Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στυλιανού Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543

(2009) 2 ΑΑΔ 543

[*543]16 Οκτωβρίου, 2009

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 101/2009)

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Πρόκληση διπλού τροχαίου θανατηφόρου ατυχήματος από την είσοδο του οχήματος του κατηγορουμένου στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας όπου συγκρούστηκε με το εξ αντιθέτου ερχόμενο όχημα των θυμάτων ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Συνεργασία με τις διωκτικές αρχές, παραδοχή και μεταμέλεια ― Καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ― Προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης ενός έτους σε κάθε κατηγορία, στέρηση του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδήγησης για 18 μήνες και 10 βαθμών ποινής στην πρώτη κατηγορία ― Έκδοση διαταγής για καταβολή του ήμισυ των εξόδων από τον κατηγορούμενο ― Οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν κατ’ έφεση σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών σε κάθε κατηγορία ― Η διαταγή ως προς τα έξοδα ακυρώθηκε και διατάχθηκε όπως το σύνολο των εξόδων καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Καθυστέρηση ― Συναρτάται με τη μεταβολή των συνθηκών του κατηγορουμένου αλλά και με το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη.

Ποινική δίκη ― Έξοδα ― Η διαταγή εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Κατηγορούμενος ο οποίος καταδικάζεται σε φυλάκιση δεν πρέπει να επωμίζεται και μέρος των εξόδων της διαδικασίας.

[*544]Στις 18.11.2006 ενώ ο κατηγορούμενος – εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του στη Λεωφ. Στροβόλου στο Στρόβολο, παρεξέκλινε της πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί βίαια με εξ αντιθέτου ερχόμενο όχημα. Από τη σύγκρουση τραυματίστηκαν θανάσιμα τόσο ο οδηγός του εξ αντιθέτου ερχόμενου οχήματος όσο και ο συνοδηγός του.

Ο κατηγορούμενος – εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε δύο κατηγορίες πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, στις οποίες του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους στην κάθε κατηγορία, καθώς και στέρηση δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης άδειας οδήγησης για 18 μήνες. Το Δικαστήριο του επέβαλε επίσης, στην πρώτη κατηγορία και 10 βαθμούς ποινής, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα τη στέρηση του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδήγησης για άλλους 6 μήνες που θα συνέτρεχαν με τους προηγούμενους 18 μήνες στέρησης. Το Δικαστήριο διέταξε επίσης όπως τα έξοδα, που ανέρχονταν σε 140 ευρώ, καταβληθούν εξ ημισίας από τον εφεσίβλητο και τον εφεσείοντα.

Στην επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος – εφεσίβλητος ήταν οδηγός για 13 και πλέον χρόνια χωρίς να έχει οποιαδήποτε καταδίκη, τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, την παραδοχή, την μεταμέλεια και την απολογία του, την έντονη συναισθηματική και ψυχολογική του φόρτιση λόγω του ατυχήματος, τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες και την καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στον μετριαστικό παράγοντα της καθυστέρησης ιδίως ενόψει του ότι, εκτός από την αρχική περίοδο καθυστέρησης 10 μηνών στην καταχώρηση της υπόθεσης, για όλες σχεδόν τις υπόλοιπες αναβολές και την καθυστέρηση που αυτές προκάλεσαν, υπαίτιος ήταν ουσιαστικά ο εφεσίβλητος. Η καθυστέρηση, ως μετριαστικός παράγων, συναρτάται και με τη μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη αλλά και με το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, σε δίκαιη δίκη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε που να δείχνει ότι, εξαιτίας [*545]της προαναφερόμενης καθυστέρησης στην προώθηση και εκδίκαση αυτής της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος δεν έτυχε δίκαιης δίκης ή ότι επηρεάστηκε δυσμενώς, από την επιβολή ποινής, εξαιτίας αλλαγής οποιωνδήποτε συνθηκών, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της καθυστέρησης.

2.  Η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής και ως εκ τούτου οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 1 έτους, σε κάθε κατηγορία, μετατρέπονται σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών σε κάθε κατηγορία. Η πρωτόδικη διαταγή εξόδων παραμερίζεται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια με την έκδοση διαταγής για καταβολή των εξόδων από κατηγορούμενο που καταδικάζεται σε φυλάκιση. Τα έξοδα, υπό τις περιστάσεις, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση να βαρύνουν τη Δημοκρατία.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 460,

R. v. Guilfoyle [1973] 2 All E.R. 844,

R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353,

Clarke v. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 734,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kατσικίδης, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 31808/07), ημερομηνίας 11/5/09.

Ε. Ζαχαριάδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

[*546]ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο κατηγορούμενος-εφεσίβλητος μετά από δική του παραδοχή βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στις οποίες του επεβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους στην κάθε κατηγορία, καθώς και στέρηση δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης άδειας οδήγησης για 18 μήνες. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων ο εφεσίβλητος, στις 18.11.2006, στη Λεωφ. Στροβόλου, στο Στρόβολο, ενώ οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής ΚΒΝ 032, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς που δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση, επέφερε το  θάνατο σε δύο άτομα.

Τα προαναφερόμενα αδικήματα συνέβησαν κατά ή περί την 5.15 π.μ. ώρα της 18.11.2006 όταν,  σε κάποιο σημείο της προαναφερόμενης λεωφόρου, ο εφεσίβλητος, ενώ οδηγούσε το προαναφερόμενο όχημα, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί βίαια με το εξ αντιθέτου ερχόμενο όχημα ΡΒ 574 το οποίο οδηγούσε το ένα θύμα έχοντας ως συνοδηγό του το δεύτερο θύμα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ο εφεσίβλητος οδήγησε το όχημά του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, σε οδό όπου του παρείχετο πεδίο ορατότητας πέραν των 80 μ. και σε σημείο όπου, στο μέσο του δρόμου, υπήρχε συνεχής άσπρη διαχωριστική γραμμή με την οποίαν υποδεικνυόταν η απαγόρευση προσπεράσματος. Το όχημα στο οποίον επέβαιναν τα δύο θύματα οδηγείτο κανονικά και στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας. Ενόψει του γεγονότος ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε που να υποχρέωνε τον εφεσίβλητο να ξεφύγει της πορείας του, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του, να ξεφύγει δηλαδή της πορείας του και να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, συνιστούσε συμπεριφορά απερίσκεπτη και επικίνδυνη υπό τις περιστάσεις.  Καθοδηγούμενο, το πρωτόδικο δικαστήριο, από νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου χαρακτήρισε την προαναφερόμενη συμπεριφορά του εφεσίβλητου ως απερίσκεπτη, επικίνδυνη και ως συμπεριφορά που φανέρωνε πλήρη περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή. Απέρριψε  τη θέση ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία ή λάθος.

Στην επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε, [*547]μεταξύ άλλων, υπόψη του, τους εξής ελαφρυντικούς παράγοντες, υπέρ του εφεσίβλητου:

(α) Το λευκό του ποινικό μητρώο, παρά το ότι ήταν οδηγός για 13 και πλέον χρόνια.

(β) Τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές και την παραδοχή του ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

(γ) Τη μεταμέλεια και απολογία του, καθώς επίσης και την έντονη συναισθηματική και ψυχολογική φόρτιση υπό την οποία βρισκόταν τα τελευταία 3 σχεδόν χρόνια, από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων.

(δ) Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του συνθήκες, και

(ε) Την καθυστέρηση στην καταχώριση και προώθηση της υπόθεσης.

Είναι φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε σοβαρά υπόψη και έδωσε βαρύτητα στον παράγοντα καθυστέρηση, ως ελαφρυντικό παράγοντα υπέρ του εφεσίβλητου. Παρατήρησε ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 18.11.2006, η υπόθεση καταχωρίστηκε την 12.9.2007, δηλαδή μετά παρέλευση περίπου 10 μηνών και ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 7.11.2007. Εκείνη την ημερομηνία ο εφεσίβλητος δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 5.3.2008. Στις 5.3.2008 ο δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε αναβολή, για λόγους υγείας του ιδίου, η εφεσείουσα-κατηγορούσα αρχή δεν έφερε ένσταση και η υπόθεση αναβλήθηκε ξανά για ακρόαση την 1.7.2008. Την 1.7.2008 και πάλι η υπεράσπιση ζήτησε αναβολή επειδή δεν της είχαν δοθεί διάφορες εκθέσεις από την κατηγορούσα αρχή, η κατηγορούσα αρχή δεν έφερε ένσταση και η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση την 11.11.2008.  Την 11.11.2008 και πάλι ο συνήγορος του κατηγορούμενου ζήτησε αναβολή για τους ίδιους λόγους που είχε επικαλεστεί την 1.7.2008 αλλά και γιατί είχε αποστείλει επιστολή στο Γενικό Εισαγγελέα ζητώντας την αναστολή της δίωξης σχετικά με άλλα δύο αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος. Η υπόθεση αναβλήθηκε και πάλι στις 16.1.2009 οπόταν οι προαναφερόμενες δύο άλλες κατηγορίες διακόπηκαν από την κατηγορούσα αρχή και ο εφεσίβλητος ζήτησε άδεια να αλλάξει απάντηση από μη παραδοχή σε παραδοχή, στις εναπομείνασες δύο κατηγορίες, για τις οποίες τελικά καταδικάστηκε. Η υπόθεση αναβλήθηκε στις 5.3.2009 για γεγονότα και ποι[*548]νή και για προετοιμασία έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας. Στις 5.3.2009 η υπόθεση αναβλήθηκε ξανά για τις 27.3.2009 επειδή ο μέχρι τότε δικηγόρος του εφεσίβλητου διορίστηκε Δικαστής και χρειαζόταν χρόνος για να διοριστεί και προετοιμαστεί ο νέος του δικηγόρος. Στις 27.3.2009 ο νέος δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε και πάλι αναβολή για να προετοιμαστεί καλύτερα για την έκθεση των γεγονότων και η υπόθεση αναβλήθηκε στις 27.4.2009. Στις 27.4.2009 εκτέθηκαν τα γεγονότα αλλά η υπόθεση και πάλι αναβλήθηκε στις 29.4.2009 για έκθεση περαιτέρω γεγονότων. Στις 29.4.2009 συμπληρώθηκε η έκθεση των γεγονότων και η απόφαση επιφυλάχθηκε αρχικά στις 8.5.2009 όμως στις 8.5.2009 ζητήθηκαν κάποιες διευκρινίσεις από τους συνηγόρους και η ποινή τελικά επιβλήθηκε την 11.5.2009.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως αναφέραμε, επέβαλε στον εφεσίβλητο, στις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών και συντρέχουσες ποινές στέρησης δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδήγησης για περίοδο 18 μηνών. Του επέβαλε επίσης, στην πρώτη κατηγορία και 10 βαθμούς ποινής, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα τη στέρηση του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδήγησης για άλλους 6 μήνες που θα συνέτρεχαν με τους προηγούμενους 18 μήνες στέρησης. Το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε επίσης όπως τα έξοδα, που ανέρχονταν σε 140 ευρώ, καταβληθούν εξ ημισίας από τον εφεσίβλητο και τον εφεσείοντα.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου από τον εφεσείοντα, Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως έκδηλα ανεπαρκής. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον εφεσείοντα τόνισε, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διέπραξε και παραδέχθηκε ο εφεσίβλητος, η οποία φαίνεται και από την ανώτατη προβλεπόμενη, σήμερα, ποινή της φυλάκισης 4 χρόνων, καθώς και την υπέρμετρη, όπως είπε, βαρύτητα την οποία απέδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στην καθυστέρηση κατά την καταχώριση και προώθηση της υπόθεσης. Κατά την ευπαίδευτη συνήγορο για τον εφεσείοντα, η καθυστέρηση δεν θα πρέπει να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα ως ελαφρυντικός παράγων εκτός εάν, εξαιτίας της αλλαγής των συνθηκών ενός κατηγορουμένου, η καθυστέρηση θα προκαλέσει σ’ αυτόν περαιτέρω ή μεγαλύτερη αδικία.

Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία και συμφωνούμε με τον εφεσείοντα τόσον ως προς το ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής όσο και ως προς το ότι το πρωτόδικο [*549]δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην καθυστέρηση κατά την καταχώριση και προώθηση της παρούσας υπόθεσης.

Σε σειρά πρόσφατων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της φύσης αυτών που παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος-εφεσίβλητος και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, δεδομένης της μεγάλης συχνότητας αλλά και των τραγικών συνεπειών της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων. Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 460, το Εφετείο μείωσε ποινή φυλάκισης 3 ετών σε ποινή φυλάκισης 2 ετών σε αδίκημα παρόμοιο με αυτά που παραδέχθηκε ο εφεσίβλητος, όπου ο κατηγορούμενος οδηγός οδηγούσε με ταχύτητα 123 χ.α.ω. και συγκρούστηκε βίαια σε προπορευόμενο φορτηγό. Στην περίπτωση εκείνη ο κατηγορούμενος είχε λευκό ποινικό μητρώο και απώλεσε σχεδόν όλη την όραση του αριστερού του ματιού. Το Εφετείο αναφέρθηκε στην πρόσφατη τροποποίηση του Νόμου με τη οποία αυξήθηκε η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για αδικήματα κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Κεφ. 154, καθώς και σε αγγλικές αποφάσεις στις οποίες δόθηκαν κατευθυντήριες γραμμές (Δέστε: R. v. Guilfoyle [1973] 2 All E.R. 844 και R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353). Στην υπόθεση Clarke v. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 734, το Εφετείο, αφού αναφέρθηκε στις ισχύουσες αρχές επικύρωσε ποινή φυλάκισης 2 ετών και συντρέχουσα ποινή στέρησης του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδηγού για 3 χρόνια, την οποία είχε επιβάλει το πρωτόδικο δικαστήριο, για αδίκημα δυνάμει του Άρθρου 210 του Κεφ. 154.

Όσον αφορά τον μετριαστικό παράγοντα της καθυστέρησης εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε σ’ αυτόν υπέρμετρη βαρύτητα ιδίως ενόψει του ότι, εκτός από την αρχική περίοδο καθυστέρησης 10 μηνών στην καταχώριση της υπόθεσης, για όλες σχεδόν τις υπόλοιπες αναβολές και την καθυστέρηση που αυτές προκάλεσαν, υπαίτιος ήταν ουσιαστικά ο εφεσίβλητος εκτός από δύο περιπτώσεις στις οποίες η αναβολή ζητήθηκε εξαιτίας του μη εφοδιασμού της υπεράσπισης με εκθέσεις της κατηγορούσας αρχής. Όπως υποδείχθηκε και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, η καθυστέρηση, ως μετριαστικός παράγοντας, συναρτάται και με τη μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη αλλά και με το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, σε δίκαιη δίκη. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε που να δείχνει ότι, εξαιτίας της προαναφερόμενης καθυστέρησης στην προώθηση και εκδίκαση αυτής της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος δεν έτυχε δίκαιης δίκης ή ότι επηρεάστηκε δυσμενώς, από την επιβολή ποινής, εξαι[*550]τίας αλλαγής οποιωνδήποτε συνθηκών, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της καθυστέρησης.

Ενόψει όλων των προαναφερομένων θεωρούμε την ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο, για τα δύο αδικήματα που παραδέχθηκε, δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, και ως αποτέλεσμα των οποίων έχασαν τη ζωή τους δύο άτομα, ως υπέρμετρα ανεπαρκή και ως εκ τούτου η έφεση επιτυγχάνει και οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 1 έτους, σε κάθε κατηγορία, που επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο, μετατρέπονται σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών σε κάθε κατηγορία. Η περίοδος στέρησης του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδήγησης παραμένει ως έχει. Οι βαθμοί ποινής επίσης παραμένουν ως έχουν. Παρά τη μη ύπαρξη αντέφεσης, η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα παραμερίζεται, εφόσον το ζήτημα των εξόδων εμπίπτει πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και εφόσον συνιστά λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας, ένας κατηγορούμενος που καταδικάζεται σε φυλάκιση, να επωμίζεται και μέρος των εξόδων της διαδικασίας. Τα έξοδα, υπό τις περιστάσεις, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση θα βαρύνουν τη Δημοκρατία.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο