Abunazha Muhannad Mohammad Mustafa ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551

(2009) 2 ΑΑΔ 551

[*551]23 Οκτωβρίου, 2009

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜUHANNAD MOHAMMAD MUSTAFA ABUNAZHA,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 42/2009)

 

Ποινή ― Ένοπλη ληστεία ― Εφεσείων φορώντας κουκούλα, όπως και οι δύο συνεργοί του, διέπραξαν ένοπλη ληστεία σε κατάστημα τράπεζας στην Χλώρακα και απέσπασαν σεβαστό χρηματικό ποσό, ήτοι, €35.170 και £1.210 στερλινών ― Λευκό ποινικό μητρώο, απόλυτη συνεργασία με τις διωκτικές αρχές για διαλεύκανση του εγκλήματος, εντοπισμό και άλλων εμπλεκομένων και ανεύρεση μέρους του κλαπέντος ποσού ― Οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες ― Απουσία τραυματισμού κατά τη ληστεία ― Ισχυρισμός ότι ο εφεσείων είχε μειωμένο ρόλο και ότι ο ιθύνων νους ήταν άλλο πρόσωπο το οποίο διέφυγε ― Επιβολή ποινής φυλάκισης οκτώ ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ένοπλη ληστεία ― Ανάγκη για επιβολή αυξημένων ποινών όπου σημειώνεται έξαρση και επιμονή στη συνέχιση διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων.

Απόδειξη ― Δικαστική γνώση της έξαρσης στη διάπραξη αδικημάτων κατά την επιβολή ποινής ― Τα Δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τους την έξαρση χωρίς την προσαγωγή μαρτυρίας.

Στις 26.6.2008 ο εφεσείων, ο οποίος κατάγεται από την Ιορδανία, μαζί με άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας πραγματική βία, διέπραξαν ληστεία σε υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στη Χλώρακα και έκλεψαν από την τράπεζα το χρηματικό ποσό των €35.170 και £1.210 [*552]στερλινών.

Η Αστυνομία συνέλαβε τον εφεσείοντα, εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, και αυτός ανακρινόμενος παραδέχθηκε τη διάπραξη της ληστείας. Όταν δε ερευνήθηκε βρέθηκε στην τσέπη του το ποσό των €6.800. Αργότερα υπέδειξε στην Αστυνομία συγκεκριμένο χώρο όπου ανευρέθηκε ποσό συνολικής αξίας €1.800. Επίσης, κατόπιν δικής του υποδείξεως, η Αστυνομία εντόπισε το χρηματικό ποσό των €11.400 καθώς και τα τρία μαύρα καλσόν, τα χειρουργικά γάντια, τα ομοιώματα πιστολιών και το μαχαίρι κουζίνας το οποίο, όπως ο εφεσείων παραδέχθηκε, ήταν το μαχαίρι το οποίο κρατούσε ο ίδιος την ώρα της ληστείας.

Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών σε κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη ληστείας και συντρέχουσα ποινή φυλάκισης οκτώ ετών σε κατηγορία για ένοπλη ληστεία κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων αμφισβητεί το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο λόγω της συμμετοχής του στην ένοπλη ληστεία. Υποστηρίζει ότι η επιβληθείσα ποινή στις δύο κατηγορίες, είναι έκδηλα υπερβολική και προϊόν λανθασμένης προσέγγισης, καθότι δεν λήφθηκαν υπόψιν ή επαρκώς υπόψιν οι ελαφρυντικοί παράγοντες που ίσχυαν στην περίπτωσή του, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, ήσαν το λευκό ποινικό του μητρώο, η απόλυτη συνεργασία του με την Αστυνομία για διαλεύκανση των αδικημάτων, η παραδοχή του, ο μειωμένος ρόλος που διεδραμάτισε και το γεγονός ότι δεν υπήρξε οποιοσδήποτε τραυματισμός.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο ρόλος του διαφυγόντος συνεργού μπορεί να ήταν ενεργότερος, όπως του καταλογίζει ο εφεσείων. Όμως η συμμετοχή του εφεσείοντος σε όλες τις διαφορετικές πράξεις προεργασίας και προετοιμασίας διάπραξης ενός καλά προσχεδιασμένου εγκλήματος αλλά και στις πράξεις συγκάλυψης στις οποίες αυτός συμμετείχε, εξουδετερώνουν τον ισχυρισμό του ότι είχε παθητικό ή απλά υποβοηθητικό ρόλο.

2.  Ένα ποινικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του χωρίς μαρτυρία, την έξαρση στην οποία βρίσκεται η διάπραξη ενός αδικήματος ή είδους αδικημάτων ως θέμα δικαστικής γνώσης, βασιζόμενο είτε στη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται υποθέσεις [*553]αυτής της φύσης ενώπιόν του, ή ενώπιον άλλων δικαστηρίων και του Εφετείου, καθώς και γενικότερα.

3.  Με τις ποινές που επιβάλλονται δεν καθορίζεται μια στατική διατίμηση. Οι προηγούμενες ποινές και η προσέγγιση των Δικαστηρίων στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν είναι ενδεικτικές του τρόπου αντιμετώπισης των υποθέσεων κατά το χρόνο διάπραξής τους. Όμως όταν υπάρχει έξαρση και επιμονή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες ποινές, τότε δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων ποινών προς αποτροπή.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1,

Αεροπόρος ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 275,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160,

Παλάοντας ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 70,

Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 699.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Πάφου (Xαραλάμπους, Π.E.Δ., Λιμνατίτου, A.E.Δ., Mατθαίου, E.Δ.) (Ποινική Yπόθεση Aρ. 8301/08), ημερομηνίας 6/3/09.

Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

[*554]ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο Πάφου λόγω της συμμετοχής του σε ένοπλη ληστεία που διαπράχθηκε στις 26.6.2008 στη Χλώρακα, αμφισβητεί με την έφεσή του ο εφεσείων, ο οποίος κατάγεται από την Ιορδανία. Κατόπιν δικής του παραδοχής, του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών σε κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη ληστείας και συντρέχουσα ποινή φυλάκισης οκτώ ετών σε κατηγορία για ένοπλη ληστεία, κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες Αδικήματος στη 2η κατηγορία, ο εφεσείων, στη Χλώρακα της επαρχίας Πάφου, μαζί με άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας πραγματική βία, ήτοι με ένα μαχαίρι και δύο πιστόλια, επιτέθηκαν εναντίον του διευθυντή του υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου στη Χλώρακα και έκλεψαν από την τράπεζα το χρηματικό ποσό των €35.170 και £1.210 στερλινών.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά εκτέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου καταδεικνύουν ότι, κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία, είχαν εισέλθει στην τράπεζα τρεις κουκουλοφόροι, από τους οποίους οι δύο κρατούσαν πιστόλια και ο τρίτος μαχαίρι. Αφού ο ένας απ’ αυτούς (δηλαδή ο εφεσείων) ακινητοποίησε το διευθυντή του καταστήματος με την απειλή του μαχαιριού, ο άλλος πρόταξε πιστόλι στους ταμίες και τους ζήτησε να βάλουν τα χρήματα σε τσάντα που κρατούσε. Αυτοί συμμορφώθηκαν, οι δράστες πήραν την τσάντα και έφυγαν τρέχοντας. Επιβιβάσθηκαν σε αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο έξω από την τράπεζα. Στη βάση στοιχείων που έδωσε ο διευθυντής του καταστήματος της τράπεζας προς την αστυνομία, το εν λόγω αυτοκίνητο εντοπίστηκε αργότερα και κοντά του τρία άτομα. Προσπάθεια να ακινητοποιηθούν από αστυνομικούς απέτυχε ως προς τα δύο άτομα τα οποία διέφυγαν, ενώ ο τρίτος συνελήφθη για εξακρίβωση στοιχείων, πλην όμως τίποτε δεν προέκυψε εναντίον του. Αργότερα, ελήφθη πληροφορία σύμφωνα με την οποία άτομο πιθανώς Αραβικής καταγωγής, προσπαθούσε να κρυφτεί σε ανεγειρόμενη οικοδομή. Επρόκειτο για τον εφεσείοντα, εναντίον του οποίου εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και όταν αυτός συνελήφθη, απάντησε “Okey”, ενώ όταν ερευνήθηκε, βρέθηκε σε τσέπη του το ποσό των €6.800 σε σχέση με τα οποία ανέφερε ότι “Those are the money I took from the bank robbery.” Ανακρινόμενος ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι διέπραξε τη ληστεία στην τράπεζα μαζί με δύο άλλα άτομα. Αργότερα, ο εφεσείων υπέδειξε στην αστυνομία συγκεκριμένο χώρο σε χωράφι όπου ανευρέθηκαν και άλλα χαρτονομίσματα, συνολικής αξίας [*555]€1.800. Έρευνα η οποία διενεργήθηκε σε διαμέρισμα όπου διέμενε άλλο καταζητούμενο για την υπόθεση πρόσωπο, είχε ως αποτέλεσμα την ανεύρεση χρηματικού ποσού €11.400. Ο εφεσείων έδωσε στην αστυνομία το πλήρες όνομα ενός από τους άλλους ενεχομένους στη ληστεία και το μικρό μόνο όνομα του τρίτου. Επίσης, υπέδειξε προς την αστυνομία τους χώρους όπου είχαν πετάξει μια από τις πινακίδες που είχαν βγάλει από ακινητοποιημένο όχημα και έβαλαν στο όχημα με το οποίο έγινε η ληστεία και το χώρο όπου ο έτερος ενεχόμενος στη ληστεία έκρυψε τα δύο όπλα, τα τρία καλσόν και τα γάντια που χρησιμοποίησαν στη ληστεία. Εντοπίστηκαν πράγματι εκεί τρία μαύρα καλσόν, χειρουργικά γάντια και δύο ομοιώματα πιστολιών, όπως επίσης εντοπίστηκε, κατόπιν υπόδειξης του εφεσείοντα, ένα μαχαίρι κουζίνας το οποίο παραδέχθηκε ότι ήταν το μαχαίρι το οποίο ο ίδιος κρατούσε κατά την ώρα της ληστείας.

Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης, η ποινή την οποία επέβαλε το Κακουργιοδικείο στις δύο κατηγορίες, ήταν έκδηλα υπερβολική και προϊόν λανθασμένης προσέγγισης, καθότι δεν λήφθηκαν υπόψιν ή επαρκώς υπόψιν οι ελαφρυντικοί παράγοντες που προσμετρούσαν προς ηπιότερη ποινή.

Αυτοί οι παράγοντες ήσαν:

(α)  Η παραδοχή και έμπρακτη μεταμέλεια του εφεσείοντα.

(β)  Η απόλυτη συνεργασία του και η βοήθεια που παρέσχε στις διωκτικές αρχές.

(γ)  Οι οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα.

(δ)  Ο μειωμένος ρόλος του εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων και το ότι αυτός παρασύρθηκε από άλλο πρόσωπο.

(ε)  Το γεγονός ότι με τη βοήθεια του εφεσείοντα ανευρέθηκε το ποσό των €20.000 από το συνολικό προϊόν της ληστείας.

(στ) Το γεγονός ότι κανένας τραυματισμός δεν υπήρξε κατά τη ληστεία.

(ζ)  Το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα.

[*556]Αγορεύοντας ενώπιον του Εφετείου, ο συνήγορος του εφεσείοντα δέχθηκε ότι πράγματι το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναφέρει, φραστικά τουλάχιστον, ότι έλαβε υπόψιν τους πιο πάνω παράγοντες κατά την επιμέτρηση της ποινής, πλην όμως αυτός ο λόγος έφεσης αναφέρεται στο ότι το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε εν τούτοις την πρέπουσα σημασία και βαρύτητα στους παράγοντες, με αποτέλεσμα να επιβάλει έκδηλα υπερβολικές ποινές. Τόσο ο συνήγορος του εφεσείοντα, όσο και ο συνήγορος της εφεσίβλητης, παρέπεμψαν σε προηγούμενες αποφάσεις του Εφετείου σε υποθέσεις ληστείας για να πείσουν ο μεν πρώτος για τη θέση του περί υπερβολικών ποινών, ο δε δεύτερος για τη θέση του ότι οι επιβληθείσες ποινές είναι ισορροπημένες, ορθές και ανταποκρίνονται στα περιστατικά της υπόθεσης και του ίδιου του εφεσείοντα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο συνήγορος του εφεσείοντα στο ότι ο “εγκέφαλος”, όπως κατονόμασε το άλλο πρόσωπο που διέφυγε, δεν βρέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι ο ρόλος του ίδιου του εφεσείοντα στη διάπραξη της ληστείας ήταν μειωμένος, γεγονότα που αν και φραστικά λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο, εν τούτοις δεν φαίνονται να είχαν ουσιαστικό αντίκρισμα στο ύψος της ποινής.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στο ότι στην απόφασή του επί της ποινής, το Κακουργιοδικείο είχε, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του και το ότι η έξαρση στα αδικήματα ληστείας τραπεζικών ιδρυμάτων στην επαρχία της Πάφου βρίσκονται σε έξαρση και έχουν καταντήσει συχνό φαινόμενο. Σύμφωνα με το συνήγορο του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο δεν στήριξε πουθενά αυτή του τη διαπίστωση περί έξαρσης του συγκεκριμένου εγκλήματος στην επαρχία Πάφου, διαπίστωση που δεν νομίζει ο ίδιος να είναι βάσιμη.

Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από το Εφετείο, το καθήκον της επιμέτρησης της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το δε Εφετείο επεμβαίνει στο αποτέλεσμά της μόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι πράγματι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής, ή βέβαια εάν τυγχάνει εσφαλμένη ως θέμα αρχής. (Βλ. Γεν. Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Αεροπόρος ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 275, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245).

Στην υπό εξέταση περίπτωση, το Κακουργιοδικείο παρουσιάζεται να μην παρέλειψε να είχε λάβει υπόψιν του κανένα από τους μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες που εντόπισε η υπεράσπιση. Ιδιαίτερο παράπονο έγινε κατ’ έφεση ότι, αν και ο παράγο[*557]ντας του μειωμένου ρόλου τον οποίο διαδραμάτισε ο εφεσείων σε σχέση με άλλο πρόσωπο που χαρακτηρίστηκε ως ο ιθύνων νους, αναφέρθηκε από το Κακουργιοδικείο, εν τούτοις δεν αποδόθηκε σ’ αυτόν η πρέπουσα μετριαστική σημασία, όπως και δεν αποδόθηκε η πρέπουσα σημασία στο ότι ο εφεσείων παρασύρθηκε από τον διαφυγόντα συμμέτοχο στη ληστεία. Σε σχέση με αυτή την εισήγηση και λόγο έφεσης, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: Μπορεί βέβαια ο ρόλος του διαφυγόντος συνεργού να ήταν ενεργότερος, όπως του καταλογίζει ο κατηγορούμενος. Όμως, θα πρέπει εδώ να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για μια αυθόρμητη ή έστω πρόχειρα διενεργηθείσα ληστεία, αλλ’ αντίθετα επρόκειτο για ένα καλά προσχεδιασμένο έγκλημα σε σχέση με το οποίο έγιναν πολλές και διαφορετικές πράξεις προεργασίας και προετοιμασίας αλλά και συγκάλυψης, στις οποίες ο κατηγορούμενος είχε σε όλες συμμετάσχει, σύμφωνα με τις δικές του παραδοχές. Μαζί  με τον διαφυγόντα ληστή είχε συμμετάσχει στην κλοπή αυτοκινήτου και πινακίδων εγγραφής, την μια από τις οποίες τοποθέτησαν στο αυτοκίνητο διαφυγής και έλαβε μέρος στη συγκάλυψη των χρησιμοποιηθέντων αντικειμένων. Κατά τη διενέργεια της ίδιας της ληστείας ήταν ο μόνος από τους τρεις ληστές, ο οποίος εφοδιάστηκε και χρησιμοποίησε πραγματικό επιθετικό όπλο, ένα μαχαίρι, υπό την απειλή του οποίου και ακινητοποίησε το διευθυντή του υποκαταστήματος της τράπεζας. Με αυτά τα δεδομένα, όσο και αν ο ρόλος άλλου συνεργού μπορεί να υπήρξε ενεργότερος, ο ρόλος του ίδιου του κατηγορουμένου, ούτε παθητικός ήταν ούτε απλά υποβοηθητικός.

Ο άλλος παράγοντας, ο οποίος ουσιαστικά είχε ληφθεί υπόψη από το Κακουργιοδικείο ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί ενάντια στο μετριασμό της ποινής ήταν εκείνος που σχετίζεται με την έξαρση στη διάπραξη των αδικημάτων. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το επιβάλλον ποινή δικαστήριο μπορεί και πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το γεγονός ότι η διάπραξη ενός αδικήματος ή ενός είδους αδικημάτων βρίσκεται σε έξαρση, γεγονός που δικαιολογεί την επιβολή αυξημένης ποινής. (Βλ. Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160, Παλάοντας ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 70). Όπως δε ορθά εντοπίζεται και στο σύγγραμμα “Sentencing in Cyprus”, 2nd Edition, του Γ.Μ. Πική, στη σελ. 6, οι κοινωνικές συνθήκες μιας δεδομένης χρονικής περιόδου είναι βοηθητικές ως προς το που θα πρέπει να απευθυνθεί η αυστηρότητα του δικαίου. Επομένως, είναι επιτρεπτό για τα δικαστήρια να λαμβάνουν δικαστική γνώση της έξαρσης στην οποία βρίσκεται η διάπραξη αδικημάτων σε μια δεδομένη εποχή. Δικαστική δε γνώση, σημαίνει γνώση σε σχέση με την οποία δεν απαιτείται απόδειξη ή κατάδειξη με [*558]μαρτυρία ή άλλο τρόπο στοιχειοθέτησης. Για παράδειγμα, αναφέρουμε την απόφαση στην Butucaru Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 699, στην οποία ένας από τους λόγους έφεσης ήταν και η σημασία που είχε δοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο γεγονός της έξαρσης αδικημάτων εκείνου του είδους, για την οποία εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε μαρτυρία. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε την ιδιαίτερη ανάγκη τέτοιας ποινής ενόψει της έξαρσης των αδικημάτων εκείνου του είδους. Συνάγεται, επομένως, ότι ένα ποινικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του χωρίς μαρτυρία, την έξαρση στην οποία βρίσκεται η διάπραξη ενός αδικήματος ή είδους αδικημάτων ως θέμα δικαστικής γνώσης, βασιζόμενο είτε στη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται υποθέσεις αυτής της φύσης ενώπιόν του, ή ενώπιον άλλων δικαστηρίων και του Εφετείου, καθώς και γενικότερα.

Γι’ αυτούς τους λόγους, δεν μπορούν να ευσταθήσουν οι προαναφερθέντες συγκεκριμένοι λόγοι που πρόβαλε η πλευρά του εφεσείοντα ως προς το ύψος της ποινής.

Αναφορικά με το γενικότερο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο σωρευτικά αντικριζόμενοι οι μετριαστικοί για την ποινή παράγοντες στην περίπτωση του εφεσείοντα, θα δικαιολογούσαν χαμηλότερη ποινή, παρατηρούμε τα εξής: Οι αποφάσεις και οι ποινές που επιβάλλονται σε παρόμοιας φύσεως υποθέσεις, λαμβάνονται βέβαια υπόψη επειδή δεν είναι επιθυμητή η ανομοιομορφία στη μεταχείριση αδικοπραγούντων. Όπως όμως ορθά τονίστηκε και στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), στη σελίδα 166, με τις ποινές που επιβάλλονται, δεν καθορίζεται με οποιονδήποτε τρόπο μια στατική διατίμηση. Οι προηγούμενες ποινές και η προσέγγιση των Δικαστηρίων στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν είναι ενδεικτικές του τρόπου αντιμετώπισης των υποθέσεων κατά το χρόνο διάπραξής τους. Θα ήταν όμως παράλειψη αν δεν τονιζόταν ότι, όταν παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες ποινές, τότε δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων ποινών προς αποτροπή.

Αφού λάβαμε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες και τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, κρίνουμε ότι οι επιβληθείσες από το Κακουργιοδικείο ποινές, αν και μπορεί να θεωρηθούν ως αυστηρές, δεν είναι έκδηλα υπερβολικές σε βαθμό που να δικαιολογούν την παρέμβασή μας.

[*559]Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται και οι επιβληθείσες ποινές επικυρώνονται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο