(2009) 2 ΑΑΔ 469
[*469]24 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 226/2007)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 174/2007)
ΓΛΑΥΚΟΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 226/2007, 174/2007)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων σε υπόθεση συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, απαγωγής γυναίκας με σκοπό τη συνουσία και κατακράτησή της παρά τη θέλησή της, βιασμού και άσεμνης επίθεσης ― Ήταν ορθή και δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων.
Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Όταν οι αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν είναι ουσιώδεις σε βαθμό που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία μάρτυρα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Η ενισχυτική μαρτυρία απαιτείται ως θέμα πρακτικής ― Καταδίκη για βιασμό στηριζόμενη στη μαρτυρία της παρα[*470]πονούμενης χωρίς ενίσχυση ― Άρνηση Εφετείου να επέμβει.
Απόδειξη ― Πρώτο παράπονο ― Ο περί Αποδείξεως Νόμος Κεφ.9, Άρθρο 10 ― Βιασμός ― Παράπονο από το θύμα στην Αστυνομία αμέσως μετά την διάπραξη του αδικήματος ― Ορθά θεωρήθηκε ως πρώτο παράπονο ― Το πρώτο παράπονο μπορεί να θεωρηθεί και ως ενισχυτική μαρτυρία.
Ποινή ― Βιασμός ― Εφεσείοντες βίασαν την παραπονούμενη ασκώντας πραγματική και ψυχολογική βία εναντίον της ― Σχεδιασμός ― Απουσία προηγούμενων καταδικών για ίδιας φύσης αδίκημα ― Επιβολή ποινής φυλάκισης έξι ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Βιασμός ― Ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής ενόψει του ότι το αδίκημα του βιασμού δεν στρέφεται μόνο κατά των ηθών, αλλά προσβάλλει ταυτόχρονα, την προσωπικότητα του θύματος.
Οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο σε μία κατηγορία συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, μία κατηγορία απαγωγής γυναίκας με σκοπό τη συνουσία και κατακράτησής της παρά τη θέλησή της, μία κατηγορία βιασμού και μία κατηγορία άσεμνης επίθεσης κατά γυναικός. Επίσης, ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ.174/07 κρίθηκε ένοχος και σε μία κατηγορία απειλής βιαιοπραγίας. Στους εφεσείοντες επιβλήθηκε εξαετής ποινή φυλάκισης μόνο για το αδίκημα του βιασμού.
Με την έφεση Αρ.174/07, ο εφεσείων (εν τοις εφεξής εφεσείων 1) προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης σε σχέση με την καταδίκη του. Με την έφεση Αρ.226/07 ο εφεσείων (εν τοις εφεξής εφεσείων 2) αμφισβητεί μόνο το ύψος της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης διαδραματίστηκαν το βράδυ της 19.8.2006 στην περιοχή του χωριού Πελαθούσα της Επαρχίας Πάφου. Οι εφεσείοντες ήταν φίλοι. Με τον εφεσείοντα 1, η παραπονούμενη το καλοκαίρι του 2004 συνήψε ερωτική σχέση, κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν δύο φορές σεξουαλική επαφή. Διέκοψε μαζί του όταν πληροφορήθηκε ότι αυτός επρόκειτο να παντρευτεί, είχε παιδιά από προηγούμενο γάμο και ήταν συγγενής της. Λίγο αργότερα, γνώρισε τον εφεσείοντα 2, με τον οποίο, αρχικά, μιλούσε στο τηλέφωνο και, στη συνέχεια, δημιούργησε ερωτικό δεσμό. Για την προηγούμενή της σχέση ενημέρωσε τον εφεσείοντα 2. Οι εφεσείοντες βίασαν την παραπονούμενη διαδοχικά, αρχής γενομένης από τον εφεσείοντα 2, ο οποίος αφού την κατέβασε από το αυτοκίνητο, όπου βρισκόντουσαν και οι τρεις μαζί, την έσπρωξε στην πόρτα του οδηγού και τη βίασε με το πρόσωπό της [*471]στραμμένο προς το αυτοκίνητο. Αμέσως μετά άρχισε να τη βιάζει και ο εφεσείων 1 αφού την έσπρωξε βίαια προς το αυτοκίνητο, με το πρόσωπό της πάλι στραμμένο προς αυτό. Της έλεγε πως αν δεν δεχόταν, θα την έσερνε στα κάτσαρα. Η ίδια φώναζε και ζητούσε βοήθεια. Σε κάποια στιγμή κατάφερε να διαφύγει αλλά οι εφεσείοντες την έφεραν πίσω τραβώντας την από το χέρι. Όταν φάνηκε μακριά ο φάρος της Αστυνομίας, την έβαλαν στο αυτοκίνητο και την οδήγησαν πίσω στην παρέα με την οποία ήταν οι εφεσείοντες πριν τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώραν τα πιο πάνω γεγονότα, λέγοντάς της να μην αναφέρει σε κανένα αυτό που συνέβη.
Η παραπονούμενη ανέφερε στον αστυφύλακα – Μ.Κ.7 – τα διαδραματισθέντα. Στην συνέχεια, πήγε στο σπίτι της και το πρωΐ ανέφερε όσα συνέβηκαν στους γονείς της, οι οποίοι και προέβησαν σε σχετική καταγγελία του περιστατικού στην Αστυνομία.
Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε στο σύνολό της τη μαρτυρία της παραπονούμενης, την οποία έκρινε απόλυτα ειλικρινή, απορρίπτοντας τη θέση της υπεράσπισης ότι στη μαρτυρία της υπήρχε ουσιώδης αντίφαση σε σχέση με την περιγραφή του επεισοδίου του βιασμού.
Το Κακουργιοδικείο αφού προειδοποιήθηκε κατάλληλα για τον κίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενίσχυση, κατέληξε ότι η μαρτυρία της ήταν τέτοιας ποιότητας, που ήταν απόλυτα ασφαλές να βασιστεί σ’ αυτή και να καταδικάσει χωρίς την ύπαρξη άλλης ενισχυτικής μαρτυρίας.
Λόγοι έφεσης από τον εφεσείοντα 1:
Ο εφεσείων 1 υποστήριξε ότι:
1. Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία της παραπονούμενης, συναρτώντας την όχι με την εκδοχή του κάθε εφεσείοντα χωριστά αλλά άλλοτε με τμήματα της δικής του εκδοχής και άλλοτε με τμήματα της εκδοχής του εφεσείοντα 2, ως να ήταν η εκδοχή και η Υπεράσπισή τους κοινή.
2. Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης και εσφαλμένα αντιμετώπισε, γενικά, την εκδοχή της.
3. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν θεμελιώνουν τα αδικήματα στον απαιτούμενο βαθμό.
[*472]Αποφασίστηκε ότι:
1. Αμφότεροι οι εφεσείοντες πρόβαλαν πρωτοδίκως κοινή γραμμή Υπεράσπισης. Συγκεκριμένα πρόβαλλαν το κατασκευασμένο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, για διαφορετικούς, βέβαια λόγους ο καθένας· ο εφεσείων 1, επειδή διέκοψε την ερωτική του σχέση μαζί της και ο εφεσείων 2, επειδή αυτή αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την αρραβωνιαστεί.
2. Δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος για παρέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Η διαφορά στη σειρά και τον τόπο περιγραφής του βιασμού της από την παραπονούμενη, δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της, εφόσον στον πυρήνα η μαρτυρία της δεν ήταν διαφορετική.
3. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι σαφή και δικαιολογούν την κατάληξη του Δικαστηρίου για στοιχειοθέτηση και των δύο αδικημάτων.
Έφεση κατά της ποινής από τον εφεσείοντα 2.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η επιβληθείσα ποινή είναι εκδήλως υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
Παρά το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν κτυπήθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ο σχεδιασμός και ο εξευτελισμός που αυτή υπέστη από τον εφεσείοντα 2, με τον οποίο την περίοδο εκείνη διατηρούσε μια ερωτική σχέση. Το γεγονός ότι δεν συνέτρεχαν επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως προηγούμενες καταδίκες για βιασμό, επιπτώσεις στο θύμα ιδιάζουσας σοβαρότητας, χρησιμοποίηση όπλου για εκφοβισμό, δε συνιστά λόγο για εξουδετέρωση της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Το Κακουργιοδικείο στάθμισε ορθά κάθε παράγοντα, έτσι ώστε δε δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στην ποινή που επιβλήθηκε.
H έφεση 174/07 κατά της καταδίκης απορρίφθηκε στις κατηγορίες 1-4 ενώ πέτυχε σε σχέση με την 5ην κατηγορία. H έφεση 226/07 κατά της ποινής απορρίφθηκε.
[*473]Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Makris alias Petinos v. The Police (1961) C.L.R. 330,
Fourri a.o. v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,
Ττοουλιάς v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,
Νικολάου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,
Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,
Billam a.o. 8 Cr. App. R. (S.) 48,
Σοφοκλέους v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259.
Eφέσεις εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Πάφου (Mιχαηλίδου, Π.E.Δ., Mαλαχτός, A.E.Δ., Λιμνατίτου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 12579/06), ημερομηνίας 26/7/07.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 174/2007.
Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 226/2007.
Κρίστια Κυθραιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του μόνιμου Κακουργοδικείου που συνεδριάζει στην Πάφο, κρίθηκαν ένοχοι σε τέσσερις κατηγορίες, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154· συγκεκριμένα, σε: μία κατηγορία συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος - (Άρθρα 371 και 20), μία κατηγορία απαγωγής γυναίκας με σκοπό τη συ[*474]νουσία και κατακράτησής της παρά τη θέλησή της - (Άρθρο 148), μία κατηγορία βιασμού - (Άρθρα 144, 145 και 20) και μία κατηγορία άσεμνης επίθεσης κατά γυναικός - (Άρθρο 151). Επίσης, ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 174/07 κρίθηκε ένοχος και σε μία κατηγορία απειλής βιαιοπραγίας - (Άρθρο 91(γ)). Όλες οι κατηγορίες αφορούσαν στην ίδια γυναίκα. Στους εφεσείοντες επιβλήθηκε εξαετής ποινή φυλάκισης μόνο για το αδίκημα του βιασμού. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή.
Με την έφεση Αρ. 174/07, ο εφεσείων - (κατηγορούμενος 1) αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης σε σχέση με την καταδίκη του, ενώ με την έφεση Αρ. 226/07 ο εφεσείων - (κατηγορούμενος 2) αμφισβητεί μόνο το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε. Για πρακτικούς λόγους, θα αποκαλούμε τον εφεσείοντα ο οποίος αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης του εφεσείοντα 1, ενώ τον άλλο εφεσείοντα 2.
Έφεση κατά της καταδίκης:
Προς απόδειξη της υπόθεσής της, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε αριθμό μαρτύρων, ενώ οι εφεσείοντες, ως είχαν κάθε δικαίωμα, επέλεξαν και έδωσαν ανώμοτες δηλώσεις.
Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής σε σχέση με την παραπονούμενη ήταν, σε συντομία, η ακόλουθη:-
Η παραπονούμενη, η οποία γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας και διαμένει με τους γονείς της στην Αγία Μαρίνα Χρυσοχούς, το καλοκαίρι του 2004 γνωρίστηκε και συνήψε με τον εφεσείοντα 1 ολοκληρωμένη ερωτική σχέση, κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν δύο φορές σεξουαλική επαφή. Διέκοψε μαζί του, όταν πληροφορήθηκε ότι αυτός επρόκειτο να παντρευτεί, είχε παιδιά από προηγούμενο γάμο και ήταν συγγενής της. Λίγο αργότερα, γνώρισε τον εφεσείοντα 2, φίλο του εφεσείοντα 1, με τον οποίο, αρχικά, μιλούσε στο τηλέφωνο και, στη συνέχεια, δημιούργησε ερωτικό δεσμό. Για την προηγούμενή της σχέση ενημέρωσε τον εφεσείοντα 2.
Στις 19/8/2006, γύρω στις 10.15 μ.μ., ενώ βρισκόταν στο σπίτι της και ετοιμαζόταν να πάει να συναντήσει κάποια φίλη της, της τηλεφώνησε ο εφεσείων 2 και της ζήτησε να συναντηθούν στην περιοχή του χωριού Πελαθούσα - είχαν και το προηγούμενο βράδυ συναντηθεί και έκαμαν έρωτα - της ζήτησε, μάλιστα, να πάρει μαζί της και φάρμακο Pedatine, για να του αλλάξει μια πληγή που εί[*475]χε. Δεν ήθελε να πάει. Ήταν πιεστικός, γι’ αυτό συμφώνησε να τον συναντήσει για λίγο. Πήρε τα φάρμακα και, με το αυτοκίνητό της, κατευθύνθηκε προς το χωριό Πελαθούσα. Προτού φτάσει στο σημείο της συνάντησης, κοντά στην πινακίδα «Προς εκκλησάκι Παναγίας Χόρτενης», τον είδε να οδηγά ένα διπλοκάμπινο αυτοκίνητο, άλλο από το δικό του και σταμάτησε. Κατέβηκε από το αυτοκίνητό της και μπήκε στο δικό του. Αμέσως της ζήτησε να έχουν σεξουαλική επαφή, αλλά αυτή αρνήθηκε. Ήθελε να πάει στο ραντεβού που είχε με τη φίλη της. Επειδή, όμως, γνώριζε ότι, αν έμεναν μόνοι, θα ήταν δύσκολο να του αντισταθεί, του ζήτησε και πήγαν στο μέρος που, όπως της είπε προηγουμένως, βρισκόταν η παρέα του, όλοι άνδρες, δέκα, περίπου, μεταξύ των οποίων ο αδελφός του, ο εφεσείων 1 και ο Σωφρόνης Χριστοδούλου - Μ.Κ.11 - γνωστός ως Χιονιάς. Την κέρασαν αναψυκτικό. Σε κάποια στιγμή, ο εφεσείων 2 κάθισε στα πόδια της, με αποτέλεσμα να πέσουν από την καρέκλα και οι υπόλοιποι να γελάσουν μαζί της. Αυτή αμέσως ζήτησε από το Χιονιά να την οδηγήσει στο αυτοκίνητό της. Προθυμοποιήθηκαν οι εφεσείοντες. Ανέλαβε ο εφεσείων 1 να οδηγήσει, η ίδια κάθισε στη θέση του συνοδηγού και ο εφεσείων 2 στο πίσω κάθισμα. Όταν έφτασαν στο σημείο όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητό της, ο εφεσείων 1 το προσπέρασε, χωρίς να σταματήσει, παρόλο που του το ζήτησε, προχώρησε και σταμάτησε μέσα σε χωράφια με ξερά χόρτα. Κατέβηκε και απομακρύνθηκε από το αυτοκίνητο. Ήταν σκοτάδι και δεν μπορούσε να δει πού πήγε. Αμέσως την πλησίασε ο εφεσείων 2 και της ζήτησε να κάμουν έρωτα. Αρνήθηκε. Ούτε διάθεση είχε και ήταν κοντά ο εφεσείων 1. Εκείνος επέμενε, την κατέβασε από το αυτοκίνητο και, τραβώντας την από τα χέρια, την έσπρωξε στην πόρτα του οδηγού, με το πρόσωπό της στραμμένο προς το αυτοκίνητο. Της σήκωσε τη φούστα, της τράβηξε το εσώρουχο, το οποίο πέταξε μακριά, και, παρά την αντίστασή της, έκλαιγε και του φώναζε να σταματήσει, της άνοιξε τα πόδια και την βίασε. Προτού ο εφεσείων 2 ολοκληρώσει την πράξη του, εμφανίστηκε ο εφεσείων 1, ο οποίος της είπε: «σε γάμησα δυο φορές και επειδή μου άρεσε θέλω να σε ξαναγαμήσω», οπότε ο εφεσείων 2 τραβήχτηκε από πάνω της. Όπως ήταν στριμωγμένη στο αυτοκίνητο, ο εφεσείων 1 έβγαλε το παντελόνι του και την έσπρωξε βίαια στο αυτοκίνητο, με το πρόσωπό της πάλι στραμμένο προς αυτό. Την άρπαξε από τα μαλλιά και, τραβώντας το κεφάλι της προς τα πίσω, κατάφερε να της ανοίξει τα πόδια. Ταυτόχρονα, ενώ την πίεζε στο λαιμό, άρχισε να την βιάζει. Της έλεγε πως, αν δε δεχόταν, θα την έσερνε στα κάτσαρα. Η ίδια φώναζε και ζητούσε βοήθεια. Φώναζε να την αφήσουν, θα πεθάνει, της έσπασαν τα κόκκαλα. Σε κάποια στιγμή, σπρώχνοντάς τον, κατάφερε να τον κάνει να αποτραβηχτεί, οπόταν άρχισε να τρέχει. Οι εφεσείοντες την κυνήγησαν. Ο [*476]εφεσείων 2 την άρπαξε, λέγοντάς της πως θα την σκοτώσουν και θα την σύρουν στα κάτσαρα. Τραβώντας την από το χέρι, την έφεραν πίσω. Εκείνη τη στιγμή, φάνηκε μακριά ο φάρος της Αστυνομίας, οπότε την έβαλαν στο αυτοκίνητο και την οδήγησαν πίσω στην παρέα, λέγοντάς της να μην πει σε κανένα αυτό που συνέβη. Από εκεί την μετέφερε στο αυτοκίνητό της ο Χιονιάς, στον οποίο είπε ότι την βίασαν οι εφεσείοντες. Όταν μπήκε στο αυτοκίνητό της, την πλησίασε ένα περιπολικό της Αστυνομίας με δύο αστυφύλακες. Ο ένας ήταν ο Κ. Βρούλλος - Μ.Κ.7 - (ο «Βρούλλος»), του Αστυνομικού Σταθμού Πόλης Χρυσοχούς, στον οποίο ανέφερε ότι οι εφεσείοντες την βίασαν, τον παρακάλεσε, όμως, να μην αναφέρει οτιδήποτε, προτού σκεφτεί τι θα κάμει και του είπε ότι αργότερα θα έδιδε κατάθεση. Στη συνέχεια, πήγε στο σπίτι της και το πρωί, όταν ξύπνησαν οι γονείς της, τους ανέφερε όσα είχαν συμβεί και κατάγγειλαν το περιστατικό στην Αστυνομία.
Η υπόλοιπη ουσιαστική μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ήταν η μαρτυρία:-
(α) Δύο κυνηγών - Μ.Κ.6 και Μ.Κ.8 - οι οποίοι, ενώ βρίσκονταν κατασκηνωμένοι στην περιοχή του χωριού Πελαθούσα, άκουσαν φωνές μιας κοπέλας που φώναζε δυνατά «αφήστε με δεν μπορώ άλλο», «αφήστε με, είπα σας, δεν μπορώ άλλο, επόνησα τη μέση μου», «αφήστε με να φύγω» και κάποιον άντρα να λέει: «αφού δεν μας αφήνεις να τελειώσουμε» και ειδοποίησαν, μέσω κινητού τηλεφώνου, την Αστυνομία Πόλεως Χρυσοχούς.
(β) Του Αστυνομικού Ιωάννη Κωνσταντίνου (5422) - Μ.Κ.3 - ο οποίος δέχθηκε το τηλεφώνημα από συγκεκριμένο αριθμό κινητού, ότι στο χωριό Πελαθούσα ακουγόταν γυναικεία φωνή να φωνάζει και πιθανόν μια γυναίκα να τσακώνεται με κάποιο.
(γ) Του Χιονιά, φίλου των εφεσειόντων, στον οποίο η παραπονούμενη, όταν αυτός την μετέφερνε με το αυτοκίνητό του από το σημείο που την άφησαν οι εφεσείοντες για να πάρει το δικό της, κατονόμασε τους εφεσείοντες ότι την βίασαν.
(δ) Δύο Αστυνομικών - του Βρούλλου και του Α. Αριστοδήμου, (1169) - Μ.Κ.10 - οι οποίοι, ενώ βρίσκονταν σε μηχανοκίνητη περιπολία στην περιοχή Λατσί, ειδοποιήθηκαν από το Μ.Κ.3 για την καταγγελία. Ο Βρούλλος μίλησε με το Μ.Κ.8, ο οποίος τους καθοδήγησε στην περιοχή απ’ όπου ακούγο[*477]νταν οι φωνές, χωρίς, όμως, να εντοπίσουν οτιδήποτε. Το μόνο που αντιλήφθηκαν ήταν ένα αυτοκίνητο να φεύγει, χωρίς να κατορθώσουν να το ανακόψουν. Λίγα λεπτά αργότερα και ενώ κατευθύνονταν προς το χωριό Πελαθούσα, συνάντησαν την παραπονούμενη με το αυτοκίνητό της και σταμάτησαν. Ο Βρούλλος την αναγνώρισε και την ρώτησε για ποιο λόγο βρισκόταν τέτοια ώρα μόνη της στην περιοχή. Του ανέφερε ότι πήγε για να συναντήσει κάποιο φίλο της, αλλά, στη συνέχεια, του είπε ότι οι εφεσείοντες την βίασαν, ζητώντας του επίμονα να μην αποκαλύψει οτιδήποτε μέχρι να ενημερώσει τον πατέρα της. Ο Βρούλλος, στο ημερολόγιο του Σταθμού, δεν κατέγραψε οτιδήποτε από όσα του ανέφερε η παραπονούμενη σε σχέση με το βιασμό της, σεβόμενος την επιθυμία της, τα κατέγραψε, όμως, στο προσωπικό του ημερολόγιο - Τεκμήριο 20.
(ε) Του Ανώτερου Υπαστυνόμου Νίκου Πενταρά - Μ.Κ.9 - (ο «Πενταράς»), υπεύθυνου Αξιωματικού Υπαίθρου, ο οποίος, λίγο πριν το μεσημέρι της 20/8/2006, μετά που ο πατέρας της παραπονούμενης του τηλεφώνησε και του ανέφερε ότι η κόρη του ξημερώματα της ίδιας ημέρας είχε βιαστεί και ότι ο τρόπος με τον οποίο ο αστυνομικός χειρίστηκε την υπόθεση δεν ήταν ορθός - (δεν εξέτασε την υπόθεση) - έδωσε οδηγίες στο Λοχία 3702 - Μ.Κ.12 - να διερευνήσει αμέσως την καταγγελία. Μία ή δύο μέρες αργότερα συναντήθηκε με τον πατέρα της παραπονούμενης, στην παρουσία της, και το Βρούλλο, τον οποίο επέπληξε για τον τρόπο που αυτός χειρίστηκε την υπόθεση.
(στ) Της Παθολογοανατόμου Ιατροδικαστού Δόκτορος Ελένης Αντωνίου - Μ.Κ.5 - η οποία εξέτασε την παραπονούμενη στις 20 και 22/8/2006. Αυτή δεν διαπίστωσε κακώσεις στην περιοχή του κόλπου, διαπίστωσε, όμως, τις πιο κάτω εκχυμώσεις, οι οποίες, καθώς είπε, «... συνάδουν με εκχυμώσεις οι οποίες εμφανίζονται 2 24ωρα μετά τον τραυματισμό.»:-
1. Εκχύμωση στη δεξιά πρόσθια μασχαλιαία περιοχή διαμέτρου 1½ cm.
2. Εκχύμωση στην αριστερή οσφυϊκή περιοχή 4 Χ 2 cm.
3. Εκχύμωση στην δεξιά οσφυϊκή 5 Χ 3 cm.
[*478]4. Στην αριστερή πλάγια μηριαία περιοχή 3 εκχυμώσεις 2,05 Χ 1 cm, 1 Χ 1 cm, 0,05 X 1cm.
5. Στη δεξιά εσσωμηριαία περιοχή 10 cm άνωθεν του γόνατος εκχύμωση διαμέτρου 1,05 cm.
(ζ) Των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.4, που κατέθεσαν αριθμό φωτογραφιών.
(η) Του Μ.Κ.12, ο οποίος, όταν ο Χιονιάς του είπε ότι επιθυμεί να αλλάξει την κατάθεσή του, του ανέφερε ότι μπορεί να περάσει από το σταθμό να το πράξει· κάτι, όμως, που δεν έγινε.
Βασική θέση του εφεσείοντα 2 ήταν πως ό,τι έγινε εκείνο το βράδυ ήταν με τη θέληση της παραπονούμενης, η οποία, όμως, επειδή κατάλαβε ότι αυτός δεν επρόκειτο να την αρραβωνιαστεί, τον κατάγγειλε, ενώ του εφεσείοντα 1 πως είναι αθώος. Ο τελευταίος εξήγησε ότι απλά οδήγησε το αυτοκίνητο από το σημείο που βρισκόταν η παρέα και διασκέδαζαν, γιατί του το ζήτησε η παραπονούμενη, η οποία ήθελε να μιλήσει με τον εφεσείοντα 2. Όταν τους μετέφερε σε κάποιο σημείο, τους άφησε και απομακρύνθηκε για αρκετή ώρα. Άκουγε και ο ίδιος φωνές, δεν τις έλαβε, όμως, υπόψη, γιατί και μαζί του η παραπονούμενη, όταν έκαμναν έρωτα, φώναζε. Τα όσα αυτή του αποδίδει τα κατασκεύασε, για να τον εκδικηθεί, επειδή διέκοψε το δεσμό τους.
Το Κακουργοδικείο εξέτασε το σύνολο της μαρτυρίας, υπό το φως των εισηγήσεων της κάθε πλευράς, και την αξιολόγησε εκτενώς, εκτιμώντας, ταυτόχρονα, τις δηλώσεις των εφεσειόντων. Αποδέχτηκε στο σύνολό της τη μαρτυρία της παραπονούμενης, την οποία έκρινε απόλυτα ειλικρινή, απορρίπτοντας τη θέση της Υπεράσπισης ότι στη μαρτυρία της υπήρχε ουσιώδης αντίφαση σε σχέση με την περιγραφή του επεισοδίου του βιασμού. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι:-
«Δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε αντίφαση ή διαφοροποίηση ως προς τα γεγονότα όπως τα εισηγείται η υπεράσπιση. Στη ροή του λόγου της η παραπονουμένη και στην προσπάθειά της να διηγηθεί τα γεγονότα ιδιαιτέρως κατά την αντεξέταση όπου ερωτάτο λεπτομέρειες για το πού διαδραματίστηκαν οι βιασμοί της αναφέρεται για μέσα στο αυτοκίνητο και έξω από το αυτοκίνητο.»
Καθοδηγούμενο από τη νομολογία ως προς το ζήτημα της ενι[*479]σχυτικής μαρτυρίας* - σε σχέση με αδικήματα σεξουαλικής φύσης, αυτή απαιτείται ως θέμα πρακτικής και όχι νόμου - και αφού προειδοποιήθηκε κατάλληλα για τον κίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενίσχυση, κατέληξε ότι η μαρτυρία της ήταν τέτοιας ποιότητας, που ήταν απόλυτα ασφαλές να βασιστεί σ’ αυτή και να καταδικάσει χωρίς την ύπαρξη άλλης ενισχυτικής μαρτυρίας.
Για την παραπονούμενη ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-
«Παρατηρήσαμε με προσοχή την παραπονουμένη ενώ κατέθετε. Διαπιστώσαμε πως πρόκειται για ένα απλοϊκό άτομο το λόγο του οποίου όμως χαρακτήριζε αμεσότητα, παραστατικότητα και ευθύτητα. Έτσι άλλωστε την αντικρίζουν και οι κατηγορούμενοι, κάτι που έκδηλα εξάγεται από τα πειράγματα που κάνουν σε βάρος της στον κατασκηνωτικό χώρο μαζί με την υπόλοιπη παρέα και γελούν μαζί της. Η δε φράση που η παραπονουμένη αποδίδει ότι εκστόμισαν σε βάρος της οι κατηγορούμενοι, σελίδα 7 της κατάθεσής της, ‘εννα παρακαλούμε τη φτανή για να τελειώνουμε’, επιβεβαιώνει πως και στην καθημερινότητα της έτσι αντικριζόταν η παραπονουμένη: Απλοϊκή και όχι έξυπνο άτομο.
Σε καμία περίπτωση η παραπονουμένη δεν προσπάθησε να ωραιοποιήσει τα λεγόμενα της ή να αναζητήσει εκλεπτυσμένες φράσεις για να χαρακτηρίσει αυτά που έζησε ή όσα βίωνε κατά την ώρα της μαρτυρίας της.
Διαπιστώσαμε πράγματι μια ελευθεροστομία στην κατηγορουμένη** και σε κάποιες στιγμές ακόμη και μια επιθετικότητα προς τους συνηγόρους. Βρίσκουμε πως αυτό ήταν μια φυσική αντίδραση της κατηγορουμένης** την ώρα που εβάλλετο από ερωτήσεις δυο συνηγόρων οι οποίοι την αντεξέτασαν επί μακρόν και επίμονα ενώ ξαναζούσε όσα περιέγραφε στο Δικαστήριο. Επιθετικότητα η οποία βρίσκουμε πως ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη και πήγαζε από αυτό που η ίδια έκρινε ως αναλήθεια και ψεύδος των κατηγορουμένων. Δεν έκαμε καμία προσπάθεια [*480]η παραπονουμένη να κρύψει τα συναισθήματα της, ούτε καν τ’ αρνητικά. Στάση που χαρακτήριζε από την αρχή μέχρι το τέλος τη μαρτυρία της.
..........................................................................................................
Κάτω από αυτό το σκηνικό και παρά τις πιέσεις που δέχθηκε κατά την αντεξέταση παρέμεινε σταθερή στην εξιστόρηση του πυρήνα των γεγονότων που έλαβαν χώρα το επίδικο βράδυ χωρίς να κλονιστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο η μαρτυρία της.»
Παρά τα πιο πάνω, όμως, προχώρησε και διαπίστωσε ότι:-
«... η μαρτυρία της ... ενισχύεται από τη μαρτυρία του Χιονιά στον οποίο βρίσκουμε ότι γίνεται το πρώτο αυθόρμητο παράπονο. Η παραπονουμένη μόλις βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία λέει στο Χιονιά ότι την βίασαν οι δυο κατηγορούμενοι: Ο Γλαύκος και ο Πάμπος, ονομαστικά.
Η αναφορά αυτή της παραπονουμένης συνιστά κατά την κρίση μας πρώτο παράπονο μέσα στις παραμέτρους του Άρθρου 10 και της Κυπριακής και Αγγλικής Νομολογίας.»
Επίσης, διαπίστωσε ότι η μαρτυρία της υποστηρίζεται:-
«... ουσιωδώς και ιδιαιτέρως σε κρίσιμα σημεία από την περιστατική μαρτυρία: Τις φωνές που ακούει ο Γεωργίου*, από τις αναφορές του Αστυφύλακα Βρούλλου που βρίσκει την παραπονουμένη μέσα στο αυτοκίνητό της και τέλος από τα τραύματα της και τις διαπιστώσεις της Ιατροδικαστού.»
Εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή τη μαρτυρία του Χιονιά, ο οποίος, αντεξεταζόμενος, διαφοροποιήθηκε από όσα στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, την οποία κατά τα άλλα υιοθέτησε, ανέφερε. Οι διαφοροποιήσεις αφορούν στο κατά πόσο η παραπονούμενη του κατονόμασε τους εφεσείοντες ως τους βιαστές της, ή αν αυτός αντιλήφθηκε ότι αναφερόταν σ’ αυτούς και στο κατά πόσο του ανέφερε ότι ήθελε να τους εκδικηθεί. Δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Χιονιά στην έκταση που αυτή διαφοροποιήθηκε από την κατάθεσή του στην Αστυνομία.
Απέρριψε τη θέση της Υπεράσπισης ότι τα περί βιασμού της πα[*481]ραπονούμενης ήταν εκ των υστέρων σκέψη και ότι προς αυτή την κατεύθυνση ήταν και η μαρτυρία των Πενταρά και Βρούλλου, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι ο Χιονιάς, όπως ο ίδιος ανέφερε, μετά που μετέφερε την παραπονούμενη στο αυτοκίνητό της και έφυγε, της τηλεφώνησε, επέστρεψε στο μέρος όπου την είχε αφήσει, οπόταν διαπίστωσε ότι εκεί ήταν και ο Αστυνομικός Βρούλλος, με τον οποίο συνομίλησε.
Σ’ ό,τι αφορά την παράλειψη του Βρούλλου να καταγράψει στο ημερολόγιο του σταθμού την καταγγελία της παραπονούμενης ότι οι εφεσείοντες την βίασαν, καίτοι την χαρακτήρισε ως παράλειψη εκτέλεσης του καθήκοντός του, αποδεχόμενο τις εξηγήσεις που ο μάρτυρας έδωσε, δηλαδή ότι ο λόγος που δεν την κατέγραψε ήταν επειδή του το ζήτησε επίμονα η παραπονούμενη, κατέληξε ότι αυτή δεν πλήττει την αξιοπιστία του. Απέρριψε, επίσης, την εισήγηση για εκ των υστέρων προσπάθεια του Πενταρά να βοηθήσει στη στήριξη της καταγγελίας, λόγω του παραπόνου του πατέρα της.
Στη συνέχεια, αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή του κάθε αδικήματος, έκρινε τους εφεσείοντες ενόχους στις κατηγορίες στις οποίες έχουμε αναφερθεί. Κατέληξε ότι τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και της απαγωγής της παραπονούμενης με σκοπό τη συνουσία και κατακράτησή της παρά τη θέλησή της συντελέστηκαν, επειδή:-
«... οι κατηγορούμενοι προσυνεννοημένα συμφώνησαν μεταξύ τους να απαγάγουν την παραπονουμένη με σκοπό να έρθουν σε παράνομη συνουσία μαζί της. Η παραπονούμενη επιθυμεί να μεταφερθεί στο αυτοκίνητο της και ο Γλαύκος προθυμοποιείται και ουσιαστικά ετσιθελικά και με την αποδοχή του Πάμπου οδηγεί το αυτοκίνητο. Δόθηκε η δικαιολογία πως τούτο έγινε γιατί δεν μπορούσε να οδηγήσει ο Πάμπος, και παρά το ότι ο Χιονιάς ήταν πρόθυμος να εξυπηρετήσει την παραπονούμενη. Αναμφίβολα στο στάδιο εκείνο οι κατηγορούμενοι είχαν ήδη συνωμοτήσει. Πώς διαφορετικά ο Πάμπος αποδέχεται στα πόδια του τον πρώην ερωτικό σύντροφο της φίλης του και με ποιο θράσος ο τελευταίος παρεμβάλλεται μεταξύ του ζευγαριού.
Στη συνέχεια αντί να την οδηγήσουν στο σταθμευμένο της αυτοκίνητο και να φύγουν προσπερνώντας το, την οδήγησαν στα χωράφια όπου και προχώρησαν να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιο τους: Να την βιάσουν διαδοχικά. Προσυνεννοημένα και όχι τυχαία ο Γλαύκος κατεβαίνει από το αυτοκίνητο με πρόφαση ότι ήθελε να ουρήσει και χάνεται στο σκοτάδι. Επιστρέφει [*482]όταν κρίνει πλέον τη στιγμή κατάλληλη για να αναλάβει το δικό του προσυνεννοημένο ρόλο.
..........................................................................................................
Η παρούσα περίπτωση δεν συνιστά την κλασσική περίπτωση απαγωγής ...
Ωστόσο το αδίκημα στοιχειοθετείται και με την σύντομη κατακράτηση ενός προσώπου σε χώρο παρά την θέληση του. (βλ. Felekis v. The Police (1968) 2 C.L.R. 151). ...
Η παραπονούμενη κατακρατήθηκε στο μέρος όπου βιάστηκε παρά την θέληση της και παρά την επιθυμία της να ξεφύγει μέχρι την ολοκλήρωση του βιασμού της από τους κατηγορουμένους.»
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης από τον εφεσείοντα 1 ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία της παραπονούμενης, συναρτώντας την όχι με την εκδοχή του κάθε εφεσείοντα χωριστά αλλά άλλοτε με τμήματα της δικής του εκδοχής και άλλοτε με τμήματα της εκδοχής του εφεσείοντα 2, ως να ήταν η εκδοχή και η Υπεράσπισή τους κοινή. Η εκδοχή του, υπέβαλε ο συνήγορος, η οποία διέφερε ουσιωδώς τόσο από την εκδοχή της παραπονούμενης όσο και από την εκδοχή του εφεσείοντα 2, αντιμετωπίστηκε από το Κακουργοδικείο ως να ήταν κοινή με την εκδοχή του εφεσείοντα 2. Τα όποια κενά υπήρχαν στην υπόθεση του τελευταίου χρησιμοποιήθηκαν και εναντίον του. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ο συνήγορος μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας, τα οποία, κατά την εισήγησή του, καταδεικνύουν ότι το Κακουργοδικείο, από την αρχή της διαδικασίας, δε διέκρινε τις χωριστές εκδοχές των εφεσειόντων, εξ ου και δεν επέτρεπε στην τότε συνήγορο του εφεσείοντα 1 να διερευνήσει τα στοιχεία της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής που καταδείκνυαν ότι τα όσα η παραπονούμενη πρόβαλλε δεν ήταν το αποτέλεσμα των πράξεών του αλλά των πράξεων του εφεσείοντα 2. Εν ολίγοις, εισηγήθηκε, το Κακουργοδικείο είχε προαποφασίσει ότι αληθής ήταν η εκδοχή της παραπονούμενης. Μας παρέπεμψε προς τούτο στο σημαντικό, κατά τον ίδιο, σημείο του χρόνου, που, σύμφωνα με την παραπονούμενη, όταν βρισκόταν σε εξέλιξη το συμβάν, της τηλεφώνησε ο Χιονιάς, στον οποίο ανέφερε: «... βοήθεια, φέραμε δαπάνω να με βιάσουν». Παρά τη σημασία, υπέβαλε, που είχε για τον εφεσείοντα 1 ο χρόνος που έγινε το τηλεφώνημα, δηλαδή, εάν [*483]αυτό έγινε πριν ή μετά που την βίασε ο εφεσείων 2, το Κακουργοδικείο δεν ασχολήθηκε, όπως δεν ασχολήθηκε με την αδυναμία της παραπονούμενης να τον προσδιορίσει επακριβώς. Εισηγήθηκε, επίσης, ότι, εάν η εκδοχή του εφεσείοντα 1 εξεταζόταν ανεξάρτητα, θα διαπιστωνόταν ότι αυτός, κατά το επεισόδιο του βιασμού από τον εφεσείοντα 2, απουσίαζε, έτσι ώστε οι φωνές που οι Μ.Κ.6 και Μ.Κ.8 άκουγαν - οι οποίες είναι παραδεκτό ότι ήταν οι φωνές της παραπονούμενης - δεν μπορούσαν να αποτελέσουν μαρτυρία εναντίον του, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι, σύμφωνα με τον αστυνομικό - Μ.Κ.3 - που δέχθηκε την καταγγελία, αυτή ήταν ότι «στο χωριό Πελαθούσα άκουγε γυναικεία φωνή να φωνάζει και πιθανόν να τσακωνόταν με κάποιο» και όχι τα όσα οι Μ.Κ.6 και Μ.Κ8, εκ των υστέρων, όταν πια γνώριζαν για το βιασμό, κατέθεσαν στην Αστυνομία. Εσφαλμένα, συνεπώς, κατέληξε ο συνήγορος, το Κακουργοδικείο απέδωσε την ενοχοποιητική μαρτυρία που παρουσιάστηκε και εναντίον του εφεσείοντα 1.
Οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν τις κατηγορίες στη βάση κοινού κατηγορητηρίου, το οποίο προέκυψε ως αποτέλεσμα του μαρτυρικού υλικού. Με την έναρξη της δίκης, υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα 2 αίτημα για διαχωρισμό της, το οποίο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από το Κακουργοδικείο, χωρίς η απόφασή του αυτή να εφεσιβληθεί. Συνεπώς, ό,τι τώρα θα μας απασχολήσει είναι η εκδοχή πρωτόδικα των εφεσειόντων και πώς αυτή αντιμετωπίστηκε.
Δε συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα 1 ότι πρωτόδικα οι εφεσείοντες πρόβαλαν διαφορετικές εκδοχές. Προκύπτει αβίαστα από τις ανώμοτες δηλώσεις τους και την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ότι η εκδοχή τους, στον πυρήνα της, ταυτίζεται. Και οι δύο αρνούνταν τα περί βιασμού της παραπονούμενης. Πρόβαλλαν ότι όλα όσα αυτή έλεγε ότι έγιναν ήταν με τη θέλησή της και ότι, εκ των υστέρων, αποφάσισε να τους εκδικηθεί. Ο εφεσείων 2 ρητά έλεγε ότι το συγκεκριμένο βράδυ έκαμε σεξ μαζί της με τη θέλησή της, ενώ ο εφεσείων 1 σαφώς το υπονοούσε, όταν έλεγε στην ανώμοτη δήλωσή του ότι μετά που απομακρύνθηκε από το αυτοκίνητο άκουγε φωνές, τις οποίες, όμως, δεν έλαβε υπόψη, γιατί και μαζί του η παραπονούμενη, όταν έκαναν έρωτα, φώναζε.
Ο λόγος σε σχέση με το εσφαλμένο του τρόπου αντίκρισης της εκδοχής του εφεσείοντα 1 δεν ευσταθεί. Προκύπτει ευκρινώς από την απόφαση του Κακουργοδικείου ότι αυτό, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, είχε συνεχώς υπόψη τις [*484]θέσεις των εφεσειόντων ως προς τις ενέργειες του καθενός, όπως τις έχουμε ήδη αναλύσει πιο πάνω, και τις αντιπαρέβαλε με τη μαρτυρία. Η αντεξέταση της παραπονούμενης, αλλά και των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας - υπάρχουν μάρτυρες που αντεξετάστηκαν από το συνήγορο του εφεσείοντα 2 και δηλώθηκε ότι η αντεξέταση είναι κοινή, όπως ο Μ.Κ.8 - είναι αποκαλυπτική της κοινής γραμμής της Υπεράσπισής τους. Ιδιαίτερα, η εκδοχή του εφεσείοντα 1, ότι, δηλαδή, είναι η παραπονούμενη που του ζήτησε, όταν βρίσκονταν όλοι με την παρέα, να μεταφέρει αυτή και τον εφεσείοντα 2 για να μιλήσουν, δεν της τέθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο, για να την σχολιάσει. Συμφωνούμε με το Κακουργοδικείο ότι οι εφεσείοντες, υπερασπιζόμενοι πρωτοδίκως, πρόβαλλαν το κατασκευασμένο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, για διαφορετικούς, βέβαια, λόγους ο καθένας· ο εφεσείων 1, επειδή διέκοψε την ερωτική του σχέση μαζί της και ο εφεσείων 2, επειδή αυτή αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την αρραβωνιαστεί. Το γεγονός της προηγούμενης ερωτικής σχέσης του εφεσείοντα 1 ήταν ενώπιον του Κακουργοδικείου και λήφθηκε υπόψη κατά την εξέταση της εκδοχής του, υπήρχαν, όμως, κενά, που εμπόδιζαν αυτή να γίνει δεκτή. Ούτε τα περί παρεμβάσεων του Κακουργοδικείου, κατά τη δίκη, και παρεμπόδισης της συνηγόρου του εφεσείοντα 1 κατά την αντεξέταση να θέσει στους μάρτυρες κατηγορίας τη θέση του ευσταθούν. Τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος μας υπέδειξε ως παρεμβάσεις του Δικαστηρίου αποτελούν απλά παραινέσεις, με σκοπό τη διασφάλιση του δικαιώματος του καθενός των συγκατηγορουμένων να τύχει δίκαιης δίκης.
Ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης αφορούν στο εσφαλμένο της αποδοχής από το Κακουργοδικείο της μαρτυρίας της παραπονούμενης ως αξιόπιστης αλλά και στον τρόπο, γενικά, αντίκρισης της εκδοχής της. Ήταν η εισήγηση του συνηγόρου ότι το Κακουργοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς να την υποβάλει στον απαραίτητο έλεγχο. Παρά τη διαπίστωσή του, υπέβαλε, ότι σ’ αυτή υπήρχαν αντιφάσεις, δεν απέδωσε τη σημασία που έπρεπε, δηλαδή, αυτές, ως ουσιώδεις που ήταν, να επιδράσουν στο αξιόπιστό της. Ο τρόπος αξιολόγησης και τα συνακόλουθα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Κακουργοδικείου αναφορικά με την υπόλοιπη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή προς ενίσχυση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και/ή προς απόδειξη της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντα 1 είναι, επίσης, εσφαλμένα. Προς υποστήριξη των πιο πάνω λόγων, ο συνήγορος μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας τόσο της παραπονούμενης όσο και των υπολοίπων μαρτύρων, τα κυριότερα των οποίων ήταν τα ακόλουθα:-
[*485](α) Η παραπονούμενη, στην κατάθεσή της στην Αστυνομία, την οποία έδωσε στις 20/8/2006, περιέγραψε το επεισόδιο του βιασμού κατά τρόπο εντελώς διαφορετικό απ’ ότι στο Δικαστήριο, γεγονός που και το ίδιο εντόπισε. Ενώ στην κατάθεσή της έκαμε λόγο για ένα επεισόδιο βιασμού της έξω από το αυτοκίνητο, αντεξεταζόμενη, αναφέρθηκε σε δύο επεισόδια βιασμού της. Χαρακτηριστικά στο Δικαστήριο πρόσθεσε ότι, ενώ ο εφεσείων 2 την βίαζε, εμφανίστηκε ο εφεσείων 1, επιμένοντας κι αυτός να κάμει έρωτα μαζί της. Έβαλε τα χέρια του κάτω από τη φούστα της και την έσπρωχνε μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ ο εφεσείων 2 στεκόταν δίπλα και κορόιδευε, κρατώντας το γεννητικό του όργανο. Προσποιήθηκε τότε ότι θα λιποθυμούσε, οπόταν την έβαλαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν να φύγουν, επέστρεψαν όμως, την βίασε ο εφεσείων 1, ενώ ο εφεσείων 2 την τραβούσε από τα μαλλιά να του κάμει στοματικό έρωτα. Προφανώς, εισηγήθηκε ο συνήγορος, η παραπονούμενη, αντιλαμβανόμενη την ανάγκη η μαρτυρία της να συνάδει με το κατηγορητήριο, το οποίο απαιτούσε κοινή δράση των εφεσειόντων, καταθέτοντας στο Δικαστήριο, πρόσθεσε ό,τι απαιτείτο για απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων. Επίσης, ενώ στην κατάθεσή της στην Αστυνομία ανέφερε ότι, όταν ήταν στην παρέα, ζήτησε κάποιος να την μεταφέρει στο αυτοκίνητό της, στη μαρτυρία της είπε ότι αυτό το ζήτησε από το Χιονιά και τούτο για να στηρίξει την κατηγορία της απαγωγής.
(β) Ενώ, κατά την κυρίως εξέτασή της, ανέφερε ότι στις 19 Αυγούστου, με τη θέλησή της, έκαμε σεξ με τον εφεσείοντα 2, σε χωράφια, το αναίρεσε, αντεξεταζόμενη, όταν αντελήφθη το λάθος της.
(γ) Ενώ στην κατάθεσή της και στο Δικαστήριο ανέφερε ότι, όταν πήγε σπίτι της ο πατέρας της κοιμόταν και δεν τον ξύπνησε, ο Χιονιάς είπε ότι, όταν της τηλεφώνησε για να δει εάν ήταν καλά, το τηλέφωνό της το απάντησε ο πατέρας της.
(δ) Η αναφορά των κυνηγών στο Μ.Κ.3 για φωνές στο χωριό Πελαθούσα ότι μια κοπέλα τσακωνόταν με κάποιο, δεδομένης της καταδίκης του εφεσείοντα 2, δεν αποκλείει - και ορθά να αποδόθηκαν οι φωνές από τους κυνηγούς, δηλαδή αυτοί να άκουσαν φωνές στον πληθυντικό - «αφήστε με δεν μπορώ άλλο» - αυτές να αφορούσαν στο βιασμό της παρα[*486]πονούμενης από τον εφεσείοντα 2.
(ε) Η μαρτυρία του Χιονιά εσφαλμένα έγινε δεκτή μόνο στο μέρος της κατάθεσής του στην Αστυνομία. Ο μάρτυρας, αμέσως μετά που έδωσε την κατάθεσή του, ζήτησε από το Μ.Κ.12 να δώσει νέα κατάθεση, για να πει όσα είπε στο Δικαστήριο, αλλά δεν του επετράπη.
(στ) Ενώ η μαρτυρία της Ιατροδικαστού - Μ.Κ.5 δεν περιλάμβανε τα αναμενόμενα, σε περιπτώσεις μη φυσιολογικής επαφής, τραύματα στον κόλπο, λήφθηκε υπόψη ότι ενίσχυε την εκδοχή της παραπονούμενης, όταν, μάλιστα, ήταν παραδεκτό ότι στις 18/8/2006 αυτή έκαμε έρωτα πάθους με τον εφεσείοντα 2.
Είναι καλά νομολογημένο ότι το Εφετείο, για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, επεμβαίνει μόνο, αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματά του αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σ’ ό,τι αφορά τις παραλείψεις ή τις αντιφάσεις στις καταθέσεις ή στη μαρτυρία, για να ανατραπεί η πρωτόδικη κρίση, θα πρέπει αυτές να είναι ουσιώδεις, ώστε να πλήττουν σημαντικά την αξιοπιστία του μάρτυρα, ή να αποκαλύπτουν την πρόθεσή του να παραποιήσει την αλήθεια.
Έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στο σύνολό της και σταθήκαμε ιδιαίτερα στα σημεία των καταθέσεων και της μαρτυρίας της παραπονούμενης αλλά και των υπολοίπων μαρτύρων, στα οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντα 1, για να καταδείξει παραλείψεις ή αντιφάσεις. Διαπιστώνουμε ότι πλείστα όσα από αυτά είχαν τεθεί και ενώπιον του Κακουργοδικείου, το οποίο τα πραγματεύθηκε με κάθε λεπτομέρεια, προτού καταλήξει να αποδεχθεί τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Συμφωνούμε με το συνήγορο του εφεσείοντα 1 ότι, όντως, υπάρχει διαφορά στη σειρά και τον τόπο περιγραφής από την παραπονούμενη του βιασμού της. Βρίσκουμε, όμως, ότι αυτό δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της, εφόσον στον πυρήνα η μαρτυρία της δεν ήταν διαφορετική. Τόσο στην κατάθεσή της όσο και στο Δικαστήριο είπε ότι βιάστηκε και από τους δύο. Η σειρά και ο τόπος γενικά που έγινε ο βιασμός της δε διαφοροποιούν τη μαρτυρία της. Η παραπονούμενη, αντεξεταζόμενη σε σχέση με τον τρόπο που περιέγραψε το βιασμό της στην κατάθεσή της στην Αστυνομία και στο Δικαστήριο ήταν κατηγορηματική ότι τα όσα είπε στην κατάθεσή της στην Αστυνομία είναι αλήθεια και ότι [*487]το μόνο που δεν είπε ήταν οι λεπτομέρειες για τον τρόπο που έγινε ο βιασμός της και τούτο γιατί, όταν έδιδε την κατάθεσή της, ήταν αναστατωμένη και, επίσης, γιατί δε θεώρησε σημαντικές κάποιες λεπτομέρειες. Οι λόγοι που δίδονται από το Κακουργοδικείο για την αξιολόγηση είτε των παραλείψεων είτε των αντιφάσεων της παραπονούμενης είναι πειστικοί και εύλογοι, έτσι ώστε δε δικαιολογείται επέμβασή μας.
Ούτε τα περί συναινετικού έρωτα το βράδυ του βιασμού ανταποκρίνονται στη μαρτυρία της παραπονούμενης. Σταθερή θέση της ήταν ότι η ίδια, το βράδυ του βιασμού, δεν ήθελε να κάμει σεξ, όπως ήταν η επιθυμία του εφεσείοντα 2. Η αναφορά της ότι ο εφεσείων 2 «... με πήρε σε χωράφια και κάναμε σεξ» δεν αναφέρεται στο βράδυ του βιασμού αλλά στο προηγούμενο βράδυ, στις 18/8/2006, που είναι παραδεκτό ότι είχε κάμει σεξ μαζί του.
Ερχόμαστε τώρα στα περί κατασκευασμένου της μαρτυρίας της παραπονούμενης, σε συνεννόηση με τους Βρούλλο και Πενταρά, μετά που ο πατέρας της τηλεφώνησε στον Πενταρά. Τα διατρέξαντα από τη στιγμή που ο Πενταράς δέχτηκε το παράπονο του πατέρα της μέχρι και τη συμπλήρωση της διερεύνησης της καταγγελίας δεν αποκαλύπτουν οτιδήποτε, το οποίο να πλήττει την αξιοπιστία της. Αμέσως μετά το παράπονο του πατέρα της, λίγο πριν το μεσημέρι, ο Πενταράς δίδει οδηγίες για διερεύνηση της καταγγελίας και αυτή δίδει κατάθεση μεταξύ των ωρών 16:20 - 18:00. Σχεδόν ταυτόχρονα, μεταξύ 17:00 - 17:55, δίδει κατάθεση ο Χιονιάς, ο οποίος αναφέρεται στο παράπονο που του έκαμε η ίδια, κατονομάζοντας τους εφεσείοντες ως τους βιαστές της. Η παραπονούμενη στην κατάθεσή της στην Αστυνομία αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι στους Αστυνομικούς που συνάντησε μετά το βιασμό της είπε ότι «... ύστερα θα τους έδινα κατάθεση χωρίς να τους πω οτιδήποτε.». Είναι φανερό, λοιπόν, ότι στους Αστυνομικούς μίλησε για το βιασμό της, διαφορετικά δεν έχει νόημα να λέγει ότι αργότερα θα έδιδε κατάθεση. Ό,τι δεν τους ανέφερε είναι τις λεπτομέρειες των όσων αυτή βίωσε.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η εισήγηση για την εκ των υστέρων απόφαση της παραπονούμενης να εκδικηθεί, σε συνεννόηση με το Βρούλλο και τον Πενταρά, λογικά δεν ευσταθεί και για τους πιο κάτω λόγους:-
Εάν η εισήγηση είναι ορθή, αυτό σημαίνει ότι η παραπονούμενη είχε αποφασίσει και είχε θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο εκδίκησης των εφεσειόντων από τη στιγμή που ανέφερε στο Χιονιά, όταν αυ[*488]τός την οδηγούσε για να πάρει το αυτοκίνητό της, για το βιασμό της, αλλά ακόμη και προηγουμένως, όταν φώναζε και άκουαν τις φωνές της οι κυνηγοί. Εάν, όμως, πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα, γιατί δεν κατάγγειλε, χωρίς ενδοιασμούς, τα του βιασμού της στο Βρούλλο; Γιατί του ζήτησε να μην πει οτιδήποτε σε οποιοδήποτε μέχρι να αποφασίσει την επομένη; Και εάν, πάλι, γίνει δεκτή η θέση του εφεσείοντα 1 ότι στο Βρούλλο η παραπονούμενη δεν είπε οτιδήποτε, τότε πού στηρίζεται το σενάριο του σχεδίου για εκδίκησή του, όπως θέλησε ο Χιονιάς να το θέσει, αλλά δεν έγινε δεκτό, δηλαδή ότι, από τις 16/8/2006, η παραπονούμενη του ανέφερε ότι θα εκδικηθεί τον εφεσείοντα 1.
Τα περί διαφοράς στη μαρτυρία των Μ.Κ.10 και Βρούλλου, στα οποία, επίσης, μας παρέπεμψε ο συνήγορος, σε σχέση με το κατά πόσο ο Βρούλλος είπε στο Μ.Κ.10 ότι η παραπονούμενη του ανέφερε για το βιασμό της, είναι αναμενόμενα όταν η μαρτυρία δεν είναι κατασκευασμένη, έτσι ώστε δε βρίσκουμε να επηρεάζουν την αξιοπιστία είτε της παραπονούμενης είτε των ιδίων των μαρτύρων.
Παρά την κατάληξή μας ότι ο λόγος έφεσης σε σχέση με την αποδοχή από το Κακουργοδικείο της μαρτυρίας της παραπονούμενης στο σύνολό της χωρίς την προσφυγή σε ενισχυτική μαρτυρία δεν ευσταθεί, θα εξετάσουμε και τα περί εσφαλμένης εκτίμησης της μαρτυρίας που θεωρήθηκε ως τέτοια, δεδομένου ότι αυτή εξετάζεται όχι ως επόμενο της μαρτυρίας της παραπονούμενης αλλά ενιαία. Τι συνιστά ενισχυτική μαρτυρία και ποια μορφή αυτή μπορεί να πάρει εξηγείται στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258. Αυτή:- (σελ. 265)
«Πρέπει να έχει προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να ενισχύσει και να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος. Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη δικαστική απόφαση Turner v. Blunden* δεν απαιτείται όπως η ενισχυτική μαρτυρία αποδεικνύει αφ’ εαυτής τα αμφισβητούμενα γεγονότα ή τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Ό,τι απαιτείται είναι η μαρτυρία να έχει ανεξάρτητη προέλευση από το συνένοχο (accomplice) και να τείνει να καταδείξει σε μια ή περισσότερες ουσιώδεις λεπτομέρειες ότι διαπράχθηκε το κρινόμενο έγκλημα και ότι ο εγκληματίας είναι ο [*489]κατηγορούμενος*.»
Συμφωνούμε με το Κακουργοδικείο ότι η αναφορά του Χιονιά πως η παραπονούμενη του κατονόμασε τους εφεσείοντες ως τους βιαστές της αποτελεί πρώτο παράπονο. Γίνεται αμέσως μετά το συμβάν, με την πρώτη λογική ευκαιρία που αυτή είχε, όταν ο Χιονιάς, ο οποίος, όπως ο ίδιος είπε την είδε αναστατωμένη, την οδηγούσε με το αυτοκίνητό του για να πάρει το δικό της. Η μαρτυρία του Χιονιά, στην έκταση που αυτή έγινε αποδεκτή, πληροί τις προϋποθέσεις του πρώτου παραπόνου και ενισχύει την εκδοχή της παραπονούμενης.
Ανεξάρτητα από την αυτοτελή σημασία που έχει το πρώτο παράπονο, αυτό καταρρίπτει και τον ισχυρισμό του εφεσείοντα 1 για την εκ των υστέρων σκέψη και συνωμοσία της παραπονούμενης με τους Βρούλλο και Πενταρά για εκδίκησή του, ως και το σενάριο για εκδίκησή του, που θέλησε να προωθήσει ο Χιονιάς.
Ούτε τα περί εσφαλμένης αντίληψης και απόδοσης από τους κυνηγούς των φωνών που αυτοί άκουσαν και οι οποίες θεωρήθηκαν ενισχυτικές της εκδοχής της παραπονούμενης ευσταθούν. Οι κυνηγοί, από την πρώτη στιγμή, ανέφεραν ότι οι φωνές ήταν γυναίκας που καλούσε σε βοήθεια. Τα περί του χρόνου που οι κυνηγοί τις άκουσαν είναι χωρίς σημασία, αφού οι φωνές που περιέγραψαν ήταν καθαρά φωνές πόνου, αντίστασης και απελπισίας, ενόψει των ενεργειών από περισσότερους του ενός - σε βαθμό, μάλιστα, που τους οδήγησε να ειδοποιήσουν την Αστυνομία - και όχι φωνές ικανοποίησης, για να αντιμάχονται την εκδοχή της. Τα όσα οι κυνηγοί άκουσαν ενίσχυαν την εκδοχή της παραπονούμενης.
Ένα άλλο ζήτημα που εισηγήθηκε ο συνήγορος ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε ως ενισχυτική μαρτυρία είναι το ζήτημα των κακώσεων που διαπίστωσε η Ιατροδικαστής - Μ.Κ.5, μετά που αυτή εξέτασε την παραπονούμενη στις 20 και 22/8/2006. Η απουσία, εισηγήθηκε, κατά την πρώτη εξέταση, κάκωσης εξωτερικά ή στην περιοχή του κόλπου αντιμάχεται την εκδοχή της παραπονούμενης, όπως την αντιμάχονται και οι εκχυμώσεις που η Ιατροδικαστής διαπίστωσε κατά τη δεύτερη εξέταση, αφού αυτές δεν αποκλείεται να προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ερωτικής συνεύρεσης που είχε η παραπονούμενη με τον εφεσείοντα 2 στις 18/8/2006.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης ως [*490]προς τον τρόπο που την μεταχειρίστηκαν οι εφεσείοντες για να πετύχουν να κάμουν έρωτα μαζί της. Όλες οι εκχυμώσεις που αυτή έφερε, όπως τις εντόπισε η Ιατροδικαστής, εναρμονίζονται με την εκδοχή της και αντιμάχονται την εκδοχή ότι όλα έγιναν με τη θέλησή της. Η εισήγηση ότι, για να ενισχύετο η εκδοχή της, θα έπρεπε να υπάρχουν άλλες κακώσεις και ιδιαίτερα κακώσεις στον κόλπο είναι χωρίς υπόβαθρο - η Ιατροδικαστής δεν είπε ότι σε όλες τις περιπτώσεις βιασμού πρέπει να υπάρχουν κακώσεις στον κόλπο - όπως χωρίς υπόβαθρο είναι και ότι ο έρωτας που έκαμε η παραπονούμενη με τον εφεσείοντα 2 στις 18/8/2006 ήταν έρωτας πάθους, ώστε να μην μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι εκχυμώσεις να προκλήθηκαν τότε.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά σε νομικό ζήτημα· αυτό της στοιχειοθέτησης των κατηγοριών. Η μαρτυρία, υπέβαλε ο συνήγορος, και τα ευρήματα του Κακουργοδικείου δε θεμελιώνουν, στον απαιτούμενο βαθμό, τα αδικήματα. Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο εφεσείων 1 συμφώνησε με τον εφεσείοντα 2 στη διάπραξη της απαγωγής με σκοπό τη συνουσία, όπως δεν υπάρχει μαρτυρία ότι αυτοί συμφώνησαν εκ των προτέρων να βιάσουν την παραπονούμενη. Για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, και πάλι δεν υπάρχει μαρτυρία, ενώ για το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας η μαρτυρία αναφέρεται στον εφεσείοντα 2 και όχι στον εφεσείοντα 1.
Αρχίζοντας από το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας που αντιμετώπιζε μόνο ο εφεσείων 1 - συγκεκριμένα αυτός απείλησε την παραπονούμενη ότι, αν αυτή δε δεχόταν, θα την έσερνε μέσα στα κάτσαρα - διαπιστώνουμε, σε συμφωνία με το συνήγορό του, ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν αναφερόταν σ’ αυτό αλλά στον εφεσείοντα 2, έτσι ώστε η καταδίκη του δε δικαιολογείται. Δεν έχουμε, όμως, την ίδια άποψη για τις υπόλοιπες κατηγορίες. Η αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης, η οποία εμφανίζει τον εφεσείοντα 1 να κινείται ετσιθελικά και ταυτόχρονα με τον εφεσείοντα 2 για να την μεταφέρουν στο μέρος όπου αυτή είχε αφήσει το αυτοκίνητό της, σε συνδυασμό με ό,τι ακολούθησε - προσπερνούν το αυτοκίνητό της χωρίς να σταματήσουν και την μεταφέρουν σε χωράφια - φανερώνει ότι ο σκοπός τους δεν ήταν αυτός που την άφησαν, προς στιγμή, να αντιληφθεί, αλλά να την απαγάγουν με σκοπό τη συνουσία. Προσθέτουμε, όμως, ότι και εάν ακόμη η παραπονούμενη, από το σημείο όπου βρισκόταν με την παρέα, μπήκε στο αυτοκίνητο των εφεσειόντων με τη θέλησή της για να μεταφερθεί από αυτούς στο δικό της, η κατάσταση δε διαφοροποιείται, αφού είναι από τη μαρτυρία της φανερό ότι αυτή, μόλις αντιλήφθηκε ότι δε θα την άφηναν στο αυτοκίνητό της, αντέδρασε και, πα[*491]ρά τις διαμαρτυρίες της, οι εφεσείοντες προχώρησαν για να ολοκληρώσουν το σκοπό τους, όπως και τον ολοκλήρωσαν. Συνεπώς, ορθά το Κακουργοδικείο κατέληξε ότι στοιχειοθετήθηκαν τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και της απαγωγής με σκοπό τη συνουσία. Σε σχέση με το τελευταίο αδίκημα, για το οποίο ο συνήγορος μας παρέπεμψε σε συγκεκριμένο απόσπασμα των ευρημάτων, για να καταδείξει ότι αυτό δε στοιχειοθετήθηκε, παρατηρούμε ότι, εάν, όντως, αυτό ήταν το μόνο εύρημα, δε θα ήταν αρκετό. Δεν έχουν, όμως, έτσι τα πράγματα. Τα ευρήματα του Κακουργοδικείου, τα οποία έχουμε ήδη παραθέσει, είναι σαφή και δικαιολογούν την κατάληξη για στοιχειοθέτηση και αυτού του αδικήματος.
Η έφεση κατά της καταδίκης του εφεσείοντα 1 στις κατηγορίες 1 - 4 απορρίπτεται. Η έφεση επιτυγχάνει σε σχέση με την καταδίκη του στην πέμπτη κατηγορία, στην οποία απαλλάσσεται και αθωώνεται.
Έφεση κατά της ποινής του εφεσείοντα 2:
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το Κακουργοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα 2 για το αδίκημα του βιασμού ποινή φυλάκισης έξι ετών. Σύμφωνα με το συνήγορό του, η ποινή αυτή είναι έκδηλα υπερβολική, αν ληφθεί υπόψη ότι ο εφεσείων 2 ήταν ο ερωτικός σύντροφος της παραπονούμενης και ότι το προηγούμενο βράδυ οι σχέσεις τους ήταν αρμονικές και είχαν σεξουαλική επαφή. Το Κακουργοδικείο, καίτοι, υπέβαλε, καθοδηγήθηκε από σχετική νομολογία, απέτυχε να διαπιστώσει και να εφαρμόσει ορθά την έλλειψη επιβαρυντικών παραγόντων, όπως αυτοί καθορίζονται στην Keith Billam and Others 8 Cr. App. R. (S.) 48. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντοτε με το συνήγορο, το Κακουργοδικείο, ενώ είχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τα γεγονότα, της ευνοϊκότερης για τον εφεσείοντα 2 επιλογής, δηλαδή ότι αυτός δεν είχε προσυνεννοηθεί με τον εφεσείοντα 1, έλαβε υπόψη του ως επιβαρυντικό παράγοντα την ύπαρξη προσυνεννόησης. Τέλος, δεν έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του, όπως αυτές τέθηκαν ενώπιόν του με την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, οι οποίες αποκαλύπτουν ότι πρόκειται για νεαρό πρόσωπο, 22 χρόνων, άγαμο, βεβαρημένο με συναισθηματικές στερήσεις, λόγω της βίας που ασκείτο σ’ αυτόν από τον πατέρα του.
Δε συμμεριζόμαστε την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα 2. Το αδίκημα του βιασμού, από τα σοβαρότερα του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, τιμωρείται μέχρι και με διά βίου φυλάκιση. Το ύψος της ποινής είναι ενδεικτικό της σοβαρότητας με την οποία ο νομοθέτης το αντιμετωπίζει. Όπως έχει, κατ’ επανάληψη, τονιστεί, [*492]σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή, σε μια προσπάθεια καταστολής τους. Πρόκειται για εγκλήματα ιδιαίτερης σοβαρότητας, τα οποία δε στρέφονται μόνο κατά των ηθών, αλλά προσβάλλουν, ταυτόχρονα, την προσωπικότητα του θύματος - (βλ. Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259).
Στην παρούσα περίπτωση, παρά το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν κτυπήθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το Κακουργοδικείο «Η βία που ασκήθηκε ήταν παράμετρος του βιασμού», δεν μπορεί να παραβλεφθεί ο σχεδιασμός και ο εξευτελισμός που αυτή υπέστη από τον εφεσείοντα 2, με τον οποίο την περίοδο εκείνη διατηρούσε μια ερωτική σχέση. Το γεγονός ότι δε συνέτρεχαν επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως προηγούμενες καταδίκες για βιασμό, επιπτώσεις στο θύμα ιδιάζουσας σοβαρότητας, χρησιμοποίηση όπλου για εκφοβισμό, δε συνιστά λόγο για εξουδετέρωση της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Το Κακουργοδικείο διαπιστώνουμε ότι στάθμισε ορθά κάθε παράγοντα, έτσι ώστε δε δικαιολογείται η επέμβασή μας στην ποινή που επιβλήθηκε.
Η έφεση κατά της ποινής του εφεσείοντα 2 απορρίπτεται.
H έφεση αρ. 174/07 κατά της καταδίκης απορρίπτεται στις κατηγορίες 1-4 ενώ επιτυγχάνει σε σχέση με την 5ην κατηγορία. H έφεση αρ. 226/07 κατά της ποινής απορρίπτεται.
* Georghios Panaghi Makris alias Petinos v. The Police (1961) C.L.R. 330.
Fourri & Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152.
Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258.
Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390.
Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628.
** Προφανώς το ορθό είναι “παραπονούμενη”.
* M.K. 6
* «[1986] 2 All E.R. 75.»
* «(Βλέπε, R. v. BECK [1982] 1 All E.R. 807).»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο