Μεταξάς Παντελάκης ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 560

(2009) 2 ΑΑΔ 560

[*560]23 Οκτωβρίου, 2009

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 203/2008)

 

Τροχαία αδικήματα ― Υπέρβαση ορίου ταχύτητας ― Έλεγχος ταχύτητας οχήματος με τη χρήση στάσιμου ταχυμέτρου ― Κατά πόσο τα θέματα που άπτοντο της αξιοπιστίας της χρησιμοποιηθείσας συσκευής – ταχυμέτρου και της ορθής εκπαίδευσης του χρήστη της, είχαν αξιολογηθεί ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Κατά πόσο οι ισχυρισμοί κατηγορουμένου για την αναξιοπιστία χρησιμοποιουμένων μεθόδων και συσκευών ελέγχου τροχαίων παραβάσεων από την Αστυνομία μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν υπεράσπιση.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Διάγνωση ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου ― Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών ― Συμβολή κατηγορουμένου στην καθυστέρηση ― Μετρά εναντίον του.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος – κατόπιν ακρόασης – στην κατηγορία υπέρβασης ορίου ταχύτητας, δηλαδή η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε το όχημά του στο δρόμο Λεμεσού – Πάφου, παρά την Ερήμη, ήταν 129 χ.α.ω. αντί 100 χ.α.ω. Του επιβλήθηκε πρόστιμο €180 και 2 βαθμοί ποινής.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την ορθότητα της καταδίκης του και πρόβαλε τους ακόλουθους τρεις λόγους έφεσης:

1.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αξιολόγησε το γεγονός ότι το ταχύμετρο δεν υπεβλήθη στις νενομισμένες διαδικασίες διακρίβωσης και ούτε το ότι ο χρήστης του δεν απέδειξε ότι [*561]κατείχε πιστοποιητικό επάρκειας χρήσης του ταχυμέτρου.

2.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 και ερμήνευσε εσφαλμένα τις πρόνοιες του Νόμου 156(Ι)/2002.

3.  Ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του για εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του μαρτυρία ως προς την εκπαίδευση του χειριστή και τους ελέγχους που γίνονται για τη διασφάλιση της ορθότητας της λειτουργίας και των μετρήσεων της συσκευής. Δέχθηκε δε ως ικανοποιητικό τον έλεγχο της συσκευής στον οποίο είχε προβεί ο χειριστής προτού χρησιμοποιήσει τη συσκευή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

2.  Ο Μ.Υ.1 κατέθεσε ότι η Αστυνομία δεν έχει υποχρέωση με βάση τον περί Τυποποίησης, Διαπίστευσης και Τεχνικής Πληροφόρησης Νόμο του 2002 (Ν.156(Ι)/2002) ή με άλλο Νόμο να ζητά διαπίστευση από τον Κυπριακό Οργανισμό Προώθησης Ποιότητας για τα όργανα μέτρησης της ταχύτητας που χρησιμοποιεί, παρόλο ότι αυτός θα ήταν ένας αντικειμενικός τρόπος τεκμηρίωσης της αξιοπιστίας των ταχυμέτρων της.

3.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα του εφεσείοντος για εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου, είναι πλήρως σύμφωνη με τα γεγονότα της υπόθεσης και με τη σχετική νομολογία.

4.  Οι θέσεις που πρόβαλε ο εφεσείων δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν υπεράσπιση σε παραβάσεις οι οποίες διαγνώσθηκαν με τρόπο τεχνικά και νομικά αποδεκτό με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και νομολογία.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,

[*562]Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223,

Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 22,

Πετράκη ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 455.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παπαδοπούλου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 1249/07), ημερομηνίας 13/10/08.

Ο Eφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Α. Κάρνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στις 19.7.2006, στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Πάφου παρά την Ερήμη, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων ανακόπηκε από αστυφύλακα ο οποίος διεξήγαγε έλεγχο της ταχύτητας των διερχομένων οχημάτων με τη χρήση στάσιμου ταχυμέτρου. Ο αστυφύλακας πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι υπερέβη το όριο ταχύτητας, αφού οδηγούσε με ταχύτητα 129 χ.α.ω. αντί 100, οπότε ο εφεσείων του απάντησε ότι αμφισβητεί το εάν ο αστυφύλακας είχε άδεια να χειρίζεται το ταχύμετρο. Ο αστυφύλακας εξέδωσε εξώδικο πρόστιμο για πληρωμή £29 και επιβολή 2 βαθμών ποινής, ποσό το οποίο ο εφεσείων παρέλειψε να πληρώσει. Καταχωρήθηκε αργότερα εναντίον του η Ποινική Υπόθεση αρ. 1249/2007, Ε.Δ. Λεμεσού, με μόνη κατηγορία την οδήγηση οχήματος με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανώτατου ορίου κατά παράβαση των Άρθρων 6(2)(3)(7), 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, όπως τροποποιήθηκε. Ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή και κατόπιν διεξαχθείσας ακρόασης, βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία και του επιβλήθηκε πρόστιμο €180 και 2 βαθμοί ποινής.

Με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων, ο οποίος στην έφεση εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης του, εγείροντας προς τούτο τρεις βασικούς λόγους έφε[*563]σης:

1.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αξιολόγησε το γεγονός ότι το ταχύμετρο δεν υπεβλήθη στις νενομισμένες διαδικασίες διακρίβωσης και ούτε το ότι ο χρήστης του δεν απέδειξε ότι κατείχε πιστοποιητικό επάρκειας χρήσης του ταχυμέτρου.

2.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τη σημασία του μάρτυρα υπεράσπισης (ΜΥ1) και εσφαλμένα ερμήνευσε τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 156(Ι)/2002.

3.  Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η πάροδος του χρονικού διαστήματος μεταξύ της κατ’ ισχυρισμό διάπραξης του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης ή μέχρι την έκδοση της απόφασης δεν εκβαίνει του ορίου του ευλόγου χρόνου εντός του οποίου διεξάγεται δίκαιη δίκη.

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης και η επιχειρηματολογία για προώθησή τους είχαν εγερθεί ως υπεράσπιση του εφεσείοντα ως κατηγορουμένου στην πρωτόδικη διαδικασία και είχαν απορριφθεί. Θα τους εξετάσουμε στη συνέχεια αρχίζοντας όμως από τον τρίτο λόγο έφεσης, λόγω της φύσης του και των ενδεχόμενων συνεπειών τις οποίες μπορεί να έχει η επιτυχία στοιχειοθέτησής του. Στη συνέχεια, θα συνεξετάσουμε τους λόγους έφεσης αρ. 1 και 2, λόγω της παρουσιαζόμενης μεταξύ τους διασύνδεσης.

Λόγος έφεσης αρ. 3 – Η καθυστέρηση στην καταχώρηση και εκδίκαση της πρωτόδικης ποινικής διαδικασίας και οι τυχόν συνεπαγόμενες επιπτώσεις της στη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

Πέραν του μακρού χρόνου που διέρρευσε μεταξύ της ημερομηνίας της διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρησης ή εκδίκασης της υπόθεσης, ο εφεσείων εγείρει με την έφεσή του και θέμα παραγραφής του αδικήματος, επικαλούμενος τις πρόνοιες του Άρθρου 88 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Εμφανώς όμως εσφαλμένα είναι που εγείρει τέτοιο θέμα, εφόσον με τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου παραγράφονται κατηγορίες οι οποίες επισύρουν ποινή φυλάκισης μη υπερβαίνουσας τους τρεις μήνες αν δεν καταχωρηθούν εντός έξι μηνών, ενώ η κατηγορία κατά παράβαση του Άρθρου 6(3) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου αρ. 86/1972, όπως ορθά παρατήρησε και η συνήγορος της εφεσίβλητης, τιμωρείται με ανώτατη ποινή [*564]φυλάκισης ενός έτους.

Ως προς το θέμα της παρέλευσης χρόνου μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρησης ή εκδίκασης της υπόθεσης παρατηρούμε τα εξής:

Το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε ο εφεσίβλητος είχε διαπραχθεί στις 19.7.2006, το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 2.2.2007 και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 13.10.2008. Το πρωτόδικο ποινικό Δικαστήριο στην απόφασή του ασχολείται εμπεριστατωμένα με το θέμα της κατ’ ισχυρισμό παραβίασης του δικαιώματος του εφεσείοντα να τύγχανε διάγνωσης ποινικής ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου, όπως επιτάσσει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών. Με αναφορά στη σχετική με το θέμα νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε τις καθιερωθείσες αρχές τις οποίες και εφάρμοσε στην υπό εξέταση περίπτωση. (Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223, Κρίνος Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 22). Κατέληξε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα που παρήλθε στη συγκεκριμένη περίπτωση μέχρι την περάτωση της υπόθεσης, κρινόμενο ως αντικειμενικό γεγονός, αλλά και εφαρμοζομένων των παραγόντων που εκτίθενται στη νομολογία, δεν εκφεύγει της έννοιας του εύλογου χρόνου. Με λεπτομερείς δε παραπομπές στα τηρηθέντα πρακτικά, το Δικαστήριο ορθά εντόπισε και αριθμό δικάσιμων ημερομηνιών που δόθηκαν ή θα εδίδοντο, πλην όμως δεν τηρήθηκαν ή έγιναν δεκτές, λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος-εφεσείων, ο οποίος τότε εκπροσωπείτο από δικηγόρο, ή κατά τις οποίες αυτός συγκατατέθηκε σε αιτήματα αναβολής από την κατηγορούσα αρχή. Εντόπισε περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο και το γεγονός ότι εν πάση περιπτώσει, δεν είχε καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε στην υπεράσπισή του λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου.

Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε πλήρως με την ανάλυση των αρχών στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και με την εφαρμογή τους στην υπό εξέταση περίπτωση και την ορθότητα των εξαχθέντων συμπερασμάτων. Η προσέγγιση στην οποία προέβηκε είναι πλήρως σύμφωνη με τα γεγονότα της υπόθεσης και με τη νομολογία και καταλήγουμε πως αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

[*565]Λόγος έφεσης αρ. 1 και 2 – Η κατ’ ισχυρισμό μη ορθή αξιολόγηση και προσέγγιση θεμάτων που άπτονται της αξιοπιστίας της χρησιμοποιηθείσας συσκευής – ταχυμέτρου και της ορθής εκπαίδευσης του χρήστη της. Αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1.

Στην αιτιολογία την οποία παρέθεσε προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης στην Ειδοποίηση Έφεσης, ο εφεσείων παρέθεσε τέσσερις βασικές θέσεις. Θέσεις τις  οποίες είχε προβάλει και πρωτόδικα, πλην όμως δεν έγιναν δεκτές και έχουν ως ακολούθως:

1.  Σύμφωνα με τον περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας Νόμο 156(I)/2002, εκάστη συσκευή ή όργανο θα πρέπει να εξασφαλίζει, με συγκεκριμένη διαδικασία, πιστοποιητικό διακρίβωσης από εξουσιοδοτημένο προς τούτο φορέα.

2.  Σύμφωνα με τις Πρόνοιες της ίδιας Νομοθεσίας ο χρήστης της εν λόγω συσκευής θα πρέπει να κατέχει πιστοποιητικό επάρκειας για τη χρήση της συσκευής.

3.  Το ταχύμετρο το οποίο κατέγραψε την ισχυριζόμενη παράβαση του επιτρεπομένου ορίου δεν απεδείχθη ότι ήταν διακριβωμένο από διαπιστευμένο εργαστήριο.

4.  Η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε ότι ο αστυνομικός χρήστης του ταχύμετρου κατείχε πιστοποιητικό χρήσης από διαπιστευμένο προς τούτο φορέα.

Σε σχέση με τις πιο πάνω θέσεις, παρατηρούμε σε συντομία, τα εξής:

Κατ’ αρχήν ο Νόμος αρ. 156(Ι)/2002 δεν αναφέρεται ως ο περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας Νόμος. Ο περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας Νόμος, όπως τροποποιήθηκε, είχε αριθμό 68/1975, και καταργήθηκε με το Άρθρο 28(1) του περί Τυποποίησης Νόμου αρ. 156(Ι)/2002. Προφανώς, ο εφεσείων είναι τις πρόνοιες αυτού του νομοθετήματος που επικαλείται.

Μελέτη των τηρηθέντων κατά την πρωτόδικη διαδικασία πρακτικών, αποκαλύπτει ότι μαρτυρία υπέρ των θέσεων του εφεσείοντα είχε δώσει και ο ΜΥ1 Κυρ. Τσιμίλλης, Διδάκτορας Χημείας, και εργαζόμενος για πολλά χρόνια στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και ειδικότερα στον Οργανισμό Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας, ο οποίος μετεξελίχθηκε το 2002 στον Κυπριακό Οργανισμό Προώθησης Ποιότητας, σύμφωνα με τον [*566]προαναφερθέντα Νόμο αρ. 156(Ι)/2002. Αναλύοντας τις βασικές πρόνοιες αυτής της νομοθεσίας, ο μάρτυρας, αν και αναφέρθηκε στη χρησιμότητα επιστράτευσης των προνοιών της για ανύψωση του επιπέδου αξιοπιστίας χρησιμοποιουμένων συσκευών από την άλλη, όπως ο ίδιος κατέθεσε, η Αστυνομία δεν έχει καμιά υποχρέωση με βάση αυτό το Νόμο ή με άλλο Νόμο να ζητά διαπίστευση από τον Κυπριακό Οργανισμό Προώθησης Ποιότητας για τα όργανα μέτρησης της ταχύτητας που χρησιμοποιεί, παρόλο ότι αυτός θα ήταν ένας αντικειμενικός τρόπος τεκμηρίωσης της αξιοπιστίας των ταχυμέτρων της. Όπως έθεσε το θέμα ο μάρτυρας, αν και είναι προτιμότερο να εξασφαλίζονται τέτοιες διαπιστεύσεις από τον Οργανισμό, κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο.

Βασιζόμενο μεταξύ άλλων και στην πιο πάνω μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά έκρινε πως δεν ετίθετο θέμα μη συμμόρφωσης προς τις πρόνοιες οποιασδήποτε νομοθεσίας προς διασφάλιση της αξιοπιστίας του χρησιμοποιηθέντος ταχυμέτρου, ούτε και του χειρισμού του από τον συγκεκριμένο αστυφύλακα. Έλαβε περαιτέρω υπόψη του το Δικαστήριο, μαρτυρία που δόθηκε ως προς την εκπαίδευση της οποίας έτυχε ο χειριστής και τους ελέγχους οι οποίοι γίνονται για διασφάλιση της ορθότητας της λειτουργίας και των μετρήσεων της συσκευής. Δέχθηκε δε ως ικανοποιητικό τον έλεγχο της συσκευής στον οποίο είχε προβεί ο χειριστής προτού χρησιμοποιήσει τη συσκευή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτός ο έλεγχος που συνίσταται από τρεις καθορισμένες ενέργειες είχε κριθεί ως ικανοποιητικός και από το Εφετείο στην απόφασή του στην υπόθεση Π. Πετράκη ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 455.

Με αυτά τα δεδομένα και αυτοί οι λόγοι έφεσης κρίνονται ως αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Ως κατακλείδα, θα λέγαμε ότι οι θέσεις που έχει προβάλει ο εφεσείων, τόσο ενώπιόν μας όσο και πρωτόδικα, μπορεί να προβάλλονται ως εισηγήσεις προς το σκοπό της περαιτέρω διασφάλισης της αξιοπιστίας χρησιμοποιουμένων μεθόδων και συσκευών ελέγχου τροχαίων παραβάσεων από την Αστυνομία, πλην  όμως δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν υπεράσπιση σε παραβάσεις οι οποίες έχουν διαγνωσθεί με τρόπο τεχνικά και νομικά αποδεκτό με βάση την κειμένη νομοθεσία και νομολογία.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο