(2009) 2 ΑΑΔ 686
[*686]18 Δεκεμβρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΛΑΜΠΡΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 202/2009)
Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Εφεσίβλητος, ηλικίας 46 ετών, υπάλληλος της ΑΗΚ, οδηγώντας υπηρεσιακό αυτοκίνητο, επιχείρησε επαναστροφή χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να ελέγξει ότι δεν τον ακολουθούσε άλλο όχημα, ανακόπτοντας την πορεία μοτοσικλέτας η οποία επιχείρησε να το προσπεράσει με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με την μοτοσικλέτα της οποίας ο οδηγός τραυματίστηκε θανάσιμα ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Δύσκολες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 6 μηνών και στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο 18 μηνών και 6 βαθμών ποινής ― Χαρακτηρίστηκε επιεικής, αλλά δεν κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για αύξησή της.
Ποινή ― Καθορισμός αρμόζουσας ποινής ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Στις 18.11.06, γύρω στις 2.45 μ.μ., ο εφεσίβλητος, υπάλληλος της ΑΗΚ οδηγούσε στη Λευκωσία αυτοκίνητο της υπηρεσίας του κατά την διάρκεια των ωρών εργασίας του. Σε κάποιο στάδιο οδηγούσε στη Λεωφόρο Κέννετυ στην Παλλουριώτισσα με κατεύθυνση από τον κυκλικό κόμβο Σοπάζ προς Λευκωσία και με ταχύτητα 30 – 40 χ.α.ω. Όταν έλαβε κάποιο μήνυμα από τον υπηρεσιακό ασύρματο ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα στην οδό Ενότητας, που μόλις είχε περάσει, επιχείρησε επαναστροφή με σκοπό να επιστρέψει στην οδό Ενότητας χωρίς να δώσει σήμα για την πρόθεσή του και χωρίς να ελέγξει αν τον [*687]ακολουθούσε άλλο όχημα. Την ίδια στιγμή το θύμα οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του με ταχύτητα όχι πέραν των 50 χ.α.ω. και ακολουθούσε το όχημα του εφεσίβλητου. Όταν η μοτοσικλέτα επιχείρησε να προσπεράσει και παρά τις προσπάθειες του θύματος να αποφύγει τη σύγκρουση, τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν και το θύμα τραυματίστηκε θανάσιμα, αφού αυτό εκτινάχθηκε και βρέθηκε κάτω από το αυτοκίνητο το οποίο τον έσυρε για 2 – 3 μέτρα μέχρι να σταματήσει.
Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε και δεύτερη κατηγορία, ότι παρέλειψε να συμμορφωθεί με σήμα τροχαίας δηλαδή παραβίασε άσπρη συνεχόμενη γραμμή. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέβαλε ποινή σ’ αυτή την κατηγορία, θεωρώντας ότι τα γεγονότα της καλύπτονταν από την ποινή στην πρώτη κατηγορία η οποία ήταν ποινή φυλάκισης 6 μηνών και στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για 18 μήνες και 6 βαθμών ποινής.
Στην επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου. Ότι δηλαδή αυτός είναι ηλικίας 46 ετών, είναι οδηγός για 26 χρόνια και δεν έχει προηγούμενες καταδίκες. Επίσης ότι είναι οικογενειάρχης και πατέρας τριών παιδιών ηλικίας 9, 16, και 20 χρονών. Το τελευταίο παιδί είναι φοιτητής και εξαρτάται οικονομικά από τον εφεσίβλητο, ενώ το δεύτερο παιδί τυγχάνει θεραπείας λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Ο ίδιος δε ο εφεσίβλητος κατέστη ένα ψυχικό ράκος ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος και των αναμνήσεών του από αυτό.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην νομολογιακή αρχή ότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το Εφετείο επεμβαίνει στον καθορισμό της ποινής, μόνο όπου αυτή αντικειμενικά κρινόμενη θεωρηθεί είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική ή όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
Από τη στιγμή που το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για στιγμιαία αβλεψία δεν αμφισβητείται με την έφεση, η επιβολή της ποινής των 6 μηνών φυλάκισης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα ανεπαρκής. Το πρωτόδικο δικαστήριο στάθμισε τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος, μέσα σε ορθά πλαίσια χω[*688]ρίς να προσδώσει σε αυτές υπέρμετρη βαρύτητα. Μπορεί η ποινή που τελικά επέβαλε να παρουσιάζεται ως κάπως επιεικής, αλλά με τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν διαπιστώνεται ούτε σφάλμα αρχής, ούτε ότι αντικειμενικά κρινόμενη, η ποινή είναι αδικαιολόγητα χαμηλή, ώστε σαφώς να τοποθετείται εκτός των λογικών πλαισίων.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Attorney General v. Iacovides (1973) 2 C.L.R. 344,
R. ν. Guilfoyle [1973] 2 All E.R 844,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαραλαμπίδη (2009) 2 Α.Α.Δ. 537,
Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551,
Προκοπίου κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 73.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κατσικίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 35742/07), ημερομηνίας 23/9/09.
Δ. Παπαστεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Α. Δημητρίου και Χρ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η έφεση καταχωρήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης 6 μηνών και στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο 18 μηνών και 6 βαθμών ποινής για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης που [*689]δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Ο Εφεσίβλητος αντιμετώπιζε και δεύτερη κατηγορία, ότι παρέλειψε να συμμορφωθεί με σήμα τροχαίας δηλαδή παραβίασε άσπρη συνεχόμενη γραμμή. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέβαλε ποινή σ’ αυτή την κατηγορία, θεωρώντας ότι τα γεγονότα της καλύπτονταν από την ποινή στην πρώτη κατηγορία.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, ο Εφεσίβλητος στις 18/11/06 κατά την διάρκεια των ωρών εργασίας του στην ΑΗΚ, μαζί με συνάδελφο του και με αυτοκίνητο της υπηρεσίας, γύρω στις 2.45μ.μ, κατευθυνόταν στην οδό Αγίου Ανδρέου στη Λευκωσία, όπου είχε αναφερθεί πρόβλημα. Οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο Εφεσίβλητος. Σε κάποιο στάδιο, οδηγούσε στη Λεωφόρο Κέννετυ στη Παλλουριώτισσα με κατεύθυνση από τον κυκλικό κόμβο Σοπάζ προς Λευκωσία και με ταχύτητα μεταξύ 30 – 40 χ.α.ω. Μόλις πέρασε την συμβολή με την οδό Ενότητας, η οποία ήταν δεξιά σύμφωνα με την πορεία του, και ενώ βρισκόταν περίπου 80μ. από το σημείο σύγκρουσης, τον ενημέρωσαν από τον υπηρεσιακό ασύρματο ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα στον οδό Ενότητας, που μόλις είχε περάσει. Ο Εφεσίβλητος προχώρησε λίγο, ελάττωσε ταχύτητα και όταν έφτασε απέναντι από κόλπο στάθμευσης οχημάτων στη δεξιά πλευρά του δρόμου, χωρίς να δώσει οποιοδήποτε σήμα για την πρόθεση του και χωρίς να ελέγξει ότι δεν τον ακολουθούσε άλλο όχημα, οδήγησε το αυτοκίνητο του αρχικά ελαφρώς αριστερά και αμέσως δεξιά προς τον κόλπο στάθμευσης παραβιάζοντας τη συνεχή άσπρη γραμμή, για να κάνει επαναστροφή με σκοπό να επιστρέψει στην οδό Ενότητας. Την ίδια στιγμή το θύμα, Σωτήρης Σωτηρίου, οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του με ταχύτητα όχι πέραν των 50 χ.α.ω. και ακολουθούσε το όχημα του Εφεσίβλητου. Σε κάποια στιγμή οδήγησε τη μοτοσικλέτα του ελαφρώς στη δεξιά πλευρά του δρόμου, παραβιάζοντας και αυτός την άσπρη συνεχόμενη γραμμή και επιχείρησε να προσπεράσει το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα, παρά τις προσπάθειες του θύματος να αποφύγει την σύγκρουση, να του αποκοπεί η πορεία και τα δύο οχήματα να συγκρουστούν. Η σύγκρουση έγινε ενώ το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου βρισκόταν κάθετα στο δρόμο και μέσα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, με κατεύθυνση τον κόλπο στάθμευσης αυτοκινήτων στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Η μοτοσικλέτα αφού άφησε ίχνη τροχοπέδησης μήκους 5.70μ., κτύπησε στη πίσω δεξιά πόρτα του αυτοκινήτου με επακόλουθο το θύμα να εκτιναχτεί και να βρεθεί κάτω από το αυτοκίνητο το οποίο τον έσυρε για 2-3 μέτρα μέχρι να σταματήσει. Μετά τον απεγκλωβισμό του, μεταφέρθηκε στο νο[*690]σοκομείο όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του. Οι συνθήκες κατά την ώρα του δυστυχήματος ήταν καλές, η άσφαλτος ξηρή και η ορατότητα ήταν πέραν των 100μ. και προς στις δύο κατευθύνσεις. Το όριο ταχύτητας, λόγω του κατοικημένου της περιοχής, ήταν 50 χ.α.ω.
Ο Εφεσίβλητος δεν παραδέχθηκε ενοχή και διεξήχθη ακροαματική διαδικασία, ως αποτέλεσμα της οποίας βρέθηκε ένοχος στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκαν οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου ο οποίος είναι ηλικίας 46 χρονών και παρά το γεγονός ότι οδηγεί για 26 χρόνια, δεν έχει οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη. Πρόκειται για οικογενειάρχη, πατέρα τριών παιδιών ηλικίας 9,16 και 20 χρονών. Το τελευταίο παιδί φοιτά στην Ελλάδα και εξαρτάται οικονομικά από τα εισοδήματα του Εφεσίβλητου, ενώ το δεύτερο παιδί αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και τυγχάνει θεραπείας. Περαιτέρω αναφέρθηκε ότι ο ίδιος ο Εφεσίβλητος πέραν των διαφόρων προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, κατέστει ένα ψυχικό ράκος ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος και των αναμνήσεων που έχει από αυτό.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η οδήγηση του Εφεσίβλητου ήταν το αποτέλεσμα στιγμιαίας απροσεξίας και όχι εγωϊστικής συμπεριφοράς (Βλ. Attorney General v. Iacovides (1973) 2 C.L.R. 344 στην οποία υιοθετήθηκαν οι αρχές στην αγγλική υπόθεση R. ν. Guilfoyle [1973] 2 All E.R 844). Αφού στάθμισε από την μια τη σοβαρότητα του αδικήματος, και από την άλλη τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Εφεσίβλητου, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 6 μηνών.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Γενικό Εισαγγελέα, ενόψει της σοβαρότητας του αδικήματος, θεωρεί την ποινή που του επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία, έκδηλα ανεπαρκή και επιδιώκει την αύξηση της. Έκαμε αναφορά σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες επιβλήθηκε μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαραλαμπίδη (2009) 2 Α.Α.Δ. 537 και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551).
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Εφεσίβλητο υποστήριξε ότι είναι ορθή η ποινή και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στάθμισε ορθά τη σοβαρότητα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου, χωρίς όμως να προσδώσει σ’ [*691]αυτές υπέρμετρη βαρύτητα, όπως συνέβη στην υπόθεση Προκοπίου κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 73. Διαφώνησε με την συνάδελφο της κατηγορούσας αρχής, ότι τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης μπορούν να ενταχθούν στα γεγονότα των υποθέσεων στις οποίες έκαμε αναφορά η κα Παπαστεφάνου. Κατά την άποψη του, σε εκείνες τις υποθέσεις, τα γεγονότα ήταν πολύ πιο σοβαρά απ’ ότι στην παρούσα. Αναφέρθηκε στην εκκαλούμενη απόφαση, στη σελ. 66 των πρακτικών, για να επισημάνει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι ενέργειες και παραλείψεις του Εφεσίβλητου δεν εμπίπτουν στον ορισμό της απερίσκεπτης και αδιάφορης πράξης, αλλά συνιστούν στιγμιαία αβλεψία. Η δικηγόρος για τον Γενικό Εισαγγελέα διαφώνησε με αυτή την εισήγηση, αλλά εγκατέλειψε την ένσταση της, μετά που της υποδείχθηκε ότι με την έφεση δεν αμφισβητήθηκε αυτή η συγκεκριμένη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Επίσης ο δικηγόρος για τον Εφεσίβλητο, κατάθεσε δύο ιατρικά πιστοποιητικά για την σημερινή κατάσταση της υγείας του πελάτη του. Όπως αναφέρεται σ’ αυτά, από την εισαγωγή του στις φυλακές μέχρι σήμερα, παρουσίασε καταθλιπτική διαταραχή του τύπου μελαγχολίας, την οποία ο ψυχίατρος των φυλακών θεωρεί απότοκο της προσωπικότητας του και της συνειδητοποίησης του αποτελέσματος της πράξης του και των επακόλουθων ενοχών τις οποίες βιώνει. Στο δεύτερο ιατρικό πιστοποιητικό αναφέρεται από τον ιατρό των φυλακών, ότι ο Εφεσίβλητος «στο παρελθόν παρουσίασε ασυνήθιστα υψηλές τιμές υπατικών ενζύμων και λόγω του οικογενειακού ιστορικού νόσου του ύπατος, διερευνήθηκε πλήρως στο εξωτερικό. Παρουσιάζει καχεξία και ασυνήθιστα χαμηλές τιμές αρτηριακής πίεσης, καταβολή δυνάμεων».
Ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Το Εφετείο επεμβαίνει στον καθορισμό της ποινής, μόνο όπου αυτή αντικειμενικά κρινόμενη θεωρηθεί είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική ή όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι η ποινή των 6 μηνών που επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο είναι λανθασμένη, όπως εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την άποψη μας προβληματίστηκε έντονα για το ύψος της ποινής. Από τη στιγμή που το εύρημα ότι επρόκειτο για στιγμιαία αβλεψία δεν αμφισβητείται με την έφεση, η επιβολή της ποινής των 6 μηνών φυλάκισης δεν μπορεί να χαρακτη[*692]ριστεί ως έκδηλα ανεπαρκής. Το πρωτόδικο δικαστήριο στάθμισε τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, μέσα σε ορθά πλαίσια χωρίς να προσδώσει σε αυτές υπέρμετρη βαρύτητα. Μπορεί η ποινή που τελικά επέβαλε να παρουσιάζεται ως κάπως επιεικής, αλλά με τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν διαπιστώνουμε ούτε σφάλμα αρχής, ούτε ότι αντικειμενικά κρινόμενη, η ποινή είναι αδικαιολόγητα χαμηλή, ώστε σαφώς να τοποθετείται έξω από τα λογικά πλαίσια.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο