Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου (2009) 2 ΑΑΔ 501

(2009) 2 ΑΑΔ 501

[*501]8 Οκτωβρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Aρ. 56/2009)

 

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Αίτηση για αναστολή της διαδικασίας ποινικών εφέσεων μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποκαταστήσει το κύρος του Κακουργιοδικείου και της δικαιοσύνης γενικά, το οποίο είχε, κατ’ ισχυρισμόν, τρωθεί από τις δηλώσεις στις οποίες προέβη σε σχέση με την αθωωτική απόφαση του αιτητή και των συγκατηγορουμένων του, όλων μελών της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, σε κατηγορίες για υποβολή των παραπονουμένων σε βασανιστήρια και σε σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ― Κατά πόσο ετύγχαναν εφαρμογής οι αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348 Εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή δικαστικής διαδικασίας.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη και ανεπηρέαστη δίκη ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ― Κατά πόσο επηρεάζετο το δικαίωμα των κατηγορουμένων για δίκαιη δίκη ενώπιον του Εφετείου, ενόψει δυσμενών δημοσιευμάτων που αφορούσαν στην ποινική διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε από τον Ανδρέα Ευσταθίου ο οποίος, όπως και οι εννέα συγκατηγορούμενοί του, αθωώθηκαν και απαλλάγηκαν από το Κακουργιοδικείο στις κατηγορίες για την υποβολή του Μάρκου Παπαγεωργίου και Ιωάννη Νικολάου σε βασανιστήρια και σε σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

[*502]Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε δέκα εφέσεις, μια για κάθε κατηγορούμενο. Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε εκκρεμουσών των εφέσεων, από τον προαναφερθέντα Ανδρέα Ευσταθίου εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 56/09, για προσαγωγή μαρτυρίας. Ο Γενικός Εισαγγελέας κατέθεσε γραπτή ένσταση.

Η αίτηση έχει δύο σκέλη:

1) Η δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν θα είναι δίκαιη εξ αιτίας του πρωτοφανούς όγκου και περιεχομένου των δημοσιευμάτων και των εκδηλώσεων που ακολούθησαν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και γι’ αυτό το λόγο δεν θα πρέπει και να διεξαχθεί.

2) Η διαδικασία θα πρέπει να ανασταλεί μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας αποκαταστήσει το κύρος του Δικαστηρίου το οποίο έχει τρωθεί από τις δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα στο κύριο Δελτίο Ειδήσεων του ΡΙΚ 1 στις 19.3.09, ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση, με τις οποίες δήλωσε «εντελώς απογοητευμένος από την ποιότητα της δικαιοσύνης μας», πως η αθώωση των κατηγορουμένων «αποτελεί ενθάρρυνση της κρατικής τρομοκρατίας», πως δεν πρέπει πάντοτε να εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη και πως το περί δικαίου αίσθημα έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα.

     Το θέμα το οποίο αναδείχθηκε ως επίμαχο κατά την ακρόαση της αίτησης ήταν το κατά πόσο, στη βάση αυτών των δηλώσεων και των τοποθετήσεων, η εκδίκαση των εφέσεων θα πρέπει να ανασταλεί σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348.

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση στην αίτηση. Στο πρώτο σκέλος της αίτησης ομόφωνο είναι και το σκεπτικό. Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της αίτησης ο Αρτέμης, Π. και ο Ναθαναήλ Δ. είχαν διαφορετικό σκεπτικό.

Αποφασίστηκε ότι:

Υπό Κωνσταντινίδη, Δ. συμφωνούντων και των Νικολαΐδη, Κραμβή, Χατζηχαμπή, Παπαδοπούλου, Φωτίου, Νικολάτου, Ερωτοκρίτου, Παμπαλή, Κληρίδη και Πασχαλίδη, Δ.Δ..

1.  Η απόφαση στην υπόθεση Αστυνομία v. Φάντη και Άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 (απόφαση πλειοψηφίας), αφορά ευθέως το θέμα που [*503]εγείρεται στην παρούσα αίτηση. Η εμβέλεια αυτής της υπόθεσης εξηγήθηκε στη Δημοκρατία v. Ford (Αρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232. Όπως δε προκύπτει από τις αρχές που διατυπώθηκαν στις προαναφερθείσες αυθεντίες, δεν μπορεί να τίθεται θέμα κατάργησης της δίκης, πολύ περισσότερο της έφεσης, εξ αιτίας δυσμενών δημοσιευμάτων.

2.  Οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα πλήττουν το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και δεν αναμένετο να χρησιμοποιηθούν σε καμιά περίπτωση από θεσμικό όργανο τέτοιας βαρύνουσας σημασίας όπως ο Γενικός Εισαγγελέας.

3.  Στην υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω), υπό το μανδύα της κριτικής, αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα η αμεροληψία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και του δικαστικού σώματος γενικά. Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο δικαίωμα της κριτικής των δικαστικών αποφάσεων αλλά επισήμανε ταυτόχρονα το γεγονός πως ο εφεσείων δεν ήταν ο απομακρυσμένος από τα γεγονότα δημοσιογράφος αλλά διάδικος στην υπόθεση που θέλησε να αναζητήσει δικαίωση μέσω δημοσιευμάτων τα οποία εμφάνιζαν το πρωτόδικο Δικαστήριο και το δικαστικό σώμα ως μεροληπτικά. Αποδοκιμάστηκε αυτή η μέθοδος και επισημάνθηκαν οι κίνδυνοι από την προσφυγή σ’ αυτή. Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε πως η άσκηση έφεσης ήταν καταχρηστική και διέταξε την αναστολή της, μέχρις ότου ο εφεσείων αποκαθιστούσε με κατάλληλες ενέργειες το κύρος του Δικαστηρίου προς απονομή της δικαιοσύνης στην υπόθεση.

4.  Στην παρούσα υπόθεση ο Γενικός Εισαγγελέας δεν απέσυρε τις δηλώσεις του, όπως αναμένετο. Όμως αυτή η διαδικασία δεν είναι τιμωρητικής φύσης και το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία επιβολής κύρωσης για τα λεχθέντα. Εκείνο που εξετάζεται, είναι το κατά πόσο καταχρηστικά  ο Γενικός Εισαγγελέας επιδιώκει, με την άσκηση των εφέσεων, την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δηλαδή, υπό συζήτηση είναι η ενδεχόμενη κατάχρηση της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η προοπτική, στην περίπτωση, όπως εξηγήθηκε στην Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω) δεν είναι, βεβαίως, η απόρριψη των εφέσεων αλλά η αναστολή της εκδίκασής τους μέχρις ότου, με κατάλληλη ενέργεια αποκατασταθεί το κύρος του Δικαστηρίου να απονείμει δικαιοσύνη στην υπόθεση. Κατά διαφοροποίηση από τα δεδομένα στην Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω), υπάρχουν ενώπιον του Εφετείου οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα πως σέβεται τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και πως ουδέποτε αμφισβήτησε ή αμ[*504]φισβητεί, την τιμιότητα, αμεροληψία ή ακεραιότητα του Κακουργιοδικείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη δικαιοδοσία του οποίου απευθύνεται και πως έχει απόλυτη και απεριόριστη εμπιστοσύνη στο ισχύον σύστημα απονομής δικαιοσύνης όπως είναι δομημένο και θεσμοθετημένο βάσει του Συντάγματος και της Κυπριακής Νομοθεσίας.

5.  Ενόψει των πιο πάνω δηλώσεων του Γενικού Εισαγγελέα, στο πλαίσιο του λόγου της Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω), δεν δικαιολογείται η έκδοση διαταγής για αναστολή της εκδίκασης των εφέσεων.

Υπό Αρτέμη, Π.:

1.  Δεν είναι δυνατή η εκ των προτέρων κατάργηση της δίκης, ιδιαιτέρως της έφεσης, λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων.

2.  Οι επίδικες δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, οι οποίες αποτελούν κοινό έδαφος στην υπόθεση, έχουν προσβάλει το κύρος του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστηρίου αλλά και της δικαιοσύνης και του συστήματος εν γένει, καθώς και της ικανότητας ή διάθεσης του Εφετείου να αποδώσει δικαιοσύνη στην έφεση.

3.  Η δήλωση του συνηγόρου της Δημοκρατίας, στο τελικό στάδιο της αγόρευσής του, πως ο Γενικός Εισαγγελέας ουδέποτε αμφισβήτησε ή αμφισβητεί την εντιμότητα και ικανότητα του Δικαστηρίου να αποδώσει δικαιοσύνη και ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο Ανώτατο Δικαστήριο, δεν είναι αρκετή από μόνη της να αποκαταστήσει το κύρος του Δικαστηρίου.

4.  Οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα εμπίπτουν στην εμβέλεια της απόφασης στην Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω) και ουδεμία ενέργεια ή δήλωση έχει γίνει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου που να ικανοποιεί την προϋπόθεση αναίρεσης των δηλώσεων και αποκατάστασης του κύρους των Δικαστηρίων.

5.  Στις ποινικές διαδικασίες πραγματικός διάδικος είναι το κράτος και όχι, stricto sensu, ο Γενικός Εισαγγελέας, ασχέτως του αν αυτός αναγράφεται στο κατηγορητήριο ως διάδικος. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να στερηθεί το κράτος και ο λαός τον οποίο εκπροσωπεί, του δικαιώματος να προσφεύγει στα Δικαστήρια – στην περίπτωση αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο – με βάση τις απαξιωτικές δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, που θα συνιστούσαν κατάχρηση της διαδικασίας, εάν επρόκειτο περί ενός [*505]πραγματικού διαδίκου.

Υπό Ναθαναήλ, Δ.:

1.  Τα επίδικα δημοσιεύματα δεν θα έχουν επιπτώσεις στη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης από το Δικαστήριο, πόσο μάλλον από το Ανώτατο Δικαστήριο που είναι ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της νομιμότητας.

2.  Ο Γενικός Εισαγγελέας αντί να προστατεύσει τους θεσμούς και το κύρος και αξιοπρέπεια της δικαιοσύνης γενικά, προέβηκε υπό το μανδύα της δημόσιας κριτικής, (και μάλιστα ενώ η έφεση ήταν ένα ανοικτό ενδεχόμενο), σε ανοίκειους χαρακτηρισμούς, πλήττοντας το κύρος της δικαστικής εξουσίας και συμπεριφέρθηκε με αχαρακτήριστα απαξιωτικό τρόπο έναντι του Δικαστηρίου.

3.  Οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα εμπίπτουν στον ευρύτερο λόγο της Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω) και εν πάση περιπτώσει στη δυνατότητα του Δικαστηρίου να τις ελέγξει, άνευ ετέρου, δια της αποδοχής της αιτήσεως και της αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας, μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας τις ανακαλέσει ανεπιφύλακτα. Ενόψει δε της παράλειψής του να το πράξει, αναδύεται το θεμελιακό ερώτημα αν ο Γενικός Εισαγγελέας είναι «διάδικος» και αν οι επίδικες δηλώσεις έγιναν υπό αυτή του την ιδιότητα.

4.  Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε κανένα ρόλο στην νομική προετοιμασία της υπόθεσης και εμφανίστηκε μόνο ως μάρτυρας στο Κακουργιοδικείο. Επομένως προκύπτει καθαρά πως οι δηλώσεις του δεν έγιναν υπό την αυστηρή ιδιότητα του διαδίκου.

Ταυτόχρονα όμως, η θεσμική του ιδιότητα προσέδωσε στις δηλώσεις του μια δυναμική και ένα αντίκτυπο που δεν θα είχαν αν γίνονταν από οποιοδήποτε άλλο δικηγόρο ή μάρτυρα σε μια υπόθεση.

5.  Παρά το θεσμικό ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, οι δηλώσεις του, δεν μπορούν να ταυτιστούν ως προερχόμενες από τη Δημοκρατία, ώστε να απορρέει το συμπέρασμα ότι θα πρέπει η Δημοκρατία και κατ’ επέκταση ο λαός, να αποστερηθεί του δικαιώματος να επανεξεταστεί η απόφαση της αθώωσης των κατηγορουμένων αστυνομικών από το δευτεροβάθμιο, και, ανωτάτου βαθμού, Δικαστήριο της χώρας.

6.  Η αίτηση, επομένως, παρόλο που έχει ορθή νομική βάση και θα επετύγχανε, πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται εφόσον οι [*506]δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα προήλθαν από πολιτειακό αξιωματούχο, όχι όμως και από διάδικο stricto sensu ώστε να του απαγορευθεί η πρόσβαση στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348,

Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 A.A.Δ. 319,

Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160,

Δημοκρατία ν. Ford (Aρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

Pennekamp v. Florida (n.55) 354, Aνώτατο Δικαστήριο των Hνωμένων Πολιτειών (1946),

Attorney – General v. Esau Namoa a.ο. NO. CR. 1154/99, ημερ. 11.4.2000 (Supreme Court of Tonga),

Andre Paul Terence Ambard v. The Attorney General of Trinidad and Tobago [1936] PC 141,

Regina v. Glen Dalke CC/R/181 ημερ. 28.4.81 (Supreme Court of British Columbia),

R. v. Metropolitan Police Commissioner Ex Parte Blackburn (No.2) [1968] 2 All E.R.319,

E.M. Sankaran Namboodiripad v. S.T. Narayanan Nambiar R 1972 SC 1515(10) – Supreme Court of India,

Republic v. Zacharia [1961] 2 S.C.C.C. 1,

Sunday Times v. The United Kingdom, Appl. No.6538/94, ημερ. 26.4.99.

Aίτηση.

Aίτηση από τον εφεσίβλητο ημερ. 19/6/2009, μέσα στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, για προσαγωγή μαρτυρίας με στόχο την κα[*507]τάργηση ή αναστολή εκδίκασης της έφεσης μέχρις ότου ο εφεσείων αποκαταστήσει με κατάλληλη ενέργεια το κύρος του Δικαστηρίου και της Δικαιοσύνης το οποίο είχε τρωθεί.

Μ. Γεωργίου με Μ. Αγγελίδου και Κ. Δήμου, ασκούμενη δικηγόρο, για τον Aιτητή-Eφεσίβλητο.

Λ. Λουκαΐδης και Ν. Κέκκος, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τον Kαθ’ ου η αίτηση-Eφεσείοντα.

Cur. adv. vult.

APTEMHΣ, Π.: Η κατάληξή μας στην αίτηση αυτή είναι ομόφωνη.

Στο πρώτο σκέλος της αίτησης, το οποίο αφορά τη δυνατότητα διεξαγωγής δίκαιης δίκης κατά την έφεση (εν όψει της  δημοσιότητας που ακολούθησε την αθώωση των κατηγορουμένων), ομόφωνο είναι και το σκεπτικό.

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της αίτησης, που αφορά αίτημα για αναστολή της διαδικασίας μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας αποκαταστήσει το κύρος του Δικαστηρίου, παρόλο ότι η κατάληξη είναι ομόφωνη, εντούτοις εγώ και ο Ναθαναήλ, Δ., έχουμε διαφορετικό σκεπτικό. 

Την απόφαση της πλειοψηφίας θα εκδώσει ο Κωνσταντινίδης, Δ. και με αυτή συμφωνούν οι Νικολαΐδης, Κραμβής, Χατζηχαμπής, Παπαδοπούλου, Φωτίου, Νικολάτος, Ερωτοκρίτου, Παμπαλλής, Κληρίδης και Πασχαλίδης, Δ.Δ.

Εγώ και ο Ναθαναήλ, Δ. θα απαγγείλουμε τις δικές μας αποφάσεις μειοψηφίας.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το κατηγορητήριο περιλάμβανε 96 κατηγορίες. Με την ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 17.9.08, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον αιτητή και τους εννέα συγκατηγορούμενούς του, που είναι όλοι μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, στις 62 από αυτές επειδή, όπως έκρινε, δεν είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να δικαιολογείται να κληθούν να κάμουν την υπεράσπισή τους. Σ’ αυτές περιλαμβάνονταν και οι κατηγορίες στις οποίες ήταν συστατικό στοιχείο η υποβολή των Μάρκου Παπαγεωργίου και Ιωάννη Νικολάου σε βασανιστήρια. Με την τελική του απόφαση, ημερομηνίας [*508]19.3.09, το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον αιτητή και τους εννέα συγκατηγορούμενους του και στις υπόλοιπες κατηγορίες, στις οποίες προεξάρχον ήταν το στοιχείο της υποβολής των ίδιων παραπονουμένων σε σκληρή, απάνθρωπη, ή εξευτελιστική μεταχείριση. Όπως έκρινε, για λόγους που εξήγησε, δεν είχε εν τέλει αποδειχθεί η ενοχή οποιουδήποτε από αυτούς σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες.

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε δέκα εφέσεις, μια για κάθε κατηγορούμενο, προγραμματίσαμε την ακρόασή τους αλλά, στο μεταξύ, υποβλήθηκε η παρούσα αίτηση από τον εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 56/09 Ανδρέα Ευσταθίου, για προσαγωγή μαρτυρίας.  Οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι, στους οποίους επιδόθηκε η αίτηση, με εξαίρεση τον εφεσίβλητο Γεώργιο Κυλίλη, στην Ποινική Έφεση 62/09, δήλωσαν πως την υποστηρίζουν στο σύνολό της. Ο συνήγορος του εφεσίβλητου Κυλίλη δήλωσε ότι υποστηρίζει μόνο το πρώτο από τα δυο της σκέλη.  Ο Γενικός Εισαγγελέας κατέθεσε γραπτή ένσταση και ακούσαμε τα μέρη.

Οι δηλώσεις, ο χειρισμός και η φύση των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν ανέδειξε ως την ουσία του πράγματος όχι το αυστηρά δικονομικό της δυνατότητας προσαγωγής μαρτυρίας στο Ανώτατο Δικαστήριο, για τους σκοπούς της έφεσης. Η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί αφορά σε δημοσιεύματα, δηλώσεις και εκδηλώσεις που ακολούθησαν την έκδοση της τελικής απόφασης του Κακουργιοδικείου και στόχος της προσαγωγής της είναι η κατάργηση ή η αναστολή των εφέσεων ώστε το ζήτημα της ενοχής ή της αθωότητας των εφεσιβλήτων να παραμείνει, ως τελικά κριθέν, από την πρωτόδικη απόφαση. Ανεξάρτητα από την κατά νόμο δυνατότητα άσκησης έφεσης. Οπότε, συζητήθηκε ως το κρίσιμο ζήτημα το κατά πόσο, στη βάση των δεδομένων όπως τα προσδιορίζει ο αιτητής, θα μπορούσε ή θα έπρεπε να αχθούμε στις καταλήξεις που εισηγείται. Θα αναφερθούμε, συνεπώς, στις δηλώσεις, στο χειρισμό και στα επιχειρήματα για να έχουμε ξεκαθαρισμένο το υπόβαθρο.

Η αίτηση έχει δυο σκέλη, με διακριτούς στόχους. Κατά τον πρώτο, δεν θα είναι δίκαιη η δίκη στο Ανώτατο Δικαστήριο και γι’ αυτό το λόγο δεν θα πρέπει και να διεξαχθεί. Αυτό, εξ αιτίας του πρωτοφανούς όγκου και περιεχομένου των δημοσιευμάτων και των εκδηλώσεων που ακολούθησαν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Όχι επειδή αμφισβητεί ο αιτητής πως το Ανώτατο Δικαστήριο θα εκδικάσει την υπόθεση αμερόληπτα, χωρίς επηρεασμό, όπως το δήλωσε ξεκάθαρα ο ευπαίδευτος συνήγορος [*509]του αιτητή, ο οποίος, και στην ίδια την ένορκη δήλωση του που υποστηρίζει την αίτηση του, απεριφράστως ανέφερε πως, «είμαι βέβαιος ότι η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έχω πλήρη εμπιστοσύνη είτε κερδίσω είτε χάσω την υπόθεση, όπως έχω εμπιστοσύνη σε όλα τα Δικαστήρια, θα εκδικάσει δίκαια και με ευθυκρισία την υπόθεσή μου…». Αλλά, ενόψει της πεποίθησης που ο μέσος συνετός πολίτης θα σχηματίσει, εξ αντικειμένου. Πως, δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο τον καταδίκασε, αν αυτή θα ήταν η κατάληξη, «γιατί δεν είχε άλλη επιλογή λόγω της τρομακτικής πίεσης που ασκήθηκε πάνω του από τη δημοσιότητα που πήρε το όλο θέμα…».

Η εν τέλει αντίδραση, τώρα, του ευπαίδευτου συνηγόρου εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα. Δεν αμφισβητείται αλλά είναι παραδεκτό πως την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης ακολούθησε πρωτοφανής όγκος δημοσιευμάτων, δηλώσεων και εκδηλώσεων με περιεχόμενο και φύση όπως τα αποδίδει ο αιτητής στην αίτησή του και στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει. Στην οποία εξηγείται το «ψυχολογικό λιντσάρισμα» που υπέστη από τα δυσμενή δημοσιεύματα με τα οποία, επί ένα περίπου μήνα, κάτω από το πρόσχημα της άσκησης κριτικής, ενώ η αθωωτική απόφαση δεν ήταν ακόμα τελεσίδικη αλλά υπέκειτο σε έφεση. Η οποία, κατά το Σύνταγμα και τους Νόμους, προσφέρει το μόνο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητάς της. Κατά την ίδια ένορκη δήλωση, διατυπώθηκαν απόψεις «πως στην πραγματικότητα εγώ και οι συγκατηγορούμενοί μου είμαστε ένοχοι και η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν λανθασμένη». Με προεκτάσεις πρωτόγνωρες όπως αυτές παρατίθενται στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης:

«Η κριτική αυτή όμως πήρε διαστάσεις έξω από κάθε μέτρο προκαλώντας μέχρι και διαδηλώσεις στον χώρο των Δικαστηρίων όπου διάφοροι νεαροί προφανώς επηρεασμένοι από τα όσα είχε αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας πετούσαν μπανάνες, ντομάτες, αυγά και άλλα φρούτα στον χώρο του Δικαστηρίου. Επισυνάπτονται σχετικά φωτογραφικά στιγμιότυπα ρήψης διαφόρων φρούτων όπως αυτές είναι δημοσιευμένες στο διαδίκτυο, ξεπερνώντας επομένως κάθε έννοια κριτικής και παίρνοντας διαστάσεις κοινωνικού λιντσαρίσματος και δολοφονίας χαρακτήρων (character assassination).».

Ήταν, λοιπόν, η θέση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα πως ενώ δεν θα είχε δικονομικής φύσης ένσταση στην προσαγωγή και των ίδιων των δημοσιευμάτων ή γενικά μαρτυρίας για όσα ζητήθηκαν, όπως αυτά προσδιορίζονται στην αίτηση, το Ανώτατο Δικα[*510]στήριο πρέπει να απορρίψει την αίτηση γιατί, σε τελική ανάλυση, στη βάση της υπόθεσης του αιτητή, θα ήταν ατελέσφορη τέτοια πορεία. Δεν είναι δυνατό, όπως εισηγήθηκε, να αναγνωριστεί οποιασδήποτε μορφής ενδεχόμενο κάτω από οποιοδήποτε παραδεκτό κριτήριο, να είναι μη δίκαιη, για τέτοιους λόγους, η εκδίκαση των εφέσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας.

Το δεύτερο σκέλος της αίτησης αφορούσε στην προσαγωγή μαρτυρίας σε σχέση με δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα στο κύριο Δελτίο Ειδήσεων του ΡΙΚ 1 στις 19.3.09, δηλαδή την ίδια την ημέρα της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.

Πριν από την έναρξη της ακρόασης της αίτησης, ρητώς τα μέρη ξεπέρασαν το ζήτημα της προσαγωγής μαρτυρίας αφού από κοινού έθεσαν ενώπιόν μας το κείμενο αυτών των δηλώσεων, όπως δημοσιεύτηκε την επομένη στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», οπότε, και σ’ αυτή την περίπτωση, αναδείχθηκε ως το επίμαχο το κατά πόσο, στη βάση αυτών των δηλώσεων και των τοποθετήσεων κατά την ακρόαση, όπως είναι η θέση του αιτητή, η εκδίκαση των εφέσεων θα πρέπει να ανασταλεί σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348.

Τα δημοσιεύματα και η δίκαιη εκδίκαση των εφέσεων

Το δικαίωμα άσκησης κριτικής σε δικαστικές αποφάσεις, όπως έχει διακηρυχθεί με κάθε ευκαιρία, είναι αδιαμφισβήτητο. Οι επιπτώσεις όμως από την άσκηση τέτοιας κριτικής ενώ η ποινική ευθύνη βρίσκεται κάτω από δικαστική κρίση, είναι ζήτημα διαφορετικό. Πολύ περισσότερο η εμφάνιση του κατηγορουμένου ως ενόχου ενώ είναι στοιχειώδες πως η ποινική ευθύνη διαγιγνώσκεται  από το Δικαστήριο, όπως ορίζει η συνταγματική και νομοθετική τάξη, που διασφαλίζουν ως αναπαλλοτρίωτο το τεκμήριο της αθωότητας. Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία πως δημοσιεύσεις τέτοιου περιεχομένου, ενώ η υπόθεση εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από δικαστική κρίση, δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Αντίθετα το παραβλάπτουν αφού απομακρύνουν το κεφαλαιώδες ζήτημα της ενοχής ή της αθωότητας ενός ανθρώπου από το δημοκρατικό, κατά το Σύνταγμα και τους Νόμους, παραδεκτό πλαίσιο εξέτασής του, ώστε να προωθηθεί η άποψη του καθενός προς διαμόρφωση δημόσιας γνώμης.

Εν τούτοις, όπως έχουμε δει, δεν είναι αυτό το ζήτημα που εγείρεται εδώ. Ούτε καν το ζήτημα της πράγματι επίδρασης των δημο[*511]σιευμάτων με τέτοιο συγκεκριμένο τρόπο, όπως αυτό διαπιστώνεται στο πλαίσιο της δίκης, ώστε η καταδίκη στο τέλος να προβάλλει ακροσφαλής. Όπως ακριβώς ήταν η περίπτωση στην Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1 στην οποία, μεταξύ άλλων, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως η αξιοπιστία της μαρτυρίας των παραπονουμένων, κάτω από τα δεδομένα εκείνης της περίπτωσης, μειώθηκε σημαντικά και εξ αιτίας δημοσιευμάτων. Μάλιστα, με αναφορά και σε τότε δημόσια γραπτή δήλωση του κ. Πέτρου Κληρίδη, τότε Αν. Γενικού Εισαγγελέα, στο κείμενο της οποίας, όπως το παραθέτει η απόφαση, θα επανέλθουμε.

Το ζήτημα αφορά στο κατά πόσο, ενόψει δημοσιευμάτων ή και άλλων εκδηλώσεων, θα πρέπει να μη διεξαχθεί αλλά να καταργηθεί η δίκη. Η εισήγηση του αιτητή είχε ως έρεισμα αγγλικές αποφάσεις αλλά, όπως αναγνώρισε ο κ. Γεωργίου, αυτές αφορούσαν σε περιπτώσεις δικών με ενόρκους με προφανείς τις διαφορές προς τις δίκες ενώπιον επαγγελματιών δικαστών. Εισηγήθηκε όμως πως αυτές οι διαφορές δεν πρέπει να αναιρέσουν τη δυνατότητα κατάργησης της δίκης αλλά να την περιορίσουν και να την περιορίσουν πολύ περισσότερο όταν, όπως εν προκειμένω, υπό συζήτηση δεν είναι καν η δίκη που θα διεξαχθεί σε πρώτο στάδιο αλλά δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ’ έφεση. Ώστε να ασκείται αυτή η δικαιοδοσία στις πιο ακραίες από τις περιπτώσεις, όπως ακριβώς η παρούσα.

Ο κ. Λουκαΐδης επισήμανε την έλλειψη οποιουδήποτε προηγούμενου κατάργησης της δίκης σε Ανώτατο Δικαστήριο χώρας, για τέτοιο λόγο. Αμφισβητεί τη χρησιμοποίηση της γνώμης που συμπερασματικά υπολογίζεται ότι θα σχηματίσει ο μέσος συνετός πολίτης ως κριτηρίου και τόνισε τον κίνδυνο να καθορίζουν τα δημοσιεύματα, όσο έντονα και απαράδεκτα και αν είναι, την κατάληξη μιας ποινικής δίωξης. Παρέπεμψε συναφώς στα πιο κάτω από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Π., στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκά Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 A.A.Δ. 319:

«Τέλος, αισθανόμαστε πως πρέπει να πούμε δυο λόγια για την αναφορά του κ. Ευσταθίου στην αντίδραση αξιωματικών της Αστυνομίας ή άλλων συνόλων και μεμονωμένων ατόμων που δημιουργήθηκε από την απόφαση του Δικαστή. Οι Δικαστές δεν σχολιάζουν τέτοιου είδους αντιδράσεις για τον απλό λόγο ότι η δικαστική τους συνείδηση είναι άβατη. Οι Δικαστές συνεχίζουν το έργο τους και απονέμουν το δίκαιο σύμφωνα με τις αέναες αρχές της δικαιοσύνης, όπως έχουν θεσμοθετηθεί στο Σύ[*512]νταγμα, στους Νόμους και στις Διεθνείς Συμβάσεις. Ο σεβασμός στους δημοκρατικούς θεσμούς της Πολιτείας είναι ίδιον των πολιτών με στοιχειώδη πολιτική αγωγή. Η ανταπόκριση των Δικαστηρίων και η άμυνα τους σε περίπτωση κρίσης των θεσμών είναι ακριβώς η συνέχιση του έργου τους για την υπεράσπιση, κυρίως των ατομικών δικαιωμάτων που έχει ο άνθρωπος σε μια δημοκρατική και καλά αναπτυγμένη κοινωνία.».

Έχουμε, όμως, και κατ’ ευθείαν νομολογία επί του θέματος.  Πρόκειται για την υπόθεση Αστυνομία ν. Φάντη και Άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160. Κατά την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, επιφυλάχθηκαν τα πιο κάτω για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο:

“1. Κατά πόσον το Δικαστήριο έχει στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, προτού αναγνωσθεί το κατηγορητήριο στους κατηγορουμένους, δικαιοδοσία ή εξουσία, χωρίς να προβλέπεται τούτο από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, να εξετάσει παράπονο των κατηγορουμένων ότι υπήρξε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος τους για δίκαιη και αμερόληπτη δίκη το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επειδή κατά τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, έχουν κυκλοφορήσει αρνητικά δημοσιεύματα σε βάρος τους αναφορικά με την ενώπιόν του υπόθεση.

2. Αν το πιο πάνω ερώτημα (1) απαντηθεί καταφατικά, κατά πόσον το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία ή εξουσία στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, προτού αναγνωσθεί το κατηγορητήριο στους κατηγορουμένους, να ακούσει μαρτυρία για να διακριβώσει κατά πόσον υπήρξε η ισχυριζόμενη παραβίαση του εν λόγω συνταγματικού δικαιώματος των κατηγορουμένων.

3. Αν το ερώτημα (1) απαντηθεί καταφατικά, κατά πόσον το Δικαστήριο, εφόσον αποφανθεί ότι υπήρξε παραβίαση του πιο πάνω συνταγματικού δικαιώματος των κατηγορουμένων έχει εξουσία ή δικαιοδοσία, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, προτού αναγνωσθεί το κατηγορητήριο στους κατηγορουμένους, να αποφασίσει ότι η κατηγορούσα αρχή δεν δύναται να προχωρήσει την υπόθεση της και ως εκ τούτου να ανακόψει την πορεία της ποινικής διαδικασίας απαλλάσσοντας τους κατηγορουμένους”.

Η διαφωνία στην πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρί[*513]ου δεν αφορούσε στην ουσία. Η μειοψηφία έκρινε πως ήταν δικονομικής φύσης το ερώτημα, ειδικά το πρώτο που συνιστούσε το υπόβαθρο και, χωρίς να επεκταθεί στην ουσία, για λόγους που εξήγησε, θεώρησε πως ο κατηγορούμενος μπορούσε να εγείρει το θέμα ώστε να αποφανθεί επ’ αυτού το Επαρχιακό Δικαστήριο. Η απόφαση της πλειοψηφίας που, βεβαίως, καθόρισε και το αποτέλεσμα, ήταν διαφορετική. Είναι σύντομη και θα την παραθέσουμε αυτούσια, όπως την εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Δ., όπως ήταν τότε:

«Το ερώτημα που τέθηκε ενώπιόν μας είναι κατά πόσο δημοσιεύματα που αφορούν, στην υπό κρίση περίπτωση πρόσωπα εναντίον των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη, μπορούν να ισχυριστούν πως, λόγω των δημοσιευμάτων αυτών δε θα τύχουν δίκαιης δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, και ως εκ τούτου πρέπει να απαλλαγούν των κατηγοριών. Μολονότι το παραπέμψαν πρωτόδικο Δικαστήριο έχει συντάξει τρία ερωτήματα, σε ισάριθμες παραγράφους, πιστεύουμε πως στην πραγματικότητα είναι ένα, όπως το διατυπώνουμε αμέσως πιο πάνω. Πάνω σ’αυτό το σημείο παρατηρούμε πως και οι δικηγόροι των κατηγορουμένων παρουσίασαν την επιχειρηματολογία τους προβάλλοντας δύο επάλληλες εισηγήσεις: (α) ότι το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει πως το περιεχόμενο των δυσμενών σχολίων που δημοσιεύθηκαν για τους κατηγορούμενους συνεπάγεται αποστέρηση του δικαιώματός τους για δίκαιη δίκη, και (β) αν αυτό γίνει αποδεκτό, τότε η δίκη πρέπει να ανακοπεί και οι κατηγορούμενοι να απαλλαγούν.

Πολύ ορθά οι συνήγοροι έκαμαν συγκεκριμένη και σαφή την εισήγησή τους στο παραπέμψαν Δικαστήριο γιατί, σύμφωνα με τη νομολογία, προϋπόθεση για να τεθεί σε λειτουργία το Άρθρο 148, του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, είναι η αναγκαιότητα επίλυσης του ερωτήματος που εγείρεται για την παραπέρα πορεία της δίκης.

Είμαστε της γνώμης πως η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική γιατί,

(α) Η εισήγηση πως η απασχόληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με οποιαδήποτε υπόθεση που μπορεί να παρουσιαστεί – ή είναι ενώπιον του Δικαστηρίου – δυνατό να καταργήσει τη δίκη, δεν έχει έρεισμα στο ατομικό δικαίωμα που διασφαλίζεται στο Άρθρο30.2 του Συντάγματος. Υιοθέτηση τέτοιας ιδέας καταλύει στην πράξη τη δικαστική λειτουργία ή, το λιγότερο, την καθιστά ατελέσφορη. Επιπλέον απολήγει στην άρνηση του δι[*514]καιώματος του πολίτη για δίκαιη δίκη γιατί, αν υιοθετηθεί αυτή η θέση, θα σήμαινε πως το ίδιο το Δικαστήριο δέχεται να καταργηθεί η νόμιμη δίκη για να μετατεθεί η κρίση της υπόθεσης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κάμνουμε εδώ μια παρέκβαση για να πούμε πως δε μας διαφεύγει το γεγονός ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ασχολούνται, με το δικό τους τρόπο βέβαια, για πολύ και διεισδυτικά με υποθέσεις που παρουσιάζονται στα Δικαστήρια. Θα ήταν όμως ατόπημα να δεχθούμε πως ο κατηγορούμενος, ή σε ποινική υπόθεση η διωκτική αρχή, μπορούν να εισηγούνται κατάργηση της δίκης, ή στις πολιτικές υποθέσεις οι διάδικοι την αποδοχή ή απόρριψη της αγωγής αναλόγως του συμφέροντος του όποιου διάδικου, επειδή ασχολήθηκαν με την υπόθεση τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είναι παράγοντες στη δίκη.

(β) Δεν υπάρχει προηγούμενο σε οποιαδήποτε χώρα, με το ίδιο ή παρόμοιο νομικό καθεστώς όπως το δικό μας, που ανακόπηκε η έναρξη της ποινικής διαδικασίας, ή η πορεία της δίκης, λόγω δημοσιευμάτων που αφορούν σ’αυτή. Οι δικηγόροι όταν ρωτήθηκαν ειδικά πάνω στο ζήτημα, και τους ζητήθηκε να παρουσιάσουν οποιεσδήποτε σχετικές αυθεντίες περιήλθαν στην αντίληψή τους, ανέφεραν πως όταν τους δοθεί η ευκαιρία να αναπτύξουν την εισήγησή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο θα προβούν, στη δέουσα έρευνα. Έχουμε τη γνώμη πως η έρευνα των δικηγόρων ήταν πλήρης. Ο κ. Τριανταφυλλίδης είχε μάλιστα την καλοσύνη να μας αποστείλει και Αγγλική απόφαση, που βρήκε μετά το πέρας της ενώπιόν μας διαδικασίας. Είχαμε την ευκαιρία βέβαια να κάμουμε και τη δική μας έρευνα. Δεν έχουμε εντοπίσει δικαστική απόφαση, ή, έστω άρθρο στη νομική φιλολογία που να υποστηρίζει τη θέση που υιοθέτησαν οι δικηγόροι των κατηγορουμένων.

(γ) Οι μεμονωμένες πρόσφατες αγγλικές αποφάσεις δεν αποτελούν για μας αυθεντία. Απλή αναφορά σ’αυτές καταδεικνύει πως η αιτιολόγησή τους βρίσκει έρεισμα στο θεσμό των ενόρκων, όπου είναι πιθανός επηρεασμός τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όμως, και αυτό είναι το σημαντικό, σε καμιά από αυτές δεν καταργήθηκε η δίκη με την αιτιολογία πως ασχολήθηκαν μ’αυτή τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δημοσιεύοντας δυσμενείς αναφορές για τον κατηγορούμενο ή τα γεγονότα της υπόθεσης. Ο λόγος της δικαστικής διαταγής που εκδόθηκε στις συγκεκριμένες υποθέσεις ήταν η πιθανότητα επηρεασμού των ενόρκων. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως η δικαστική πρακτική στην Αγγλία δεν προσφέρεται σε μας για άντληση έστω [*515]βοήθειας, γιατί στη χώρα μας ισχύουν συνταγματικές διατάξεις.

(δ) Συμμεριζόμαστε την άποψη ότι μπορεί να εγερθεί ζήτημα ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου που να αφορά στη δίκαιη δίκη και διάφορα άλλα, όπως επιτρέπει ο Νόμος και το Σύνταγμα. Δεν κρίνουμε όμως σκόπιμο να στοχαστούμε, κάμνοντας θεωρητικές υποθέσεις, σε ένα τομέα όπου η νομική επιστήμη και νομολογία δεν θεώρησε ορθό να εκτραπεί από το δρόμο που από χρόνια τώρα βαδίζει. Ακόμα και στις λίγες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το ζήτημα αγγίζεται στην ουσία του. Καταπιάνονται δηλαδή με τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης, βάσει των οποίων προβλήθηκε ο ισχυρισμός πως δεν υπήρξε δίκαιη δίκη. Δεν υπάρχει υπόθεση στην οποία έγινε πρόταση πως δεν υπήρξε δίκαιη δίκη, επειδή ασχολήθηκαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με αυτή ή, πιο συγκεκριμένα γιατί δημοσιεύθηκαν δυσμενή σχόλια για τον κατηγορούμενο.

(ε) Η πραγματικά απαράδεκτη κατάσταση που δημιουργείται όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ασχολούνται με ανεπίτρεπτο τρόπο με τις υποθέσεις πολιτών, που μπορεί να παρουσιαστούν ή βρίσκονται στα Δικαστήρια, απασχολεί πολλές χώρες που αναζητούν πρόσφορους τρόπους αντιμετώπισής της. Παράδειγμα η Ελλάδα, όπου έχει θεσπιστεί ειδική νομοθεσία, και μάλιστα συζητείται η παραπέρα βελτίωσή της προς το αυστηρότερο, για να προστατευθεί ο κατηγορουμένος από δημόσιο προπηλακισμό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και άλλα όργανα, πριν και κατά τη διάρκεια της δίκης. Ας μην ξεχνούμε το αξίωμα πως ένας είναι αθώος μέχρις ότου κριθεί ένοχος από το δικαστήριο, μετά από την προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία.».

Η εμβέλεια αυτής της υπόθεσης εξηγήθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ford (Aρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232. Ειδικά, στα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφαση που εξέδωσε ο Πικής, Π.:

«Ο λόγος της Φάντη (απόφαση πλειοψηφίας) είναι ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος είναι συνυφασμένα με τη διεξαγωγή της δίκης και όχι με την κατάργησή της.

……………………………………………………….

Η προάσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, βάσει του Άρθρου 30.3, συναρτάται, όπως προκύπτει από τη Φάντη, [*516]με τη διασφάλιση των εχέγγυων που εξασφαλίζονται στον κατηγορούμενο κατά τη διεξαγωγή της δίκης και όχι τον αποκλεισμό ή διαγραφή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.».

Καταλήγουμε πως, ως θέμα νομολογιακού προηγούμενου αλλά και ορθής αρχής, δεν μπορεί να τίθεται θέμα κατάργησης της δίκης, πολύ λιγότερο της έφεσης, εξ αιτίας δυσμενών δημοσιευμάτων.

To αίτημα για αναστολή της εκδίκασης της έφεσης

Παραθέτουμε κατ’ αρχάς το κείμενο των δηλώσεων του Γενικού Εισαγγελέα, όπως αυτές δημοσιεύτηκαν, κατ’ επίκληση του οποίου υποβλήθηκε το αίτημα:

« “Ενθαρρύνουν την κρατική τρομοκρατία”

Πρωτοφανής έκρηξη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Μια ζωή στις δικαστικές αίθουσες έχει περάσει ο Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης. Έχει ακούσει, έχει διαβάσει, έχει αναλωθεί σε δεκάδες, εκατοντάδες αποφάσεις. Καμιά πάντως, δεν φαίνεται να τον εξόργισε τόσο, όσο η χθεσινή. Με σκληρή γλώσσα, έθεσε τη Δικαιοσύνη, τη χθεσινή απόφαση του Δικαστηρίου, υπό κρίση. Το περί δικαίου αίσθημα, είπε, έχει τρωθεί.  Ακολουθεί η στιχομυθία του Εισαγγελέα με τη δημοσιογράφο Αιμιλία Κενεβέζου στο ΡΙΚ:

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ:  Πώς αισθάνεστε μετά από αυτή την απόφαση;

ΓΕΝ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εντελώς απαγοητευμένος με την ποιότητα της Δικαιοσύνης μας. Ξεκινώ από το σημείο που πήγα στο Δικαστήριο για να ασκήσω ένα δικαίωμα το οποίο ο νόμος μου δίνει να ζητήσω παραπομπή νομικού ερωτήματος και ούτε καν με άκουσε το Δικαστήριο. Συνέχισε την ανάγνωση της απόφασης ως εάν ο Γενικός Εισαγγελέας να μην είχε μπεί στο Δικαστήριο και να μην είχε ζητήσει τίποτε. Αυτή την απαξιωτική συμπεριφορά δεν τη δέχομαι από κανένα. Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο πρώτος δικηγόρος – έτσι θεωρείται- έχω απαίτηση τον ίδιο σεβασμό που έχω προς το Δικαστήριο, τον ίδιο σεβασμό να έχουν και τα Δικαστήρια προς εμένα. Δεν έδειξε τον ίδιο σεβασμό το Δικαστήριο, αντίθετα έδειξε μια απαξιωτική συμπεριφορά, πράγμα που μου δίνει το δικαίωμα με τον ίδιο τρόπο να μιλώ και εγώ για το Δικαστήριο. Έχει πει ένας από τους παραπονούμενους ότι αυτό αποτελεί ενθάρρυνση της κρατικής τρομοκρατίας. Αυτό είναι ακριβώς που έγινε με την αθώωση των [*517]κατηγορουμένων. Πού είναι η μαρτυρία των δύο εμπειρογνωμόνων; Δεν έβλεπαν οι παραπονούμενοι τη σκηνή που κακοποιούσαν, γιατί δεν έγινε δεκτή αυτή η μαρτυρία;  Και τα ΜΜΕ για ένα αυτής της σημασίας δημοσίου ενδιαφέροντος θέμα, δεν είχαν δικαίωμα να προβάλουν σκηνές και να κάνουν και σχόλια; Πότε μπορεί ο Τύπος να μιλά; Εγώ δεν λέω να γίνονται λαϊκές δίκες. Αλλά εάν ο Τύπος δεν είχε δικαίωμα να πρόβαλλε αυτές τις σκηνές και να τις σχολίαζε, τότε ποια είναι η αποστολή του Τύπου; Είμαι τόσο απαγοητευμένος κ. Κενεβέζου.

ΔΗΜ: Το αντιλαμβάνομαι κ. Γενικέ, γι’ αυτό και δεν σας διέκοψα.

Γ.Ε.: Και αυτό το οποίο είπε ένας από τους παραπονούμενους ότι είναι ενθάρρυνση της κρατικής τρομοκρατίας έχει απόλυτο δίκαιο.

ΔΗΜ.: Τι θα κάνετε εσείς ως Νομική Υπηρεσία;

Γ.Ε.: Τι σχέση έχει τι θα κάνουμε; Και έφεση να κάνουμε τι σημασία έχει. Θεραπεύονται τα πράγματα; Θεραπεύονται τα πράγματα; Προβάλλονται ακόμα και σήμερα οι σκηνές. Δεν τις βλέπετε τις σκηνές; Και δεν έγινε κανονική αναγνώριση; Δεν έβλεπαν τους κατηγορούμενους και δεν έβλεπαν τους ίδιους να προβάλλονται στο βίντεο;

ΔΗΜ.: Εξηγήστε μου πώς λειτούργησε γιατί εμείς οι πολίτες δεν μπορούμε να αντιληφθούμε.

Γ.Ε.: Δεν ξέρω πώς λειτούργησε. Σας λέω ότι είναι μια εντελώς λανθασμένη απόφαση και έχει ο κάθε πολίτης το δικαίωμα να την κρίνει. Ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να κρίνει. Και τα Δικαστήρια είναι υπό κρίση. Κανείς δεν είναι πέραν κρίσης. Και τα Δικαστήρια είναι υπό κρίση. Και για τα δικά τους σφάλματα.

ΔΗΜ: Θα εφεσιβάλετε όμως την απόφαση. Ας μη μείνουμε στο διαδικαστικό.

Γ.Ε.: Τι σημασία έχει αυτό; Σημασία έχει ότι έχει εκδοθεί αυτή η απόφαση. Βλέπουμε δύο ανθρώπους οι οποίοι αναγνωρίζονται να κακοποιούνται από όλους αυτούς οι οποίοι αναγνωρίζονται, και το Δικαστήριο να λέει ότι δεν αποδείχθηκε η αυθεντικότητα της ταινίας. Ως εάν η ταινία αυτή να έχει οποιοσδήποτε αυστηρός για την αυθεντικότητα της εκτός από το Δικαστήριο. Και οι άνθρωποι αυτοί βλέπουν τον εαυτό τους στη σκηνή και τους αναγνωρίζουν δεν μπορεί να είναι πιστευτοί. Οι ίδιοι εκείνοι αστυνομικοί οι οποίοι έκαναν αγωγές εναντίον των δύο παραπονούμενων και άρα ήσαν στη σκηνή και άρα μετείχαν σ’ αυτό το επεισόδιο, και η αστυνομία η οποία έκανε και δίωξη εναντίον αυτών των δυο ανθρώπων με μάρτυρες τους κατηγορούμενους, δεν δείχνει ότι ήσαν παρόντες;

[*518]ΔΗΜ: Θα τολμήσω να ρωτήσω. Τότε δεν μπορεί να εμπιστευόμαστε και τη Δικαιοσύνη κ. Κληρίδη;

Γ.Ε.: Όχι πάντα κυρία Κενεβέζου.

ΔΗΜ: Άρα το περί δικαίου αίσθημα αυτή τη φορά …

Γ.Ε.: Έχετε την εντύπωση ότι δεν έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα.

ΔΗΜ: Έχει τρωθεί.

Γ.Ε.: Ευχαριστώ πολύ κυρία Κενεβέζου.»

Η πρώτη τοποθέτηση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ήταν πως αυτό το κείμενο ήταν απλώς κριτική, έντονη ή υπερβολική δεν έχει σημασία, επί του δημοσίου ενδιαφέροντος θέματος της δικαστικής απόφασης που είχε εκδοθεί. Και έγινε σ’ αυτό το πλαίσιο αναφορά σε νομολογία αναφορικά με τη δυνατότητα άσκησης κριτικής σε δικαστικές αποφάσεις.

Στις προεκτάσεις από την άσκηση κριτικής σε δικαστική απόφαση όταν αυτή εξακολουθεί, ως μη τελεσίδικη, να βρίσκεται κάτω από δικαστική κρίση, έχουμε αναφερθεί. Προσθέτουμε εδώ πως, εν προκειμένω, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ήταν ο ξένος προς τη διαδικασία τρίτος αλλά εκείνος ο οποίος, κατά το Νόμο, είχε το δικαίωμα να ασκήσει έφεση, στο πλαίσιο της οποίας, κατά τις δυνατότητες που παρέχονται, θα μπορούσε να συζητήσει τα όποια, κατά την εκτίμησή του, σφάλματα στην πρωτόδικη απόφαση. Ο ίδιος, στις δηλώσεις του, δήλωσε πως δεν είχε σημασία το κατά πόσο θα ασκούσε έφεση, θέτοντας και το ερώτημα αν «θεραπεύονται τα πράγματα». Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν με αυτό τον τρόπο ο Γενικός Εισαγγελέας παρέπεμπε στις νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν τις δυνατότητες σε σχέση με την άσκηση έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Σημειώνουμε, όμως, την παράγραφο (γ) της ένστασης του στην αίτηση:

«Από πλευράς Γενικής Εισαγγελίας εκφράστηκε αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης του Κακουργιοδικείου η πρόθεση καταχώρησης έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο πράγμα το οποίο έγινε και συνιστά σαφή απόδειξη της απόλυτης και απεριόριστης εμπιστοσύνης που έχει ο Γενικός Εισαγγελέας στο Ανώτατο Δικαστήριο και γενικότερα στο ισχύον σύστημα απονομής δικαιοσύνης όπως είναι δομημένο και θεσμοτετημένο βάσει του Συντάγματος και της Κυπριακής Νομοθεσίας. Αυτό δεν αποκλείει την έκφραση από οποιοδήποτε δημόσιας κριτικής της απόφασης εναντίον της οποίας στρέφεται η έφεση.»

Ο Γενικός Εισαγγελέας δήλωσε «εντελώς απαγοητευμένος από την ποιότητα της δικαιοσύνης μας», πως η αθώωση των κατηγο[*519]ρουμένων «αποτελεί ενθάρρυνση της κρατικής τρομοκρατίας», πως δεν πρέπει πάντοτε να εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη και πως το περί δικαίου αίσθημα έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα. Πρόκειται για βαριές εκφράσεις που πλήττουν το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και που δεν αναμέναμε να χρησιμοποιηθούν, σε καμιά περίπτωση από θεσμικό όργανο τέτοιας βαρύνουσας σημασίας όπως ο Γενικός Εισαγγελέας. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το κείμενο που δημοσιεύτηκε, εν γνώσει ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρθηκε σε κατά τη γνώμη του απαξιωτική έναντί του συμπεριφορά του Κακουργιοδικείου όταν θέλησε να διακόψει την ανάγνωση της απόφασης. Και το θέμα εδώ δεν είναι αν το Κακουργιοδικείο είχε άλλη επιλογή από τη συνέχιση της ανάγνωσης της απόφασης. Εκείνο που ξεχωρίζει για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας είναι η δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα πως ό,τι έγινε του έδινε δικαίωμα να μιλά με τον ίδιο τρόπο για το Δικαστήριο, απαξιωτικά δηλαδή. Και αυτή ήταν, εν τέλει η ουσία των δηλώσεων που δεν αμβλύνεται από το γεγονός ότι στο κείμενο περιλαμβάνεται και αναφορά σε σχέση με στοιχεία της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί. Έκαμε αυτή την αναφορά και έθεσε ερωτήματα αναφορικά με το γιατί το Κακουργιοδικείο δεν δέχτηκε τη μια ή την άλλη μαρτυρία, χωρίς όμως αναφορά και στην αιτιολόγηση που περιλαμβάνεται στην πρωτόδικη απόφαση, έστω σε εκείνο το πλαίσιο, αφού είχε επιλεγεί, κακώς κατά τη γνώμη μας, η οδός της δημόσιας συζήτησης ζητημάτων που προφανώς θα απασχολούσαν κατά την εκδίκαση της έφεσης.

Όπως είδαμε, με επιστέγασμα την επίκληση «του περί δικαίου αισθήματος» το οποίο, βεβαίως, δεν συναρτάται προς το αποδεικτικό υλικό στη βάση του οποίου  τα Δικαστήρια έχουν καθήκον να κρίνουν. Αλλά και της ίδιας της αθώωσης ως ενθάρρυνσης της κρατικής τρομοκρατίας ως εάν να μην ήταν και η αθώωση παραδεκτό ενδεχόμενο, ανάλογα με την κρίση επί της μαρτυρίας και τις νομικές αρχές.

Έχουμε αναφερθεί σε δημόσια ανακοίνωση του Γενικού Εισαγγελέα που την υπογράφει υπό την ιδιότητα, τότε, του Αν. Γενικού Εισαγγελέα όπως αυτή καταγράφεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γεωργιάδης (ανωτέρω). Εκεί, βεβαίως, τα αδικήματα τελούσαν ακόμα υπό διερεύνηση αλλά περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση τοποθετήσεις ορθές, με γενικότερη προέκταση. Την παραθέτουμε:

«Ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας.

Εδώ και αρκετές ημέρες το κυρίαρχο θέμα σε όλα τα Μέσα Μα[*520]ζικής Επικοινωνίας είναι οι διεξαγόμενες από την Αστυνομία ανακρίσεις για τη διαπίστωση διάπραξης ποινικών αδικημάτων, που φέρεται να διαπράχθηκαν από τους κ.κ.Δώρο Γεωργιάδη και Γεώργιο Σερδάρη.

Η έκταση των δημοσιευμάτων και προβολής της εν λόγω υπόθεσης είχε πάρει από την αρχή μορφή χιονοστιβάδας, στην οποία ενεπλάκησαν όλα τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, σε βαθμό που να καθιστά αδύνατο τον οποιοδήποτε έλεγχο χωρίς την ανάγκη δίωξης σχεδόν των πάντων στη Δημοκρατία, σε περίπτωση που διαπιστώνετο ότι διαπράττετο με τα εν λόγω δημοσιεύματα ποινικό αδίκημα.

Έχουν περάσει αρκετές ημέρες και φαίνεται ότι, παρά το γεγονός ότι το θέμα έπαυσε να αποτελεί πρώτη είδηση, εντούτοις εξακολουθεί να γίνεται προβολή του, παρά και την έκδοση στο μεταξύ διαταγμάτων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για διεξαγωγή της διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών, απαγόρευσης με οποιοδήποτε τρόπο δημοσιοποίησης των πρακτικών της διαδικασίας, και διάθεσης υλικού από το φάκελο της υπόθεσης χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Στην ίδια απόφαση του το Δικαστήριο ανέφερε πως η έννοια της «δίκης κεκλεισμένων των θυρών» δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο του Δικαστηρίου αλλά σκοπό έχει να αποκλειστεί η δημοσιοποίηση των όσων διαδραματίζονται σε σχέση με αυτήν.

Είναι για το λόγο αυτό που χωρίς να παραβλέπεται και το δικαίωμα του κοινού για πληροφόρηση, πρέπει να παύσει οποιαδήποτε αναφορά από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας στην υπόθεση, με τρόπο που ενδέχεται να επηρεάσει την απονομή της δικαιοσύνης, και ιδιαίτερα προκαλώντας την πίστη για ενοχή των δύο υπόπτων αναφορικά με τα όποια αδικήματα τελούν υπό διερεύνηση.

Το δικαίωμα κάθε προσώπου να θεωρείται αθώος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο θα πρέπει να γίνεται απόλυτα σεβαστό από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και να αποφεύγεται η οποιαδήποτε εντύπωση για ενοχή των υπόπτων, πράγμα το οποίο αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαιοσύνης.

Είναι με λύπη μου που θα δώσω οδηγίες για ποινική δίωξη σε περίπτωση που δημοσίευμα όχι μόνο θα παραβαίνει τα διατάγματα του Δικαστηρίου, αλλά και που ενδέχεται να επηρεάσει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή τις ανακρίσεις και γενι[*521]κότερα τις αρχές της δίκαιης δίκης.

Πέτρος Κληρίδης

Αν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.»

Η περαιτέρω τοποθέτηση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα αφορούσε στο πρακτέο, ενόψει της δημοσίευσης του πιο πάνω κειμένου. Κατά την εισήγηση του, όσο και αν κάποιος θα μπορούσε να το θεωρήσει υπερβολικό, ακόμα και καταφρονητικό, δεν θα ήταν δικαιολογημένο να ανασταλεί η εκδίκαση της υπόθεσης. Ο κ. Λουκαΐδης ακροθιγώς αναφέρθηκε σε σκέψεις του αναφορικά με την ορθότητα της απόφασης στην Constantinides v. Vima Ltd αλλά και στο δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 112.3 του Συντάγματος να ακούεται από τα Δικαστήρια αλλά δεν ήταν με αναφορά σ’ αυτές ή οποιεσδήποτε άλλες που προώθησε τη θέση του. Η θέση του δομήθηκε στο πλαίσιο του σκεπτικού της Constantinides v. Vima Ltd και ήταν η εισήγηση του πως η παρούσα διακρίνεται. Ως ακολούθως: Δεν περιλαμβάνεται στο κείμενο των δηλώσεων του Γενικού Εισαγγελέα οποιασδήποτε μορφής αμφισβήτηση της ακεραιότητας και της αμεροληψίας του Κακουργιοδικείου, πολύ λιγότερο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στάση που και τώρα επιβεβαιώνεται πέραν από την παράγραφο 3 της ένστασης στην οποία έγινε ήδη αναφορά, με την ακόλουθη τοποθέτηση, όπως αυτή έχει καταγραφεί:

«Με κάθε ειλικρίνεια, και δεν εκφράζω προσωπική άποψη αλλά και την ίδια την άποψη του κ. Κληρίδη, ο κ. Κληρίδης συμπεριφέρθηκε, εξέφρασε μια προσωπική άποψη σε ό,τι αφορά σφάλματα, κατά τη γνώμη του, σφάλματα του Δικαστηρίου.  Δεν επετέθη, ούτε επιτίθεται ούτε κατακρίνει καθόλου την εντιμότητα του Δικαστηρίου, οποιουδήποτε δικαστηρίου, είτε του πρωτοβάθμιου, ούτε, βεβαίως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν ηγέρθη ούτε και ετέθη θέμα, ούτε το impartiality του Δικαστηρίου. Σέβεται απόλυτα τα Δικαστήρια, και εγώ τα σέβομαι που τον εκφράζω, και την ακεραιότητα και την τιμιότητα και τις αποφάσεις του. Αυτό είναι ένα, αλλά μπορώ να τις κρίνω με όση ένταση δικαιούμαι». 

Από την άλλη πλευρά προωθήθηκε η άποψη πως πράγματι η περίπτωση εμπίπτει στην αρχή που καθιέρωσε η Constantinides v. Vima Ltd και πως η διαδικασία πρέπει να ανασταλεί μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας ανακαλέσει τις απρεπείς και έξαλλες δηλώσεις του που αποτελούν περιφρόνηση του Κακουργιοδικείου και ολόκληρου του δικαστικού συστήματος. Αποκαθιστώντας έτσι [*522]την αξιοπρέπεια, την τιμή και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

Θα εξετάσουμε, επομένως, την Constantinides v. Vima Ltd. Ο εφεσείων ήταν αρχισυντάκτης εφημερίδας και μετά την απόρριψη της αγωγής του για δυσφήμιση, ενώ όπως συναγόταν σκόπευε να ασκήσει έφεση, προέβη στη δημοσίευση κειμένων με άμεσο ή έμμεσο θέμα την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του.  Υποβλήθηκε αίτηση από τους εφεσίβλητους με στόχο να μην επιτραπεί στον εφεσείοντα να ακουστεί πριν αποσύρει τις δηλώσεις στις οποίες προέβη και κατ’ αρχάς συζητήθηκε το ζήτημα της καταφρόνησης του Δικαστηρίου, ως θέματος αυτοτελούς. Κρίθηκε πως δεν ήταν δυνατό να εκδικαστεί σε εκείνο το πλαίσιο ζήτημα  καταφρόνησης του Δικαστηρίου αφού, όπως εξηγήθηκε, μόνο ποινικό δικαστήριο θα είχε τέτοια δικαιοδοσία, στη βάση κατηγορητηρίου που θα καταχωρείτο. Το δεύτερο θέμα που απασχόλησε ήταν εκείνο της αστικής καταφρόνησης αλλά και ως προς αυτό κρίθηκε πως έλειπαν οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν εξέταση κάτω από τέτοια σκοπιά. Απέμεινε το ζήτημα της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και, βεβαίως, είναι σ’ αυτό που επικεντρώθηκαν οι δυο πλευρές.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, με εκτεταμένη ανάλυση και αναφορά στη νομολογία, εξήγησε τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να καταστέλλει, με τον κατάλληλο κατά περίπτωση τρόπο, την κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Και εξέτασε αν στη βάση των δεδομένων θα έπρεπε να παρέμβει. Σ’ αυτό το πλαίσιο διαπίστωσε ανοίκεια επίθεση κατά των δικαστών που εξέδωσαν την πρωτόδικη απόφαση αλλά και του δικαστικού σώματος γενικά. Υπό το μανδύα της κριτικής, αμφισβητήθηκε η αμεροληψία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και του δικαστικού σώματος γενικά. Αφού επιχειρήθηκε δε και γελιοποίηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, του αποδόθηκε και ανεντιμότητα, όχι σε μια στιγμιαία έκρηξη αλλά ως μέρος της προσπάθειας για υπονόμευση του κύρους του δικαστικού σώματος. Αναφέρθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στο δικαίωμα της κριτικής των δικαστικών αποφάσεων αλλά επισήμανε ταυτόχρονα το γεγονός πως ο εφεσείων δεν ήταν ο απομακρυσμένος από τα γεγονότα δημοσιογράφος αλλά διάδικος στην υπόθεση.  Που θέλησε να αναζητήσει δικαίωση μέσω δημοσιευμάτων τα οποία εμφάνιζαν το πρωτόδικο Δικαστήριο και το δικαστικό σώμα ως μεροληπτικά. Αποδοκιμάστηκε αυτή η μέθοδος και επισημάνθηκαν οι κίνδυνοι από την προσφυγή σ’ αυτή. Για να καταλήξει το Ανώτατο Δικαστήριο στα ακόλουθα από την απόφαση του Πική, Δ., όπως ήταν τότε:

[*523]«What appellant has done, is to seek our intervention on appeal, for the sustainance of his rights while disputing the inclination of the Judiciary to administer justice. A litigant cannot seek the intervention of the Court in the interests of justice while questioning the impartiality of the Courts. For, a corrupt Judiciary does not administer justice according to law but justice according to convenience».

Σε ελεύθερη μετάφραση:

Εκείνο που έκαμε ο εφεσείων, είναι να ζητήσει την παρέμβαση μας κατ’ έφεση για την επικράτηση των δικαιωμάτων του ενώ αμφισβητεί τη διάθεση του Δικαστικού Σώματος να απονείμει δικαιοσύνη. Ένας διάδικος δεν μπορεί να ζητά την παρέμβαση του Δικαστηρίου προς το συμφέρον της δικαιοσύνης ενώ αμφισβητεί την αμεροληψία των Δικαστηρίων. Επειδή, ένα διεφθαρμένο δικαστικό σώμα δεν αποδίδει δικαιοσύνη σύμφωνα με το Νόμο αλλά δικαιοσύνη με σκοπιμότητα.

Εξέτασε στη συνέχεια το εφετείο τις δυνατότητες που παρέχονταν. Αναφέρθηκε και ως προς αυτές σε νομολογία, διαπίστωσε πως η άσκηση έφεσης ήταν καταχρηστική και διέταξε την αναστολή της. Αυτό, μέχρις ότου ο εφεσείων αποκαθιστούσε με κατάλληλες ενέργειες το κύρος του Δικαστηρίου προς απονομή δικαιοσύνης στην υπόθεση. Παραθέτουμε το καταληκτικό απόσπασμα από την απόφαση:

«We have examined the case with very great care, not least because it is the first of its kind to come before the Supreme Court. We are unanimously of the opinion that the exercise by the appellant of his statutory right of appeal, while questioning the impartiality of the Judiciary in the manner above stated, amounts to a gross abuse of the process of the Court. Therefore, unless the appellant first restores the authority of the Court, it would be an abuse on his part to invoke its powers to obtain justice in the case. If we were powerless to act in these circumstances, the authority of the Courts would be muted.

In our judgment the appeal should be stayed.

Nothing said in this judgment is designed to limit the right of the public to criticize judicial action. Not only the public - especially the press - has a right, but a duty as well to criticize judicial action whenever they think that criticism is merited in the public inter[*524]est. Nobody is above the law. Least of all the Judges. We are duty bound to administer justice according to law. The administration of justice is all important to the wellbeing of society and concerns everyone. We are not here confronted, as noted above, with a bona fide criticism of a judgment of the Court, but with a litigant attempting to vindicate his proclaimed rights through the press, by destroying the premises upon which justice is administered, that is, the impartiality of the Judiciary.

In the result the appeal is stayed. The order for stay shall cease to operate if and when the appellant restores by appropriate action the authority of the Court to do justice in the case. Thereafter, it may be fixed for hearing on the application of any party to the cause. The costs of the present proceedings shall be borne by the appellant.».

Σε ελεύθερη μετάφραση:

Έχουμε εξετάσει την υπόθεση με πολύ μεγάλη προσοχή, πολύ περισσότερο επειδή είναι η πρώτη του είδους της που έρχεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είμαστε ομόφωνα της γνώμης ότι η άσκηση από τον εφεσείοντα του θεσμοθετημένου δικαιώματος έφεσης, ενώ αμφισβητεί την αμεροληψία του Δικαστικού Σώματος κατά τον τρόπο που εκτέθηκε πιο πάνω, συνιστά βαριά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Επομένως, εκτός αν ο εφεσείων πρώτα αποκαταστήσει το κύρος του Δικαστηρίου, θα ήταν κατάχρηση εκ μέρους του να επικαλείται τις εξουσίες του να αποδώσει δικαιοσύνη στην υπόθεση. Αν είμαστε ανίσχυροι να ενεργήσουμε κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η εξουσία των Δικαστηρίων θα εξουδετερωνόταν.

Κατά την απόφαση μας η έφεση πρέπει να ανασταλεί.

Τίποτε από όσα έχουν λεχθεί σ’ αυτή την απόφαση στοχεύει στο να περιορίσει το δικαίωμα του κοινού να ασκεί κριτική σε δικαστική ενέργεια. Όχι μόνο το κοινό – ιδίως ο τύπος – έχει δικαίωμα, αλλά έχει και καθήκον να ασκεί κριτική σε δικαστική ενέργεια οποτεδήποτε νομίζει ότι η κριτική δικαιολογείται προς το δημόσιο συμφέρον. Κανένας δεν είναι υπεράνω του Νόμου. Λιγότερο από όλους οι δικαστές. Μας δεσμεύει το καθήκον να απονέμουμε δικαιοσύνη σύμφωνα με το Νόμο. Η απονομή της δικαιοσύνης είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ευημερία της κοινωνίας και ενδιαφέρει τον καθένα. Δεν είμαστε εδώ αντιμέτωποι, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, με μια καλής πί[*525]στης κριτική μιας απόφασης του Δικαστηρίου, αλλά με ένα διάδικο που επιχειρεί δικαίωση για τα δικαιώματα του που επικαλείται μέσω του τύπου, διά της καταστροφής του υπόβαθρου πάνω στο οποίο η δικαιοσύνη απονέμεται, δηλαδή, της αμεροληψίας του Δικαστικού Σώματος.

Τελικά η έφεση αναστέλλεται. Το διάταγμα για αναστολή θα σταματήσει να λειτουργεί αν και όταν ο εφεσείων αποκαταστήσει με κατάλληλη ενέργεια το κύρος του Δικαστηρίου να απονείμει δικαιοσύνη στην υπόθεση. Μετά από αυτό, θα μπορεί να οριστεί για ακρόαση με αίτηση οποιουδήποτε από τους διαδίκους. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα καταβληθούν από τον εφεσείοντα.

Έχουμε ενώπιόν μας εφέσεις που ασκήθηκαν εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με υπόθεση που αφορά στο δημόσιου συμφέροντος ζήτημα της διάγνωσης της ποινικής ευθύνης των εφεσιβλήτων για σοβαρά αδικήματα. Έχουμε καταγράψει τις παρατηρήσεις μας για τις δημόσιες δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα. Θα αναμέναμε πως ο Γενικός Εισαγγελέας θα απέσυρε τις δηλώσεις του. Όμως αυτή η διαδικασία δεν είναι τιμωρητικής φύσης. Δεν τίθεται ζήτημα και είναι εκτός της δικαιοδοσίας μας η συζήτηση λήψης μέτρου που θα είχε τη μορφή κύρωσης για ό,τι λέχθηκε. Εκείνο που εξετάζουμε, στο πλαίσιο του θέματος όπως αυτό συζητήθηκε ενώπιόν μας είναι το κατά πόσο καταχρηστικά ο Γενικός Εισαγγελέας επιδιώκει, με την άσκηση των εφέσεων, την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δηλαδή, υπό συζήτηση είναι η ενδεχόμενη κατάχρηση της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η προοπτική, στην περίπτωση, όπως εξηγήθηκε στην Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω) δεν είναι, βεβαίως, η απόρριψη των εφέσεων αλλά η αναστολή της εκδίκασής τους μέχρις ότου, με κατάλληλη ενέργεια αποκατασταθεί το κύρος του Δικαστηρίου να απονείμει δικαιοσύνη στην υπόθεση. Κατά διαφοροποίηση από τα δεδομένα στην Constantinides v. Vima Ltd, έχουμε ενώπιόν μας τις δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα πως σέβεται τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και πως ουδέποτε αμφισβήτησε ή αμφισβητεί, την τιμιότητα, αμεροληψία ή ακεραιότητα του Κακουργιοδικείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη δικαιοδοσία του οποίου απευθύνεται και πως έχει απόλυτη και απεριόριστη εμπιστοσύνη στο ισχύον σύστημα απονομής δικαιοσύνης όπως είναι δομημένο και θεσμοθετημένο βάσει του Συντάγματος και της Κυπριακής Νομοθεσίας.  Θεωρούμε πως ενόψει αυτών των δηλώσεων, στο πλαίσιο του λόγου της Constantinides v. Vima Ltd, δεν δικαιολογείται να διατάξουμε αναστολή της εκδίκασης [*526]των εφέσεων. Η αίτηση απορρίπτεται.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση της πλειοψηφίας του Κωνσταντινίδη, Δ.. Η απόφαση, σχετικά με το πρώτο θέμα που εξετάστηκε, που αφορά τα δημοσιεύματα και τη δίκαιη εκδίκαση των εφέσεων, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Υιοθετώ και εγώ την ανάλυση που γίνεται στην απόφαση αυτή, καθώς και την αναφορά στη σχετική νομολογία. Καταλήγω πως δεν είναι δυνατή η εκ των προτέρων κατάργηση της δίκης, ιδιαιτέρως της έφεσης, λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων.

Περαιτέρω, αναφορικά με το δικαίωμα κριτικής από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, παραθέτω τα λόγια του Δικαστού Frankfurter, στην υπόθεση Pennekamp v. Florida (n.55) 354 στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών το 1946:

«Without a free press there can be no free society. Freedom of the press, however, is not an end, in itself, but a means to the end of a free society. The scope and nature of the constitutional protection of freedom of speech must be viewed in that light, and in that light applied. The independence of the judiciary is no less a means to the end of a free society, and the proper functioning of an independent judiciary puts the freedom of the press in its proper perspective. For the judiciary cannot function properly if what the press does is reasonably calculated to disturb the judicial judgment in its duty and capacity to act solely on the basis of what is before the court. A judiciary is not independent unless courts of justice are enabled to administer law by absence of pressure from without, whether exerted through the blandishments of reward or the menace of disfavour.”

Σε μετάφραση:

“Xωρίς ελεύθερο τύπο δεν μπορεί να υπάρξει ελεύθερη κοινωνία. Η ελευθερία του τύπου, εντούτοις, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο προς το σκοπό της επίτευξης ελεύθερης κοινωνίας. Η εμβέλεια και η φύση της συνταγματικής προστασίας της ελευθερίας του λόγου πρέπει να αντικρύζεται και να εφαρμόζεται υπό το φως αυτό. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν αποτελεί λιγότερο σημαντικό μέσο επίτευξης μίας ελεύθερης κοινωνίας, και η ορθή λειτουργία μίας ανεξάρτητης δικαιοσύνης θέτει την ελευθερία του τύπου στην ορθή της προοπτική. Γιατί η δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργεί ορθά εάν το τι κάνει ο τύπος μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι παρενοχλεί τη δικαστική κρίση [*527]στο καθήκον και την ικανότητά της να ενεργεί με βάση μόνο ότι  τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου. Η δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη, εκτός εάν αφήνονται τα δικαστήρια να αποδίδουν το δίκαιο χωρίς πίεση εκ των έξω, είτε αυτή εφαρμόζεται με το δελεασμό της ανταμοιβής ή την απειλή της δυσμένειας.»

Το δεύτερο θέμα που εγείρεται με την αίτηση του αιτητή Ανδρέα Ευσταθίου, θέτει το ερώτημα αν πρέπει, υπό τις περιστάσεις, εν όψει των δηλώσεων του Γενικού Εισαγγελέα αμέσως μετά την απόφαση του Κακουργιοδικείου, η εκδίκαση της έφεσης να ανασταλεί μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας αποκαταστήσει το κύρος του Δικαστηρίου, το οποίο, κατά την εισήγηση του αιτητή, έχει τρωθεί.

Βάση για την εισήγηση αυτή αποτελεί η απόφαση στην υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. και δεν χρειάζεται περαιτέρω αναφορά σ’ αυτή.

Έχει υποστηριχθεί ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την Constantinides, καθόσον εκεί είχε αμφισβητηθεί η αμεροληψία και η εντιμότητα του Δικαστηρίου, ενώ εδώ δεν έχει γίνει στην ουσία κάτι τέτοιο. Η ερμηνεία, δηλαδή που δίδεται  είναι στενή και υποβάλλεται ότι περιορίζεται η εμβέλεια της απόφασης μόνο σε περιπτώσεις όπου υπάρχει τέτοια αμφισβήτηση.

Με όλο το σεβασμό, διαφωνώ με την πιο πάνω θέση. Εάν ένας μελετήσει με προσοχή την απόφαση στην Constantinides, διαπιστώνει ότι στην ουσία η έννοιά της  είναι ότι, όπου αμφισβητείται από διάδικο με οποιοδήποτε απαξιωτικό τρόπο η ικανότητα εν γένει, η διάθεση και το κύρος των Δικαστηρίων να αποδίδουν δικαιοσύνη, τότε θα πρέπει να αποκαθίσταται το τρωθέν τους κύρος, για να μην αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας η προσφυγή σε έφεση, ενώ εξακολουθεί να υφίσταται εκ μέρους του διάδικου η αμφισβήτηση της ικανότητας και της διάθεσης των Δικαστηρίων να αποδώσουν δικαιοσύνη.

Θα πρέπει, έτσι, τώρα να εξεταστεί κατά πόσο, με τις επίδικες δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, οι οποίες αποτελούν κοινό έδαφος στην υπόθεση, έχει τρωθεί το κύρος των Δικαστηρίων με τον τρόπο που ανέφερα προηγουμένως.

Ήταν η θέση του συνήγορου της Δημοκρατίας ότι μπορεί να ήταν αυστηρές και σκληρές οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, [*528]αλλά αυτές συνιστούν κριτική μιας απόφασης Δικαστηρίου και αποτελούν απλώς την έκφραση διαφωνίας με την ορθότητα της εκδοθείσας αθωωτικής απόφασης.

Κατά την κρίση μου, κάθε άλλο παρά αυτό το μήνυμα μετέδιδαν οι επίδικες δηλώσεις. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι δηλώσεις όπως, «δεν πρέπει να εμπιστευόμεθα πάντοτε τη δικαιοσύνη», ότι «η αθώωση των κατηγορουμένων αποτελεί ενθάρρυνση της κρατικής τρομοκρατίας» και «και έφεση να κάμουμε τι σημασία έχει; Θεραπεύονται  τα πράγματα; Θεραπεύονται τα πράγματα;» συνιστούν κριτική της απόφασης. Κάθε άλλο παρά κριτική και απλή διαφωνία με την ορθότητα της απόφασης αποτελούν, ιδίως όταν προέρχονται από το Γενικό Εισαγγελέα, που ας σημειωθεί, δεν ήταν στην περίπτωση ένα ανεξάρτητο πρόσωπο που προέβαλλε κριτική, βασισμένη σε νομικές αρχές, αλλά πρόσωπο άμεσα ενδιαφερόμενο, που είχε χάσει την υπόθεσή του. Όπως επιτυχώς έχει λεχθεί το 2003 από το Λόρδο Καγκελάριο Λόρδο Irvine, (σε μετάφραση): «. . .όταν παίρνεις μια απόφαση που είναι ευνοϊκή για σένα, δεν χειροκροτείς. Kαι όταν παίρνεις μια απόφαση που είναι εναντίον σου, δεν γιουχαϊζεις»*

Είναι πράγματι εκπληκτική η δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα για ενθάρρυνση κρατικής τρομοκρατίας, με την οποία, στην ουσία, αφενός μεν κατηγορεί το κράτος, το οποίο εκπροσωπεί, για κρατική τρομοκρατία και, αφετέρου, τα Δικαστήρια για ενθάρρυνση αυτής της κρατικής τρομοκρατίας, λόγω της αθώωσης των κατηγορουμένων, ωσάν να  έπρεπε εκ προοιμίου αυτοί να είχαν βρεθεί ένοχοι και δεν υπήρχε η εναλλακτική επιλογή αθώωσής τους από το Κακουργιοδικείο.

Το ότι εξάλλου δεν μπορούν οι δηλώσεις αυτές να συνιστούν καλόπιστη κριτική, φαίνεται και από τη δήλωση του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος, θεωρώντας, όπως ανέφερε, απαξιωτική τη συμπεριφορά του Δικαστηρίου που δεν του έδωσε το λόγο όταν επενέβη, διακόπτοντας την απαγγελία της απόφασης, αυτή του έδωσε το δικαίωμα, με τον ίδιο τρόπο, όπως είπε, δηλαδή απαξιωτικά, να μιλά και αυτός για τα Δικαστήρια.

Οι πιο πάνω δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα έχουν σίγουρα προσβάλει το κύρος του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστηρίου, αλλά και της δικαιοσύνης και του συστήματος εν γένει, καθώς και [*529]της ικανότητας ή διάθεσης του Εφετείου να αποδώσει δικαιοσύνη στην έφεση.

Γεννάται τώρα το ερώτημα κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ή δήλωση, σε αποκατάσταση του κύρους των Δικαστηρίων.

Έχει λεχθεί ενώπιoν μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Δημοκρατίας, στο τελικό στάδιο της αγόρευσής του, πως ο Γενικός Εισαγγελέας ουδέποτε αμφισβήτησε ή αμφισβητεί την εντιμότητα και ικανότητα του Δικαστηρίου να αποδώσει δικαιοσύνη και ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι η δήλωση αυτή αρκετή για να αποκαταστήσει το κύρος του Δικαστηρίου; Η απάντηση μου είναι αρνητική, αφού ο συνήγορος έχει δηλώσει σαφώς ότι δεν αποσύρονται οι δηλώσεις του, αλλά επιμένει ότι αυτές συνιστούν καλόπιστη και θεμιτή κριτική απόφασης. Το τι στην ουσία λέγει ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν είναι καθόλου πειστικό. Αφενός μεν εμμένει στις δηλώσεις, οι οποίες όπως έχω ήδη καταλήξει, συνιστούν πλήγμα κατά του κύρους των Δικαστηρίων και του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης γενικότερα και, αφετέρου, προσπαθεί να δώσει ερμηνεία σε αυτές, που δεν θεωρώ ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή.

Καταλήγω ότι οι δηλώσεις αυτές εμπίπτουν στην εμβέλεια της απόφασης στην Constantinides (πιο πάνω) και ότι ουδεμία ενέργεια ή δήλωση έχει γίνει ενώπιόν μας που να ικανοποιεί την προϋπόθεση αναίρεσης των δηλώσεων και αποκατάστασης του κύρους των Δικαστηρίων.

Πέρα από τα πιο πάνω, γεννάται όμως ακόμη ένα σοβαρό ερώτημα, καίριο για την κατάληξη στο κρινόμενο θέμα. Είναι σαφές από την Constantinides (πιο πάνω) πως τα όσα λέχθηκαν και κρίθηκαν εκεί αφορούν διάδικο στην υπόθεση. Είναι, όμως, στην παρούσα υπόθεση, αυστηρά ομιλούντες, «διάδικος» ο Γενικός Εισαγγελέας;

Στο σύγγραμμα των Paul Roberts – Adrian Zuckerman, Criminal Evidence, 2004, στη σελ. 45 αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

«Ιn criminal proceedings one of the parties is the state, which prosecutes in the name of the political community,   conventionally designated in England as the Crown . . ., but in other common law jurisdictions by more transparently republican descriptors [*530]such as ´the Commonwealth´ or ´the People´ . . . State involvement as a party distinguishes criminal proceedings from civil litigation . . .”

Σε μετάφραση:

«Στην ποινική διαδικασία ένας από τους διάδικους είναι το κράτος, το οποίο προβαίνει σε ποινικές διώξεις εν ονόματι της πολιτειακής κοινωνίας, συμβατικά καθοριζόμενης στην Αγγλία ως το Στέμμα, αλλά σε άλλες δικαιοδοσίες του κοινοδικαίου με περισσότερο διαφανείς δημοκρατικές περιγραφές όπως ΄η Κοινοπολιτεία΄ ή ΄ ο Λαός΄ . . . Η εμπλοκή του κράτους ως διάδικου διακρίνει την ποινική διαδικασία από την αστική δίκη . . .»

Οι συνταγματικές πρόνοιες για τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα αναλύονται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ και τις υιοθετώ. Ο ουσιαστικός διάδικος στις ποινικές διαδικασίες είναι το κράτος, το οποίο έχει την ευθύνη να διώκει ποινικά εκ μέρους της κοινωνίας και του λαού τους διαπράττοντες ποινικά αδικήματα, με σκοπό την επιβολή του νόμου και της τάξης. Στο έργο αυτό, το κράτος εκπροσωπεί και ενεργεί εκ μέρους του ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και, ασχέτως του αν αναγράφεται αυτός ως διάδικος στο κατηγορητήριο, πραγματικός διάδικος είναι το κράτος και όχι, stricto sensu, ο Γενικός Εισαγγελέας. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να στερηθεί το κράτος και ο λαός τον οποίο εκπροσωπεί, του δικαιώματος να προσφεύγει στα Δικαστήρια - στην περίπτωση αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο - με βάση της απαξιωτικές δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, που θα συνιστούσαν κατάχρηση της διαδικασίας, εάν επρόκειτο περί ενός πραγματικού διάδικου.

Κατά συνέπεια, καταλήγω και εγώ πως η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Δεν καταγράφω καμιά απολύτως διαφωνία ως προς τα λεχθέντα από την πλειοψηφία διά της αποφάσεως του Κωνσταντινίδη, Δ., ως προς το πρώτο ζήτημα που αναπτύχθηκε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας με αναφορά στα δημοσιεύματα και την επίπτωση τους στη διεξαγωγή μιας καθόλα δίκαιης δίκης από Δικαστήριο, πόσο μάλλον από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας που είναι κατ’ εξοχήν εκφραστής της νομιμότητας.

Κατά τα υπόλοιπα με εκφράζει η απόφαση του Αρτέμη, Π., ως [*531]προς την εμβέλεια της Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, αυτής μη περιοριζομένης στην αμφισβήτηση της αμεροληψίας και εντιμότητας του εκδικάζοντος υπόθεση Δικαστηρίου. Ο λόγος της εστιάζεται στην ευρύτερη έννοια της κατάχρησης της διαδικασίας («abuse of process») όπως την εξηγεί ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε), η οποία κατάχρηση, πολυσχιδής όπως είναι στις εκφάνσεις της, εμπεριέχει και την άμεση ή έμμεση επίθεση και αμφισβήτηση της εντιμότητας και αμεροληψίας των δικαστών. Στην Constantinides αναφέρεται ακριβώς η δυνατότητα αναχαίτισης  αυτής της επίδειξης αμετροέπειας χρησιμοποιώντας προς τούτο την έμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου για καταστολή της  γενικότερης κατάχρησης της διαδικασίας. Ο λόγος της αναφέρθηκε και στη Γιαννάκης Π. Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,  όπου στη σελ. 170, λέχθηκε ότι:

«Στην Constantinides αποφασίστηκε ότι η εξουσία των Δικαστηρίων για έλεγχο των διαδικασιών ενώπιον των δικαστηρίων αποτελεί στοιχείο της αυτονομίας και αυτοτέλειας της Δικαστικής Εξουσίας. Έχει συνεπώς το Δικαστήριο την εξουσία να διατάξει την αναστολή (stay) εκκρεμούσας διαδικασίας όταν η συνέχιση της θα αποτελούσε κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών.»

Επομένως, οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα εμπίπτουν στον ευρύτερο λόγο της Constantinides και εν πάση περιπτώσει στη δυνατότητα του Δικαστηρίου να τις ελέγξει, άνευ ετέρου, διά της αποδοχής της αιτήσεως και της αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας, μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας ανακαλέσει χωρίς καμιά επιφύλαξη τα υπ’ αυτού λεχθέντα. Συμφωνώντας επίσης με τη θέση που εκφράζει ο Αρτέμης, Π., ότι οι ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας δηλώσεις του κ. Λουκαΐδη, όπως μεταφέρθηκαν αυτούσια στην απόφαση της πλειοψηφίας, δεν αποτελούν έστω και στο ελάχιστο απόσυρση των δηλώσεων του Γενικού Εισαγγελέα, αναδύεται πράγματι, και κατά την άποψη μου, το θεμελιακό ερώτημα αν ο Γενικός Εισαγγελέας είναι «διάδικος» και αν οι δηλώσεις αυτές έγιναν υπό αυτήν του την ιδιότητα.

Ο κ. Λουκαΐδης, αγορεύοντας ενώπιον μας, υπαινίχθηκε αυτή τη διαφοροποίηση χωρίς να τη θέσει ευθέως, όταν έκαμε λόγο για έκφραση από το Γενικό Εισαγγελέα της δικής του κριτικής και προσωπικής άποψης σ’ ό,τι θεωρούσε ως σφάλματα του Κακουργιοδικείου, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο του ως του μόνου δικηγόρου, μαζί με το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, που έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να ακούγονται υπό παντός Δικαστηρί[*532]ου κατά προτεραιότητα.

Προς διερεύνηση του ερωτήματος είναι βοηθητική η εξέταση των Άρθρων 112 και 113 του Συντάγματος που αφορούν τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας καθώς και τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του ευρύτερου θεσμικού ρόλου τους. Πρόκειται περί ενός εκ των ανεξαρτήτων αξιωματούχων της  Δημοκρατίας, εξ ου και απαντάται στο Μέρος VI του Συντάγματος. Σύμφωνα με το Άρθρο 112.2, ο Γενικός Εισαγγελέας προΐσταται της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η οποία και είναι ανεξάρτητος υπηρεσία που δεν υπάγεται σε οποιοδήποτε Υπουργείο. Έχει το δικαίωμα να ακούεται υπό παντός Δικαστηρίου και προηγείται ιεραρχικά, σύμφωνα με το Άρθρο 112.3, από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εμφανίζεται ενώπιον Δικαστηρίου. Κατά το Άρθρο 112.4 ο Γενικός Εισαγγελέας είναι μέλος της μόνιμης Νομικής Υπηρεσίας, υπηρετεί δε με τους ίδιους όρους όπως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πλην του Προέδρου αυτού, και, απολύεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το Άρθρο 113, είναι ο Νομικός Σύμβουλος της Δημοκρατίας και κατά την παρ. 2 αυτού έχει την εξουσία, κατά την κρίση του, προς το δημόσιο συμφέρον να κινεί, να διεξαγάγει, να επιλαμβάνεται, να συνεχίζει ή να διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία ή να διατάσσει τη δίωξη οποιουδήποτε προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα.

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των A.N. LoizouG.M. Pikis: Criminal Procedure in Cyprus στις σελ. 3-4 , οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα δεν επηρεάζουν το ατομικό δικαίωμα πολίτη να καταχωρεί ιδιωτική ποινική δίωξη, παρόλο που στην πράξη αυτό περιορίζεται σε ήσσονος σημασίας παραβάσεις. Ως προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας και ως έχων δικαίωμα να εγείρει κατά την κρίση του και κατά το δημόσιο συμφέρον, ποινικές διώξεις, ενεργεί βεβαίως ως δικηγόρος και μάλιστα προΐσταται και του Νομικού Συμβουλίου. Όλες οι ποινικές διώξεις που εγείρονται όμως στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα, στην πραγματικότητα εγείρονται εκ μέρους της Δημοκρατίας, του κράτους και του λαού, εξ ονόματος του οποίου ο Γενικός Εισαγγελέας αναλαμβάνει για το δημόσιο συμφέρον τη δίωξη των εγκληματικών στοιχείων ώστε να διατηρείται η έννομη τάξη στη Δημοκρατία. Εδώ ακριβώς έγκειται η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ποινικών και πολιτικών υποθέσεων που εγείρονται από ιδιώτες. Είναι βεβαίως σε μια ιδιάζουσα θέση διότι ως δικηγόρος της Δημοκρατίας λαμβάνει τρόπον τινά «κρατικές αποφάσεις» προς δίωξη πολιτών ασκώντας έτσι εκτελεστική-κρατική εξουσία. Αυτή την εξουσία, όμως, το Σύνταγμα του την [*533]έχει εμπιστευθεί, με βάση το Άρθρο 113, να ασκεί εκ μέρους της Δημοκρατίας.

Στο σύγγραμμα του John Sprack: Criminal Procedure 11η έκδ. (2006) στη σελ. 74 παρ. 4.22, αναφέρεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας στην Αγγλία (απ’ όπου αντλήσαμε στην Κύπρο το θεσμό με τη διαφορά της ύπαρξης γραπτού Συντάγματος εδώ), είναι δικηγόρος, μέλος εκεί της κυβέρνησης, που μεταξύ άλλων τη συμβουλεύει σε νομικά θέματα, εποπτεύει δε το έργο του Director of Public Prosecutions και είναι υπόλογος στη Βουλή για τη λειτουργία του Crown Prosecution Service. Ορισμένες κατηγορίες ποινικών διώξεων μπορούν να εγερθούν μόνο με τη συγκατάθεση του, ενώ έχει δικαίωμα να καταχωρεί και nolle prosequi, όπως ακριβώς και στην Κύπρο. Περαιτέρω, ο Γενικός Εισαγγελέας στην Αγγλία έχει το δικαίωμα να εγείρει διαδικασία για καταφρόνηση Δικαστηρίου, για παράδειγμα, εναντίον εφημερίδων και άλλων εντύπων για παράβαση διαταγμάτων Δικαστηρίων, καθώς και να επιδιώκει την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εναντίον δημοσίων οργανισμών που έχουν ενεργήσει παράνομα. Ασκεί, δηλαδή, το θεσμικό του ρόλο που είναι η διαφύλαξη και προστασία των θεσμών και του κύρους και της αξιοπρέπειας της δικαιοσύνης ως ιδέας, αλλά και έμπρακτα εφαρμοζόμενης. Το δικαίωμα αυτό του Γενικού Εισαγγελέα ως προστάτης του δημοσίου συμφέροντος («parents patriae»), το αναγνωρίζει και ο κ. Λουκαΐδης στην εκτενή μελέτη του: «Ο Θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα εν Κύπρω» (1974) σελ. 61-63.

Τέτοιες αιτήσεις υπό του Γενικού Εισαγγελέα για σκανδαλισμό του Δικαστηρίου παρόλο που έχουν περιπέσει σε αχρησία στην Αγγλία, δεν είναι ασυνήθεις σε χώρες που ακολουθούν το κοινοδίκαιο, ασχέτως αν επιτυγχάνουν ή όχι. (δέστε Attorney-General v. Esau Namoa and Others NΟ. CR. 1154/99, ημερ. 11.4.2000 (In the Supreme Court of Tonga), Andre Paul Terence Ambard v. The Attorney General of Trinidad and Tobago [1936] PC 141, Regina v. Glen Dalke CC/R/181 ημερ. 28.4.81 (Supreme Court of British Columbia)). Αιτήσεις για περιφρούρηση της δικαστικής εξουσίας, γίνονται και από διαδίκους (όπως εδώ), ή ακόμη και άτομα που έχουν θεσμικό συμφέρον στη διατράνωση του κύρους των δικαστικών αποφάσεων όταν γίνονται περιφρονητικές δηλώσεις για τα Δικαστήρια, από παράγοντες έξω από τη δίκη. (δέστε R. v. Metropolitan Police Commissioner Ex Parte Blackburn (No. 2) [1968] 2 All E.R. 319 και E.M. Sankaran Namboodiripad v. S.T. Narayanan Nambiar R 1972 SC 1515(10)Supreme Court of India). Η διαδικασία της περιφρόνησης του Δικαστηρί[*534]ου επιδιώκοντας την τιμωρία του παραβάτη, προσλαμβάνει επομένως δύο μορφές. Αυτή που ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας προωθεί ως φορέας εξουσίας για την επίρρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας και αυτή με την οποία ένας παράγοντας της δίκης επιδιώκει το σεβασμό των προς όφελος του αποφάσεων του Δικαστηρίου.

Εδώ, ο Γενικός Εισαγγελέας αντί να προστατεύσει τους θεσμούς και το κύρος και αξιοπρέπεια της δικαιοσύνης γενικά, προέβηκε υπό το μανδύα της δημόσιας κριτικής, (και μάλιστα ενώ η έφεση ήταν ένα ανοικτό ενδεχόμενο), σε ανοίκειους χαρακτηρισμούς, πλήττοντας το κύρος της δικαστικής εξουσίας και συμπεριφέρθηκε με αχαρακτήριστα απαξιωτικό τρόπο έναντι του Δικαστηρίου. Το έπραξε, όμως, υπό την ιδιότητα του δικηγόρου και  παρόλο ότι χαρακτηρίστηκε στην παρ. 12 της ένορκης δήλωσης του αιτητή, ως διάδικος, ο κ. Γεωργίου επισήμανε ότι από τα πρακτικά της κυρίως έφεσης προκύπτει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, ως προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας, δεν είχε κανένα ρόλο στη νομική προετοιμασία της υπόθεσης, ενώ δεν παρουσιάστηκε στην ουσία ούτε ως δικηγόρος, εφόσον θέλησε να εμφανιστεί και εμφανίστηκε ως μάρτυρας στο Κακουργιοδικείο. Προκύπτει επομένως καθαρά ότι οι δηλώσεις του δεν έγιναν υπό την αυστηρή ιδιότητα του διαδίκου.

Ταυτόχρονα, όμως, η θεσμική του ιδιότητα (κατ’ αναλογίαν προς το Στέμμα («Crown») ως τον «fictional complainant» όπως επισημάνθηκε στη Republic v. Zacharia [1961] 2 S.C.C.C. 1), προσέδωσε στις δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα μια δυναμική και  ένα αντίκτυπο που δεν θα είχαν αν γίνονταν από οποιοδήποτε  άλλο  δικηγόρο ή μάρτυρα  σε μια υπόθεση, όπως πολύ εύστοχα επισήμανε ο κ. Γεωργίου. Αντίκτυπο που έλαβε τη μορφή πλείστων όσων, παραδεκτών και από τον κ. Λουκαΐδη, δηλώσεων, εντύπων και μη, αλλά και εκδηλώσεων, όπως τις καταγράφει ο αιτητής στην αίτηση του. Η θέση όμως του κ. Λουκαΐδη ότι ο Γενικός Εισαγγελέας απλώς άσκησε έντονη κριτική στα δικαστικά σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης και ότι οι «εποχές άλλαξαν» επειδή «ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία» όπου «τα πάντα δικαιούνται να αμφισβητηθούν», παραγνωρίζει τη διαχρονική και αέναη θέση ότι τα θεσμικά όργανα του κράτους έχουν θεμελιακή υποχρέωση να σέβονται όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα το ένα το άλλο, η δε κριτική πρέπει να γίνεται με τη συνδρομή των θεσμικών αυτών οργάνων, μέσα δηλαδή από τη διαδικασία της έφεσης και όχι έξω απ’ αυτήν. Τα δε Δικαστήρια αποτελούν το προπύργιο για την επαναφορά στη δημοκρατική και νόμιμη τάξη, όλων όσων εκτρέπονται [*535]από το δικό τους εμπιστευθέντα από την πολιτεία ρόλο.

Ο κ. Λουκαΐδης εισηγήθηκε ότι αν παρανομήσει ένας Γενικός Εισαγγελέας, γεγονός που δεν ίσχυε κατά την άποψη του στην προκείμενη περίπτωση, υπάρχουν οι σχετικοί νόμοι και οι νόμιμες κυρώσεις. Έχει λεχθεί στην Ambard v. Attorney-General of Trinidad and Tobago – πιο πάνω – ότι επεμβάσεις στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης είτε σε αστικές είτε σε ποινικές υποθέσεις, ταξινομούνται ως  περιφρόνηση του Δικαστηρίου και είναι οιονεί ποινικού χαρακτήρα. Εξηγείται δε περαιτέρω στο σύγγραμμα των Borrie and Lowe´s Law of Contempt 2η έκδ. σελ. 463, ότι παρά τη δυσκολία της επιτυχούς διάκρισης μεταξύ αστικής και ποινικής περιφρόνησης και παρά τη σύγκλιση των εννοιών μέσα από την αναπτυχθείσα νομολογία:

«Criminal contempts are essentially offences of a public nature comprising publications or acts which interfere with the due course of justice, as for example, by tending to jeopardise the fair hearing of a trial or by tending to deter or frighten witnesses or by interrupting court proceedings or by tending to impair public confidence in the authority or integrity of the administration of justice.»

Σε μετάφραση:

«Οι περιφρονήσεις ποινικού τύπου είναι κατ’ ουσίαν αδικήματα δημόσιας τάξης περιλαμβάνουσες δημοσιεύματα ή ενέργειες οι οποίες παρεμβαίνουν στην ορθή πορεία της δικαιοσύνης όπως, για παράδειγμα, αυτές που στοχεύουν να θέσουν σε κίνδυνο τη δίκαιη διεξαγωγή της ακρόασης ή που στοχεύουν να εμποδίσουν ή να εκφοβίσουν μάρτυρες ή στη διακοπή της  δίκης ή που στοχεύουν να διασαλέψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εξουσία ή ακεραιότητα της δικαστικής διαδικασίας.»

Το πρακτικό ερώτημα είναι πώς θα επιβληθούν κυρώσεις όταν ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ασκεί τη δική του αυτοκριτική για να αποσύρει τις δηλώσεις που κακώς έκαμε, θεωρώντας μάλιστα, διά στόματος του κ. Λουκαΐδη, ότι «…. είναι αδιανόητο για οποιοδήποτε θεσμό να χρησιμοποιεί εξουσία αναστολής μιας δίκης για να γίνει δημόσια απολογία». Δηλώσεις με τις οποίες, όμως, έπληξε τα θεμέλια της δίκαιης δίκης αφού μίλησε για ενθάρρυνση κρατικής τρομοκρατίας ως προερχόμενης από την αθωωτική απόφαση, μη αναγνωρίζοντας επομένως τη διαφορετική δικα[*536]στική άποψη που εκφράστηκε, ενώ θεώρησε ότι ούτε η έφεση θα είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα.

 

Ενόψει όμως των όσων κατωτέρω αναφέρονται, οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα θα παραμείνουν, αναγκαστικά, στην κρίση των επαϊόντων νομικών και κατ’ επέκταση του λαού, τον οποίο όμως ευθύνη έχει να καθοδηγεί με ορθή αναφορά στο δίκαιο, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, όπως και κάθε άλλος  νομικός αξιωματούχος του κράτους, ώστε να έχει πρακτικώς νόημα η αναφορά σε «enlightened public» («ενημερωμένο κοινό»), του ΕΔΑΔ σε σχέση με την ελευθερία έκφρασης και τη συμμετοχή ενός αφυπνισμένου κοινού, στην υπόθεση Sunday Times v. The United Kingdom, Appl. No. 6538/94, ημερ. 26.4.99, στην οποία και παρέπεμψε ο κ. Λουκαΐδης.

Δεν μπορούν, όμως, να ταυτιστούν ως προερχόμενες από τη Δημοκρατία, παρά το θεσμικό ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, ώστε να απορρέει το συμπέρασμα ότι θα πρέπει η Δημοκρατία και κατ’ επέκταση ο λαός, να αποστερηθεί του δικαιώματος να επανεξεταστεί η απόφαση της  αθώωσης των κατηγορουμένων αστυνομικών από το δευτεροβάθμιο, και, ανωτάτου βαθμού, Δικαστήριο της χώρας.

Η αίτηση, επομένως, παρόλο που έχει ορθή νομική βάση και θα επιτύγχανε, πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται εφόσον οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα προήλθαν από πολιτειακό αξιωματούχο, όχι όμως και από διάδικο stricto sensu ώστε να του απαγορευθεί η πρόσβαση στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Η αίτηση απορρίπτεται.

*           «. . . when you get a  decision that favours you, you do not clap.  And when you get one that goes against you, you do not boo.”


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο