(2009) 2 ΑΑΔ 628
[*628]19 Νοεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 147/2007)
Ποινή ― Διαδοχικές ποινές ― Αρχή της συνολικότητας της ποινής (totality principle) ― Ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής ― Το Δικαστήριο έχει καθήκον να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό ― Αρχές της νομολογίας μας τέθηκαν με αναφορά στην αγγλική υπόθεση Bocskei [1970] 54 Crim. App. R.159 ― Ευθύνη για την πληροφόρηση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου για το γεγονός ενεργοποίησης ανασταλείσας ποινής, φέρει τόσο η Κατηγορούσα Αρχή όσο και η Υπεράσπιση.
Ποινή ― Διαδοχικές ποινές ― Ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής ― Το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ αδικήματος και ποινής.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε κατηγορία συνωμοσίας με σκοπό τον εμπρησμό αυτοκινήτου, σε κατηγορία εμπρησμού του εν λόγω αυτοκινήτου και σε κατηγορία πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς ύψους ₤£1.000 στο εν λόγω αυτοκίνητο, και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 ετών στην 1η κατηγορία, 4 ετών στη 2η κατηγορία και 1 έτους στην 3η κατηγορία. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν από τον εφεσείοντα, ενώ αυτός ήταν ελεύθερος με προεδρική χάρη η οποία αφορούσε το υπόλοιπο ποινής φυλάκισης που του είχε επιβληθεί σε σχέση με άλλο αδίκημα. Με τη διάπραξη των νέων αδικημάτων, ενεργοποιήθηκε αυτόματα η ανασταλείσα με την προεδρική χάρη ποινή, με αποτέλεσμα ο εφεσείων πέραν της φυλάκισης που θα του επιβαλλόταν για το νέο αδίκημα που διέπραξε, να κληθεί να εκτίσει και το υπόλοιπο της ποινής για το οποίο του είχε δοθεί η χάρη. Ούτε ο [*629]εφεσείων αλλά ούτε και η Κατηγορούσα Αρχή έθεσαν τα εν λόγω γεγονότα ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου με αποτέλεσμα το Κακουργιοδικείο να μην τα γνωρίζει κατά το χρόνο επιμέτρησης και επιβολής της ποινής.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος καταχώρησε έφεση. Τα επιχειρήματά του περιστρέφονταν γύρω από τον κεντρικό άξονα ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αρχή της συνολικότητας της ποινής (totality principle) ούτως ώστε να βεβαιωθεί πως μετά την ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής, η συνολική ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν θα ήταν έκδηλα υπερβολική.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές της νομολογίας μας οι οποίες συνοψίστηκαν στο σχετικό απόσπασμα της απόφασης του Εφετείου στην υπόθεση Παπαχρίστου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. σελ. 62, οι οποίες και υιοθετήθηκαν σε σειρά πρόσφατων αποφάσεων του, έκαμε δεκτή την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Εάν το Κακουργιοδικείο γνώριζε ότι η φυλάκιση του εφεσείοντος αυτόματα θα συνεπαγόταν και ενεργοποίηση της ανασταλείσας με την προεδρική χάρη ποινής, τότε, ναι μεν θα επέβαλλε στον εφεσείοντα ποινές φυλάκισης, αυτές όμως θα ήταν, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, μειωμένες, με αποτέλεσμα η συνολική περίοδος φυλάκισης που ο εφεσείων θα εξέτιε να ήταν μειωμένη.
2. Σαν αποτέλεσμα οι επιβληθείσες ποινές μειώνονται ως ακολούθως:
1η κατηγορία – Από 3 σε 2 χρόνια φυλάκιση·
2η κατηγορία – Από 4 σε 3 χρόνια φυλάκιση·
3η κατηγορία – Από 1 χρόνο σε 6 μήνες φυλάκιση·
Οι ποινές να συντρέχουν.
Η έφεση επιτράπηκε. Οι ποινές μειώθηκαν ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Bocskei [1970] 54 Crim. App. R. 159,
Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62,
[*630]Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155,
Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327,
Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2009) 2 A.A.Δ. 243,
Σωτηριάδου v. Aστυνομίας (2009) 2 A.A.Δ. 356.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Πάφου (Mιχαηλίδου, Π.E.Δ., Mαλαχτός, A.E.Δ., Λιμνατίτου, E.Δ.,), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 7353/06), ημερομηνίας 20/6/07 και 22/6/07.
Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Κρ. Κυθραιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ο Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου, ημερομηνίας 20/6/2007, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε τρεις κατηγορίες. Συγκεκριμένα βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της συνωμοσίας με άλλο πρόσωπο με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, ήτοι του εμπρησμού του αυτοκινήτου με αριθμό εγγραφής CAX 241, κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), του εμπρησμού του εν λόγω αυτοκινήτου κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία) και της πρόκλησης κακόβουλα ζημιάς ύψους £1.000 στο εν λόγω αυτοκίνητο κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα. Τα εν λόγω αδικήματα διαπράχθηκαν το Μάρτιο του 2006.
Στον κατηγορούμενο επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 ετών (1η κατηγορία), 4 ετών (2η κατηγορία) και ενός έτους (3η κατηγορία).
[*631]Αρχικά η παρούσα έφεση στρεφόταν τόσο εναντίον της καταδίκης της οποίας ο εφεσείων επεδίωκε την ακύρωση ως ακροσφαλούς, όσο και εναντίον της ποινής της οποίας ο εφεσείων επεδίωκε τη μείωση ως νομικά εσφαλμένης και/ή έκδηλα υπερβολικής. Στην πορεία και συγκεκριμένα στο στάδιο της ακρόασης, ο εφεσείων απέσυρε την έφεση του εναντίον της καταδίκης. Απέσυρε επίσης τους τέσσερις από τους πέντε λόγους έφεσης που αφορούσαν το ύψος της ποινής και με σχετική δήλωση του ευπαίδευτου συνηγόρου του περιόρισε το παράπονο του στον υπό στοιχείο (5) λόγο έφεσης, ο οποίος αποτέλεσε και τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα επιχειρήματά του. Τον παραθέτουμε αυτούσιο:
“Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την αρχή της συνολικότητας της ποινής (totality principle), ούτως ώστε να βεβαιωθεί πως μετά την ενεργοποίηση της ποινής ανασταλείσας υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας, η συνολική ποινή που επεβλήθηκε στον κατηγορούμενο δεν θα ήταν έκδηλα υπερβολική.”
Για να γίνουν κατανοητές οι θέσεις του εφεσείοντα, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε τα πιο κάτω αναντίλεκτα, όπως προκύπτει, γεγονότα.
Κατά το χρόνο επιβολής των ποινών από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο, ο εφεσείων τελούσε υπό προεδρική χάρη η οποία αφορούσε το υπόλοιπο ποινής φυλάκισης που του είχε επιβληθεί σε σχέση με άλλο αδίκημα. Η χάρη κάλυπτε περίοδο 2 ετών, 7 μηνών και 15 ημερών. Ο εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία του επιβλήθηκαν οι ποινές φυλάκισης, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, ενώ ήταν ελεύθερος με προεδρική χάρη. Η χάρη για το υπόλοιπο της ποινής είχε δοθεί στον εφεσείοντα, υπό τον όρο ότι δεν θα διέπραττε νέο αδίκημα για το οποίο θα καταδικαζόταν σε φυλάκιση. Παράβαση του συγκεκριμένου όρου συνεπαγόταν αυτόματα την ενεργοποίηση της ανασταλείσας με την προεδρική χάρη ποινής, με αποτέλεσμα ο εφεσείων πέραν της φυλάκισης που θα του επιβαλλόταν για το νέο αδίκημα που διέπραξε, να κληθεί να εκτίσει και το υπόλοιπο της ποινής για το οποίο του είχε δοθεί η χάρη. Ούτε ο εφεσείων αλλά ούτε και η Κατηγορούσα Αρχή έθεσαν τα εν λόγω γεγονότα ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου με αποτέλεσμα το Κακουργιοδικείο να μην τα γνωρίζει κατά το χρόνο επιμέτρησης και επιβολής της ποινής.
Θεωρούμε τα πιο πάνω γεγονότα ουσιώδη και ως εκ τούτου θεωρούμε ότι αυτά έπρεπε να είχαν τεθεί υπόψη του Κακουργιοδι[*632]κείου έτσι ώστε να συνεκτιμηθούν μαζί με όλους τους άλλους σχετικούς με την επιμέτρηση της ποινής παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
Οι αρχές που διέπουν την εξέταση του υπό συζήτηση θέματος, τέθηκαν από τη νομολογία μας με αναφορά στην αγγλική υπόθεση Bocskei [1970)] 54 Crim. App. R. 159 και στο σύγγραμμα D.A. Thomas “Principles of Sentencing”, 2η Έκδοση, σελ. 255, συνοψίζονται δε με τον καλύτερο τρόπο στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. σελ. 62.
“Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς τη δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p. 255).”
Σημειώνουμε πως σε σειρά πρόσφατων αποφάσεων του το Εφετείο αναφερόμενο με επιδοκιμασία στο πιο πάνω απόσπασμα, υιοθέτησε τις αρχές που συνοψίζονται σ’ αυτό. (Βλ. επίσης Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155, Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2009) 2 A.A.Δ. 243 και Μαρία Σωτηριάδου v. Aστυνομίας (2009) 2 A.A.Δ. 356.) Στις ίδιες υποθέσεις επαναβεβαιώθηκε και η αρχή ότι, ευθύνη για την πληροφόρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το γεγονός ενεργοποίησης ανασταλείσας ποινής, φέρει τόσο η Κατηγορούσα Αρχή όσο και η Υπεράσπιση.
[*633]Επανερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, πέραν των γεγονότων στα οποία έχουμε ήδη κάμει αναφορά, παρατηρούμε και τα εξής: Η θέση της Υπεράσπισης ότι, αν το Κακουργιοδικείο γνώριζε ότι φυλάκιση του εφεσείοντα αυτόματα θα συνεπαγόταν και ενεργοποίηση της ανασταλείσας με την προεδρική χάρη ποινής, τότε, ναι μεν θα επέβαλλε στον εφεσείοντα ποινές φυλάκισης, αυτές όμως θα ήταν, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, μειωμένες, με αποτέλεσμα η συνολική περίοδος φυλάκισης που ο εφεσείων θα εξέτιε θα ήταν μειωμένη, βρίσκει σύμφωνη και την άλλη πλευρά. Σύμφωνους βρίσκει και εμάς. Συνεκτιμώντας όλους τους σχετικούς με την επιμέτρηση της ποινής παράγοντες και ιδιαίτερα το γεγονός της αυτόματης ενεργοποίησης της ανασταλείσας ποινής, κρίνουμε ότι οι επιβληθείσες ποινές ήταν υπό τις περιστάσεις υπερβολικές.
Σαν αποτέλεσμα μειώνουμε τις επιβληθείσες από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο ποινές ως πιο κάτω:
1η κατηγορία - Από 3 σε 2 χρόνια φυλάκιση·
2η κατηγορία - Από 4 σε 3 χρόνια φυλάκιση·
3η κατηγορία - Από 1 χρόνο σε 6 μήνες φυλάκιση·
Οι ποινές να συντρέχουν.
Η έφεση επιτρέπεται. Οι ποινές μειώνονται ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο