Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αλέξανδρου Αλεξάνδρου (Αρ. 1) (2009) 2 ΑΑΔ 226

(2009) 2 ΑΑΔ 226

[*226]3 Απριλίου, 2009

[ΝΙΚΟΛAΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (ΑΡ. 1),

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 103/2008)

 

Ποινικός κώδικας ― Αντιφατική μαρτυρική κατάθεση, κατά παράβαση του Άρθρου 113(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Ειδική πρόθεση εξαπάτησης ― Συνιστά συστατικό στοιχείο του αδικήματος το οποίο μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας τα οποία να αποδεικνύουν την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη μόνο, όταν αυτή τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του κατηγορουμένου.

Απόδειξη ― Γνώση ― Η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης δεν αποδεικνύεται συνήθως με άμεση μαρτυρία ― Κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

Ο εφεσείων, ενώ ήταν μάρτυρας κατηγορίας σε ποινική υπόθεση στην οποία ο εργοδότης του Δ. Φραγκάκης αντιμετώπιζε κατηγορίες για μαστροπεία και αποζείν από κέρδη πορνείας, κατέθεσε με τρόπο που έτεινε να αποδείξει την αθωότητα του Δ. Φραγκάκη, γεγονός που ήταν ασυμβίβαστο ή αντιφατικό με προηγούμενη γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία. Οι προαναφερόμενες κατηγορίες προσήφθησαν εναντίον του Δ. Φραγκάκη στη βάση της κατάθεσης του εφεσείοντος στην Αστυνομία και άλλης μαρτυρίας.

Εναντίον του εφεσείοντος προσάφθηκε η κατηγορία ότι έδωσε αντιφατική μαρτυρική κατάθεση, κατά παράβαση του Άρθρου 113(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

[*227]Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωσή του ότι τα λεχθέντα υπό του εφεσείοντος κατά τη δίκη ήταν όντως ασυμβίβαστα και αντιφατικά με τα όσα ανέφερε στη γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε η απαιτούμενη ειδική πρόθεση εξαπάτησης με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε αθωωτική ετυμηγορία.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την αθωωτική απόφαση, θεωρώντας ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αποτέλεσμα πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Υποστήριξε ότι το Δικαστήριο με βάση τα αναντίλεκτα ευρήματά του, όφειλε να συμπεράνει ότι αποδείχθηκε ο σκοπός εξαπάτησης και θα έπρεπε να είχε καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής.

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ένοχη πρόθεση συνήθως ανάγεται στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου, και μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας τα οποία να αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή του κατηγορουμένου. Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη μόνο, όταν αυτή τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του κατηγορουμένου. Αν ο κατηγορούμενος δώσει εξηγήσεις που δημιουργούν αμφιβολία για την πρόθεσή του, τότε αθωώνεται λόγω αμφιβολίας. Η πρόθεση ή ειδική πρόθεση που απαιτείται για απόδειξη της υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων, συνάγεται συνήθως από το σύνολο της μαρτυρίας.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση, υπήρχαν αρκετά στοιχεία μαρτυρίας με βάση τα οποία το Δικαστήριο θα έπρεπε να συμπεράνει τον ένοχο σκοπό του εφεσίβλητου για εξαπάτηση του Δικαστηρίου και την πλημμελή απόδειξη της υπόθεσης. Το μόνο αναπόδραστο συμπέρασμα στο οποίο το Δικαστήριο θα μπορούσε να οδηγηθεί με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία ήταν το συμπέρασμα ενοχής του εφεσίβλητου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στην απουσία άλλης μαρτυρίας από την υπεράσπιση, δεν τίθετο θέμα δημιουργίας οποιασδήποτε αμφιβολίας ή ταλαντεύσεων για την ένοχη πρόθεσή του.

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος.

[*228]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παφίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,

Katelaris v. Police (1980) 2 C.L.R. 230,

Hodfield v. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. 414,

Ιακώβου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211.

Έφεση εναντίον Aθωωτικής απόφασης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kίτσιος, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 19478/07), ημερομηνίας 21/5/08.

Λ. Χατζηαθανασίου, για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος πρωτοδίκως αντιμετώπισε κατηγορία για αντιφατική μαρτυρική κατάθεση, κατά παράβαση του Άρθρου 113(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, ενώ ήταν μάρτυρας κατηγορίας σε ποινική υπόθεση εναντίον του Δημήτρη Φραγκάκη, κατέθεσε με τρόπο που έτεινε να αποδείξει την αθωότητα του πιο πάνω προσώπου, γεγονός που ήταν ασυμβίβαστο ή αντίφασκε με κατάθεση που αυτός έδωσε στην Αστυνομία σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από τον Δ. Φραγκάκη.

Ο Eφεσίβλητος εργαζόταν ως γκαρσόνι σε καμπαρέ ιδιοκτησίας του Δ. Φραγκάκη, εναντίον του οποίου η Αστυνομία εξέτασε υπόθεση αναφορικά με  εκπόρνευση γυναικών. Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, και συγκεκριμένα στις 16.9.2005, ο Eφεσίβλητος έδωσε κατάθεση (Τεκμήριο 5) στον Αστυφύλακα 2683 Χρ. Ευσταθίου, στην οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής:-

«Οι οδηγίες που είχα σαν γκαρσόνι από τον υπεύθυνο μου τον κ. Δημήτρη είναι όπως όταν με ρωτήσει ο πελάτης το τι χρειά[*229]ζεται να πληρώσει για να πάρει κοπέλα μαζί του για να την πάρει και να κάνει έρωτα μαζί της πρέπει πρώτα να της βάλει τέσσερα (4) με πέντε (5) ποτά το οποίο στοιχίζει δέκα (10) λίρες το ένα να πληρώσει το ποσό των τεσσάρων (4) πέντε (5) ποτών στον υπεύθυνο του καμπαρέ τον κ. Δημήτρη Φραγκάκη ο οποίος έπαιρνε τα χρήματα. Επίσης, όπως γνωρίζω όταν ο πελάτης έπαιρνε την κοπέλα για να κάνει έρωτα μαζί της ο κ. Φραγκάκης έλεγε στον πελάτη ότι έπρεπε να δώσει το ποσό των τριάντα (30) λιρών στην κοπέλα. Όταν η κοπέλα δεν ήθελε να πάει έξω μαζί με τον πελάτη για να κάμει έρωτα ο Δημήτρης Φραγκάκης την απειλούσε με την πρόφαση ότι εάν δεν πήγαινε με πελάτες και να κάνει έρωτα μαζί τους θα τις έδιωχνε από τη δουλειά και θα τις έστελλε στη χώρα τους.»

Στην ίδια κατάθεση κάνει επίσης αναφορά σε συγκεκριμένο περιστατικό που συνέβη στις 16.9.2005 και ώρα 2:00 το πρωί.  Ανέφερε ότι ενώ υπήρχε πελάτης στο καμπαρέ και είχε καταναλώσει δύο ποτά με κοπέλα, τον πλησίασε ο Φραγκάκης και του είπε πως αν ο πελάτης ήθελε την κοπέλα, θα έπρεπε να της βάλει ακόμα δύο ποτά και αν ήθελε να κάνει έρωτα μαζί της να πληρώσει σ’ αυτή το ποσό των £30. Ο πελάτης πλήρωσε την αξία 4 ποτών για την κοπέλα και τα λεφτά που εισέπραξε ο Eφεσίβλητος, τα έδωσε στο Φραγκάκη.

Ως αποτέλεσμα της κατάθεσης του Εφεσίβλητου και άλλης μαρτυρίας, η Αστυνομία προσήψε κατηγορίες εναντίον του Φραγκάκη για μαστροπεία και αποζείν από κέρδη πορνείας.  Στη δίκη που ακολούθησε στην ποινική υπόθεση 9771/06 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο Εφεσίβλητος κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας.  Τα όσα ανέφερε συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:-

«Ανέφερε κατ’ αρχή όταν του υποδείχθηκε η κατάθεση του ότι δεν θυμόταν όλα τα θέματα ακριβώς καθότι την ημέρα που έδωσε την κατάθεση του βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, ήταν σοκαρισμένος γιατί είχε οικογενειακά προβλήματα, είχε χωρίσει πρόσφατα, είχε προβλήματα με την γυναίκα του και ήταν καταχρεωμένος. Ανέφερε επίσης πως παρόλο που είχε δει προηγουμένως την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία (τεκμήριο 5) δεν θυμόταν ακριβώς. Θυμόταν ωστόσο την περίπτωση όπου ενώ αυτός εργαζόταν ως γκαρσόνι στο καμπαρέ του Φραγκάκη πήγε πελάτης στο καμπαρέ και αυτός τον σέρβιρε με ποτά.  Επανερχόμενος σε σχετική ερώτηση, κατά πόσο είχε πει ψέματα στην κατάθεση του ανέφερε πως δεν θυμάται τι ακριβώς εί[*230]πε προσθέτοντας πως ορισμένα πράγματα στην κατάθεση του δεν θυμόταν αν τα πράγματα είχαν γίνει έτσι.

Περαιτέρω αρνήθηκε πως στην κατάθεση του είχε αναφέρει ότι του είχαν δοθεί οδηγίες από τον Δ. Φραγκάκη όταν ρωτούσε ο πελάτης τι χρειαζόταν να πληρώσει για να πάρει κοπέλα μαζί του για να κάνει έρωτα ότι πρώτα θα έπρεπε να παραγγείλει 4-5 ποτά στην κοπέλα, προσθέτοντας, ότι τα ποτά που ο πελάτης έβαζε για την κοπέλα ήταν για το καμπαρέ για τον σκοπό ότι απασχολούσε την κοπέλα στο καμπαρέ και μιλούσε μαζί της.  Ανέφερε ακόμη ότι αυτός ως γκαρσόνι πληρωνόταν τα ποτά για τις κοπέλες και τα έδινε στον Δ. Φραγκάκη, ιδιοκτήτη του καμπαρέ.  Κατά την ένορκη του επίσης μαρτυρία ο νυν κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι στην κατάθεση του είπε πως όταν ο πελάτης έπαιρνε μια κοπέλα για να κάνει έρωτα μαζί της ο Φραγκάκης έλεγε στον πελάτη να δώσει και το ποσό των £30 στην κοπέλα, ακόμη αρνήθηκε ότι στην κατάθεση του είπε πως όταν μια κοπέλα δεν ήθελε να πάει έξω μαζί με πελάτη για να κάνει έρωτα ο Δ. Φραγκάκης την απειλούσε με την πρόφαση ότι εάν δεν πήγαινε με πελάτες και να κάνει έρωτα μαζί τους θα την έδιωχνε από την δουλειά και θα την έστελλε στη χώρα της.  Επιπλέον αρνήθηκε υποβολή ότι στην κατάθεση του ημερομηνίας 16.9.2005 ανέφερε πως στις 16.9.2005 περί ώρα 02:00 π.μ. αφού ο πελάτης έβαλε δύο ποτά σε κοπέλα ο Φραγκάκης τον πλησίασε και του είπε ότι εάν θέλει ο πελάτης να πάρει την κοπέλα να της βάλει ακόμα δύο ποτά και αν θέλει να κάνει έρωτα μαζί της να πληρώσει σε αυτήν το ποσό των £30. Τέλος αρνήθηκε πως στην κατάθεση του ανέφερε ότι η πολιτική που ακολουθούσε το καμπαρέ ο υπεύθυνος Δ. Φραγκάκης ήταν όπως όταν έμπαινε ο πελάτης στο καμπαρέ και ήθελε να πιάσει κοπέλα για να κάνει έρωτα μαζί της έπρεπε να πληρώσει 4-5 ποτά τα οποία ήταν £10 το καθένα και ακολούθως ο πελάτης να πληρώσει το ποσό των £30 στην κοπέλα για να κάνει έρωτα μαζί της και ότι τα λεφτά των 4-5 ποτών τα έπαιρνε ο κ. Φραγκάκης ως υπεύθυνος του καμπαρέ.»

Τα πιο πάνω θεωρήθηκαν ότι ήταν αντιφατικά με την γραπτή κατάθεση του στην Αστυνομία, με αποτέλεσμα να του προσαφθεί η κατηγορία δυνάμει του Άρθρου 113(2) του Κεφ. 154.

Το Άρθρο 113 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, προβλέπει ότι:-

«………………………………………………………………….... (2) Όποιος ως μάρτυρας σε συνοπτική δίκη ή σε δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου ή σε προανάκριση καταθέτει κάτι που [*231]τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει σε κατάθεση που έδωσε προηγουμένως σε δικαιούμενο πρόσωπο ή που έχει εξουσία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου που είναι σε ισχύ στην διενέργεια ανακρίσεων σε συνάφεια με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι για την απόδειξη κατηγορίας που προσάγεται δυνάμει του άρθρου αυτού δεν είναι απαραίτητο να αποδειχτεί το ψεύδος καθεμιάς από τις ασυμβίβαστες ή αντιφατικές καταθέσεις, αλλά, όταν αποδειχθεί ότι και οι δύο καταθέσεις δόθηκαν από τον κατηγορούμενο, το Δικαστήριο το οποίο τον δικάζει δυνατόν να εκδώσει καταδικαστική απόφαση, αν κρίνει ότι οι καταθέσεις ή καθεμιά από αυτές δόθηκαν με σκοπό την εξαπάτηση του Δικαστηρίου ή του προσώπου στο οποίο δόθηκαν και την πλημμελή απόδειξη της ενοχής με αυτό τον τρόπο ή της αθωότητας οποιουδήποτε προσώπου για το ποινικό αδίκημα σε συνάφεια με εκείνο το οποίο δόθηκαν οι καταθέσεις.

…………………………………………………………………....»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τα παραδεχτά γεγονότα, κατέληξε ότι τα όσα κατάθεσε ο εφεσείων στην ποινική υπόθεση 9771/06 σαφώς είναι ασυμβίβαστα και αντιφατικά με τα όσα ανέφερε στη γραπτή κατάθεση του στην Αστυνομία – Τεκμήριο 5 – με την οποία ενοχοποιούσε ευθέως τον Φραγκάκη στα υπό διερεύνηση αδικήματα.

Όμως, εξετάζοντας περαιτέρω τη νομική υπόσταση του αδικήματος, με βάση την επιφύλαξη του Άρθρου 113 του Κεφ. 154, κατέληξε ότι:-

«….απαιτείται ειδική πρόθεση η οποία θα πρέπει να υπάρχει ούτως ώστε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής ότι ο κατηγορούμενος κάνοντας τις αντιφατικές καταθέσεις είχε ως σκοπό την εξαπάτηση του Δικαστηρίου και την πλημμελή απόδειξη της ενοχής του Δ. Φραγκάκη.».

Στη συνέχεια, με αναφορά στη μαρτυρία, έκρινε ότι:-

«Εκτός από τα παραδεκτά γεγονότα δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία η οποία να στηρίζει συμπέρασμα ότι υπήρχε γνώση και αποδοχή εκ μέρους του κατηγορούμενου για την εξαπάτηση του [*232]Δικαστηρίου αλλά ούτε και μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε στοιχεία περί της πλημμελούς απόδειξης της ενοχής του Δ. Φραγκάκη. Όπως έχει νομολογηθεί (Henry Harry Hodfield v. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. σελ. 414) αμφιβολίες ως προς τέτοια ζητήματα θα πρέπει να λειτουργούν προς όφελος και απαλλαγή των κατηγορουμένων, στην παρούσα υπόθεση κρίνεται ότι δικαιολογούνται αμφιβολίες για τα θέματα που απαιτείται η ειδική αναφερόμενη πρόθεση.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποτύχει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή του κατηγορούμενου, ως εκ τούτου η κατηγορία απορρίπτεται, ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.»

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την πιο πάνω αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ως λανθασμένη ως προς το μέρος που αφορά την αναγκαιότητα απόδειξης πρόθεσης για εξαπάτηση. Θεωρεί ότι τα συμπεράσματα του δικαστηρίου είναι αποτέλεσμα πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.

Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον Εφεσείοντα, ορθά υπέδειξε ότι τα ευρήματα του δικαστηρίου που αφορούν στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, είναι αναντίλεκτα. Επίσης, δεν αμφισβήτησε ότι όπως είναι διατυπωμένο το Άρθρο 113(2) του Κεφ. 154, απαιτείται ειδική πρόθεση εξαπάτησης. Εκείνο που αμφισβητεί είναι ότι στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο με βάση τα αναντίλεκτα ευρήματα του, όφειλε να συμπεράνει ότι αποδείχθηκε ο σκοπός εξαπάτησης και θα έπρεπε να είχε καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τα όσα κατάθεσε ενώπιον του ο Εφεσίβλητος ως ασυμβίβαστα και αντιφατικά με αυτά που ανέφερε στη γραπτή κατάθεση του, θα έπρεπε να οδηγηθεί σε διαπίστωση ότι είχε αποδειχθεί η πρόθεση καταδολίευσης με αναπόφευκτη την καταδίκη του Εφεσίβλητου. Αντίθετα, είπε, το πρωτόδικο δικαστήριο εφαρμόζοντας λανθασμένα το νόμο, κατέληξε σε αθωωτική απόφαση.

Από την άλλη ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσίβλητου, ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Όπως ανέφερε, η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να προσκομίσει μαρτυρία για να αποδείξει ότι, ο Εφεσίβλητος δίδοντας τις αντιφατικές καταθέσεις, γνώριζε ότι θα εξαπατούσε το δικαστή[*233]ριο, «παρά ταύτα αποδέχθηκε να εξαπατήσει το Δικαστήριο με αυτές του τις αντιφατικές καταθέσεις».

Όπως είναι διατυπωμένο το Άρθρο 113(2), δεν χωρεί αμφιβολία ότι πέραν της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, απαιτείται ειδική πρόθεση εξαπάτησης. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Εφεσίβλητος προβαίνοντας στις αντιφατικές δηλώσεις είχε ως σκοπό την εξαπάτηση του δικαστηρίου ή του προσώπου στο οποίο δόθηκε η κατάθεση και την πλημμελή απόδειξη της ενοχής του Φραγκάκη. Ενώ με βάση τα παραδεχτά γεγονότα κατέληξε στις ορθές διαπιστώσεις και ορθά επεσήμανε την αναγκαιότητα να αποδειχθεί ειδική πρόθεση, στη συνέχεια στην προσπάθεια του να εφαρμόσει το νόμο στα γεγονότα που είχε ενώπιον του, κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Θεώρησε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι σκοπός του κατηγορούμενου ήταν η εξαπάτηση του Δικαστηρίου και η πλημμελής απόδειξη της ενοχής του Φραγκάκη. Όμως, η κατάληξη του αυτή που οδήγησε και σε αθώωση του Εφεσίβλητου, είναι λανθασμένη. Ενώπιον του ο ευπαίδευτος δικαστής είχε ικανοποιητική μαρτυρία από την οποία μπορούσε να διαπιστώσει την ένοχη πρόθεση του Εφεσίβλητου.

Η πρόθεση συνήθως ανάγεται στην πνευματική λειτουργία του κατηγορούμενου. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να εξευρεθεί απευθείας μαρτυρία που να αποδεικνύει αυτό το στοιχείο του αδικήματος. Όμως, μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας τα οποία να αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή του κατηγορουμένου. Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη μόνο, όταν αυτή τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του κατηγορουμένου (Βλ. Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102). Αν ο κατηγορούμενος δώσει εξηγήσεις που δημιουργούν αμφιβολία για την πρόθεση του, τότε του παραχωρείται το ευεργέτημα της αμφιβολίας και αθωώνεται (Βλ. Katelaris v. Police (1980) 2 C.L.R. 230). Στην υπόθεση Hodfield v. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. 414, τονίστηκε επίσης, ότι η πρόθεση ή ειδική πρόθεση που απαιτείται για να αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων, συνάγεται συνήθως από το σύνολο της μαρτυρίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά τη γνώση, διαφωτιστική είναι και η υπόθεση Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 219:-

«Η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης δεν είναι κάτι που συνή[*234]θως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία. Κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.»

Στην προκειμένη περίπτωση, υπήρχαν αρκετά στοιχεία μαρτυρίας με βάση τα οποία το δικαστήριο θα έπρεπε να συμπεράνει τον ένοχο σκοπό του Εφεσίβλητου για εξαπάτηση του δικαστηρίου και την πλημμελή απόδειξη της υπόθεσης. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι: (α) τα όσα κατάθεσε στην υπόθεση 9771/06 ήταν ασυμβίβαστα και αντιφατικά με τα όσα ανέφερε στη γραπτή κατάθεση του, (β) ότι τα όσα ανέφερε στη γραπτή κατάθεση του ενέπλεκαν τον Φραγκάκη και (γ) ότι τα όσα ανέφερε στη συνέχεια στη μαρτυρία του στο δικαστήριο έτειναν σαφώς να αποδείξουν την αθωότητα του πιο πάνω προσώπου. Περαιτέρω απέρριψε τις εξηγήσεις που έδωσε ο Εφεσίβλητος, όταν κατάθετε ενόρκως στη δίκη του Φραγκάκη, ότι ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, λόγω προβλημάτων που είχε με τη γυναίκα του. Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε ότι αυτές δεν ήταν αρκετές για να δικαιολογήσουν την αντιφατικότητα των καταθέσεων και να εξηγήσουν την διασύνδεση μεταξύ των προβλημάτων του και της ενοχοποιητικής για τον Φραγκάκη κατάθεση του στην Αστυνομία. Από τη στιγμή που το δικαστήριο απέρριψε τη μόνη εκδοχή που έχει ενώπιον του και δεν είχε ενώπιον του οτιδήποτε άλλο από πλευράς Εφεσίβλητου, λανθασμένα συμπέρανε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία που να στηρίζει συμπεράσματα ένοχης γνώσης. Τέτοια μαρτυρία υπήρχε και το μόνο αναπόδραστο συμπέρασμα ήταν αυτό της ενοχής του Εφεσίβλητου. Στην απουσία άλλης μαρτυρίας από την υπεράσπιση, δεν τίθετο θέμα δημιουργίας οποιασδήποτε αμφιβολίας ή ταλαντεύσεων για την ένοχη πρόθεση του. Η συμπεριφορά του, όπως προκύπτει από τα παραδεχτά γεγονότα, ήταν τέτοια που η ενοχή του αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Η έφεση επιτυγχάνει. Ο Εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στο αδίκημα που αντιμετωπίζει.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο