Χριστοδούλου Σκεύη ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22

(2010) 2 ΑΑΔ 22

[*22]29 Ιανουαρίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΚΕΥΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 214/2009)

 

Ποινή ― Πλαστογραφία επίσημου εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 333 και 333(α) και (β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 337 και 339 του ιδίου Κώδικα ― Εφεσείουσα, εργαζόμενη σε καντίνα υπεραγοράς, εξασφάλισε άδεια χειριστή τροφίμων παρουσιάζοντας πλαστογραφημένο Πιστοποιητικό Υγείας για χειριστές τροφίμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το οποίο επιστοποιείτο ότι εξετάστηκε ιατρικώς και βρέθηκε υγιής και κατάλληλη για άσκηση τέτοιου επαγγέλματος, ενεργώντας κάτω από ψυχική και σωματική πίεση με απώτερο στόχο τη συνέχιση της εργοδότησής της ― Άμεση παραδοχή και μεταμέλεια ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Δύσκολες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ― Σοβαρά προβλήματα υγείας και οικονομικά προβλήματα ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 18 μηνών σε κάθε μια από τις προαναφερθείσες δύο κατηγορίες ― Οι ποινές μειώθηκαν κατ’ έφεση σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 μηνών, αφού λήφθηκε υπόψη ότι η εφεσείουσα είχε ήδη εκτίσει μέρος αυτών ― Η έκτιση των ποινών αναστάληκε για περίοδο τριών χρόνων από σήμερα.

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Ο περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος αρ.95/72, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.186(Ι)/2003 ― Δυνατότητα αναστολής αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου ― Αντικατάσταση κατ’ έφεση ποινής φυλάκισης, με αναστολή της ποινής υπό όρους ― Λήψη υπόψη του χρόνου της ποινής η οποία εκτίθηκε στη φυλακή εκκρεμούσης της έφεσης.

[*23]Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πλαστογραφία επισήμων εγγράφων (πιστοποιητικού υγείας χειριστή τροφίμων) ― Ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικών ποινών ενόψει του γεγονότος ότι άπτονται της υγείας του χειριστή και συνακόλουθα της ποιότητας και καταλληλότητας των προσφερομένων στον καταναλωτή τροφίμων.

Η εφεσείουσα ηλικίας 57 ετών, μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, ανέλαβε τη φροντίδα και τη συντήρησή τους, αφού ο σύζυγός της την είχε εγκαταλείψει, αφήνοντας πολλά χρέη τα οποία βάρυναν και τους δύο. Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει αναγκάστηκε να εργάζεται 12 ώρες στην καντίνα υπεραγοράς και το βράδυ σε εστιατόριο μέχρι τις πρωϊνές ώρες. Η υγεία της είχε κλονισθεί εδώ και αρκετό καιρό. Προ 5ετίας είχε υποστεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και υποβάλλεται σε συνεχή αντιπηκτική αγωγή, τακτική αιμοληψία και ρύθμιση τιμών INR. Κατά τον Αύγουστο 2009 υπέστη νευροχειρουργική επέμβαση για εξαίρεση συνοβιακής κύστης και αποσυμπίεση – κινητοποίηση νευρικών ριζών και αριστερή απόξεση της αριστερής μεσοσπονδύλιας διάρθρωσης.

Κατά το 2005 η εφεσείουσα είχε εξασφαλίσει άδεια χειριστή τροφίμων για την εκτέλεση της εργασίας της στην καντίνα της υπεραγοράς, αφού παρουσίασε πλαστογραφημένο Πιστοποιητικό Υγείας για χειριστές τροφίμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το οποίο επιστοποιείτο ότι είχε εξετασθεί ιατρικώς και βρέθηκε υγιής και κατάλληλη για να ασκεί τέτοιο επάγγελμα. Συγκεκριμένα διέγραψε τις ημερομηνίες του αυθεντικού Πιστοποιητικού Υγείας το οποίο διέθετε και με σφραγίδα την οποία αγόρασε, έθεσε στο πιστοποιητικό νέες ημερομηνίες με αποτέλεσμα να παρουσιαζόταν ως πιστοποίηση ότι είχε εξετασθεί ιατρικώς και βρέθηκε υγιής και κατάλληλη να ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα κατά την παρουσιαζόμενη χρονική περίοδο.

Η εφεσείουσα παραδέχθηκε αμέσως τη διάπραξη των αδικημάτων αποδίδοντάς την στην έλλειψη του απαιτούμενου χρόνου να προβεί στις δέουσες ενέργειες για να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εργοδοσίας της με νόμιμο τρόπο, αντί με το μεμπτό τρόπο που ενήργησε. Απολογήθηκε για την πράξη της και εξέφρασε μεταμέλεια.

Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση, υποστηρίζοντας ότι η ποινή της 18μηνης φυλάκισης την οποία της επέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην κατηγορία πλαστογραφίας επίσημου εγγράφου και στην κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, (συντρέχουσες ποινές φυλάκισης) είναι έκδηλα υπερβολική και ότι η έκτιση της εν λόγω ποινής θα έπρεπε να ανασταλεί. Ο συνήγορός της [*24]σημείωσε ότι στις 18.5.2006 εκδόθηκε και γνήσιο Πιστοποιητικό Υγείας που θα επέτρεπε στην εφεσείουσα να εργαζόταν νόμιμα. Ως προς το θέμα της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, ο συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι ουσιαστικά στην παρούσα περίπτωση, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις και οι αναγνωρισμένοι από τη νομολογία παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της αναστολής της ποινής και δεν συνιστά εμπόδιο το γεγονός της αναγκαιότητας επιβολής ποινής αποτρεπτικού χαρακτήρα για τα συγκεκριμένα αδικήματα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η σοβαρότητα των αδικημάτων της φύσεως που διέπραξε η εφεσείουσα είναι δεδομένη και οποιαδήποτε παρέκκλιση από την αυστηρή τήρηση της νομοθεσίας η οποία στοχεύει στη διασφάλιση της υγείας του κοινού, εγκυμονεί κινδύνους, οι οποίοι και πρέπει να αποφεύγονται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην άσκηση του καθήκοντός του για εξατομίκευση της ποινής λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς προς τούτο παράγοντες που τέθηκαν ενώπιόν του. Οι επιβληθείσες ποινές αν και είναι αυστηρές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έκδηλα υπερβολικές, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για μείωσή τους.

2.  Στην περίπτωση της εφεσείουσας συντρέχουν αρκετοί παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως συνηγορούντες υπέρ της αναστολής των ποινών. Ισοζυγίζοντας δε το σύνολο των περιστάσεων, οι παράγοντες αυτοί θα μπορούσαν να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας στην εφεσείουσα. Απόδοση ιδιαίτερης σημασίας πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι αυτή καθ΄ όλο τον πρότερο βίο της, παρουσιάζεται να ήταν πρόσωπο ιδιαίτερα ευσυνείδητο, νομοταγές και εργατικό. Η πλαστογράφηση του εγγράφου οφείλετο στην απερισκεψία της, επιδεικνύοντας για πρώτη φορά εγκληματική αδιαφορία για τις σοβαρές επιπτώσεις από την ενέργειά της αυτή. Η εφεσείουσα ενήργησε με τον τρόπο που ενήργησε μέσα στο όλο πλέγμα της ψυχικής και σωματικής πίεσης για να διασφαλίσει τη συνέχιση της εργοδοσίας της.

3.  Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν παρουσιάστηκε εμπεριστατωμένη και ανεξάρτητη Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία σε περίπτωση όπως η παρούσα θα έπρεπε να είχε ζητηθεί, ούτε και το ιατρικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε μετά τον εγκλεισμό της εφεσείουσας στις Φυλακές, σύμφωνα με το οποίο η περαιτέρω κράτησή της ενδεχομένως να αποβεί επικίνδυνη για τη ζωή της.

[*25]4.        Η επανάληψη διάπραξης παρόμοιας φύσεως αδικημάτων, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αδύνατη στην παρούσα περίπτωση, ώστε η εφεσείουσα να τιμωρηθεί με την επιβολή αποτρεπτικής ποινής.

5.  Αναφορικά με το γεγονός ότι η εφεσείουσα έχει ήδη εκτίσει ένα μέρος της ποινής της και ακολουθώντας τη δυνατότητα η οποία παρέχεται προς το Εφετείο με βάση τη νομολογία, κρίνεται δίκαιο όπως μειωθούν οι επιβληθείσες ποινές κατά τρεις μήνες.

Η έφεση επιτράπηκε. Οι ποινές τροποποιήθηκαν ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115,

Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 699,

Γενικός Εισαγγελέας v. Girleanu κ.ά. (2009) 2 Α.Α.Δ. 186,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη (2000) 2 Α.Α.Δ. 304,

Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 502,

Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 144,

Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 39,

Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323,

Mavros a.o. v. The Police (1975) 2 C.L.R. 171,

Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χαραλάμπους, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 14650/08), ημερομηνίας 20/10/09.

Η. Στεφάνου, για την Εφεσείουσα.

Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

[*26]Η Εφεσείουσα είναι παρούσα.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 20.10.2009 επέβαλε στην εφεσείουσα, κατόπιν δικής της παραδοχής, ποινή φυλάκισης 18 μηνών σε μια κατηγορία πλαστογραφίας επίσημου εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 333 και 333(α) και (β) του Ποινικού Κώδικα, και συντρέχουσα ποινή φυλάκισης επίσης 18 μηνών σε άλλη κατηγορία, που αφορούσε στην κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, κατά παράβαση των Άρθρων 337 και 339 του Ποινικού Κώδικα. Σε τρίτη κατηγορία την οποία αντιμετώπιζε η εφεσείουσα και αφορούσε σε εξασφάλιση άδειας χειριστή τροφίμων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 305 του Κώδικα, δεν επιβλήθηκε καμιά ποινή.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η  εφεσείουσα, η οποία εργαζόταν στην καντίνα της υπεραγοράς Ορφανίδη κατά το 2005, εξασφάλισε άδεια χειριστή τροφίμων, αφού παρουσίασε πλαστογραφημένο Πιστοποιητικό Υγείας για χειριστές τροφίμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το οποίο επιστοποιείτο ότι είχε εξετασθεί ιατρικώς και βρέθηκε υγιής και κατάλληλη για να ασκεί τέτοιο επάγγελμα. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα διέθετε αυθεντικό Πιστοποιητικό Υγείας, το οποίο είχε εκδοθεί νόμιμα στο όνομά της κατόπιν ιατρικής εξέτασης και ίσχυε για ένα χρόνο. Το πιστοποιητικό έφερε τις ημερομηνίες 23 Ιουλίου 2003 και 24 Ιουλίου 2003 σφραγισμένες σ’ αυτό. Η εφεσείουσα διέγραψε με διορθωτικό τις δύο εκείνες ημερομηνίες και με σφραγίδα την οποία αγόρασε, έθεσε στο πιστοποιητικό τις ημερομηνίες 28 Ιουλίου 2005 και 28 Ιουλίου 2006. Μετά το φωτοτύπησε, με αποτέλεσμα να παρουσιαζόταν ως πιστοποίηση ότι είχε εξετασθεί ιατρικώς και βρέθηκε υγιής και κατάλληλη να ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα κατά την παρουσιαζόμενη χρονική περίοδο. Παρέδωσε αντίγραφο του παραποιημένου πιστοποιητικού στο γραφείο προσωπικού της υπεραγοράς όπου εργαζόταν και ανάρτησε άλλο αντίγραφό του σε τοίχο της καντίνας. Κατά την αστυνομική διερεύνηση της υπόθεσης, η εφεσείουσα σε θεληματική της κατάθεση παραδέχθηκε αμέσως τη διάπραξη των αδικημάτων, εξηγώντας τον τρόπο δράσης της και [*27]ισχυριζόμενη ότι προέβηκε στις πράξεις εκείνες επειδή δε διέθετε χρόνο για να προέβαινε στις δέουσες ενέργειες. Απολογήθηκε για την πράξη της και εξέφρασε μεταμέλεια.

Με την παρούσα έφεσή της η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, ισχυριζόμενη ότι η ποινή της 18μηνης φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολική και ότι η έκτιση της ποινής φυλάκισης που της επιβλήθηκε θα έπρεπε ν’ ανασταλεί.

Παρόλον ότι δυστυχώς δεν φαίνεται να ζητήθηκε και να τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Έκθεση Κοινωνικής Έρευνας, εν τούτοις, τα κύρια προσωπικά, οικογενειακά και οικονομικά της περιστατικά παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο σε έκταση.

Η εφεσείουσα είναι 57 ετών και έχει δύο ανήλικα παιδιά τα οποία μεγάλωσε η ίδια, χωρίς τη βοήθεια του συζύγου της, ο οποίος την είχε εγκαταλείψει, αφήνοντας πολλά χρέη τα οποία βάρυναν και τους δύο. Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει, η εφεσείουσα αναγκάστηκε να εργάζεται 12 ώρες στην καντίνα της υπεραγοράς και το βράδυ σε εστιατόριο μέχρι τις πρωινές ώρες. Όπως προβλήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αυτή η πίεση του χρόνου που την οδήγησε στη διάπραξη των αδικημάτων. Η υγεία της εφεσείουσας παρουσιάζεται να είναι κλονισμένη εδώ και αρκετό καιρό. Σύμφωνα με ιατρικό πιστοποιητικό, που ετοιμάστηκε από Ιατρικό Λειτουργό των Φυλακών, η εφεσείουσα είχε υποστεί προ 5ετίας αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, η αιτιολογία του οποίου αποδόθηκε πρώτιστα σε σύνδρομο θρομβοφιλίας. Βρίσκεται σε συνεχή αντιπηκτική αγωγή, τακτική αιμοληψία και ρύθμιση τιμών INR. Κατά τον Αύγουστο 2009 υπέστη νευροχειρουργική επέμβαση για εξαίρεση συνοβιακής κύστης και αποσυμπίεση – κινητοποίηση νευρικών ριζών και αριστερή απόξεση της αριστερής μεσοσπονδύλιας διάρθρωσης. Παρακολουθείται καθημερινά από τον Ιατρικό Λειτουργό των Φυλακών και, όπως αναφέρεται στο ίδιο πιστοποιητικό, λόγω του βεβαρημένου ιατρικού ιστορικού της, η κράτησης στις Φυλακές πιθανόν να ενέχει κινδύνους για τη ζωή της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφασή του επί του θέματος της ποινής, μετά τη διαπίστωση ως προς την ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή για τα συγκεκριμένα αδικήματα, που ανέρχεται στην περίπτωση επίσημων εγγράφων στα 10 χρόνια, προέβηκε σε ανασκόπηση σχετικής προς τα διαπραχθέντα αδικήματα νομολογίας. (Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. [*28]115, Butucaru Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 699, Γενικός Εισαγγελέας v. Girleanu κ.ά. (2009) 2 Α.Α.Δ. 186).

Το Δικαστήριο ορθά εντόπισε ότι για καλό λόγο ο νομοθέτης προνόησε για επαυξημένες ποινές σε σχέση με πλαστογραφία επισήμων εγγράφων, επιδιώκοντας να αποδώσει κύρος σε αυτά και να εμπεδώσει την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει το κοινό σε αυτά, αναγνωρίζοντας τη σημασία τους στην καθημερινή ζωή. Ειδικότερα, τα υπό αναφορά πιστοποιητικά, αν και πιθανόν να μην έχουν άμεση οικονομικής φύσεως σημασία, εν τούτοις, εκ της φύσεώς τους άπτονται της υγείας του χειριστή και συνακόλουθα της ποιότητας και καταλληλότητας των προσφερόμενων στον καταναλωτή τροφίμων.

Χαρακτήρισε δε, επίσης ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, τη δικαιολογία που είχε δώσει η εφεσείουσα σύμφωνα με την οποία δεν είχε χρόνο να προβεί στις δέουσες εξετάσεις, ως πολύ φτωχή για να αποτελέσει ελαφρυντικό. Οι προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν, όπως αναφέρεται στην απόφαση, χωρίς όμως να τους αποδοθεί υπέρμετρη βαρύτητα, δηλαδή σε βαθμό που θα οδηγούσαν σε ουδετεροποίηση του νόμου και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη (2000) 2 Α.Α.Δ. 304).

Ιδιαίτερη μνεία ως προς τους μετριαστικούς παράγοντες, έκανε το Δικαστήριο στο γεγονός της άμεσης παραδοχής και συνεργασίας της εφεσείουσας με την Αστυνομία, της παραδοχής της στο Δικαστήριο, της μεταμέλειας που επέδειξε, καθώς και του λευκού της ποινικού μητρώου. Άλλος μετριαστικός παράγοντας τον οποίο έλαβε ιδιαίτερα υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το γεγονός της καθυστέρησης στη δίωξη της εφεσείουσας, η οποία καθυστέρηση στην υπό εξέταση περίπτωση υπολογίστηκε σε 1½ χρόνο. (Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 502). Λήφθηκε επίσης υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής η γενικότερη κατάσταση της υγείας της εφεσείουσας, αφού όμως το Δικαστήριο παρατήρησε πως δεν υπήρχε ενώπιόν του οποιαδήποτε ιατρική μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι η τυχόν φυλάκισή της θα επεδείνωνε την κατάστασή της. (Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 144).

Εξετάζοντας το θέμα του ενδεχομένου αναστολής έκτισης της ποινής φυλάκισης την οποία καθόρισε σε 18 μήνες σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2, το Δικαστήριο τόνισε το γεγονός ότι η εφεσείουσα αδιαφόρησε εντελώς για τους κινδύνους στην υγεία τρί[*29]των προσώπων, ξεγελώντας τους πάντες και παραποιώντας επίσημα έγγραφα. Όπως τόνισε, όλοι οι παράγοντες που προσμετρούσαν υπέρ της, λήφθηκαν υπόψη και επενήργησαν έτσι ώστε να επιβληθεί μια αρκούντως μειωμένη ποινή σε σχέση με την ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο, ενώ δεν εντοπιζόταν οποιοσδήποτε λόγος που θα δικαιολογούσε αναστολή της ποινής.

Αγορεύοντας ενώπιον του Εφετείου, ο συνήγορος της εφεσείουσας, χωρίς ν’ αμφισβητήσει την αυτόδηλη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, τόνισε ιδιαίτερα τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας, η οποία υπό το βάρος της ευθύνης για την ανατροφή των δύο παιδιών της μέσα στις οικονομικές και άλλες δυσχέρειες που είχε προκαλέσει η εγκατάλειψη από το σύζυγό της, εργαζόταν νυχθημερόν και επέδειξε καθαρή απερισκεψία και βαριά αμέλεια στο να μη μεταβεί για ιατρική εξέταση και να εξασφαλίσει συνέχιση της εργοδοσίας της με τον μεμπτό τρόπο που ενήργησε. Όπως σημείωσε ο συνήγορος, στις 18.5.2006 εκδόθηκε και γνήσιο Πιστοποιητικό Υγείας που θα επέτρεπε στην εφεσείουσα να εργαζόταν νόμιμα. Ως προς το θέμα της αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, ο συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι ουσιαστικά στην παρούσα περίπτωση, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις και οι αναγνωρισμένοι από τη νομολογία παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της αναστολής της ποινής και δεν συνιστά εμπόδιο το γεγονός της αναγκαιότητας επιβολής ποινής αποτρεπτικού χαρακτήρα για τα συγκεκριμένα αδικήματα.

Η συνήγορος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε πως παρά το γεγονός ότι οι επιβληθείσες ποινές θα μπορούσε να θεωρηθούν αυστηρές, δεν είναι όμως έκδηλα υπερβολικές, λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη του γεγονότος ότι η εφεσείουσα με τις ενέργειές της επέδειξε πλήρη αδιαφορία για τους κινδύνους που προκαλούνταν στην υγεία του κοινού.

Εξετάσαμε με προσοχή κάθε σχετικό στοιχείο που τέθηκε ενώπιόν μας τόσο αναφορικά με το ύψος των επιβληθεισών ποινών, όσο και με το θέμα του ενδεχομένου αναστολής έκτισής τους. Η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι δεδομένη και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από οποιαδήποτε παρέκκλιση από την αυστηρή τήρηση νομοθεσίας που στοχεύει στη διασφάλιση της υγείας του κοινού, θα πρέπει αναμφίβολα να αποτρέπονται. Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην άσκηση του καθήκοντός του για εξατομίκευση της ποινής λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς προς τούτο παράγοντες που τέθηκαν ενώπιόν του, τους οποίους και δεν θα επανα[*30]λάβουμε. Δεν βλέπουμε λόγο να επέμβουμε στο ύψος των επιβληθεισών ποινών οι οποίες αν και αυστηρές, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έκδηλα υπερβολικές.

Μας έχει επίσης προβληματίσει ιδιαίτερα η επαναφορά ενώπιόν μας του θέματος του ενδεχομένου αναστολής έκτισης των ποινών που έχουν επιβληθεί. Λαμβάνουμε προς τούτο υπόψη τον περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο αρ. 95/72. Με την τροποποίηση την οποία επέφερε στο Νόμο τούτο, ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 186(Ι)/2003, το Άρθρο 3(2) προβλέπει πλέον ότι:

“Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου.”

(Βλ. Παπαευσταθίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 39 και Κώστας Χαραλάμπους Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323).

Συμφωνούμε κατ’ αρχάς με το συνήγορο της εφεσείουσας ότι στην περίπτωσή της συντρέχουν αρκετοί παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως συνηγορούντες υπέρ της αναστολής των ποινών. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στην εφεσείουσα μια δεύτερη ευκαιρία. Προς αυτή την κατεύθυνση, λάβαμε ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι η εφεσείουσα, καθ’ όλο τον πρότερο βίο της, παρουσιάζεται να ήταν πρόσωπο ιδιαίτερα ευσυνείδητο, νομοταγές και εργατικό. Όπως είναι προφανές, και δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη προς τούτο εξήγηση, μέσα στο όλο πλέγμα της ψυχικής και σωματικής πίεσης για να διασφαλίσει τη συνέχιση της εργοδοσίας της, προέβηκε στην απερίσκεπτη πράξη της πλαστογράφησης του εγγράφου, επιδεικνύοντας για πρώτη φορά εγκληματική αδιαφορία για τις σοβαρές επιπτώσεις από την ενέργειά της αυτή. Είναι παρήγορο το ότι συνειδητοποίησε αμέσως τη σοβαρότητα των πράξεών της και μεταμελήθηκε πλήρως.

Λαμβάνουμε εδώ υπόψη και το γεγονός πως, αν και φαίνεται να είχαν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο οι προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες της εφεσείουσας από το συνήγορο που την εκπροσωπούσε, εν τούτοις το Δικαστήριο δεν είχε το όφελος της εμπεριστατωμένης και ανεξάρτητης Έκθεσης [*31]από το Γραφείο Ευημερίας, η οποία σε περίπτωση όπως η παρούσα θα έπρεπε να είχε ζητηθεί.

Λαμβάνουμε επίσης υπόψη, το άλλο στοιχείο το οποίο δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αφορά το ιατρικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε για την εφεσείουσα μετά τον εγκλεισμό της στις Φυλακές. Σύμφωνα με αυτό το Πιστοποιητικό που εκδόθηκε στις 15.12.2009, λόγω των ιατρικών ευρημάτων και του βεβαρημένου ιατρικού ιστορικού της εφεσείουσας, η περαιτέρω κράτησή της πιθανόν να αποβεί επικίνδυνη για τη ζωή της.

Η αναγκαιότητα όπως η ίδια η εφεσείουσα μέσω της επιβαλλόμενης ποινής αποτραπεί από την επανάληψη διάπραξης παρόμοιας φύσεως αδικημάτων, φαίνεται να είναι στην περίπτωση αυτή ιδιαίτερα αδύνατη.

Χωρίς να υποβιβάζουμε τη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, αποφασίσαμε όπως ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ της αναστολής έκτισης των ποινών.

Αναφορικά με το γεγονός ότι η εφεσείουσα έχει ήδη εκτίσει ένα μέρος της ποινής της και ακολουθώντας τη δυνατότητα η οποία παρέχεται προς το Εφετείο με βάση τη νομολογία, κρίνουμε δίκαιο όπως μειώσουμε και μειώνουμε τις επιβληθείσες ποινές κατά τρεις μήνες. (N. Mavros and Others v. The Police (1975) 2 C.L.R. 171, Κυριάκος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583).

Οι ποινές 18 μηνών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί στις κατηγορίες 1 και 2 παραμερίζονται και αντικαθίστανται με                                                                                         συντρέχουσες ποινές 15 μηνών, η έκτιση των οποίων αναστέλλεται με βάση τον προαναφερθέντα Νόμο για περίοδο τριών χρόνων από σήμερα.

Η έφεση επιτυγχάνει και οι επιβληθείσες ποινές τροποποιούνται ως ανωτέρω.

Η έφεση επιτρέπεται. Οι ποινές τροποποιούνται ως ανωτέρω.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο