Ιωάννου Γιαννάκης ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 279

(2009) 2 ΑΑΔ 279

[*279]27 Απριλίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 125/2008)

 

Αμελής οδήγηση ― Καταδίκη οδηγού αυτοκινήτου για αμελή οδήγηση, το οποίο συγκρούστηκε με εξ αντιθέτου επερχόμενο αρθρωτό όχημα ― Τα ευρήματα και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα συμφωνούσαν με την μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη ― Το Εφετείο δεν διαπίστωσε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την επέμβασή του προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος επί των οποίων θεμελιώθηκε καταδίκη για αμελή οδήγηση ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αντιφάσεις επουσιώδους σημασίας δεν μπορούν να επηρεάσουν την αξιοπιστία τους.

Στις 13.10.2006, ο εφεσείων οδηγώντας το όχημά του στον παλαιό δρόμο Λεμεσού – Λευκωσίας με νότια κατεύθυνση συγκρούστηκε με εξ αντιθέτου επερχόμενο αρθρωτό όχημα το οποίο ρυμουλκούσε βαρέλα φορτωμένη τσιμέντο.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για αμελή οδήγηση μετά από ακροαματική διαδικασία. Με την παρούσα έφεσή του αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης του προβάλλοντας λόγους οι οποίοι επικεντρώνονται στην προσαχθείσα μαρτυρία και στην αποδοχή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο εφεσείων επικαλείται αντιφάσεις στη [*280]μαρτυρία οι οποίες, κατ’ ισχυρισμόν, υπήρχαν στη μαρτυρία των τριών μαρτύρων κατηγορίας, παρουσιάζοντας σαν τέτοιες και κάποιες διαφορές μεταξύ των σχεδιαγραμμάτων της σκηνής του δυστυχήματος. Παραπονείται επίσης ότι η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν παράλογη σε βαθμό που δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή. Η εισήγηση αυτή επικεντρώνεται στις διαφορές που υπήρχαν ως προς το σημείο που βρισκόταν το αρθρωτό τη στιγμή που ο οδηγός του αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα συνάδουν με την μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Οι κατ’ ισχυρισμόν αντιφάσεις στη μαρτυρία αποτελούν απλώς διαφορά  εκτίμησης στη μαρτυρία και δεν πλήττουν την αξιοπιστία των μαρτύρων.

2.  Η πρωταρχική ευθύνη κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά την αξιοπιστία των μαρτύρων οπόταν και δεν υπήρχε πεδίο για επέμβαση του Εφετείου επί του θέματος αυτού.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε δεόντως την αποδοχή της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων κατηγορίας, επισημαίνοντας τις εκατέρωθεν διαφοροποιήσεις και δίδοντας επαρκή δικαιολογία για το τελικό συμπέρασμά του ως προς την αξιοπιστία τους.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (X”Kυριάκου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4518/07), ημερομηνίας 8/7/08.

Α. Παπαδόπουλος, για τον Εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*281]αναγνώσει ο Δικαστής Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 13.10.2006, ο εφεσείων οδηγώντας το αυτοκίνητο του με αριθμό εγγραφής ΗΕΑ867, στον παλαιό δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας με νότια κατεύθυνση, συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου ερχόμενο αρθρωτό όχημα με αριθμό εγγραφής ΗΧΕ958, που οδηγούσε ο Νικόλαος Κούρος.

Αποτέλεσμα της πιο πάνω σύγκρουσης ήταν η πρόσαψη κατηγοριών εναντίον του εφεσείοντα για αμελή οδήγηση και οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς άδεια κυκλοφορίας. Υπήρξε παραδοχή στη δεύτερη κατηγορία και προχώρησε η υπόθεση με ακρόαση για την αμελή οδήγηση.

Στις 8.7.2008, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στην πιο πάνω κατηγορία. Την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης αμφισβητεί ο εφεσείων με ένα ομολογουμένως, μακρύ κατάλογο λόγων έφεσης.

Στο σημείο αυτό θεωρούμε ορθό να παραθέσουμε αυτούσιο το κείμενο των ευρημάτων της ευπαιδεύτου πρωτόδικης δικαστού, έτσι ώστε να γίνονται πιο κατανοητοί, οι λόγοι έφεσης.

«Έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας και δεδομένης της πιο πάνω αξιολόγησης, αποτελεί εύρημά μου ότι κατά την 13.10.2006 και γύρω στις 06.50 ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ.εγγραφής ΗΕΑ867 στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με νότια κατεύθυνση, ενώ ο Νικόλαος Κούρος οδηγούσε το αρθρωτό όχημα με αρ.εγγραφής ΗΧΕ 958, το οποίο ρυμουλκούσε βαρέλα φορτωμένη τσιμέντο, με βόρεια κατεύθυνση. Σε ένα σημείο του δρόμου πάνω στην αερογέφυρα της Ακτής του Κυβερνήτου κοντά στο 55.200 χλμ. του δρόμου, όπου υπάρχει κατηφορική αριστερή στροφή ως η πορεία του Κατηγορουμένου, ο Κατηγορούμενος εισήλθε ελαφρώς εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του αρθρωτού και τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν στις μπροστινές δεξιές τους πλευρές. Ως αποτέλεσμα της σφοδρής σύγκρουσης το αυτοκίνητο του Κατηγορουμένου περιστράφηκε και κατέληξε στην τελική θέση που φαίνεται στο Τεκμήριο 3. Το αρθρωτό πλαγιολίσθησε και ακινητοποιήθηκε λίγα μέτρα πιο κάτω. Ο Κατηγορούμενος εγκλωβίστηκε στο όχημά του και απεγκλωβίστηκε με τη βοήθεια της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας πριν μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο.»

Επιχειρηματολογώντας για υποστήριξη του πρώτου λόγου έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, έδωσε έμφαση σε [*282]αντιφάσεις που, κατά την άποψη του, υπήρχαν μεταξύ των τριών μαρτύρων κατηγορίας, για να αμφισβητήσει την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία τους.

Θεωρούμε σημαντικό να επιβεβαιώσουμε ότι η προσφερόμενη στο εφετείο δυνατότητα επέμβασης στη δοθείσα, μέσα από την απόφαση, κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν ενεργοποιείται παρά μόνο όταν καταδειχθεί λάθος. Δεν είναι κάθε διαφορετική δήλωση ή εξήγηση που δίδεται από δύο μάρτυρες, κατ’ ανάγκη ουσιώδης αντίφαση που οδηγεί σε εύρημα αναξιοπιστίας. Είναι λογικό και άλλωστε αναμενόμενο να υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις δεδομένων από δυο μάρτυρες, χωρίς η διαφορετικότητα αυτή απαραίτητα να στοιχειοθετεί λόγο για απόρριψη της μαρτυρίας τους.

Στην κρινόμενη υπόθεση υπάρχουν διαφοροποιήσεις και διαφορετικές εκτιμήσεις στη μαρτυρία των δυο αστυνομικών (ΜΚ1 και 2) από τη μια και του οδηγού του αρθρωτού (ΜΚ3) από την άλλη. Το πρωτόδικο δικαστήριο όμως εξηγεί το λόγο που το ώθησε να αποδεχτεί τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας, του επισημαίνοντας τις εκατέρωθεν διαφοροποιήσεις και δίδοντας επαρκή δικαιολογία για το τελικό συμπέρασμα του ως προς την αξιοπιστία τους. Συνεπώς δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης στο πιο πάνω εύρημα του Δικαστηρίου.

Στο δεύτερο λόγο έφεσης ενώ προβάλλεται ως απαράδεχτη η αποδοχή της προσαχθείσας μαρτυρίας, για λόγους που αντιστρατεύονται «την κοινή λογική και βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας», ουσιαστικά επαναλαμβάνει ο συνήγορος τις διαφορές που πρόβαλε και στον πρώτο λόγο έφεσης.  Δεν συμφωνούμε ότι υπήρχαν σταθερά ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα που αγνοήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντίθετα σε μια αναλυτική επεξήγηση δίδονται οι λόγοι που οδήγησαν το Δικαστήριο στην αποδοχή της μαρτυρίας των δύο αστυνομικών. Τα πιο πάνω ισχύουν και για τον τρίτο λόγο έφεσης.

Ως προς τις υπάρχουσες διαφορές στα σχεδιαγράμματα της σκηνής του δυστυχήματος τεκμήρια 2 και 3, που όπως διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο υπήρχαν, αναφέρεται:

«Επειδή έγινε επανειλημμένως λόγος από την Υπεράσπιση για διαφορές μεταξύ του πρόχειρου και του συμμετρικού, θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω ότι η εξήγηση που έδωσαν οι Μ.Κ.1 και 2 συνάδει πλήρως με την κοινή λογική. Είναι αυτονόητο ότι ένας αστυνομικός ο οποίος ετοιμάζει σχέδιο στη σκηνή ενός δυστυ[*283]χήματος θα σκιτσάρει πρόχειρα με το χέρι όσο καλύτερα μπορεί τον δρόμο, τα εμπλεκόμενα οχήματα, τα ίχνη κ.ο.κ.  Δεν είναι λογικό να αναμένει κανείς από αυτόν να αποτυπώσει σε ένα πρόχειρο σκίτσο όλα αυτά τα σημεία με απόλυτη συμμετρία. Αυτό όμως που οφείλει να διασφαλίσει είναι ότι θα καταγράψει με ακρίβεια στο πρόχειρο τις μετρήσεις στις οποίες προέβη, χρησιμοποιώντας βασική γραμμή μέτρησης η οποία να ξεκινά από συγκεκριμένο σταθερό σημείο, ούτως ώστε όταν οι μετρήσεις αυτές μεταφερθούν και αποτυπωθούν επακριβώς σε συμμετρικό σχέδιο, η εικόνα που θα παρουσιάζει αυτό να αντανακλά την πραγματικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, έχω ικανοποιηθεί πλήρως ότι αυτό έχει συμβεί.»

Θεωρούμε την πιο πάνω προσέγγιση ορθή και δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης. Επομένως οι πέμπτος και έβδομος λόγος έφεσης δεν έχουν έρεισμα.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα με τον τέταρτο λόγο έφεσης εισηγείται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εκδοχή που πρόβαλε η υπεράσπιση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε με σαφήνεια και πειστικότητα τους λόγους που το οδήγησαν στην απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα. Όπως σημειώσαμε η πρωταρχική ευθύνη κρίσης της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ανήκει στον πρωτόδικο δικαστή, και δεν επεμβαίνει το εφετείο εκτός αν υπάρχουν λάθη. Εδώ δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο.

Στον έκτο λόγο έφεσης προκρίνεται ως παράλογη η προσαχθείσα μαρτυρία, σε βαθμό που δεν έπρεπε να γίνει αποδεχτή.  Επικεντρώνεται η εισήγηση στις διαφορές που υπήρχαν ως προς το σημείο που βρισκόταν το αρθρωτό τη στιγμή που ο οδηγός του αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Βρίσκουμε τις παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που οδήγησαν στην αποδοχή της μαρτυρίας του οδηγού του αρθρωτού (ΜΚ3) αρκούντως ικανοποιητικές σε βαθμό που δεν δικαιολογείται η επέμβαση μας.

Ούτε ο όγδοος λόγος έχει οποιοδήποτε πιθανότητα επιτυχίας αφού ουσιαστικά επαναλαμβάνει όσα έχουν λεχθεί προηγουμένως στους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο