Πιτσιάλη Αντώνης ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 650
print
Τίτλος:
Πιτσιάλη Αντώνης ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 650

(2009) 2 ΑΑΔ 650

17 Δεκεμβρίου, 2009

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΤΣΙΑΛΗ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 192/2009)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου ― Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντος σε κατηγορία πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα διαδραματίστηκαν στις 22.12.2007 και γύρω στις 1.30 μ.μ. όταν ο παραπονούμενος, μετά από παράκληση του εφεσείοντος άφησε τον εφεσείοντα να εισέλθει στο αυτοκίνητό του με σκοπό να μιλήσει στον παραπονούμενο για οικονομικές διαφορές που προέκυπταν από την επιχείρηση συνεταιρικού καταστήματος στη Λάρνακα μεταξύ της συζύγου του παραπονούμενου και του εφεσείοντος. Η εν λόγω επιχείρηση δεν ήταν επικερδής και πωλήθηκε για το ποσό των £29.000. Οι αγοραστές κατέβαλαν την προκαταβολή και εξέδωσαν για το υπόλοιπο μέρος του τιμήματος της αγοράς της επιχείρησης τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές στο όνομα της συζύγου του παραπονούμενου η πρώτη από τις οποίες ήταν πληρωτέα τον Αύγουστο 2008. Ο εφεσείων σε κάποιο στάδιο άρχισε να ζητά μέρος των χρημάτων και ο παραπονούμενος και η σύζυγός του, του εξηγούσαν ότι αυτό θα γινόταν αφού εξαργυρώνονταν οι επιταγές και αφού εξοφλούνταν όλοι οι πιστωτές. Η βλάβη την οποία προκάλεσε ο εφεσείων στον παραπονούμενο ήταν αιμορραγία στη μύτη και στο δεξιό μάτι, κάταγμα του ρινικού οστού και κακώσεις στο πρόσωπο.

Οι λόγοι έφεσης αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι δύο μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής (ο παραπονούμενος και ο ιατρός που τον εξέτασε) ήταν αξιόπιστοι και στο ότι το Δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία του εφεσείοντος χωρίς να λάβει υπόψη ότι ήταν Κύπριος της Αγγλίας και ως εκ τούτου τα Ελληνικά του δεν ήταν πολύ καλά. Ο εφεσείων αμφισβητεί επίσης το εύρημα του Δικαστηρίου ότι προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη στον παραπονούμενο μετά την μεταξύ τους συζήτηση και το εύρημα ως προς τον τρόπο που έγινε η επίθεση. Τέλος ο εφεσείων θεωρεί ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του περί αυτοάμυνας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν στην αξιοπιστία των μαρτύρων. Διαθέτει βέβαια ευχέρεια να επεμβαίνει όταν κρίνει ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα. Όταν διαπιστώσει αντιφάσεις θα πρέπει να βεβαιωθεί, προτού παρέμβει, ότι αυτές είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεσή του να ψευσθεί.

2.  Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα και απέρριψε την μαρτυρία του δεν ετίθετο πλέον θέμα να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε πτυχή της μαρτυρίας του που αφορούσε την εκδοχή του περί αυτοάμυνας.

3.  Δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 7656/08), ημερομηνίας 11/9/09.

Μ. Μικελλίδου , για τον Εφεσείοντα.

Δ. Θεοδώρου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, πρωτοδίκως αντιμετώπισε κατηγορία για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Δεν παραδέχθηκε ενοχή. Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δύο μάρτυρες, τον παραπονούμενο, Γ. Παπαντωνίου και τον ιατρό Π. Κιουτενιάν.

Όπως προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου και τα παραδεκτά γεγονότα, η σύζυγος του παραπονούμενου από τον Μάιο του 2007 διατηρούσε με τον Εφεσείοντα συνεταιρικό κατάστημα στη Λάρνακα. Η επιχείρηση δεν ήταν επικερδής και την πώλησαν για το ποσό των £29.000. Με την προκαταβολή που πήραν, εξόφλησαν τα καθυστερημένα ενοίκια του καταστήματος και πληρώθηκαν κάποια άλλα χρέη. Για το υπόλοιπο ποσό, οι αγοραστές του καταστήματος εξέδωσαν στο όνομα της συζύγου του παραπονούμενου τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές, η πρώτη από τις οποίες ήταν πληρωτέα τον Αύγουστο του 2008. Ο Εφεσείων φαίνεται ότι σε κάποιο στάδιο άρχισε να ζητά μέρος των χρημάτων και ο παραπονούμενος και η σύζυγός του, του εξηγούσαν ότι αυτό θα γινόταν αφού εξαργυρώνονταν οι επιταγές και αφού εξοφλούνταν όλοι οι πιστωτές.

Στις 22.12.2007 και γύρω στις 1.30 μ.μ., ο παραπονούμενος, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην Λάρνακα, έτυχε να συναντήσει τον Εφεσείοντα, ο οποίος επέμενε ότι ήθελε να του μιλήσει για τις διαφορές που προέκυπταν από τον συνεταιρισμό. Ο παραπονούμενος τον άφησε να εισέλθει στο αυτοκίνητο του για να πάνε κάπου να συζητήσουν. Ενώ βρίσκονταν στο αυτοκίνητο και συζητούσαν για τις ανεξαργύρωτες επιταγές και για τον χρόνο που θα έπρεπε να περιμένει ο Εφεσείων προτού πάρει τα χρήματα του, ο Εφεσείων εκνευρίστηκε και κτύπησε με το χέρι του στο πρόσωπο τον παραπονούμενο, με αποτέλεσμα αυτός να αιμορραγεί από την μύτη. Στη συνέχεια ο Εφεσείων γονάτισε στην καρέκλα του οδηγού και άρπαξε τον παραπονούμενο από τον λαιμό, λέγοντάς του ότι θα τον σκοτώσει. Ο παραπονούμενος κατάφερε να απεγκλωβιστεί και κατάγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία. Στη συνέχεια εξετάστηκε από ιατρό του Νοσοκομείου ο οποίος διαπίστωσε  ότι έφερε κακώσεις στο πρόσωπο και αιμορραγία στο δεξιό μάτι. Επίσης, διαπιστώθηκε κάταγμα ρινικού οστού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πίστεψε τους δύο μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε την μαρτυρία του Εφεσείοντα για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του. Ο Εφεσείων, στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, ισχυρίστηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό και βρήκε τον Εφεσείοντα ένοχο, επιβάλλοντας του ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών.

Ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του, όχι όμως και την ποινή.

Θα εξετάσουμε πρώτα την ενότητα των λόγων έφεσης 2 και 7 οι οποίοι αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.

Έχει επανειλημμένως τονιστεί η νομολογιακή αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν στην αξιοπιστία των μαρτύρων. Διαθέτει βέβαια ευχέρεια να επεμβαίνει όταν κρίνει ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα. Όταν διαπιστώσει αντιφάσεις θα πρέπει να βεβαιωθεί, προτού παρέμβει, ότι αυτές είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση του να ψευσθεί.

Με τον δεύτερο λόγο, προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι δύο μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής ήταν αξιόπιστοι. Όπως ισχυρίστηκε η δικηγόρος του Εφεσείοντα, η μαρτυρία του ενός έρχεται σε αντίθεση σε ουσιώδη σημεία με την μαρτυρία του άλλου. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι, ο παραπονούμενος, ο οποίος φορούσε γυαλιά τα οποία έσπασαν, ανέφερε στην μαρτυρία του ότι είχε γυαλιά (προφανώς θραύσματα γυαλιού) μέσα στο μάτι του, λόγω του κτυπήματος που δέχθηκε στο πρόσωπο. Αντίθετα, ο ιατρός ανέφερε ότι δε βρήκε γυαλιά μέσα στο μάτι του παραπονούμενου. Έχουμε εξετάσει την μοναδική αντίφαση, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, που επικαλείται ο δικηγόρος του Εφεσείοντα και δεν συμφωνούμε ότι αυτή είναι ουσιαστική ώστε να χρειάζεται να παρέμβουμε. Τέτοιες μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία δείχνουν ανυπαρξία προσχεδιασμού ή προσυνεννόησης. Στην προκειμένη περίπτωση το αν είχε ή όχι γυαλιά στο μάτι αποτελεί επουσιώδες θέμα, ασύνδετο με την ουσία της υπόθεσης, που δεν είναι άλλη από την επίθεση κατά του παραπονούμενου.

Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ο γενικός ισχυρισμός ότι φαίνεται από την μαρτυρία του παραπονούμενου στο Δικαστήριο ότι ήρθε προετοιμασμένος  να αποκρύψει την αλήθεια. Κατά την άποψη μας ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το Δικαστήριο αξιολόγησε την μαρτυρία του παραπονούμενου και τα ευρήματα του είναι καθόλα εύλογα. Τίποτε δεν προκύπτει από τη μαρτυρία του παραπονούμενου  που να δικαιολογεί το παράπονο του Εφεσείοντα.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 5 και 8 οι οποίοι αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και του ΜΥ1.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία του, χωρίς να λάβει υπόψην ότι ήταν Κύπριος της Αγγλίας και ως εκ τούτου τα Ελληνικά του δεν ήταν πολύ καλά. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Διαβάσαμε τα πολυσέλιδα πρακτικά που υπάρχουν στο φάκελο, στα οποία περιλαμβάνεται και η μαρτυρία του Εφεσείοντα, η οποία καταλαμβάνει 22 ολόκληρες δακτυλογραφημένες σελίδες. Δεν διαπιστώσαμε να υπάρχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη δυσκολία στην έκφραση του Εφεσείοντα. Όμως και αν ακόμη υπήρχε, όφειλε η συνήγορος του να ζητήσει όπως αυτός δώσει τη μαρτυρία του με την βοήθεια μεταφραστή, παρά να παραπονείται εκ των υστέρων.

Το ότι ο παραπονούμενος οδηγούσε αυτοκίνητο το οποίο είχε διαγραφεί από το σχετικό Μητρώο Εγγραφής Μηχανοκινήτων Οχημάτων, με κανένα τρόπο θα μπορούσε να συνδεθεί με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το πιο πάνω γεγονός από μόνο του δεν καθιστά τον παραπονούμενο αναξιόπιστο ή ως έχοντα διάθεση να ψευσθεί. Κατά συνέπεια ούτε ο όγδοος λόγος έφεσης ευσταθεί.

Για τους υπόλοιπους λόγους έφεσης δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, εφόσον κατά την άποψη μας ούτε αυτοί έχουν έρεισμα. Σχεδόν όλοι αποσκοπούν στο να προσβάλουν ευρήματα σε σχέση με τα γεγονότα και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Συγκεκριμένα με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη στον παραπονούμενο μετά την μεταξύ τους συζήτηση. Όπως εισηγείται η ευπαίδευτη δικηγόρος του, το εύρημα αυτό αντιστρατεύεται την κοινή λογική, εφόσον σε δύο μήνες θα εξαργυρώνονταν οι επιταγές και θα έπαιρνε τα χρήματά του χωρίς να καταφύγει στην επίθεση κατά του παραπονούμενου. Δεν βλέπουμε πως το εύρημα του Δικαστηρίου αντιστρατεύεται την κοινή λογική. Από την όλη μαρτυρία του παραπονούμενου προκύπτει ότι ο Εφεσείων ήταν ανένδοτος και ήθελε το μερίδιο του αμέσως, χωρίς να είναι διατεθειμένος να περιμένει μέχρι να εξαργυρωθούν οι δύο επιταγές και να πληρωθούν οι εναπομείναντες πιστωτές.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται το εύρημα του Δικαστηρίου για τον τρόπο που έγινε η επίθεση. Με δεδομένο ότι ο Εφεσείων είναι δεξιόχειρας, κατά την συνήγορό του, πολύ δύσκολα θα μπορούσε από τη θέση του συνοδηγού,  να κτυπήσει τον παραπονούμενο στο μάτι χρησιμοποιώντας το αριστερό του χέρι. Έχοντας υπόψη την μαρτυρία που έγινε δεκτή δεν βλέπουμε τίποτα το ασύνηθες ή το παράλογο στο εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων σε ένα από τα κτυπήματα χρησιμοποίησε το αριστερό του χέρι. Αυτό θα μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει με ελαφριά στροφή του συνεπιβάτη προς τα δεξιά. Πέραν τούτου, όπως ανέφερε και ο ίδιος ο παραπονούμενος, ο Εφεσείων σε κάποιο στάδιο γονάτισε στη θέση του συνοδηγού και τον κτυπούσε.

Με τον τέταρτο λόγο, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία στα ιατρικά πιστοποιητικά που τέθηκαν ενώπιον του, το περιεχόμενο των οποίων, όπως ισχυρίστηκε η κα Μικελλίδου, συνάδει περισσότερο με την εκδοχή του Εφεσείοντα ότι δεν κτύπησε τον παραπονούμενο, παρά με την αντίθετη εκδοχή του παραπονούμενου. Πρόκειται για εντελώς παράλογους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, εφόσον από το περιεχόμενο των δύο ιατρικών πιστοποιητικών, δεν μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι ο παραπονούμενος δεν χτυπήθηκε. Αντίθετα αυτό που προκύπτει είναι ότι το περιεχόμενο συνάδει απόλυτα με την εκδοχή του παραπονούμενου.

Με τον έκτο λόγο, θεωρεί ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του περί αυτοάμυνας. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο και απέρριψε την μαρτυρία του, δεν ετίθετο πλέον θέμα να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτή την πτυχή της μαρτυρίας του.

Με βάση τα πιο πάνω, κρίνουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ως εκ τούτου η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο