Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Χαλήλ (2010) 2 ΑΑΔ 87

(2010) 2 ΑΑΔ 87

[*87]23 Φεβρουαρίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΛΗΛ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 211/2008)

 

Επανεκδίκαση ― Η απόφαση για επανεκδίκαση λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του Νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Καθυστέρηση στην εκδίκαση υπόθεσης ― Δεν υπάρχει προκαθορισμένος χρόνος καθυστέρησης, η υπέρβαση του οποίου θα οδηγούσε μια υπόθεση έξω από τα όρια του εύλογου χρόνου ολοκλήρωσής της ― Ποίοι παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για τη διαπίστωση ύπαρξης υπέρμετρης καθυστέρησης.

Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 ― Σύνταξη κατηγορητηρίου ― Ενδεδειγμένος τρόπος σύνταξης κατηγορητηρίου ― Πρακτική μέθοδος προς θεμελίωση της συστηματικής συμπεριφοράς κατηγορουμένου.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία ο εφεσίβλητος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε και στις δώδεκα κατηγορίες που αντιμετώπιζε, κατά παράβαση σχετικών άρθρων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, (Ν.119(Ι)/2000) και του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Οι κατηγορίες αυτές αφορούσαν αδικήματα άσεμνης επίθεσης εναντίον των δύο υιών του, τα οποία διαπράχθηκαν την περίοδο 2004 – 2006.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά που η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεσή της και χωρίς να υπάρξει από πλευράς Υπεράσπισης [*88]εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου, τον αθώωσε και τον απάλλαξε, εξετάζοντας το ζήτημα αυτεπάγγελτα, στη βάση του Άρθρου 74(1)(β) και (γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 και της σχετικής νομολογίας και καταλήγοντας ότι η μαρτυρία ήταν γενική και αόριστη, σε βαθμό που δε δικαιολογούσε να κληθεί ο εφεσίβλητος σε απολογία.

Ο εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα εφαρμόστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο νόμος. Υπέβαλε ότι, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, του ευρήματος ότι, από τη μαρτυρία των παιδιών, προκύπτει ότι τα περιστατικά των άσεμνων επιθέσεων ήταν εκατοντάδες και του γεγονότος ότι δε ζητήθηκαν από τον εφεσίβλητο περαιτέρω λεπτομέρειες, η κατάληξη ότι δεν είχαν προσκομιστεί τέτοιες και, συνεπώς, δεν δικαιολογείτο να κληθεί ο εφεσίβλητος σε απολογία, είναι εσφαλμένη. Ο ίδιος γνώριζε με λεπτομέρεια τι αντιμετώπιζε, γι’ αυτό ούτε  περαιτέρω λεπτομέρειες ζήτησε, ούτε εισηγήθηκε ότι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επηρεάστηκε το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη. Περαιτέρω, υπέβαλε ότι η όποια ατέλεια και αν υπήρχε στο κατηγορητήριο, αυτή θα μπορούσε να διορθωθεί από το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 83 του Κεφ.155.

Αντίθετα, ο συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης και εισηγήθηκε ότι, και σε περίπτωση ακόμη που ήθελε κριθεί ότι είναι εσφαλμένη, δεν δικαιολογείται διαταγή επανεκδίκασης, ενόψει της αποκατάστασης των σχέσεων του εφεσίβλητου με τα παιδιά του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσίβλητος ήταν γνώστης του τι αντιμετώπιζε στη βάση του κατηγορητηρίου. Το γιατί επιλέγηκαν τα περιστατικά των κατηγοριών για κάθε χρόνο και όχι περισσότερα, όπως έθεσε το ερώτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν επηρεάζει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την πληρότητα του κατηγορητηρίου και της μαρτυρίας, από άποψη λεπτομερειών, ώστε να δικαιολογείται η απαλλαγή του εφεσίβλητου από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

2.  Η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση, επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά πόσο δικαιολογείται επανεκδίκαση ή μη μιας υπόθεσης είναι πάντα το συμφέρον της δικαιοσύνης.

3.  Για διαπίστωση ύπαρξης υπέρμετρης καθυστέρησης στην ολοκλή[*89]ρωση μιας υπόθεσης, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως τα περιστατικά της, η δυσκολία της, η καθ’ όλα στάση των ανακριτικών αρχών, οι χειρισμοί από πλευράς του κατηγορουμένου, καθώς και η δαπάνη, στην οποία συνολικά θα υποβληθεί ο κατηγορούμενος.

4.  Στην προκείμενη περίπτωση, ο χρόνος που παρήλθε από την, κατ’ ισχυρισμό, διάπραξη των αδικημάτων, ειδικά αυτών του 2005 και του 2006, υπό τις περιστάσεις, δεν είναι έξω από τα αποδεκτά όρια. Η δε απονομή της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με διαταγή για επανεκδίκαση.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε

επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,

Γενικός Εισαγγελέας v. Χρίστου (2001) 2 Α.Α.Δ. 456,

Αποστόλου v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 614,

Νικολαΐδης v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271,

Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279.

Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 32155/06), ημερομηνίας 23/10/08.

Α. Κάρνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, πατέρας των Θ. και Μ., αντιμετώπιζε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευ[*90]κωσίας εικοσιτέσσερις κατηγορίες, κατά παράβαση σχετικών άρθρων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, (Ν. 119(Ι)/2000) και του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι πρώτες δώδεκα κατηγορίες αφορούσαν αδικήματα άσεμνης επίθεσης εναντίον των δύο υιών του, τα οποία διαπράχθηκαν την περίοδο 2004 - 2006. Συγκεκριμένα, κατηγορείτο ότι, σε δύο άγνωστες ημερομηνίες το 2004, δύο άγνωστες ημερομηνίες το 2005, μία άγνωστη ημερομηνία εντός Ιανουαρίου του 2006 και μία άγνωστη ημερομηνία εντός του Φεβρουαρίου του ιδίου έτους, ενώ οι υιοί του ξάπλωναν στο κρεβάτι τους, φορώντας το παντελόνι τους για να μην κρυώνουν, τους χάιδεψε στα γεννητικά τους όργανα. Οι υπόλοιπες δώδεκα κατηγορίες αφορούσαν αδικήματα κοινής επίθεσης, τα οποία διαπράχθηκαν από τον εφεσίβλητο εναντίον της συζύγου του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά που η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεσή της και χωρίς να υπάρξει από πλευράς Υπεράσπισης εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου - στην απόφαση, προφανώς, εκ λάθους αναφέρεται ότι υπήρξε τέτοια - εξέτασε το ζήτημα, ως είχε δικαίωμα, αυτεπάγγελτα, στη βάση του Άρθρου 74(1)(β) και (γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και της σχετικής νομολογίας*. Αποτέλεσμα ήταν η αθώωση και η απαλλαγή του εφεσίβλητου σε όλες τις κατηγορίες. Η απαλλαγή του από τις κατηγορίες για το αδίκημα της κοινής επίθεσης προέκυψε ως αποτέλεσμα της μαρτυρίας της συζύγου του, η οποία ανέφερε ότι όσα καταλογίζονταν στον εφεσίβλητο σε σχέση με την επίθεση εναντίον της ήταν ψέματα. Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, ήταν η διαπίστωσή του ότι η μαρτυρία, καίτοι δεν ήταν αντινομική ούτε περιείχε ουσιώδεις αντιφάσεις που να την εξουδετερώνουν, ήταν γενική και αόριστη, σε βαθμό που δε δικαιολογούσε να κληθεί ο εφεσίβλητος σε απολογία. Οι παραπονούμενοι, κατέληξε, δεν παρέθεσαν λεπτομέρειες για οποιοδήποτε από τα έξι περιστατικά που καταλόγιζαν στον εφεσίβλητο.

Η έφεση περιορίζεται στην αμφισβήτηση της ορθότητας της απαλλαγής του εφεσίβλητου σε σχέση με τις κατηγορίες 1 - 12.   Ο εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα εφαρμόστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο νόμος. Υπέβαλε ότι, υπό το φως των [*91]γεγονότων της υπόθεσης, του ευρήματος ότι, από τη μαρτυρία των παιδιών, προκύπτει ότι τα περιστατικά των άσεμνων επιθέσεων ήταν εκατοντάδες και του γεγονότος ότι δε ζητήθηκαν από τον εφεσίβλητο περαιτέρω λεπτομέρειες, η κατάληξη ότι δεν είχαν προσκομιστεί τέτοιες και, συνεπώς, δεν δικαιολογείτο να κληθεί ο εφεσίβλητος σε απολογία, είναι εσφαλμένη. Ο ίδιος γνώριζε με λεπτομέρεια τι αντιμετώπιζε, γι’ αυτό ούτε  περαιτέρω λεπτομέρειες ζήτησε, ούτε εισηγήθηκε ότι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επηρεάστηκε το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη.  Περαιτέρω, υπέβαλε ότι η όποια ατέλεια και αν υπήρχε στο κατηγορητήριο, αυτή θα μπορούσε να διορθωθεί από το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 83 του Κεφ. 155.

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου, αντίθετα, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και εισηγήθηκε ότι, και σε περίπτωση ακόμη που ήθελε η απόφαση κριθεί εσφαλμένη, δε δικαιολογείται διαταγή για επανεκδίκαση, αφού οι σχέσεις του εφεσίβλητου με τα παιδιά του,  εδώ και ένα χρόνο, έχουν αποκατασταθεί.

Το λεκτικό των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος έχει ως εξής:-

«Άσεμνη επίθεση εναντίον άντρα, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(2), 4(1)(2)(β), 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22 και 23 του Περί Βίας στην Οικογένεια, Νόμου 119(Ι)/2000 και των Άρθρων 152 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.»

Στις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας, αναφέρεται ότι:-

«Ο κατηγορούμενος σε άγνωστη ημερομηνία του έτους 2004, στο Πολιτικό της Επαρχίας Λευκωσίας, παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον του υιού του Θ..., 14 ετών, δηλαδή ενώ ο υιός του ήταν ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι του τον χάιδεψε πάνω από το παντελόνι αγγίζοντας τον στα γεννητικά του όργανα.»

Το ίδιο λεκτικό επαναλαμβάνεται και στις λεπτομέρειες των υπόλοιπων κατηγοριών, με τις ανάλογες, βέβαια, διαφοροποιήσεις ως προς το όνομα του παραπονουμένου και το έτος διάπραξης του αδικήματος.

Στο Άρθρο 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο αφορά στις διατάξεις σε σχέση με τη σύνταξη ενός [*92]κατηγορητηρίου, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι αυτό:-

«... περιγράφει εν συντομία σε κοινή γλώσσα το ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αποφεύγοντας, στο μέτρο του δυνατού τη χρήση τεχνικών όρων και χωρίς απαραίτητα να εκτίθενται όλα τα ουσιώδη στοιχεία του ποινικού αδικήματος, και περιλαμβάνει αναφορά στο άρθρο του νομοθετήματος που δημιουργεί το ποινικό αδίκημα.»

Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου ένα παιδί αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων, στον Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice του 2007, όπου η συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεμψε, αναφέρεται:- (σελ. 89)

“Where a child speaks of a number of incidents with no distinguishing features, a convenient course, in order to establish the systematic conduct of the accused, is to have a number of counts, each, apart from the first, alleging on an occasion other than that alleged in [the previous counts]’.”

(Ελεύθερη μετάφραση:

«Όπου ένα παιδί αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μια πρακτική μέθοδος, προς θεμελίωση της συστηματικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, είναι η έκθεση αριθμού κατηγοριών, η κάθε μια από τις οποίες, εκτός από την πρώτη, θα αναφέρει ‘σε περίπτωση άλλη από αυτή που καταγράφεται [στις προηγούμενες κατηγορίες]’.»

Στην παρούσα περίπτωση, η διατύπωση του κατηγορητηρίου αλλά και η μαρτυρία που δόθηκε κάθε άλλο παρά υπολείπονται των όσων απαιτούνται ως λεπτομέρειες για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος. Τα αδικήματα προσδιορίζονται χρονικά να συνέβηκαν το 2004, το 2005, τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 2006. Ο εφεσίβλητος υπερασπίστηκε πρωτοδίκως, στη βάση των λεπτομερειών του κατηγορητηρίου, χωρίς, καθ’ οιονδήποτε στάδιο, να ζητήσει περαιτέρω λεπτομέρειες - (βλ. A.N. Loizou - G.M. PikisCriminal Procedure in Cyprus’, σελ. 47) - αλλά ούτε και να εισηγηθεί ότι δε γνώριζε με επάρκεια τη φύση και τις λεπτομέρειες των κατηγοριών που αντιμετώπιζε. Θέση του ήταν το αθώο των ενεργειών του. Ήταν, στη βάση του κατηγορητηρίου, γνώστης του τι αντιμετώπιζε. Το γιατί επιλέγηκαν τα περιστατικά των κατηγοριών για κάθε χρόνο και όχι [*93]περισσότερα, όπως έθεσε το ερώτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν επηρεάζει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την πληρότητα του κατηγορητηρίου και της μαρτυρίας, από άποψη λεπτομερειών, ώστε να δικαιολογείται η απαλλαγή του εφεσίβλητου από το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

Σε ό,τι αφορά την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δε δικαιολογείται επανεκδίκαση της υπόθεσης, παρατηρούμε ότι γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου κατά πόσο δικαιολογείται επανεκδίκαση ή μη μιας υπόθεσης είναι πάντοτε το συμφέρον της δικαιοσύνης - (βλ. Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279).

Προκαθορισμένος χρόνος καθυστέρησης, η υπέρβαση του οποίου θα οδηγούσε μια ποινική υπόθεση έξω από τα όρια του εύλογου χρόνου ολοκλήρωσής της, δεν υπάρχει. Για τη διαπίστωση εάν υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση μιας υπόθεσης, λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως τα περιστατικά της, η δυσκολία της, η καθ’ όλα στάση των ανακριτικών αρχών, οι χειρισμοί από πλευράς του κατηγορουμένου, καθώς και η δαπάνη, στην οποία συνολικά θα υποβληθεί ο κατηγορούμενος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κατηγορίες που εδώ αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος είναι σοβαρές. Ο χρόνος που παρήλθε από την, κατ’ ισχυρισμό, διάπραξη των αδικημάτων, ειδικά αυτών του 2005 και του 2006, υπό τις περιστάσεις, δε βρίσκουμε ότι είναι έξω από τα αποδεκτά όρια.

Λαμβάνοντας υπόψη την πρόβλεψη επανεκδίκασης σε σύντομο χρόνο, η οποία γίνεται στη βάση του χρόνου που χρειάστηκε για την ακρόαση της υπόθεσης και την έκδοση της απόφασης - (18/6/2008 - 23/10/2008) - πιστεύουμε ότι η απονομή της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με διαταγή για επανεκδίκαση.

Η έφεση επιτυγχάνει.

Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης.

*               Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133· Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρίστου (2001) 2 Α.Α.Δ. 456· Αποστόλου ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 614 και Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο