Χαραλάμπους Χαράλαμπος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 424

(2009) 2 ΑΑΔ 424

[*424]15 Ιουλίου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 104/2009)

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 105/2009)

ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΚΑΪΖΕΡ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Eφέσεις Aρ. 104/2009, 105/2009)

 

Ποινικός Κώδικας ― Πλαστογραφία επιταγής, κυκλοφορία πλαστής επιταγής και απόσπαση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις ― Ύπαρξη γνώσης των περιστατικών που στοιχειοθετούν τα αδικήματα ― Πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Αμφιβολίες για την ύπαρξη γνώσης από πλευράς του κατηγορουμένου, οδηγούν στην αθώωσή του.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και κατάληξη σε ακροσφαλή ευρήματα ― Οδήγησε σε ακύρωση καταδίκης κατ’ έφεση.

Οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν για πλαστογραφία επιταγής, κυ[*425]κλοφορία πλαστής επιταγής και απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις. Οι υπό εξέταση εφέσεις προσβάλλουν την ορθότητα της καταδίκης τους.

Έφεση Aρ.104/2009

Οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε ο εφεσείων αφορούσαν σε επιταγή η οποία φερόταν να είχε υπογραφεί από κάποια Άντρη Τουμάζου, ως εκδότρια, με δικαιούχο την εταιρεία Josephico Trading Ltd, για το ποσό των £4.002. Η εν λόγω επιταγή πλαστογραφήθηκε και κυκλοφόρησε στις 8.8.2007 στη Λεμεσό και με ψευδείς παραστάσεις αποσπάσθηκε από την πιο πάνω εταιρεία ποσότητα μπύρων Carlsberg και αναψυκτικών Coca-Cola, συνολικής αξίας £4.002. Οι ψευδείς παραστάσεις συνίσταντο στο ότι οι κατηγορούμενοι έδωσαν την επιταγή για πληρωμή της αξίας των εμπορευμάτων εκείνων, προσποιηθέντες ότι ήτο καλή προς εξαργύρωση, ενώ γνώριζαν ότι ήταν κλοπιμαία και πλαστογραφημένη.

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τη μαρτυρία που προερχόταν από το περιεχόμενο τεσσάρων γραπτών καταθέσεων του εφεσείοντος στην αστυνομία, που αποτέλεσαν παραδεκτά γεγονότα, αποδεικνυόταν αφενός η συμμετοχή του στη διάπραξη των αδικημάτων και αφετέρου η γνώση του ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν υπήρχαν αντιφάσεις ή ψεύδη στις καταθέσεις του εφεσείοντος, οπόταν το όλο οικοδόμημα του συλλογισμού του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στεκόταν ήδη σε όχι ισχυρά θεμέλια περιστατικής μαρτυρίας, να καταρρεύσει.

2.  Η πιθανότητα παρανομίας φαίνεται να είχε πράγματι περάσει από τη σκέψη του εφεσείοντος, όμως δεν φαίνεται αυτή να μετατράπηκε ποτέ σε γνώση, πεποίθηση ή έστω σοβαρή υπόνοια.

3.  Η βάση στην οποία στηρίχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει σε συμπέρασμα συμμετοχής του εφεσείοντος στα υπό κρίση αδικήματα και γνώσης του ως προς τα πραγματικά γεγονότα, ήταν εσφαλμένη και αναπόφευκτα η διάγνωση περί ενοχής του στις σχετικές κατηγορίες πρέπει να παραμεριστεί.

[*426]Έφεση Αρ.105/2009

Οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε ο εφεσείων αφορούσαν σε υπογραφή άλλης επιταγής της Άντρης Τουμάζου, για το ποσό των £1.784 και με δικαιούχο την εταιρεία Φώτος Φωτιάδης Διανομείς, την κυκλοφορία της επιταγής και την απόσπαση με τη χρησιμοποίηση της επιταγής διάφορων ποτών αξίας £1.784 από την εταιρεία Φωτιάδη με ψευδείς παραστάσεις.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί δεδομένης συμμετοχής του στις σχετικές κατηγορίες καθώς επίσης και τα ευρήματά του ότι αποδείχθηκε η ένοχη διάνοια – γνώση του ως προς τα πραγματικά γεγονότα, είναι ανακριβή και εσφαλμένα.

Αποφασίστηκε ότι:

Από τη δοθείσα μαρτυρία δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη της αναγκαίας γνώσης ως προς τα γεγονότα εκ μέρους του εφεσείοντος. Έπεται ότι η συμμετοχή του στα αδικήματα της πλαστογραφίας, της κυκλοφορίας της επιταγής και της απόσπασης δια ψευδών παραστάσεων, δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει. Εν πάση περιπτώσει, σε καμιά περίπτωση δεν είχε αποδειχθεί από τη δοθείσα μαρτυρία η απόσπαση με ψευδείς παραστάσεις, εφόσον ο ίδιος ο υπάλληλος της εταιρείας κατέθεσε πως ουδέποτε παρέδωσε τελικά οποιαδήποτε εμπορεύματα στο πρόσωπο που παρουσιάστηκε στην εταιρεία.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν. Οι εφεσείοντες αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Φανιέρος v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104.

Eφέσεις εναντίον Kαταδίκης.

Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Tαλαρίδου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 22171/07), ημερομηνίας 25/5/09.

Γ. Κονναρής, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. Aρ. 104/2009.

Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. Aρ. 105/2009.

Δ. Παπαστεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσί[*427]βλητη και στις δύο Εφέσεις.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων στην έφεση αρ. 104/2009 ήταν ο 2ος κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση αρ. 22171/2007 Ε.Δ. Λεμεσού και ο εφεσείων στην συνεκδικασθείσα έφεση αρ. 105/2009 ήταν ο 4ος κατηγορούμενος. Τέσσερις συνολικά κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν δεκαέξι κατηγορίες εκ των οποίων τρεις αφορούσαν σε συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος (κατηγορίες αρ. 1, 2, 3), τέσσερις αφορούσαν σε πλαστογραφία επιταγής (κατηγορίες αρ. 4, 8, 11, 14), τέσσερις αφορούσαν σε κυκλοφορία πλαστών επιταγών, τέσσερις αφορούσαν σε απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις (κατηγορίες 6, 10, 13, 16) και μία κατηγορία αφορούσε σε αδικήματα συγκάλυψης (κατηγορία αρ. 7). Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και απαλλάγηκαν σε μερικές κατηγορίες, αφού είχε διαγνωσθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση στις κατηγορίες εκείνες και συνεχίσθηκε η ακρόαση στις εναπομείνασες. Με την τελική του ετυμηγορία, το Δικαστήριο απάλλαξε τους κατηγορουμένους στις κατηγορίες που αφορούσαν σε συνωμοσία και τους βρήκε ένοχους σε τρεις άλλες κατηγορίες ως ακολούθως:

Κατηγορούμενος 2:         Κατηγορία 4 (Πλαστογραφία επιταγής)

                                 Κατηγορία 5 (Κυκλοφορία πλαστής επιταγής)

                                 Κατηγορία 6 (Απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις).

Κατηγορούμενος 4:         Κατηγορία 8 (Πλαστογραφία επιταγής)

                                 Κατηγορία 9 (Κυκλοφορία πλαστής επιταγής)

                                 Κατηγορία 10 (Απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις).

Στους εφεσείοντες είχαν επιβληθεί οι ίδιες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών μηνών σε κάθε κατηγορία. Οι υπό εξέταση εφέσεις προσβάλλουν την ορθότητα της καταδίκης των εφεσειόντων.

Η έφεση αρ. 104/2009.

Ο εφεσείων, ως κατηγορούμενος αρ. 2 στην πρωτόδικη διαδι[*428]κασία, όπως προαναφέραμε, βρέθηκε ένοχος σε σχέση με την πλαστογραφία και κυκλοφορία μιας επιταγής και την απόσπαση μέσω αυτής εμπορευμάτων δια ψευδών παραστάσεων. Πρόκειται για μια επιταγή η οποία φερόταν να είχε υπογραφεί από κάποια Άντρη Τουμάζου, ως εκδότρια, με δικαιούχο την εταιρεία Josephico Trading Ltd, για το ποσό των £4.002. Και οι τέσσερις κατηγορούμενοι κατηγορούντο ότι πλαστογράφησαν εκείνη την επιταγή (κατηγορία αρ. 4) και ότι, αφού την κυκλοφόρησαν στις 8.8.2007 στη Λεμεσό (κατηγορία αρ. 5), απέσπασαν με ψευδείς παραστάσεις από την πιο πάνω εταιρεία ποσότητα μπύρων Carlsberg και αναψυκτικών Coca-Cola, συνολικής αξίας £4.002 (κατηγορία αρ. 6). Οι ψευδείς παραστάσεις συνίσταντο στο ότι οι κατηγορούμενοι έδωσαν την επιταγή για πληρωμή της αξίας των εμπορευμάτων εκείνων, προσποιηθέντες ότι ήτο καλή προς εξαργύρωση, ενώ γνώριζαν ότι ήταν κλοπιμαία και πλαστογραφημένη.

Σύμφωνα με αναμφισβήτητα στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από γραπτές καταθέσεις μαρτύρων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και απετέλεσαν κοινά παραδεκτά γεγονότα, κάποιος άγνωστος άνδρας τηλεφώνησε στο διευθυντή της εταιρείας Josephico Trading, δίδοντας το όνομα Γιαννάκης Τουμάζου και συμφωνήθηκε όπως προμηθευτεί με 300 κιβώτια μπύρες Carlsberg και 300 κιβώτια αναψυκτικά, συνολικής αξίας £4.002, με την παράδοση να γίνεται στις 8.8.2007 και την πληρωμή με επιταγή της Άντρης Τουμάζου. Η παράδοση και πληρωμή έγινε όπως συμφωνήθηκε και τα εμπορεύματα τα παρέλαβε άγνωστος άνδρας ηλικίας 50-55 ετών. Όμως η επιταγή επιστράφηκε απλήρωτη και όπως αποδείχθηκε αυτή είχε κλαπεί από την Άντρη Τουμάζου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε κατ’ αρχή ότι δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία που συνέδεε τον εφεσείοντα με πλαστογράφηση της επιταγής, εν τούτοις άλλη μαρτυρία παρουσιαζόταν να τον συνέδεε και με τις τρεις εναπομείνασες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε. Αυτή η μαρτυρία προερχόταν από το περιεχόμενο γραπτών καταθέσεων που απετέλεσαν παραδεκτά γεγονότα από το οποίο, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεικνυόταν η συμμετοχή αφενός του εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων και αφετέρου η γνώση του ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόταν κυρίως σε τέσσερις καταθέσεις τις οποίες είχε δώσει ο εφεσείων στην αστυνομία, καταθέσεις οι οποίες πέραν του ότι περιείχαν, σύμφωνα με το Δικα[*429]στήριο, ουσιώδεις αντιφάσεις μεταξύ τους, περιείχαν περαιτέρω και ενοχοποιητικά στοιχεία που καταδείκνυαν τη συμμετοχή του στα αδικήματα.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται από τον εφεσείοντα η ορθότητα των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου, αφού ο μόνος ρόλος τον οποίο πράγματι διαδραμάτισε ο εφεσείων, σύμφωνα με την εισήγηση, συνίστατο στην εκ των υστέρων μεταφορά εμπορευμάτων από ένα όχημα σε άλλο, χωρίς να έχει αποδειχθεί η γνώση του περί οποιασδήποτε παρανομίας. Σε σχέση με τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε κατ’ αρχήν αντίφαση μεταξύ της κατάθεσης του εφεσείοντα – Τεκμηρίου 6 και της κατάθεσής του – Τεκμηρίου 15. Συγκεκριμένα, ενώ στην πρώτη ανέφερε ότι κάποιος άγνωστος του τηλεφώνησε για να μεταφέρει τα εν λόγω εμπορεύματα, στη δεύτερη ανέφερε ότι ήταν ο θείος του ο Πάπριτσας που του το ζήτησε. Προσεκτική μελέτη των δύο καταθέσεων ημερομηνίας 31.8.2007 και 21.11.2007 αντίστοιχα, αποκαλύπτει ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου περί ύπαρξης αντίφασης είναι ανακριβής και προφανώς οφείλεται σε παρερμηνεία των λεχθέντων από τον εφεσείοντα. Πράγματι ο εφεσείων στην πρώτη του κατάθεση αναφερόταν σε τηλεφώνημα που πήρε από άγνωστο άνδρα για τη μεταφορά εμπορευμάτων, εν αντιθέσει με τη δεύτερη κατάθεση όπου ομιλούσε για τηλεφώνημα από το θείο του. Όμως, όπως ορθά εντόπισε και ο συνήγορος του εφεσείοντα, είναι φανερό ότι στη δεύτερη κατάθεση, ο εφεσείων αναφερόταν σε άλλη περίπτωση και σε άλλα εμπορεύματα, άσχετα με τα επίδικα και, επομένως, αυτό δεν μπορεί να εκληφθεί ως αντίφαση.

Ένα άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο το οποίο εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο και το οποίο έτεινε να αποδείξει ότι ο εφεσείων διέπραττε κάτι το παράνομο όταν μετέφερε τα ποτά, ήταν η παραδοχή στην κατάθεσή του ότι είδε τη συμπληρωμένη επιταγή που δόθηκε για την παραλαβή των εμπορευμάτων και το ότι εξέφρασε την πεποίθηση ότι είχε διαπραχθεί κάποιο αδίκημα επειδή ο θείος του ήταν μπλεγμένος στο παρελθόν με κάποιες παρανομίες, αλλ΄ ο ίδιος δεν ήθελε να ξέρει περισσότερα, επειδή είχε ανάγκη από χρήματα. Όπως δε ορθά πρόσθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι παραδοχές εκείνες μπορεί να αποδείκνυαν ότι ο εφεσείων δεν είχε άγνοια για τα γεγονότα, πλην όμως δεν συνιστούσαν ικανοποιητική μαρτυρία για απόδειξη της ενοχής του. Αφού δε παρέπεμψε στην απόφαση στην υπόθεση Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104, το Δικαστήριο πρόβαλε ως περιβάλλον στοιχείο που τεκμηρίωνε την ύπαρξη γνώσης εκ μέρους του εφεσείοντα ως προς τα γεγονότα, το στοιχείο του ψεύδους στις καταθέσεις του. Ότι δη[*430]λαδή αρχικά ανέφερε ψευδώς ότι ήταν άγνωστο πρόσωπο που του είχε τηλεφωνήσει ζητώντας τη συμβολή του στη μεταφορά εμπορευμάτων. Περαιτέρω, προστέθηκε από το Δικαστήριο και η διαπίστωση ότι ο εφεσείων σε κάποια κατάθεσή του είχε πει ότι υποψιαζόταν ότι προέβαινε σε παράνομες ενέργειες, αλλά δεν τον ενδιέφερε να μάθει περισσότερα λόγω οικονομικών αναγκών. Και το Δικαστήριο συμπέρανε ότι “Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με το γεγονός ότι προέβη σε ψέματα σε σχέση με ουσιώδες ζήτημα, δηλαδή να αποκρύψει το γεγονός ότι γνώριζε ποιος του έδωσε οδηγίες να μεταφέρει τα εμπορεύματα, μπορεί να συνιστά επίγνωση ενοχής για το δικό του ρόλο στη διάπραξη του αδικήματος”. Ακολούθως, το Δικαστήριο με παραπομπή σε αυθεντίες ως προς τη σημασία του ψεύδους ως ενοχοποιητικού στοιχείου, κατέληξε στο ότι εδώ το ψέμα ήταν ηθελημένο, διότι καταγράφηκε από την αστυνομία κατά τη λήψη κατάθεσης και σκοπός του ήταν να παραπλανήσει την αστυνομία.

Όπως καθίσταται φανερό, το όλο οικοδόμημα του συλλογισμού του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στεκόταν ήδη σε όχι ισχυρά θεμέλια περιστατικής μαρτυρίας, καταρρέει μπροστά στη διαπίστωση στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως περί ανυπαρξίας αυτής ή άλλης αντίφασης ή ψεύδους στις καταθέσεις του εφεσείοντα. Αυτή την ανυπαρξία τη δέχτηκε και ορθά βέβαια και η συνήγορος της εφεσίβλητης.

Ως προς την πεποίθηση του εφεσείοντα περί κάποιας παρανομίας και πάλι θα πρέπει να πούμε πως και εδώ εντοπίζεται κάποια ανακρίβεια. Ο εφεσείων δεν ανέφερε ούτε ότι πίστευε πως διαπραττόταν παρανομία, ούτε παραδέχτηκε ότι υποψιαζόταν κάτι τέτοιο. Στην κατάθεσή του – Τεκμήριο 26.2, είχε πει στη σελίδα 2 τα εξής:

“Όταν τον ρώτησα τι εμπορεύματα θα μεταφέραμε αυτός μου είπε ότι θα ήταν μεταφορά διάφορων τροφίμων και ποτών. Εγώ λόγω του ότι δεν ήθελα να μπλέξω οπουδήποτε καθότι ήξερα ότι ο θείος μου παλιά ήταν μπλεγμένος, δεν τον ρώτησα περαιτέρω πληροφορίες καθότι είχα και ανάγκη άμεση από λεφτά…”

Εκείνο που εξάγεται από το πιο πάνω απόσπασμα είναι το ότι ο εφεσείων φρόντισε να ρωτήσει ως προς τη φύση των εμπορευμάτων και παρουσιάζεται να βολεύτηκε με την απάντηση που πήρε χωρίς να ήθελε να ανασκαλέψει περισσότερο το θέμα. Η πιθανότητα παρανομίας φαίνεται να είχε πράγματι περάσει από τη [*431]σκέψη του, όμως δεν φαίνεται αυτή να μετατράπηκε ποτέ σε γνώση, πεποίθηση ή έστω σοβαρή υποψία.

Με τα πιο πάνω δεδομένα, φαίνεται ότι η βάση στην οποία στηρίχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να συμπεράνει τη συμμετοχή του εφεσείοντα στα υπό κρίση αδικήματα και η γνώση του ως προς τα πραγματικά γεγονότα, ήταν εσφαλμένη και αναπόφευκτα η διάγνωση περί ενοχής του στις κατηγορίες αρ. 4, 5 και 6 θα πρέπει να παραμεριστεί.

Η έφεση αρ. 105/2009.

Ο εφεσείων σ’ αυτή την έφεση, ως κατηγορούμενος αρ. 4, βρέθηκε ένοχος σε σχέση με άλλες τρεις παρόμοιες κατηγορίες που αφορούσαν στην πλαστογραφία και κυκλοφορία άλλης επιταγής της Άντρης Τουμάζου από τη Λεμεσό και την απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις. Συγκεκριμένα, οι κατηγορίες 8, 9 και 10 αφορούσαν σε υπογραφή της επιταγής με το όνομα εκδότριας αυτό της Άντρης Τουμάζου, για το ποσό των £1.784 και με δικαιούχο την εταιρεία Φώτος Φωτιάδης Διανομείς, την κυκλοφορία της επιταγής και την απόσπαση με τη χρησιμοποίηση της επιταγής διάφορων ποτών αξίας £1.784 από την εταιρεία Φωτιάδη με ψευδείς παραστάσεις.

Σύμφωνα με κοινά παραδεχτή μαρτυρία, όπως τη συνόψισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάποιο πρόσωπο παρουσιάστηκε στα υποστατικά της εταιρείας Carlsberg, λέγοντας ότι είχε έρθει εκ μέρους του Αντρέα Τουμάζου. Παρέδωσε στους υπαλλήλους της εταιρείας πλαστογραφημένη επιταγή της Άντρης Τουμάζου, αφού τηλεφώνησε στον Αντρέα Τουμάζου, στην παρουσία υπαλλήλου, για να εξηγηθεί μαζί του. Σε σχέση με αυτές τις κατηγορίες, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως η συμμετοχή του εφεσείοντα (κατηγορούμενου αρ. 4) ήταν δεδομένη, εφόσον είχε παραδεχθεί ότι ήταν αυτός ο άγνωστος που πήγε στα υποστατικά της εταιρείας Carlsberg και παρέδωσε την πλαστογραφημένη επιταγή, αν και αρνήθηκε ότι γνώριζε οτιδήποτε για την υπόθεση και ισχυρίστηκε ότι κάποιος Ερωτόκριτος τον έστειλε εκεί. Ως προς την αναγκαιότητα απόδειξης ένοχης διάνοιας – γνώσης των πραγματικών γεγονότων, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ενώ ο εφεσείων γνώριζε ότι δεν τον είχε στείλει στην Carlsberg ο Ανδρέας Τουμάζου, παρέστησε τούτο ψευδώς και μάλιστα στην παρουσία υπαλλήλου της εταιρείας είχε μια ψευδή τηλεφωνική συνομιλία με τον Αντρέα Τουμάζου.

[*432]Ο συνήγορος του εφεσείοντα αναπτύσσοντας τον 1ο και 2ο λόγο έφεσης εισηγήθηκε ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ευσταθούν και ότι τα πιο πάνω ευρήματα του είναι ανακριβή και εσφαλμένα. Κατ’ αρχήν δεν δόθηκε καμιά μαρτυρία ότι η εν λόγω επιταγή ήταν πλαστογραφημένη εφόσον δεν εξετάστηκε γραφολογικά ούτε παρουσιάστηκε ως τεκμήριο. Την επιταγή την πήρε πίσω ο εφεσείων μετά που ο υπάλληλος της εταιρείας εξασφάλισε φωτοαντίγραφό της. Περαιτέρω, ο υπάλληλος στην κατάθεσή του δεν ανέφερε ότι το πρόσωπο που παρουσιάστηκε είπε ότι τον έστειλε ο “Αντρέας Τουμάζου” παρά μόνο ο “Αντρέας”, ενώ ο ίδιος ο εφεσείων στη δική του κατάθεση μίλησε για κάποιο “Ερωτοκρίτου” και όχι “Ερωτόκριτο”.

Το πρόσωπο για το οποίο γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη διαδικασία ως ο υπάλληλος της εταιρείας Φωτιάδης Διανομείς (Carlsberg) ήταν ο Μ. Καλαπαλίκης ο οποίος δεν κλήθηκε ως μάρτυρας, αλλ΄ η κατάθεσή του στην Αστυνομία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 27 και το περιεχόμενό της απετέλεσε μέρος των παραδεκτών γεγονότων. Στην κατάθεσή του ο υπάλληλος της εταιρείας ανέφερε ότι του είχε τηλεφωνήσει κάποιος “Αντρέας” και ήθελε να παραγγείλει ποσότητες ποτών για το γάμο του γιου του στο Παραμάλι, αξίας £1.784. Πρόσθεσε ότι θα έστελλε το απόγευμα τη γυναίκα του με τον υπάλληλό του για να τα παραλάβει. Το απόγευμα κατέφθασε μόνος του άγνωστος άντρας (τον οποίο και ο υπάλληλος περιέγραψε) και ο οποίος του συστήθηκε ως Ηρόδοτος Αντρέου. Του είπε ότι τον έστειλε “ο κος Αντρέας” για να παραλάβει την παραγγελία του. Του παρέδωσε δε συμπληρωμένη επιταγή με εκδότρια την Άντρη Τουμάζου. Ο υπάλληλος υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά οπότε του ζήτησε να δει το προσκλητήριο του γάμου. Τότε ο άγνωστος άνδρας τηλεφώνησε κάπου και μετά είπε στον υπάλληλο ότι ο κος Αντρέας θα περνούσε ο ίδιος την επομένη να του φέρει προσκλητήριο και να τον καλέσει στο γάμο. Ο υπάλληλος προφασίσθηκε πως δεν μπορούσε να παραδώσει εκείνη την ώρα. Παρέλαβε όμως την επιταγή λέγοντας ότι θα παρέδιδε την παραγγελία στο Παραμάλι την επομένη. Ο άγνωστος έφυγε, αλλ’ όμως επέστρεψε μετά καμιά ώρα και του είπε ότι ο κος Αντρέας ήθελε την επιταγή πίσω και θα πλήρωνε όταν παραδίδονταν τα εμπορεύματα. Ο υπάλληλος επέστρεψε την επιταγή αφού όμως την φωτοτύπησε και έδωσε αργότερα το φωτοαντίγραφό της στην αστυνομία.

Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συμμετοχή του εφεσείοντα στη διάπραξη των ουσιαστικών αδικημάτων στις κατηγορίες 8, 9 και 10 ήταν δεδομένη εφόσον εκείνος ήταν το πρόσωπο [*433]που παρουσιάστηκε στα υποστατικά της εταιρείας και παρέδωσε την πλαστογραφημένη επιταγή. Εξετάζοντας δε κατά πόσο εστοιχειοθετείτο η ενοχή του με βάση το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, το Δικαστήριο συμπέρανε πως ο εφεσείων γνώριζε τα πραγματικά γεγονότα εφόσον παρουσιάστηκε ως ο άνθρωπος που τον έστειλε ο Ανδρέας Τουμάζου και έτσι συστήθηκε στους υπαλλήλους της εταιρείας. Και ενώ γνώριζε ότι δεν τον είχε στείλει ο Ανδρέας Τουμάζου, παρέστησε ψευδώς τον εαυτό του ως τέτοιο πρόσωπο για να πείσει τους υπαλλήλους να του παραδώσουν το εμπόρευμα και είχε και ψευδή τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ανδρέα Τουμάζου, σύζυγο της φερόμενης ως εκδότριας της επιταγής. Θα πρέπει να διαφωνήσουμε με αυτό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, όπως ανέφερε, εξάγεται από το περιεχόμενο των καταθέσεων – Τεκμηρίων 27 και 28. Το Τεκμήριο 28 ήταν η κατάθεση κάποιου Σ. Σωκράτους, η οποία όμως αφορούσε στην περίπτωση άλλης επιταγής για άλλο περιστατικό και σε σχέση με κατηγορίες στις οποίες ο εφεσείων είχε αθωωθεί (κατηγορίες αρ. 11, 12, 13). Ως προς την κατάθεση του υπαλλήλου της εταιρείας – Τεκμήριο 27, σημειώνουμε ότι πουθενά στην κατάθεσή του ο υπάλληλος εκείνος δεν αναφέρθηκε στο επίθετο “Τουμάζου” σε σχέση με το πρόσωπο που του τηλεφώνησε. Ανέφερε μόνο το όνομα “Αντρέας” και επίσης σε σχέση με το πρόσωπο που τον επισκέφθηκε για να παραλάβει τα εμπορεύματα, ανέφερε ότι του είχε πει ότι τον έστειλε “ο Αντρέας”. Επομένως δεν είναι ακριβές αυτό που αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση ότι ο εφεσείων ψευδώς παρέστησε ότι τον έστειλε ο “Αντρέας Τουμάζου”, σύζυγος της ιδιοκτήτριας της επιταγής. Η τυχόν διασύνδεση του γεγονότος ότι το πρόσωπο που είχε τηλεφωνήσει λεγόταν Αντρέας με το γεγονός ότι η επιταγή που παρέδωσε το πρόσωπο που ήρθε στα υποστατικά της εταιρείας ήταν στο όνομα “Άντρη Τουμάζου” και υποτίθεται ότι προήρχετο από τη σύζυγο του προσώπου που τηλεφώνησε, είναι ένας συνειρμός ο οποίος δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί έτσι ώστε να αποδώσει γνώση των πραγματικών στοιχείων στον εφεσείοντα. Καμιά μαρτυρία δεν υπήρχε σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων γνώριζε το τι λέχθηκε στη στιχομυθία μεταξύ του προσώπου που τηλεφώνησε και του υπαλλήλου και οτιδήποτε λέχθηκε από άλλο πρόσωπο δεν θα μπορούσε να εκληφθεί αποδίδοντας γνώση στον κατηγορούμενο. Το μέγιστο που θα μπορούσε εδώ να αποδοθεί στον εφεσείοντα ήταν ότι παρέστησε πως τον έστειλε κάποιος Αντρέας και αυτό το στοιχείο δεν θα μπορούσε να κριθεί ικανοποιητικό.

Επομένως, και αν ακόμα θα μπορούσε να θεωρηθεί πως είχε αποδειχθεί και η πλαστογράφηση της επιταγής από οποιοδήποτε [*434]πρόσωπο, η συμμετοχή του εφεσείοντα στα αδικήματα της πλαστογραφίας, της κυκλοφορίας της επιταγής και της απόσπασης δια ψευδών παραστάσεων, δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη της αναγκαίας γνώσης ως προς τα γεγονότα εκ μέρους του εφεσείοντα. Θα προσθέταμε δε ότι, εν πάση περιπτώσει, σε καμιά περίπτωση δεν είχε αποδειχθεί από τη δοθείσα μαρτυρία η απόσπαση με ψευδείς παραστάσεις, εφόσον ο ίδιος ο υπάλληλος της εταιρείας κατέθεσε πως ουδέποτε παρέδωσε τελικά οποιαδήποτε εμπορεύματα στο πρόσωπο που παρουσιάστηκε στην εταιρεία. Η συζήτηση εδώ περί πιθανότητας στοιχειοθέτησης απόπειρας του ίδιου αδικήματος παρέλκει.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους και οι δύο εφέσεις επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ενοχή των εφεσειόντων και συνακόλουθα ως προς τις ποινές παραμερίζεται. Οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται σε όλες τις κατηγορίες στις οποίες είχαν καταδικασθεί πρωτόδικα.

Οι εφέσεις επιτρέπονται. Οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο