Σωτηριάδου Μαρία ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 356

(2009) 2 ΑΑΔ 356

[*356]15 Ιουνίου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 41/2009)

 

Ποινή ― Διαδοχικές ποινές ― Ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής ― Αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών ως μέτρο ποινικής μεταχείρισης αδικοπραγούντων ― Το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ αδικήματος και ποινής.

Ποινή ― Αναστολή ποινής ― Ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής ― Εξουσία του Δικαστηρίου στην περίπτωση όπου η αναστολή ποινής διατάσσεται από το Δικαστήριο κατά το χρόνο επιβολής της ποινής και της περίπτωσης όπου η αναστολή παραχωρείται με προεδρική χάρη.

Ποινή ― Πραγματικά γεγονότα που ενδεχομένως να επηρεάσουν τον καθορισμό της ποινής ― Ύπαρξη ανασταλείσας με προεδρικό ένταλμα ποινής ― Τόσο ο κατηγορούμενος όσο και η κατηγορούσα αρχή έχουν καθήκον να τα αναφέρουν στο Δικαστήριο.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου επέβαλε στην εφεσείουσα και σε ένα ακόμα πρόσωπο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 – 6 μηνών σε κατηγορίες που αφορούσαν σε πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

Η εφεσείουσα, η οποία δεν εκπροσωπείται στην έφεση από δικηγόρο, εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή εγείροντας απλά ως λόγο έφεσης “υπερβολική ποινή”. Η ανησυχία της έγκειται στο ότι με την επιβολή ποινής φυλάκισης με την υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση, θα διακοπεί η αναστολή έκτισης προηγούμενης ποινής φυλάκισης που [*357]δόθηκε σε αυτή με απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συνακόλουθα δε, η εφεσείουσα μετά την έκτιση της εξάμηνης ποινής φυλάκισης, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, θα υποχρεούται να εκτίσει διαδοχικά και την υπολοιπόμενη ποινή του 1 έτους, 6 μηνών και 15 ημερών από την προηγούμενη της καταδίκη. Η εφεσείουσα υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ίσως να απέφευγε να επιβάλει ποινή φυλάκισης ή ενδεχόμενα να ανέστελλε την έκτισή της, εάν γνώριζε ότι με την επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης, θα ενεργοποιείτο αυτόματα η υποχρέωση έκτισης του υπολοίπου της προηγούμενης ποινής που της είχε επιβληθεί, έτσι ώστε η συνολική τιμωρία να μην ήταν υπερβολική.

Η εκπρόσωπος της εφεσίβλητης υπέβαλε ότι ακόμα και η ενεργοποίηση της προηγουμένως ανασταλείσας ποινής μετά την έκτιση της υπό κρίση ποινής, δεν εγείρουν θέμα υπερβολικής συνολικής τιμωρίας για τα αδικήματα που διέπραξε η εφεσείουσα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τόσο η υπεράσπιση όσο και η κατηγορούσα αρχή είχαν καθήκον να αναφέρουν στο εκδικάζον Δικαστήριο τα γεγονότα που σχετίζονταν με την ανασταλείσα ποινή για να ληφθούν υπόψη κατά την επιβολή της νέας ποινής, ώστε το σύνολο επιβληθείσας και ενεργοποιηθείσας ποινής να μην είναι υπερβολικό. Αν και θα αναμενόταν όπως το θέμα αυτό τεθεί από πλευράς υπεράσπισης για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, εν τούτοις την πρωταρχική ευθύνη να διαφώτιζε το Δικαστήριο ως προς το στοιχείο αυτό την είχε η κατηγορούσα αρχή. Δεδομένης δε της παράλειψης τόσο της υπεράσπισης όσο και της κατηγορούσας αρχής να το πράξουν, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα δεν το έλαβε υπόψη και επαφίεται τώρα στο Εφετείο να προβεί σε αξιολόγηση της σημασίας του.

2. Όταν επιβάλλονται διαδοχικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς τη δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, είναι καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή όπως βεβαιωθεί ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό.

3.  Υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της περίπτωσης όπου η αναστολή της ποινής διατάσσεται από το Δικαστήριο όταν αυτό επέβαλλε την ποινή και της περίπτωσης όπου η αναστολή παραχωρείται μεταγενέστερα, δυνάμει απόφασης του Προέδρου της [*358]Δημοκρατίας. Η διαφορά έγκειται στο εξής: Το Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται επιβολής ποινής για το μεταγενέστερο αδίκημα, έχει διακριτική εξουσία ως προς το εάν και κατά πόσο θα ενεργοποιήσει ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί προηγουμένως στον κατηγορούμενο και η έκτισή της είχε ανασταλεί από το Δικαστήριο και έχει επίσης διακριτική εξουσία ως προς το εάν και κατά πόσο θα ενεργοποιήσει ολόκληρη την έκταση της ανασταλείσας ποινής ή αντίθετα μόνο ένα μικρό ή μεγάλο μέρος της.

     Στην περίπτωση όπου η αναστολή είχε δοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το ποινικό Δικαστήριο, αφ’ ης στιγμής καθίσταται γνώστης της ύπαρξης ποινής φυλάκισης η οποία αναστάληκε με προεδρικό ένταλμα, υποχρεούται να εκλάβει ως δεδομένο ότι αν επιβάλει ποινή φυλάκισης για το νέο αδίκημα τότε ανυπερθέτως και αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί και η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης την οποία ο κατηγορούμενος υποχρεωτικά θα εκτίσει διαδοχικά με την επιβληθείσα για το νέο αδίκημα ποινή και σε όλη την έκτασή της που είχε απομείνει πριν την αναστολή της. Γι’ αυτό δε το λόγο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τίθεται ενώπιον του επιβάλλοντος ποινή Δικαστηρίου το γεγονός της ύπαρξης ανασταλείσας με προεδρικό ένταλμα ποινής, έτσι ώστε να σταθμίσει τις επιπρόσθετες σοβαρές επιπτώσεις που θα έχει ενδεχόμενη νέα ποινή φυλάκισης στον κατηγορούμενο. Αυτές τις σωρευτικές επιπτώσεις που θα προκύψουν από το συνδυασμό των δύο ποινών είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί και θα πρέπει να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο.

4.  Ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, το Εφετείο, με δισταγμό, καταλήγει να αναστείλει την έκτιση της ποινής της 6μηνης φυλάκισης η οποία είχε επιβληθεί στην εφεσείουσα, λαμβάνοντας υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

     Την έκτιση μεγάλου μέρους της προηγουμένως επιβληθείσας ποινής των 4 ετών φυλάκισης και του μεγαλύτερου μέρους της προσβαλλόμενης με την έφεση ποινή της 6μηνης φυλάκισης, των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει η εφεσείουσα, την πλήρη μεταμέλειά της και την απολογία της για τις άνομες πράξεις της.

5.  Η έκτιση των ποινών 4 και 6 μηνών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί στην εφεσείουσα αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από την ημερομηνία επιβολής τους.

Η έφεση επιτράπηκε.

[*359]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπαχρίστου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155,

Ηρακλέους v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327,

Μιχαήλ v. Αστυνομίας (2009) 2 A.A.Δ. 243,

Bocskei v. R. [1970] 54 Cr. App. R. 519,

Χριστοδούλου κ.ά. v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Γεωργίου-Aντωνίου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 1413/07), ημερομηνίας 14/1/09.

Η Εφεσείουσα εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Δ. Παπαμιλτιάδους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα και ακόμα ένα πρόσωπο βρέθηκαν ένοχοι από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, κατόπιν δικής τους παραδοχής, σε 21 συνολικά κατηγορίες που αφορούσαν σε πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και απόσπαση περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298, 333, 335 και 339 του Ποινικού Κώδικα. Στις 14.1.2009 το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη και τρεις άλλες υποθέσεις που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι, με παρόμοιες κατηγορίες, επέβαλε σ’ αυτούς συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4-6 μηνών. Η εφεσείουσα, η οποία δεν εκπροσωπείται στην έφεση από δικηγόρο, εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή εγείροντας απλά ως λόγο έφεσης “υπερβολική ποινή”.

Κατά την ακρόαση της έφεσης αποκαλύφθηκε ότι στην ουσία η [*360]εφεσείουσα δεν έχει κανένα παράπονο από την έκταση της ποινής η οποία της επιβλήθηκε για τα αδικήματα τα οποία διέπραξε. Όπως η ίδια ρητά δήλωσε, δεν έχει κανένα πρόβλημα με την 6μηνη φυλάκιση την οποία εκτίει. Η ανησυχία της εφεσείουσας στη βάση της οποίας κίνησε το μηχανισμό της έφεσης έγκειται κάπου αλλού και σε σχέση με τούτο απαιτείται όπως γίνει μια σύντομη αναδρομή σε γεγονότα που είχαν προηγηθεί της πρωτόδικης απόφασης.

Η εφεσείουσα είχε καταδικασθεί στις 11.4.2001 από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε φυλάκιση 4 ετών για αδικήματα κλοπής επιταγής, πλαστογραφίας και συναφείς κατηγορίες. Αφού εξέτισε μεγάλο μέρος της ποινής που της είχε επιβληθεί, στις 19.12.2002 έτυχε του ευεργετήματος αναστολής έκτισης του υπολοίπου της ποινής της, με απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνεται από το κείμενο της Προεδρικής απόφασης το οποίο παρουσιάστηκε ενώπιόν μας, αναστάληκε η έκτιση του υπολοίπου της ποινής της (1 έτος, 6 μήνες και 15 ημέρες) για περίοδο 5 ετών από την 23.12.2002, υπό τον εξής όμως όρο, το λεκτικό του οποίου μεταφέρουμε εδώ αυτούσιο:

“Εάν οποτεδήποτε προ της παρόδου της περιόδου αναστολής η κατάδικος διαπράξει νέο αδίκημα και καταδικαστεί γι’ αυτό είτε προ είτε μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου των 5 ετών σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα κατά τα ανωτέρω ποινή θα ενεργοποιηθεί αυτόματα εις τρόπον ώστε, μετά την έκτιση της οποιασδήποτε τέτοιας νέας ποινής, η κατάδικος να εκτίσει, εν συνεχεία, το υπόλοιπο της δυνάμει του παρόντος Εντάλματος ανασταλείσας ποινής…”

Η καταδίκη επομένως της εφεσείουσας και η επιβολή σ’ αυτήν της ποινής φυλάκισης κατά την 14.1.2009 με την υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της αναστολής έκτισης της προηγούμενης ποινής που είχε δοθεί με την Προεδρική απόφαση, και συνακόλουθα η εφεσείουσα μετά την έκτιση της εξάμηνης ποινής φυλάκισης που είναι εδώ αντικείμενο της έφεσης, θα υποχρεούται να εκτίσει διαδοχικά και την υπολοιπόμενη ποινή του 1 έτους, 6 μηνών και 15 ημερών από την προηγούμενή της καταδίκη. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η εφεσείουσα προσέφυγε στο Εφετείο, επικαλούμενη κατά κύριο λόγο το ότι τα γεγονότα που αφορούσαν στην ύπαρξη της Προεδρικής αναστολής και στην αυτόματη ενεργοποίηση της υποχρέωσης έκτισης του υπολοίπου της προηγούμενης ποινής που της είχε επιβληθεί, δεν είχαν τεθεί δυστυχώς υπόψη του πρωτόδικου ποινικού [*361]Δικαστηρίου. Εάν δε το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του ότι επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης, αυτό θα είχε το πιο πάνω σοβαρό επακόλουθο, ίσως να απέφευγε να επιβάλει μια τέτοια ποινή, ή ενδεχόμενα να ανέστελλε την έκτισή της, έτσι ώστε η συνολική τιμωρία της να μην ήταν τελικά υπερβολική. Επικαλέστηκε περαιτέρω η εφεσείουσα και τις προσωπικές της συνθήκες αφού είναι μητέρα ενός ανήλικου παιδιού και αντιμετωπίζει πολλαπλά προβλήματα υγείας. Εξέφρασε περαιτέρω η εφεσείουσα επανειλημμένα ενώπιόν μας την πλήρη μεταμέλεια και απολογία της για τις άνομες πράξεις της.

Από δικής της πλευράς η εκπρόσωπος της εφεσίβλητης αφού διαφώτισε λεπτομερώς το Δικαστήριο ως προς τα πιο πάνω γεγονότα, μας παρέπεμψε σε σχετική επί του θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εισηγήθηκε ότι η επιβληθείσα ποινή δεν ήταν καθόλου υπερβολική δεδομένου ότι είχαν ληφθεί υπόψη 3 άλλες υποθέσεις και του ότι η εφεσείουσα αντιμετώπιζε και προηγούμενη καταδίκη 4 ετών φυλάκισης. Ακόμα και η ενεργοποίηση της προηγουμένως ανασταλείσας ποινής μετά την έκτιση της υπό κρίση ποινής, δεν εγείρουν θέμα υπερβολικής συνολικής τιμωρίας για τα αδικήματα που διέπραξε η εφεσείουσα.

Στην υπόθεση Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62, στην οποία μας παρέπεμψε η συνήγορος της εφεσίβλητης, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ασχοληθεί με θέμα παρόμοιο όπως αυτό που εγείρεται στην παρούσα έφεση. Και εκεί τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου κάποια γεγονότα που προσέδιδαν μια εικόνα διαφορετική από εκείνη την οποία είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, μέσα στην περίοδο των 3 ετών που είχε ανασταλεί με Προεδρική απόφαση η ποινή 4ετούς φυλάκισης που εξέτιε ο εφεσείων για αδίκημα ένοπλης ληστείας, αυτός διέπραξε το αδίκημα της κατοχής ηρωίνης για το οποίο καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών. Όμως επιπρόσθετα, το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του, που ήταν περίπου 14 μήνες, ενεργοποιήθηκε αυτόματα και επομένως μετά την έκτιση της δίμηνης φυλάκισής του, ο εφεσείων θα έπρεπε να υπηρετήσει και την υπόλοιπη ποινή του. Το Εφετείο αναφέρθηκε στη γενική αρχή σύμφωνα με την οποία όταν το Δικαστήριο επιβάλλει ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται ανασταλείσα ποινή διαδοχικά, έχει καθήκον να βεβαιωθεί πως το σύνολο των ποινών δεν είναι υπερβολικό με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Ενόψει δε των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης εκείνης, της μικρής ποσότητας ηρωίνης, του ότι ο εφεσείων ήταν χρήστης υπό θεραπεία αποτοξίνωσης κλπ., το Εφετείο αντικατέστησε την ποινή φυλάκισης με ποινή προστίμου, οπότε [*362]και δεν ετίθετο θέμα ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής. Σχολιάζοντας δε την παράλειψη γνωστοποίησης των γεγονότων που σχετίζονταν με την ανασταλείσα ποινή προς το εκδικάζον Δικαστήριο, το Εφετείο επισήμανε ότι τόσο η υπεράσπιση όσο και η κατηγορούσα αρχή είχαν καθήκον να τα αναφέρουν ώστε να ληφθούν και αυτά υπόψη.

Παρόμοια με την ανωτέρω ήταν η προσέγγιση του Εφετείου και στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155. Όπως παρατήρησε το Εφετείο στη σελίδα 158 του τόμου των Αποφάσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο μη γνωρίζοντας τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης και τις συνεπαγόμενες επιπτώσεις από την επιβολή ποινής φυλάκισης, επέβαλε την ποινή στον εφεσείοντα και αυτομάτως προκάλεσε την ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης, σύμφωνα με τους όρους του προεδρικού εντάλματος. Οπότε, δικαίως ο εφεσείων επαραπονείτο ότι δεν είχε τεθεί το θέμα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η συνεκτίμηση του οποίου ενδεχόμενα να οδηγούσε το Δικαστήριο σε άλλη σκέψη. Τελικά το Εφετείο αντικατέστησε την εφεσιβληθείσα ποινή 6μηνης φυλάκισης με εγγύηση £500 για 3 έτη αφού όμως έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι είχε ήδη παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από το χρόνο τέλεσης των νέων αδικημάτων.

Στη μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327 και πάλι το Εφετείο απέδωσε ικανή σημασία στο γεγονός πως δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το γεγονός ότι με την επιβολή φυλάκισης θα ενεργοποιείτο αυτόματα και η ανασταλείσα με προεδρικό ένταλμα ποινή, το υπόλοιπο της οποίας ήταν 9 μήνες και 23 ημέρες. Λαμβάνοντας και αυτό υπόψη, το Εφετείο μείωσε την επιβληθείσα για το νέο αδίκημα ποινή από 15 σε 9 μήνες φυλάκιση, έτσι ώστε το σύνολο επιβληθείσας και ενεργοποιηθείσας ποινής να μην ήταν υπερβολικό.

Για παρόμοιους λόγους όπως και στις προαναφερθείσες αποφάσεις, το Εφετείο στην πρόσφατη απόφασή του την οποία εξέδωσε στη Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2009) 2 A.A.Δ. 243, διέταξε την αναστολή έκτισης επιβληθείσας ποινής 14μηνης φυλάκισης, η επιβολή της οποίας θα είχε ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση άλλης ποινής 3 περίπου ετών η οποία είχε ανασταλεί με προεδρικό ένταλμα. Έλαβε όμως σοβαρά υπόψη του το Εφετείο στην κατάληξή του αυτή, το ότι είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της διάπραξης του νέου αδικήματος και της επιβολής ποινής, καθώς επίσης έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι στο μεταξύ οι [*363]προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα άλλαξαν ουσιωδώς υπέρ του. Τονίζοντας τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, το Εφετείο ανέστειλε την έκτιση της ποινής έτσι ώστε να μην είχε ως συνέπεια την ενεργοποίηση της ποινής που είχε ανασταλεί με προεδρική απόφαση.

Εξετάζοντας τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, παρατηρούμε τα εξής:

Αναμφίβολα, όποια σημασία και να έχει το γεγονός ότι η ποινή η οποία είχε προηγουμένως επιβληθεί στην εφεσείουσα, τελούσε υπό αναστολή κατόπιν προεδρικού εντάλματος και συνακόλουθα το ότι η επιβολή νέας ποινής φυλάκισης θα είχε την επίπτωση ενεργοποίησης της πρώτης, ήταν ένα σημαντικό γεγονός το οποίο θα έπρεπε να τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αν και θα αναμενόταν όπως τεθεί αυτό το θέμα από πλευράς υπεράσπισης για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, εν τούτοις πιστεύουμε ότι την πρωταρχική ευθύνη να διαφώτιζε το Δικαστήριο ως προς το στοιχείο εκείνο την είχε η κατηγορούσα αρχή. Εκθέτοντας τα γεγονότα της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα ενώ αναφερόταν στο γεγονός ύπαρξης προηγούμενης καταδίκης, η κατηγορούσα αρχή όφειλε να γνωρίζει και να μεταδώσει στο Δικαστήριο το γεγονός ότι μέρος της ποινής που είχε επιβληθεί σε σχέση με την προηγούμενη καταδίκη τελούσε υπό αναστολή και θα ενεργοποιείτο με την επιβολή νέας ποινής φυλάκισης. Δεδομένου όμως ότι ούτε η κατηγορούσα αρχή ούτε και η υπεράσπιση έθεσαν το θέμα και δικαιολογημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το έλαβε υπόψη, θα πρέπει τώρα να αξιολογήσουμε εμείς τη σημασία του.

Είναι καλά θεμελιωμένη αρχή από τη νομολογία ότι όταν επιβάλλονται διαδοχικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς τη δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, είναι καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή όπως βεβαιωθεί ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό. (Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας, Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) και Bocskei v. R. [1970] 54 Cr. App. R. 519).

Είναι προφανές ότι η πιο πάνω αρχή εφαρμόζεται είτε η προηγουμένως ανασταλείσα ποινή είχε ανασταλεί υπό του Δικαστηρίου όταν αυτό επέβαλλε την ποινή, είτε αυτή είχε ανασταλεί μεταγενέστερα, δυνάμει απόφασης του Προέδρου της Δημοκρατίας κατ’ ενάσκηση συνταγματικού του δικαιώματος. Σε σχέση με τούτο όμως υπάρχει μεταξύ των δύο περιπτώσεων μια σημαντική δια[*364]φορά η οποία έγκειται στο εξής: Επιτελώντας το καθήκον για επιβολή της κατάλληλης ποινής στην πρώτη περίπτωση, το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο εξετάζει το θέμα επιβολή ποινής για το νέο αδίκημα, χωρίς να επηρεάζεται στην απόφασή του ως προς το είδος και την έκταση της ποινής, από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος τελεί υπό περίοδο αναστολής έκτισης ποινής φυλάκισης που είχε επιβληθεί προηγουμένως. Αξιολογεί κάθε σχετικό παράγοντα και επιβάλλει την κατάλληλη ποινή η οποία αρμόζει τόσο στο αδίκημα όσο και στον αδικοπραγούντα. Μόνο δε στην περίπτωση κατά την οποία επιβάλλει ποινή στο νέο αδίκημα θα προχωρήσει το Δικαστήριο να εξετάσει θέμα ενεργοποίησης ανασταλείσας προηγουμένως ποινής. (Χριστοδούλου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443). Περαιτέρω, αν και αυτό δεν αναφέρεται στο Νόμο, η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης μπορεί να ενεργοποιηθεί για περίοδο μικρότερη από την επιβληθείσα. Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται επιβολής ποινής για το μεταγενέστερο αδίκημα, έχει διακριτική εξουσία ως προς το εάν και κατά πόσο να ενεργοποιήσει ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί προηγουμένως στον κατηγορούμενο και η έκτισή της είχε ανασταλεί από το Δικαστήριο και έχει επίσης διακριτική εξουσία ως προς το εάν και κατά πόσο θα ενεργοποιήσει ολόκληρη την έκταση της ανασταλείσας ποινής ή αντίθετα μόνο ένα μικρό ή μεγάλο μέρος της.

Εξετάζοντας όμως τις εξουσίες του ποινικού Δικαστηρίου όταν αυτό επιλαμβάνεται του θέματος επιβολής ποινής για νέο αδίκημα σε κατηγορούμενο στον οποίο προηγουμένως επιβληθείσα ποινή φυλάκισης αναστάληκε αργότερα με απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι εξουσίες του Δικαστηρίου είναι σαφώς πιο περιορισμένες και διαφορετικές από την προηγούμενη περίπτωση όπου ήταν το Δικαστήριο που είχε διατάξει την αναστολή. Στην περίπτωση όπου η αναστολή είχε δοθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το ποινικό Δικαστήριο δεν έχει λόγο ή δικαίωμα να πράξει οτιδήποτε σε σχέση με αυτή. Ούτε να επιληφθεί θέματος μη ενεργοποίησης της νομιμοποιείται, ούτε και θέματος ενδεχόμενης ενεργοποίησής της για μικρότερο χρονικό διάστημα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο, αφ’ ης στιγμής καθίσταται γνώστης της ύπαρξης ποινής φυλάκισης η οποία αναστάληκε με προεδρικό ένταλμα, υποχρεούται να εκλάβει ως δεδομένο ότι αν επιβάλει ποινή φυλάκισης για το νέο αδίκημα τότε ανυπερθέτως και αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί και η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης την οποία ο κατηγορούμενος υποχρεωτικά θα εκτίσει διαδοχικά με την επιβληθείσα για το νέο αδίκημα ποινή και σε όλη την έκτασή της που είχε απομείνει πριν την αναστολή της. Γι’ αυτό δε το λόγο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τίθεται ενώπιον του επιβάλλο[*365]ντος ποινή Δικαστηρίου το γεγονός της ύπαρξης ανασταλείσας με προεδρικό ένταλμα ποινής, έτσι ώστε να σταθμίσει τις επιπρόσθετες σοβαρές επιπτώσεις που θα έχει ενδεχόμενη νέα ποινή φυλάκισης στον κατηγορούμενο. Αυτές τις σωρευτικές επιπτώσεις που θα προκύψουν από το συνδυασμό των δύο ποινών είναι το μόνο στοιχείο που μπορεί και θα πρέπει να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο.

Με γνώμονα τις πιο πάνω επισημάνσεις και επανερχόμενοι στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, παρατηρούμε τα εξής:

Κατ’ αρχήν το ότι η ποινή φυλάκισης είναι η μόνη αρμόζουσα για τα νέα αδικήματα που διέπραξε η εφεσείουσα δεν διατηρούμε καμιά αμφιβολία. Και αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση που δεν γνώριζε το Δικαστήριο για την ύπαρξη της ανασταλείσας ποινής, όσο και στην περίπτωση που το γνώριζε, όπως και εμείς τώρα. Το μόνο που μπορούσε να μας προβληματίσει και μας έχει προβληματίσει σοβαρά, είναι το κατά πόσο η νέα ποινή θα ήταν δίκαιο να ανασταλεί, έτσι ώστε να μην υποστεί η εφεσείουσα τις σωρευτικές επιπτώσεις πλήρους έκτισης και των δύο ποινών διαδοχικά. Θα πρέπει να πούμε ότι δεν είναι χωρίς δυσκολία που καταλήξαμε σε απόφαση να αναστείλουμε την έκτιση της ποινής 6μηνης φυλάκισης η οποία είχε επιβληθεί στην εφεσείουσα, λαμβάνοντας υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

α.  Το πραγματικό γεγονός ότι ήδη από την προηγουμένως επιβληθείσα ποινή των 4 ετών φυλάκισης, η εφεσείουσα είχε ήδη εκτίσει ένα μεγάλο μέρος με αποτέλεσμα να παραμείνει προς έκτιση μόνο περίοδος 1 έτους, 6 μηνών και 15 ημερών.

β.  Το πραγματικό γεγονός ότι η εφεσείουσα έχει ήδη εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος από την προσβαλλόμενη με την έφεση ποινή της 6μηνης φυλάκισης και θα αποφυλακιζόταν εντός των προσεχών εβδομάδων.

γ. Τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει η εφεσείουσα η οποία υπέστη χειρουργικές επεμβάσεις μαστού και αφαίρεσης κύστεων και πάσχει από ρευματοειδή αρθρίτιδα, όπως επίσης και το ότι είναι μητέρα ενός ανήλικου παιδιού.

δ.  Την πλήρη μεταμέλεια την οποία επανειλημμένα εξέφρασε και ενώπιόν μας και την απολογία της για τις άνομες πράξεις της.

[*366]Με γνώμονα αυτούς του παράγοντες, όχι χωρίς δισταγμό, έχουμε αποφασίσει όπως διατάξουμε την αναστολή των εφεσιβαλλόμενων ενώπιόν μας ποινών φυλάκισης.

Διατάσσεται η αναστολή έκτισης των ποινών 4 και 6 μηνών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί στην εφεσείουσα για περίοδο 3 ετών από την ημερομηνία επιβολής τους.

Η έφεση επιτρέπεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο