Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ana Maria Girleanu και Άλλου (2009) 2 ΑΑΔ 186

(2009) 2 ΑΑΔ 186

[*186]13 Μαρτίου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 182/2008)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΑ ΜΑRIA GIRLEANU,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 184/2008)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

CUTUN MIΗΑΙ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 182/2008, 184/2008)

 

Ποινή ― Ανεπαρκής ποινή ― Κυκλοφορία πλαστών εγγράφων ― Κλοπή συνολικού ποσού €21.410 από αυτόματες ταμειακές μηχανές με τη χρήση των πλαστών εγγράφων ― Νεαρή Ρουμάνα και 32χρονος ομοεθνής της αφίχθηκαν στην Κύπρο με σκοπό τη διάπραξη των αδικημάτων χρησιμοποιώντας περίπου 100 πιστωτικές κάρτες με τις οποίες γινόταν παράνομη ανάληψη από αυτόματη ταμειακή μηχανή τράπεζας, κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες ― Παραδοχή ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης πέντε μηνών για κάθε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και δέκα μηνών για κάθε κατηγορία κλοπής ― Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν κατ’ έφεση σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και ενός έτους στην κάθε μια από τις κατηγορίες για κλοπή.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρ[*187]τών και κλοπή από αυτόματες ταμειακές μηχανές μεγάλου χρηματικού ποσού ― Ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικών ποινών ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων, της έξαρσης στη διάπραξή τους και της ανάγκης για προστασία της ασφάλειας του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος.

Oι εφέσεις αυτές στρέφονται εναντίον των συντρέχουσων ποινών φυλάκισης πέντε και δέκα μηνών οι οποίες επεβλήθησαν στους εφεσίβλητους αντίστοιχα για αδικήματα κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, ήτοι, πλαστών καρτών τηλεφώνου που περιλάμβαναν τα δεδομένα πιστωτικών καρτών και κλοπής συνολικού ποσού €21.410. Οι εφεσίβλητοι είναι Ρουμάνοι οι οποίοι αφίχθησαν στην Κύπρο από τη Ρουμανία στα πλαίσια καλά οργανωμένης δραστηριότητας. Παραδέχθηκαν ενοχή σε 76 κατηγορίες.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, υποστήριξε ότι οι ποινές ήσαν έκδηλα ανεπαρκείς και ζήτησε όπως αυτές αυξηθούν ώστε να αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, ιδιαίτερα των αδικημάτων που αφορούν ή σχετίζονται με πλαστογραφία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις εφέσεις, σημειώνοντας πως τα αδικήματα διαπράχθησαν σε δύο στάδια, αφού μεσολάβησε αποχώρηση των εφεσιβλήτων από την Κύπρο, και πως η διάπραξη των αδικημάτων ήταν αυταπόδεικτη και, βεβαίως, η μη σύλληψη του τρίτου προσώπου το οποίο, όπως εκείνοι ανέφεραν τους παρέδωσε τις πλαστές κάρτες, δεν ήταν ασύνδετη προς τις δικές του διευθετήσεις όταν ανέλαβαν να έλθουν στην Κύπρο. Το Ανώτατο Δικαστήριο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και ενός έτους στην κάθε μια από τις κατηγορίες για κλοπή, όπως αυτές αναφέρονται στο κατηγορητήριο και στην πρωτόδικη απόφαση.

Oι εφέσεις επιτράπηκαν. Οι ποινές αυξήθηκαν ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μενελάου άλλως Καραμανλής v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 248,

Χαρτούπαλλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28,

Sequeira v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 80,

[*188]Ιωάννου v. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 Α.Α.Δ. 598,

Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 519,

Rares κ.ά. v. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 699,

R. v. Batchelor 36 Cr. Αρ. Rep. σελ. 64,

Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1988) 2 Α.Α.Δ. 1,

Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84,

Γενικός Εισαγγελέας v. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1,

Πίτσιλλος v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 346,

Καλαθά v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 658,

Ευαγγέλου v. Αστυνομίας (Αρ.1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 72,

Γενικός Εισαγγελέας v. Παντελή (2000) 2 Α.Α.Δ. 384,

Γενικός Εισαγγελέας v. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55,

Γενικός Εισαγγελέας v. Ματθαίου (Μαλέκκου) (2003) 2 Α.Α.Δ. 50,

Δημητρίου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 46,

Γενικός Εισαγγελέας v. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161.

Eφέσεις εναντίον Ποινής.

Eφέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Γεωργίου-Aντωνίου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4067/08), ημερομηνίας 22/9/08.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.

Δρ. Χρ. Χριστοδουλίδης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*189]δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι κατάγονται από τη Ρουμανία. Από την πρώτη μέρα της άφιξής τους στην Κύπρο, στις 9.7.08, επιδόθηκαν σε κυκλοφορία πλαστών καρτών τηλεφώνου που περιλάμβαναν τα δεδομένα πιστωτικών καρτών και έκλεψαν από αυτόματες ταμειακές μηχανές τραπεζών διάφορα ποσά. Έφυγαν στις 14.7.08 αλλά επανήλθαν δυο μέρες αργότερα στις 16.7.08, όπως είχαν προγραμματίσει με εκ των προτέρων κράτηση σε ξενοδοχείο. Από τις 16.7.08 διέπραξαν σωρεία όμοιων αδικημάτων χρησιμοποιώντας περίπου 100 πιστωτικές κάρτες. Συνελήφθηκαν στις 19.7.08 όταν η αστυνομία ειδοποιήθηκε πως, κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες, γινόταν παράνομη ανάληψη από αυτόματη ταμειακή μηχανή τράπεζας. Στο ενοικιασμένο αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσαν και στην κατοχή τους βρέθηκαν μεγάλος αριθμός πιστωτικών καρτών και ακόμα μεγαλύτερος στο ξενοδοχείο τους, μαζί με δωροκάρτες καταστημάτων και τηλεφωνικές κάρτες. Επίσης το συνολικό ποσό των €8.807.

Παραδέχθηκαν ενοχή σε 76 κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστών εγγράφων και κλοπή συνολικού ποσού €21.410 και το πρωτόδικο δικαστήριο τους επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε μηνών για κάθε κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και δέκα μηνών για κάθε κατηγορία κλοπής.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή ως εκδήλως ανεπαρκή. Κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα, ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε ορθά τις διάφορες παραμέτρους τονίζοντας

- την εγγενή σοβαρότητα των αδικημάτων,

- τη συχνότητα με την οποία διαπράττονται και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής,

-τον προσχεδιασμό που έγινε αφού οι εφεσίβλητοι ήλθαν στην Κύπρο ακριβώς για να διαπράξουν τα αδικήματα και

-τον επαγγελματισμό με τον οποίο διέπραξαν τα αδικήματα,

επέβαλε ποινή δυσαναλόγως χαμηλή.

Κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων δεν δικαιολογείται παρέμβασή μας, ιδίως ενόψει της ηλικίας τους, του λευκού τους ποινικού μητρώου, των προσωπικών τους περιστάσεων και του γεγονότος ότι τις πλαστογραφίες δεν τις διέπραξαν οι ίδιοι αλλά άλλος, επίσης Ρουμάνος, ο [*190]οποίος και τους τις παρέδωσε για να καρπούνται εκείνοι μόνο μικρό ποσοστό από το προϊόν των κλοπών. Θεωρεί συναφώς πως πρέπει να λειτουργήσει υπέρ τους το γεγονός ότι κατονόμασαν τον εγκέφαλο, όπως τον χαρακτήρισαν. Χωρίς όμως να γίνει κατορθωτή η σύλληψή του ώστε να μην υποστούν μόνοι τις συνέπειες από τη διάπραξη των αδικημάτων και υποστηρίζει πως, κάτω από τις περιστάσεις, ιδίως αφού πλησιάζει ημερομηνία κατά την οποία θα αποφυλακίζονταν με βάση την επιβληθείσα ποινή, δεν θα ωφελούσε αλλά θα προκαλούσε δυσανάλογες αρνητικές συνέπειες η αύξηση της ποινής. Όταν, μάλιστα, ήδη οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν και ορισμένα ψυχολογικά προβλήματα.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν σε μεγάλο αριθμό προηγούμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου* στις οποίες επιβλήθηκαν διάφορες ποινές φυλάκισης, μηνών αλλά και πολυετείς, ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Με ιδιαίτερο τονισμό, όμως, σε όλες της μεγάλης σοβαρότητας ιδίως των αδικημάτων που αφορούσαν ή σχετίζονταν με πλαστογραφία. Στην πιο πρόσφατη, την Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (κατωτέρω), τα δεδομένα ήταν εντυπωσιακά όμοια. Οι δυο κατηγορούμενοι, επίσης Ρουμάνοι, μέσα σε τέσσερις μέρες χρησιμοποίησαν 18 πλαστές πιστωτικές κάρτες σε αυτόματες ταμειακές μηχανές και έκλεψαν το συνολικό ποσό των €2.250. Τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών για τις κυκλοφορίες πλαστών εγγράφων, δυο ετών για τις κλοπές και τριών ετών για την κατοχή μερικών παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων. Άσκησαν έφεση υποστηρίζοντας πως η ποινή ήταν εκδήλως υπερβολική. Η ποινή μειώθηκε για τις κλοπές και την κατοχή παραχαραγμένων [*191]χαρτονομισμάτων σε ένα και δυο έτη αντιστοίχως, ενόψει της αισθητά χαμηλότερης ποινής που ο νόμος πρόβλεπε γι’ αυτές. Απορρίφθηκε όμως η έφεση σε σχέση με την ποινή των τριών ετών για την κυκλοφορία πλαστών πιστωτικών καρτών, με σκεπτικό στο οποίο θα αναφερθούμε. (Η απόφαση του εφετείου εκδόθηκε από το δικαστή Χατζηχαμπή).

Τονίστηκε πρόσφατη τροποποίηση του Νόμου σε σχέση με πιστωτικές κάρτες και συναφώς η σοβαρότητα των αδικημάτων, «τοσούτω μάλλον αφού οι πιστωτικές κάρτες έχουν καταστεί το κατ’ εξοχήν μέσο συναλλαγής στη σύγχρονη κοινωνία, ώστε η ασφάλεια των συναλλαγών με αυτές να καθίσταται πρωταρχική ανάγκη». Οπότε και η ποινή «πρέπει να συνάδει με την καθοδηγητική πρόνοια της ανώτατης ποινής φυλάκισης των 14 ετών» που προβλέπεται από το Νόμο, ανώτατο όριο που «εκφράζει την εγγενή σοβαρότητα του αδικήματος» παρά το ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο μόνο ποινή μέχρι πέντε ετών φυλάκισης μπορεί να επιβάλει. Αυτά, σε συνάρτηση προς την ευχέρεια και την ευρύτητα ενδεχόμενης χρήσης όπως και η έξαρση στη διάπραξη αδικημάτων αυτής της φύσης υποδηλώνει, συνιστούν σοβαρή απειλή προς την ασφάλεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος ώστε να είναι αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών.  Ορθώς, επομένως, πρωτοδίκως επιβλήθηκε η ποινή των τριών ετών. Επρόκειτο «για μια καλά οργανωθείσα εκτός Κύπρου παράνομη δραστηριότητα, η πραγμάτωση της οποίας ήταν και ο μόνος λόγος άφιξης των Εφεσειόντων στην Κύπρο και η οποία ετέθη σε εφαρμογή αμέσως και συστηματικά, προσλαμβάνοντας ευρείες διαστάσεις μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα». Το γεγονός ότι συνεργάστηκαν με την αστυνομία ήταν παράγοντας σχετικός αλλά μειωμένης σημασίας αφού είχαν συλληφθεί ουσιαστικά επ’ αυτοφώρω. Οι δε προσωπικές τους περιστάσεις και το νεαρό της ηλικίας τους, που προκαλούν λύπη και ανησυχία αφού, «αντί να απασχολούνται με τίμιο τρόπο, προσφεύγουν με συχνότητα στην οργανωμένη παρανομία για προσκομισμό εύκολου και γρήγορου κέρδους», δεν έπρεπε να οδηγήσει σε υπέρμετρη επιείκεια.

Αν θα μπορούσαμε εδώ να προσθέσουμε κάτι, είναι η ευρύτερης διάστασης οργάνωση αφού οι εφεσίβλητοι κατείχαν πολύ μεγαλύτερο αριθμό πιστωτικών ή τηλεφωνικών καρτών και η πραγμάτωση του εγκληματικού σχεδίου σε περισσότερες περιπτώσεις. Με αποτέλεσμα και την κλοπή μεγαλύτερου ποσού.  Ήταν και εν προκειμένω ορθή η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως οι εφεσίβλητοι ήρθαν στην Κύπρο με σκοπό τη [*192]διάπραξη των αδικημάτων. Σημειώνουμε πως τα αδικήματα διαπράχθηκαν σε δυο στάδια, αφού μεσολάβησε αποχώρησή τους από την Κύπρο. Περαιτέρω, και στην παρούσα υπόθεση η διάπραξη των αδικημάτων ήταν αυταπόδεικτη και, βεβαίως, η μη σύλληψη του τρίτου ο οποίος, όπως εκείνοι ανέφεραν τους παρέδωσε τις πλαστές κάρτες, δεν ήταν ασύνδετη προς τις δικές του διευθετήσεις όταν ανέλαβαν να έλθουν στην Κύπρο.

Συνυπολογίζουμε όσα πρότεινε ο ευπαίδευτος συνήγορός τους. Ο εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση 184/2008 είναι 32 ετών αλλά βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγό του, μαζί με την οποία ζει και το ανήλικό παιδί τους. Άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις δεν αναφέρθηκαν και ως προς την εφεσίβλητη στην 182/08 που περιγράφεται ως έχουσα δεσμό με τον πρώτο, ό,τι ιδιαιτέρως τονίστηκε αφορά στο νεαρό της ηλικίας της.

Καταλήγουμε πως η ποινή που τους επιβλήθηκε ήταν πράγματι εκδήλως ανεπαρκής. Oι εφέσεις, λοιπόν, επιτυγχάνουν. Εξαντλώντας κάθε περιθώριο επιείκειας, αφού σημειώσαμε και το γεγονός πως στη βάση της επιβληθείσας ποινής ανέμεναν σύντομη απόλυση και προεδρική χάρη την οποία, όπως μας αναφέρθηκε, η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα απέτρεψε, παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, επιβάλλουμε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δυο ετών  στην κάθε μια από τις κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και ενός έτους στην κάθε μια από τις κατηγορίες για κλοπή, όπως αυτές αναφέρονται στο κατηγορητήριο και στην πρωτόδικη απόφαση.

Oι εφέσεις επιτρέπονται. Oι ποινές αυξάνονται ως ανωτέρω.

* Ο κ. Μαππουρίδης στις Μενελάου άλλως Καραμανλής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 248, Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 A.A.Δ. 28, Sequeira ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 80, Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 Α.Α.Δ. 598, Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 519, Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 699 και R. v. Batchelor 36 Cr. Ap. Rep. σελ. 64).

            Ο κ. Χριστοδουλίδης στις Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1988) 2 Α.Α.Δ. 1, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Πίτσιλλος ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 346, Καλαθά ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 658, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 72, Μενελάου άλλως Καραμανλής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παντελή (2000) 2 Α.Α.Δ. 384, Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55, Γεν. Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (Μαλέκκου) (2003) 2 Α.Α.Δ. 50, Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 46, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο