Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μάριου Ασσιώτη (2010) 2 ΑΑΔ 67

(2010) 2 ΑΑΔ 67

[*67]23 Φεβρουαρίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΑΣΣΙΩΤΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 84/2009)

 

Παιδική πορνογραφία ― Κατοχή παιδικής πορνογραφίας σε ηλεκτρονικό υπολογιστή κατά παράβαση του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου 22(ΙΙΙ)/04 και του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου 87(I)/2007 ― Τιμωρία παραβατών με την επιβολή αυστηρών ποινών ― Επιδιωκόμενος σκοπός του νόμου δεν είναι μόνο η προστασία από την εξαθλίωση των ίδιων των παιδόφιλων αλλά και η προστασία των ανήλικων παιδιών από τη χρησιμοποίησή τους ως αντικειμένων ηδονής ― Εφεσίβλητος, ηλικίας 50 ετών, κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, κατείχε διευθυντική θέση σε εταιρεία από την οποία παραιτήθηκε λόγω της ντροπής που αισθάνθηκε για τα αδικήματα που διέπραξε ― Είναι διαζευγμένος και πατέρας ενός παιδιού, μαθητή σε ιδιωτική σχολή, του οποίου έχει την αποκλειστική οικονομική στήριξη ― Συνεργασία με την Αστυνομία, άμεση παραδοχή, καθαρό ποινικό μητρώο ― Επιβολή ποινής προστίμου €9000 ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Εφετείο, ενδεχομένως, να επέβαλλε αυστηρότερη ποινή αν δεν είχε υπόψη του το νέο στοιχείο, ήτοι, ότι ο εφεσίβλητος απόκτησε το πορνογραφικό υλικό μέσω διαδικτύου πριν ο νόμος ο οποίος ποινικοποιεί την κατοχή τέτοιου υλικού τεθεί σε εφαρμογή, πλην όμως, συνέχισε την παράνομη κατοχή του και μετά τη θέσπιση του σχετικού νόμου.

Ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε δεκατέσσερις (14) κατηγορίες που αφορούν αδικήματα παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου 22(ΙΙΙ)/04 και του περί της [*68]Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου 87(I)/2007. Του επιβλήθηκε συνολικό πρόστιμο €9000. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Θεωρεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αποδεχθεί ότι η όλη ενασχόληση του εφεσίβλητου με το συγκεκριμένο πορνογραφικό υλικό, έγινε καθαρά από περιέργεια, όπως ισχυριζόταν ο συνήγορός του.

Για σκοπούς επιμέτρησης το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη συνεργασία του εφεσίβλητου με την αστυνομία, την άμεση παραδοχή του τόσο στην Αστυνομία όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, την εκφρασθείσα απολογία και μεταμέλειά του η οποία, ενόψει της παραδοχής του, θεωρήθηκε έμπρακτη, το καθαρό ποινικό του μητρώο και τις προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές του περιστάσεις.

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου επανέλαβε και ενώπιον του Εφετείου τον ισχυρισμό ότι η περιέργεια ήταν η μόνη αιτία που έσπρωξε τον πελάτη του στη διάπραξη των αδικημάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι συνθήκες απόκτησης του πορνογραφικού υλικού από τον εφεσίβλητο και η μεγάλη ποσότητά του, δεν συνάδουν με τις ενέργειες ενός χρήστη διαδικτύου ο οποίος απλώς καταλαμβάνεται από περιέργεια. Η συμπεριφορά του εφεσίβλητου συνάδει περισσότερο με διαστροφή ή ανωμαλία της ίδιας της προσωπικότητας του ατόμου παρά με απλή περιέργεια.

2.  Τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσίβλητος τιμωρούνται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €42750 (βλ. Άρθρο 11(1) του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου του 2004).

3.  Στη Γενικός Εισαγγελέας v. Makamian (2007) 2 Α.Α.Δ. 405, που είναι η πρώτη υπόθεση της κυπριακής νομολογίας με αντικείμενο την παιδική πορνογραφία, η ποινή προστίμου των £1000 που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο επικυρώθηκε από το Εφετείο με την παρατήρηση ότι η εν λόγω ποινή βρισκόταν στο μεταίχμιο της επιείκειας και της έκδηλης ανεπάρκειας.

4.  Ο ισχυρισμός του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι ο εφεσίβλητος [*69]απέκτησε το πορνογραφικό υλικό πριν τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος, δυνάμει του οποίου ποινικοποιείται η κατοχή τέτοιου υλικού, στοιχείο που δεν είχε τεθεί υπόψη του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, δεν βοηθά καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον πελάτη του ενόψει της θέσης και των δύο πλευρών ότι η παράνομη κατοχή του υλικού συνεχίστηκε και μετά τη θέσπιση του νόμου χωρίς ο εφεσίβλητος να απαλλαγεί στο μεταξύ από αυτό, συνεχίζοντας να το κατέχει παράνομα. Απλώς, αυτό και μόνο το γεγονός, είναι αρκετό να μη οδηγήσει σε διαφοροποίηση της επιβληθείσας ποινής προς το αυστηρότερο.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

R. v. Oliver a.o. [2003] 2 Cr. App. R. (S) 15,

Γενικός Εισαγγελέας v. Makamian (2007) 2 Α.Α.Δ. 405.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1428/08), ημερομηνίας 15/4/09.

Ε. Ζαχαριάδου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ευσταθίου , για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κραμβής, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε δεκατέσσερις (14) κατηγορίες που αφορούν αδικήματα κατοχής παιδικής πορνογραφίας  κατά παράβαση του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου 22(ΙΙΙ)/04 και του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμου 87(I)/2007. Στον εφεσίβλητο επιβλήθηκε συνολικό πρόστιμο €9000 ήτοι,

  Σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 9, ποινή προστίμου [*70]€750.

  Σε κάθε μια από τις κατηγορίες 3 και 11, ποινή προστίμου €1000.

  Στην κατηγορία 5, ποινή προστίμου €1500.

  Σε κάθε μια από τις κατηγορίες 7 και 13, ποινή προστίμου €2000.

Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκαν ποινές λόγω ταυτοσημίας των γεγονότων που τις αφορούν με τα γεγονότα των κατηγοριών στις οποίες επιβλήθηκε το πρόστιμο.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Θεωρεί ότι η φύση και η σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, το ύψος της προβλεπόμενης στο νόμο ποινής, τα γεγονότα της υπόθεσης, οι περιθωριακές προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου και η ανάγκη για γενική και ειδική πρόληψη και αποτροπή, καθιστούν την ποινή έκδηλα ανεπαρκή.

Η Αστυνομία Κύπρου κατόπιν μηνύματος της ΙΝΤΕΡΠΟΛ εξασφάλισε δικαστικό ένταλμα έρευνας της οικίας και των υποστατικών του εφεσίβλητου για αναζήτηση παιδικού πορνογραφικού υλικού. Κατά την έρευνα στο σπίτι, βρέθηκε αποθηκευμένος στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή του εφεσίβλητου, μεγάλος αριθμός φωτογραφιών και ταινιών μικρού μήκους (video clips) που απεικόνιζαν παιδική πορνογραφία. Το υλικό που βρέθηκε ταξινομήθηκε πρωτοδίκως ως ακολούθως:

  362 αρχεία εικόνων και 13 αρχεία ταινιών που απεικόνιζαν ερωτικές παραστάσεις ανηλίκων χωρίς σεξουαλική πράξη (κατηγορίες 1, 2, 9 & 10).

  25 αρχεία εικόνων και 13 αρχεία ταινιών που απεικόνιζαν σεξουαλική ενέργεια μεταξύ ανηλίκων ή αυτοϊκανοποίηση ανηλίκου (κατηγορίες 3, 4, 11 & 12).

  14 αρχεία εικόνων που απεικονίζουν σεξουαλική ενέργεια χωρίς συνουσία μεταξύ ανηλίκου και ενήλικα (κατηγορίες 5 & 6).

  104 αρχεία εικόνων και 5 αρχεία ταινιών που απεικονίζουν σεξουαλική πράξη μεταξύ ανήλικου και ενήλικα σε συνουσία (κατηγορίες 7, 8, 13 και 14).

Ο εφεσίβλητος κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν ηλικίας 50 ετών, διαζευγμένος από το 2005 και πατέρας ενός παιδιού το οποίο φοιτά σε ιδιωτική σχολή μέσης εκπαίδευ[*71]σης με την αποκλειστική οικονομική υποστήριξη του εφεσίβλητου. Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, περί τις αρχές Αυγούστου 2007, ο εφεσίβλητος κατείχε διευθυντική θέση σε εταιρεία από την οποία παραιτήθηκε λόγω της ντροπής που αισθάνθηκε για τα αδικήματα που διέπραξε. Οδηγήθηκε σε συναισθηματική απομόνωση, η δε υγεία του, εμφανίζεται σοβαρά κλονισμένη. Έχει όγκο στην υπόφυση ο οποίος επηρεάζει σημαντικά την όραση και την ακοή του. Παλαιότερα είχε έντονη κοινωνική δράση. Υπήρξε εθελοντής αιμοδότης και εθελοντής δότης οργάνων στο Καραϊσκάκειο Ίδρυμα, συνέβαλε επίσης στις προσπάθειες του Αντικαρκινικού Συνδέσμου Κύπρου.

Καθόσον αφορά τις ιδιαίτερες περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, ο συνήγορος του εφεσίβλητου, ανέφερε ότι το πορνογραφικό υλικό αποθηκεύτηκε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του πελάτη του πριν από χρόνια χωρίς ο εφεσίβλητος να είχε από τότε ασχοληθεί με αυτό. Η όλη ενασχόληση του με το συγκεκριμένο πορνογραφικό υλικό, έγινε καθαρά από περιέργεια.

Για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη τη συνεργασία του εφεσίβλητου με την αστυνομία, την άμεση παραδοχή του τόσο στην αστυνομία όσο και ενώπιον του δικαστηρίου. Έλαβε επίσης υπόψη την εκφρασθείσα απολογία και μεταμέλειά του η οποία, ενόψει της παραδοχής του, θεωρήθηκε έμπρακτη. Υπέρ του εφεσίβλητου λήφθηκαν επίσης υπόψη το καθαρό ποινικό του μητρώο και όλες οι προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές του περιστάσεις. Ο ευπαίδευτος συνήγορός του επανέλαβε και ενώπιον μας ότι η περιέργεια ήταν η μόνη αιτία που έσπρωξε τον πελάτη του στη διάπραξη των αδικημάτων. Η δικαιολογία δεν είναι πειστική. Ορθά επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι η διάθεση του εφεσίβλητου να πληρώσει χρήματα με την πιστωτική του κάρτα για να αποκτήσει την κατοχή του πορνογραφικού υλικού σε μεγάλες ποσότητες, κάθε άλλο παρά συνάδει με τις ενέργειες ενός χρήστη διαδικτύου ο οποίος καταλαμβάνεται απλώς από περιέργεια. Πράγματι, η συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν μπορεί να ενταχθεί στα όρια της απλής περιέργειας. Πρόκειται για συμπεριφορά η οποία συνάδει περισσότερο με διαστροφή ή ανωμαλία της ίδιας της προσωπικότητας του συγκεκριμένου ατόμου παρά με απλή περιέργεια.

Οι προαναφερόμενοι νόμοι σαφώς στοχεύουν στην ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεθνή συνεργασία για την καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος το οποίο, με ποικίλες επι[*72]νοήσεις, προσλαμβάνει συνεχώς διαφορετικές μορφές, μια από τις οποίες, ίσως η χειρότερη, είναι η παιδική πορνογραφία και η διάδοσή της μέσω του διαδικτύου.

Στην παρ. 93 του Explanatory Report to the Convention on Cybercrime, αναφέρεται:

«……….. It is widely believed that such material and on-line practices, such as the exchange of ideas, fantasies and advice among paedophiles, play a role in supporting, encouraging or facilitating sexual offences against children.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Πιστεύεται ευρέως ότι τέτοιο υλικό και συμπεριφορές στο διαδίκτυο, όπως η ανταλλαγή ιδεών, φαντασιώσεων και συμβουλών μεταξύ παιδόφιλων, διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στο να υποστηρίζουν, ενθαρρύνουν ή διευκολύνουν σεξουαλικά αδικήματα εις βάρος παιδιών.»

Στην άκρως καθοδηγητική αγγλική απόφαση R. v. Oliver and Others [2003] 2 Cr. App. R. (S) 15 αναφέρονται τα εξής:

«In that statutory context ……, it is worth pointing out that it is likely that the number of child pornography offences detected and prosecuted is only a small proportion of the real total. Furthermore, increased access to the internet has greatly exacerbated the problem in this area making pornographic images easily accessible and increasing the likelihood of such material being found accidentally by others who may subsequently become corrupted by it.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Μέσα σε αυτό το νομικό πλαίσιο …., αξίζει να σημειωθεί ότι είναι πιθανόν ο αριθμός των αδικημάτων της παιδικής πορνογραφίας τα οποία ανιχνεύονται και διώκονται να είναι μόνο ένα μικρό μέρος του πραγματικού συνόλου. Περαιτέρω η αυξημένη πρόσβαση στο διαδίκτυο έχει επιδεινώσει σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα σε αυτό τον τομέα, κάνοντας εύκολη την πρόσβαση σε πορνογραφικές εικόνες και αυξάνοντας την πιθανότητα τέτοιο υλικό να ανευρεθεί τυχαία από άλλους, οι οποίοι μπορούν στη συνέχεια να διαφθαρούν από αυτό.»

[*73]Ο σκοπός του νόμου δεν είναι μόνο η προστασία από την εξαθλίωση των ίδιων των παιδόφιλων αλλά και η προστασία των ανήλικων παιδιών από τη χρησιμοποίησή τους ως αντικειμένων ηδονής. Η προστασία του νόμου επεκτείνεται τόσο στα ανήλικα παιδιά που εξαναγκάζονται να λαμβάνουν μέρος σε τέτοιες πράξεις όσο και σ’ εκείνα που θα πέσουν θύματα των παιδόφιλων που βλέποντας αυτές τις εικόνες τους προκαλείται η διάθεση να ενοχλήσουν άλλα ανήλικα παιδιά. Η αναζήτηση και η κατοχή μέσω διαδικτύου τέτοιου πορνογραφικού υλικού αυξάνει τη ζήτηση για τέτοιο υλικό και έτσι ωθεί τους εμπνευστές της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων να συνεχίζουν αγέρωχοι το άκρως καταστροφικό τους έργο. Βλ. Explanatory Report to the Convention on Cybercrime, Conf. Cy. [2001] Exp. Mem. σελ. 27, παρ. 98.

Τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσίβλητος τιμωρούνται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €42750 (βλ. Άρθρο 11(1) του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου του 2004).

Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Makamian (2007) 2 Α.Α.Δ. 405 είχαν βρεθεί στην κατοχή του εφεσίβλητου 13 ψηφιακοί δίσκοι με φωτογραφίες και ταινίες μικρού μήκους παιδικής πορνογραφίας με πραγματικές απεικονίσεις παιδιών. Το περιεχόμενο του υλικού δεν είχε τεθεί ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου. Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή και έγινε δεχτό ότι είχε το πορνογραφικό υλικό για δική του αποκλειστική χρήση χωρίς να είχε διαδοθεί περαιτέρω με οποιοδήποτε τρόπο. Η ποινή προστίμου των £1000 που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο επικυρώθηκε από το Εφετείο με την παρατήρηση ότι η εν λόγω ποινή βρισκόταν στο μεταίχμιο της επιείκειας και της έκδηλης ανεπάρκειας. Η προσέγγιση του Εφετείου στη Makamian, που ας σημειωθεί είναι η πρώτη υπόθεση της κυπριακής νομολογίας με αντικείμενο την παιδική πορνογραφία, αναδύεται από την πιο κάτω περικοπή της απόφασης:

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν τέθηκαν στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το περιεχόμενο του πορνογραφικού υλικού έτσι ώστε να υπάρχει σαφής αντίληψη του επιπέδου της πορνογραφίας. Το δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του επαρκή εικόνα αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Στην υπόθεση R. v. Oliver and Others [2003] 2 Cr. App. R. (S) 64 το αγγλικό εφετείο, υπό [*74]μορφή καθοδήγησης προς τα κατώτερα δικαστήρια, παρέθεσε σειρά κριτηρίων και παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής σε υποθέσεις παρόμοιας φύσης.

Θεωρούμε πως εδώ η περίπτωση δεν είναι η πλέον κατάλληλη για την καταγραφή κατευθυντήριων γραμμών υπό μορφή καθοδήγησης προς τα δικά μας δικαστήρια. Καταλήξαμε σ’ αυτό το συμπέρασμα γιατί δεν έχουμε σαφή εικόνα των γεγονότων που αφορούν άμεσα τη συγκεκριμένη υπόθεση. Θεωρούμε ωστόσο, πως η παραπομπή στο Explanatory Report to the Convention on Cybercrime και στην υπόθεση Oliver (ανωτέρω) θα είναι πάντοτε χρήσιμη, με τις ανάλογες προσαρμογές και με αναφορά στις ανάγκες της κάθε υπόθεσης.»

Στην παρούσα υπόθεση, η Κατηγορούσα Αρχή έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τα στοιχεία του πορνογραφικού υλικού που είχε στην κατοχή του ο εφεσίβλητος ώστε να έχει το δικαστήριο άμεση αντίληψη της φύσης του περιεχομένου του υλικού και τον έλεγχο της σχετικής ταξινόμησης. Το στοιχείο που δεν φαίνεται να εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο, προφανώς γιατί δεν είχε τεθεί υπόψη του, είναι το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος απόκτησε το πορνογραφικό υλικό δι’ αγοράς μέσω διαδικτύου στις 9.3.2004, ενώ ο νόμος δυνάμει του οποίου ποινικοποιείται η κατοχή τέτοιου υλικού κλπ., τέθηκε σε εφαρμογή στις 30.4.2004. Αυτό το θέμα το έθεσε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η παράνομη κατοχή του υλικού συνεχίστηκε και μετά τη θέσπιση του νόμου χωρίς ο εφεσίβλητος να απαλλαγεί στο μεταξύ από αυτό, συνεχίζοντας να το κατέχει παράνομα. Παρότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για διάφορες εικασίες προς εξήγηση της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου εντούτοις θεωρούμε ανεπίτρεπτο να προβούμε σε οποιοδήποτε σχόλιο για να μη περάσουμε στο πεδίο της εικοτολογίας. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι αρκετό ώστε να μη διαφοροποιήσουμε την επιβληθείσα ποινή προς το αυστηρότερο όπως ενδεχομένως θα επράτταμε αν δεν είχαμε υπόψη μας αυτό το στοιχείο.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο