρισμό της υπόθεσης του αρχι[*110]κά μέσα σε τέσσερις και μετά μέσα σε επτά εργάσιμες μέρες. Η υπόθεση ήταν σοβαρή, οι μάρτυρες κατηγορίας, κρίνοντας από όσα πρακτικά τα μέρη ζήτησαν να ετοιμαστούν ήταν 18 και, περαιτέρω, υπήρξε όγκος τεκμηρίων, τα μέρη αναφέρθησαν σε 36, που περιλάμβαναν τις γραπτές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, καταστάσεις λογαριασμών και βιβλίο. Δεν ήταν εύλογο το χρονικό διάστημα που δόθηκε στον εφεσείοντα. Κάτω από τις περιστάσεις δεν του παραχωρήθηκε ρεαλιστική δυνατότητα διορισμού δικηγόρου.

Υποστήριξε η εφεσίβλητη πως και κάτω από τέτοιο πρίσμα η δίκη ήταν δίκαιη. Επικαλέστηκε επ’ αυτού τη φύση της μαρτυρίας που προσάχθηκε. Όσα έγιναν στο πρώτο στάδιο ήταν χωρίς σημασία. Η σημαντική μαρτυρία προσάχθηκε όταν, πλέον, ο εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο.

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με αυτή την προσέγγιση.  Κατ’ αρχάς καλύπτει όσα η κατηγορούσα αρχή έκαμε και παραμένει ανοικτό το τι η υπεράσπιση θα μπορούσε ενδεχομένως να κάμει, με τον εφεσείοντα εκπροσωπούμενο από δικηγόρο. Περαιτέρω, δεν είναι καθόλου ορθό πως και όσα έγιναν ενώ ο εφεσείων χειριζόταν την υπόθεση μόνος του ήταν, εν τέλει, χωρίς σημασία.  Θα αναφερθούμε σε ορισμένα ενδεικτικά σημεία της πρωτόδικης απόφασης χωρίς και να το θεωρούμε απαραίτητο να επεκταθούμε αυτοτελώς στο ζήτημα των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στον εφεσείοντα. Με την παρατήρηση όμως πως, ούτως ή άλλως, πράγματι, όπως εξελίχτηκε η διαδικασία, ενώ ο εφεσείων δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, σαφώς, με ρητές δηλώσεις, καθόρισε θέσεις του. Το Κακουργιοδικείο, στην απόφασή του, αναφέρεται στις δηλώσεις του εφεσείοντα στην αστυνομία και καταγράφει εξ αρχής πως αν ήταν εκούσιες και αληθείς «επιβεβαιώνουν και σφραγίζουν την ενοχή του». Για να καταλήξει αργότερα πως ήταν εκούσιες και αληθείς με την παρατήρηση πως ο εφεσείων θα μπορούσε να ενστεί «προσβάλλοντας τη θεληματικότητά της αν αυτή ήταν η θέση του».  Για να αναφερθεί επί του προκειμένου και σε ό,τι εμφανίστηκε να αποτελεί καθορισμό θέσης από τον εφεσείοντα, διαρκούσας της διαδικασίας της προσαγωγής μαρτυρίας από την κατηγορούσα αρχή, την οποία, στη συνέχεια, σχολιάζει απορρίπτοντας τέτοια εκδοχή. Στη συνέχεια, αναφέρεται στο βιβλίο, τεκμήριο 8, και δέχεται πως ήταν γνήσιο, με την προσθήκη «άλλωστε τούτο δεν έχει αμφισβητηθεί». Αυτό το τεκμήριο, όπως και οι δηλώσεις του εφεσείοντα, προσάχθηκαν ενώ δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο.

Δεν είναι, λοιπόν, δυνατό να αποσυνδεθούν τα αρχικά από όσα [*111]ακολούθησαν και, τελικώς, από την καταδίκη. Η κατάληξή μας είναι πως, για το λόγο που έχουμε εξειδικεύσει, η δίκη δεν ήταν δίκαιη. Ενόψει δε τούτου, δεν θα μας απασχολήσει άλλο θέμα.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα εισηγήθηκε πως εφόσον γινόταν δεκτός ο πιο πάνω λόγος έφεσης θα έπρεπε να μη διαταχθεί επανεκδίκαση. Αυτό, ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων ήδη εξέτισε σημαντικό μέρος της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε στις 8.6.07. Ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, δεν διαφώνησε. Και αυτός με αναφορά ακριβώς στο ίδιο γεγονός.

Το ζήτημα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου και, βεβαίως, η σύμπτωση των απόψεων των δυο πλευρών δεν μας απαλλάσσει από το καθήκον να καταλήξουμε στη δική μας απόφαση, στη βάση των όσων τα δεδομένα αναδεικνύουν ως το ορθό.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι διατύπωσαν τη θέση τους χωρίς αναφορά στη νομολογία. Με τέτοια καθοδήγηση θα διαπιστωνόταν πως το γεγονός της έκτισης μέρους της ποινής ποτέ δεν θεωρήθηκε ως παράγων τέτοιας αποφασιστικής σημασίας ώστε, από μόνος του, να δικαιολογεί τη μη επενεκδίκαση. Είναι σχετικός αλλά η σημασία του συνυπολογίζεται στο πλαίσιο του συνόλου και των άλλων σχετικών παραγόντων. Όπως δε εξηγήθηκε, αυτό το γεγονός, εφόσον ακριβώς κατά τα άλλα δικαιολογείται επανεκδίκαση, μπορεί να ληφθεί υπόψη σε σχέση με την ποινή που θα επιβληθεί στην περίπτωση που η επανεκδίκαση θα απέληγε σε καταδίκη. Γνώμονας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Οι παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο δεν επιδέχονται προκαθορισμό αλλά η σοβαρότητα της υπόθεσης, η πολυπλοκότητα της, ο χρόνος που παρήλθε αλλά και εκείνος που υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί για την επανεκδίκαση όπως και τα έξοδα γι’ αυτή, η δύναμη της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής όπως, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να αποτιμηθεί και ο λόγος ακύρωσης της καταδίκης, είναι παράγοντες σχετικοί.*

[*112]Εν προκειμένω, η υπόθεση είναι ασφαλώς σοβαρή και έχουμε δει πως πέρα από την υπόλοιπη μαρτυρία εντάσσονται στο μαρτυρικό υλικό και κατ’ ισχυρισμόν προφορική και γραπτή ομολογία ή και ενοχοποιητικές δηλώσεις του εφεσείοντα. Αφορά δε στο μεγάλο ποσό της τάξης των £100.000 με το οποίο ο εφεσείων εμφανίζεται να ωφελήθηκε και εξακολουθεί να καρπούται, σε βάρος των παραπονουμένων. Η υπόθεση αφορά σε αδικήματα τα οποία κατ’ ισχυρισμόν διαπράχθηκαν το 2006 και η επανεκδίκαση της δεν αναμένεται να απαιτήσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχουμε συναφώς υπόψη τις διαδικασίες που χρειάστηκαν για την προηγούμενη συμπλήρωσή της αλλά και τις δυνατότητες για γρήγορη εκδίκαση όταν και οι δυο πλευρές αξιοποιήσουν τη δυνατότητα που θα έχουν για ορθή προετοιμασία. Σταθμίζοντας, λοιπόν, κάθε σχετικό παράγοντα καταλήγουμε πως, κάτω από τις περιστάσεις, η υπόθεση θα πρέπει να επανεκδικαστεί. Όπως αναμένουμε, το συντομότερο.

Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη και, βεβαίως, η ποινή που επιβλήθηκε παραμερίζονται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης.

*           Phivos Petrou Pierides v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 263, Ekdotiki Eteria Kosmos v. Police (1984) 2 C.L.R. 121, Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97, Tτοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200, Σωτηριάδης & Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482, Σιάτης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 551, Γεν. Εισαγ. v. Αριστοτέλους (1992) 2 Α.Α.Δ. 356, Lanitis Bros Ltd ν. Ιατρικών Υπηρεσιών (1995) 2 Α.Α.Δ. 266, Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο