Κωνσταντινίδου Ηλιάνα ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 221

(2009) 2 ΑΑΔ 221

[*221]2 Απριλίου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΗΛΙΑΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 68/2008)

 

Αμελής οδήγηση κατά παράβαση των Άρθρων 8, 19(1)(4) και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, 1972 (Ν.86/72) Σύγκρουση αυτοκινήτου σαλούν με εξ αντιθέτου επερχόμενη μοτοσικλέτα, όταν το αυτοκίνητο επεχείρησε να στρίψει σε δεξιά πάροδο ανακόπτοντας την πορεία της μοτοσικλέτας ― Καταδίκη οδηγού αυτοκινήτου για αμελή οδήγηση μετά από ορθή εκτίμηση των γεγονότων και ορθή αναφορά στη σχετική νομολογία ― Το Εφετείο δεν διαπίστωσε περιθώρια επέμβασης προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Στις 9.4.07 γύρω στις 9.20 μ.μ., η εφεσείουσα οδηγώντας το αυτοκίνητό της στη λεωφόρο Αρχ. Μακαρίου στη Λάρνακα με κατεύθυνση από το κέντρο της πόλης προς το λιμάνι και ενώ προσπαθούσε να στρίψει δεξιά και να εισέλθει στην οδό Μιχ. Νικολαΐδη, ανέκοψε την πορεία εξ αντιθέτου επερχόμενης μοτοσικλέτας. Το αυτοκίνητο της εφεσείουσας σχεδόν είχε περάσει και τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας σύμφωνα με την κατεύθυνση του μοτοσικλετιστή και η μοτοσικλέτα του συγκρούστηκε με σφοδρότητα στην πίσω αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου της εφεσείουσας. Το σημείο της σύγκρουσης, εντοπίστηκε στα 2,3 μέτρα από τη μεσαία διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων δηλαδή, εντός της εξωτερικής λωρίδας με κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης. Στη σκηνή του δυστυχήματος βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσικλέτας μήκους 23 μέτρων τα οποία κατέληγαν στο σημείο της σύγκρουσης.

Η εφεσείουσα πρόβαλε ως υπεράσπιση ότι ο λόγος που δεν είδε τη μοτοσυκλέτα οφειλόταν στο ότι αυτή οδηγείτο με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς φώτα.

[*222]Η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη σε κατηγορία για αμελή οδήγηση μετά από ακροαματική διαδικασία. Με την παρούσα έφεσή της αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης της προβάλλοντας λόγους, όπως και πρωτοδίκως, ότι λόγω της μεγάλης ταχύτητας της μοτοσικλέτας, βρέθηκε σε πραγματική αδυναμία να αντιληφθεί την παρουσία της στο δρόμο και να λάβει μέτρα προφύλαξης και αποτροπής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το μακρύ πεδίο ορατότητας που είχε η εφεσείουσα της παρείχε τη δυνατότητα, αν ασκούσε τη δέουσα προσοχή και παρατηρητικότητα, να αντιληφθεί εγκαίρως τη μοτοσικλέτα, όσο μεγάλη και αν ήταν η ταχύτητά της, και ανάλογα με την περίπτωση είτε να αναστείλει εκκίνηση προς την πάροδο είτε να αναπτύξει ταχύτητα αν βρισκόταν ήδη σε κίνηση κατά την εμφάνιση της μοτοσικλέτας, για να αποφύγει τον κίνδυνο. Όμως, αφού η εφεσείουσα δεν είδε καθόλου τη μοτοσικλέτα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για οποιαδήποτε προοπτική αντίδρασής της προς αποφυγή του κινδύνου.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση, η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε θετικά την αμελή οδήγηση ως μέρος της συμπεριφοράς της εφεσείουσας και συστατικό του αδικήματος. Η ταυτόχρονη αμέλεια του μοτοσικλετιστή δεν μπορούσε να επηρεάσει την ενοχή της εφεσείουσας παρά μόνο την ποινή.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ασφαλές συμπέρασμα ενοχής της εφεσείουσας, μετά από ορθή εκτίμηση των γεγονότων και ορθή αναφορά στη σχετική νομολογία.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σιλβέστρου v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 151,

Nicolaides v. Economides (1963) 1 C.L.R. 78,

Κυριάκου v. Κανάρη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1436,

Ξυπτερά v. Κυπριανού (1997) 1 Α.Α.Δ. 1696.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρ[*223]χιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παντελή, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 15186/07), ημερομηνίας 31/3/08.

Γ. Κορφιώτης, για την Εφεσείουσα.

Ν. Κέκκος, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των Άρθρων 8, 19(1)(4) και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/72.

Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η καταδικαστική απόφαση, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται με την έφεση, είναι με συντομία τα ακόλουθα:

Η εφεσείουσα, στις 9.4.07 γύρω στις 9.20 μ.μ., οδηγούσε σαλούν αυτοκίνητο στη λεωφόρο Αρχ. Μακαρίου στη Λάρνακα με κατεύθυνση από το κέντρο της πόλης προς το λιμάνι. Η πρόθεσή της ήταν να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην οδό Μιχ. Νικολαΐδη, πάροδο της λεωφόρου. Φθάνοντας στο ύψος της παρόδου, ακινητοποίησε διαγωνίως το αυτοκίνητό της επί της εσωτερικής λωρίδας κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία της για να ελέγξει την εξ αντιθέτου τροχαία κίνηση, έχοντας ταυτόχρονα σε λειτουργία το δείκτη του αυτοκινήτου της. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε τροχαία κίνηση από την αντίθετη κατεύθυνση και ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος, προχώρησε δεξιά για να εισέλθει στην πάροδο. Η κίνηση αυτή, είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή της ελεύθερης πορείας του μοτοσικλετιστή που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Το αυτοκίνητο της εφεσείουσας  σχεδόν είχε περάσει και τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας σύμφωνα με την κατεύθυνση του μοτοσικλετιστή και η μοτοσικλέτα του συγκρούστηκε με σφοδρότητα στην πίσω αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου της εφεσείουσας. Το σημείο της σύγκρουσης, εντοπίστηκε στα 2,3 μέτρα από τη μεσαία διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων δηλαδή, εντός της εξωτερικής λωρίδας με κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης. Στη σκηνή του δυστυχήματος βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσικλέτας μήκους 23 μέτρων τα οποία κατέληγαν στο σημείο της σύγκρουσης.

[*224]Η εφεσείουσα πρόβαλε ως υπεράσπιση ότι ο λόγος για τον οποίο δεν είδε τη μοτοσικλέτα οφειλόταν στο ότι αυτή οδηγείτο χωρίς φώτα και με μεγάλη ταχύτητα. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής εξέτασε το θέμα με αναφορά στον παράγοντα της ορατότητας η οποία, κάτω από τις πραγματικές συνθήκες, καθορίστηκε στα 384 μέτρα από το σημείο της εκκίνησης του αυτοκινήτου προς την πάροδο. Διαπιστώθηκε ότι υπό τις περιστάσεις, η εφεσείουσα είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί τον επερχόμενο μοτοσικλετιστή και να λάβει αποτρεπτικά μέτρα. Η εφεσείουσα ωστόσο, παρέλειψε να εκπληρώσει το στοιχειώδες καθήκον της άσκησης δέουσας προσοχής και παρατηρητικότητας, καθήκον το οποίο υπέχει πάντοτε κάθε οδηγός οχήματος, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.

Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε, όπως και πρωτοδίκως, ότι λόγω της μεγάλης ταχύτητας της μοτοσικλέτας, η εφεσείουσα βρέθηκε σε πραγματική αδυναμία να αντιληφθεί την παρουσία της στο δρόμο και να λάβει μέτρα προφύλαξης και αποτροπής. Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η εφεσείουσα είχε μακρύ πεδίο ορατότητας που της παρείχε τη δυνατότητα, αν ασκούσε τη δέουσα προσοχή και παρατηρητικότητα να αντιληφθεί εγκαίρως τη μοτοσικλέτα, όσο μεγάλη και αν ήταν η ταχύτητα με την οποία ερχόταν  και ανάλογα με την περίπτωση είτε να αναστείλει την εκκίνηση προς την πάροδο είτε να αναπτύξει ταχύτητα, αν βρισκόταν ήδη σε κίνηση κατά την εμφάνιση της μοτοσικλέτας, για να αποφύγει τον κίνδυνο. Αφού όμως η εφεσείουσα δεν είδε καθόλου τη μοτοσικλέτα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για το αν υπήρχε ή όχι προοπτική αντίδρασης προς αποτροπή του κινδύνου.

Στην προκείμενη περίπτωση, η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε θετικά την αμελή οδήγηση ως μέρος της συμπεριφοράς της εφεσείουσας και συστατικό του αδικήματος. Η ταυτόχρονη αμέλεια του μοτοσικλετιστή δεν μπορούσε να επηρεάσει την ενοχή της εφεσείουσας παρά μόνο την ποινή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εκτίμησε σωστά τα γεγονότα και με ορθή αναφορά στη νομολογία* που διέπει το θέμα, κατέληξε στο ασφαλές συμπέρασμα ενοχής της εφεσείουσας. Θεωρούμε πως δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης προς ανατροπή της εφεσιβαλλό[*225]μενης απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

*               Σιλβέστρου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 151, 158,

            Nicolaides v. Economides (1963) 1 C.L.R. 78, 81,

            Κυριάκου ν. Κανάρη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1436,

            Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1 Α.Α.Δ. 1696.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο